ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥΜόλις ἀκούσαμε τὸν «υἱὸ τῆς βροντῆς», τὸν Ἰωάννη, ἢ μᾶλλον τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἀπὸ ἁλιέα καὶ χειροτέχνη τὸν ἔκαμε συγγραφέα καὶ κήρυκα Θείων ὄντως καὶ ὑψηλῶν ὑποθέσεων, νὰ μᾶς ἐκθέτει τὸ θαῦμα τῆς σωματικῆς καὶ πνευματικῆς ἀναβλέψεως τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Στὸ προηγούμενο κεφάλαιο ἀνέλυσε τὴν πολλὴ καὶ ἐκτεταμένη διάλεξη τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία καθωδηγοῦσε τὸν ἀπειθῆ καὶ δύστροπο ἑβραϊκὸ λαὸ στὴ θεογνωσία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, ἀπομακρύνοντας τὸν νοῦ τους ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς μοναρχίας· τοὺς ἄνοιγε τὴν πόρτα γιὰ νὰ περάσουν ἀπὸ τὴν νομικὴ παράδοση στὴ Χάρη, ὁδηγώντας τους ὁμαλά ἀπὸ τὴν Παλαιὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως κάποτε ἀπὸ τὴν ἔρημο πρὸς τὴν πλούσια καὶ εὔφορη γῆ.

Ἀλλὰ, ἂν καὶ φανέρωνε ποικιλοτρόπως καὶ τὴν δικὴ του προΰπαρξη, ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχει προαιώνια καὶ βρίσκεται πάντοτε σὲ συνάφεια μὲ τὸν Πατέρα, καὶ φώναζε μὲ σαφήνεια στὰ ὦτα τῶν κωφῶν: «Πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ εἰμι», ἐκεῖνοι δὲν ἀντιλήφθηκαν τὴ δύναμη τοῦ λόγου, οὔτε ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο δὲν παρεδέχθηκαν, ἔλεγξαν μὲ κάποια ἐπιστημονικὴ ἀντίρρηση· ἀλλὰ ἀντὶ γιά λόγια πῆραν πέτρες καὶ ἐνῶ βρίσκονταν ἀκόμη μακριὰ ἀπὸ τὸ σταυρό, γύμναζαν τὰ φονικά τους χέρια γιὰ τὴ δολοφονία. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πάντοτε προέκρινε τὴν μακροθυμία ἐμπρὸς στὸν ὑβριστὴ καὶ βλάσφημο λαό, ἀπέφυγε τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ὀχλαγωγία τους· ἀπέδρασε, ὄχι ὅμως μὲ τρόπο ταπεινό, ἀλλὰ θεϊκό· στάθηκε μεταξύ τους, τόσο κοντὰ ὥστε νὰ τὸν φθάνουν μὲ τὰ χέρια τους, ἀλλὰ δὲν τὸν ἔβλεπαν, καὶ ἐνῶ ἄγγιζε τοὺς ἐξοργισμένους, δὲν φαινόταν.

Εἶχαν μείνει τότε ἐμβρόντητοι, φονεύοντας μὲ τὴν προαίρεση, χωρὶς ὅμως νὰ βρίσκουν τρόπο νὰ ἐκτονώσουν τὴν ὀργή τους· ὅμοιοι μὲ τοὺς ἄπειρους κυνηγούς, οἱ ὁποῖοι, ἐὰν φοβίσουν καὶ διώξουν τὸ κυνήγι παράκαιρα καὶ ἔτσι τὸ ἐλάφι βρεῖ διέξοδο σὲ κάποιο δάσος καὶ διαφύγει κρυφά, περιπλανιῶνται χωρὶς λόγο στὴν κοιλάδα περιφέροντας τὰ δίκτυα ἄσκοπα, τραβώντας μαζί τους καὶ τὰ σκυλιὰ χωρίς ἀποτέλεσμα. Ἐγὼ δέ, ἂν καὶ κατὰ τὰ ἄλλα εἶμαι ἀχρεῖος, δὲν λησμόνησα πὼς εἶμαι δοῦλος καὶ ὀφείλω νὰ ἐξεγερθῶ κατὰ τῶν ὑβριστῶν ὑποστηρίζοντας τὸν Δεσπότη μου.

