Διδαχὴ τὴν Κυριακή του Ἀντίπασχα γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ
«Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰω. 20, 29)
«ΜΑΚΑΡΙΟΙ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν χωρὶς νὰ μ’ ἔχουν δεῖ». Αὐτὰ τὰ λόγια εἶπε ὁ Κύριος στὸν πιστὸ μαθητή Του, ποὺ ἀρνήθηκε νὰ πιστέψει στὴν ἀνάστασή Του, ὅταν οἱ ἀδελφοί του, οἱ ἀπόστολοι, τοῦ τὴ γνωστοποίησαν. Αὐτὰ τὰ Λόγια εἶπε ὁ Κύριος στὸν μαθητή Του, ποὺ εἶχε δηλώσει ὅτι δὲν θὰ πίστευε στὴν ἀνάστασή Του, ὥσπου νὰ βεβαιωνόταν μὲ τὶς αἰσθήσεις τοῦ γι’ αὐτὸ τὸ τόσο θαυμαστὸ καὶ τόσο σημαντικὸ γιὰ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα γεγονός. «Εἴδαμε τὸν Κύριο μὲ τὰ μάτια μας!» (Ἰω. 20, 25), ἔλεγαν μὲ χαρὰ στὸν ἅγιο Θωμὰ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, στοὺς ὁποίους ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος τὴν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεώς Του, ὅταν βράδιασε. Οἱ μαθητὲς ἦταν συγκεντρωμένοι σ’ ἕνα σπίτι μὲ κλειδωμένες τὶς πόρτες, ἐπειδὴ φοβοῦνταν τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ μόλις εἶχαν διαπράξει τὴ θεοκτονία κι ἔπαιρναν ἤδη μέτρα ἐναντίον τῆς προαναγγελμένης ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ (Βλ. Ἰω. 20, 19). Ὁ Κύριος εἶχε μπεῖ στὸ σπίτι χωρὶς ν’ ἀνοίξει τὶς πόρτες.
Ὁ Θωμάς, λοιπόν, ἀποκρίθηκε στοὺς ἀδελφούς του μὲ ἀμηχανία: «Ἂν δὲν δῶ στὰ χέρια Του τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιά, κι ἂν δὲν βάλω τὸ δάχτυλό μου στὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιά, κι ἂν δὲν βάλω τὸ χέρι μου στὴ λογχισμένη πλευρά Του, δὲν θὰ πιστέψω» (Ἰω. 20, 25). Με τὰ λόγια αὐτὰ δὲν ἐκφράστηκε ἀπιστία, ποὺ εἶναι ἐναντίωση στὸν Θεό. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἐκφράστηκε μιὰ ἄφατη χαρά. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἐκφράστηκε ἡ ἀπορία μιᾶς ψυχῆς μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο ἑνὸς γεγονότος ποὺ ὑπερβαίνει τὴν ἀνθρώπινη νόηση, ἑνὸς γεγονότος ποὺ ἄλλαξε τὴν κατάσταση τῆς ἀνθρωπότητας.
Ὁ πανάγαθος Κύριος δὲν ἄργησε νὰ δώσει στὸν μαθητὴ Τοῦ τὴν ἐπιβεβαίωση ποὺ τόσο ποθοῦσε. Μία ἑβδομάδα μετὰ τὴν πρώτη ἐμφάνισή Του στοὺς ἀποστόλους, ἐμφανίστηκε πάλι σ’ αὐτοὺς ἐκεῖ ποὺ ἦταν συγκεντρωμένοι. Μαζί τους βρισκόταν τώρα κι ὁ Θωμάς. Ξαφνικά, λοιπόν, μολονότι οἱ πόρτες ἦταν κι αὐτὴ τὴ φορὰ κλειδωμένες, εἶδαν τὸν Κύριο νὰ παρουσιάζεται καὶ νὰ στέκεται ἀνάμεσά τους. «Εἰρήνη σ’ ἐσὰς» (Ἰω. 20, 26), τοὺς εἶπε. Ἔπειτα γυρίζει στὸν Θωμὰ καὶ τοῦ λέει: «Φέρε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ δὲς τὰ χέρια μου. Φέρε καὶ τὸ χέρι σου καὶ βάλ’ το στὴν πλευρά μου. Μὴν ἀμφιβάλλεις· πίστεψε!» (Ἰω. 20, 27). Ἔτσι ὁ Κύριος ἔδειξε ὅτι, ὡς «πανταχοῦ παρών», βρισκόταν ἐκεῖ, ἀνάμεσα στοὺς μαθητές Του, καὶ τότε ποὺ ὁ Θωμάς, θεωρώντας Τὸν ἀπόντα, εἶχε ἀμφισβητήσει τὴν ἀνάστασή Του. Ο Θωμὰς ἤθελε νὰ βεβαιωθεῖ γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ τώρα, παίρνοντας μίαν ἀσύγκριτα ἀνώτερη διαβεβαίωση, δὲν χρειάζεται τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς ἀναστάσεως. «Εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου!» (Ἰω. 20, 28), ἀναφωνεῖ. Σὰν νὰ ἔλεγε: “Ἀφοῦ βεβαιώθηκα γιὰ τὴ θεότητά Σου, δὲν ζητῶ νὰ διαπιστώσω τὴν ἀνάστασή Σου. Σ’ Ἐσένα, τὸν παντοδύναμο Θεό, εἶναι ὅλα δυνατά, ἀκόμα κι ἐκεῖνα ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν ἀνθρώπινη ἀντιληψη”.
