ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἐξαίρετες γυναικεῖες ἀσκητικὲς μορφὲς εἶναι καὶ τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Κάθε χριστιανὸς ποὺ θὰ διαβάσει τὴ ζωή της θὰ ἀντλήσει πολὺ ὠφέλιμα διδάγματα. Ἐπὶ 17 χρόνια ζοῦσε ἄσωτα μέσα στὴν ἀκολασία καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἀπὸ μικρὴ παρασύρθηκε ἀπὸ τὸ κακό τῆς ἁμαρτίας καὶ παρέσυρε κι᾿ ἄλλους σ᾿ αὐτή. Στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ θεϊκὴν ἐπέμβαση ἀλλάζει σκέψεις καὶ παίρνει νέες ἀποφάσεις ποὺ τὶς ἐκτελεῖ. Ἀποβάλλει τὸν παλαιὸν ἄνθρωπο καὶ φορᾶ τὸν καινούργιο. Ἡ ἁμαρτία τῆς δημιούργησε πολλὰ ψυχικὰ τραύματα κι ἔτσι ἔφυγε στὴν ἔρημο γιὰ νὰ κλείσει καὶ νὰ ἀποβάλλει τὶς κακίες τῶν πράξεων καὶ νὰ ἐξαφανίσει τὸ ρύπο ποὺ τῆς προκάλεσε ἡ ἀκολασία.
Μετανόησε, ἔκλαψε, πόνεσε, νήστεψε καὶ προσευχήθηκε. Μεγάλοι οἱ ἀγῶνες της καὶ σκληρὴ ἡ πάλη ἐναντίον τῶν παθῶν της. Πολλὲς οἱ δυσκολίες, οἱ ταλαιπωρίες της μέσα στὴν ἔρημα, μὰ τὶς ἀντιμετώπισε ὅλες μὲ ἡρωισμό. Τοὺς πολλοὺς πειρασμοὺς τοὺς ἐξουδετέρωσε μὲ αὐτοθυσία. Καὶ ὁ Κύριος ἄκουσε τοὺς στεναγμοὺς καὶ τὰ δάκρυά της, καὶ δέχτηκε τὴ μετάνοιά της κι ἔγινε ἡ ὁσία Μαρία ποὺ πρεσβεύει γιὰ τὴ δική μας σωτηρία. Κι᾿ ἐσύ, χριστιανέ μου, πρέπει νὰ γνωρίζεις ὅτι τὸ φάρμακο τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ μετάνοια, ποὺ εἶναι καὶ τὸ ποιὸ φοβερὸ ὅπλο ἐναντίον τοῦ διαβόλου, ποὺ στὴ ταραγμένη ἐποχή μας στήνει τὶς παγίδες του καὶ φωλιάζει παντοῦ. Ὅταν λοιπὸν ἁμαρτήσεις, ὅπως λέει ὁ Δαβίδ, «λέγε τὰς ἁμαρτίας σου πρῶτος διὰ νὰ δικαιωθῇς». Καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι μὲ τὸ φάρμακο τῆς μετάνοιας θὰ χυθεῖ ἄφθονα στὴ ψυχή σου ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.
Ο ΑΒΒΑΣ ΖΩΣΙΜΑΣ
Στὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης ἦταν κάποιος ἱερομόναχος, ποὺ λεγόταν Ζωσιμᾶς, ποὺ ἀπὸ μικρὸς ἀνατράφηκε σύμφωνα πρὸς τὰ μοναχικὰ ἔθιμα καὶ ζοῦσε πολὺ ἐνάρετη ζωή. (Ἂς μὴ νομίσει κανένας ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ Ζωσιμᾶ ἐκεῖνο, ποὺ χαρακτηρίσθηκε ἑτερόδοξος, γιατὶ εἶναι ἄλλος αὐτός, καὶ ὑπάρχει τεράστια διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἔχουν καὶ οἱ δύο τὸ ἴδιο ὄνομα). Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Ζωσιμᾶς, ὁ ὀρθόδοξος, ἀρχικὰ ἐμόνασε σὲ κάποιο μοναστήρι τῆς Παλαιστίνης, ὅπου ἐφαρμόζοντας κάθε εἶδος ἄσκησης πέτυχε ν᾿ ἀποκτήσει ἐγκράτεια σ᾿ ὅλα. Ἀπὸ τὴ μιὰ φύλασσε κάθε κανόνα ποὺ τοῦ παρέδιναν οἱ πνευματικοὶ προπονητές του στὴν αὐτοῦ τοῦ εἴδους παλαίστρα, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἴδιος ἐπενόησε πολλὰ ἀπὸ τὴ δική του πείρα στὴ προσπάθειά του νὰ ὑποτάξει τὴ σάρκα στὸ πνεῦμα. Πράγματι, δὲν ἀπότυχε σ᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ποὺ ἔβαλε, ἡ δὲ φήμη του ἔγινε παντοῦ γνωστή, ὥστε πολλοὶ μοναχοί, τόσο ἀπὸ κοντινά, ὅσο καὶ ἀπὸ μακρινὰ μοναστήρια πήγαιναν κοντά του καὶ ἄκουαν τὴ διδασκαλία του.
Ἀνάμεσα στὶς ἀσχολίες του σπουδαία θέση εἶχαν ἡ μελέτη καὶ ἡ ψαλμωδία, ποὺ ἀσχολεῖτο συνέχεια καὶ ὅταν καθότανε καὶ ὅταν ἔτρωγε καὶ ὅταν ἔκαμνε ἐργόχειρο. Λέγουν μάλιστα ὅτι καὶ συχνὰ ὁ Γέροντας ἀξιωνόταν νὰ βλέπει τὸ Θεὸ καὶ αὐτὸ νὰ μὴν φανεῖ παράξενο, γιατὶ, «μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».
Αὐτός, λοιπόν, ὁ Ζωσιμᾶς, ἔκανε στὸ μοναστήρι ἐκεῖνο πενῆντα τρία χρόνια. Ἔπειτα δὲ ἐνοχλήθηκε ἀπὸ μερικοὺς λογισμούς, ὅτι δῆθεν ἦταν σ᾿ ὅλα τέλειος, χωρὶς νὰ ἔχει ἀνάγκη τὴ διδασκαλία ἄλλου ἀνθρώπου. Κάποτε τοῦ ἐρχόταν καὶ ὁ ἑξῆς λογισμός: «Ἄραγε ὑπάρχει στὴ γῆ μοναχός, πού μπορεῖ νὰ μὲ ὠφελήσει ἢ νὰ μὲ ὑπερβάλλει στὴν ἀρετή;» Ἐνῶ ὁ γέροντας σκεφτόταν αὐτά, ἄγγελος Κυρίου φάνηκε σ᾿ αὐτὸν καὶ τοῦ λέει: «Ὦ Ζωσιμᾶ, ἀγωνίσθηκες ἀνθρώπινα καλὰ καὶ ἐξετέλεσες μὲ ἐπιτυχία τὸν ἀσκητικὸν ἀγώνα. Ἀλλὰ κανένας ἄνθρωπος εἶναι τέλειος, ὁ δὲ τωρινὸς ἀγώνας εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν προηγούμενο. Νὰ ξέρεις ὅμως, ὅτι ὑπάρχουν κι᾿ ἄλλοι δρόμοι σωτηρίας καὶ γιὰ νὰ πληροφορηθεῖς γι᾿ αὐτοὺς βγὲς ἀπὸ τὴ γῆ σου καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου, καθὼς ἀκριβῶς ὁ Ἀβραάμ, ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες, καὶ πήγαινε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό».
Ἀμέσως, λοιπόν, ὁ Γέροντας ἀκολουθώντας τὶς πιὸ πάνω ὁδηγίες βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι του καὶ ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὸν ἄγγελο σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι τοῦ Ἰορδάνη, ποὺ τὸν διέταξε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει. Ἀφοῦ δὲ κτύπησε τὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ, συνάντησε πρῶτα τὸ μοναχό, ποὺ φύλαγε τὴν ἐξώπορτα κι᾿ αὐτὸς τὸν παρουσίασε στὸν ἡγούμενό του. Ἐκεῖνος δέ, ὅταν εἶδε τὸ σχῆμα του καὶ τὸ εὐλαβικό του ἦθος, τὸν ρώτησε, ἀφοῦ ἔβαλε τὴ συνηθισμένη στοὺς μοναχοὺς μετάνοια κι᾿ ἔλαβε εὐχή: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι ἀδελφὲ καὶ ἐξ αἰτίας ποιοῦ ἀπὸ τοὺς ταπεινοὺς γέροντες ἦλθες ἐδῶ;» Ὁ δὲ Ζωσιμᾶς ἀποκρίθηκε: «Ὅσο μὲ ἀφορᾶ τὸ «ἀπὸ ποῦ» δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ σᾶς ἀναφέρω. Ἦλθα δέ, πάτερ, χάριν ὠφελείας, γιατὶ ἔχω ἀκούσει γιὰ σᾶς πολὺ σπουδαῖα καὶ ἀξιέπαινα πράγματα». Ἀπάντησε δὲ ὁ ἡγούμενος: «Ὁ Θεός, ἀδελφέ, ὁ μόνος ποὺ θεραπεύει τὴν ἀνθρώπινη ἀρρώστεια. Αὐτὸς καὶ σένα καὶ ἐμᾶς θὰ διδάξει τὰ Θεῖα θελήματα, διότι ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ὠφελήσει ἄλλον ἄνθρωπο. Ἐπειδὴ ὅμως, ὅπως ἀνέφερες ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἐκίνησε νὰ ἐπισκεφθεῖς ἐμᾶς τοὺς ταπεινοὺς Γέροντες, μεῖνε μαζί μας καὶ ὅλους θὰ μᾶς θρέψει μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος ὁ καλὸς Ποιμένας, ποὺ ἔδωσε τὴν ψυχή του σὰν λύτρο γιὰ μᾶς». Ὅταν εἶπε αὐτὰ ὁ ἡγούμενος, ὁ Ζωσιμᾶς ἔβαλε καὶ πάλι μετάνοια καὶ ζήτησε εὐχή. Ὕστερα ἀποσύρθηκε καὶ ἀπὸ τότε παρέμεινε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι. Συνάντησε δὲ ἐκεῖ Γέροντες λαμπροὺς στὴ θεωρία καὶ τὴ πράξη, λέοντες ὡς πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ δουλεύοντες στὸν Κύριο. Διότι ἡ ψαλμωδία ἦταν ἀκατάπαυστη καὶ τὸ ἐργόχειρο πάντα στὰ χέρια τους, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὶς φροντίδες τῆς ζωῆς. Ἕνα δὲ μονάχα τοὺς ἀπασχολοῦσε ὅλους, πὼς καθένας ἀπ᾿ αὐτούς, θὰ νέκρωνε τὸ σῶμα του στὸν κόσμο. Σὰν τροφὴ εἶχαν τὰ θεόπνευστα λόγια, ἔτρεφαν ὅμως καὶ τὸ σῶμα τους, ἀλλὰ μόνο μὲ τὰ ἀπαραίτητα, δηλ. τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερό.
Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὲς μέρες ἔφτασε ὁ καιρὸς ποὺ οἱ χριστιανοὶ ἔκαναν τὶς ἱερὲς νηστεῖες, γιὰ νὰ καθαριστοῦν, προκειμένου νὰ προσκυνήσουν τὸ Θεῖο Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ πύλη τοῦ μοναστηριοῦ δὲν ἄνοιξε ποτέ, ἀλλὰ ἦταν πάντα κλειστή, ὥστε οἱ μοναχοὶ νὰ κάνουν ἀνενόχλητοι τὴν ἄσκησή τους. Ἄνοιγε μόνο, ἂν κάποιος μοναχὸς ἔβγαινε λόγω ἀνάγκης, γιατὶ ὁ τόπος ἦταν ἔρημος καὶ στοὺς περισσότερους ἀπὸ τὰ γειτονικὰ μοναστήρια ἦταν ὄχι μόνο ἀδιαπέρατος, ἀλλὰ καὶ ἄγνωστος. Φυλασσόταν δὲ στὸ μοναστήρι τέτοιος κανόνας, γιὰ τὸν ὁποῖο, ὅπως φαίνεται, καὶ τὸ Ζωσιμᾶ ὁ Θεὸς ὁδήγησε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι. Ποιὸς ἦταν ὁ κανόνας καὶ πὼς φυλασσόταν, θὰ ἀναφερθεῖ πιὸ κάτω.
Τὴ πρώτη μέρα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, κατὰ τὴ συνήθεια ποὺ ὑπῆρχε γινόταν ἡ Θεία λειτουργία καὶ καθένας κοινωνοῦσε τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν μυστηρίων καὶ ὕστερα ἔπαιρνε λίγη τροφή. Ἔτσι μαζευόντουσαν ὅλοι στὸ εὐκτήριο, ὅπου, ἀφοῦ λεγόταν μακρὰ εὐχὴ καὶ γινόταν γονυκλισία, οἱ Γέροντες ἀσπάζονταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ἀφοῦ ἀγκάλιαζαν τὸν ἡγούμενο, βάλλοντας καθένας μετάνοια ζητοῦσε νὰ πάρει εὐχὴ ἀπ᾿ αὐτόν, γιὰ νὰ τὴν ἔχει βοηθὸ στὸ προκείμενο ἀγώνα.
Ὅταν αὐτὰ γινόντουσαν κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἡ πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ ἄνοιγε καὶ ψάλλοντας τὸ «Κύριος φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι» καθὼς καὶ τὸ ὑπόλοιπο μέρος τοῦ ψαλμοῦ, ἔβγαιναν ὅλοι, ἀφήνοντας ἕνα ἡ δύο φύλακες στὸ μοναστήρι, ὄχι γιὰ νὰ φυλάσσουν τὰ πράγματα ποὺ βρισκόντουσαν σ᾿ αὐτὸ (γιατὶ δὲν ὑπῆρχε τίποτε ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ πάρουν οἱ κλέφτες), ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ μένει τὸ εὐκτήριο ἀλειτούργητο.
Καθένας δὲ ἐφοδιαζόταν, ὅπως μποροῦσε καὶ ἤθελε: ἄλλος μὲν ἔπαιρνε ψωμί, ἄλλος σύκα ξηρά, ἄλλος φοινίκια, ἄλλος βρεγμένα ὄσπρια, ἄλλος δὲ τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα του καὶ τὸ ράσο ποὺ φοροῦσε. Ὑπῆρχε δὲ κανόνας ἀπαράβατος σ᾿ αὐτοὺς νὰ μὴν ξέρει ὁ ἕνας πῶς ἔκανε ἐγκράτεια ἢ πῶς περνοῦσε ὁ ἄλλος, γιατὶ ὅταν περνοῦσαν τὸν Ἰορδάνη, ἀμέσως καθένας ἐχώριζε ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ κανένας δὲν πήγαινε νὰ συναντήσει τὸν ἄλλο, ἀλλὰ καὶ ἂν κάποτε ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔβλεπε ἀπὸ μακριὰ ἄλλον νὰ ἔρχεται σ᾿ αὐτόν, ἀμέσως λοξοδρομοῦσε καὶ πήγαινε σ᾿ ἄλλο μέρος. Ζοῦσε δὲ μὲ τὸν ἑαυτό του, ψάλλοντας παντοτινὰ καὶ δοξάζοντας τὸ Θεό.
Ἔτσι λοιπὸν ἀφοῦ περνοῦσαν ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ἱερῆς νηστείας, γυρνοῦσαν πίσω στὸ μοναστήρι τὴ Κυριακή τῶν Βαΐων, φέροντας καθένας μαζί του τὸ καρπὸ τῶν δικῶν του κόπων καὶ ξέροντας πὼς ἐργάστηκε. Κανένας δὲ δὲν ρωτοῦσε τὸν ἄλλον πῶς πέρασε. Αὐτὸς λοιπὸν ἦταν ὁ κανόνας τοῦ Μοναστηριοῦ, ποὺ γινόταν μὲ ἐπιτυχία, γιατὶ καθένας πηγαίνοντας στὴν ἔρημο πρὸς τὸν ἀθλοθέτη Θεὸ ἀγωνιζόταν μόνος του, ὄχι γιὰ ν᾿ ἀρέσει στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ κάνει ἐγκράτεια ἐπιδεικτικά. Γιατὶ αὐτὰ ποὺ γίνονται μὲ σκοπὸ ν᾿ ἀρέσουν στοὺς ἀνθρώπους, ὄχι μόνο σὲ τίποτε δὲν ὠφελοῦν ἐκεῖνο ποὺ τὰ κάνει, ἀλλὰ προξενοῦν καὶ ζημιὰ σ᾿ αὐτόν.
Τότε καὶ ὁ Ζωσιμᾶς, σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια τοῦ κανόνα πέρασε τὸν Ἰορδάνη, μεταφέροντας λίγα μόνο ἐφόδια γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματός του καὶ τὸ ράσο ποὺ φοροῦσε. Ἐνῷ δὲ περνοῦσε τὴν ἔρημο ἐκτελοῦσε τὸ κανόνα καὶ ὅπου νυκτωνόταν κοιμόταν κάτω στὴ γῆ.
Νωρὶς δὲ τὸ πρωὶ συνέχιζε τὸ περπάτημα πάντοτε μὲ σταθερὸ ρυθμό. Ἤθελε δέ, καθὼς ἔλεγε, νὰ προχωρήσει στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐρήμου, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἐκεῖ θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ κάποιο Πατέρα γιὰ ν᾿ ἀκούσει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα δὲ περπατοῦσε μὲ τόση προσπάθεια, σὰν νὰ προχωροῦσε σὲ κάποιο σπουδαῖο καὶ γνωστὸ κατάλυμα. Ἀφοῦ, λοιπόν, περπάτησε ἐπὶ εἴκοσι μέρες, ὅταν ἦταν ἕκτη ὥρα, σταμάτησε γιὰ λίγο τὴν ὁδοιπορία κι᾿ ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τὴν ἀνατολή, ἔκανε τὴ συνηθισμένη προσευχή του. Γιατὶ συνήθιζε, σ᾿ ὁρισμένες ὧρες τῆς μέρας, νὰ διακόπτει τὴ πορεία καὶ νὰ ξεκουράζεται λίγο ἀπὸ τὸν κόσμο, στεκόμενος δὲ ἔψαλλε καὶ προσευχόταν γονατιστός.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΖΩΣΙΜΑ
Ἐνῶ δὲ ἔψαλλε καὶ ἔβλεπε τὸν οὐρανὸ συνέχεια, εἶδε στὰ δεξιά τοῦ μέρους ποὺ καθόταν, μιὰ ἀνθρώπινη σκιά. Στὴν ἀρχὴ ταράχτηκε, ὑποπτευόμενος ὅτι βλέπει φάντασμα δαίμονα καὶ φοβήθηκε. Ἀφοῦ δὲ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ κι᾿ ἔδιωξε τὸ φόβο, διάκρινε φανερὰ κάποιον γύρω στὸ μεσημέρι νὰ περπατᾶ. Εἶχε μαῦρο σῶμα ἀπὸ τὸν καύσωνα καὶ εἶχε στὸ κεφάλι ἄσπρες τρίχες, σὰν τὸ βαμβάκι, ἦσαν ὅμως λίγες καὶ ἔφταναν μέχρι τὸν τράχηλό του. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ζωσιμᾶς χάρηκε καὶ ἄρχισε νὰ τρέχει πρὸς τὸ μέρος του. Ἡ χαρά του ἦταν ἀνέκφραστη, γιατὶ σ᾿ ὅλο ἐκεῖνο τὸ χρονικὸ διάστημα, δὲν εἶδε κανένα ἄνθρωπο, οὔτε ζῶο ἢ πτηνὸ ἢ φάντασμα ἀκόμα. Ζητοῦσε λοιπὸν νὰ μάθει ποιὸς ἦταν ἐλπίζοντας ὅτι θὰ γινόταν αἰτία γιὰ νὰ γνωρίσει σπουδαῖα πράγματα.
Ὅταν δὲ ἐκεῖνος εἶδε τὸ Ζωσιμᾶ νὰ ἔρχεται ἀπὸ μακρυά, ἄρχισε νὰ τρέχει πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐρήμου. Ὁ δὲ Ζωσιμᾶς ξεχνώντας τὴν προχωρημένη ἡλικία του καὶ δίχως νὰ λογαριάσει τὴ κούραση ἀπὸ τὸ περπάτημα, ἔτρεξε ἀμέσως γιὰ νὰ συναντήσει ἐκεῖνον ποὺ ἔφευγε. Αὐτὸς μὲν καταδίωκε, ἐκεῖνος δὲ ἔφευγε.
Ἐπειδὴ ὁ Ζωσιμᾶς ἔτρεχε πιὸ γρήγορα, σιγὰ-σιγὰ πλησίαζε ἐκεῖνον ποὺ ἔφευγε. Ὅταν δὲ πλησίασε σὲ σημεῖο ποῦ μποροῦσε νὰ ἀκουστεῖ ἡ φωνή του, ἄρχισε ὁ Ζωσιμᾶς νὰ φωνάζει κλαίοντας: «Γιατί μὲ ἀποφεύγεις, τὸν ἁμαρτωλὸ Γέροντα, ὦ δοῦλε τοῦ Θεοῦ; Μεῖνε μαζί μου, ὅποιος καὶ νἆσαι, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸν Ὁποῖο ἦλθες καὶ κατοίκησες σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημο, στάσου κι᾿ εὐλόγησέ με».
