Ἑορτάζει στὶς 1 Μαΐου
«θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμω, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἠμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἠμεῖς δὲ ἄτιμοι. …» (Α’ Κορ. δ’ 9-10)
«τά μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἴνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνη, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἴνα καταισχύνη τὰ ἰσχυρά, 28 καὶ τὰ ἀγενῆ του κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἴνα τὰ ὄντα καταργήση » (Α’ Κορ. α’, 27-28).
“Τοσούτω γὰρ ὄχλω πυκτεύουσα, τὴν καρδίαν αὐτῆς οὐδέποτε ἀπέστησε τοῦ Θεού”.
ΣΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ Μονή τοῦ Μεγάλου Παχωμίου στὴν Ταβέννησι ἔζησε ἄλλη μιὰ Μοναχή, ἡ Ἰσιδώρα, ποὺ ὑποκρινόταν ὅτι ἦταν τρελλὴ καὶ δαιμονισμένη γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Τόσο πολὺ τὴ σιχάθηκαν οἱ ἄλλες, ποὺ δὲν ἔτρωγαν μαζί της, πράγμα ποὺ ἡ ἴδια εἶχε διαλέξει. Τριγύριζε στὴν κουζίνα, ἔκανε κάθε εἴδους ἀγγαρεία καὶ ἦταν, ὅπως λένε, τὸ σφουγγαρόπανο τοῦ Μοναστηριοῦ, ἐφαρμόζοντας στὴν πράξη τὸ ρητὸ• «Ὅποιος ἀπὸ σᾶς νομίζει πὼς εἶναι σοφὸς μὲ τὰ μέτρα αὐτοῦ του κόσμου, ἃς γίνει μωρός, γιὰ νὰ γίνει πραγματικὰ σοφός».
Ὑπηρετοῦσε τὴ Μονὴ ἔχοντας δέσει στὸ κεφάλι τῆς ἕνα κουρέλι, ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες ἔχουν κόψει σύρριζα τὰ μαλλιά τους καὶ φοροῦν κουκοῦλλες.
Καμμιὰ ἀπὸ τὶς τετρακόσιες Μοναχὲς δὲν τὴν εἶδε ποτὲ νὰ τρώει κανονικὰ οὔτε μιὰ φορὰ στὴ ζωή της. Σκούπιζε τὴν τραπεζαρία καὶ ἐπλένε τὶς κατσαρόλες• τὰ ψίχουλα καὶ τὰ περισσεύματα τῆς ἦταν ἀρκετά, γιατί ποτὲ δὲν κάθησε σὲ τραπέζι οὔτε ἄγγιξε κομμάτι ψωμί.
Δὲν ἔβρισε ποτὲ κανέναν, δὲν βαρυγκόμησε, δὲν ξεστόμισε περίσσια λόγια, παρόλο ποὺ καὶ τὴν χαστούκιζαν καὶ τὴν ἔβριζαν καὶ τὴν καταριόντουσαν καὶ τὴν ἔφτυναν.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ άγγελος στὸν ἅγιο Πιτηρούμ *, ἄνδρα δοκιμασμένο στὴν ἀρετή, ποὺ ἀσκήτευε στὸ βουνὸ Πορφυρίτη, καὶ τοῦ λέει•
«Γιατί καυχιέσαι ὅτι εἶσαι εὐλαβὴς καὶ μένεις σὲ τέτοιο τόπο; Θέλεις νὰ γνωρίσεις μιὰ γυναίκα ποῦ εἶναι πιὸ εὐσεβὴς ἀπὸ σένα; Πήγαινε στὸ γυναικεῖο Μοναστήρι τῶν Ταβεννησιωτῶν καὶ θὰ βρεῖς ἐκεῖ μιὰ Μοναχὴ ποὺ φοράει στέμμα στὸ κεφάλι της. Αὐτὴ εἶναι καλύτερη ἀπὸ σένα.Μὲ τόσο πλῆθος ἀντιμάχεται καὶ ἡ καρδιὰ τῆς ποτὲ δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Συ κάθεσαι ἐδῶ καὶ ὁ νοῦς σου πλανιέται στὶς πόλεις». Ἔτσι αὐτός, ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὸ κελλί του, σηκώθηκε καὶ πῆγε ὡς ἐκεῖ καὶ παρακάλεσε τοὺς πνευματικοὺς νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ Μοναστήρι τῶν γυναικών. Ἐπειδὴ ἦταν φημισμένος καὶ Γέροντας, τοῦ δόθηκε ἡ ἄδεια. Ὅταν μπῆκε μέσα, ζήτησε νὰ δεῖ ὅλες τὶς Μοναχές, ἐκείνη ὅμως δὲν παρουσιαζόταν. Τελικὰ τὶς λέει· «Φέρτε μου τὲς ὅλες, λείπει μία».Τοῦ ἀπαντοῦν· «Ὑπάρχει μιὰ ἀκόμη στὴν κουζίνα, εἶναι σαλή», ἔτσι ἀποκαλοῦν αὐτὲς ποὺ ἔχουν μέσα τους τὸ δαιμόνιο. Τὶς λέει· «Νὰ μοῦ τὴν φέρετε καὶ αὐτή. Ἀφῆστε μὲ νὰ τὴν δῶ». Πηγαίνουν καὶ τὴ φωνάζουν, ἐκείνη ὅμως δὲν ὑπάκουσε εἴτε ἐπειδὴ κατάλαβε τί πρόκειται νὰ γίνει εἴτε γιατί τῆς ἀποκαλύφθηκε. Τὴ σέρνουν λοιπὸν μὲ τὴ βία καὶ τῆς λένε· «Ὁ ἅγιος Πιτηροὺμ θέλει νὰ σὲ δεῖ», ἦταν βέβαια ξακουστός.