Ἀπαντώντας στὴν ὁμολογία τοῦ ἀποστόλου, ὁ Κύριος μακάρισε ἐκείνους ποὺ πιστεύουν χωρὶς νὰ Τὸν ἔχουν δεῖ. Μακάρισε κι ἐμᾶς ὁ Κύριος μαζὶ μ’ ὅλους ὅσοι δὲν Τὸν εἶδαν μὲ τὰ σωματικά τους μάτια. Μακάρισε κι ἐμᾶς, ποὺ βρισκόμαστε τόσο μακριά Του χρονικὰ καὶ τοπικά. Μᾶς μακάρισε τότε ποὺ στεκόταν ἀνάμεσα στοὺς ἅγιους ἀποστόλους Του μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ τὴν εἶχε προσλάβει, τὴν εἶχε προσφέρει θυσία γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καί, τελικά, τὴν εἶχε δοξάσει, ἀνασταίνοντας τὴν. Δὲν ξέχασε ὁ Κύριος κι ἐμᾶς, ὅσους βρισκόμαστε ἐδῶ, στὸν Ἱερὸ ναό Του, ἀναπολώντας τὸ γεγονός, ἀπὸ τὸ ὁποῖο μᾶς χωρίζουν δεκαοκτὼ αἰῶνες. Μακάριοι κι ἐμεῖς, ποὺ δὲν Τὸν εἴδαμε, ἀλλὰ πιστεύουμε σ’ Αὐτόν. Μακάριοι ὅσοι ἀπὸ μᾶς πιστεύουν σ’ Αὐτόν.
Ἡ οὐσία βρίσκεται στὴν πίστη. Αὐτὴ φέρνει τὸν ἄνθρωπο κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ τὸν κάνει παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ θὰ παρουσιάσει τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό. Αὐτή, τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς τοῦ πρόσκαιρου τούτου κόσμου καὶ κατὰ τὴν ἀπαρχὴ τῆς αἰώνιας ἡμέρας, θὰ βάλει τὸν ἄνθρωπο στὰ δεξιά του θρόνου τοῦ Θεοῦ, γιὰ ν’ ἀτενίζει αἰώνια τὸν Θεό, γιὰ νὰ εὐφραίνεται αἰώνια μὲ τὸν Θεό, γιὰ νὰ βασιλεύει αἰώνια μαζὶ μὲ τὸν Θεό.
«Μακάριοι ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν χωρὶς νὰ μ’ ἔχουν δεῖ». Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια ο Κύριος συνένωσε τοὺς πιστοὺς ὅλης της γῆς καὶ ὅλων των ἐποχῶν μὲ τοὺς ἀποστόλους. Τὸ ἴδιο εἶχε κάνει, ὅταν προσευχήθηκε στὸν Πατέρα Του, λίγο πρὶν ὁδηγηθεῖ στὰ παθήματα καὶ τὸν θάνατο γιὰ τὴ σωτηρία μας. «Δὲν προσεύχομαι μόνο γι’ αὐτοὺς (δηλαδὴ τοὺς ἀποστόλους)», εἶχε πεῖ τότε, «ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ μὲ τὸ κήρυγμα αὐτῶν θὰ πιστεύουν σ’ ἐμένα» (Ἰω. 17,20). Ἔτσι κι ἐδῶ, λοιπόν, κάνει μετόχους του μακαρισμοῦ τῶν ἀποστόλων ὅλους τους πιστούς, ὅλα τα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. «Μακάρια εἶναι τὰ μάτια σας», εἶχε πεῖ στοὺς μαθητές Του σὲ μίαν ἄλλη περίσταση, «γιατί βλέπουν, καὶ τ’ αὐτιὰ σᾶς γιατί ἀκοῦνε! Σᾶς βεβαιώνω ὅτι πολλοὶ προφῆτες καὶ δίκαιοί» της Παλαιᾶς Διαθήκης «ἐπιθύμησαν νὰ δοῦν καὶ ν’ ἀκούσουν αὐτὰ ποὺ βλέπετε καὶ ἀκοῦτε ἐσεῖς, ἀλλὰ δὲν τὰ εἶδαν καὶ δὲν τὰ ἄκουσαν» (Ματθ. 13, 16-17).
Οἱ μακάριοι αὐτόπτες καὶ ὑπηρέτες τοῦ Λόγου μᾶς παρέδωσαν μὲ ἀκρίβεια ὅ,τι εἶδαν καὶ ἄκουσαν (Βλ. Λουκ. 1,3, Ἃ’ Ἰω. 1, 1-3), ὅταν, ὅπως λέει ἕνας ἀπ’ αὐτούς, «ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, κι ἔστησε τὴ σκηνὴ Τοῦ ἀνάμεσά μας, καὶ εἴδαμε τὴ θεϊκή Του δόξα, τὴ δόξα ποὺ ὁ μονογενὴς (Υἱὸς) ἔχει ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ ἦρθε γεμάτος θεία χάρη καὶ ἀλήθεια γιὰ μᾶς» (Ἰω. 1, 14). Ἡ σαφὴς ἀφήγηση τῶν ἀποστόλων μᾶς κάνει νοεροὺς θεατὲς τῶν γεγονότων, τῶν ὁποίων ἐκεῖνοι ὑπῆρξαν αὐτόπτες.
