(4 Μαΐου)

Ἁγία Μόνικα: μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ μὲ τὰ δάκρυά της ἔσωσε τὸν σύζυγο καὶ τὸν ἄσωτο γιό της…
Ἡ Ἁγία Μόνικα· ἡ ὑποδειγματικὴ σύζυγος καὶ μητέρα…
Πρὸς ὅλες τὶς ἀπελπισμένες συζύγους καὶ μητέρες : Τὸ λαμπρὸ παράδειγμα τῆς Ἁγίας Μόνικας

Ἡ Ἁγία Μόνικα ( 332-388 ) γεννήθηκε στὴν Ταγάστη τῆς Νουμιδίας ἀπὸ χριστιανοὺς γονεῖς. Ἦταν μητέρα τοῦ μεγάλου θεολόγου καὶ φιλοσόφου ἁγίου Αὐγουστίνου. Οἱ γονεῖς τῆς τὴν πάντρεψαν τὸ 350 μ’ ἕναν εἰδωλολάτρη , τὸν Πατρίκιο, ἄνθρωπο καλοπροαίρετο, ἀλλὰ πολὺ ὀξύθυμο καὶ ἄστατο. Ἡ Μόνικα μὲ τὴν ὑποταγὴ καὶ τὴν ὑπομονὴ τῆς ἀγωνίστηκε νὰ τὸν ὁδηγήση στὸν Χριστό. Στὶς ὧρες ἠρεμίας ἔριχνε στὴν καρδία τοῦ συζύγου τῆς τὰ σπέρματα τοῦ θείου λόγου, κι ὅταν ἐκεῖνος κοιμόταν, αὐτὴ τὰ πότιζε μὲ τὰ δάκρυά της προσευχῆς της.

Πολλὲς φίλες της ἔρχονταν στὸ σπίτι της μὲ ἔκδηλα στὸ πρόσωπό τους τὰ χτυπήματα τῶν συζύγων τους καὶ ἀποροῦσαν πῶς ἡ Μόνικα , ποὺ εἶχε σκληρὸ ἄνδρα, κατάφερνε νὰ ζῆ μαζί του εἰρηνικὰ καὶ χωρὶς ξυλοδαρμούς. Η χαρὰ τῆς ἁγίας ἦταν ἀπερίγραπτη ὅταν ὁ Πατρίκιος ἔγινε μὲ τὸν καιρὸ ἕνας ἀληθινὸς χριστιανός. Μὲ τὴν ἴδια ὑπομονὴ καὶ μακροθυμία ἀντιμετώπιζε καὶ την πεθερά της , ἡ ὁποία ἦταν ἰδιότροπη καὶ διαρκῶς τὴν ἔβριζε καὶ τὴν ταπείνωνε μπροστὰ στοὺς ξένους. Τελικὰ μὲ τὴν ἀρετή της, τῆς προσείλκυσε τὴν συμπάθεια καὶ τὴν ἐκτίμησή της..

Ὅταν ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ἦταν μικρός, ἀρρώστησε καὶ κινδύνεψε νὰ πεθάνη. Σκέφθηκαν τότε νὰ τὸν βαφτίσουν. Ἡ μητέρα τοῦ ὅμως προέβλεπε τοὺς δυνατοὺς πειρασμοὺς ποὺ θ’  ἀντιμετώπιζε στὴ νεότητά του καὶ γί? αὐτὸ ἀνέβαλε τὴ βάφτισή του. Μαζί μὲ τὸ γάλα της ἡ εὐσεβὴς μητέρα φρόντισε νὰ μεταδώση στὸ παιδί της καὶ τὴν εὐσέβεια. Διέκρινε ὅμως σ’  αὐτὸ τὸν χαρακτήρα τοῦ πατέρα του καὶ διαισθανόταν τὸν κίνδυνο ποὺ θὰ διέτρεχε ἡ ψυχὴ τοῦ μέσα στὴ διεφθαρμένη κοινωνία ἐκείνης τῆς ἐποχῆς.

