Τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου μετὰ τὸ μαρτύριον
1) Τὸ θαῦμα τῆς μεταφορᾶς τῆς κολώνας
Μία γυναίκα ἀγόρασε μία κολώνα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴ στείλη στὴν Ρώμη ποὺ κτιζόταν ἐκεῖ μία ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Εἶδε λοιπὸν στὸ ὄνειρό της τὸν Ἅγιον ὁ ὁποῖος μαζί της ἐσήκωσε τὴν κολώνα καὶ τὴν ἔρριξαν στὴ θάλασσα. Ἡ κολώνα βρέθηκε στὴ Ρώμη μὲ μία ἐπιγραφή, νὰ τεθῆ στὸ δεξὶ μέρος τῆς ἐκκλησίας.
2) Σωτηρία τοῦ αἰχμαλώτου στρατιώτου
Στὴν Παφλαγονίαν τοῦ Πόντου τιμοῦσαν πολὺ τὸν Ἅγιον καὶ μάλιστα εἶχαν κτισθῆ πρὸς τιμὴν τοῦ πολλοὶ ναοί. Ὅλοι ἐτιμοῦσαν τὸν Ἅγιον τόσο ὥστε κάθε οἰκογένεια νὰ ὀνομάζη ἕνα ἀπὸ τὰ ἄρρενα παιδιὰ τῆς Γεώργιον. Αὐτὸ συνέβη καὶ σὲ μία καλῆ καὶ εὐσεβῆ οἰκογένειαν. Ἐμεγάλωσε τὸ παιδὶ τῆς τὸ ὁποῖον ἦταν φρόνιμο, ἠθικό, συνετὸ καὶ σὲ ἡλικία εἴκοσι χρονῶν τὸ κάλεσαν στὸν στρατόν. Στὶς μάχες ποὺ ἔγιναν ἐναντίον τῶν βαρβάρων πολλοὶ χριστιανοὶ ἔπεσαν σὲ ἐνέδρα τῶν βαρβάρων, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ νεαρὸς Γεώργιος, καὶ ἄλλους κατέσφαξαν, ἄλλους ἐκράτησαν ὡς ὑπηρέτας καὶ ἄλλους ἐπώλησαν ὡς δούλους. Ὁ Γεώργιος ἔγινε ὑπηρέτης κάποιου ἀξιωματικοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν ἐξετίμησε πολύ.
Οἱ γονεῖς τοῦ Γεωργίου γιὰ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἐπενθοῦσαν καὶ ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητοι γιὰ τὸ χαμένο τοὺς παιδί. Καθημερινὰ ἐπήγαιναν στὴν ἐκκλησίαν καὶ γονατιστοὶ παρακαλοῦσαν μὲ θερμὴ πίστι τὸν θεὸν νὰ τοὺς φανερώση τί ἀπέγινε ὁ ἀγαπημένος τοὺς υἱός.
Και ὁ Γεώργιος ἀπὸ τὴν ἐξορίαν τοῦ προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ καὶ νὰ τὸν ἀξιώση νὰ συναντηθῆ μὲ τοὺς ἀγαπημένους τοῦ γονεῖς. Ἐπέρασε λοιπὸν ἕνας χρόνος ἀπὸ τότε ποὺ ἐξαφανίσθηκε. Ἔφθασε μάλιστα καὶ ἡ γιορτὴ τοῦ Ἄγ. Γεωργίου, καὶ οἱ γονεῖς ποὺ πάντα εἶχαν τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ υἱὸς τοὺς ζῆ ἐκάλεσαν τοὺς συγγενεῖς τους γιὰ δεῖπνον.
Ὁ ἀξιωματικὸς ἀφέντης τοῦ Γεωργίου ἐζήτησε πρὶν ἀπὸ τὸν δεῖπνον νὰ τοῦ πλύνη τὰ πόδια καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Γεώργιος ἐζέσταινε νερό. Ὁλόκληρη τὴν ἡμέρα ὁ Γεώργιος ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Ἄγ. Γεώργιον ποὺ γιόρταζε, νὰ τὸν ἐλευθερώση καὶ νὰ τὸν ὁδηγήση κοντὰ στοὺς γονεῖς του. Μόλις τὸ νερὸ ἔβρασε καὶ τὸ ἔβαλε στὴν στάμνα καὶ τὸ ἑτοίμασε γιὰ τὸν κύριόν του, ἐμφανίσθηκε μπροστὰ τοῦ ὁ Ἄγ. Γεώργιος ἔφιππος σ’ ἕνα ἄσπρο ἄλογο καὶ ἀνέβασε τὸν νέον στὸ ἄλογο καὶ ἀμέσως τὸν ἔφερε στὸ σπίτι τοῦ τὴν ὥρα ποὺ εὐρίσκοντο ὅλοι οἱ καλεσμένοι στὸ τραπέζει. Ἔμειναν ὅλοι ἔκθαμβοι καὶ ὅταν συνῆλθαν ἐρωτοῦσαν τὸν Γεώργιον νὰ τοὺς πῆ πὼς βρέθηκε ἐκεῖ. Καὶ ἐκεῖνος τοὺς ἀφηγήθηκε τὸ θαῦμα μὲ κάθε λεπτομέρεια. Καὶ ὅλοι γεμάτοι χαρά, ἐδόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ τὸν Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον.
Ὑπάρχει καὶ Βυζαντινὴ παράστασις τοῦ θαύματος αὐτοῦ, ποὺ ἔχει τὸν Ἅγιον στὸ ἄλογο καὶ ἕνα νέον ποὺ κρατᾶ τὴν ἀργυρᾶν στάμναν.
3) Τὸ θαῦμα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας
Ἕνα παρόμοιον θαῦμα μὲ τὸ προηγούμενον εἶναι καὶ αὐτὸ μὲ τὸν υἱὸν τῆς χήρας.
Εἰς τὴν Μυτιλήνην ἦλθαν πειρατὲς ἀπὸ τὴν Κρήτην γιὰ νὰ κλέψουν, λεηλατήσουν καὶ αἰχμαλωτίσουν ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερους ἠμποροῦσαν. Ἐσκέφθησαν νὰ κάνουν τὴν ἐπιδρομὴ τοὺς τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ποὺ ὅλοι θὰ εὑρίσκονταν στὴν ἐκκλησία συγκεντρωμένοι. Πράγματι οἱ κουρσάροι ἔκαναν τὴν ἐπίθεσίν τους καὶ μεταξὺ τῶν αἰχμαλωτισθέντων ἦταν καὶ ἕνας ὡραιότατος νέος, ὁ υἱὸς μίας πλουσίας χήρας.
Οι κουρσάροι τὸν ἐχάρισαν στὸν Ἀμμοῦν τῆς Κρήτης ὁ ὁποῖος τὸν ἔβαλε ὑπηρέτην τῆς τραπέζης του.
Η μάνα του ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ χάθηκε ὁ γυιὸς τῆς ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἄγ. Γεώργιον νὰ τῆς φανερώση τὸ χαμένο τῆς παιδί. Ὁ μεγαλομάρτυς Γεώργιος δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐκπληρώση τὸν πόθον τῆς πονεμένης ἐκείνης μάνας. Καὶ ἐνῶ ἑτοιμαζόταν ὁ νέος νὰ προσφέρη στὸν Ἀμιρᾶν κρασί, τὸν ἅρπαξε ὁ Ἄγ. Γεώργιος καὶ τὸν μετέφερε στὴν μάνα του. Καὶ οἱ δυὸ δὲν ἐπίστευαν στὰ μάτια τους γιὰ τὸ συμβὰν καὶ ὅταν συνῆλθαν ἐδόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἅγιον γιὰ τὸν παράξενον τρόπον τῆς ἀπελευθερώσεως.
4) Τὸ θαῦμα τῆς εὐεργεσίας τοῦ Ἁγίου πρὸς τὸ εὐσεβὲς παιδὶ καὶ ἡ τιμωρία τῶν ἀσεβῶν
Στὴν Παφλαγονία ὑπῆρχε ἕνας μεγάλος Ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καὶ στὴν πλατεία τοῦ ναοῦ τὰ παιδιὰ ἔπαιζαν διάφορα παιγνίδια. Ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιὰ αὐτὰ δὲν μποροῦσε νὰ νικήση σὲ κανένα ἀπὸ τὰ πολλὰ ἀγωνίσματα γι’ αὐτὸ τὸ εἰρωνεύονταν καὶ τὸ περιγελοῦσαν. Τότε στράφηκε πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν βοηθήση νὰ νικήση καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τοῦ πρόσφερε ἕνα σφουγγάτον, δηλαδὴ φαγητὸ ἀπὸ αὐγὰ τηγανισμένα μὲ κρεμμύδια καὶ μυρωδικά.
Μόλις ἔκανε τὸ τάξιμο ἄρχισε νὰ παλαίη μὲ ἄλλα παιδιὰ τὰ ὁποία καὶ ἐνίκησε. Ἀμέσως ἐπῆγε στὸ σπίτι τοῦ μόνος του ἔφτειαξε τὸ σφουγγάτον καὶ τὸ ἔβαλε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Ὕστερα ἀπὸ λίγη ὥρα ἔφθασαν ἐκεῖ τρεῖς νέοι γιὰ νὰ προσκυνήσουν καὶ μόλις εἶδαν τὸ σφουγγάτον σκέφθηκαν νὰ τὸ φάνε. Καὶ εἶπαν μεταξύ τους: «Ὁ Ἅγιος τί τὰ θέλει αὐτά; Μήπως πρόκειται νὰ τὰ φάη;». Ἐκάθισαν λοιπὸν καὶ ἔφαγαν τὸ σφουγγάτον στὰ σκαλοπάτια τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν θέλησαν νὰ φύγουν δὲν ἠμποροῦσαν νὰ σηκωθοῦν, διότι εἶχαν κολλήσει στὰ μαρμάρινα σκαλοπάτια. Ἔκαμαν τότε φτηνὰ τάματα στὸν Ἅγιον γιὰ νὰ ξεκολλήσουν ἀλλὰ τίποτα. Ὅταν ἔκαμαν ἀκριβὸ τάμα, ἤτοι νὰ δώση ὁ καθένας ἀπὸ ἕνα φλωρί, τότε μόνο μπόρεσαν νὰ ξεκολλήσουν καὶ ν’ ἀπελευθερωθοῦν. Μόλις λοιπὸν βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ πῆραν θάρρος, εἶπαν πρὸς τὸν Ἅγιον: «Ἅγιε Γεώργιε, τὰ σφουγγάτα σου τὰ πωλεῖς ἀκριβὰ καὶ γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς τίποτα πιὰ δὲν θὰ ἀγοράσουμε ἀπὸ σένα».