Γι’ αὐτὸ καὶ θὰ φωνάξω στοὺς Ἑβραίους σὰν νὰ εἶναι σήμερα παρόντες καὶ ἔχουν καταληφθεῖ ἀπὸ μανία: Λιθοβολεῖτε, ἀχάριστοι, τὸν Εὐεργέτη; Καὶ ποιὸς σᾶς ξεδίψασε κάποτε ἀπὸ μιά πέτρα; Πετᾶτε πέτρες σ’ αὐτὸν πού νομοθέτησε τὴ ζωή σας μὲ τὶς λίθινες πλάκες; Στὸ λίθο τὸν ἐκλεκτὸ καὶ πολύτιμο πού προφήτευσε ὁ Ἠσαΐας; Στὸ λίθο τὸν νοητὸ πού ἀποσχίσθηκε ἀπὸ τὸν ἀπότομο βράχο χωρὶς ἀνθρώπινο χέρι, ὅπως ὁ θεσπέσιος Δανιὴλ σᾶς δίδαξε; Λιθοβολεῖτε τὸν «λίθον τὸν ἀκρογωνιαῖον», ὁ ὁποῖος συνένωσε τήν Καινή καὶ τήν Παλαιά Διαθήκη; Καὶ ἂν ἐσεῖς δὲν πιστέψετε, «δυνατὸς ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραὰμ»·δηλαδὴ νὰ συνάξει στὸν Χριστὸ λαὸ περιούσιο, τοὺς ἀπερίτμητους ἐθνικούς.

Αὐτὴ τὴν ἐπαγγελία δέχθηκε καὶ ὁ Ἀβραάμ, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε ὅτι «εὐλογηθήσονται ἐν σοί πάντα τὰ ἔθνη»· διότι βλέποντας ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀπόρρητη πρόγνωσή του τὸ μέλλον, χάρισε στὸν ἀρχηγὸ τῆς πίστεως ὡς τέκνα ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπρόκειτο στὸ μέλλον νὰ πιστέψουν.Ἐπειδὴ προέβλεπε τὴν ἐπανάσταση τῶν Ἑβραίων, ἀλλὰ καὶ τοὺς λίθους ποὺ θὰ σήκωναν ἐναντίον του τὰ ψευδώνυμα τέκνα του, τὰ εἶχε συμπεριλάβει στοὺς ἀποκηρυγμένους. Καὶ ἐπειδὴ κηρύττοντάς τους τὴν ἀλήθεια, δὲν τοὺς ἔπειθε νὰ εὐσεβοῦν, ἐνῶ ἦταν παρών, κρύφθηκε καὶ ἐνῶ βρισκόταν μπροστά στά μάτια τους, ἐξαφανίσθηκε, ὥστε μὲ αὐτὴ τὴ θαυματουργία του νὰ τοὺς κάνει νὰ ἀποδεχθοῦν καί νά ὁμολογήσουν ὅτι, πράγματι, ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ παλαιότερος.

Ἔτσι παρελογίζονταν οἱ ἀνόητοι Ἑβραῖοι, καὶ ὁ Κύριος καὶ Σωτήρας μας σὰν σοφὸς καὶ ἐπιμελής γιατρός, ἀφοῦ τὸ πάθος δὲν ὑποχώρησε μὲ τὴν πρώτη ἐπέμβαση, μεταχειρίζεται ἄλλο τρόπο θεραπείας.

Θέλει νὰ θεραπεύσει αὐτούς πού ἦταν διανοητικά τυφλοί διὰ μέσου ἑνὸς σωματικά τυφλοῦ ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκεται ἐκεῖ, ὁ ὁποῖος δὲν τυφλώθηκε ἀπὸ κάποια ἀρρώστεια, ἀλλὰ εἶχε ἔλθει ἔτσι στὴ ζωή, ἀπὸ λάθος τῆς φύσεως. Βλέποντας, λοιπόν, αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο στάθηκε, ἕτοιμος νὰ τὸν θεραπεύσει μὲ τρόπο ποὺ ξεπερνᾶ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ τέχνη. Ἐπειδὴ ἡ ἰατρικὴ καὶ ἡ θεραπευτική της ἀσχολεῖται μὲ τὰ νοσήματα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα παρουσιάζονται, ὅταν ἤδη ἡ φύση ἔχει φέρει στὸ φῶς ἕναν ἄρτιο ὀργανισμό, καὶ μετὰ ἀπὸ κάποιο χρονικὸ διάστημα ἀρρωσταίνουν, δὲν ἀσχολεῖται ὅμως μὲ τὴν θεραπεία μιᾶς σωματικῆς βλάβης ἡ ὁποία ἔχει γεννηθεῖ μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ οὔτε ὅλα τὰ νοσήματα ποὺ συμβαίνουν ἀργότερα μπορεῖ νὰ θεραπεύσει. Καὶ τὸ μαρτυροῦν αὐτὸ οἱ ἀκρωτηριασμένοι ἄνθρωποι, τῶν ὁποίων κανείς γιατρός δέν μπόρεσε να ἀποκαταστήσει τὴ στέρηση τῶν μελῶν.

Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ οἱ μαθητές βλέποντας ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν εἶχε δοκιμάσει τὴ μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλες ἀπόλαυση τοῦ φωτός, καὶ συμπονώντας τον γιὰ τὸ πάθημα προσπαθοῦσαν νὰ ἀνακαλύψουν τὴν αἰτία αὐτῆς τῆς κάκωσης· ρώτησαν λοιπὸν τὸν Κύριο μὲ ἁπλότητα, γιὰ νὰ μάθουν ἐὰν ἀπὸ δικὴ του ἁμαρτία ἢ ἀπὸ εὐθύνη τῶν γονέων του ἦλθε ἔτσι στὴ ζωή.