Ὅσο μεγάλωνε ὁ γιὸς τῆς , μεγάλωναν τὰ πάθη του καὶ τὰ ὄργιά του. Ἡ προσευχὴ τῆς μητέρας ἀνέβαινε πύρινη στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ φαινόταν πὼς δὲν εἰσακούεται. Ὁ Αὐγουστίνος πηγαίνει στὴν Καρχηδόνα γιὰ νὰ σπουδάση. Ἐκεῖ ψήνεται στὸ σεξουαλικὸ καμίνι τῆς διεφθαρμένης πόλεως. Ἡ μητέρα μαθαίνει ὅτι ὁ γιὸς τῆς παραστράτησε , καὶ τρέχει ταραγμένη νομίζοντας ὅτι ἡ παρουσία της θὰ τὸν συγκρατήση. Δυστυχῶς τὰ λόγια καὶ τὰ δάκρυά της δὲν συγκινοῦν πιὰ τὴν καρδιὰ τοῦ Αὐγουστίνου. Δὲν χάνει ὅμως τὸ θάρρος της. Προσπαθεῖ ὑπομονετικὰ νὰ διεγείρη στὴν ψυχὴ τοῦ τὴν ἀποστροφὴ γιὰ τὴν ἁμαρτία. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι πάλι ἀρνητικό, ἀλλὰ ἡ πιστὴ μητέρα δὲν ἀπελπίζεται. « Προσεύχεται ἐκτενέστερον » καὶ χύνει δάκρυα περισσότερα ἄπ? αὐτὰ ποὺ χύνουν οἱ μητέρες γιὰ τὸν θάνατο τῶν παιδιῶν τους. Πόση πικρία δοκιμάζει ὅταν μαθαίνη ὅτι ὁ γιὸς τῆς ἔχει σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν ἑταίρα καὶ ἐξώγαμο παιδί! Ἐλπίζει ὅμως στὴ μετάνοιά του. Ἡ ἐλπίδα αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴ δυνατὴ πίστη τὴ συγκρατοῦν.

– Μιὰ μέρα παιδί μου, τοῦ λέει, θὰ ἔρθης ἐκεῖ ποὺ εἶμαι ἐγώ.

Νέα θλιβερὴ εἴδηση καταφθάνει ἀπὸ τὴν Καρχηδόνα. Ο Αὐγουστίνος ἔγινε αἱρετικὸς – μανιχαῖος ! Φίδι φαρμακερὸ δάγκωσε τὴ Μόνικα, ἡ ὁποία αὐτὴ τὴ φορὰ λυγίζει. Πηγαίνει ξανὰ μόνη της στὴν Καρχηδόνα , κλαίει, θρηνεῖ, ἱκετεύει. Ὅλα ὅμως πᾶνε χαμένα. Μοναδικὴ παρηγοριὰ κι ἐλπίδα τῆς εἶναι ἡ προσευχή. Μέρα- νύχτα παλεύει μὲ τὸν Θεό. Καταφεύγει σὲ κάποιον ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος τὴ συμβουλεύει καὶ τὴν παρηγορεῖ. Τέλος τῆς λέει:

– Πήγαινε στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ , παιδί μου. Ποτέ δὲν θὰ χαθῆ ὁ γιὸς τόσων δακρύων!

Ὁ Θεὸς ὅμως θέλει νὰ δοκιμάση περισσότερο τὴν ἰώβεια ὑπομονή της . Ὁ Αὐγουστίνος τῆς εἶπε ὅτι θὰ πάη στὴν Ἰταλία. Ἡ Μόνικα , ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν μεταπείση, ἀποφασίζει νὰ πάη μαζί του. Κατεβαίνουν στὸ λιμάνι, ἀλλὰ ἐκεῖνος τὴν ξεγελᾶ καὶ ἐξαφανίζεται . Ταξιδεύει μόνος. Ἡ μητέρα ξημερώνεται στὴν προσευχὴ , πνιγμένη στὰ δάκρυα. Μὲ ραγισμένη καρδία , ἀλλὰ μὲ γενναῖο φρόνημα, ὑψώνει τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ , κι ὕστερα ἀγναντεύει τὸ πέλαγος.

– Κύριε ! φωνάζει. Ἀφήνω τὸ παιδί μου στὸν ὠκεανὸ τῆς εὐσπλαχνίας Σου. Τὰ κύματα τῆς χάριτός Σου ἃς τὸ ὁδηγήσουν στὸ λιμάνι Σου.

Γέρασε ἡ Μόνικα στὴ σχολὴ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἐλπίδος. Ἀντὶ νὰ ἐπιμένη τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, βάλθηκε ἡ ἴδια νὰ τὸν κυνηγᾶ σὲ στεριὲς καὶ θάλασσες. Ἐγκαταλείπει τὴν Ἀφρικὴ καὶ ἔρχεται στὰ Μεδιόλανα ( Μιλάνο) γιὰ τὴν τελικὴ ἐπίθεση. Στὰ Μεδιόλανα ζεῖ τὸ γλυκοχάραμα τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀσώτου. Ἡ μία χαρὰ διαδέχεται τὴν ἄλλη : ὁ Αὐγουστίνος ἀηδίασε τοὺς μανιχαίους καὶ τοὺς ἐγκατέλειψε. Μὲ βαθιὰ συγκίνηση τὸν βλέπει νὰ συχνάζη στὰ κηρύγματα του αγίου ἐπισκόπου Ἀμβροσίου καὶ νὰ μιλᾶ γί? αὐτὸν μὲ σεβασμὸ καὶ ἐκτίμηση. Ὁ Αὐγουστίνος παλεύει. Τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας χαλάρωσαν , ἀλλὰ ἀκόμη δὲν ἔσπασαν. Γί? αὐτὸ τελικὰ μνηστεύεται.