5) Θαῦμα τοῦ Μεγαλομάρτυρος στὸν Σαρακηνὸν
Κάποιος Σαρακηνὸς ταξειδιώτης, (ἀνεψιὸς τοῦ βασιλιᾶ τῆς Συρίας), σὰν εἶδε τὴν θαυμάσια ἐκκλησία τοῦ Ἄγ. Γεωργίου διέταξε τοὺς ὑπηρέτες του νὰ μεταφέρουν τὶς ἀποσκευές τους καὶ νὰ τὶς βάλουν στὸ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας ἐπειδὴ θὰ διέμεναν ἐκεῖ γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν καὶ ὕστερα θὰ συνέχιζαν τὸ δρόμο τους. Ὅμως ἀπήτησε νὰ βάλουν καὶ τᾶς δώδεκα καμήλους μέσα στὴν ἐκκλησία. Οἱ ἱερεῖς τῆς ἐκκλησίας τὸν παρεκάλεσαν νὰ μὴ βεβηλώση τὴν ἐκκλησία τους. Ἀλλ’ αὐτὸς ἐπέμενε καὶ ἀνέβηκε σ’ ἕνα ψηλὸ σημεῖο τοῦ ναοῦ γιὰ νὰ τὶς βλέπη καὶ νὰ τὶς παρακολουθῆ. Ὅταν τὶς ὠδήγησαν λοιπὸν στὴν ἐκκλησία ἀμέσως ἀπέθαναν ὅλες. Καὶ τότε τὸ θαῦμα διαδόθηκε καὶ ἀποδόθηκε στὸν Ἅγιον Γεώργιον. Καὶ ὁ Σαρακηνὸς ἐντυπωσιάσθηκε καὶ ζήτησε νὰ τὶς βγάλουν ἔξω καὶ νὰ τὶς θάψουν. Ἔμεινε στὴν ἐκκλησία μέχρι ποὺ ἦλθε τὸ πρωὶ ὁ ἱερεὺς γιὰ νὰ λειτουργήση. Παρακολούθησε τότε ὁ Σαρακηνὸς τὶς κινήσεις τοῦ ἱερέα καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς μετουσιώσεως τῶν Τιμίων Δώρων, εἶδεν, ὅτι ὁ ἱερεὺς ἀφοῦ ἐπῆρε στὰ χέρια τοῦ ἕνα μικρὸ παιδὶ τὸ ἔσφαξε, καὶ τὸ αἷμα τοῦ χύθηκε στὸ ἅγιο Ποτήριον, καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀφοῦ τὸ ἔκοψε σὲ μικρὰ τεμάχια τὸ ἔβαλε στὸν ἱερὸ δίσκο. Ὅταν ἐτελείωσε τὸ Κοινωνικὸν καὶ εἶδε ὁ Σαρακηνὸς τὸν ἱερέα νὰ μεταδίδη στὸ λαὸ τὶς σάρκες καὶ τὸ αἷμα τοῦ παιδιοῦ, ἐθύμωσε πολύ. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὀπτασία ὁ Σαρακηνὸς ἐζήτησε νὰ μάθη λεπτομέρειες καὶ νὰ πάρη ἐξηγήσεις γιὰ τὰ ὅσα συνέβηκαν. Καὶ ὁ ἱερέας τοῦ ἐξήγησε σχετικὰ μὲ τὴν θείαν Εὐχαριστίαν καὶ ἀκόμη τοῦ εἶπε, ὅτι ἀξιώθηκε νὰ δὴ ἕνα ὅραμα ποὺ μόνον οἱ Μεγάλοι Πατέρες εἶδαν. Ἐγώ, τοῦ λέει ὁ ἱερέας, δὲν ἀξιώθηκα ποτὲ νὰ δῶ τὸ φρικτὸ αὐτὸ Μυστήριον καὶ βλέπω μόνον ἄρτον καὶ οἶνον. Ἐξήγησε κατόπιν στὸν ἄρχοντα Σαρακηνὸν τὸ θαυμαστὸ Μυστήριον. Τότε ὁ Σαρακηνὸς θέλησε νὰ βαπτισθῆ, γιατί πλέον εἶχε πιστέψει ὅτι ἡ χριστιανικὴ πίστις ἦταν ἡ πιὸ σωστὴ καὶ ἀληθινή. Ὁ ἱερέας τότε τοῦ εἶπε νὰ πάη στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ βαπτισθῆ, γιατί ὅταν θὰ τὸ ἐπληροφορεῖτο ὁ θεῖος τοῦ Σαρακηνοῦ, ποὺ ἦταν βασιλιὰς τῆς Συρίας, θὰ τὸν ἐσκότωνε, θ’ ἄρχιζε φοβερὸ διωγμὸ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν καὶ θὰ κατέστρεφε καὶ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Σαρακηνὸς ἐπῆγε στὴν Ἱερουσαλὴμ ὅπου ὑπῆρχε ἄλλος ἡγεμόνας καὶ ἐβαπτίσθη ἀπὸ τὸν Πατριάρχην. Ὕστερα μάλιστα ἀπὸ λίγες ἡμέρες συμβουλεύθηκε τὸν Πατριάρχη τί ἔπρεπε νὰ κάνη γιὰ νὰ σωθῆ. Τότε ὁ Πατριάρχης τὸν συνεβούλεψε νὰ γίνη Μοναχὸς στὸ ὅρος Σινά. Πράγματι ἐπῆγε στὸ Σινὰ καὶ ἔγινε Μοναχός.
Ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια ἐπῆρε ἄδεια ἀπὸ τὸν Ἡγούμενόν του καὶ ἔφυγε γιὰ νὰ συναντήση τὸν ἱερέα τοῦ Ἄγ. Γεωργίου ποὺ τὸν εἶχε συμβουλεύσει νὰ βαπτισθῆ. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, ὁ ἱερέας δὲν τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἀφοῦ τοῦ ἀπεκάλυψε ποὶος ἦταν τοῦ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμίαν καὶ τὸν πόθον νὰ ἰδῆ τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὁ ἱερέας τότε ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ τοῦ εἶπε: «Πήγαινε τέκνον μου στὸ θεῖο σου Ἀμιρᾶν καὶ ὠμολόγησε τὴν πίστιν σου τόσον σ’ αὐτὸν ὅσον καὶ σ’ ὅλους τους Σαρακηνούς». O Μοναχὸς ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια του θεοσεβοῦς ἱερέως ἐσυγκινήθη καὶ ἐξεκίνησε ἀμέσως νὰ πάη στὴν πόλιν, ὅπου ὁ θεῖος τοῦ ἦταν Ἄρχοντας. Ὅταν ἔφθασε λοιπὸν ἐκεῖ περίμενε νὰ νυκτώση καὶ ἀνέβηκε στὸν μιναρὲ τοῦ τζαμιοῦ καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει: «Τρέξετε ἐδῶ, Σαρακηνοί, διότι ἔχω νὰ σᾶς πῶ ἕνα λόγο». Τότε οἱ Σαρακηνοὶ ἔτρεξαν μὲ λαμπάδες καὶ ὅταν εἶδαν τὸν Μοναχὸν ἐρώτησαν τί εἶχε νὰ τοὺς πῆ. Ὁ Μοναχός τους εἶπε: «Μὲ ἐρωτᾶτε τί ἔχω νὰ σᾶς πῶ; Λοιπόν σας ἐρωτῶ: Ποῦ εἶναι ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀμιρὰ ποῦ ἔφυγε κρυφά;» Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπήντησαν: «Ἄν μας πῆς ποὺ εὑρίσκεται θὰ σοῦ δώσουμε ὅσα λεπτὰ θέλεις». Ὁ Μοναχός τους εἶπε: «Ὁδηγῆστε μὲ στὸν Ἀμιρᾶν γιὰ νὰ σᾶς τὸ πῶ».