Καὶ τὰ δύο ὅμως σκέλη τῆς ἐρώτησης ἔχουν κάτι τὸ ἐπιλήψιμο· διότι δὲν θὰ κατεκρινόταν ἐξαιτίας τῶν γονέων του, ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ ἄλλον ἀντ’ ἄλλου· οὔτε βέβαια πλήρωνε γιὰ δικὰ του ἁμαρτήματα, ἀφοῦ γεννήθηκε ἔτσι τυφλός. Ἐπειδὴ κανεὶς δὲν ἁμαρτάνει πρὶν ἀπὸ τὴ γέννηση. Ἡ ἐρώτηση λοιπὸν δὲν ἦταν τόσο ἐπιτυχής. Νὰ δοῦμε ὅμως πῶς ἀποκρίθηκε ἡ Ἀλήθεια, ὁ Κύριός μας, στὴν ἐρώτηση. Αὐτὸ τὸ πάθος, μαθηταί μου, λέγει, δὲν προῆλθε ἀπὸ ἁμαρτίες, ἀλλὰ ἀποτελεῖ πρόγευση μελλοντικῆς οἰκονομίας, ὥστε αὐτὸς ποὺ θεωρεῖται κοινὸς ἄνθρωπος νὰ ἐνεργήσει ὑπεράνθρωπα καὶ ὁ Κτίστης τῶν ὅλων, μετὰ τὴν πρώτη δημιουργία νὰ βρεῖ ἀφορμὴ γιὰ νέα. Ἔτσι ἀπὸ τὸ μερικὸ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὸ γενικὸ καὶ ὁ σκληρὸς καὶ δύστροπος λαὸς νὰ πεισθεῖ νὰ τὸν προσκυνάει ἀντὶ νὰ τὸν πετροβολεῖ.

Ἂς φωτισθοῦν λοιπὸν μάτια ποὺ δὲν βλέπουν, γιὰ νὰ λάμψει στὶς ψυχὲς τῶν ἀσύνετων ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἂς γίνει αὐτὸ τὸ παράδοξο, νὰ πλασθοῦν μάτια, γιὰ νὰ μάθουν οἱ ἐπαναστάτες ὅτι ὁ λεγόμενος υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, ἐὰν πράγματι εἶχε πατέρα τὸν ξυλουργό, θὰ μποροῦσε μὲν νὰ διορθώσει ἕνα σπασμένο σκαμνὶ ἢ νὰ κολλήσει τὰ ξύλα ποὺ ξεκόλλησαν ἢ νὰ στερεώσει κάποια σπασμένη δοκὸ.Δέν θὰ μποροῦσε ὅμως ἄλλος, ἐκτός ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἐξ ἀρχῆς τὴν ἐξουσία πάνω στὴ φύση, νὰ φτιάξει ἕνα μέλος ἀνθρώπου καὶ μάλιστα τὸ ὀμορφότερο, τά μάτια, τά ὁποῖα δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴ φύση μὲ τὸν πιὸ προσεκτικὸ καὶ πολύπλοκο τρόπο.

Καὶ ἐὰν κάποιος θελήσει νὰ ἐρευνήσει μὲ προσοχὴ τὰ ἀνθρώπινα μέλη, ἰδιαίτερα σ’ αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ σώματος θὰ διαπιστώσει τὴν παντοδύναμη καὶ πολυποίκιλη σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τίμησε τὴ μικρὴ περιοχὴ ποὺ καταλαμβάνει αὐτὸ τὸ μέλος, τόσο περίτεχνα. Διότι πέρα ἀπ’ ὅλα τὰ ἄλλα, αὐτὸ τὸ μέλος τὸ διακρίνει μία ἰδιαίτερη χάρη·καὶ εἶναι ἁπαλώτατο καὶ ἄσαρκο, θὰ ἔλεγε κανείς, συνδυάζοντας τὸ τρυφερὸ μὲ τὸ στερεὸ καὶ τὸ μαλακὸ μὲ τὸ σκληρό. Εἶναι διανθισμένο καὶ μὲ διάφορα χρώματα· τὸ κέντρο του εἶναι ζωγραφισμένο μαῦρο· διασπᾶ ὅμως τὴν μονοχρωμία ἕνας συνδυασμὸς ἀπὸ ποικιλόχρωμους ὁμόκεντρους κύκλους ποὺ τὸ περιβάλλει· ὥστε τὸ κεντρικὸ τμῆμα ἔχει καὶ τὸ βαθύτερο χρῶμα, ἐνῶ ἡ περιφέρεια προχωρεῖ βαθμιαίως πρὸς μία ξανθότερη ἀπόχρωση. Αὐτοὺς τοὺς κύκλους τοὺς περιβάλλει ἕνας λευκός χιτώνας γυαλιστερὸς καὶ λαμπερός, ποὺ ἔχει ὅμως καὶ κάτι γιὰ νὰ μειώνει τὴ λευκότητα, μοιάζει δὲ μὲ κρύσταλλο καθαρό. Τὸ κόκκινο βρίσκεται στὴν ἄκρη, ἐκεῖ ποὺ ἀναβλύζει τὸ δάκρυ, ὥστε νὰ δίνει χάρη στὸ λευκὸ καὶ στὸ μαῦρο.