Τέσσερις γυναῖκες τὸν πολιορκοῦν ἐκείνη τὴν ἐποχή. Δύο ἐρωμένες , ἡ μνηστὴ καὶ ἡ μητέρα του. Παλεύουν κι οἱ τέσσερις νὰ τὸν κατακτήσουν. Τέλος νικᾶ ἡ μητέρα τοῦ , ὁ ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καὶ τῶν δακρύων, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἐλπίδος. Εκείνη ποὺ νίκησε τὸν ἀτίθασο σύζυγο καὶ τὴ δύστροπη πεθερά, νίκησε τώρα τὸν γιὸ τῆς ὕστερα ἀπὸ τριάντα χρόνια ἀγῶνος καὶ προσευχῆς. Ο Αὐγουστίνος παίρνει σταθερὴ ἀπόφαση νὰ ἐπιστρέψη στὸν Χριστὸ καὶ ν? ἀφοσιωθῆ στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας Του. Ποιὸς μπορεῖ νὰ νιώση τὴ χαρὰ τῆς Μόνικας τὴν ὥρα ποῦ βαπτιζόταν ὁ γιός της ; Ἐδῶ τελείωσε ἡ ἀποστολή της. Εἶδε πιὰ τὸ παιδί της στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Κυρίου.

– Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην Σου, Δέσποτα, ἐν εἰρήνη, ψελλίζει συγκινημένη. Μητέρα καὶ γιὸς ἐπιστρέφουν στὴν Ἀφρική. Στὴν Ὄστια, στὶς ἐκβολὲς σταθμεύουν σὲ μιὰ φιλικὴ ἔπαυλη γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν. Ἐκεῖ ἡ Μόνικα ἀρρωσταίνει καὶ σὲ λίγες μέρες, σὲ ἡλικία 56 ἐτῶν, παραδίδει τὸ πνεῦμα τῆς « ἐν εἰρήνη » στὸν Δέσποτα Χριστό. Ὁ Κύριος εἶχε ἐκπληρώσει καὶ τὴν τελευταία ἐπιθυμία της. ]

Ἀπὸ τὸ βιβλίο « Χαρίσματα καὶ χαρισματοῦχοι » Τόμος τρίτος Ἱερὰ μονὴ Παρακλήτου Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2002

πηγὴ κειμένου:orthodoxi-diapaidagogisi.blogspot.gr


Μία μητέρα ποὺ ἤξερε νὰ δακρύζει καὶ νὰ γονατίζει!