Αφού ἅρπαξαν λοιπὸν τὸν Μοναχὸν μὲ μεγάλη χαρὰ τὸν ὠδήγησαν στὸν Ἀμιρᾶν λέγοντες: «Αὐτὸς ὁ Μοναχὸς γνωρίζει ποὺ εἶναι ὁ ἀνεψιός σου». Ὁ Ἀμιρὰς τότε ρώτησε ἂν στὰ ἀλήθεια ξέρη ποὺ εὑρίσκεται. Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπεκρίθη: «Ναί, τὸν ξέρω. Ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶμαι. Ὅμως τώρα εἶμαι Χριστιανὸς καὶ πιστεύω στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν καὶ τὸ Ἄγ. Πνεῦμα, τὴν μία Θεότητα καὶ ὁμολογῶ ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐσαρκώθη ἐκ τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ ἔκαμε στὸ κόσμο μεγάλα καὶ θαυμάσια καὶ ἐσταυρώθη καὶ τὴ Τρίτη ἡμέρα ἀνέστη καὶ ἀνελήφθη στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐκάθησε ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ μέλλει νὰ ἔλθη νὰ κρίνη ζώντας καὶ νεκρούς». Μόλις ἤκουσε αὐτὸ ὁ θεῖος τοῦ ὁ Ἀμιρὰς ἐξεπλάγη καὶ τοῦ εἶπε: «Τί ἔπαθες ταλαίπωρέ μου νὰ ἀφήσης τὸ σπίτι σου, τὰ πλούτη σου, τὴν δόξαν σου καὶ νὰ περπατὴς ἔτσι περιφρονημένος σὰν ζητιάνος; Ἐπίστρεψε λοιπὸν στὴ θρησκεία σου καὶ παραδέξου ὡς προφήτην σου τὸν Μωάμεθ γιὰ νὰ γυρίσης πάλιν στὴν πρώτην σου κατάστασι». Ὁ Μοναχὸς τότε τοῦ εἶπε: «Ὅσα καλὰ εἶχα ὅταν ἤμουν Σαρακηνός, ἦταν μερίδα τοῦ διαβόλου. Αὐτὸ τὸ τρίχινον ἔνδυμα ποὺ φορῶ τώρα εἶναι τὰ καύχημα καὶ ὁ πλοῦτος μου καὶ κυρίως ὁ ἀρραβὼν τῆς δόξης ποὺ πρόκειται ν’ ἀπολαύσω γιὰ τὴν ἀληθινὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ μου. Τὸν Μωάμεθ πού σας ἐπλάνεψε, καθὼς καὶ τὴν θρησκείαν του, ἀναθεματίζω καὶ ἀποστρέφομαι ἐντελῶς».
Όταν ἤκουσε αὐτὰ ὁ Ἀμιρὰς εἶπε πρὸς τοὺς παρευρισκομένους Σαρακηνοὺς ὅτι ὁ ἀνεψιὸς τοῦ ἔχασε τὰ λογικά του καὶ νὰ τὸν διώξουν. Αὐτὸ βέβαια τὸ ἔκανε γιὰ νὰ τὸν γλυτώση ἀπὸ τὸ νόμο ποὺ προέβλεπε γιὰ τοὺς ὑβριστὲς τῆς θρησκείας θανατικὴ ποινή. Ἐκεῖνοι μόλις ἤκουσαν τὸν Ἀμιρᾶν εἶπαν: «Ἀφήνεις ἐλεύθερον αὐτὸν ποὺ ὕβρισε τὸν προφήτην καὶ τὴν θρησκείαν μας; Ἂς ἀρνηθοῦμε καὶ ἐμεῖς λοιπὸν τὴν θρησκείαν μας καὶ ἂς γίνωμε Χριστιανοί». Ὁ Ἀμιρὰς ἐπειδὴ ἐφοβήθη τὸν ὄχλον μήπως ἐξαγριωθῆ περισσότερον, ἔδωκε τὴν ἄδεια νὰ τὸν κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ἐκεῖνοι τὸν ἅρπαξαν ἐνῶ ἔτριζαν τὰ δόντια τους μὲ λύσσα καὶ ἀφοῦ τὸν ὠδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, τὸν ἐλιθοβόλησαν ἐνῶ ἐκεῖνος προσευχόταν καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεόν, γιατί τὸν ἠξίωνε νὰ μαρτυρήση γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος τοῦ θαρραλέου ὁμολογητοῦ Μοναχοῦ ὁ ὁποῖος ἐστεφανώθη μὲ τὸν στέφανον τοῦ Μαρτυρίου.
Κάθε νύκτα πάνω ἀπὸ τὸν σωρὸ τῶν πετρῶν φαινόταν ἕνα ἄστρον λαμπρὸν καὶ ἐφώτιζε τὸν τόπον ἐκεῖνον. Οἱ Σαρακηνοὶ μάλιστα ἐθαύμαζαν γιὰ τὸ γεγονός. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ ὁ Ἀμιρὰς ἔδωκε ἄδεια στοὺς Χριστιανοὺς νὰ βγάλουν τὸ ἅγιο λείψανον τοῦ Μάρτυρος ἀπὸ τὶς πέτρες γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν. Ὅταν λοιπὸν ἐσήκωσαν τὶς πέτρες βρῆκαν τὸ λείψανον σῶον καὶ ἀβλαβὲς καὶ ἀνέδιδε εὐωδίαν. Ἀφοῦ τὸ προσκύνησαν μὲ εὐλάβεια τὸ ἐνεταφίασαν μὲ ὕμνους καὶ ψαλμωδίες δοξάζοντες τὸν Κύριον.
6) Τὸ θαῦμα τοῦ δράκοντος
Στὴν Ἀνατολικὴ ἐπαρχία τῆς Ἀτταλείας καὶ στὴν πόλι Ἀλαγία ἐβασίλευε κάποιος Σέλβιος ποὺ ἦταν πολὺ χριστιανομάχος. Εἶχε βασανίσει πολλοὺς χριστιανοὺς γιὰ ν’ ἀρνηθοῦν τὴν πίστι τους καὶ ἔπειτα τοὺς ἐφόνευε.
Κοντά στὴν πόλι ὑπῆρχε ἕνας δράκοντας φοβερὸς ποὺ καθημερινὰ ἅρπαζε ἀνθρώπους ἢ ζῶα καὶ τὰ κατέτρωγε. Οἱ κάτοικοι εἶχαν πανικοβληθῆ καὶ ἀπέφευγαν νὰ περνοῦν ἀπ’ ἐκεῖ. Κάποτε ὁ βασιλιὰς συνεκέντρωσε τὸν στρατό του καὶ πῆγαν γιὰ νὰ σκοτώσουν τὸ ἄγριο θηρίο. Ὅμως τίποτα δὲν ἐπέτυχαν καὶ ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι.
Ὅταν εἶδαν οἱ κάτοικοι ὅτι ὁ βασιλιὰς ἀπέτυχε νὰ σκοτώση τὸν δράκοντα, πῆγαν νὰ τὸν ἐρωτήσουν γιατί δὲν μπόρεσε νὰ βρῆ τρόπους νὰ ἐξοντώση τὸ φοβερὸ θηρίον. Τότε ὁ βασιλιὰς ὕστερα ἀπὸ συμβουλὴν ποὺ τοῦ ἔδωσαν οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, εἶπε πρὸς τὸ πλῆθος: «Γνωρίζετε ὅτι ἐπιχειρήσαμε ἀρκετὲς φορὲς νὰ φονεύσωμε τὸ θηρίον καὶ δὲν τὸ κατορθώσαμε, γιατί ἔτσι ἦταν τὸ θέλημα τῶν θεῶν. Τώρα λοιπὸν κατὰ τὴν ἐντολή τους θὰ πρέπει ὁ καθένας μας νὰ στέλνη τὸ παιδί του γιὰ νὰ τὸ τρώγη ὁ δράκοντας. Ἀκόμα καὶ ἐγὼ θὰ στείλω τὴν μοναδική μου κόρη, ὅταν θὰ ἔλθη ἡ σειρά της». Ἔτσι λοιπὸν ὁ λαὸς ὑπήκουσε στὴ διαταγὴ τοῦ βασιλιᾶ γιατί δὲν ἠμποροῦσε νὰ κάνη καὶ διαφορετικά. Ἔστελναν λοιπὸν τὰ παιδιά τους μὲ δάκρυα καὶ μὲ θρήνους γιὰ νὰ καταβροχθίζωνται ἀπὸ τὸ θηρίον.
Ὅταν ἦλθε καὶ ἡ σειρὰ τῆς κόρης τοῦ βασιλιᾶ ξετυλίχθηκαν τραγικὲς σκηνές. Ὁ βασιλιὰς κτυποῦσε τὸ στῆθος του, τὸ πρόσωπόν του, τραβοῦσε τὰ γένειά του καὶ μὲ λυγμοὺς ἔλεγε: «Ἀλλοίμονον σὲ μένα τὸν ταλαίπωρον! Τί νὰ πρωτοκλάψω γλυκύτατόν μου παιδί; Τὸν χωρισμόν μας ἢ τὸν ξαφνικόν σου θάνατον ποῦ πρόκειται νὰ ἴδω σὲ λίγο; Τί νὰ πρωτοθρηνήσω, ἀγαπημένο μου παιδί, τὸ κάλλος σου ἢ τὸν τρόμον ποῦ σὲ λίγο θὰ νοιώσης καθὼς θὰ σὲ κατασπαράζη τὸ ἄγριο θηρίο; Ἀλλοίμονον, κόρη μου, ποὺ ἔλαμπες σὰν πολύφωτη λαμπάδα στὸ παλάτι μου καὶ ἐπερίμενα τὴν ὥραν ποὺ θὰ ἐώρταζα τοὺς χαρούμενους γάμους σου. Ποῦ θὰ βρῶ πιὰ παρηγοριὰ καὶ πῶς θὰ ζήσω μακρυά σου; Τί τὴ θέλω τὴν ζωὴ καὶ τὰ παλάτια χωρὶς ἐσένα;» Αὐτὰ ἔλεγε ὁ ἀπαρηγόρητος βασιλιάς. Ἔπειτα γύρισε πρὸς τὸ πλῆθος καὶ εἶπε: «Ἀγαπητοί μου φίλοι καὶ ἄρχοντες, σᾶς ζητῶ νὰ μὲ ἐλεήσετε καὶ νὰ μὲ συμπονέσετε. Σᾶς προσφέρω πλούτη ὅσα θέλετε, καὶ ἀκόμη τὴν βασιλείαν μου, ἀλλὰ νὰ μοῦ κάνετε μίαν χάρι. Νὰ μοῦ χαρίσετε τὸ ἀγαπημένο καὶ μονάκριβο παιδί, ἀλλοιῶς ἀφῆστε μὲ κι ἐμένα νὰ πάω μαζί της». Κανένας ὅμως δὲν συγκινήθηκε ἀπὸ τὰ λόγια του βασιλιᾶ γιατί αὐτὸς ἦταν ποὺ ἐξέδωσε διαταγή, γιὰ νὰ βρίσκουν τὰ παιδιὰ τοὺς τέτοιο οἰκτρὸ τέλος. Ἔτσι μὲ μία φωνὴ ὅλοι του εἶπαν ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐφαρμοσθῆ καὶ στὸ παιδί του ἡ διαταγή του.