Ἐπίσης, εἶναι ἐσωτερικά, τόσο λεῖος καὶ διαφανής καὶ ὁμοιογενὴς ὡς πρὸς τὴν πυκνότητα, ὥστε νὰ δημιουργεῖ εἴδωλα τῶν μορφῶν ποὺ βρίσκονται ἐμπρός του καὶ νὰ ἀποτυπώνει σὰν ἀκριβὴς καθρέπτης τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν συνομιλητῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ κεντρικὸς κύκλος ὀνομάζεται κόρη, ἀφοῦ στὸ μάτι ποὺ βλέπει τὸν ἀπέναντί του σχηματίζεται ἀνθρώπινη μορφή. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν σ’ αὐτὸν ποὺ βλέπει σὲ καθρέπτη νὰ μὴν δεῖ μέσα στὸ ὑλικὸ τὰ δικὰ του χαρακτηριστικά, ἔτσι καὶ σ’ ἐκεῖνον ποὺ βλέπει κατὰ πρόσωπο ἕναν ἄνθρωπο εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ σχηματίσει στὸ μάτι τὴ μορφή του. Οἱ ἄνθρωποι λοιπὸν καθὼς βλέπονται μεταξύ τους γίνονται ὁ ἕνας καθρέπτης τοῦ ἄλλου.

Ἀξιοθαύμαστο κτίσμα λοιπὸν τό μάτι. Αὐτό μοῦ ἀποκαλύπτει τὸν Θεό, ἐξετάζοντας μὲ ἀκρίβεια ὅλη τὴν κτίση καταδείχνοντας ἀπὸ τὰ ἔργα τὸν τεχνίτη. Αὐτὸ ἀπὸ τὰ ὁρατὰ ἐξηγεῖ τὰ ἀόρατα. Μὲ αὐτὸ γνώρισα τὸν ἥλιο καὶ ἔμαθα τὴ διακόσμηση τοῦ οὐρανοῦ, ζωγράφησα τὴν ὀμορφιὰ τῶν ἀστεριῶν, τὴν ὑπόσταση τῆς γῆς, τὴ φύση τῆς θάλασσας, τῶν σπόρων τὴ διαφορά, τῶν φυτῶν τὴν ποικιλία καὶ τῶν χρωμάτων τὴ διαφορετικὴ χροιά· τοῦ σκότους τὴν κατήφεια καὶ τοῦ φωτὸς τὴ λαμπρότητα, καὶ ὅλα γενικά ὅσα ὁ Θεὸς ἔκτισε ἐπαινώντας τα ὡς «καλὰ λίαν». Ὥστε, ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν τά μάτια, ἡ κτίση θὰ γήρασκε, χωρὶς νὰ τήν ἔχει δεῖ κανείς, ἀφοῦ κανείς δὲν θὰ ἔβλεπε καὶ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπάρχει μέσα της.

Ἐξ αἰτίας λοιπὸν αὐτῆς τῆς θαυμαστῆς λειτουργίας τῆς ὁράσεως κτίστηκαν καὶ τώρα ἐξ ἀρχῆς μάτια, ὥστε νὰ ἀπομακρύνουμε ἐμεῖς τὶς μικροπρεπεῖς σκέψεις μας, σχετικά μέ τή Θεανθρώπινη ὑπόσταση τοῦ Κυρίου, ἀποβάλλοντας ἀπὸ τὴν ψυχὴ, μὲ τὴ μεγαλειώδη αὐτὴ ἐνέργεια, κάθε ταπεινὴ καὶ γήινη ἀντίληψη γιά Ἐκεῖνον. Γιά νὰ μάθουμε, ἐπίσης,ὅτι τὸ μακάριο φῶς καὶ κάλλος τῆς Θεότητας τὸ δέχθηκε ἕνα πήλινο σκεῦος, διακονώντας ὅπως ὁ λύχνος διακονεῖ τὸ φῶς.