Ἡ συμβολὴ τῶν μητέρων τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, Ἐμμελείας τοῦ Μ. Βασιλείου, Νόνας τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ καὶ Ἀνθούσας Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου στήν ἀνάδειξη αὐτῶν τῶν Μεγάλων Πατέρων καὶ Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ἀποφασιστική. Καὶ εἶναι δίκαιος ὁ θαυμασμὸς τοῦ ἐθνικοῦ ρήτορα Λιβάνιου γιὰ τὴ χριστιανὴ γυναίκα – «Βαβαί, οἴαι παρὰ χριστιανοῖς εἴσι γυναίκες» – στὸ πρόσωπο τῆς μητέρας τοῦ Χρυσόστομου, τῆς νεαρῆς χήρας μὲ τὴν ἐκπληκτικὴ πιστότητα στὴ μοναδικὴ ἀγάπη τῆς ζωῆς της καὶ τὴν ὁλοκληρωτική της ἀφοσίωση στὴν ἀγωγὴ τοῦ ὑπέροχου γιοῦ της. Υπάρχει ὅμως μιὰ ἐνδιαφέρουσα λεπτομέρεια! Καὶ οἱ τρεῖς τους, ἐξαίρετα πνεύματα, ἦταν δεκτικοί, εὔαγωγοι ὡς παιδιὰ καὶ νέοι στὰ ἀφορώντα τὴ σχέση τους μὲ τὴ χριστιανικὴ Ἀλήθεια καὶ ζωή! Τὴν Ἴδια ἐποχὴ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χρίστου πού παροικεῖ στὴ Δύση μιὰ ἄλλη χριστιανή, ἡ Μόνικα – χήρεψε κι αὐτὴ νέα – σήκωσε μὲ ἀνάλογη πρὸς τὴν Ἀνθοῦσα πιστότητα τὸ σταυρὸ τῆς χηρείας της, καὶ ἐπέδειξε ἀντίστοιχη ἀφοσίωση στην ἄγωγη τοῦ ἐπίσης ἐξαίρετου στὸ πνεῦμα γιοῦ της, Αὐγουστίνου. Μὰ αὐτός, παρὰ τὴ σφοδρὴ ἐπιθυμία καὶ μεγάλη προσπάθειά της, ἔδειξε ἀπροθυμία, ἀδιαφορία γιὰ τὰ ἀφορώντα τὴ χριστιανικὴ Ἀλήθεια καὶ ζωή. Καὶ τὸ χειρότερο, τράβηξε κατὰ τὴν ἀντίπερα ὄχθη, ἔπεσε σὲ ὑπαρξιακὸ ἀδιέξοδο, ἔζησε βίο ἄστατο, παραδόθηκε σὲ ἐξάρτηση αἰσθησιακή! Καὶ κείνη ἐγκαρτέρησε, ὄχι μιὰ δυὸ μέρες, ἕνα ἢ δύο μῆνες, οὔτε ἕνα δυὸ ἀλλὰ δεκαέξι ὁλόκληρα χρόνια σὲ μαρτύριο δακρύων, δακρύων πού τὰ γόνατά της μεταποιοῦσαν σὲ σταλαγματιὲς θερμῆς προσευχῆς! Καὶ ἐλεήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, εὐλογήθηκε ἀπὸ τὴν Ἀγάπη Του μὲ τὴν εὐτυχία νὰ δεῖ τὸ γιὸ της χριστιανό! Κι ἀργότερα Ἐπίσκοπο Ἰππώνος καὶ κορυφαῖο Πατέρα ἰδιαίτερα τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας! Δὲ θὰ τὴν πῶ πιὸ ἀξιοθαύμαστη ἀπὸ τὶς μητέρες τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Κρίση σὲ προσωπικοὺς σταυροὺς δὲν χωρεῖ! Ὁ Θεὸς γνωρίζει λογισμοὺς καὶ διαλογισμούς, διαθέσεις τῆς καρδιάς καί ἡ ἀγάπη  Του κρίνει! Θά τήν  πῶ ὅμως  πιό μαρτυρική! Καί θά διερωτηθῶ, τί ἄραγε θά ἀναφωνούσε ὁ Λιβάνιος, ἀν τήν εἴχε κι αὐτήν γνωρίσει! Ἄλλα καί θά προτείνω τήν προσέγγιση τῆς ἱερής  μορφῆς  της πούυ ἀκολουθεῖ,  ἕνα μικρόο  σταχυοόογημα ἀπό  «ἐκ βαθέων» -«Ἐξομολογήσεις»- του τελικά λαμπροῦγιοῦ της. Γιατί ἡ περίπτωσή της ἐνδιαφέρει ὄχι λίγες μητέρες πού σηκώνουν σήμερα ἀνάλογους σταυρούς.(Διαβάστε τὴν ἐνδιαφέρουσα συνέχεια) 

Ἦταν χριστιανὴ μὲ πληρότητα καὶ νόημα! «Ἡ μητέρα μου δὲν ἀγαποῦσε τὸ Θεὸ ἀπὸ ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς της, μᾶλλον ὑπάκουε σ’ αὐτοὺς ἀπὸ ἀγάπη σ’ Ἐκεῖνον», γράφει ὁ Αὐγουστίνος. Ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ἀληθινὴ πίστη ὡς προσωπικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ – τὸ «πνεῦμα πού ζωοποιεῖ» – καὶ τὴν πίστη τυπικὸ χρέος ἢ καθῆκον – «τὸ γράμμα πού σκοτώνει»Ὅση ἄναμεσά σε ἐλευθερία καὶ δουλεία-ἔξαρτηση! «Ὁ Θεὸς τὴν εἶχε στολίσει μὲ ἐξωτερική, πιὸ πολὺ ἐσωτερικὴ ὀμορφιά, αὐτὴ πού τῆς ἔδινε τὴ χάρη ζωντανῆς μαρτυρίας τῆς ἀλήθειάς του…», συνεχίζει μὲ τρυφερὸ κι ἀνθρώπινο θαυμασμό. Ἡ χριστιανὴ μάνα δὲν εἶναι ἱερότητα παγερή, στεγνή! Ἡ ὀμορφιὰ κι ἡ χάρη της, θεία δῶρα κι αὐτὰ ἀσκοῦν ὑπαρκτική γοητεία στὸ παιδί, ἂν καρπώνονται στὸ μέσα, τῆς ψυχῆς τὸ κάλλος. Αὐτὸ προέχει, ἐνῶ ἡ ἀπουσία τοῦ δημιουργεῖ ἐπικίνδυνο κενό!