Μὴ μπορώντας νὰ κάνη διαφορετικὰ ὁ βασιλιὰς τὴν συνώδευσε μέχρι τὴν πύλη τῆς πόλεως. Ἀφοῦ τὴν ἀγκάλιασε καὶ τὴν κατεφίλησε κλαίοντας τὴν παρέδωσε στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσουν κοντὰ στὴν λίμνη. Πράγματι οἱ ἄνθρωποι τὴν ἄφησαν ἐκεῖ καὶ ἔφυγαν. Ὁ λαὸς ἔβλεπε μέσα ἀπὸ τὰ τείχη τὴν κόρη ποὺ καθόταν κοντὰ στὴ λίμνη καὶ ἐπερίμενε νὰ ἔλθη τὸ θηρίον γιὰ νὰ τὴν κατασπαράξη.
Εκείνον τὸν καιρὸ ὁ Μέγας Γεώργιος, ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη ὁμολογήσει τὴν Χριστιανικήν του πίστιν, ἦτο κόμης καὶ ἀρχηγὸς στρατιωτικῆς μονάδος στὸ στράτευμα τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ἐπέστρεφε μάλιστα στὴν Καππαδοκία ἀπὸ ἕνα πόλεμον ποὺ συνεξεστράτευσε μὲ τὸν Διοκλητιανόν. Κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ ἐπέρασε καὶ ἀπὸ τὴν λίμνην καὶ ὅταν εἶδε τὸ νερὸ θέλησε νὰ ποτίση τὸν ἵππον του καὶ νὰ ξεκουρασθῆ καὶ ὁ ἴδιος. Ὅταν εἶδε τὴν κόρη νὰ κλαίη ἀσταμάτητα καὶ νὰ διακατέχεται ἀπὸ ἀγωνία καὶ τρόμον τὴν ἐπλησίασε καὶ τὴν ἐρώτησε γιατί ἔκλαιγε καὶ ἀκόμη ποιὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ τὴν παρακολουθοῦσε ὁ λαὸς μέσα ἀπὸ τὰ τείχη. Ἡ κόρη τοῦ εἶπε ὅτι ἀδυνατοῦσε νὰ τοῦ διηγηθῆ τὰ ὅσα συνέβησαν καὶ τὰ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ ἱππεύση τὸν ἵππον του καὶ νὰ φύγη ὅσον πιὸ σύντομα ἠμποροῦσε, γιατί κινδύνευε νὰ χάση τὴν ζωή του καὶ ἦταν τόσο νέος καὶ ὡραῖος». Ὁ Ἅγιος ἐπέμενε νὰ μάθη τί τῆς συνέβη. Καὶ αὐτὴ τοῦ εἶπε: «Εἶναι μακρὰ ἡ ἀφήγησις, κύριέ μου, καὶ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ διηγηθῶ τὰ καθέκαστα αὐτὴν τὴν ὥρα. Μόνον σου λέγω καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ φύγης τώρα ἀμέσως γιὰ νὰ μὴν θανατωθῆς μαζί μου ἄδικα». Καὶ ὁ ἅγιος της εἶπε: «Πές μου τὴν ἀλήθεια, γιατί κάθεσαι ἐδῶ καὶ ὁρκίζομαι στὸν Θεὸ ποὺ πιστεύω ἐγώ, ὅτι δὲν θὰ σὲ ἀφήσω μόνη, ἀλλὰ θὰ σὲ ἐλευθερώσω ἀπὸ τὸν θάνατον. ἀλλοιῶς θ’ ἀποθάνω μαζί σου».
Τότε ἡ κόρη ἐστέναξε πικρῶς καὶ διηγήθη στὸν ἅγιον τὰ ὅσα συνέβησαν. Ἀφοῦ ἄκουσε ὁ ἅγιος τὰ γεγονότα ἐρώτησε τὴν κόρην: «Ὁ πατέρας σου καὶ ἡ μητέρα σου καὶ ὁ λαὸς σὲ ποιὸν θεὸν πιστεύουν;» Καὶ ἐκείνη ἀπεκρίθη: «Πιστεύουν στὸν Ἡρακλῆ καὶ στὴν μεγάλη θεὰν Ἄρτεμιν». Ὁ Ἅγιος τότε τῆς εἶπε: «Ἀπὸ σήμερα νὰ μὴ φοβᾶσαι οὔτε καὶ νὰ κλαῖς. Μόνον πίστεψε στὸν Χριστὸν ποὺ πιστεύω ἐγὼ καὶ θὰ δὴς τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ μου». Ἡ βασιλοπούλα ἀπήντησε στὸν ἅγιον: Πιστεύω, κύριέ μου, μ’ ὅλη μου τὴν ψυχὴ καὶ μ’ ὅλη μου τὴν καρδιά». Ὁ ἅγιος συνέχισε: «Ἔχε θάρρος στὸ θεὸ ποὺ ἐδημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσα διότι ὁ Χριστὸς πρόκειται νὰ καταργήση τὴν δύναμιν τοῦ θηρίου καὶ θὰ ἐλευθερωθοῦν καὶ ἀκόμη θὰ διώξουν τὸ φόβο τοῦ θηρίου ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου αὐτοῦ. Μεῖνε λοιπὸν ἐδῶ καὶ μόλις ἰδῆς τὸ θηρίον νὰ ἔρχεται, φώναξε μέ».
Τότε ὁ Ἅγιος ἔκλινε τὰ γόνατά του στὴ γῆ καὶ ἀφοῦ ὕψωσε τὰ χέρια τοῦ πρὸς τὸν οὐρανὸ προσευχήθηκε λέγοντας: «Ὁ Θεὸς ὁ Μέγας καὶ Δυνατός, ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐπιβλέπων ἀβύσσους, ὁ ὧν εὐλογητὸς καὶ διαμένων εἰς τοὺς αἰώνας, Σὺ γνωρίζεις τᾶς καρδίας ὅτι εἶναι μάταιες. Σύ, Φιλάνθρωπε Δέσποτα, ὁ τῶν προαιωνίων θαυμασίων Θεός, τὸν ὁποῖον οὔτε ἔννοια ἠμπορεῖ νὰ συλλάβη οὔτε λόγος νὰ ἑρμηνεύση ἐπίβλεψον καὶ τώρα ἐπ’ ἐμὲ τὸν ταπεινὸν καὶ φανέρωσέ μου τὰ ἐλέη σου. Ὑπόταξε ὑπὸ τοὺς πόδας μου τὸ πονηρὸν αὐτὸ θηρίον, γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι ὅτι ὑπάρχεις μαζί μου καὶ εἶσαι Σὺ ὁ μόνος θεὸς καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ἐσένα ἄλλος δὲν ὑπάρχει». Τότε ἠκούσθη φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἡ ὁποία ἔλεγε: «Εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου, Γεώργιε, καὶ κάνε ὅπως θέλεις, διότι ἐγὼ θᾶμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις ἐτελείωσε τὴν προσευχὴ ὁ Ἅγιος ἐφάνη τὸ ἄγριο θηρίον. Ὅταν τὸ εἶδε ἡ κόρη ἐφώναξε: «Ἀλλοίμονόν μου, κύριέ μου. Ἔρχεται τὸ θηρίο γιὰ νὰ μὲ κατασπαράξη».
Τότε ὁ Ἅγιος ἔτρεξε γιὰ νὰ συναντήση τὸ θηρίον. Ἦτο τὸ θηρίον φοβερόν. Ἔβγαζε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ φωτιὰ καὶ ἦταν τόσο ἐξαγριωμένο καὶ ἀπαίσιον ὥστε παρουσίαζε ἕνα θέαμα φοβερόν. Ἀμέσως ὁ Ἅγιος ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ εἶπε: «Κύριε ὁ Θεός μου, ἡμέρεψε γιὰ χάρι μου, ποὺ εἶμαι δοῦλος σου, τὸ θηρίο αὐτὸ γιὰ νὰ πιστέψη ὁ λαὸς στὸ ὄνομά Σου τὸ Ἅγιον». Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ φοβερὸς δράκοντας μὲ τὰ μεγάλα δόντια ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ἵππου τοῦ ἁγίου καὶ ἐνῶ κυλιόταν, ἐβρυχάτο. Μόλις ἡ βασιλοπούλα εἶδε τὸ θέαμα αὐτὸ ἔνοιωσε μεγάλη χαράν. Καὶ ὁ Ἅγιος της εἶπε: «Βγάλε τὴν ζώνη σου καὶ δέσε μ’ αὐτὴν τὸν δράκοντα ἀπὸ τὸν λαιμόν». Ἀμέσως τότε ἡ κόρη ἄφοβα ἔβγαλε τὴν ζώνην της καὶ ἔδεσε τὸν δράκοντα, καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Ἅγιον ποὺ τὴν ἐγλύτωσε ἀπὸ τὸν βέβαιον θάνατον. Ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸ ἄλογό του εἶπε πρὸς τὴν βασιλοπούλα: «Σύρε τὸν δράκοντα μὲ τὴν ζώνη σου μέχρι τὴν πόλι».