Μέσω τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας βρισκόμαστε σὲ διαρκῆ κοινωνία μὲ τὸν Κύριο. Ἡ ζωντανὴ πίστη κάνει τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἀόρατος μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος, ὁρατὸ μὲ τὸ μάτι τῆς ψυχῆς, τὸν νοὺ (Πρβλ. Ἑβρ. 11, 27). Μυστικά μᾶς ἀποκαλύπτει τὸν Κύριο ἡ ζωὴ ἡ σύμφωνη μὲ τὶς ἐντολές Του. Όταν οἱ “μαθητές” τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ οἱ ἰδέες ποὺ ἔχει προσλάβει ὁ νοῦς ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, συγκεντρωθοῦν στὸ “ὑπερῶο”, δηλαδὴ στὴν καρδιὰ καὶ κλειδώσουν τὶς πόρτες της γιὰ νὰ μὴν εἰσχωρήσουν ἐκεῖ οἱ “Ἰουδαίοι”, δηλαδὴ οἱ λογισμοὶ ποὺ ἐναντιώνονται στὸν Κύριο καὶ τὴν πανάγια διδασκαλία Του, τότε Ἐκεῖνος ἐμφανίζεται πνευματικὰ ἐκεῖ, στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο.
Ἐφόσον ἐξομοιωνόμαστε μὲ τοὺς ἁγίους ἀποστόλους, τολμοῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε πως είμαστε πιὸ μακάριοι ἀπὸ τοὺς δικαίους της Παλαιᾶς Διαθήκης. Εκείνοι πίστευαν σὲ Λυτρωτὴ ποὺ θὰ ἐρχόταν ἐμεῖς πιστεύουμε στὸν Λυτρωτὴ ποὺ ἦρθε καὶ πραγματοποίησε τὴ λύτρωση. Σ’ ἐκείνους εἶχε δοθεῖ ἡ ὑπόσχεση τῶν δωρεῶν τῆς χάριτος· σ’ ἐμᾶς ἔχουν δοθεῖ ἄφθονες οἱ ἴδιες οἱ δωρεές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὠφελούμαστε ἀνάλογα μὲ τὴν προαίρεσή μας. Ὁ Δωρητὴς εἶναι ἀπείρως πλούσιος καὶ ἀπείρως ἐλεήμων. Αν αἰσθανόμαστε ἔλλειψη τῶν δωρεῶν Του, ὑπαίτιοι γι’ αὐτὸ εἴμαστε ἐμεῖς, μόνο ἐμεῖς. Δεν τὶς αἰσθανόμαστε, ἐπειδή εχουμε ἀδύναμη πίστη, ἢ μᾶλλον -θὰ τὸ πῶ ἀπροκάλυπτα— ἐπειδή δεν ἔχουμε πίστη.
Γιατί δὲν ἔχουμε πίστη; Ἐπειδὴ δὲν καταβάλαμε, δὲν θελήσαμε νὰ καταβάλουμε κανέναν κόπο γιὰ νὰ διδαχθοῦμε τὸν Χριστιανισμό, ὥστε ν’ ἀποκτήσουμε τὴν πίστη ἀπὸ τὴν ἀκρόαση τοῦ κηρύγματος (Βλ. Ρωμ. 10, 17) καὶ τὴν πίστη ἀπὸ τὴν ἐκτέλεση τῶν ἔργων τῆς ἀρετῆς (Βλ. Ἰω. 2, 18). Η πίστη ἀπὸ τὴν ἀκρόαση τοῦ κηρύγματος παρέχει τὴ θεωρητικὴ γνώση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐνῶ ἡ πίστη ἀπὸ τὰ ἔργα παρέχει τὴν πρακτικὴ γνώση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ο χριστιανὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ μὲ εἰλικρίνεια νὰ γνωρίσει βαθύτερα τὸν Θεό, ὁδηγεῖται ἀπ’ αὐτὲς τὶς δύο γνώσεις, ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, στὴ μυστικὴ καὶ οὐσιαστικὴ γνώση, τὴν πνευματική. Ἡ πνευματικὴ γνώση εἶναι πάντα συνυφασμένη μὲ τὴ ζωὴ τῆς πίστεως. «Ἐκεῖνος ποὺ κατέχει τὶς ἐντολές μου καὶ τὶς ἐκτελεῖ», εἶπε ὁ Κύριος, «αὐτὸς μὲ ἀγαπᾶ· κι αὐτὸς ποὺ μὲ ἀγαπᾶ, θ’ ἀγαπηθεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, κι ἐγὼ θὰ τὸν ἀγαπήσω καὶ θὰ τοῦ φανερώσω τὸν ἑαυτό μου» (Ἰω. 14, 21).