«Παντρεύτηκε τὸν εἰδωλολάτρη πατέρα μου, ἄνθρωπο ὀξύθυμο μὰ ἀγαθό, τοῦ ἀφοσιώθηκε σὰν στὸ Χριστό… Ἀντιμετώπισε μὲ σεβασμὸ τὴν ἄλλη πίστη του, δὲν ἐπέτρεψε νὰ γίνει τὸ θέμα αὐτὸ ἀφορμὴ φιλονικίας μεταξύ τους… Δὲν ἀντιδροῦσε μὲ λόγια ἢ ἔργα σὲ ὥρα ὀργῆς, ἀλλὰ τὴν κατάλληλη στιγμὴ μὲ ἀγάπη καὶ λεπτότητα ἐξηγοῦσε τὸ λάθος… Δὲν ἔλεγε οὔτε μετέφερε λόγο κακό, δὲν ὑποδαύλιζε διχόνοιες, ὑποβοηθοῦσε τὴ συμφιλίωση, τὴν εἰρήνη… Προσευχόταν νύχτα καὶ μέρα, ἐκκλησιαζόταν τακτικά, τιμοῦσε τοὺς λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας, πρόσεχε τὴν ἐλεημοσύνη… Κέρδισε ἔτσι γρήγορα τὴν ἀγάπη, τὴν τρυφερότητα, τὸ σεβασμὸ τοῦ πατρός μου καὶ τὸν ἴδιο στὴ χριστιανικὴ πίστη»!«Αὐτὰ συνέβησαν γιατί εἶχε Ἐσένα ἐπιστήθιο φίλο καὶ διδάσκαλο στὸ σχολεῖο τῆς ψυχῆς», ἐξηγεῖ ὁ Αὐγουστίνος καὶ προσθέτει ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ πατρός του εἶναι «τὸ πρῶτο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὴ μητέρα μου, ὁ ἀρραβώνας τῆς δικῆς μου ἐπιστροφῆς, πού ὅμως ἐπρόκειτο νὰ ἀργήσει»! Μὲ τὸ τελευταίο ρίχνει τή  γέφυρα πού  μας περνά  ἀπό τή Μόνικα ἀληθινή χριστιανή σύζυγο τή Μόνικα  άληθινή  χριστιανή  μητέρα, στὴν περιπέτεια τῆς  δικής  του  ἀποστασίας καί ἐπιστροφής.