Πραγματοποιεῖ δὲ ὁ Κύριος μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια τὴ θεραπεία καὶ δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ λόγο μόνο γιὰ νὰ ἐνεργήσει, αὐτὸς ποὺ μὲ πρόσταγμα μόνον δημιούργησε ὅλο τὸν κόσμο καὶ μὲ δύο μικρὲς λέξεις θεράπευσε τὸν παράλυτο. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ στόμα καὶ μὲ τὰ χέρια καὶ μὲ πολλὴ φροντίδα θεραπεύει τὴν τυφλότητα, ὥστε ἀπὸ τὶς ἐνέργειές του νὰ προξενήσει στοὺς ἄπιστους τὴ βεβαία πίστη. Ἔφτυσε στὸ ἔδαφος καὶ ἔφτιαξε λάσπη, χρησιμοποιώντας καὶ τὴ γῆ γιὰ τὴ θεραπεία, ὥστε νὰ δείξει πὼς μὲ ἐκεῖνο τὸ χῶμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε πλασθεῖ ἀρχικά ὁλόκληρο τὸ σῶμα δημιουργεῖται τώρα καὶ τὸ μέρος αὐτὸ ποὺ λείπει. Τὸ ἀναμιγνύει δὲ μὲ σάλιο καὶ κολλᾶ ἔτσι τοὺς διάχυτους κόκκους, ὥστε νὰ ἔχουν συνοχή, γιὰ νὰ μᾶς δείξει φανερὰ ὅτι μὲ τὴ δύναμη τοῦ στόματός του ὁ Θεός-Λόγος κατώρθωσε τὰ πάντα. Ἐπειδὴ «τῷ λόγω Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν καὶ τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πάσα ἡ δύναμις αὐτῶν».

Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο θεραπεύει μὲ φτύμα: γιὰ νὰ συνεφέρει σέ κατάνυξη καὶ φόβο αὐτοὺς ποὺ λίγο ἀργότερα πρόκειται νὰ τὸν βρίζουν φτύνοντάς τον. Καὶ ὅμως δὲν μείωσε τὸ θράσος τῶν μαινομένων, ἀλλὰ ὑπέμεινε ἐμπτυσμοὺς πολλοὺς ἐκεῖνος ποὺ τὰ κατώρθωσε ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ φτύμα. Μὲ τὴν πρώτη αὐτὴ λοιπὸν ἐνέργεια φανερώνει τὴ δημιουργική του δύναμη. Καὶ προστάζοντας τὸν τυφλὸ νὰ πλυθεῖ στοῦ Σιλωὰμ τὴν κολυμβήθρα μᾶς ὑποδεικνύει τὴ σωτηρία διὰ τοῦ ὕδατος, τὴν ὁποία χάρισε ὁ ἀπεσταλμένος (Σιλωὰμ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος). Διότι τότε μόνο βλέπουμε ἀληθινά, ὅταν βγοῦμε ἀπὸ τὸ ἁγιασμένο νερό τοῦ βαπτίσματος. Τότε μᾶς λαμπρύνει τὸ φῶς τῆς χάριτος, ὅταν ἡ δύναμη αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου ἀποπλύνει τὴν ἀκαθαρσία καὶ τὶς κηλίδες τῶν ἁμαρτιῶν. Καὶ ὅλοι ὅσοι μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Σιλωὰμ βαπτιζόμαστε, βλέπουμε τὸ πνευματικὸ φῶς «τὸ φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον».

Ὢ τοῦ θαύματος καὶ τῆς μεγάλης εὐεργεσίας! Ἔφυγε ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα ὁ πρὸ ὀλίγου τυφλός, στολισμένος στὸ πρόσωπο μὲ τὴν προσθήκη τῶν ματιῶν, βλέποντας καθαρὰ ττόν ἥλιο. Μὲ ἔκπληξη εἶδαν οἱ γείτονες καὶ οἱ γνωστοὶ τὸ γεγονός. Θορυβήθηκαν ἀπὸ τὸν πρωτοφανῆ τρόπο τῆς θεραπείας. Περιφερόταν στὴν πόλη ὁ ἄνθρωπος βλέποντας, γιὰ νὰ βλέπεται ἀπὸ ὅλους τὸ πρωτάκουστο καὶ παράδοξο ἔργο Ἐκείνου ποὺ γεννήθηκε στὴ Βηθλεέμ, τοῦ μικροῦ βρέφους τὸ ὁποῖο στὴ φάτνη τυλίχθηκε μὲ σπάργανα. Ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι ποὺ ἔκαναν τοὺς Ἰουδαίους νὰ ἀπιστοῦν στὴν Θεότητα.