Ἐνῷ ὁ Ζωσιμᾶς ἔλεγε αὐτὰ μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ἔφτασαν καὶ οἱ δύο τρέχοντας σὲ κάποιο τόπο, ὅπου σχηματιζόταν ἕνας χείμαρρος ξηρός. Ὅταν λοιπὸν ἔφτασαν ἐκεῖ, ἐκεῖνος ποὺ ἔφευγε κατέβηκε καὶ πάλιν ἀνέβηκε στὸ ἄλλο μέρος, ὁ δὲ Ζωσιμᾶς κουρασμένος καὶ μὴ μπορώντας ἄλλο νὰ τρέχει, στάθηκε στὸ ἄλλο μέρος τοῦ χειμάρρου καὶ ἔκλαψε τόσο πολύ, ὥστε τὰ κλάματά του ἀκούονταν καθαρά. Τότε ἐκεῖνος ποὺ ἔφευγε, ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ εἶπε: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, συγχώρησέ με γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Δὲν μπορῶ νὰ γυρίσω καὶ νὰ σὲ δῶ στὸ πρόσωπο, γιατὶ εἶμαι γυναίκα, γυμνή. Ἀλλὰ ἂν θέλεις νὰ δώσεις εὐχὴ σὲ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ρίξε τὸ ράσο ποὺ φορᾶς γιὰ νὰ σκεπάσω τὸ σῶμα μου καὶ νὰ στραφῶ πρὸς ἐσένα γιὰ νὰ πάρω τὶς εὐχές σου». Τότε ὁ Ζωσιμᾶς ἀπόρησε γιατὶ τὸν φώναζε μὲ τ᾿ ὄνομά του καὶ σοφὸς καθὼς ἦταν ἀντελήφθηκε ὅτι ὁ ἄγνωστος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν φωνάζει μὲ τ᾿ ὄνομά του, ἐκτὸς ἂν εἶχε ὑπερφυσικὸ χάρισμα.
Ἔβγαλε τὸ ράσο του καὶ τῆς τὸ ἔριξε ἀπὸ πίσω κι ἐκείνη ἀφοῦ τὸ πῆρε καὶ σκέπασε τὸ σῶμα της, στράφηκε πρὸς τὸν Ζωσιμᾶ καὶ τοῦ εἶπε: «Τί ἤθελες νὰ δεῖς μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα; Τί ζητᾶς νὰ μάθεις ἀπὸ μένα καὶ δὲν βαρέθηκες νὰ κάνεις τόσο μεγάλο κόπο;» Ὁ δὲ Γέροντας ἀφοῦ γονάτισε στὴ γῆ, ζήτησε νὰ πάρει εὐλογία, σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια. Ἐπειδὴ κι᾿ αὐτὴ ἔβαλε μετάνοια, ἦταν καὶ οἱ δύο στὴ γῆ καὶ περίμενε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο νὰ δώσει εὐλογία. Ἀλλὰ τίποτα ἀπὸ κανένα δὲ λεγόταν, ἐκτὸς ἀπὸ τό: «εὐλόγησον». Ἀφοῦ πέρασε ἀρκετὴ ὥρα, εἶπε ἡ γυναίκα πρὸς τὸ Ζωσιμᾶ: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ σὲ σένα ἁρμόζει νὰ εὐλογήσεις καὶ νὰ εὐχηθεῖς, γιατὶ ἔχεις τιμηθεῖ μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἱερέα καὶ ἀπὸ πολλὰ χρόνια στέκεσαι μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο». Αὐτὰ προκάλεσαν πολὺ φόβο στὸ Ζωσιμᾶ καὶ ὁ Γέροντας ἀφοῦ λούστηκε μὲ ἱδρώτα στέναξε καὶ εἶπε μὲ φωνὴ ποὺ διακοπτόταν: «Ὦ πνευματικὴ Μητέρα, καὶ ἀπὸ τὸ ἦθος σου φαίνεται ὅτι ἐσὺ κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἔχεις νεκρωθεῖ γιὰ τὸν κόσμο, εἶναι δὲ φανερό, ὅτι σοῦ δόθηκε μεγαλύτερο χάρισμα ἀπὸ μένα, ἀφοῦ μοῦ μίλησες μὲ τ᾿ ὄνομά μου, καὶ εἶπες ὅτι εἶμαι ἱερέας, χωρὶς νὰ μὲ γνωρίζεις. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ χάρη δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ ἀξιώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ ψυχικὴ ὑπόσταση, ἐσὺ πρέπει νὰ μ᾿ εὐλογήσεις γιὰ τὸν Κύριο καὶ νὰ δώσεις σὲ μένα εὐχή, ποὺ ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δική σου τελειότητα».
Ἀφοῦ ὑποχώρησε ἡ γυναίκα στὴν ἔνσταση τοῦ Γέροντα καὶ ὑπάκουσε, εἶπε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν». Ὅταν δὲ ὁ Ζωσιμᾶς εἶπε τὸ «Ἀμήν», σηκώθηκαν καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὴν γονυκλισία καὶ εἶπε τότε ἡ γυναίκα πρὸς τὸ Γέροντα: «Γιὰ χάρη ποιοῦ θέλησες νὰ δεῖς γυναίκα στερημένη ἀπὸ κάθε ἀρετήν; Ἀλλά, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ καθοδήγησε νὰ μοῦ προσφέρεις, ἀνάλογα μὲ τὴ περίσταση, κάποια ἐξυπηρέτηση, πές μου, πῶς ζοῦν οἱ χριστιανοί; Πῶς ζοῦν οἱ βασιλιάδες; Πῶς εἶναι ἡ Ἐκκλησία;»
Ὁ δὲ Ζωσιμᾶς εἶπε σ᾿ αὐτή: «Μ᾿ ἕνα λόγο, Μητέρα Ὁσία, μὲ τὶς δικές σου ὁ Χριστὸς χάρισε σ᾿ ὅλους εἰρήνη. Δέξου ὅμως παράκληση ἀνάξιου Γέροντα καὶ εὐχήσου γιὰ τὸν κόσμο ὅλο καὶ γιὰ μὲ τὸν ἁμαρτωλό, ὥστε αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα, ποὺ περνῶ στὴν ἔρημο, νὰ μὴν ἀποβεῖ ἄκαρπο». Ἐκείνη δὲ τοῦ ἀπάντησε: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, σὺ πρέπει νὰ κάνεις δέηση γιὰ μέ, καὶ γιὰ ὅλους γιατὶ σὲ σένα ἔπεσε ὁ κλῆρος γι᾿ αὐτό. Ἀλλὰ ἐπειδὴ μὲ προστάζεις, θὰ τὸ κάνω μὲ προθυμία»
ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ἡ γυναίκα, στράφηκε πρὸς τὴν ἀνατολὴ καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ μάτια της πρὸς τὸν οὐρανό, ἄρχισε νὰ προσεύχεται, ψιθυρίζοντας, ἀλλὰ δὲν ἀκουόταν καμιὰ φωνή. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ζωσιμᾶς δὲν ἄκουε τίποτε, στεκόταν δέ, ὅπως ἔλεγε, γεμάτος μὲ πολὺ φόβο καὶ βλέποντας πρὸς τὰ κάτω, χωρὶς νὰ λέει τίποτα. Ἐπειδὴ δὲ ἐκείνη καθυστέρησε ἀρκετὰ στὴν προσευχή, αὐτός, ἀφοῦ σηκώθηκε λίγο ἀπὸ τὴ γονυκλισία, εἶδε ὅτι ἐκείνη εἶχε ἀνυψωθεῖ ἕναν πῆχυ πάνω ἀπὸ τὴ γῆ καὶ προσευχόταν, αἰωρούμενη στὸν ἀέρα.
Ὅταν εἶδε αὐτὸ ὁ Ζωσιμᾶς φοβήθηκε περισσότερο καὶ ἔπεσε στὸ ἔδαφος καὶ ἀπὸ τὴ πολλὴ ἀγωνία του περιλούστηκε ἀπὸ ἱδρώτα. Σὲ κανένα δὲν τολμοῦσε νὰ πεῖ τίποτα, μόνο δὲ στὸν ἑαυτό του ἔλεγε συνεχῶς τὸ «Κύριε ἐλέησον». Βρισκόμενος δὲ ξαπλωμένος στὴ γῆ ὁ Γέροντας σκανδαλιζόταν σκεφτόμενος: «Μήπως εἶναι πνεῦμα καὶ ὑποκρίνεται ὅτι προσεύχεται;» Ἀφοῦ δὲ ἡ γυναίκα ἦλθε κοντά του, τὸν σήκωσε λέγοντάς του: «Γιατί, Ἀββᾶ, σὲ ταράσσουν οἱ λογισμοί; Μήπως σκανδαλίστηκες ἐξ αἰτίας μου, ὅτι τάχα εἶμαι πνεῦμα καὶ ὑποκρίνομαι ὅτι προσεύχομαι; Μάθε ἄνθρωπε, ὅτι εἶμαι ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ἀλλ᾿ εἶμαι ὀχυρωμένη μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα καὶ δὲν εἶμαι πνεῦμα, ἀλλὰ γῆ καὶ στάκτη». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ τὸ μέτωπο, τὰ μάτια, τὰ χείλη, καὶ τὸ στῆθος λέγοντας: «Ὁ Θεός, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἂς μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ πονηρὸ καὶ τὶς παγίδες του».
Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΖΗΤΑ ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ
Ὅταν ἄκουσε καὶ εἶδε ὅλ᾿ αὐτὰ ὁ Ζωσιμᾶς, ἔπεσε στὸ ἔδαφος καὶ ἀφοῦ ἄγγιξε τὰ πόδια της, εἶπε δακρύζοντας: «Σὲ ὁρκίζω στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε ἐκ Παρθένου, νὰ μὴν κρύψεις ἀπὸ τὸν δοῦλο σου ποιὰ εἶσαι, ἀπὸ ποῦ, πότε καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἦλθες ἐδῶ στὴν ἔρημο καὶ κατοίκησες. Μὴ μοῦ κρύψεις τίποτα ποὺ σὲ ἀφορᾶ, ἀλλὰ διηγήσου μου τα ὅλα, γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ σοφία κρυμμένη καὶ θησαυρὸς ποὺ δὲν φαίνεται δὲ ὠφελοῦν σὲ τίποτε, ὅπως εἶναι γραμμένο στὴν Ἁγία Γραφή. Πές μου τα λοιπόν, ὅλα γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου μας, γιατὶ δὲν πρόκειται νὰ τὰ πεῖς γιὰ νὰ καυχηθεῖς ἢ νὰ ἐπιδειχτεῖς, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὲ πληροφορήσεις τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀνάξιο, πιστεύοντας ὅτι ὁ Θεός, γιὰ τὸν ὁποῖο ζεῖς, γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο μὲ ὁδήγησε σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημο, γιὰ νὰ μοῦ φανερώσεις δηλαδὴ ὅσα σχετίζονται μὲ σένα. Ἑπομένως δὲν ἔχουμε κανένα δικαίωμα νὰ φέρουμε ἀντίσταση στὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, διότι ἂν δὲν ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ σὲ γνωρίσω καὶ νὰ μάθω πῶς ἀγωνίσθηκες, τότε δὲν θὰ ἄφηνε νὰ σὲ δεῖ κανείς, οὔτε καὶ θὰ βοηθοῦσε νὰ κάνω τόσο δρόμο, ἐγὼ ποὺ δὲν κατόρθωσα νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ κελλί μου».