Καὶ εἶναι μιὰ μεγάλη ἀποστασία ἡ πρώτη φάση τῆς ζωῆς του. «Ἡ μητέρα μᾶς ἀνάθρεψε γεννώντας μας μὲ ὠδίνες τοκετοῦ κάθε φορᾶ πού ἔβλεπε νὰ ξεμακραίνουμε ἀπὸ Σένα…», γράφει γιὰ τὴ χριστιανικὴ ἀγωγὴ τῆς μητέρας του στὰ τρία παιδιά της. Γιὰ τὸν ἑαυτὸ του εἰδικὰ προσθέτει: «Ἀπὸ τὴν τρυφερὴ ἡλικία εἶχα ἀκούσματα γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἡ μητέρα μὲ σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τὴ στιγμὴ ποὺ μ’ ἔβγαλε ἀπ’ τὴν κοιλιά της. Μὲ πότισε τὴν Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ μητρικό της γάλα… Μικρὸ παιδὶ κι ἐγώ, πρὶν Σὲ γνωρίσω, σὲ Σένα εὕρισκα στήριγμα καὶ καταφυγὴ ὅταν μὲ μάλωναν οἱ γονεῖς ἢ οἱ δάσκαλοί μου…Ἀρρώστησα βαριὰ καὶ ζήτησα μὲ λαχτάρα νὰ βαφτιστῶ… Ἡ μητέρα μὲ μύησε στὸ Μυστήριο τῆς λυτρώσεως, μοῦ ἔμαθε τὴν ὁμολογία ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀπαγγείλω… Καλυτέρεψε ὅμως ἡ ὑγεία μου κι ἀνέβαλα τὴ βάφτισή μου. Νικήθηκα ἀπὸ τὴν ἰδέα πῶς θὰ ξαναπέσω στὴν ἁμαρτία… Ἢ μήπως καὶ πῆρα αὐτὴ τὴν ἀπόφαση γιὰ νὰ εἶμαι ἐλεύθερος νὰ τὴν ἀπολαύσω»! Καὶ μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς ἐπιστροφῆς πιὰ τὴν ὥρα αὐτοῦ τοῦ «ἐκ βαθέων» του παρατηρεῖ: «Ἴσως τὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ δώσει στὴν ἁγνὴ καρδιὰ τῆς μητέρας μου τὴ χαρὰ νὰ κυοφορήσει μακροχρόνια κι ἐπώδυνα τὴ σωτηρία μου»! Ἡ περιπέτεια τῆς ἀποστασίας ἀρχίζει στὴν Καρχηδόνα, ὅπου σπουδάζει Φιλολογία καὶ Ρητορική. Πρωτεύει στὶς σπουδές, καμαρώνει γι’ αὐτό, τὸ… ἐξαργυρώνει μὲ ἐρωτικὲς κατακτήσεις! «Ἀφέθηκα γρήγορα νὰ γίνω ἕρμαιο φοβερῶν παθῶν καὶ ἡδονῶν… Δὲ ντρεπόμουν νὰ μπλέκομαι σὲ περιπέτειες ἐπιπόλαιων ἐρώτων… Εἶχα ὑποδουλωθεῖ στὴ φρεναπάτη τῆς ἡδονοθηρίας, ποὺ ἡ ἀνθρώπινη ἀναίσχυντα θεωρεῖ καὶ προβάλλει ὡς ἐλευθερία! Μὲ πυρπολοῦσε ὁ πόθος τοῦ ἔρωτα… Τὸ ν’ ἀγαπῶ καὶ ν’ ἀγαπιέμαι μοῦ ἦταν πιὸ γλυκό, ὅταν ἀπολάμβανα τὸ κορμὶ τοῦ ἀγαπωμένου προσώπου»! “Ὁμολογίες ρεαλιστικὲς ἀλλὰ ἀφοπλιστικὰ εἰλικρινεῖς σὲ θέμα πού ἡ ἐποχὴ μας ἀπομυθοποιεῖ καὶ εἰδωλοποιεῖ συνάμα. «Ἡ μητέρα μου, αὐτὴ ἡ ταπεινὴ δούλη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἡ καρδιὰ της ἦταν ἐκκλησιά, ἀληθινὴ κατοικία τοῦ Κυρίου, ἀγωνιᾶ, τρομάζει μὲ τὸ δρόμο ποῦ πῆρα… Μὲ συμβουλεύει… μὰ δὲ δίνω τὴν παραμικρὴ προσοχή… Θεωρῶ τὶς συμβουλὲς της ἁπλοϊκὲς γυναικεῖες παραινέσεις»! Εἶναι ἡ ὥρα τῆς μεγάλης φωτιᾶς, ἡ ὥρα πού ἡδονοθήρας αὐτός, δὲ θεωρεῖ τὴν ὑπόθεση φρεναπάτη, ἀλλά… ἐλευθερία. Δὲν τοῦ περνάει ἀπὸ τὸ νοῦ ὅτι τὸ τελευταῖο δείχνει σὰν «φύλλο συκῆς» τῆς ἀνθρώπινης ἀναισχυντίας. Διαβάζει τότε Κικέρωνα, διαβάζει καὶ Γραφή, μὰ καταφεύγει στὴν αἵρεση τῶν Μανιχαίων! Δὲν ἀργεῖ βέβαια νὰ διαπιστώσει ὅτι πρόκειται «γιὰ ἀνθρώπους, ὑπερφίαλους, κενόδοξους, φλύαρους, σαρκικούς. Ἀνθρώπους πού φώναζαν συνεχῶς, “ἡ ἀλήθεια”, “ἡ ἀλήθεια”, μὰ δὲν εἶχαν μίαν ἀλήθεια γιὰ Σένα, παρὰ μονάχα πλάνη»! Ὡστόσο τοὺς ἀκολουθεῖ μὲ πάθος. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀγωνία τῆς μητέρας του κορυφώνεται, μὰ ἡ ἀγάπη ηῆς τὴ φέρνει κοντά του. «Ἡ μητέρα μου ἔχυσε ἐκείνη τὴν περίοδο γιὰ μένα δάκρυα πιὸ πολλὰ ἀπὸ ὅσα χύνουν οἱ μανάδες μπρὸς στὰ νεκρὰ παιδιά τους… Μὲ τὴν πίστη της μὲ ἔβλεπε σὰν νεκρό… Ἀλλὰ ἡ ἀγάπη της πότιζε τώρα μὲ πιὸ πολλὰ δάκρυα προσευχῶν τὸ χῶμα! Αὑτή τὴν ξανάφερε κοντά μου καὶ μὲ μήνυμα θεϊκό, παράθυρο ἐλπίδας»! Παράθυρο ἐλπίδας ἀπὸ ἕνα ὄνειρο, ὅπου νεανίας γοητευτικός, παρότι τὴν ἔβλεπε σὲ τόση θλίψη, χαμογελοῦσε καὶ τῆς ἔλεγε: «Ἠρέμησε, κοίταξε καὶ δές, ὅπου στέκεσαι ἐσύ, στέκεται καὶ ὁ γιὸς σου»! Καὶ κοίταξε καὶ βεβαιώθηκε, ἦταν ἀλήθεια. «Καὶ εἶχε τὴ δύναμη νὰ ζεῖ τὸ ὄνειρο σὰν τὴ χαρὰ τῆς δικῆς μου ἐπιστροφῆς, ποῦ θὰ ἀργοῦσε πολὺ ἀκόμα! Γιατί στὰ ἐννιὰ χρόνια πού ἀκολούθησαν κυλίστηκα σὲ βόρβορου βάραθρα, βυθίστηκα σὲ ἄβυσσο ψεύδους. Πάλευα βέβαια νὰ βγῶ, ἀλλὰ βουλίαζα πιὸ βαθιὰ ἀκόμα»! Τὸ εὐτύχημα ὅμως εἶναι, «ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ἡ εὐσεβὴς καὶ ἐγκρατὴς χήρα μητέρα μου τρέφεται μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ ὀνείρου της! “Ὅτι δὲν σταματᾶ τοὺς ποταμοὺς τῶν δακρύων, τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας στὶς ἀτέλειωτες ὧρες τῶν προσευχῶν της γιὰ μένα»!