Τον Χριστιανισμό μπορουμε νὰ τὸν παρομοιάσουμε μ’ ἕνα θαυμάσιο καὶ μεγαλο λιμάνι, στὸ ὁποῖο μποροῦν ἐλεύθερα νὰ πιάσουν πλοῖα ὅλων των τύπων καὶ ὅλων των μεγεθῶν. Σ’ αὐτὸ τὸ λιμάνι βρίσκουν καταφύγιο καὶ μιὰ ταπεινὴ ψαρόβαρκα κι ἕνα τεράστιο φορτηγὸ πλοῖο γεμάτο ἐμπορεύματα κι ἕνα γιγάντιο θωρηκτὸ ὁπλισμένο μὲ πολυάριθμα μέσα καταστροφῆς καὶ μιὰ πολυτελὴς βασιλικὴ θαλαμηγὸς προορισμένη γιὰ ταξίδια ἀναψυχῆς. Ο Χριστιανισμὸς δέχεται τὸν ἄνθρωπο σὲ ὁποιαδήποτε ἡλικία καὶ σὲ ὁποιαδήποτε κατάσταση, μὲ ὁποιαδήποτε μόρφωση καὶ μὲ ὁποιεσδήποτε ἱκανότητες· τὸν δέχεται καὶ τὸν σώζει. «Ἂν ὁμολογήσεις μὲ τὸ στόμα σου πὼς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Κύριος καὶ πιστέψεις μὲ τὴν καρδιά σου…, θὰ βρεῖς τὴ σωτηρία. Πραγματικά, ὅποιος πιστεύει μὲ τὴν καρδιά του, ὁδηγεῖται στὴ δικαίωση, καὶ ὅποιος ὁμολογεῖ μὲ τὸ στόμα, ὁδηγεῖται στὴ σωτηρία» (Ρωμ. 10, 9-10). Όποιος δεχθεῖ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἐνταχθεῖ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία —γιατί μόνο σ’ αὐτὴν διαφυλάσσεται ὁ ἀληθινὸς Χριστιανισμός—, θὰ σωθεῖ.
Σὲ κάθε ἐξαγορὰ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία εἶναι τὸ τίμημά της. Τὸ τίμημα, μὲ τὸ ὁποῖο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λυτρώνονται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτὸ τὸ τίμημα καταβάλλεται χωρὶς διακρίσεις καὶ χωρὶς μεροληψίες γιὰ ὅλους ὅσοι θέλουν νὰ λυτρωθοῦν, γιὰ ὅλους ὅσοι πιστεύουν στὴν ἀξία τῆς λυτρώσεως καὶ τὴν ὁμολογοῦν. Ἡ ὁμολογία τῆς ἀξίας τῆς λυτρώσεως εἶναι συγχρόνως ἀπόρριψη κάθε δικῆς μας ἀξίας. Τὸ τίμημα τῆς λυτρώσεως καταβάλλεται μὲ τὴν προϋπόθεση τῆς αὐταπαρνήσεως.
Ἕνας ἁπλοϊκὸς ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει καμιὰ κοσμικὴ παιδεία, σώζεται διὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ ὅπως ἕνας μορφωμένος καὶ σοφός. Ὁ Χριστιανισμός, ὡς δωρεὰ τοῦ ὑπερτέλειου Θεοῦ, τοὺς ἱκανοποιεῖ ὅλους πλήρως. Ὁ ἁπλοϊκὸς καὶ ἀπαίδευτος ἄνθρωπος ποὺ θὰ πιστέψει μὲ εἰλικρίνεια, ἀναπληρώνει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὴν ἀπαιδευσία του, ἐνῶ ὁ σοφὸς ποὺ θὰ ἔρθει στὸν Χριστιανισμὸ χωρὶς ἔπαρση καὶ νομικιστικὸ πνεῦμα, θὰ βρεῖ σ’ αὐτὸν ἀπύθμενο βάθος καὶ ἄφθαρτο ὕψος σοφίας.
Στὸν Χριστιανισμὸ ὑπάρχουν ἡ ἀληθινὴ θεολογία καὶ ἡ γνήσια ψυχολογία. Μόνο ὁ χριστιανὸς μπορεῖ ν’ ἀποκτήσει τὴν ὀρθὴ γνώση γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα, γιὰ τὸν ἀόρατο στὰ σωματικὰ μάτια κόσμο. Μὲ τὸν φωτισμὸ ποὺ παρέχει ὁ Χριστιανισμός, ὁ ἄνθρωπος κατανοεῖ τὴ θέση τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν κοσμικὴ σοφία: «Ὅ,τι ὁ κόσμος αὐτὸς θεωρεῖ σοφία, εἶναι μωρία στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ… Ξέρει ὁ Κύριος πὼς οἱ σκέψεις τῶν σοφῶν τίποτα δὲν ἀξίζουν» (Ἃ’ Κορ. 3, 19-20). Αὐτές οι σκέψεις, ποὺ ἀναφέρονται μόνο στὰ πρόσκαιρα καὶ μάταια, ὁδηγοῦν στὴν κενοδοξία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, στὴν αὐταπάτη καὶ τὴν πλάνη, στὴν ἀπορρόφηση ἀπὸ τὶς ἐγκόσμιες μέριμνες, στὴν ἁμαρτωλὴ ζωή, στὴ λήθη καὶ τὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς αἰωνιότητας. Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἔχει καταυγαστεῖ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἀποτολμᾶ ν’ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν ἐξέταση πνευματικῶν θεμάτων, τότε πλανιέται σαν σὲ ἀπέραντη καὶ σκοτεινὴ ἔρημο. Έτσι, ἀποκομίζει, ἀντὶ γιὰ ἀληθινὲς γνώσεις, τὶς ὁποῖες δὲν ἔχει καμιὰ δυνατότητα ν’ ἀποκτήσει, ἰδεολογήματα καὶ φαντασιοκοπήματα. Αὐτὰ τὰ ντύνει μ’ ἕναν πολύπλοκο καὶ δυσνόητο λόγο, μὲ τὸν ὁποῖο ξεγελᾶ καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ἄλλους, ἀναγνωρίζοντας σοφία ἐκεῖ ὅπου, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, πρέπει ν’ ἀναγνωρίσει κανεὶς παράνοια.