Ὤ, σεῖς, λοιπόν, ἀνόητοι καὶ παχυκάρδιοι, βάλετε στὸ νοῦ σας ὅλους τούς ἀνθρώπους τῶν αἰώνων. Ἀρχίστε ἀπ’ τὸν Ἀδὰμ καὶ ἐρευνῆστε ὅλους τούς μεταγενεστέρους. Βρίσκετε νὰ ἔγινε σὲ κάποιον ἄλλο αὐτὸ πού συνέβηκε τώρα; Ὑπάρχει στὸν κόσμο παράδειγμα παρόμοιας θεραπείας; Ἀλλὰ σεῖς ἐπιμένετε νὰ διασύρετε τὸν Κύριό μου καὶ τὸν ἀποκαλεῖτε τέκνο τοῦ ξυλουργοῦ –«οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός;»- τοῦ ὁποίου γνωρίζετε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὴν κατοικία. Ἀπαριθμῆστε ὅλα τὰ ταπεινά, φιλονικῆστε, ὑποτιμῆστε τον, ὅσο θέλετε. Ἂν ὅμως τίποτε παρόμοιο δὲν ἔγινε ποτὲ ἀπὸ ἄνθρωπο, οὔτε ὁ κόσμος γνώρισε ἄλλο περιστατικό, τότε ἀνοίξτε τὰ μάτια σας καὶ ἀντικρύστε τὴν ἀλήθεια, κατακρίνοντας τὴν ἄγνοιά σας. Νιφθῆτε καὶ σεῖς στὸν Σιλωὰμ γιὰ νὰ μὴν πεθάνετε τυφλοί.

Ἀλλὰ ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται, καθόλου δὲν συνῆλθαν. Οὔτε μὲ τὰ λόγια θέλησαν νὰ μάθουν, οὔτε ἡ πράξη τοὺς δίδαξε, οὔτε τὰ θαύματα τοὺς προξένησαν σεβασμό. Ἀντίθετα, ἀπὸ τὴν ὑπερήφανη ἀχαριστία τους ἐπιχειροῦσαν μὲ μύριους τρόπους ὅλα νὰ τὰ ἐξαφανίσουν καὶ νὰ τὰ διασύρουν. Ἀλλὰ ἡ κακουργία ἀντιστρεφόταν κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ τους. Διότι ὅσο ἀπιστοῦσαν καὶ μὲ τὶς ἐρωτήσεις τους προσπαθοῦσαν νὰ ἀνατρέψουν τὰ γεγονότα, τόσο περισσότερο ἐπιβεβαιωνόταν ἡ ἀλήθεια. Ἔπαθαν ὅ,τι καὶ τὰ θηρία ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα πληγώθηκαν ἀπὸ κάποιον, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἔχει εἰσχωρήσει βαθειὰ στὰ σπλάγχνα τους τὸ μαχαίρι, ὁρμοῦν ἐξαγριωμένα στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, ἀποτελειώνοντας μόνα τους τὴν σφαγή.

Τὴν ἐριστικότητά τους τὴν ἔδειξαν ἀρχικά ψάχνοντας νά ἐπιβεβαιώσουν κατά πόσον τοὺς παρουσιάσθηκε ὁ ἴδιος ὁ τυφλὸς ἢ ἄλλος ἀντὶ γιὰ ἐκεῖνον. Γι’ αὐτὸ σαφῶς τοὺς διεβεβαίωνε ὁ ἄνθρωπος ἐξηγώντας τους καὶ τὴ διαδικασία τῆς θεραπείας, ὅτι δηλαδὴ, τὸ φάρμακο τῆς τυφλώσεως ἦταν ὁ πηλός, μὲ τὸν ὁποῖο τὸν ἔχρισε ὁ Ἰησοῦς· καὶ ὅτι, ὅταν ἐξέπλυνε τὸν πηλὸ στὴν κολυμβήθρα, βρῆκε τὸ φῶς του. Αὐτὰ περιεργάζονταν οἱ γείτονες καὶ τὰ ἔμαθαν, τὰ ἀναζητοῦσαν καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ἀλλά αὐτοί δὲν πείθονταν.

Δεύτερο τέχνασμα μὲ τὸ ὁποῖο ἀποπειράθηκαν νὰ διαστρεβλώσουν τὸ γεγονὸς ἦταν ἡ προσπάθειά τους νὰ ἀποδείξουν ὅτι δὲν ἦταν ὁ Χριστὸς ἐκεῖνος ποὺ τὸν θεράπευσε. Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος ἀνεκήρυττε τὸν Σωτήρα καὶ μὲ τὴν ὁμολογία τοῦ κηρύγματος ἀνταπέδιδε τὴ χάρη διαφημίζοντας τὸν εὐεργέτη, ἐκεῖνοι τοῦ ἔκλειναν τὸ στόμα καὶ μὲ τὸ μυαλὸ ζαλισμένο, ἐπειδὴ δέν εἶχαν τί νὰ κάνουν, ἐπανέρχονται πάλι στὴν ἴδια συζήτηση. Περιεργάζονται ἐὰν ἦταν τυφλὸς ἐκ γενετῆς, ἀναζητοῦν τοὺς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐξετάζουν καθετί μὲ ἀκρίβεια, ὄχι γιὰ νὰ βεβαιώσουν τὸ γεγονός, ἀλλὰ γιὰ νὰ βροῦν κάποια ἀφορμὴ νὰ διαψεύσουν τὸ θαῦμα· καὶ ἔτσι, κατασκευάζοντας κάποια ψεύτικη σκευωρία νὰ ἀνατρέψουν τὴν ὁρμητικότητα τοῦ πλήθους ποὺ πίστευσε.