Καὶ τό ἀνθρώπινο παράπονο στὸ Θεό! «Ἐσύ  ἄκουγες τίς  παρακλήσεις της,  μά ἄφηνες νά κυλιέμαι σέ βόρβορο, νά παραδέρνω σέ χάος… Νά εἶμαι πλανώμενος καί πλανών, παρασυρόμενος καὶ παρασύρων». Τόσο πού σοφὸς Ἐπίσκοπος, δὲ δεχόταν νὰ τοῦ μιλήσει παρὰ τὶς θερμὲς παρακλήσεις τῆς μητέρας του. «Εἶναι ἰσχυρογνώμων, ἐγωιστής, πνεύμα ἀντιλογίας,  παθιασμένος  αἰρετικός. Ἀσ’ τον ἐλεύθερο, τῆς εἴχε πεῖ,  ἀλλά μή σταματήσεις  τίς προσευχες σου, κάποτε  θά καταλαβει»! Ἐκείνη ἐπέμενε νὰ παρακαλεῖ καὶ αὐτὸς τῆς εἶπε: «Πήγαινε στην εἰρήνη τοῦ Θεου. Καί πίστεψε αὐτό πού θα σοῦ πῶ, ό Θεός δέν θά ἀφήσει νά χαθεί ἕνα παιδί τόσων δακρύων»!

Μήνυμα αἰώνιο αὐτὸ γιὰ κάθε ἀληθινὴ μητέρα! Μετὰ τὴν Καρχηδόνα ἱδρύει καὶ στὴ Ρώμη δική του Ρητορικὴ Σχολή. Ἐκεῖ ξεκόβει ἀπὸ τοὺς Μανιχαίους, ἀλλὰ δὲν ἔρχεται στὴν πίστη. Ἀρρωσταίνει πάλι βαριὰ καὶ ἡ μητέρα ἐντείνει τὶς προσευχές της. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει σχέδιο νὰ τὸν πάρει πρὶν ἀναγεννηθεῖ, νὰ «καταφέρει  πλήγμα θανατερό στήν ψυχή αὐτῆς τῆς Ἁγίας Γυναίκας». Γίνεται καλὰ κι ἔρχεται καὶ ἱδρύει νέα Ρητορικὴ Σχολὴ στὸ Μιλάνο. Κορυφαία μορφὴ ἐδῶ ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος, «ψυχή ἐκλεκτή, εὐσεβής δούλος τοῦ Θεοῦ, γνωστός σέ ὄλο τόν κόσμο. Τόν ἀγαπώ, ὄχι ὅμως ὡς δάσκαλο τῆς ἀληθείας  τοῦ Χριστοῦ, ἔχω χάσει  πιά κάθε ἐλπίδα σωτηρίας. Τόν ἀγαπώ ὡς ἄνθρωπο πού μέ ἔχει συμπαθήσει». Αὐτὴ εἶναι ἡ κορύφωση τῆς τραγωδίας του! Εἶναι πιὰ πλάι σέ μεγάλη πηγὴ «ὕδατος ζώντος»! Ἀλλά δὲ νιώθει δίψα ἐλαφιοῦ «ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων», δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη ν’ ἀντλήσει «ὕδωρ ἀλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον»! Ἡ μητέρα σπεύδει, ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ στὸ Μιλάνο. Χαίρεται πού μαθαίνει πῶς ξέκοψε ἀπὸ τὸ Μανιχαϊσμό. «Δέν εἴχα βρεῖ τήν ἀλήθεια ἀκόμα, ὄμως εἴχα  ἀπομακρυνθεῖ  ἀπό τό ψέμα»! Ὡστόσο λυπᾶται ποῦ οὔτε ἕνας Ἀμβρόσιος δὲν εἶχε ἀγγίξει καμιὰ χορδὴ τῆς ψυχῆς του. Γνωρίζεται, συζητεῖ μὲ τὸν Ἅγιο, «διπλασιάζει τὰ δάκρυα καὶ τὶς προσευχές της γιὰ μένα».