Ὅταν εἶδαν οἱ κάτοικοι τὸ παράξενον συμβὰν ὅτι δηλαδὴ μία κόρη σύρει τὸν δράκοντα δεμένον, ἐτράπησαν σὲ φυγήν. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος τοὺς ἐφώναξε: «Μὴ φοβεῖσθε, σταθῆτε καὶ θὰ δῆτε τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σωτηρία σας». Τότε ἐσταμάτησαν ὅλοι ἀπορημένοι καὶ ἐπερίμεναν νὰ δοῦν τί θὰ τοὺς δείξη. Τοὺς προέτρεψε λοιπὸν νὰ πιστέψουν στὸν Ἀληθινὸν Θεὸν καὶ αὐτοὶ δέχτηκαν μὲ χαρά. Ἀφοῦ ἐσήκωσε τὸ χέρι τοῦ ἐκτύπησε μὲ τὸ ἀκόντιον τὸν δράκοντα καὶ τὸ φοβερὸ τέρας ἐσκοτώθη. Ἔπειτα ἀφοῦ ἐπῆρε ἀπὸ τὸ χέρι τὴν βασιλοπούλα τὴν παρέδωσε στὸν βασιλιά. Ὅλοι ἔνοιωσαν μεγάλη καὶ ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ ἀφοῦ ἐγονάτισαν, καταφιλοῦσαν τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ εὐχαριστοῦσαν τὸν Πανάγαθον Θεόν, διότι τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸ θηρίο κι ἔτσι σταμάτησε ἡ θυσία τῶν παιδιῶν τους.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἐκάλεσε ἀπὸ κάποια πόλι τῆς Ἀντιοχείας τὸν Ἐπίσκοπον Ἀλέξανδρον καὶ ἐβάπτισε τὸν βασιλιὰ καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ ὁλόκληρο τὸν λαόν. Μέσα σὲ δεκαπέντε μέρες ἐβάπτισε σαρανταπέντε χιλιάδες.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐβαπτίσθηκαν ὅλοι καὶ ἔγινε μεγάλη χαρὰ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανὸν ἔκτισαν καὶ μία μεγάλη ἐκκλησία ἐπ’ ὀνόματι τοῦ τρισυποστάτου Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος ἐπῆγε νὰ τὴν ἰδῆ. Μόλις μπῆκε στὸ Ἄγ. Βῆμα καὶ προσευχήθηκε ἐβγῆκε πηγὴ ἁγιάσματος καὶ σκορπίσθηκε εὐωδία στὸ Ναό. Ἡ πηγὴ αὐτὴ σώζεται μέχρι σήμερα.
Ὁ Διάβολος τοῦ στήνει ἐνέδρα
Ο Ἅγιος ἀφοῦ ἀπεχαιρέτησε τὸν βασιλέα καὶ τὸν λαὸν ἔφυγε γιὰ τὴν πατρίδα τοῦ Καππαδοκία. Στὸ δρόμο τοῦ τὸν συνάντησε ὁ διάβολος μετασχηματισμένος σὲ μορφὴ ἀνθρώπου. Ἐκρατοῦσε καὶ δυὸ ραβδιὰ πάνω στὰ ὁποῖα στηριζόταν σὰν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σὰν νικημένος καὶ καταφρονημένος στρατιώτης. Εἶπε λοιπὸν μὲ ταπείνωσιν πρὸς τὸν Ἅγιον: «Χαῖρε Γεώργιε». Ὁ Ἅγιος ἀμέσως ἀντελήφθη ὅτι ἐπρόκειτο περὶ διαβόλου καὶ τοῦ εἶπε: «Ποιὸς εἶσαι καὶ πῶς μὲ ξέρεις; Ἐὰν δὲν ἤσουνα πονηρὸς διάβολος δὲν θὰ ἠμποροῦσες νὰ μὲ ξέρης, ἐφ’ ὅσον ποτὲ δὲν μ’ ἔχεις ξαναδεῖ». Ὁ διάβολος εἶπε: «Πὼς τολμᾶς νὰ ὑβρίζης τοὺς Ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καὶ ρωτᾶς ποιὸς εἶμαι ἐγώ; Μάθε νὰ μιλᾶς καλά». Ὁ Ἅγιος τότε ἀπεκρίθη: «Ἂν εἶναι ἔτσι ὅπως μου τὰ λὲς καὶ εἶσαι Ἄγγελος ἀκολούθησε μέ. Ἂν ὅμως εἶσαι πνεῦμα πονηρὸν νὰ μὴν μετακινηθῆς ἀπὸ τὴ θέση σου». Μόλις ἐτελείωσε τὸν λόγο τοῦ αὐτὸ ὁ Ἅγιος, ὁ διάβολος βρέθηκε δεμένος καὶ ἐφώναξε δυνατά: «Ἀλλοίμονόν μου! Τί κακὴ ὥρα ἦταν αὐτὴ ποὺ σὲ συνάντησα! Τί κακὸν ἔπαθα νὰ πέσω στὰ χέρια σου ὁ ταλαίπωρος!».
Ὁ Ἅγιος βεβαιώθηκε ὅτι ἦταν πνεῦμα πονηρὸν καὶ τοῦ εἶπε: «Σὲ ὁρκίζω στὸ Θεό, νὰ μοῦ πῆς τί ἐπρόκειτο νὰ μοῦ κάνης». Καὶ ὁ δαίμονας εἶπε: «Ἐγώ, Γεώργιε, εἶμαι ἀπὸ τὸ δεύτερον τάγμα τοῦ σατανᾶ καὶ ὅταν ὁ Θεὸς ἔκαμε τὸν οὐρανὸν καὶ διεχώριζε τὴν γῆν ἀπὸ τὰ ὕδατα ἤμουνα παρών. Ἐγὼ ἔκαμα φοβερὲς βροντὲς καὶ ἀστραπές, ἐγὼ ἔδεσα κεφαλὲς καὶ τώρα ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερηφάνειάς μου κατάντησα κάτω στὸν Ἅδη καὶ ἔγινα δαίμονας. Ἀλλοίμονόν μου, Γεώργιε, γιατί ζήλεψα τὴν χάριν πού σου δόθηκε καὶ ἦλθα νὰ σὲ παραπλανήσω νὰ μὲ προσκυνήσης. Ἀλλὰ ἐπλανήθηκα καὶ ἀπατήθηκα. Ἀλλοίμονόν μου τί κακὸν ἐζήτησα νὰ πάθω καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ λυθῶ! Σὲ παρακαλῶ, Γεώργιε, ἐνθυμήσου τὴν προηγούμενή μου εὐτυχία καὶ μὴν μὲ ἀφήσης νὰ ἐπιστρέψω στὴν ἄβυσσον γιατί σου τὰ εἶπα ὅλα». Τότε ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ὕψωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸν εἶπε: «Σ’ εὐχαριστῶ, Κύριέ μου, διότι μου παρέδωκες στὰ χέρια μου τὸν πονηρὸν δαίμονα, ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ σταλῆ σὲ σκοτεινὸν τόπον γιὰ νὰ τιμωρῆται αἰώνια». Μόλις εἶπε αὐτὰ ὁ Ἅγιος ἐπετίμησε καὶ ἀπέλυσε τὸ πονηρὸν πνεῦμα.
Ἔκτοτε ὁ Ἅγιος προεγνώρισεν ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ μαρτυρήση γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἐπῆγε στὸν Διοκλητιανὸν ὅπου μὲ θάρρος διεκήρυξε τὴν πίστιν του καὶ ἐμαρτύρησε δίνοντας τὸ αἷμα του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Περὶ τῶν θαυματουργῶν εἰκόνων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονὴ τοῦ Ζωγράφου ἐν Ἁγίῳ Ὄρει εὐρισκομένων
ἅ) Περὶ τῆς ἐκ τῆς Μονῆς Φανουὴλ θαυμασίως μεταφερθείσης
Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Λέοντος Σοφοῦ (886-912) ἤσαν τρεῖς γνήσιοι ἀδελφοί, Μωϋσῆς, Ἀαρῶν καὶ Βασίλειος καὶ ἡ καταγωγὴ τοὺς ἦταν ἀπὸ τὴν μεγαλούπολι Λιγχίδα ἡ ὁποία μετωνομάσθηκε ἀργότερα σὲ Ὄχριδα. Αὐτοὶ λοιπὸν ἀπεφάσισαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν κόσμον, τὸν πλοῦτον, τὴν δόξαν καὶ νὰ πάρουν τὸ Ἀγγελικὸ Σχῆμα. Ἔφθασαν στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἀφοῦ βρῆκαν ἥσυχον τόπον κατεσκεύασαν τρεῖς σκηνὲς ὅπου ἔμειναν γι’ ἀρκετὸ διάστημα καὶ συνηντῶντο μόνο τὴν Κυριακήν. Διεδόθη λοιπὸν ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς τους καὶ γι’ αὐτὸ πολλοὶ προσήρχοντο κοντά τους καὶ δὲν ἔφευγαν.
Βρήκαν καὶ ἕνα χῶρο ὅπου ἔκτισαν Μοναστήρι. Ἀφοῦ ἔκτισαν καὶ τὸν Ναὸν ἐσκέπτοντο πὼς νὰ τὸν ὀνομάσουν. Ἄλλοι ἔλεγαν νὰ τὸν ἀφιερώσουν στὸν Ἅγιο Νικόλαο, ἄλλοι στὸν Ἅγιο Κλήμεντα Ἀρχιεπίσκοπον Ἀχρίδος ποὺ ἦταν καὶ συμπατριώτης τους καὶ ὁ καθένας λοιπὸν ἤθελε νὰ δώση στὸ ναὸ τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου ποὺ ἔτρεφε μεγαλυτέραν εὐλάβειαν. Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν συμφωνοῦσαν ἀπεφάσισαν νὰ προσφύγουν διὰ τῆς προσευχῆς στὸ Θεὸ καὶ νὰ δεηθοῦν ὥστε Αὐτὸς νὰ ἀποφασίση καὶ διατάξη σὲ ποιὸν ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Του θὰ ἀφιερώσουν τὸν Ναὸν καὶ ποιὰ εἰκόνα θὰ ζωγραφίσουν στὴν σανίδα ποὺ ἑτοίμασαν. Προσευχήθηκαν λοιπὸν καὶ οἱ τρεῖς ὁ καθένας στὸ ἡσυχαστήριό του. Κατὰ τὴν διάρκεια ποὺ προσηύχοντο διεχύθη ἀπὸ τὸν νεόκτιστον Ναὸν ἕνα ἀσυνήθιστον φῶς λαμπρότερον ἀπὸ τὶς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου γύρω ἀπὸ τὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν. Οἱ μοναχοὶ κατελήφθησαν ἀπὸ φόβον καὶ ἀπορία καὶ ἔμειναν προσευχόμενοι ὁλόκληρη τὴν νύκτα.