Τί ὑπερβολὴ κακίας! Νὰ πολεμοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ διασύρουν, ἀντὶ νὰ προσκυνοῦν τὸν εὐεργέτη· ἀντὶ νὰ θαυμάζουν τὴν δύναμί του, προσπαθοῦν νὰ παρουσιάσουν σὰν ἀσήμαντα τὰ γεγονότα. Πεισθῆτε καὶ ἀπὸ τοὺς γονεῖς, Φαρισαῖοι, γιὰ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννήθηκε τυφλός. Τρέξτε πάλι στὸν τυφλὸ καὶ δεύτερη καὶ τρίτη φορά, γιὰ νὰ σᾶς ἀποκαλύψει ἐκεῖνος τὴν κακία καὶ τὴν ἐπιβουλὴ ποὺ κρύβουν αὐτὰ τὰ ἐπιχειρήματα.

Ἀλλὰ σεῖς ὅταν δοκιμάσετε τὴν πρώτη ἀπογοήτευσι, προχωρεῖτε στὴ δεύτερη· ὅταν δοκιμάσετε τὴ δεύτερη, στὴν τρίτη, καὶ οὕτω καθεξῆς. Ἀκολουθεῖτε τὴν πορεία τῆς κακούργου ἀλεποῦς. Εἶστε ἀπὸ παντοῦ περικυκλωμένοι μὲ τὰ δίκτυα τῆς ἀληθείας. Ἀδυνατεῖτε νὰ ἀρνηθῆτε τὸ θαῦμα, δὲν ὑπάρχει ἄλλη διέξοδος. Παρ’ ὅλα αὐτά δὲν ἀμελεῖτε μὲ κάθε τρόπο νὰ περιπλέκετε τὸ πράγμα, ὑφαίνοντας ἱστὸ ἀράχνης μὲ ὅλη σας τὴν τέχνη· ἀνίσχυρη ὅμως καὶ ἀνώφελη εἶναι ἡ ἐπιβουλή σας. Προγονικὴ ἡ ἀρρώστια σας. Ἀπίστων πατέρων ὅμοια τέκνα.

Ἔτσι ἀντιμετώπιζαν κι ἐκεῖνοι τὰ θαύματα τῆς Αἰγύπτου. Σώζονταν ἀπὸ πολέμους παράδοξα καὶ ἀνέλπιστα καὶ ἀπιστοῦσαν σ’ αὐτὸν ποὺ χάριζε τὴν σωτηρία. Τρέφονταν μὲ ὑπερφυσικές τροφὲς καὶ ἦσαν πιὸ ἀχάριστοι κι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ λιμοκτονοῦν. Ὑποδέχονταν τὸ μάννα ποὺ τοὺς ἀποστελλόταν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ποθοῦσαν τὴ δυσωδία τῶν σκόρδων καὶ τῶν κρεμμυδιῶν τῆς Αἰγύπτου. Μὲ στήλη νεφέλης σκεπάζονταν τὴν ἡμέρα γιὰ νὰ μὴ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ τὸ κάψιμο τοῦ ἥλιου καὶ μὲ στήλη φωτεινὴ φωτίζονταν τὴ νύκτα, ἀπολαμβάνοντας ἄλλο, νέο φωστήρα ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σελήνη. Καὶ σὰν νὰ μὴν εἶχαν εὐεργετηθεῖ μὲ καμμιά θεϊκὴ ἐνέργεια, ὅταν ὁ Μωϋσῆς εἶχε ἀνεβεῖ στὸ ὅρος γιὰ νὰ τοῦ δοθεῖ ὁ νόμος καὶ καθυστεροῦσε νὰ ἐπιστρέψει, αὐτοὶ ζητοῦσαν καὶ εὕρισκαν νέους καὶ ἀνύπαρκτους θεούς.

Εἶστε ὄντως κληρονόμοι τῆς ἀχαριστίας τους· καὶ τὸν νόμο δὲν ἀγαπήσατε, καὶ τὴν χάρη μισεῖτε. Σᾶς χρειάζεται ράβδος, φτιαγμένη ὄχι ἀπὸ καρυδιά, γιὰ ἐπιστασία, ἀλλὰ ἀπὸ σίδηρο. Βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἂν καὶ τὸν εἶδε τὸ φῶς, αὐτὸς βρίσκεται στὸ σκοτάδι μέχρι τέτοια ἡλικία. Δὲν ξέρει τί εἶναι ἡ δημιουργία καὶ ὁδηγεῖται ἀπὸ ξένα μάτια. Κάθε μέρα κάθεται μπροστά στὸ ναὸ φανερώνοντας τὴν συμφορά του, γιὰ νὰ προσελκύσει πολλοὺς σὲ ἐλεημοσύνη καὶ ἔχει ὅλη τὴν πόλι μάρτυρα τοῦ πάθους του. Σὲ μιά στιγμὴ τὸν βλέπετε νὰ θεραπεύεται καὶ νὰ βρίσκει το φῶς του, ὄχι μὲ συνδυασμὸ διαφόρων φαρμάκων, οὔτε μὲ χρῆση χειρουργικῶν ἐργαλείων, ἀλλὰ μόνο μὲ λάσπη κι αὐτὴ ἀπὸ φτύμα. Καὶ πῶς δὲν θαμπωνόσαστε, δὲν ἐκφράζετε τήν ἔκπλξή σας, δὲν πέφτετε στὴ γῆ νὰ προσκυνήσετε, ἀπό σεβασμό στὴ θεϊκὴ ἐνέργεια, αὐτὸν πού ἀπὸ τὴ γῆ ἔπλασε τά μάτια;