Η ΟΣΙΑ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΗΣ
Ἀφοῦ εἶπε ὂλ᾿ αὐτὰ καὶ ἄλλα ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, τὸν πλησίασε ἡ γυναίκα καὶ ἀφοῦ τὸν σήκωσε ἀπ᾿ τὴν γῆ τοῦ εἶπε: «Ντρέπομαι, Ἀββᾶ μου, νὰ σοῦ διηγηθῶ τὰ ἔργα μου, γιατὶ εἶναι γεμάτα ντροπή, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶδες γυμνὸ τὸ σῶμα μου, γιὰ νὰ γνωρίσεις καλὰ πόσο ἁμαρτωλὴ εἶναι ἡ ψυχή μου. Εἶναι λάθος ποὺ νόμισες ὅτι δὲν ἦλθα νὰ σοῦ διηγηθῶ τὰ ὅσα μὲ ἀφοροῦν, τάχα γιὰ νὰ μὴ καυχηθῶ, καὶ τί νὰ καυχηθῶ πού ἔγινα ὄργανο τοῦ διαβόλου; Γνωρίζω ὅμως ὅτι, ὅταν ἀρχίσω τὴν διήγησή μου, θὰ ἀναγκαστεῖς νὰ φύγεις ἀπὸ κοντά μου, ὅπως φεύγει ἕνας ἀπὸ τὸ φίδι, μὴ θέλοντας νὰ ἀκούσεις τὶς κακές μου πράξεις. Καὶ ὅμως θὰ σοῦ τὰ διηγηθῶ, χωρὶς νὰ παραλείψω τίποτε, σὲ ἐξορκίζω ὅμως προηγουμένως νὰ μὴν σταματήσεις νὰ προσεύχεσαι ἴσως βρῶ ἔλεος ἀπὸ τὸ Θεὸ κατὰ τὴν μέρα τῆς Κρίσεως».
Καὶ ἐνῷ τὰ δάκρυα τοῦ Γέροντα ἔτρεχαν ἀπὸ τὰ μάτια του χωρὶς σταματημό, ἄρχισε ἡ γυναίκα τὴ διήγησή της:
«Ἐγὼ ἀδελφέ, ἔχω πατρίδα τὴν Αἴγυπτο. Ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσαν οἱ γονεῖς μου κι ἐγὼ ἤμουν δώδεκα χρονῶν, τοὺς ἄφησα καὶ πῆγα στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ πολὺ νωρὶς παρασύρθηκα σὲ πράξεις ἁμαρτωλὲς καὶ διέφθειρα τὴν παρθενία μου, ἐπειδὴ ἐπιδόθηκα στὸ πάθος τῆς πορνείας. Ἐπὶ δεκαεφτὰ χρόνια, συγχώρησέ με, ὑπῆρξα ἄσωτη δημόσια καὶ ἔγινα πειρασμὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκανα, εἰλικρινὰ σοῦ λέω, ὄχι γιὰ νὰ κερδίζω χρήματα, παρ᾿ ὅλο ποὺ πολλοὶ μοῦ ἔδιναν ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν τὰ ἔπαιρνα, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔρχονται πολλοὶ σὲ μένα καὶ νὰ ἱκανοποιοῦν τὸ πάθος μου. Καὶ μὴ νομίσεις ὅτι δὲν δεχόμουνα χρήματα γιατὶ ἤμουν πλούσια. Ἀντίθετα, ζοῦσα ἀπὸ χειρωνακτικὴ ἐργασία, ἔκλωθα ρόκα. Εἶχα δὲ ἀκόρεστην ἐπιθυμία καὶ ἀκατάσχετον ἔρωτα, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων κυλιόμουν στὸ βόρβορο. Μάλιστα δὲ μοῦ φαινόταν ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ζωή, νὰ ἐκτελῶ τὴ ὄνειδος τῆς φύσεως». Ἔτσι λοιπὸν ζοῦσα, ὁπότε ἕνα καλοκαίρι εἶδα πολὺν κόσμον ἀπὸ τὴ Λιβύη καὶ Αἴγυπτο, ποὺ κατευθύνονταν πρὸς τὴ θάλασσα καὶ ρώτησα ἕνα ἀπ᾿ αὐτοὺς γιὰ νὰ πληροφορηθῶ ποὺ πήγαιναν. Ἐκεῖνος μου ἀπάντησε: «Πηγαίνουν στὰ Ἱεροσόλυμα γιατὶ μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες θὰ γιορταστεῖ ἡ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ». Εἶπα τότε σ᾿ αὐτόν: «Ἄραγε δὲ μὲ παίρνουν κι᾿ ἐμένα μαζί τους, ἂν τοὺς ἀκολουθήσω;» Ἐκεῖνος μου ἀποκρίθηκε: «Ἂν ἔχεις τὰ ναῦλα καὶ τὰ ἔξοδά σου, κανένας δὲ θὰ σ᾿ ἐμποδίσει». Εἶπα τότε σ᾿ αὐτόν: «Πραγματικά, οὔτε γιὰ ναῦλα οὔτε γιὰ ἄλλα ἔξοδα ἔχω χρήματα, καὶ θὰ μπῶ σ᾿ ἕνα πλοῖο, προσφέροντας τὸ σῶμα μου γιὰ ἀντάλλαγμα αὐτῶν». Γιατὶ, ὁ σκοπὸς ποὺ ἤθελα νὰ πάω, (συγχωρέστε με Ἀββᾶ μου) ἦταν γιὰ νὰ βρῶ πολλοὺς ἐραστὲς τοῦ πάθους μου. Σοῦ τὰ εἶπα, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, μὴ μ᾿ ἀναγκάσεις νὰ σοῦ πῶ τὴ ντροπὴ τῶν ἔργων μου, γιατὶ φρίττω, τὰ γνωρίζει ὁ Θεός, ἐπειδὴ θὰ μολύνω καὶ σένα καὶ τὸν ἀέρα λέγοντας ὅλα τὰ ἔργα μου».
Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΤΗΝ ΕΝΘΑΡΡΥΝΕΙ ΝΑ ΤΑ ΠΕΙ ΟΛΑ
Ὁ Ζωσιμᾶς βρέχοντας μὲ δάκρυα τὸ ἔδαφος τῆς ἀπάντησε: «Λέγε Μητέρα Ὁσία, καὶ μὴ διακόψεις τὴ συνέχεια τῆς ὠφέλιμης αὐτῆς διήγησης». Ἐκείνη δὲ πάλι, παίρνοντας τὸ λόγο, πρόσθεσε τὰ ἑξῆς: «Ἐκεῖνος ὁ νέος, ἀφοῦ ἄκουσε τὰ αἰσχρὰ λόγια μου, ἔφυγε γελώντας. Ἐγὼ δέ, ἀφοῦ ἔρριψα τὴ ρόκα μου, ποὺ κρατοῦσα, κατὰ τύχη τότε, ἔτρεξα πρὸς τὴ θάλασσα, ποὺ εἶδα νὰ τρέχουν οἱ ἄλλοι. Ἐκεῖ διακρίνα δέκα ἢ περισσότερους νέους, ὡραίους καὶ μὲ σφριγηλὸ σῶμα, ποὺ μοῦ φάνηκαν ὅτι ἱκανοποιοῦσαν τὸ σκοπὸ ποὺ ἐπεδίωκα. Στεκόντουσαν δέ, καὶ περίμεναν κι᾿ ἄλλους συνεπιβάτες, γιατὶ κι᾿ ἄλλοι ποὺ πῆγαν μπροστά, μπῆκαν μέσα στὰ πλοῖα, τότε, ἐγώ, ἀφοῦ πήδηξα μὲ ἀναίδεια στὸ μέσο, τοὺς εἶπα: «Πάρτε καὶ μένα ὅπου θὰ πᾶτε καὶ σᾶς πληροφορῶ ὅτι δὲν θὰ ἀποδειχθῶ ἄχρειστη». Μετά, ἀφοῦ εἶπα πιὸ αἰσχρὰ ἀκόμα λόγια, τοὺς ἔκαμα ὅλους νὰ γελοῦν. Ἐκεῖνοι δέ, ἀφοῦ ἀντελήφθηκαν τὶς ἀναιδεῖς διαθέσεις μου, μὲ ὁδήγησαν στὸ πλοῖο ποὺ ἦταν ἕτοιμο, γιατὶ ἐν τῷ μεταξὺ ἔφτασαν κι᾿ ἐκεῖνοι, ποὺ περίμεναν».
«Ὅσα δὲ ἔγιναν ὕστερα, πῶς νὰ σοῦ τὰ διηγηθῶ ἄνθρωπέ μου; Ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ ἐξιστορήσει ἢ ποιὰ αὐτιὰ ν᾿ ἀκούσουν, ὅσα συνέβηκαν μέσα στὸ πλοῖο καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ; Δὲν ὑπάρχει εἶδος ἀσέλγειας, ποὺ νὰ μὴν ἔγινε μάλιστα ἀναγκάζοντάς τους ἐγὼ ἐκείνους τοὺς ἄθλιους νὰ τὴν κάνουν».
«Καὶ τώρα Ἀββᾶ μου, ἐκπλήσσομαι, πὼς ἡ θάλασσα ἀνέχθηκε τὶς ἀσέλγειές μου! Πὼς δὲν ἄνοιξε ἡ γῆ τὸ στόμα της, γιὰ νὰ μὲ καταπιεῖ ζωντανὴ ὁ Ἅδης, ποὺ παγίδεψα τόσες πολλὲς ψυχές! Ἀλλά, καθὼς φαίνεται ὁ Θεὸς ζητοῦσε τὴ μετάνοιά μου, γιατὶ δὲν θέλει τὸ θάνατο ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ περιμένει μὲ μακροθυμία γιὰ νὰ δεχτεῖ τὴν ἐπιστροφή του. Ἔτσι λοιπὸν μὲ τόση πολλὴ βία, φτάσαμε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὅσες δὲ μέρες πρὶν τὴ γιορτὴ ἔμεινα στὴν πόλη, ἡ ζωή μου ὑπῆρξε ἡ ἴδια, μᾶλλον δὲ χειρότερη, γιατὶ δὲν ἀρκέστηκα μόνο σ᾿ αὐτοὺς τοὺς νέους ποὺ μαζί τους ἀσελγοῦσα στὸ πλοῖο, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς πολίτες καὶ ξένους μόλυνα».
ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
«Ὅταν ἔφτασε ἡ μέρα τῆς Ἁγίας Ὕψώσεως τοῦ Σταυροῦ κι᾿ ἐπρόκειτο νὰ τελεστεῖ ἡ γιορτή, ἐγὼ μέν, ὅπως καὶ προηγουμένως, κυνηγώντας ψυχὲς νέων. Εἶδα δὲ ὅτι, πολὺ πρωῒ τὴ μέρα ἐκείνη ὅλοι ἔτρεχαν στὴν ἐκκλησία, ὁπότε ἔτρεξα κι᾿ ἐγὼ νὰ πάω μαζὶ μ᾿ αὐτούς. Ἦλθα λοιπόν, μαζί τους στὸ προαύλιο τῆς ἐκκλησίας καὶ ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τῆς Θείας Ὕψώσεως, προσπαθοῦσα νὰ μπῶ, καὶ μέχρι μὲν τῆς ἐξώπορτας, μὲ πολὺ κόπο κατόρθωσα νὰ πλησιάσω ἡ ταλαίπωρη. Ὅταν δὲ πάτησα τὸ κατώφλι τῆς πόρτας, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔμπαιναν ἀνενόχλητα, ἐμένα κάποια Θεία δύναμη μὲ ἐμπόδιζε, ποὺ δὲν μοῦ ἐπέτρεπε νὰ μπῶ».
«Ἐπειδὴ δὲ νόμιζα ὅτι ἐξ αἰτίας, τῆς γυναικείας ἀδυναμίας μου συνέβηκε αὐτό, ἀναμειγνυόμουνα μὲ τοὺς ἄλλους καὶ ἔσπρωχνα πρὸς τὰ ἐμπρός, ἀλλὰ μάταια κοπίαζα. Γιατὶ, ὅταν πιὰ τὸ ἄθλιό μου πόδι πάτησε τὸ κατώφλι τῆς πόρτας, ὅλους τούς ἄλλους δέχτηκε ἡ ἐκκλησία, ἐμένα ὅμως τὴ δυστυχισμένη δὲν δεχότανε, ἀλλά, ὅπως ἀκριβῶς ἂν ὑπῆρχε παρατεταγμένο στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα γιὰ ν᾿ ἀποκλείσει τὴν εἴσοδο, ἔτσι κάποια δύναμη μὲ ἐμπόδιζε καὶ πάλι ὅταν βρισκόμουν στὸ προαύλιο».
«Αὐτὸ συνέβηκε τρεῖς καὶ τέσσερις φορὲς καὶ ὅταν πλέον κουράστηκα καὶ δὲν μποροῦσα ἄλλο νὰ σπρώχνω καὶ νὰ σπρώχνομαι, ἔφυγα ἀπ᾿ ἐκεῖ καὶ πῆγα καὶ στάθηκα σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς αὐλῆς. Ὅταν δὲ συνῆλθα, ἀντελήφθηκα τὴν αἰτία, ποὺ μὲ ἐμπόδιζε νὰ δῶ τὸ ζωοποιὸ ξύλο. Γιατὶ ἄγγιζε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου ὁ σωτήριος λόγος, ποὺ μοῦ ὑπέδειξε ὅτι ὁ βόρβορος τῶν ἔργων μου ἦταν ἡ αἰτία νὰ κλείσει σὲ μένα ἡ εἴσοδος τῆς ἐκκλησίας».
«Ἄρχισα τότε νὰ κλαίω, νὰ ὀδύρομαι καὶ νὰ κτυπῶ τὸ στῆθος μου, βγάζοντας στεναγμοὺς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Ἐνῶ δὲ ἔκλαια, εἶδα πάνω ἀπὸ τὸ τόπο ποὺ στεκόμουνα, τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας Θεοτόκου, καὶ εἶπα σ᾿ αὐτήν: «Παρθένα Δέσποινα, γνωρίζω ὅτι δὲν εἶμαι ἄξια νὰ βλέπω τὴν ἁγία εἰκόνα Σένα τῆς Ἀειπαρθένου, Σένα τῆς Ἁγνῆς, Σένα τῆς ὁποίας τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ εἶναι καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη, ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ εἶναι δίκαιο νὰ μὲ μισεῖς καὶ ν᾿ ἀποστρέφεσαι τὴν ἄσωτη. Ἐπειδὴ ὅμως, καθὼς ἄκουσα γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο, ὁ Θεὸς ποὺ Τὸν γέννησες, ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ καλέσει σὲ μετάνοια τοὺς ἁμαρτωλούς, βοήθα με, ποὺ εἶμαι μόνη καὶ δὲν ἔχω κανένα νὰ μοῦ συμπαρασταθεῖ. Διάταξε νὰ ἐπιτραπεῖ καὶ σὲ μὲ ἡ εἴσοδος στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ δῶ τὸ ἅγιο Ξύλο, πάνω στὸ ὁποῖο ἔδωσε τὸ αἷμα του ὁ Υἱός σου γιὰ τὴ δική μου σωτηρία. Διάταξε, ν᾿ ἀνοίξει καὶ γιὰ μὲ ἡ πόρτα τῆς Θείας προσκύνησης τοῦ Σταυροῦ καὶ βάζω στὸ Υἱό σου, σὰν ἐγγυήτρια ἀξιόχρεη, Σένα. Γιατὶ πλέον δὲν πρόκειται νὰ λερώσω τὸ σῶμα μου μ᾿ ὁποιαδήποτε αἰσχρὴ πράξη, ἀλλὰ ὅταν δῶ τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Υἱοῦ σου, θ᾿ ἀποστραφῶ ἀμέσως τὸ κόσμο καὶ ὅλα τὰ κοσμικὰ καὶ ὅταν βγῶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία θὰ πάω ὅπου Ἐσύ, σὰν ἐγγυήτρια τῆς σωτηρίας μου, θὰ μὲ ὁδηγήσεις».
«Ὅταν εἶπα αὐτά, ἡ πίστη μου θερμάνθηκε καὶ πῆρα θάρρος ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία τῆς Θεοτόκου. Ἀφοῦ δὲ ἔφυγα ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο, ὅπου προσευχήθηκα, ἀνεμίχθηκα μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμπαιναν στὴν ἐκκλησία καὶ κανένας πιὰ δὲν ὑπῆρχε ποὺ νὰ μὲ σπρώχνει. Πλησίασα τὴν πόρτα, χωρὶς κανένα ἐμπόδιο, ὁπότε μὲ ἔπιασε φρίκη καὶ ἔκσταση καὶ ὅλο τὸ σῶμα μου ἔτρεμε. Ὅταν δὲ ἔφτασα στὴ πόρτα ποὺ ὡς τότε ἦταν κλεισμένη γιὰ μένα, κάθε δύναμη, ποὺ προηγουμένως ἐμπόδιζε τὴν εἴσοδό μου, τότε ἐξαφανίστηκε. Ἔτσι μπῆκα χωρὶς κόπο, στὰ Ἅγια των Ἁγίων καὶ ἀξιώθηκα νὰ δῶ τὸ ζωοποιὸ Σταυρὸ καὶ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἦταν ἕτοιμος νὰ δεχτεῖ τὴν μετάνοιά μου. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔπεσα κάτω καὶ προσκύνησα τὸ ἅγιο ἐκεῖνο ἔδαφος, βγῆκα ἔξω κι᾿ ἔτρεξα στὴν ἐγγυήτριά μου. Ὅταν ἔφτασα στὸν τόπο ἐκεῖνο ποὺ ὑπογράφτηκε τὸ χειρόγραφο τῆς ἐγγύησης, γονάτισα μπροστά, στὴν εἰκόνα τῆς Ἀειπαρθένου καὶ τῆς εἶπα αὐτὰ τὰ λόγια:
Η ΟΣΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ
Ἐσὺ μέν, ὦ φιλάγαθε Δέσποινα, μοῦ ἔδειξες τὴ φιλανθρωπία Σου, Ἐσὺ δὲν ἐπεριφρόνησες τὴ δέηση τῆς ἀνάξιας δούλης σου. Εἶδα δόξα ποὺ δικαιολογημένα δὲν βλέπουμε ἐμεῖς οἱ ἄσωτοι. Ἂς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος δέχεται μὲ τὴ μεσιτεία Σου τὴ μετάνοια τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἦλθε λοιπὸν ἡ στιγμὴ νὰ ἐκπληρώσω τὴ συμφωνία. Ὁδήγησέ με ὅπου θέλεις, γίνε δάσκαλος τῆς σωτηρίας μου καθοδηγώντας μέ στὸ δρόμο τῆς μετάνοιας». Τότε ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ἀπὸ μακρυὰ ποὺ φώναζε: «Ἐὰν περάσεις τὸν Ἰορδάνη θὰ βρεῖς καλὴ ἀνάπαυση».
Ἐγὼ τότε ἄκουσα αὐτὴ τὴ φωνὴ πίστεψα ὅτι σὲ μένα ἀπευθυνόταν καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια φώναξα: «Δέσποινα, Δέσποινα, μὴν μὲ ἐγκαταλείπεις». Ὅταν δὲ φώναξα αὐτά, βγῆκα ἀπὸ τὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησίας καὶ ἄρχισα ἀμέσως νὰ περπατῶ. Ἐνῶ δὲ ἔβγαινα μὲ εἶδε κάποιος καὶ μοῦ ἔδωσε τρία νομίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἀγόρασα τρία ψωμιά. Ἀφοῦ ζήτησα καὶ πῆρα πληροφορίες, βγῆκα ἀπὸ τὴν πύλη τῆς πόλης, ποὺ ἔβγαζε στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ ἄρχισα μὲ κλάματα τὴν ὁδοιπορία. Γύρω στὴ δύση τοῦ ἥλιου ἔφτασα στὸ ναὸ τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Ἰορδάνη καὶ ἀφοῦ προσκύνησα πρῶτα, πῆγα ὕστερα στὸν ποταμό, ὅπου ἔβρεξα τὰ χέρια καὶ τὸ πρόσωπό μου, καὶ ἀκολούθως μετάλαβα τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν Μυστηρίων. Ἀφοῦ δὲ ἔφαγα μισὸ ψωμί, ἤπια νερὸ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη καὶ κοιμήθηκα στὸ ἔδαφος.
Τὴν ἄλλη μέρα μπῆκα στὸ μικρὸ πλοῖο, ποὺ μὲ πέρασε στὸ ἀπέναντι μέρος, ὅπου ζήτησα πάλι ἀπὸ τὴν ὁδηγό μου, γιὰ νὰ μὲ ὁδηγήσει ὅπου αὐτὴ θὰ ἔκρινε ὠφέλιμο. Ἔτσι ἦλθα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημο καὶ ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα παραμένω ἐδῶ, προσδεχόμενη τὸ Θεό, ὁ Ὁποῖος διασώζει ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπιστρέφουν σ᾿ Αὐτόν.
Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
Ὁ δὲ Ζωσιμᾶς εἶπε πρὸς αὐτή: «Πόσα χρόνια ἔχεις, Μητέρα Ὁσία, πού κατοικεῖς ἐδῶ στὴν ἔρημο;» Ἀποκρίθηκε ἡ γυναίκα: «Σαράντα ἑπτά, ὅπως μοῦ φαίνεται, ἀπὸ τότε ποὺ ἔφυγα ἀπὸ τὴν Ἁγία Πόλη». Εἶπε δὲ ὁ Ζωσιμᾶς: «Καὶ ἀπὸ ποῦ βρίσκεις τροφή, ὦ κυρία μου;» Εἶπε ἡ γυναίκα: «Πέρασα τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ μὲ δυόμισυ ψωμιά, ποὺ ἀφοῦ ξηράνθηκαν ἔγιναν σὰν πέτρες καὶ μ᾿ αὐτὰ τράφηκα ὁρισμένα χρόνια». Τῆς εἶπε δὲ αὐτός: «Καὶ ἔτσι πέρασες τόσα πολλὰ χρόνια χωρὶς νὰ σὲ ταράξει κανένας πειρασμός;» Ἀποκρίθηκε ἡ γυναίκα: «Μὲ ρώτησες Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, πράγμα γιὰ τὸ ὁποῖο φρίττω καὶ νὰ ἀναφέρω γιατὶ ἂν θυμηθῶ τὰ ὅσα ὑπόφερα καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ μὲ πρόσβαλλαν, φοβοῦμαι μήπως καὶ πάλιν προσβληθῶ ἀπ᾿ ἐκείνους». Εἶπε δὲ ὁ Ζωσιμᾶς: «Μήν, ἀφήσεις, κυρία μου, τίποτα, ποὺ νὰ μὴν τὸ ἀναφέρεις, γιατὶ ἀφοῦ σὲ ρώτησα γι᾿ αὐτὰ πρέπει νὰ μοῦ τὰ διηγηθεῖς ὅλα μὲ κάθε λεπτομέρεια».
Ἐκείνη, δὲ τοῦ ἀπάντησε: «Πίστευε, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ὅτι πέρασα 17 χρόνια σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημο παλεύοντας ἐναντίον τῶν παραλόγων ἐπιθυμιῶν μου, γιατὶ κάθε φορὰ ποὺ γευόμουν τροφή, ἐπιθυμοῦσα τὰ κρέατα καὶ τὰ ψάρια, ποὺ ὑπῆρχαν στὴν Αἴγυπτο, ὡς καὶ τὸ κρασὶ ποὺ μοῦ ἄρεσκε, ὅταν ἤμουν στὸν κόσμο. Ἐνῶ ἐδῶ, οὔτε νερὸ εἶχα νὰ πιῶ καὶ γι᾿ αὐτὸ ὑπόφερα φοβερὰ ἀπὸ τὴν ἔλλειψή του. Ἐπίσης μοῦ ἐρχόταν ἡ ἐπιθυμία γιὰ τὰ αἰσχρὰ τραγούδια, ποὺ πάντοτε μ᾿ ἀναστάτωνε καὶ μ᾿ ἔσπρωχνε γιὰ νὰ τραγουδῶ τὰ τραγούδια τῶν δαιμόνων, ποὺ εἶχα μάθει. Ἀμέσως ὅμως, μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ μὲ κτυπήματα στὸ στῆθος, ἔφερα στὴ σκέψη μου τὴ συμφωνία ποὺ ὑπόγραψα πηγαίνοντας στὴν ἔρημο. Παρευρισκόμουνα νοερὰ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Θεοτόκου, τῆς ἀναδόχου μου καὶ τὴν παρακαλοῦσα μὲ δάκρυα νὰ διώξει τοὺς λογισμούς, ποὺ βασάνιζαν τὴν ἄθλια μου ψυχή. Ὅταν δὲ δάκρυζα πολλὴν ὥρα καὶ κτυποῦσα τὸ στῆθος μου, ἔβλεπα ἀπὸ παντοῦ νὰ λάμπει γύρω μου φῶς καὶ ἀπὸ τότες, μετὰ τὴν τρικυμία, βασίλευε εἰρήνη μέσα μου».
«Τοὺς λογισμοὺς δὲ ποὺ μὲ ὠθοῦσαν καὶ πάλι στὴν πορνεία, πῶς νὰ σοῦ τοὺς διηγηθῶ, Ἀββᾶ; Μιὰ φωτιὰ ἄναβε μέσα στὴν ταλαίπωρη καρδιά μου, ποὺ μ᾿ ἐφλόγιζε ὁλόκληρη καὶ ἐρέθιζε τὴν ἐπιθυμία τῆς πορνείας. Ἀμέσως δὲ μόλις μὲ πρόσβαλλε τέτοιος λογισμός, ἔπεφτα στὴ γῆ καὶ ἔβρεχα μὲ δάκρυα τὸ ἔδαφος, ἐπειδὴ νόμιζα ὅτι, αὐτὴ ποὺ μοῦ ἐγγυήθηκε, παρευρισκόταν ἐνώπιόν μου, σὰν προστάτης καὶ μοῦ ἐπέβαλλε τιμωρίες γιὰ τὴν παράβαση».
«Δὲν σηκωνόμουνα ἀπὸ τὴ γῆ, ἔστω κι᾿ ἂν περνοῦσε τὸ εἰκοσιτετράωρο, μέχρις ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο, τὸ γλυκό, ἔλαμπε γύρω μου καὶ ἔδιωχνε τοὺς λογισμοὺς ποὺ μ᾿ ἐνοχλοῦσαν. Τὰ μάτια λοιπόν, τῆς ψυχῆς μου εἶχα συνεχῶς στραμμένα πρὸς τὴν ἐγγυήτριά μου, ἀπὸ τὴν ὁποία ζητοῦσα νὰ μὲ βοηθήσει στὸ πέλαγος αὐτὸ τῆς ἐρήμου ποὺ βρισκόμουνα. Πραγματικὰ εἶχα αὐτὴ τὴ βοήθεια καὶ ἔτσι πέρασα τὸ διάστημα αὐτὸ τῶν δεκαεπτᾶ χρόνων παλεύοντας ἐναντίων ἑκατομμυρίων κινδύνων. Ἀπὸ τότε δὲ μέχρι τώρα ἡ Βοηθός μου παραστέκεται σ᾿ ὅλα καὶ μὲ κάθε τρόπο μὲ καθοδηγεῖ».
Εἶπε δὲ ὁ Ζωσιμᾶς σ᾿ αὐτή: «Δὲν βρέθηκες λοιπόν, σ᾿ ἀνάγκη τροφῆς ἢ ἐνδύματος;» Ἐκείνη δὲ τοῦ ἀπάντησε: «Καθὼς σοῦ ἀνέφερα ἀφοῦ ξόδεψα τὰ ψωμιὰ ἐκεῖνα, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν δεκαεφτὰ χρόνων τρεφόμουνα μὲ βότανα καὶ ἄλλα πράγματα ποὺ ἔβρισκα στὴν ἔρημο. Τὸ ἱμάτιο, ποὺ εἶχα, ὅταν πέρασα τὸν Ἰορδάνη, καταστράφηκε κι᾿ ἔτσι ἔνοιωθα πολὺ κρύο τὴν νύχτα καὶ ζέστη τὴ μέρα. Τόσο δὲ καιρὸ καιόμουνα ἀπὸ τὴ παγωνιά, ὥστε πολλὲς φορὲς συνέβηκε νὰ πέσω κάτω καὶ νὰ μείνω σχεδὸν ἀκίνητη καὶ ἀναίσθητη, εἶχα δὲ νὰ παλέψω ἐναντίον πολλῶν καὶ ποικίλων συμφορῶν καὶ ἀνήκουστων πειρασμῶν. Ἀπὸ τότε δὲ μέχρι σήμερα ἡ ποικίλη δύναμη τοῦ Θεοῦ διατηροῦσε τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή μου, καὶ ἐννοῶ τὰ διάφορα κακά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μ᾿ ἐγλύτωσε ὁ Κύριος. Ἔχοντας δὲ σὰν τροφὴ ἀνέξοδο τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μου, τρεφόμουνα καὶ σκεπαζόμουνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐξουσιάζει τὰ σύμπαντα, γιατὶ καθὼς εἶπε «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος».
Ἐπειδὴ δὲ ὁ Ζωσιμᾶς ἄκουσε ὅτι καὶ ἀποφθέγματα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἀνάφερε, τόσον ἀπὸ τὸν Μωυσῆ, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν Ἰὼβ καὶ ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν ψαλμῶν, τῆς εἶπε: «Διάβασες ὦ κυρία μου, ψαλμοὺς ἡ ἄλλα βιβλία;» Ἐκείνη δέ, χαμογέλασε καὶ εἶπε στὸ Γέροντα: «Πίστεψε, ἄνθρωπέ μου, ὅτι δὲν εἶδα ἄλλον ἄνθρωπο ἀπὸ τότε ποὺ πέρασα τὸν Ἰορδάνη, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δικό σου πρόσωπο, ἀλλὰ οὔτε κανένα θηρίο ἢ ζῶο ἀπὸ τότε ποὺ κατοίκησα σ᾿ αὐτὴν τὴν ἔρημο. Ἑπομένως δὲν ἔμαθα καθόλου γράμματα, οὔτε καὶ ἄκουσα κανένα νὰ ψάλλει ἢ νὰ διαβάζει. Ἀλλὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ζωντανὸς καὶ ἐνεργός, αὐτὸς διδάσκει τὸν ἄνθρωπο. Ὡς ἐδῶ τελειώνει ἡ διήγησή μου. Τώρα δὲ σὲ ἐξορκίζω στὸν ἐνανθρωπήσαντα λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ εὔχεσαι γιὰ μένα τὴν ἁμαρτωλή».
Ἀφοῦ ἐκείνη εἶπε αὐτά, ὁ Γέροντας βιάστηκε νὰ βάλει μετάνοια, κράζοντας δακρυσμένος: «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος δημιούργησε μεγάλα καὶ θαυμαστά, ἔνδοξα καὶ ἐξαίσια, τῶν ὁποίων δὲν ὑπάρχει ἀριθμός. Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μοῦ ἔδειξες, ὅσα χαρίζεις σ᾿ ἐκείνους ποὺ σὲ φοβοῦνται. Γιατὶ ἀλήθεια δὲν ἐγκαταλείπεις Κύριε, ἐκείνους ποὺ Σὲ ἐκζητοῦν».
Η ΟΣΙΑ ΧΩΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΖΩΣΙΜΑ
Ἐκείνη δέ, ἀφοῦ ἔπιασε τὸ Γέροντα, δὲν τὸν ἄφησε νὰ ἀποτελειώσει τὴ μετάνοια, ἀλλὰ εἶπε σ᾿ αὐτόν: «Ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ ἄκουσες, σὲ ἐξορκίζω στ᾿ ὄνομα τοῦ Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας, νὰ μὴ πεῖς σὲ κανένα μέχρι ποὺ νὰ πεθάνω. Τώρα πήγαινε στὸ καλὸ καὶ πάλι τὸν ἐρχόμενο χρόνο θὰ μὲ δεῖς. Νὰ κάμεις μόνο γιὰ τὸν Κύριο ἐκεῖνο ποὺ σοῦ παραγγέλω, στὶς ἱερὲς νηστεῖες τοῦ ἐρχόμενου χρόνου μὴν περάσεις τὸν Ἰορδάνη, ὅπως ἀκριβῶς ὑπάρχει συνήθεια νὰ κάνουν στὸ Μοναστήρι».