Ὁ Αὐγουστίνος καὶ τότε ἀκόμα δείχνει νὰ γλιστρᾶ πιὸ πέρα. Μετὰ ἀπὸ ἕνα μικρὸ διάστημα στὴν ἀστρολογία, καταφεύγει στὸ νεοπλατωνισμό, ἕνα φιλοσοφικὸ σύστημα τῆς μόδας ἐκεῖνα τὰ χρόνια καὶ ζεῖ κοινοβιακὰ μὲ κάποιους φίλους. Παράλληλα ὅμως δὲν τὸν ἀφήνουν ἀδιάφορο ἀκούσματα γιὰ ἐπιστροφὲς στὴν πίστη κάποιων νομομαθῶν,γοητεύεται ἀπὸ τὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, διαβάζει τὴν Ἁγία Γραφὴ πιὸ προσεκτικά. Ἦταν φανερό: τὸ δίχτυ τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἁπλωνόταν πιὰ γιὰ τὰ καλὰ πάνω ἀπ’ τὴ ζωή του, ἡ ἀναγέννηση «ἐξ ὕδατος καὶ πνεύματος» ἐρχόταν. Καὶ ἦρθε, σὲ κεῖνο τὸν περίπατο, τότε πού περνοῦσαν μπρὸς ἀπ’ τὰ μάτια του ταινία κινηματογραφική τά κρίματά του. Τότε πού ἐκεῖνο τὸ ρίγος τῆς μετάνοιας ἔνιωσε νὰ διαπερνᾶ καὶ τὸ κορμί του. Αὐτὸ πού εἶχε κατεργαστεῖ τὰ κρίματα τῆς ψυχῆς του δεκαέξι τόσα χρόνια! Τότε πού ἡ παιδικὴ φωνὴ τραγουδοῦσε κι ἔψαλλε τὸ λυτρωτικό:Tolle et lege”, «ἄνοιξε καί διαβασε». Τότε πού τὸ βλέμμα του συλλάβισε τὸν σωτήριο στίχο: «Ὠς ἐν ἠμέρα  εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μή κώμοις καί μέθαις, μή κοίταις και ἀσελγείαις, μά ἔριδι καὶ ζήλω…» (Ρωμ. 14,13). Τότε πού στὸ τέλος τῆς ἀνάγνωσης εἶχαν ἀλλάξει ὅλα! Εἶχε ἀρχίσει τὸ «ἔνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησούν Χριστόν», εἶχε γλυκοχαράξει ἡ ἀνατολὴ ἑνὸς νέου κόσμου! Καὶ ἡ μητέρα εὐχαριστοῦσε τὸ Θεό: «Μοῦ ἔδωσε ὅ,τι τοῦ ζητήσαμε τό παραπάνω»! ‘Ἔλεγε τὸ δικό της «νυν απολύεις»! «Ὥρα νά φύγω πιά ἀπό αὐτόν ἐδώ τόν κόσμο». Τὸ ὄνειρο τῆς ἐλπίδας κι ὁ λόγος τοῦ Ἐπισκόπου ἦταν ψηλαφητὴ ἀλήθεια. Ὁ γιὸς της ἦταν πιὰ «στὸν δικό της τόπο», «ὁὃ Θεὸς δὲν εἶχε ἀφήσει νὰ χαθεῖ ἕνα παιδὶ τόσων δακρύων». Καί ὄχι μόνο, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνέδειξε Μεγάλο δικό Του. Μεγάλο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, μὲ παρουσία ἀγάπης καὶ γραφὴ στὴ Δύση ἀνάλογη μὲ κείνη ποῦ ἀξίωσε στὴν Ἀνατολὴ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες. Η  Ἁγία Μόνικα, ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου, εἶχε μεγάλο πρόβλημα μὲ τὸ γιό της, σταυρὸ βαρύ, ἀσήκωτο. Τό πέρασε ὅμως ἀπό μαρτύριο δακρύων, ἀπὸ στεναγμοὺς καρδίας, στὰ γόνατα ὧρες ἀτέλειωτες δεκάξι τόσα χρόνια. Καὶ ἡ απαντησή τοῦ Θεοῦ ἦρθε! Τὸ ὑπόδειγμα λέει κάτι ἐλπιδοφόρο. Σὲ πολλὲς σημερινὲς μητέρες. 

Ἀθανασίου Κοτταδάκη (Πειραικῆ Ἐκκλησία) – Μεταφορὰ στὸ διαδίκτυο  www.proskynitis.blogspot.com