Ἀντίθετα, σεῖς κινδυνεύετε νὰ διαρραγῆτε ἀπὸ τὸν φθόνο καὶ ζηλεύετε τὸν Θεὸ σὰν ἀντίζηλο, σὰν νά εἴσαστε σεῖς δημιουργοὶ τοῦ Δημιουργοῦ· ζηλεύετε σὰν κοινὸ ἄνθρωπο τὸν Θεάνθρωπο. Διαβάζετε τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅσα γράφθηκαν ἐκεῖ γιὰ νὰ οἰκονομήσουν τὸ λαό, καὶ ὅσα διδάσκουν γιά τούς βασιλεῖς καὶ τήν ἱστορία τους καὶ παραδέχεσθε ὅσα γράφουν γιὰ τὸν καθένα. Ὅτι, για παράδειγμα, τὸν Μωϋσῆ λίγο ἔλειψε νὰ τὸν ἐκλάβουν ὡς Θεὸ καὶ τὸν Ἐλισσαῖο τὸν ὑπερεθαύμαζαν, καθώς καὶ τὸ δάσκαλό του τὸν Ἠλία πολὺ τὸν ἐξυμνοῦσαν· τιμᾶτε ὡς ἀγγέλους ὅλους τούς ἁγίους κάθε γενεᾶς, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ πραγματοποίησαν τὰ μεγάλα καὶ πασίγνωστα θαύματα. Σὲ τίποτε δὲν ἀμφισβητεῖτε τοὺς ἀρχαίους, οὔτε ἀπιστεῖτε στὶς διηγήσεις τῶν πατέρων σας, μολονότι οἱ ἄνθρωποι ἐκ φύσεως δίδουν λιγότερη πίστη στὴν ἀκοή.

Αὐτὸ ὅμως ποὺ συνέβηκε στὶς ἡμέρες σας μὲ τά μάτια ἐκείνου καὶ τὸ εἴδατε μὲ τά δικά σας μάτια, καί μπορεῖτε μὲ τὰ δάκτυλα νὰ τὸ ψηλαφήσετε καὶ νὰ ἀκούσετε μὲ ἀκρίβεια τὴν ἐξιστόρησή του, αὐτὸ μὲ τόση ἀπιστία καὶ ἀχαριστία κακότροπα τὸ ἐπιβουλεύεσθε, καταπατώντας τὶς προφητεῖες καὶ προσπαθώντας νὰ διαψεύσετε τὴν ἐκπλήρωσή τους. Ἀφοῦ ὅσα βλέπουμε τώρα νὰ πραγματοποιοῦνται, εἶχε προφθάσει ὁ Ἠσαΐας νὰ μᾶς τὰ διδάξει λέγοντας: «Ἰδοὺ ὁ Θεὸς ἡμῶν κρίσιν ἀναταποδίδωσι καὶ ἀνταποδώσει, αὐτὸς ἥξει καὶ σώσει ἡμᾶς. τότε ἀνοιχθήσονται ὀφθαλμοὶ τυφλῶν, καὶ ὦτα κωφῶν ἀκούσονται. τότε ἁλεῖται ὡς ἔλαφος ὁ χωλός, τρανὴ δὲ ἔσται γλῶσσα μογιλάλων» (τότε θὰ πηδᾶ σάν ἐλάφι ὁ κουτσὸς καὶ θὰ γίνει τρανὴ ἡ γλώσσα τῶν κωφαλάλων).

Αὐτὰ δὲν εἶναι λόγια τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰωάννη οὔτε κάποιου ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ ὑποπτεύεσθε, ὥστε νὰ ἀπιστήσετε στὴν ἀλήθεια ὑποθέτοντας ὅτι χαρίζονται στὸν Κύριο καὶ κάνουν διαφήμιση. Εἶναι λόγια τῆς δικῆς σας προφητείας ‒ἐὰν βέβαια ἀναγνωρίζετε τοὺς Προφῆτες σας‒ καὶ μάλιστα τὸν μεγαλύτερο ἀπὸ τοὺς Προφῆτες καὶ διδασκάλους τοῦ Νόμου.

«Τῷ δὲ Θεῶ δόξα, κράτος, τιμὴ καί προσκύνηση νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Ἀμὴν.

ΠΗΓΗ