Τὴν ἑπομένη τὸ πρωὶ ὅταν κατέβηκαν οἱ μοναχοὶ στὴν Ἐκκλησίαν εἶδαν μὲ θαυμασμὸ ὅτι στὴ σανίδα ποὺ ἑτοίμασαν νὰ ζωγραφίσουν, ἐζωγραφήθη ἡ εἰκόνα τοῦ Ἄγ. Μεγαλομάρτυρος καὶ Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Ἀπ’ αὐτὴν μάλιστα ἔβγαινε ἡ λάμψις ποὺ ἐφώτιζε τὰ ταπεινὰ ἡσυχαστήρια. Ἔτσι λοιπὸν ἀφιερώθη ἡ ἐκκλησία στὸν Ἅγιο Γεώργιον καὶ ἡ Μονὴ ὠνομάσθη τοῦ Ζωγράφου.
Ἡ θαυματουργικὴ εἰκόνα ὑπῆρχε στὴν Μονὴ τοῦ Φανουὴλ ποὺ βρίσκεται στὴ Συρία κοντὰ στὴ Λύδδα. Κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ Καθηγουμένου τῆς Μονῆς Φανουήλ, Εὐστρατίου, ὅταν κάποτε ὁ Θεὸς ἠθέλησε καὶ δικαίως, νὰ τιμωρήση τὴν Συρία καὶ νὰ τὴν παραδώση στοὺς Σαρακηνούς, ἡ ζωγραφιὰ τῆς εἰκόνος ξαφνικὰ ἀπεχωρίσθη ἀπὸ τὴν σανίδα καὶ ἀφοῦ ἀνυψώθη κρύφτηκε σὲ ἄγνωστον μέρος. Οἱ μοναχοὶ τότε ἐπειδὴ ἐφοβήθηκαν καὶ ἐλυπήθηκαν ἀπὸ τὸ θαῦμα, ἀφοῦ ἐγονάτισαν προσηύχοντο στὸ Θεὸ θερμὰ καὶ μὲ δάκρυα καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀποκαλύψη ποὺ ἐκρύβη τὸ πρόσωπον τοῦ Ἄγ. Μεγαλομάρτυρος καὶ Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἄκουσε τὴν δέησιν τῶν Μοναχῶν γί΄αὐτὸ καὶ παρουσιάσθηκε στὸν Καθηγούμενον Εὐστράτιον ὁ Ἄγ. Γεώργιος, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε: «Μὴ λυπεῖσθε γιὰ μένα. Ἐγὼ βρῆκα γιὰ τὸν ἑαυτόν μου Μονὴν τῆς Παναγίας στὸν Ἄθω. Ἐὰν θέλετε σπεύσετε καὶ σεῖς πρὸς τὰ ἐκεῖ γιατί ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου εἶναι ἕτοιμη νὰ πέση στὴν διεφθαρμένη Παλαιστίνη καὶ σχεδὸν σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τῶν Χριστιανῶν».
Ἀφοῦ συνεκέντρωσε ὅλους τους Μοναχοὺς ὁ Καθηγούμενος τοὺς ἀνακοίνωσε τὰ συμβάντα. Ἔπειτα ἐκάλεσε καὶ τοὺς ἐγκρίτους της πόλεως Λύδδης, τοὺς ἀνήγγειλε τὰ ὅσα συνέβησαν περὶ τῆς ἁγίας εἰκόνος καὶ τοὺς παρήγγειλε τὰ ἑξῆς: «Ἐμεῖς φεύγουμε γιὰ τὴν ἁγία Πόλιν τῆς Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὸν Ἅγιον Τάφον τοῦ Κυρίου καὶ ἂς γίνη τὸ θέλημά Του. Ἐσεῖς ἐγκατασταθῆτε στὴ Μονὴ γιὰ νὰ τὴν προφυλάξετε.
Μὲ δάκρυα καὶ μὲ λύπη ἔπειτα ξεκίνησαν. Ἀφοῦ ἔφθασαν στὴν Ἰόππη βρῆκαν πλοῖον καὶ ἀνεχώρησαν γιὰ τὸ Ὄρος Ἄθω. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὲς ἡμέρες ἔφθασαν καὶ ἐπῆγαν στὴν Μονὴ Ζωγράφου. Ὅταν μπῆκαν στὸ Ναό, πρὸς θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξίν τους, εἶδαν τὴν ζωγραφιὰ τοῦ Ἄγ. Γεωργίου, ποὺ εἶχαν στὴ Μονὴ Φανουήλ, νάναι προσκολλημένη χωρὶς καμμιὰ ἀλλοίωσιν σὲ μία νέα σανίδα. Τότε μὲ συγκίνησι καὶ δάκρυα ἐγονάτισαν μπροστὰ στὴν εἰκόνα καὶ ἔλεγαν: «Γιατί μας προξένησες τόση λύπη, Μεγαλομάρτυς Γεώργιε;» Οἱ Μοναχοί της Ζωγράφου ἀποροῦσαν, γιατί συνέβαιναν ὅλα αὐτὰ τὰ παράξενα. Ὅμως ἐκεῖνοι τοὺς διηγήθηκαν τὰ συμβάντα καὶ ὅλοι ἐδόξαζαν ὁλοψύχως τὸν Κυρίον καὶ τὸν Ἄγ. Γεώργιον. Τὸν Καθηγούμενον Εὐστράτιον τὸν ἔκαμαν Ἡγούμενόν τους.
Από τότε ἄρχισαν νὰ γίνωνται ἀπὸ τὴν ἁγίαν εἰκόνα πολλὰ θαύματα γι’ αὐτὸ καὶ ὁ κόσμος ἐπήγαινε στὴ Μονὴ Ζωγράφου, νὰ προσκυνήση τὸν Τροπαιοφόρον Γεώργιον. Ἡ φήμη τῶν θαυμάτων ἔφθασε μέχρι καὶ τὸν βασιλέα Λέοντα Σοφόν, ὁ ὁποῖος ἦτο πολὺ εὐσεβῆς. Μάλιστα ἀπεφάσισε νὰ πάη αὐτοπροσώπως στὸ Ἅγιον Ὅρος γιὰ νὰ προσκυνήση καὶ νὰ εὐφρανθῆ πνευματικῶς μὲ τὶς ψυχωφελεῖς συζητήσεις ποὺ θὰ ἔκανε μὲ τοὺς ἀσκητᾶς Μωϋσῆ, Ἀαρῶν καὶ Βασίλειον ποὺ ἔγιναν ξακουστοὶ γιὰ τὴν ἀρετή τους. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Λέοντα ἐπεσκέφθη τὴν Μονὴ καὶ ὁ βασιλιὰς τῶν Βουλγάρων Ἰωάννης ἀπὸ τὸ Τίρνοβον. Μὲ τὴν πλουσία βοήθεια αὐτῶν ἄρχισε νὰ κτίζεται ἡ μεγαλοπρεπὴς Μονὴ τοῦ Ζωγράφου. Ἀργότερα ἡ Ἱερὰ Μονὴ κατεδαφίσθη ἀπὸ τοὺς βαρβάρους καὶ τοὺς πειρατές. Ἡ ὑφιστάμενη Μονὴ κτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἡγεμόνα τῆς Μολδαυΐας Στέφανον.
Ἡ ἁγία εἰκόνα ἔχει μέχρι σήμερα τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου ἑνὸς Ἐπισκόπου ποὺ χαρακτηριζόταν γιὰ τὴν ὀλιγοπιστίαν τοῦ ὡς πρὸς τὴν θαυματουργικὴν δύναμι τῆς εἰκόνος. Ὁ Ἐπίσκοπος αὐτὸς καταγόταν, κατὰ τὴν παράδοσι, ἀπ’ τὰ Βοδενὰ (Ἔδεσσα) καὶ ὅταν ἄκουσε γιὰ τὰ θαύματα τῆς εἰκόνος θέλησε μαζὶ μὲ τὴν συνοδεία του νὰ πάη νὰ διαπιστώση ἐὰν πράγματι ἤσαν ἀληθινὰ τὰ ὅσα διεδίδοντο ἢ ἤσαν ἐφευρέσεις τῶν Μοναχῶν, γιὰ λόγους φιλοχρηματίας. Ὅταν ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὅρος ἐπῆγε καὶ στὴν Μονὴ τοῦ Ζωγράφου ὅπου οἱ ἐκεῖ Μοναχοὶ τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ τὴν πρέπουσαν τιμήν. Ἐν συνέχειᾳ τὸν ὠδήγησαν στὸν Ναὸν γιὰ νὰ προσκυνήση τὸν Ἄγ. Γεώργιον. Ἀλλ’ ὁ Ἐπίσκοπος ἀντὶ νὰ φανῆ ταπεινὸς καὶ σεμνὸς ἐξ αἰτίας καὶ τοῦ ἐπισήμου σχήματός του ἐφάνη ὑπερήφανος καὶ ὀλιγόπιστος. Ἀφοῦ μὲ ἀδιαφορία εἶδε τὸν Ναὸν στάθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἄγ. Γεωργίου καὶ μὲ ἀλαζονικὸν ὕφος εἶπε πρὸς τοὺς Μοναχούς: «Ὥστε αὐτὴ εἶναι ἡ θαυματουργὸς εἰκόνα τοῦ Ἄγ. Γεωργίου;». Καὶ ἄγγιξε μὲ τὸν δάκτυλόν του τὴν παρειὰ τοῦ Ἁγίου. Ἀμέσως ὅμως τὸ δάκτυλόν του ἐκόλλησε στὴν εἰκόνα καὶ μάταια προσπαθοῦσε νὰ τὸν ξεκολλήση. Ἡ ἀγωνία του καὶ ὁ φόβος τοῦ ἐμεγάλωνε ὅσο ἀγωνιζόταν καὶ ἐδοκίμαζε νὰ τὸν ξεκολλήση. Κάθε φορὰν ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸ ἀποχωρήση ἀπὸ τὴν εἰκόνα ἔνοιωθε καὶ πόνους γιατί τὸ δάκτυλό του εἶχε κολλήσει πολὺ δυνατά. Στὸ τέλος ὁ δυστυχὴς Ἐπίσκοπος δέχθηκε, παρὰ τὴν θέλησίν του, νὰ τοῦ κόψουν ὕστερα ἀπὸ ἐπέμβασιν τὸν δάκτυλόν του καὶ ἔτσι ἔμαθε καλὰ ἐξ ἰδῖας πείρας τὴν γνησιότητα, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν δύναμιν τῶν θαυμάτων τοῦ ἐνδόξου Τροπαιοφόρου Γεωργίου.