Ἀποροῦσε δὲ ὁ Ζωσιμᾶς ἀκούοντας, ὅτι καὶ τὸν κανόνα τοῦ Μοναστηριοῦ γνώριζε καὶ δὲν ἔλεγε τίποτε ἄλλο, ἐκτός: «Δόξα τῷ Θεῷ, ὁ Ὁποῖος χαρίζει πολλὰ στοὺς ἀγαπῶντας Αὐτόν». Ἐκείνη δὲ εἶπε: «Μεῖνε λοιπόν, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, καθὼς εἶπα στὸ Μοναστήρι, γιατὶ ἂν θελήσεις νὰ βγεῖς, δὲν θὰ σοῦ γίνει καλό. Τὴ δὲ Μεγάλη Πέμπτη πάρε τὴ Θεία κοινωνία καὶ ἔλα στὸ μέρος τοῦ Ἰορδάνη, ποὺ πλησιάζει τὶς κατοικημένες περιοχές, γιὰ νὰ ἔλθω ἐκεῖ νὰ κοινωνήσω τῶν ζωοποιῶν δώρων, γιατὶ ἀπὸ τότε ποὺ κοινώνησα στὸ ναὸ τοῦ Προδρόμου, πρὶν περάσω τὸν Ἰορδάνη δὲν ξανακοινώνησα. Γι᾿ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ, μὴν παρακούσεις στὴ παράκλησή μου, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε νὰ μοῦ φέρεις τὰ ζωοποιὰ αὐτὰ Θεῖα Μυστήρια, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Κύριος ἔκανε μέτοχους τοὺς Μαθητὲς του τοῦ Θείου Δείπνου. Εἰς δὲ τὸν Ἀββᾶ Ἰωάννη, τὸν ἡγούμενο τοῦ Μοναστηριοῦ, νὰ πεῖς αὐτά: «Πρόσεχε, ἀδελφέ, ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, καὶ ἀπὸ τοὺς μοναχούς τοῦ μοναστηριοῦ, γιατὶ ἐκεῖ γίνονται μερικὰ πράγματα ποὺ θέλουν διόρθωση. Ἀλλὰ δὲν θέλω νὰ πεῖς τώρα αὐτά, ἀλλ᾿ ὅταν σοῦ ἐπιτρέψει ὁ Κύριος». Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Γέροντα νὰ προσεύχεται καὶ γι᾿ αὐτή, ἀναχώρησε πρὸς τὴν ἔρημο. Ὁ δὲ Ζωσιμᾶς ἀφοῦ γονάτισε καὶ προσκύνησε τὴ γῆ, ὅπου ἦταν τὰ ἴχνη τῶν ποδιῶν της, δόξασε τὸν Θεὸ καὶ ἀφοῦ τὸν εὐχαρίστησε, ἐπέστρεψε μὲ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀγαλλίαση δοξάζοντας καὶ εὐλογώντας Αὐτόν. Ἀφοῦ δὲ διαπέρασε πάλιν ἐκείνη τὴν ἔρημο, ἔφτασε στὸ Μοναστήρι, τὴ μέρα ποὺ συνηθίζουν νὰ ἐπιστρέφουν αὐτοὶ ποὺ μένουν σ᾿ αὐτό.
Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Καὶ καθ᾿ ὅλο ἐκεῖνο τὸ χρόνο, ὁ Γέροντας ἡσύχαζε, χωρὶς νὰ τολμᾶ νὰ πεῖ σὲ κανένα τίποτα, ἀπ᾿ ὅσα εἶδε, παρακαλοῦσε μόνο ἀπὸ μέσα του τὸ Θεὸ νὰ τοῦ δείξει καὶ πάλι τὸ πρόσωπο ποὺ ἐπιθυμοῦσε. Στεναχωριόταν δὲ καὶ λυπόταν πάρα πολύ, ὅταν σκεφτόταν τὴ χρονικὴ περίοδο, ἤθελε δέ, ἂν ἦταν δυνατό, ὁ χρόνος νὰ γινότανε μία μέρα. Ὅταν δὲ ἔφτασε ἡ Κυριακὴ ποὺ θὰ ἄρχιζαν οἱ ἱερὲς νηστεῖες, ἀμέσως μετὰ τὴν καθιερωμένη εὐχή, ὅλοι μὲν οἱ ἄλλοι βγῆκαν ψάλλοντες, αὐτὸς ὅμως ἀρρώστησε καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ μείνει στὸ Μοναστήρι, ὁπότε θυμήθηκε τὴν Ὁσία, ποὺ τοῦ εἶπε: «Ἂν θέλεις νὰ βγεῖς, δὲν θὰ σοῦ γίνει καλό». Ὅταν δὲ πέρασαν λίγες μέρες ἀνέλαβε ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια καὶ παρέμεινε τὸ Μοναστήρι.
Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΠΡΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Ὅταν δὲ πάλιν οἱ μοναχοὶ ἐπέστρεψαν καὶ ἔφτασε ἡ νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ἔκαμε ὅσα τὸν διάταξε καὶ ἀφοῦ ἔβαλε σ᾿ ἕνα μικρὸ ποτήρι τὸ Ἄχραντο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας, ἀναχώρησε πολὺ πρωί, φέροντας μαζί του καὶ μικρὸ καλάθι ἀπὸ φοίνικα καὶ φακὲς βρεγμένες. Ὅταν δὲ ἔφτασε στὸν Ἰορδάνη κάθησε στὸ χεῖλος του καὶ περίμενε νὰ ἔλθει ἡ Ὁσία. Ἐπειδὴ ὅμως καθυστεροῦσε νὰ ἔλθει ἡ ἱερὴ γυναίκα, ὁ Ζωσιμᾶς παρέμεινε ἄγρυπνος, βλέποντας προσεχτικὰ τὴν ἔρημο καὶ περιμένοντας νὰ τὴ δεῖ. Ἔλεγε δὲ ἀπὸ μέσα του ὁ Γέροντας καθισμένος: «Μήπως συνέβηκε τίποτε καὶ τὴν ἐμπόδισε νὰ ἔλθει; Μήπως ἦλθε καὶ ἐπειδὴ δὲν μὲ βρῆκε ἐπέστρεψε;»
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ δάκρυσε καὶ ἀναστέναξε κὰ ἀφοῦ σήκωσε τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, παρακάλεσε τὸν Θεό, λέγοντας: «Δέσποτα καὶ πάλι ἐπέτρεψε νὰ δῶ ἐκεῖνο ποὺ πεθυμοῦσα κι᾿ ἔτσι νὰ μὴ φύγω ἄπρακτος, ἐλεγχόμενος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου». Ἐνῷ ὅμως προσευχόταν καὶ ἔλεγε αὐτὰ κλαίοντας, παρέπεσε σ᾿ ἄλλο λογισμό, λέγοντας ἀπὸ μέσα του: «Ὅταν ἔλθει, πὼς θὰ περάσει τὸν Ἰορδάνη καὶ νὰ ἔλθει κοντά μου, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει πλοῖο; Ἀλοίμονο τότε σὲ μένα τὸν ἀνάξιο καὶ ἐλεεινό, ποὺ θὰ στερηθῶ τέτοιου καλοῦ, νὰ λάβω τὴν εὐχὴν τῆς Ὁσίας».
Η ΟΣΙΑ ΚΟΙΝΩΝΑ
Ἐνῶ ὅμως, ὁ Γέροντας συλλογιζότανε αὐτά, ἰδοὺ ἔφτασε καὶ ἡ Ὁσία γυναίκα, ποὺ στάθηκε στὸ ἀπέναντι μέρος τοῦ ποταμοῦ, ἀπ᾿ ὅπου ἐρχόταν. Τότε ὁ Ζωσιμᾶς στάθηκε ὄρθιος χαίροντας καὶ δοξάζοντας τὸν Θεό.
Ἀλλὰ συνέχιζε νὰ παλεύει μὲ τὸ λογισμό, πῶς δηλαδὴ θὰ περνοῦσε τὸν ποταμό, ὁπότε βλέπει αὐτὴν νὰ κάμει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ (ἂν καὶ ἦταν νύκτα, ὅμως ἔφεγγε, γιατὶ ἦταν πανσέληνος) καὶ ἀφοῦ περπάτησε πάνω στὸ νερὸ ἦλθε κοντά του. Μόλις δὲ ἐκεῖνος πῆγε νὰ βάλει μετάνοια, ἐκείνη τὸν ἐμπόδισε λέγοντας: «Τί κάμνεις Ἀββᾶ, θέλεις νὰ βάλεις μετάνοια, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἱερέας καὶ μάλιστα κρατᾶς τὰ Θεῖα Δῶρα;» Ἐκεῖνος ὑπάκουσε καὶ τότε ἡ Ὁσία τοῦ εἶπε:
«Εὐλόγησε, Πάτερ, εὐλόγησε». Ὁ δὲ Γέροντας τρέμοντας καὶ θαυμάζοντας καὶ τὸ τέτοιο θέαμα, ἀποκρίθηκε σ᾿ αὐτήν: «Πραγματικὰ εἶναι ἀληθινὸς ὁ Θεός, λέγοντας ὅτι μποροῦμε νὰ ὁμοιωθοῦμε μαζί Του, φτάνει νὰ θελήσουμε νὰ καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας. Δόξα σοὶ Χριστέ, ὁ Θεός μας, ὁ Ὁποῖος δὲν στέρησες τὸ ἔλεός σου ἀπὸ μένα τὸ δοῦλο σου. Δόξα σοι Χριστέ, ὁ Θεός μας, ὁ Ὁποῖος μου φανέρωσες μέσῳ αὐτῆς τῆς δούλης Σου, πόσον ἀπέχω ἀπὸ τὴν τελειότητα».
Ἐνῷ ἔλεγε αὐτὰ ἡ γυναίκα ζήτησε νὰ πεῖ τὸ «Πιστεύω» καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ ὅταν τέλειωσε τὸν ἀσπάστηκε κατὰ τὴ μοναχικὴ συνήθεια καὶ μετάλαβε τῶν Ζωοποιῶν Μυστηρίων. Ἀφοῦ δὲ σήκωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανό, ἀναστέναξε μὲ δάκρυα κὰ εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην Σου, Δέσποτα κατὰ τὸ ῥῆμα σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου».