Περίεργη εἶναι ἡ τυφλότητα καὶ ἀκατανόητη ἡ σκληρότητα τῶν συγχρόνων του Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ἄκουγαν τὴν πανάγια διδασκαλία Του καὶ ἔβλεπαν τὰ ἐκπληκτικὰ θαύματά Του, δὲν πίστευαν σ’ Αὐτόν. Επτά αἰῶνες πρίν, ἀνεβασμένος, θαρρεῖς, στὴν κορυφὴ ἑνὸς μακρινοῦ βουνοῦ καὶ κατάπληκτος ἀπὸ τὴ θέα τῆς ἀνθρώπινης ἀναισθησίας, ὁ προφήτης Ἠσαΐας κραύγαζε στὸ πολυάριθμο πλῆθος τῶν ζωντανῶν νεκρῶν: «Θ’ ἀκούσετε μὲ τ’ αὐτιά, μὰ δὲν θὰ καταλάβετε· θὰ δεῖτε μὲ τὰ μάτια, μὰ δὲν θ’ ἀντιληφθεῖτε» (Ἡσ.6, 9).
Τὸ ἴδιο περίεργη εἶναι καὶ ἡ σημερινὴ ἀπιστία πολλῶν ἀνθρώπων στὸν Χριστιανισμό, ποὺ λάμπει μὲ τὶς ἀκτίνες τῆς ὁλοκάθαρης ἀλήθειάς του. Ἀλλὰ ἡ Γραφὴ αἰτιολογεῖ τὴν ἀπιστία τους: «Γιατί ἔγινε ἀναίσθητη ἡ καρδιὰ αὐτοῦ του λαοῦ» (Ἡσ. 6, 10), ἔγινε σκληρὴ ἀπὸ τὴ σαρκικὴ ζωή, ἔγινε τυφλὴ καὶ κουφή, ἔγινε νεκρὴ γιὰ καθετὶ τὸ πνευματικό, τὸ αἰώνιο, τὸ θεῖο.
Ἡ ὀρθὴ σπουδὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ δείχνει μὲ σαφήνεια καὶ κατηγορηματικότητα τὴν ἀλήθειά του. Ἡ ὀρθὴ σπουδὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ ἑδραιώνει στὴν ψυχὴ τὴν πεποίθηση γιὰ τὴν ὕπαρξη ὅλων των ἀοράτων ποὺ κηρύσσονται ἀπ’ αὐτόν, πεποίθηση πολὺ ἰσχυρότερη ἀπὸ τὴ γνώση τῆς ὑπάρξεως τῶν ὁρατῶν, ποὺ παρέχεται ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις. Ἡ ἀξιοπιστία καὶ ἡ δύναμη αὐτῆς τῆς πεποιθήσεως ἀποδεικνύονται ἀπὸ τὸ ὅτι ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἄφησαν τὰ ὁρατὰ γιὰ ν’ ἀποκτήσουν τὰ ἀόρατα, περιφρονώντας τὰ βασανιστήρια, μὲ τὰ ὁποῖα ἡ ἄλογη κακότητα προσπαθοῦσε νὰ τοὺς κερδίσει, καὶ ἐπισφραγίζοντας τὴν πίστη τους μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου.
Ἀκόμα καὶ μιὰ ἐπιφανειακὴ ματιὰ στὴν ἐμφάνιση, τὴ στερέωση καὶ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ μᾶς προκαλεῖ ἔκπληξη, ἀλλὰ καὶ μᾶς πείθει ὅτι αὐτὸς δὲν προέρχεται ἀπὸ ἀνθρώπους· προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ο Κύριος, προσλαμβάνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση, εὐδόκησε νὰ φανερωθεῖ στὴ γῆ ὄχι ἔνδοξος, λαμπρὸς καὶ μεγαλειώδης, ἀλλὰ ἄδοξος, ἀσήμαντος καὶ ταπεινός. Ὡς ἄνθρωπος προερχόταν ἀπὸ βασιλικὴ γενιὰ (βλ. Ματθ. 1, 1-17. Ἀποκ. 22, 16). Ἀλλὰ ἡ γενιὰ αὐτὴ εἶχε ἀπὸ καιρὸ ξεπέσει. Χάνοντας τὸν βασιλικὸ θρόνο καὶ τὴν ἡγεμονικὴ ἀξία, εἶχε μετοικήσει ἀπὸ τὰ μεγαλόπρεπα ἀνάκτορα σὲ φτωχικὲς καλύβες καὶ εἶχε ἐξομοιωθεῖ μὲ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ, ποὺ κέρδιζαν τὸ ψωμί τους μὲ τὸν κόπο τῶν χεριῶν τους. Μὴν ἔχοντας πάρει τίποτε ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη δόξα καὶ δύναμη, ὁ Θεάνθρωπος δεν πῆρε τίποτε καὶ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη σοφία. Δὲν εἶχε σπουδάσει (Βλ. Ἰω. 7, 15). Ὅταν ἄρχισε νὰ κηρύσσει, σὲ ἡλικία τριάντα χρονῶν, διάλεξε δώδεκα μαθητὲς ἀπὸ τὴν τάξη στὴν ὁποία ἀνῆκε καὶ ὁ Ἴδιος (Βλ. Μάρκ. 3, 13-19). Οἱ μαθητές, μὲ τὰ κριτήρια τῆς πεσμένης φύσεως, ἦταν ἐπίσης «ἀγράμματοι καὶ ἁπλοϊκοὶ» (Πράξ. 4, 13). Τέτοια, λοιπόν, ἦταν τὰ πρόσωπα ποὺ θὰ γίνονταν οἱ θεμελιωτὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Τί παραγγέλλει καὶ τί προαναγγέλλει αὐτὸς ὁ ἄσημος Διδάσκαλος σ’ αὐτοὺς τοὺς ἄσημους μαθητές Του; Τοὺς παραγγέλνει νὰ Τὸν ἀναγνωρίσουν ὡς τὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, νὰ τὸ κηρύξουν αὐτὸ σ’ ὅλον τὸν κόσμο καὶ νὰ ὁδηγήσουν ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα στὴν ὑπηρεσία καὶ τὴν προσκύνησή Του, καταλύοντας τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Τους παραγγέλλει ν’ ἀπαρνηθοῦν τὶς ἐπίγειες ἀπολαύσεις, ν’ ἀπαρνηθοῦν τὸν ἴδιο τους τὸν ἑαυτὸ γιὰ τὴν πίστη σ’ Αὐτὸν καὶ τὴν ἕνωση μ’ Αὐτόν. Προαναγγέλλει ὅτι ὁ Ἴδιος θὰ καταδικαστεῖ στὸν ἀτιμωτικὸ σταυρικὸ θάνατο τῶν κακούργων καὶ τότε θὰ τοὺς ἑλκύσει ὅλους κοντά Του. Τοὺς προειδοποιεῖ ὅτι θὰ μισηθοῦν, θὰ καταδιωχθοῦν, θὰ θανατωθοῦν, ἀλλὰ καὶ ὅτι μὲ τὴ διδαχή τους θὰ σαγηνεύσουν τὴν ἀνθρωπότητα. Σταλμένοι «σὰν πρόβατα ἀνάμεσα στοὺς λύκους» (Ματθ. 10, 16), αὐτοί, τὰ πρόβατα, θὰ καταβάλουν τοὺς λύκους, τοὺς ἰσχυροὺς καὶ τοὺς σοφούς της γῆς.
Σύμφωνα μὲ τὴ λογική του κόσμου, ὁ Χριστιανισμὸς δὲν μποροῦσε νὰ ἐπιβιώσει. Η πρόθεση τοῦ Θεμελιωτῆ τοῦ ἦταν ἕνα οὐτοπικὸ ὄνειρο τῆς φαντασίας καὶ τῆς φιλοδοξίας Του. Τὰ μέσα γιὰ τὴν πραγματοποίησή του ἦταν ἀσήμαντα, παράδοξα, ἀστεία. Τὸ ὅλο ἐγχείρημα φαινόταν ἐξαρχῆς παράλογο, ἐπιπόλαιο, καταδικασμένο σὲ ἀποτυχία. Τρία μόνο χρόνια δίδαξε ὁ Διδάσκαλος τοὺς μαθητές Του. Δὲν φρόντισε οὔτε λίγα γράμματα νὰ τοὺς μάθει, ὥστε νὰ διαβάζουν τουλάχιστον τὴ Γραφή, οὔτε τὴ συντήρησή τους νὰ ἐξασφαλίσει. Ἀπεναντίας, μάλιστα, τοὺς ἔδωσε την εντολὴ τῆς ἀκτημοσύνης (Βλ. Ματθ. 10, 9-10) καὶ τοὺς ὑποσχέθηκε πὼς ἡ θεία πρόνοια θὰ τοὺς ἔδινε ὅλα ὅσα χρειάζονταν γιὰ τὴν πρόσκαιρη ἐπίγεια ζωὴ (Βλ. Ματθ. 6, 25-34).
Ἀνεξήγητη, λοιπόν, ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἵδρυση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Εξίσου ἀνεξήγητα, ὅμως, εἶναι καὶ τὰ γεγονότα ποὺ ἀκολούθησαν τὴν ἵδρυσή του τόσο στὰ Ἱεροσόλυμα ὅσο, στὴ συνέχεια, καὶ σ’ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη.
Ὁ Θεάνθρωπος καρφώθηκε στὸν Σταυρό. Ἡ καταδίκη σὲ σταυρικὸ θάνατο ἦταν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὅ,τι εἶναι σήμερα ἡ καταδίκη σὲ ἀπαγχονισμό. Στὸ ἰκρίωμα ἀνεβάζουν τοὺς ποινικοὺς ἐγκληματίες ποὺ θέλουν νὰ τοὺς ἀτιμάσουν ἀκόμα καὶ μὲ τὸν τρόπο τῆς ἐκτελέσεώς τους. Καρφωμένος, λοιπόν, στὸν Σταυρό, γυμνὸς καὶ ἐξευτελισμένος, ὁ Θεάνθρωπος ἄρχισε ἤδη νὰ κατακτᾶ τὴν ἀνθρωπότητα, ὅπως τὸ εἶχε προαναγγείλει: «Ὅταν ἐγὼ θὰ ὑψωθῶ ἀπὸ τὴ γῆ, ὅλους τους ἀνθρώπους θὰ τοὺς τραβήξω κοντά μου» (Ἰω. 12, 32). Στὸν Σταυρὸ ἦταν ἀκόμα, καὶ ὁ σταυρωμένος σὰν κι Αὐτὸν ληστὴς Τὸν ὁμολόγησε Κύριο (Βλ. Λουκ. 23, 42). Στὸν Σταυρὸ ἦταν ἀκόμα, καὶ ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος, ποὺ Τὸν φρουροῦσε, Τὸν ὁμολόγησε Υἱὸ τοῦ Θεοῦ (Βλ. Μάρκ. 15, 39).
Δέκα μέρες μετὰ τὴν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου στὸν οὐρανό, ἦρθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς φώτισε (Βλ. Πράξ. 2, 1 κ.ε.), δίνοντάς τους σοφία καὶ ἱκανότητες θαυμαστές: Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μιλοῦσαν σωστὰ οὔτε στὴ δική τους γλώσσα, ὄντας ἀγράμματοι, ἄρχισαν τώρα νὰ μιλοῦν ἄπταιστα σὲ διάφορες γλῶσσες, ἄρχισαν νὰ ἑρμηνεύουν ὀρθὰ τὶς Γραφὲς ποὺ ποτὲ δὲν τὶς εἶχαν διαβάσει, ἄρχισαν νὰ ἐπιτελοῦν ἐξαίσια θαύματα. Τὰ μέλη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου, ποὺ τὸ ἀποτελοῦσαν ἱερεῖς, γραμματεῖς, πρεσβύτεροι καὶ ἄλλοι ἐπιφανεῖς Ἰουδαῖοι, ἄνθρωποι μορφωμένοι καὶ σεβαστοί, ἐπειδὴ θορυβήθηκαν ἀπ’ ὅλα αὐτά, κάλεσαν τοὺς ἁπλοϊκούς, ὅπως τοὺς θεωροῦσαν, ἀποστόλους καὶ τοὺς ἀνέκριναν, γιὰ νὰ πάρουν ἀπαντήσεις ἀποστομωτικὲς καὶ ν’ ἀκούσουν κήρυγμα πρωτάκουστο. Μὴ βρίσκοντας λόγια ν’ ἀντιπαραθέσουν στὴν ἀλήθεια, κατέφυγαν σὲ ἀπειλὲς (Βλ. Πράξ. 4, 17, 21) καὶ ξυλοδαρμοὺς (Βλ. Πράξ. 5, 40), σὲ φυλακίσεις (Βλ. Πράξ. 12, 1-3) καὶ λιθοβολισμοὺς (Βλ. Πράξ. 7, 54-60), δείχνοντας ἔτσι τὴν ἀδυναμία τους καὶ τὴ δύναμη τῶν ἀντιπάλων τους.
Μετὰ τὸ Συνέδριο καὶ ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης ἄρχισε νὰ κατατρέχει τοὺς ἀποστόλους, ἀποκεφαλίζοντας μάλιστα ἕναν ἀπ’ αὐτοὺς (Βλ. Πράξ. 12, 1-3). Ὁ διωγμὸς ποὺ ξέσπασε στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀνάγκασε πολλοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ νὰ φύγουν (Βλ. Πράξ. 11, 19). Διασκορπίστηκαν στὴν οἰκουμένη κι ἔριξαν παντοῦ τους σπόρους τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοὺς ὁποίους πότισαν μὲ τὸ ἴδιο τους τὸ αἷμα.
Μέσα σὲ εἴκοσι χρόνια ὁ Χριστιανισμὸς εἶχε ἀγκαλιάσει ὅλον τὸν γνωστὸ τότε κόσμο. Μέσα σὲ πενήντα χρόνια οἱ χριστιανοὶ εἶχαν αὐξηθεῖ τόσο, πού, στὸν καιρὸ τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ (98-117), βρέθηκε στὴν Ἀνατολὴ ἕνα στρατιωτικὸ σῶμα τοῦ ὁποίου καὶ οἱ ἕντεκα χιλιάδες ἄνδρες ἦταν χριστιανοί. Ὁ αὐτοκράτορας πρόσταξε πρῶτα νὰ ἐξοριστοῦν στὴν Ἀρμενία καὶ μετὰ νὰ θανατωθοῦν. Δέκα χιλιάδες σταυρώθηκαν σ’ ἕναν ἐρημικὸ τόπο, κοντὰ στὸ βουνὸ Ἀραράτ. Οἱ ὑπόλοιποι χίλιοι ἐκτελέστηκαν μὲ διάφορους ἄλλους τρόπους. Ὁ Ρωμύλος, χριστιανὸς ἀξιωματοῦχος τοῦ παλατιοῦ, ποὺ διαμαρτυρήθηκε γιὰ τὴν ἀπάνθρωπη ἀλλὰ καὶ ἄκριτη αὐτὴ ἐξολόθρευση ὁλόκληρου στρατεύματος, ἀφοῦ, μὲ ἐντολὴ τοῦ Τραϊανοῦ, ξυλοκοπήθηκε ἄγρια, ἀποκεφαλίστηκε.
Τὸν Τραϊανὸ μιμήθηκαν κι ἄλλοι Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες, κυρίαρχοι τότε τῆς οἰκουμένης, οἱ ὁποῖοι ἔτρεφαν ἄσβεστο μίσος ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Οὔτε οἱ Κέλτες καὶ οἱ Μαρκομάνοι, οὔτε ὁ Ἀττίλας καὶ ὁ Γκιζέριχος ἐξόντωσαν τόσα πλήθη στὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ὅσα οἱ διῶκτες τῶν χριστιανῶν αὐτοκράτορες.
Τρεῖς αἰῶνες κράτησε ὁ αἱματηρὸς ἀγώνας ἀνάμεσα στοὺς λύκους καὶ τὰ πρόβατα. Οἱ λύκοι χρησιμοποιοῦσαν τὸ σπαθί, τὴ φωτιά, τὰ θηρία, τὶς σκοτεινὲς φυλακές, ὅλα τα μέσα βασανιστηρίων καὶ φόνων. Τα πρόβατα ἀγωνίζονταν μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστεως, τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὑπομένοντας ὡς τὸ τέλος τὶς πιὸ φρικτὲς κακοποιήσεις καὶ πεθαίνοντας γενναία γιὰ τὸν Κύριο. Μὲ νίκη τοὺς ἔληξε αὐτὸς ὁ παράδοξος πόλεμος τῶν τριῶν αἰώνων.
Στὴν ἀρχὴ τοῦ τέταρτου αἰώνα ἡ χριστιανικὴ πίστη εἶχε κυριαρχήσει στὸν κόσμο. Μπροστὰ στὴ διδαχὴ τῶν ἀγράμματων ψαράδων ὑποκλίθηκαν τόσο οἱ ἰσχυροὶ ὅσο καὶ οἱ σοφοί της γῆς, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ λαοί της. Ὁ σταυρός, ὄργανο ὡς τότε ἀτιμωτικῆς τιμωρίας καὶ φρικτοῦ θανάτου, ἔγινε σημεῖο μέγιστης τιμῆς: Στολίζει τὰ κεφάλια καὶ τὰ στήθη βασιλέων καὶ ἀρχιερέων, ὑψώνεται στοὺς ναοὺς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ το σημάδι κάθε ἀληθινοῦ χριστιανοῦ, τὸ σημάδι τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδας, τῆς ἀγάπης του. Ποιος δὲν βλέπει τὸ θεῖο θέλημα, τὴ θεία δύναμη καὶ τὴ θεία ἐνέργεια, ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες, πίσω ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση καὶ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ; Πραγματοποιήθηκε κάτι τὸ ὑπερφυσικό, πραγματοποιήθηκε ἕνα ἔργο θεϊκό.
Αὐτὰ τὰ συμπεράσματα βγάζουμε μὲ μιὰ γρήγορη ματιὰ στὴν ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ λεπτομερὴς σπουδὴ τοῦ διαμορφώνει μέσα μας πιὸ σαφῆ πεποίθηση γιὰ τη θεϊκὴ τοῦ προέλευση. Αὐτὴ ἡ πεποίθηση, πάντως, ὁλοκληρώνεται καὶ ἑδραιώνεται στὴν ψυχή μας, ὅταν ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές, καθὼς βεβαιώνει καὶ ὁ προφήτης: «Ἀπὸ τὶς ἐντολές Σου κατάλαβα…» (Ψάλμ. 118, 104). Ἡ πεποίθηση ποὺ γεννιέται καὶ ἐνεργεῖ ἄμεσα στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ κάθε ἐξωτερικὸ πειστήριο. Οι εὐαγγελικὲς ἐντολὲς εἰρηνεύουν, ζωογονοῦν, ἐνισχύουν τὴν ψυχή. Ὅποιος αἰσθάνθηκε τὴν ἐνέργειά τους, ἀπέκτησε ζωντανὴ πίστη στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, πίστη ποὺ ἐκδηλώνεται μπροστά Του μὲ τὴν ξεκάθαρη καὶ ἀποφασιστικὴ ὁμολογία: «Ἐσὺ κατέχεις τὰ λόγια ποὺ ὁδηγοῦν στὴν αἰώνια ζωή. Κι ἐμεῖς ἔχουμε πιστέψει κι ἔχουμε καταλάβει πὼς Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 6, 68-69).
«Φέρε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ», λέει ὁ Σωτήρας στὸν μαθητὴ μὲ την ασταθῆ πίστη, στὸν μαθητὴ ποὺ στεκόταν ἄφωνος ἀπὸ τὴν ἀμηχανία μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο των ἔργων τοῦ Θεοῦ. «Φέρε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ… Φέρε καὶ τὸ χέρι σου… Μὴν ἀμφιβάλλεις- πίστεψε!» (Ἰω. 20, 27). «Ψηλαφῆστε μὲ καὶ δεῖτε» (Λουκ. 24, 39). Ψηλαφῆστε μέ, ἐφαρμόζοντας τὶς ἐντολές μου. Ψηλαφήστε μέ, ζωντας σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά μου. Ψηλαφῆστε μὲ ἔτσι, καὶ θὰ δεῖτε ἐμένα, τὸν Ἀόρατο· θὰ μὲ δεῖτε μὲ τὴν πνευματική σας αἴσθηση. Ὅποιος μὲ ψηλαφήσει μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ βεβαιωθεῖ γιὰ τὴ θεότητα μοὺ καὶ γεμάτος ἐνθουσιασμὸ θὰ ἀναφωνήσει μαζὶ μὲ τὸν ἀγαπημένο μου ἀπόστολο: «Εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου!» (Ἰω. 20, 28). Ἀμήν.
(Πηγή: “Ἀσκητικὲς ὁμιλίες Α’” Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ, ἐπισκόπου Καυκάσου καὶ Μαύρης Θάλασσας, Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς)
Ἀπο impantokratoros Πηγὴ
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!