ΟΤΑΝ παρουσιάστηκε, διέκρινε ὁ Ἅγιος το κουρέλι στὸ μέτωπό της [τὸ «στέμμα» της], τῆς πρόσπεσε καὶ εἶπε· «Εὐλόγησε μέ, Ἀμμά». Ὅμοια καὶ ἐκείνη ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ λέγοντας· «Σὺ νὰ μὲ εὐλογήσεις, Κύριε». Κατάπληκτες ὅλες του λένε· «Ἀββᾶ, μὴ ξευτελίζεσαι, εἶναι σαλῆ». Τὶς ἀποστομώνει ὁ Πιτηρούμ· «Ἐσεῖς εἶστε σαλές, αὐτὴ εἶναι δική μου καὶ δική σας Ἀμμά», ἔτσι ἀποκαλοῦν τὶς πνευματικὲς Μητέρες, «καὶ εὔχομαι νὰ βρεθῶ ἀντάξιός της τὴν ἡμέρα τῆς κρίσης».Ἀκούγοντας αὐτὰ οἱ Μοναχὲς ἔπεσαν στὰ πόδια του καὶ ἐξομολογοῦνταν ἡ κάθε μιὰ τους τὶς προσβολὲς ποὺ τῆς ἔκαναν· μιὰ εἶπε ὅτι τὴν περιέλουσε μὲ τὰ βρωμονερὰ τῶν πιάτων, ἄλλη πὼς τὴν χτύπησε μὲ γροθιές, κι ἄλλη ὅτι τῆς πασάλειψε τὰ ρουθούνια μὲ σινάπι. Ὅλες ὁμολόγησαν τὶς προσβολὲς ποὺ ἔκαναν σὲ βάρος της. Ὁ ἅγιος Πιτηροὺμ προσευχήθηκε γιὰ χάρη τους καὶ ἔφυγε. Κάμποσες μέρες κύλισαν καὶ ἡ σαλὴ μὴν ἀντέχοντας τὶς δόξες καὶ τὶς τιμὲς τῶν ἀδελφῶν της καὶ τὶς συγγνῶμες τους, ἐγκατέλειψε τὸ Μοναστήρι κρυφά. Κανένας δὲν ἔμαθε ποὺ πῆγε, ποὺ κρύφθηκε ἢ πὼς πέθανε. (κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 365 μ.Χ.)
* Όσιος Πιτηροῦν, θεῖος ἀνήρ, ἀσκητὴς στὸ ὅρος Πορφυρίτη τῆς Θηβαΐδος καὶ μαθητὴς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ἑορτάζει στὶς 29 Νοεμβρίου.
***
Ἦχος δ΄. Ὡς γενναῖον ἐν μάρτυσιν.
Ἐξ ἀγγέλου τὸν ἔπαινον, ἔσχες Μῆτερ θεοσοφέ, ὅμοιόν το ὅμοιον γὰρ ἐπίσταται, τὴ πεπλασμένη σαλότητι, εἰς μέτρα ἐπέφθασας βιοτὴς ἀγγελικῆς, μόνον θέλουσα πάντοτε, τοῦ Κυρίου σου, ἐκτελεῖν τὰ προστάγματα προθύμως, καὶ ὡς δούλη Τούτου πράττειν, ὠ Ισιδώρα το θέλημα.
Πιτυρούν ο θαυμάσιος, σὲ Ὁσία ἐθαύμασε, θησαυρὸν πολύτιμον βλέπων σχήματι, ἐν ταπεινῶ ὑποκρύπτουσαν, μιμήσει τοῦ πλάσαντος, ὃς ἐν σώματι φθαρτῶ, τὸν ἐχθρὸν ἐτροπώσατο καὶ ἐθέωσε, τὴν ἀδύναμον φύσιν τῶν ἀνθρώπων, τὴ φρικτὴ οἰκονομία, συγκαταμίξας τὸν χοῦν πυρί.
Ὠδὴ δ΄. Ἐπὶ τῆς θείας φυλακῆς.
Οὐρανωθεῖσα μυστικῶς τὴν ἀδιάλειπτον εὐχήν, ἔσχηκας τρυφήν σου Ὁσία, ὡς μανὰ γὰρ οὐρανοῦ καὶ ἀγγέλων ἤσθιες, κλῆσιν Ἰησού Ισιδωρα, τὴν ἀναθρέψασαν Ἁγίων τα τάγματα.
Φαιδρυνομένη ταῖς αὐγαῖς τῶν μυστικῶν συντυχιῶν, ἔκλινας μακράν των ματαίων, θησαυρὸν φυλάττουσα, ἐν τῷ βυθῶ καρδίας σοὺ• αὕτη γὰρ ὁδὸς ἡ εὐθέως, παριστώσα τῷ Χριστῷ Ὁσία πέφυκε.
Ὠδὴ ε΄. Ὀρθρίσωμεν ὄρθρου βαθέος.
Ὀρθρίζουσα Μῆτερ τιμία, καὶ ἀντὶ μύρων μυρίζουσα τὸν Δεσπότην, νοεραῖς ἐντεύξεσιν, ἀσματικῶς ὠμοίωσαι, νύμφη μανικῶς ἐκζητούση, ψυχεραστὴν Ἰησοῦν τὸν ὑπερκαλλον.
Νικήσασα μνησικακίαν, ταῖς πειραζούσαις χάριν Μῆτερ ἀπέτιες, συγχωροῦσα ἅπαντα, τὰ χαλεπὰ ραπίσματα, εἶχες κατὰ νοῦν γὰρ τὸ ἅφες, καὶ ἀφεθήσεται πάντως τὰ πταίσματα.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!