Τότε λέει στὸν Γέροντα: «Συγχώρησέ με, Ἀββᾶ, καὶ ἐκπλήρωσέ μου καὶ ἄλλην ἐπιθυμίαν. Νὰ γυρίσεις τώρα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὸ Μοναστήρι καὶ τὸν ἐρχόμενο χρόνο νὰ ἔλθεις καὶ πάλι σ᾿ ἐκεῖνο τὸν χείμαρρο, ὅπου μὲ συνάντησες τὴν πρώτη φορά. Νὰ ἔλθεις ὁπωσδήποτε καὶ θὰ μὲ δεῖς καθὼς θέλει ὁ Κύριος». Ὁ δὲ Ζωσιμᾶς τῆς ἀποκρίθηκε: «Μακάρι νὰ ἤμουν ἅγιος ἀπὸ τώρα νὰ σὲ ἀκολουθήσω καὶ νὰ βλέπω παντοτεινὰ τὸ τίμιό Σου πρόσωπο. Ἀλλὰ πάρε καὶ φάε ἀπὸ τὴ λίγη αὐτὴ τροφὴ ποὺ σοῦ ἔφερα». Καὶ λέγοντας αὐτά, τῆς ἔδωσε τὸ μικρὸ καλάθι ποὺ κρατοῦσε. Ἡ δὲ γυναίκα, ἀφοῦ πῆρε μὲ τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων της τρεῖς κόκκους φακῆς, τοὺς ἔβαλε στὸ στόμα της λέγοντας: «Εἶναι ἀρκετὴ ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ συντηρεῖ καὶ νὰ φυλάει τὴν οὐσία τῆς ψυχῆς καθαρή». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, στράφηκε πρὸς τὸν Γέροντα καὶ τοῦ ζήτησε νὰ προσεύχεται στὸν Κύριο γι᾿ αὐτὴ τὴν ἁμαρτωλή. Ὁ Γέροντας ἄγγιξε τότε τὰ πόδια τῆς Ὁσίας καὶ ἀφοῦ προσευχήθηκε μὲ δάκρυα καὶ στεναγμούς, τὴν ἄφησε νὰ φύγει, γιατὶ δὲν τολμοῦσε νὰ κρατήσει περισσότερο τὴν ἀκράτητη. Ἡ δὲ Ὁσία, ἀφοῦ ἔκαμνε καὶ πάλι τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, περπάτησε πάνω στὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ, ὅπως καὶ προηγουμένως καὶ τὸν διαπέρασε. Ὁ δὲ Γέροντας γύρισε πίσω μὲ πολὺ χαρὰ καὶ φόβο συγχρόνως, ἀλλὰ περιγελοῦσε τὸν ἑαυτό του, γιατὶ δὲν ρώτησε νὰ μάθει τ᾿ ὄνομα τῆς Ὁσίας, ἔλπιζε ὅμως νὰ τὸ πετύχει τὸν ἐρχόμενο χρόνο.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ
Ὅταν δὲ πέρασε ὁ χρόνος, ὁ Ζωσιμᾶς ἦλθε πάλι στὴν ἔρημο καί πῆγε νὰ δεῖ ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα. Ἀφοῦ περπάτησε ὅλο τὸ δρόμο καὶ ἔφτασε στὸ τόπο ποὺ ζητοῦσε κοίταξε δεξιά, καὶ ἀριστερά, προσπαθώντας νὰ συλλάβει σὰν ἔμπειρος κυνηγὸς τὸ θήραμά του. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔβλεπε πουθενὰ τίποτα νὰ κινεῖται, ἄρχισε νὰ κλαίει πικρὰ καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὸ βλέμμα ψηλὰ προσευχήθηκε λέγοντας: «Δεῖξε, μου Δέσποτα τὸ θησαυρό, δηλαδὴ τὸν ἐπίγειο Ἄγγελο, τοῦ ὁποίου ὁ κόσμος δὲν εἶναι ἄξιος». Καὶ ἐνῶ εὐχόταν αὐτά, ἔφτασε στὸ γνωστὸ τόπο, ὅπου βρῆκε τὴν Ὁσία νεκρὴ μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια καὶ στραμμένη πρὸς τὴν ἀνατολὴ καὶ ἀφοῦ ἔτρεξε κοντά της ἔπλυνε τὰ πόδια μὲ τὰ δάκρυά του, γιατὶ δὲν τολμοῦσε σὲ κανένα ἄλλο μέρος νὰ τὴν ἀγγίξει.
Ἀφοῦ λοιπὸν δάκρυσε ἀρκετὰ καὶ εἶπε τοὺς κατάλληλους ψαλμούς, ἀνέπεμψε ἐπιτάφια εὐχὴ κὰ εἶπε ἀπὸ μέσα του: «Μήπως πρέπει νὰ θάψω τὸ λείψανο τῆς Ὁσίας; Ἢ μήπως ὄχι, γιατὶ δὲν τῆς ἀρέσει αὐτό;», Καὶ ἐνῶ σκεφτόταν αὐτά, εἶδε κοντὰ στὴν κεφαλὴ της χαραγμένες στὴ γῆ λέξεις: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψε σ᾿ αὐτὸ τὸν τόπο τὸ λείψανο τῆς Μαρίας καὶ προσευχήσου στὸ Θεὸ γιὰ μένα, ποὺ πέθανα τὸ μήνα Φαρμαιθὶ (Ἀπρίλιο), τὴν πρώτη ἐκείνη νύκτα τοῦ σωτηρίου Πάθους, κατὰ τὴν ὁποία κοινώνησα». Ὅταν ὁ Γέροντας τὰ διάβασε, χάρηκε ποὺ ἔμαθε τὸ ὄνομα τῆς Ὁσίας καὶ ἔμαθε ὅτι μόλις κοινώνησε τὰ Θεῖα Μυστήρια ἦλθε σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος γιὰ νὰ περπατήσει, μὲ πολὺ κόπο, ἡ Μαρία τὸν κάλυψε σὲ μιὰν ὥρα καὶ ἀμέσως μετὰ παρέδωσε τὴ ψυχή της στὸ Θεό.
Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΗΣ
Δοξάζοντας δὲ τὸ Θεὸ καὶ βρέχοντας τὸ σῶμα τῆς Μαρίας μὲ δάκρυα εἶπε ἀπὸ μέσα του: «Εἶναι ὥρα ταπεινὲ Ζωσιμᾶ, νὰ ἐκτελέσεις τὴ διαταγή, ἀλλὰ πῶς θὰ βγάλεις, ταλαίπωρε, λάκκο, χωρὶς νὰ ἔχεις κανένα μέσο στὰ χέρια σου;» Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, εἶδε πιὸ πέρα ἕνα μικρὸ ξύλο πεταμένο στὴ γῆ, ποὺ ἀφοῦ τὸ πῆρε ἄρχισε νὰ σκάβει. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ ἔδαφος ἦταν σκληρὸ δὲν σκαβότανε, ἔτσι ὁ Γέροντας ὑπόφερε κοπιάζοντας καὶ ἱδρώνοντας. Μιὰ στιγμὴ ἀναστέναξε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὸ πρόσωπο, εἶδε ἕνα μεγάλο λιοντάρι νὰ στέκει δίπλα στὸ λείψανο τῆς Ὁσίας καὶ νὰ γλύφει τὰ ἴχνη της.
Αὐτὸς μόλις εἶδε τὸ θηρίο, τρόμαξε ἀπὸ φόβο, ἀλλ᾿ ὅταν θυμήθηκε τὰ λόγια τῆς Ὁσίας, ποὺ εἶπε ὅτι οὐδέποτε εἶδε θηρίο, ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ πίστεψε ὅτι ἡ δύναμη τῆς Ὁσίας θὰ τὸν προφυλάξει ἀπὸ κάθε κίνδυνο. Τὸ δὲ λιοντάρι ἀφοῦ ἦλθε κοντὰ στὸν Γέροντα τὸν ἔγλυφε στὰ πόδια. Τότε ὁ Ζωσιμᾶς ἀφοῦ στράφηκε σ᾿ αὐτὸ εἶπε: «Ἐπειδὴ ὦ θηρίο, ἡ Μεγάλη ἐπέτρεψε νὰ ταφεῖ τὸ λείψανό της καὶ ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι γέρος καὶ δὲν μπορῶ νὰ σκάψω λάκκο (ἀλλ᾿ οὔτε καὶ κανένα ἐργαλεῖο κατάλληλο ἔχω, γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπό, καὶ οὔτε μπορῶ νὰ ἐπιστρέψω καὶ νὰ τὸ φέρω ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης ἀπόστασης), ἄνοιξε ἐσὺ τὸ λάκκο μὲ τὰ νύχια σου, γιὰ νὰ ἀποδώσουμε στὴ γῆ τὸ λείψανο τῆς Ὁσίας». Ἀμέσως μετὰ τὰ λόγια τοῦ Γέροντα, τὸ λιοντάρι ἔσκαψε μὲ τὰ μπροστινά του πόδια λάκκο, ὅσο χρειαζόταν γιὰ τὴ ταφὴ τοῦ σώματος.
Ὁ Γέροντας, ἀφοῦ καὶ πάλι ἔπλυνε μὲ δάκρυα τὰ πόδια τῆς Ὁσίας καὶ ἀφοῦ τὴν παρακάλεσε πολὺ νὰ πρεσβεύει πρὸς τὸν Θεὸ ὑπὲρ πάντων σκέπασε τὸ σῶμα μὲ χῶμα, ἐνῶ παρευρισκόταν καὶ τὸ λιοντάρι. Κάλυψε δὲ τὸ σῶμα τῆς Ὁσίας μ᾿ ἐκεῖνο τὸ σχισμένο ἱμάτιο, ποὺ τῆς εἶχε ρίξει ἀπὸ πίσω της ὁ Ζωσιμᾶς τὴ πρώτη φορὰ ποὺ τὴ συνάντησε καὶ ἀπὸ τότε ἡ Μαρία κάλυπτε μ᾿ αὐτὸ ὁρισμένα μέρη τοῦ σώματός της.
Ὕστερα ἀναχώρησαν καὶ οἱ δυό, καὶ τὸ μὲν λιοντάρι προχώρησε σὰν πρόβατο στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐρήμου, ὁ δὲ Ζωσιμᾶς γύρισε πίσω στὸ Μοναστήρι εὐλογώντας καὶ δοξάζοντας τὸ Θεό, διηγήθηκε δὲ ὅλα στοὺς μοναχούς, χωρὶς ν᾿ ἀποκρύψει τίποτα, ἀπ᾿ ὅσα εἶδε κι᾿ ἄκουσε. Ἐκεῖνοι δὲ ὅταν ἄκουσαν αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ὑπερθαύμασαν καὶ μὲ πολὺ φόβο καὶ πόθο τηροῦσαν τὴ μνήμη τῆς Ὁσίας. Ὁ δὲ ἡγούμενος Ἰωάννης, ἀφοῦ ἐρεύνησε καὶ βρῆκε σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τῆς Ὁσίας μερικὰ σφάλματα στὸ μοναστήρι, φρόντισε καὶ τὰ διόρθωσε, γιὰ νὰ μὴ βγεῖ καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ἄχρηστος ἢ μάταιος ὁ λόγος τῆς Ὁσίας. Στὸ μοναστήρι δὲ τοῦτο πέθανε καὶ ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, σὲ ἡλικία 100 χρονῶν.
Ἐκδοσις: Ὀρθόδοξον Ἵδρυμα «Ἀπόστολος Βαρνάβας»