Ἡ εἰκόνα τοῦ Ἄγ. Γεωργίου εἶναι στολισμένη μὲ ἀργυροῦν ἔνδυμα τὸ ὁποῖον κατεσκευάσθη στὴν Πετρούπολι, τὴ εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Σεραφείμ, καθὼς ἀναγράφεται καὶ στὸ κράσπεδον τοῦ κάτω μέρους τοῦ ἐνδύματος. Ἡ ἁγιογράφησις τῆς εἰκόνος εἶναι Βυζαντινή, ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τῆς παρόδου τοῦ χρόνου εἶναι σκοτεινή.
β) Περὶ τῆς εἰκόνος ποὺ ἦλθε μέσω θαλάσσης ἀπὸ τὴν Ἀραβίαν
Ὑπάρχει κοντὰ στὸν κίονα τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ ποὺ εὑρίσκεται ἡ εἰκόνα τοῦ Ἄγ. Γεωργίου ἡ ἑξῆς χειρόγραφος διήγησις.
Ἡ ἁγία εἰκόνα ἦλθε ἀπὸ τὴν Ἀραβίαν καὶ βρέθηκε στὸ λιμάνι τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου. Ἡ ἀπροσδόκητη ἄφιξις τῆς εἰκόνος προκάλεσε ταραχὴ καὶ θόρυβον στὸ Ἄγ. Ὅρος. Διότι ἡ φήμη ξαπλώθηκε γρήγορα καὶ συνέρρεαν μοναχοὶ ἀπ’ ὅλα τὰ Μοναστήρια γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴν ἁγίαν εἰκόνα ποὺ μὲ θαῦμα ἐφανερώθη στὸ λιμάνι. Μάλιστα κάθε Μοναστήρι ἐπεδίωκε ν’ ἀποκτήση τὸν θησαυρὸ αὐτὸ καὶ οἱ Γέροντες ἠρνοῦντο νὰ τὴν δώσουν στὴν Μονὴ Βατοπαιδίου. Τελικὰ ἀπεφάσισαν νὰ βάλουν κλῆρον καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν ἀπόφασι τῆς ἁγίας εἰκόνος. Πράγματι ἐπῆραν ὁμοφώνως ἀπόφασιν ὅλοι οἱ Γέροντες νὰ φορτώσουν τὴν εἰκόνα, σ’ ἕνα ξένο καὶ ἄγριο νέο ἡμίονο ποὺ δὲν ἤξερε τοὺς δρόμους καὶ τὰ Μοναστήρια καὶ ἀφοῦ τὸν ἀφήσουν ἐλεύθερον νὰ τὸν ἀκολουθήσουν ἀπὸ μακρυά. Ἐκεῖ ποὺ θὰ ἐσταματοῦσε θὰ ἔπρεπε νὰ μείνη ἡ ἱερὰ εἰκόνα. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἀφοῦ ὠδήγησαν τὸν ἡμίονο στὸ δρόμο Θεσσαλονίκης – Ἁγίου Ὅρους τὸν ἄφησαν στὴν θέλησί του. Καὶ ὁ ἡμίονος μὲ ἀργὸ καὶ ἰσόμετρο περπάτημα σὰν νὰ ἔνοιωθε ὅτι μετέφερε ἱερὸ φορτίο ἐπέρασε ἀπὸ δύσβατους τόπους, δάση καὶ ὑψώματα καὶ ἔφθασε στὴ Μονὴ Ζωγράφου καὶ στάθηκε ἀκίνητος σ’ ἕναν ὡραιότατον λόφον.
Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐπληροφορήθησαν ὅλοι ὅτι ἡ θέλησι τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ἦταν νὰ μείνη ἡ ἱερή του εἰκόνα στὴ Μονὴ Ζωγράφου. Ὅλοι οἱ Μοναχοὶ δέχθηκαν στὴ Μονὴ μὲ χαρὰ καὶ μὲ πνευματικὴ πανήγυρι τὴν ἱερὴ εἰκόνα καὶ τὴν ἐτοποθέτησαν στὸν κίονα τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ. Ὁ ἡμίονος ποὺ μετέφερε τῶν ἁγίαν εἰκόνα μόλις τοῦ τὴν ξεφόρτωσαν ἐξέπνευσε καὶ τὸν ἔθαψαν στὸν τόπον ἐκεῖνον. Σὲ ἀνάμνησι γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς ἱερῆς εἰκόνος τοῦ Ἄγ. Γεωργίου ἔκτισαν στὸν λόφο ἕνα κελλὶ καὶ μικρὴ ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.
γ) Περὶ τῆς ἁγίας εἰκόνος ποὺ ἀφιέρωσε ὁ Ἡγεμόνας τῆς Μολδοβλαχίας Στέφανος
Στὸν βορειοδυτικὸ κίονα, στὸν ὁποῖο στηρίζεται καὶ ὁ τροῦλλος, εἶναι ἀνηρτημένη καὶ ἄλλη εἰκόνα τοῦ Ἄγ. Γεωργίου, γιὰ τὴν ὁποίαν ὑπάρχει ἡ ἑξῆς χειρόγραφος διήγησις στὴ Μονὴ Ζωγράφου.
Ο Ἡγεμόνας τῆς Μολδοβλαχίας Στέφανος εἶχε, ὡς γνωστόν, συνεχῶς πολέμους μὲ τοὺς Τούρκους. Κάποτε συνεκεντρώθησαν τὰ τούρκικα ἀσκέρια, ποὺ ἤσαν ἀναρίθμητα, ἀποφασισμένα νὰ τὸν ἀφανίσουν. Ὅταν εἶδε ὁ Στέφανος τὸ πλῆθος τοῦ ἐχθροῦ ἐφοβήθη. Ἀμέσως ὅμως συνῆλθε καὶ μὲ θερμὴ προσευχὴ κατέφυγε στὸν Κύριον τὸν Θεὸν καὶ ἐπεκαλέσθη μὲ δάκρυα τὴν βοήθειάν του. Μὲ τὴν ἐκ βάθους καρδίας προσευχὴν τοῦ ἀπεκοιμήθη. Μόλις τὸν ἐπῆρε ὁ ἐλαφρὸς ὕπνος τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Μεγαλομάρτυς Γεώργιος ποὺ τὸν περιέλουζε ἕνα λαμπρὸ καὶ θαυμάσιον φῶς, τὰ μάτια τοῦ ἄστραφταν καὶ ἡ οὐράνια δόξα τὸν περιέβαλλε. Ὁ Στέφανος ἂν καὶ ἐκοιμόταν ἐφοβήθη καὶ ἐτρόμαξε. Τότε ὁ Ἅγιος του εἶπε: «Ἔχε θάρρος στὸν Κύριό σου καὶ μὴ φοβᾶσαι τὸ πλῆθος αὐτό. Αὔριον συγκέντρωσε ὅλο τὸ στράτευμά σου καὶ ὁδήγησε τὸ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του Χριστοῦ μὲ φωνὲς πανηγυρικὲς καὶ σάλπιγγες καὶ θὰ ἰδῆς τὴν δύναμι τοῦ Θεοῦ μας ποὺ πάντα σὲ βοηθεῖ. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο στάθηκα ἐδῶ, γιὰ νὰ σοῦ ἀποκαλύψω ποιὸς θὰ νικήση καὶ νὰ σοῦ ἀναφέρω ὅτι ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζί σου καὶ ὅτι ἀκόμη καὶ ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω στὴ μάχη αὐτή. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἀνακαίνισε τὴν Μονὴ Ζωγράφου ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στ’ ὄνομά μου, καὶ ποὺ ἐρημώθηκε. Στεῖλε μάλιστα καὶ τὴν ἰδική μου εἰκόνα ποὺ ἔχεις μαζί σου».
Ὁ Στέφανος ἐπῆρε θάρρος ἀπὸ τὴν ἐμφάνισι τοῦ Ἁγίου καὶ ἀκόμη ἀπὸ τὴν ὑπόσχεσι ποὺ τοῦ ἔδωσε ὅτι θὰ τὸν ἐβοηθοῦσε, θεία χάριτι. Ἀφοῦ μάλιστα ἔφερε καὶ τὴν ἁγία εἰκόνα μαζί του μὲ τὴν φωνὴ τῶν σαλπίγγων ἐπέπεσε ξαφνικὰ σὰν λαίλαπας δυνατὸς στὸν ὄγκο τῶν Ὀθωμανῶν καὶ τοὺς συνέτριψε χωρὶς χρονοτριβῆ καὶ τοὺς διέλυσε. Ὕστερα ἀπ’ ὀλίγον καιρὸ ἔστειλε καὶ τὴν ἁγίαν εἰκόνα στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἀνακαίνισε τὴν Μονὴ Ζωγράφου, σύμφωνα μὲ τὴν θέλησιν τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ ἀφιέρωσε σ’ αὐτὴ καὶ πολλὰ ἀφιερώματα.
Κάποιος Ρῶσσος συγγραφέας ἀναφερόμενος στὴν ἁγία εἰκόνα τοῦ Ἄγ. Γεωργίου γράφει τὰ ἑξῆς: «Κατὰ τὸν 15ον αἰώνα ἐφάνη καὶ ἄλλος εὐεργέτης τῆς Μονῆς Ζωγράφου ὁ Στέφανος ποὺ ἦταν ἐπίσημος Ἡγεμόνας τῆς Μολδοβλαχίας, ὁ ὁποῖος ἠγωνίσθη πολλὲς φορὲς ἐναντίον τῶν Ὀθωμανῶν πάντοτε τροπαιοφόρως. Ὅταν τὸν περικύκλωσαν κάποτε ἀμέτρητα πλήθη ἐχθροῦ σκεφτόταν μὲ ποιὸ τρόπο θὰ ἠμποροῦσε νὰ σώση τοὺς περιβόλους τοῦ φρουρίου. Τότε φάνηκε πάνω στὸ τεῖχος ἡ μάνα του, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: «Δὲν θὰ ἐπιτρέψω ποτὲ στοὺς ἐχθρούς σου νὰ ἀνοίξουν τὶς πύλες τοῦ φρουρίου σου. Ἐὰν δὲν νικήσης καὶ δὲν ἠμπορέσης νὰ ἀντισταθῆς σ’ αὐτοὺς στὸ πεδίον τῆς μάχης, ἐλάχιστη ἐλπίδα σου ἀπομένει γιὰ τοὺς περιβόλους».
Ἐκεῖνο λοιπὸν τὸ βράδυ ἐφάνη ὁ Ἄγ. Γεώργιος πρὸς τὸν συγχυσμένο ἡγεμόνα Στέφανον καὶ τοῦ ὑπεσχέθη τὴν νίκην. Ἐπίσης τὸν διέταξε ν’ ἀποστείλη τὴν ἁγίαν εἰκόνα ποὺ εἶχε πάντοτε μαζί του ὁ Στέφανος στὴν Μονὴ Ζωγράφου, καὶ νὰ τὴν ἀνακαινίση γιατί ἤδη ἦταν ἐρημωμένη. Ἡ νίκη ἔστεψε τὰ ὄπλα τοῦ ἡγεμόνος ποὺ κατετρόπωσε τὸν ἐχθρόν. Ὁ Στέφανος ἐξεπλήρωσε τὴν ἐντολὴ τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου καὶ τὴν εἰκόνα ἀπέστειλε καὶ τὴν Μονὴ μεγαλοπρεπῶς ἀνακαίνισεν.
Καὶ οἱ τρεῖς εἰκόνες τοῦ Ἁγίου Γεωργίου εἶναι περιβεβλημένες μὲ ὡραιότατα ἀργυρὰ ἐνδύματα ποὺ εἶναι κοσμημένα μὲ πολύτιμους λίθους. Μάλιστα ὅλος ὁ διάκοσμός τους ἐτεχνουργήθη στὴ Ρωσία.
Περὶ τῆς θαυμαστῆς εἰκόνος τοῦ ἁγίου Γεωργίου ποὺ βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ξενοφῶντος.
Στὸν Ἅγιον Ὅρος σώζεται ἡ ἀρχαία προφορικὴ παράδοσις καὶ γιὰ τὴν ἁγίαν εἰκόνα ποὺ ὑπῆρχε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν ἀσεβῶν καὶ κακοδόξων εἰκονομάχων ποὺ μὲ βασιλικὰ διατάγματα ἐκαίοντο οἱ ἅγιες καὶ σεβαστὲς εἰκόνες.
Στὰ χρόνια ἐκεῖνα λοιπὸν οἱ ὑπηρέται τοῦ παρανόμου βασιλιᾶ ἐρευνοῦσαν καὶ προσπαθοῦσαν νὰ βρίσκουν τὶς ἅγιες εἰκόνες γιὰ νὰ τὶς συντρίβουν καὶ νὰ τὶς ρίχνουν στὴ φωτιά. Βρῆκαν λοιπὸν καὶ τὴν ἁγία αὐτὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἔρριξαν στὴ φωτιὰ γιὰ νὰ καῆ. Ἀλλὰ μάταια ἐκοπίαζαν οἱ ἀνόητοι, διότι ἡ ἁγία εἰκόνα ἔμεινε ἄφλεκτος μέχρι ποὺ ἔσβησε τελείως ἡ φωτιά. Οἱ εἰκονομάχοι ὅταν εἶδαν ὅτι ἐλάχιστα ἡ φωτιὰ ἐπείραξε τὰ ἐνδύματα τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ πρόσωπόν του τίποτα δὲν ἔπαθε, ἐξεπλάγησαν. Ἕνας μάλιστα περισσότερον ἀσεβῆς ἔμπηξε μαχαίρι στὸ πηγούνι τοῦ Ἁγίου καὶ ἀμέσως ἔτρεξε αἷμα καθαρόν. Τότε ὅλοι ὅσοι εἶδαν τὸ θαῦμα ἔφυγαν ὁ καθένας γιὰ τὸ σπίτι του. Ἕνας εὐσεβῆς χριστιανὸς ἀφοῦ παρέλαβε τὴν ἁγίαν εἰκόνα καὶ ἦλθε στὸν γιαλόν, προσευχήθηκε θερμὰ πρὸς τὸν Κύριον γιὰ νὰ σταματήση ἡ φρικτὴ θύελλα τῆς εἰκονομαχίας. Ἔπειτα ἀφοῦ ἐγύρισε πρὸς τὴν ἁγίαν εἰκόνα εἶπε: «Μεγαλομάρτυρα τοῦ χριστοῦ Τροπαιοφόρε Γεώργιε, Σὺ ὁ ὁποῖος καὶ στὴ ζωὴ ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατον ἔκαμες τόσα πολλὰ θαύματα καὶ ποὺ μόλις τώρα ἄφησες ἄφλεκτον τὴν ἁγία σου εἰκόνα, διεφύλαξε καὶ τώρα αὐτὴν καὶ ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ μετέφερε τὴν ὅπου σὺ γνωρίζεις καὶ ἐπιθυμεῖς πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ μας». Καὶ μόλις ἐτελείωσε ἔβαλε τὴν εἰκόνα στὴ θάλασσα.
Ο Χριστιανὸς ἐκεῖνος ἔφυγε. Ὁ Μεγαλομάρτυς Γεώργιος ἐφρόντισε ὥστε ἡ ἁγία του εἰκόνα νὰ φθάση στὸ Ἅγιον Ὅρος ὅπου καὶ ἄλλες εἰκόνες ἡ θεία Πρόνοια ὠδήγησε. Ἡ εἰκόνα ἐτοποθετήθη κοντὰ στὴν Μονὴ Ξενοφῶντος ὅπου ἔρρεαν τὰ ἰαματικὰ ὄξινα νερά. Ὑπῆρχε μάλιστα ἐκεῖ ἕνα Μονύδριον ἀφιερωμένο στὸν Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον. Ἀκόμη σώζεται ὁ ναΐσκος αὐτὸς ὅπου οἱ μοναχοὶ ὅταν εἶδαν τὴν εἰκόνα τοῦ Ἄγ. Γεωργίου τὴν μετέφεραν ἐκεῖ γεμάτοι χαρὰ καὶ εὐλάβειαν. Ὕστερα ἔκτισαν Ναὸν κοντὰ στὸ ναΐδριον. Ὅταν αὐξήθηκαν οἱ μοναχοὶ καὶ ἐμεγάλωσε καὶ ἡ Μονὴ ὠνομάσθη τοῦ Ἄγ. Γεωργίου. Οἱ Μοναχοὶ ἑορτάζουν καθημερινῶς μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιον Γεώργιον καὶ τὸν Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον καὶ τοὺς μνημονεύουν κατὰ τᾶς ἀπολύσεις τῶν ἀκολουθιῶν.
Ἡ ἁγία εἰκόνα εὑρίσκεται στὸν μεγάλον Καθολικὸν νέον Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸν ἀνατολικὸ κίονα τοῦ δεξιοῦ χοροῦ καὶ ἔχει ζωγραφισμένο ὁλόσωμο τὸν Μεγαλομάρτυρα καὶ σὲ ἔνδειξι τοῦ θαύματος φέρει καὶ τὴν πληγὴ στὸ πηγούνι καὶ τὸ αἷμα τοῦ εἶναι πηγμένο σ’ αὐτήν. Μέχρι σήμερα τὸ θαυμαστὸ φαινόμενο κηρύττει περίτρανα τὰ πάμπολλα θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε καὶ ἐπιτελεῖ ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς καὶ Τροπαιοφόρος Γεώργιος.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 23ην Ἀπριλίου.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Ἦχος δ’
Ὡς τῶν αἰχμαλώτων ἐλευθερωτής, καὶ τῶν πτωχῶν ὑπερασπιστής, ἀσθενούντων ἰατρός, βασιλέων ὑπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ
Γεωργηθεῖς ὑπὸ Θεοῦ ἀνεδείχθης, τῆς εὐσεβείας γεωργὸς τιμιώτατος, τῶν ἀρετῶν τὰ δράματα συλλέξας σ’ ἐαυτῶ, σπείρας γὰρ ἐν δάκρυσιν, εὐφροσύνη θερίζεις. ἀθλήσας δὲ δι’ αἵματος, τὸν Χριστὸν ἐκομίσω καὶ ταὶς πρεσβείαις Ἅγιε ταὶς σαίς, πάσι παρέχεις, πταισμάτων συγχώρησιν.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!