Ὁ Ἅγιος μάρτυς Κοδράτος βρισκόταν στὴ Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (249-251) καὶ Βαλεριανοὺ (253-259). Εξαιτίας τῆς πίστεώς του στὸ Χριστὸ τὸν συνέλαβαν, μαζὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους χριστιανούς, οἱ εἰδωλολάτρες καὶ τὸν παρέδωσαν στὸν ἀνθύπατο τῆς πόλεως. Ὁ Ἅγιος, χωρὶς νὰ φοβηθεῖ τὸ παραμικρό, διακήρυξε μὲ παρρησία τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Ὕστερα δὲ ἀπὸ τὴ διακήρυξή του αὐτὴ ὑποβλήθηκε σὲ φοβερὰ βασανιστήρια. Συγκεκριμένα, τὸν ξάπλωσαν καταγῆς οἱ βασανιστὲς καὶ τὸν χτύπησαν ἀνηλεῶς μὲ ξερὰ βούνευρα, ὥστε σὲ ὅλο του τὸ σῶμα ἀνοίχτηκαν βαθιὲς πληγὲς καὶ τὸ αἷμα ποὺ ἔρευσε ἀπὸ αὐτὲς γέμισε τὸ ἔδαφος κάτω καὶ γύρω του. Στὴ συνέχεια τὸν ἔκλεισαν σὲ μιὰ φυλακὴ μὲ ἀπάνθρωπες συνθῆκες διαβίωσης.

Ἀκολούθως ὁ ἀνθύπατος ὁδήγησε τὸν Ἅγιο στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου καὶ πάλι τὸν ὑπέβαλε σὲ ἀνήκουστα βασανιστήρια. Ἐκεῖ δὲ ὁ Μάρτυς εἶδε κάποιους ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, ποὺ ἦταν μαζί του, νὰ κλονίζονται ἀπὸ τὰ ἐπαπειλούμενα βασανιστήρια καὶ νὰ ἑτοιμάζονται νὰ προσφέρουν θυσίες στὰ εἴδωλα. Ἐκεῖνος ὅμως τοὺς ὑπενθύμισε τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς στήριξε στὴν πίστη τους, ὁπότε ὁ διοικητὴς τοὺς παρέδωσε στὸ πῦρ καὶ οἱ ἅγιοι αὐτοὶ ἔλαβαν τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.

Τότε ὁ ἅγιος μάρτυς Κοδράτος μπῆκε στὸ ναὸ τῶν εἰδώλων καὶ συνέτριψε ὅλα τα ξόανα (ξύλινα ἀγάλματα) ποὺ βρίσκονταν μέσα σ’ αὐτόν. Γιὰ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴ τὸν κρέμασαν καὶ τοῦ καταξέσχισαν τὸ σῶμα μὲ σιδερένια νύχια. Ἐν συνεχεία, ἀφοῦ τὸν ἔβαλαν σὲ ἕναν λάκκο, τὸν χτύπησαν ἀνηλεῶς μὲ βούρδουλα. Βλέποντας δὲ τὴν πίστη καὶ τὴν καρτερία τοῦ Μάρτυρος δύο εἰδωλολάτρες, ὁ Σατορνίνος καὶ ὁ Ρουφίνος, προσχώρησαν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἀμέσως τότε οἱ εἰδωλολάτρες τοὺς συνέλαβαν καί, ἀφοῦ πρῶτα τους κρέμασαν καὶ τοὺς καταξέσχισαν τὸ σῶμα μὲ σιδερένια νύχια, τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ἔτσι καὶ ὁ Σατορνίνος καὶ ὁ Ρουφίνος κοσμήθηκαν μὲ τοὺς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἀνθύπατος ἀναχώρησε γιὰ τὴν Ἀπολλωνία καὶ πρόσταξε νὰ τὸν ἀκολουθήσει δέσμιος καὶ ὁ Κοδράτος. Μόλις ἔφτασαν στὴν πόλη αὐτή, ὁ ἀνθύπατος ὑπέβαλε τὸν Ἅγιο πάλι σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Συγκεκριμένα, ἀνάμειξε ἁλμύρα μὲ ξίδι καὶ ρίχνοντας τὸ κράμα αὐτὸ στὶς πληγὲς τοῦ τὶς ἔτριβε μὲ σκληρὸ τρίχινο ὕφασμα. Ἀφοῦ δὲ τὸ ἀπανθρωπότατο αὐτὸ βασανιστήριο κράτησε πάρα πολλὴ ὥρα, ἀκολούθησε καὶ ἄλλο ἐξίσου φρικτό: πυράκτωσαν σίδερα καὶ τοῦ κατέκαυσαν τὶς πλευρές του.

Κατόπιν ὁ ἀνθύπατος διέβη τὸν Ρουνδακὸ ποταμὸ καὶ ἔφτασε στὴν κωμόπολη Σερούκομη, εἶχε πάρει δὲ μαζί του καὶ τὸν ἅγιο Κοδράτο, δεμένον μάλιστα πάνω σε μιὰ ἅμαξα, ἐπειδὴ ἐξαιτίας τῶν βασανιστηρίων δὲν μποροῦσε νὰ βαδίσει. Ὅταν λοιπὸν ἔφτασαν στὴν κωμόπολη αὐτή, ὁ ἀνθύπατος ρώτησε, παρουσία ὅλου του λαοῦ, τὸν Ἅγιο ἂν σωφρονίστηκε ἢ ὄχι κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Ἔχω σῶες τὶς φρένες μου ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων καὶ εἶμαι χριστιανὸς ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας μου, ἄλλον Θεὸ δὲν γνωρίζω, παρὰ μόνον τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Κάμε λοιπὸν ὅ,τι θέλεις καὶ ὅ,τι μπορεῖς. Τότε ὁ ἀνθύπατος φούντωσε ἀπὸ τὴν ὀργή του καὶ πρόσταξε νὰ πυρακτώσουν σχάρα καὶ νὰ ξαπλώσουν πάνω σ’ αὐτὴν τὸν Μάρτυρα, ἐπιπλέον δὲ νὰ τὸν ραντίζουν μὲ λάδι καὶ μὲ πίσσα. Ἡ προσταγὴ ἐκτελέστηκε κατὰ γράμμα. Ὁ Μάρτυς ὅμως δὲν ἔπαθε ἀπολύτως τίποτε ἀπὸ τὴν πυρακτωμένη σχάρα, λὲς καὶ ἦταν ξαπλωμένος σὲ ἀναπαυτικὸ κρεβάτι. Τελικὰ ὁ ἀνθύπατος πρόσταξε καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἔτσι λοιπὸν ὁλοκληρώθηκε ἡ ἄθληση τοῦ ἁγίου Κοδράτου καὶ ὁ Κύριος τὸν στεφάνωσε μὲ τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

(Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Θεολόγου-Φιλολόγου-Λυκειάρχου, Μὲ τοὺς Ἁγίους μας, Μάϊος, ἔκδ. Ἀποστολ. Διακονία, σ. 46-49)

πηγή

 

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *