258_1428439860Σε καιρὸ εὐνοίας σὲ ἐπήκουσα καὶ σὲ ἡμέρα σωτηρίας σ’ ἐβοήθησα», εἶπε ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ἠσαΐα (Ἡσ. 49,8). Καλὸ λοιπὸν εἶναι νὰ εἰπῶ σήμερα τὸ ἀποστολικὸ ἐκεῖνο πρὸς τὴν ἀγάπη σας· «Ἰδοὺ καιρὸς εὔνοιας, ἰδοὺ ἡμέρα σωτηρίας· ἂς ἀπορρίψωμε λοιπὸν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἂς ἐκτελέσωμε τὰ ἔργα τοῦ φωτός, ἂς περιπατήσωμε μὲ σεμνότητα, σὰν σὲ ἡμέρα»(Β΄ Κορ. 6,2·Ρωμ. 13,12). 

Διότι προσεγγίζει ἡ ἀνάμνησις τῶν σωτηριωδῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ νέο καὶ μέγα καὶ πνευματικὸ Πάσχα, τὸ βραβεῖο τῆς ἀπαθείας, τὸ προοίμιο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.

Καὶ τὸ προκηρύσσει ὁ Λάζαρος ποὺ ἐπανῆλθε ἀπὸ τὰ βάραθρα τοῦ ἅδη, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς τὴν τετάρτη ἡμέρα μὲ μόνο τὸν λόγο καὶ τὸ πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει τὴν ἐξουσία ζωῆς καὶ θανάτου, καὶ προανυμνοῦν παιδιὰ καὶ πλήθη λαοῦ ἄκακα μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ θείου Πνεύματος αὐτὸν ποὺ λυτρώνει ἀπὸ τὸν θάνατο, ποὺ ἀνεβάζει τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὸν ἅδη, ποὺ χαρίζει ἀΐδια ζωὴ στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα.

Ἄν λοιπὸν κανεὶς θέλη ν’ ἀγαπᾶ τὴ ζωή, νὰ ἰδῆ ἀγαθὲς ἡμέρες, ἂς φυλάττη τὴν γλώσσα του ἀπὸ κακὸ καὶ τὰ χείλη τοῦ ἂς μὴ προφέρουν δόλο· ἂς ἐκκλίνη ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ ἂς πράττη τὸ ἀγαθό Α΄ Πέτρ. 3,10ε. · Ψαλμ. 33, 13-15). Κακὸ λοιπὸν εἶναι ἡ γαστριμαργία, ἡ μέθη καὶ ἡ ἀσωτία· κακὸ εἶναι ἡ φιλαργυρία, ἡ πλεονεξία καὶ ἡ ἀδικία· κακὸ εἶναι ἡ κενοδοξία, ἡ θρασύτης καὶ ἡ ὑπερηφάνεια. Ἂς ἀποφύγη λοιπὸν ὁ καθένας τέτοια κακὰ καὶ ἂς ἐπιτελῆ τὰ ἀγαθά.

Ποιὰ εἶναι αὐτά; Ἡ ἐγκράτεια, ἡ νηστεία, ἡ σωφροσύνη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ μακροθυμία, ἡ ἀγάπη, ἡ ταπείνωσις. Ἃς ἐπιτελοῦμε λοιπὸν αὐτά, γιὰ νὰ μεταλάβωμε ἀξίως τοῦ θυσιασθέντος γιὰ χάρι μας ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἂς λάβωμε ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἀρραβώνα τῆς ἀφθαρσίας γιὰ νὰ τὸν φυλάξωμε κοντά μας σ’ ἐπιβεβαίωσι τῆς ὑπεσχημένης πρὸς ἐμᾶς κληρονομίας στοὺς οὐρανούς.

Ἀλλὰ εἶναι μήπως δυσκατόρθωτο τὸ ἀγαθὸ καὶ οἱ ἀρετὲς εἶναι δυσκολώτερες ἀπὸ τὶς κακίες; Ἐγὼ πάντως δὲν τὸ βλέπω· διότι περισσοτέρους πόνους ὑφίσταται ἀπὸ ἐδῶ ὁ μέθυσος καὶ ὁ ἀκρατὴς ἀπὸ τὸν ἐγκρατῆ, ὁ ἀκόλαστος ἀπὸ τὸν σώφρονα, ὁ ἀγωνιζόμενος νὰ πλουτήση ἀπὸ τὸν ζῶντα μὲ αὐτάρκεια, αὐτὸς ποὺ ἐπιζητεῖ ν’ ἀποκτήση δόξα ἀπὸ τὸν διάγοντα σὲ ἀφάνεια· ἀλλ’ ἐπειδὴ λόγω τῆς ἡδυπαθείας μας οἱ ἀρετὲς μᾶς φαίνονται δυσκολώτερες, ἃς βιάσωμε τοὺς ἑαυτούς μας· διότι ὁ Κύριος λέγει «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βιαστῆ καὶ οἱ βιασταὶ τὴν ἁρπάζουν» (Ματθ. 11,12).

Χρειαζόμαστε λοιπὸν ὅλοι προσπάθεια καὶ προσοχή, ἔνδοξοι καὶ ἄδοξοι, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, πλούσιοι καὶ πτωχοί, ὥστε ν’ ἀπομακρύνωμε ἀπὸ τὴν ψυχὴ μας τὰ πονηρὰ αὐτὰ πάθη καὶ ἀντὶ αὐτῶν νὰ εἰσαγάγωμε σ’ αὐτὴν ὅλη τὴ σειρὰ τῶν ἀρετῶν. Πραγματικὰ ὁ γεωργὸς καὶ ὁ σκυτοτόμος, ὁ οἰκοδόμος καὶ ὁ ράπτης, ὁ ὑφαντῆς καὶ γενικῶς ὁ καθένας ποὺ ἐξασφαλίζει τὴ ζωή του μὲ τοὺς κόπους καὶ τὴν ἐργασία τῶν χεριῶν του, ἐὰν ἀποβάλουν ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοὺς τὴν ἐπιθυμία τοῦ πλούτου καὶ τῆς δόξας καὶ τῆς τρυφῆς, θὰ εἶναι μακάριοι· διότι αὐτοὶ εἶναι οἱ πτωχοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους προορίζεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ γι’ αὐτοὺς εἶπε ὁ Κύριος, «μακάριοι εἶναι οἱ πτωχοὶ κατὰ τὸ πνεῦμα» (Ματθ. 5,3). Πτωχοὶ δὲ κατὰ τὸ πνεῦμα εἶναι αὐτοὶ ποὺ λόγω τοῦ ἀκαυχήτου καὶ ἀφιλοδόξου καὶ ἀφιληδόνου τοῦ πνεύματος, δηλαδὴ τῆς ψυχῆς, ἢ ἔχουν ἑκουσίαν καὶ τὴν ἐξωτερικὴ πτωχεία ἢ τὴν βαστάζουν γενναίως, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἀκουσία. Αὐτοὶ ὅμως ποὺ πλουτοῦν καὶ εὐημεροῦν καὶ ἀπολαύουν τὴν πρόσκαιρη δόξα καὶ γενικῶς ὅσοι εἶναι ἐπιθυμητοὶ αὐτῶν τῶν καταστάσεων θὰ περιπέσουν σὲ δεινότερα πάθη καὶ θὰ ἐμπέσουν σὲ μεγαλύτερες, περισσότερες καὶ δυσχερέστερες παγίδες τοῦ Διαβόλου· διότι αὐτὸς ποὺ ἐπλούτησε δὲν ἀποβάλλει τὴν ἐπιθυμία τοῦ πλουτισμοῦ, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν αὐξάνει, ὀρεγόμενος περισσότερα ἀπὸ προηγουμένως. Ἔτσι καὶ ὁ φιλήδονος καὶ ὁ φίλαρχος καὶ ὁ ἄσωτος καὶ ὁ ἀκόλαστος αὐξάνουν μᾶλλον τὶς ἐπιθυμίες των παρὰ τὶς ἀποβάλλουν. Οἱ δὲ ἄρχοντες καὶ οἱ ἀξιωματοῦχοι προσλαμβάνουν καὶ δύναμι, ὥστε νὰ ἐκτελοῦν ἀδικίες καὶ ἁμαρτίες. 

Γι’ αὐτὸ εἶναι δύσκολο νὰ σωθῆ ἄρχων καὶ νὰ εἰσέλθη στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πλούσιος. «Πῶς», λέγει, «μπορεῖτε νὰ πιστεύετε σ’ ἐμένα λαμβάνοντας δόξα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ μὴ ζητώντας τὴν δόξα ἀπὸ τὸν Θεὸ μόνο» (Ἰω. 5,44); Ἀλλ’ ὅποιος εἶναι εὔπορος ἢ ἀξιωματοῦχος ἢ ἄρχων ἂς μὴ ταράσσεται· διότι μπορεῖ, ἂν θέλη, νὰ ζήτηση τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πιέση τὸν ἑαυτό του, ὥστε ἀνακόπτοντας τὴν πρὸς τὰ χειρότερα ροπὴ νὰ ἀναπτύξη μεγάλες ἀρετὲς καὶ ν’ ἀπωθήση μεγάλες κακίες, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους ποὺ δὲν θέλουν. Μπορεῖ πραγματικὰ ὄχι μόνο νὰ δικαιοπραγῆ καὶ νὰ σωφρονῆ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς ποὺ θέλουν ν’ ἀδικοῦν καὶ ν’ ἀκολασταίνουν νὰ τοὺς ἐμποδίζη ποικιλοτρόπως, καὶ ὄχι μόνο νὰ παρουσιάζεται ὁ ἴδιος εὐπειθὴς στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ στοὺς κήρυκές του, ἀλλὰ καὶ τοὺς θέλοντας ν’ ἀπειθοῦν νὰ τοὺς φέρη σὲ ὑποταγὴ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ στοὺς προϊσταμένους τῆς κατὰ Χριστόν, ὄχι μόνο διὰ τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ γίνεται τύπος στοὺς ὑποδιεστέρους σὲ ὅλα τα ἀγαθά· διότι οἱ ἀρχόμενοι ἐξομοιοῦνται μὲ τὸν ἄρχοντα. 

Χρειάζεται λοιπὸν προσπάθεια καὶ βία καὶ προσοχὴ σὲ ὅλους μέν, ἀλλ’ ὄχι ἐξ ἴσου. Σ’ αὐτοὺς ποὺ εὑρίσκονται σὲ δόξα, πλοῦτο καὶ ἐξουσία, καθὼς καὶ στοὺς ἀσχολούμενους μὲ τοὺς λόγους καὶ τὴν ἀπόκτηση τῆς σοφίας, ἂν θὰ ἤθελαν νὰ σωθοῦν, χρειάζεται περισσότερη βία καὶ προσπάθεια, ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν φύσι τοὺς εἶναι δυσπειθέστεροι. Αὐτὸ μάλιστα γίνεται καταφανὲς καὶ ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀναγνώσθηκαν χθὲς καὶ σήμερα. Πραγματικά, μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἐτελέσθηκε στὸν Λάζαρο καὶ παρέστησε ὁλοφάνερα ὅτι αὐτὸς ποὺ τὸ ἔκαμε εἶναι Θεὸς οἱ μὲν ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ἐπείσθηκαν καὶ ἐπίστευσαν οἱ δὲ τότε ἄρχοντες, δηλαδὴ οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, τόσο ἀμετάπειστοι ἔμειναν, ὥστε νὰ ἐκμανοῦν περισσότερο ἐναντίον του καὶ νὰ θέλουν λόγω φρενοβλαβείας νὰ τὸν παραδώσουν σὲ θάνατο, αὐτὸν ποὺ καὶ μὲ ὅσα εἶπε καὶ μὲ ὅσα ἔπραξε ἀναφάνηκε κύριος ζωῆς καὶ θανάτου. 

Δὲν ἔχει δὲ νὰ εἰπῆ κανεὶς ὅτι τὸ γεγονὸς ὅτι τότε ὁ Χριστὸς ἐσήκωσε ἐπάνω τούς ὀφθαλμούς του καὶ εἶπε, «Πάτερ, σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἄκουσες», ἐστάθηκε ἐμπόδιο γιὰ τὸ νὰ θεωρήσουν ὅτι αὐτὸς εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα· διότι αὐτὸς προσθέτει ἐκεῖ λέγοντας πρὸς τὸν Πατέρα, «ἐγὼ δὲ, ἐγνώριζα ὅτι πάντοτε μὲ ἀκούεις, ἀλλὰ τὰ εἶπα γιὰ χάρι τοῦ ὄχλου ποὺ παρευρίσκονταν, γιὰ νὰ πιστεύσουν ὅτι ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες» (Ἰω. 11,42). 

Γιὰ νὰ γνωρίσουν δηλαδὴ ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὅτι εἶναι Θεὸς καὶ ἔρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅτι ἐνεργεῖ τὰ θαύματα ὄχι ἐναντίον ἀλλὰ μὲ συναίνεσι τοῦ Πατρός, ἐσήκωσε μὲν ἐμπρός σε ὅλους τούς ὀφθαλμούς του πρὸς τὸν Πατέρα, εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ἐκεῖνα ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι αὐτὸς ποὺ ὡμίλησε ἐπὶ γῆς εἶναι ἴσος μὲ τὸν ὑψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς Πατέρα. 

Ἔτσι, ὅπως στὴν ἀρχή, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ πλασθῆ ὁ ἄνθρωπος, προηγήθηκε βουλή, ἔτσι καὶ τώρα στὸ Λάζαρο, ὅπου ἐπρόκειτο ν’ ἀναπλασθῆ ὁ ἄνθρωπος, προηγήθηκε βουλή. Ἀλλὰ ἐκεῖ, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ πλασθῆ ὁ ἄνθρωπος, εἶπε ὁ Πατὴρ πρὸς τὸν Υἱὸ «ἃς κατασκευάσωμε ἄνθρωπο» καὶ ὁ Υἱὸς ἄκουσε, καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος παρήχθηκε στὴν ὕπαρξι· ἐδῶ δὲ τώρα εἶπε ὁ Υἱὸς καὶ ὁ Πατὴρ ἄκουσε, καὶ ἔτσι ἐζωοποιήθηκε ὁ Λάζαρος. 

Βλέπετε πόση εἶναι ἡ ὁμοτιμία καὶ ἡ ὁμοβουλία; Διότι ἡ μὲν μορφὴ τῆς προσευχῆς χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὸν παρευρισκόμενο ὄχλο, τὰ δὲ λόγια δὲν ἦταν λόγια προσευχῆς, ἀλλὰ δεσποτείας καὶ ἐξουσίας· «Λάζαρε, ἐλθὲ ἔξω», καὶ ἀμέσως ὁ τετραήμερος νεκρὸς παρουσιάσθηκε σ’ αὐτὸν ζωντανός· ἄραγε τοῦτο ἔγινε μὲ πρόσταγμα ἀναζωοῦντος ἢ μὲ προσευχὴ ζωοποιοῦντος; Ἐφώναξε δὲ μὲ μεγάλη φωνὴ ἐπίσης γιὰ τοὺς παρευρισκομένους· διότι μποροῦσε ὄχι μόνο μὲ μετρία φωνή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν θέληση μόνο νὰ τὸν ἀναστήση, ὅπως μποροῦσε νὰ τὸ κάμη καὶ ἀπέχοντας μακριὰ καὶ μὲ τὴν πέτρα ἐπάνω στὸν τάφο. Ἀλλὰ καὶ προσῆλθε στὸν τάφο καὶ εἶπε στοὺς παρευρισκομένους, ποὺ ἐσήκωσαν οἱ ἴδιοι τὴν πέτρα καὶ αἰσθάνθηκαν τὴ δυσωδία, κι ἐφώναξε μὲ μεγάλη φωνὴ καὶ τὸν ἐκάλεσε κι ἔτσι τὸν ἀνέστησε, ὥστε καὶ μὲ τὴν ὅρασί τους (διότι τὸν ἔβλεπαν ἐπάνω στὸν τάφο) καὶ μὲ τὴν ὄσφρησί τους (διότι αἰσθάνονταν τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ ποὺ ἦταν ἤδη στὴν τετάρτη ἡμέρα) καὶ μὲ τὴν ἁφὴ (διότι χρησιμοποιώντας τὰ χέρια τοὺς κατὰ πρώτον ἐσήκωσαν τὴν πέτρα ἀπὸ τὸ μνημεῖο, ὕστερα ἔλυσαν τὸ δέσιμο στὸ σῶμα καὶ τὸ σουδάριο στὸ πρόσωπο) καὶ μὲ τὰ αὐτιὰ τοῦ (ἀφοῦ ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου ἔφθανε σὲ ὅλων τὶς ἀκοὲς) νὰ καταλάβουν ὅλοι καὶ νὰ πιστεύσουν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ καλεῖ τα μὴ ὄντα σὲ ὄντα, ποὺ βαστάζει τὰ πάντα μὲ τὸν λόγο τῆς δυνάμεώς του, ποὺ καὶ στὴν ἀρχὴ μὲ λόγο μόνο ἐδημιούργησε τὰ ὄντα ἀπὸ μὴ ὄντα. 

Ὁ μὲν ἄκακος λαὸς λοιπὸν ἐπίστευσαν σ’ αὐτὸν μὲ ὅλα αὐτὰ ἔτσι, ὥστε νὰ μὴ κρατοῦν τὴν πίστι σιωπηρά, ἀλλὰ νὰ γίνουν κήρυκες τῆς θεότητός του μὲ ἔργα καὶ λόγια. Διότι μετὰ τὴν τετραήμερη ἔγερσι τοῦ Λαζάρου ὁ Κύριος εὐρῆκε ἕνα γαϊδουράκι, ποὺ προετοιμάσθηκε ἀπὸ τοὺς μαθητᾶς, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ἐκάθησε σ’ αὐτό, εἰσῆλθε στὰ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὴν προφητεία τοῦ Ζαχαρίου ποὺ προεῖπε, «μὴ φοβῆσαι, θυγατέρα Σιῶν, ἰδοὺ ἔρχεται ὁ βασιλεύς σου δίκαιος καὶ σωτήριος, πράος ἐπάνω σε ὑποζύγιο, σὲ πωλάρι ὄνου»(Ζάχ. 9,9· Ματθ. 21,5), Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ προφήτης ἐδείκνυε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ προφητευόμενος βασιλεύς, ποὺ εἶναι ὁ μόνος πραγμαπκὰ βασιλεὺς τῆς Σιῶν διότι, λέγει, ὁ βασιλεύς σου δὲν εἶναι φοβερὸς στοὺς παρατηρητᾶς, οὔτε εἶναι κάποιος βαρὺς καὶ κακοποιός, συνοδευόμενος ἀπὸ ὑπασπιστᾶς καὶ δορυφόρους, ἢ σύροντας πλῆθος πεζῶν καὶ ἱππέων, ζωντας μὲ πλεονεξία καὶ ἀπαιτώντας τέλη καὶ φόρους, δουλεῖες καὶ ὑπηρεσίες ἀγενεῖς καὶ ἐπιβλαβεῖς· ἀντιθέτως σημαία τοῦ εἶναι ἡ ταπείνωσις, ἡ πτωχεία καὶ ἡ εὐτέλεια, ἐφ’ ὅσον εἰσέρχεται ἐπάνω σε ὄνο χωρὶς καμμιὰ ἔπαρσι. Γι’ αὐτὸ αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος δίκαιος βασιλεὺς ποὺ σώζει μὲ δικαιοσύνη καὶ αὐτὸς εἶναι πράος ἔχοντας ὡς ἰδιότητά του τὴν πραότητα· διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του, «μάθετε ἀπὸ ἐμένα, ὅτι εἶμαι πράος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά». 

Ὁ μὲν βασιλεὺς λοιπὸν ποὺ ἀνέστησε τὸν Λάζαρο εἰσῆλθε τότε στὰ Ἱεροσόλυμα καθήμενος ἐπάνω σε ὄνο· ἀμέσως δὲ ὅλοι οἱ λαοί, παιδιά, ἄνδρες, γέροντες, στρώνοντας τὰ ἐνδύματα καὶ παίρνοντας βαΐα ἀπὸ φοίνικες, ποὺ εἶναι σύμβολα νίκης, τὸν προϋπαντοῦσαν σὰν ζωοποιὸ καὶ νικητὴ τοῦ θανάτου, τὸν προσκυνοῦσαν, τὸν προέπεμπαν, ψάλλοντας μὲ μιὰ φωνὴ ὄχι μόνο ἔξω, ἀλλὰ καὶ μέσα στὸν ἱερὸ περίβολο, «ὡσαννὰ στὸν υἱὸ τοῦ Δαβίδ, ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις». Τὸ ὡσαννὰ λοιπὸν εἶναι ὕμνος ποὺ ἀναπέμπεται πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἑρμηνευόμενο σημαίνει «σῶσε μᾶς λοιπόν»· ἡ δὲ προσθήκη «ἐν τοῖς ὑψίστοις» δεικνύει ὅτι αὐτὸς δὲν ἀνυμνεῖται μόνο ἐπὶ γῆς οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μόνο, ἀλλὰ στὰ ὕψη ἀπὸ τοὺς οὐράνιους ἀγγέλους. 

Ὄχι δὲ μόνο τὸν ἀνυμνοῦν καὶ τὸν θεολογοῦν ἔτσι, ἀλλὰ στὴ συνέχεια ἐναντιώνονται καὶ στὴν κακόβουλη καὶ θεομάχο γνώμη τῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων καὶ στὶς φονικὲς προθέσεις των. Αὐτοὶ μὲν ἔλεγαν γι’ αὐτὸν φρενοβλαβῶς, «αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ κι ἐπειδὴ πραγματοποιεῖ πολλὰ θαύματα, ἂν τὸ ἀφήσωμε χωρὶς νὰ τὸν θανατώσωμε, ὅλοι θὰ πιστεύσουν σ’ αὐτὸν καὶ θὰ ἔλθουν οἱ Ρωμαῖοι ποὺ θὰ μᾶς πάρουν τὴν πόλι καὶ τὸ ἔθνος»(Ἰω. 11,47). Ὁ δὲ λαὸς τί λέγει; «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου· εὐλογημένη ἡ ἐρχόμενη βασιλεία τοῦ πατρὸς μᾶς Δαβὶδ»(Μάρκ. 11,10). Μὲ τὴν φράσι «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου», ὑπεδείκνυαν ὅτι εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα καὶ ὅτι ἦλθε στὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, ὅπως λέγει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος περὶ ἐαυτοῦ, «ὅτι ἐγὼ ἦλθα στὸ ὄνομα τοῦ Πατρός μου καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐξῆλθα καὶ σ’ αὐτὸν πηγαίνω»(Ἰω. 8,42). Μὲ τὴν φράσι δὲ «εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ πατρὸς μᾶς Δαβίδ», ὑπεδείκνυαν ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ βασιλεία στὴν ὁποία πρόκειται νὰ πιστεύσουν τὰ ἔθνη κατὰ τὴν προφητεία, καὶ μάλιστα οἱ Ρωμαῖοι. Διότι ὁ βασιλεὺς αὐτὸς ὄχι μόνο εἶναι ἐλπὶς τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ καὶ προσδοκία τῶν ἐθνῶν κατὰ τὴν προφητεία τοῦ Ἰακὼβ(Γέν. 49,10), «δένοντας στὴν ἄμπελο τὴν ὄνο του», δηλαδὴ τὸν ὑποκείμενο σ’ αὐτὸν λαὸ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, «καὶ στὸ κλῆμα τὸ πωλάρι τῆς ὄνου τοῦ»(Γέν. 49,11). Κλάδος δὲ τοῦ κλήματος εἶναι οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου, πρὸς τοὺς ὁποίους ἔλεγε, «ἐγὼ εἶμαι ἡ ἄμπελος, ἐσεῖς τὰ κλήματα»(Ἰω. 15,5). Μὲ τὸ κλῆμα λοιπὸν αὐτὸ συνέδεσε ὁ Κύριος πρὸς τὸν ἑαυτὸ τοῦ τὸ πωλάρι τῆς ὄνου του, δηλαδὴ τὸ νέο Ἰσραὴλ ἀπὸ τὰ ἔθνη, τοῦ ὁποίου τὰ μέλη ἔγιναν κατὰ χάρι υἱοὶ τοῦ Ἀβραάμ. Ἐὰν λοιπὸν ἡ βασιλεία αὐτὴ εἶναι ἐλπὶς καὶ τῶν ἐθνῶν, πῶς, λέγουν, ἀφοῦ ἐπιστεύσαμε σ’ αὐτὴν ἐμεῖς, θὰ φοβηθοῦμε τοὺς Ρωμαίους; 

Ἔτσι λοιπὸν οἱ νηπιάζοντες ὄχι στὰ μυαλὰ ἀλλὰ στὴν κακία, ἐμπνευσθέντες ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ἀνέπεμψαν στὸν Κύριο πλήρη καὶ τέλειον ὕμνο, μαρτυρώντας ὅτι ὡς Θεὸς ἐζωοποίησε τὸν Λάζαρο ἐνῶ ἦταν τετραήμερος νεκρός. Οἱ δὲ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, μόλις εἶδαν τὰ θαυμάσια αὐτὰ καὶ τὰ παιδιὰ νὰ κράζουν στὸ ἱερὸ λέγοντας, «αἶνος στὸν σωτήρα μᾶς υἱὸ τοῦ Δαβίδ», ἀγανάκτησαν κι ἔλεγαν πρὸς τὸν Κύριο· «δὲν ἀκούεις τί λέγουν αὐτά;», πράγμα ποὺ ἔπρεπε μᾶλλον ὁ Κύριος νὰ εἰπῆ τότε πρὸς αὐτούς, ὅτι δηλαδὴ “δὲν βλέπετε καὶ δὲν ἀκούετε καὶ δὲν καταλαβαίνετε;”. Γι’ αὐτὸ ὁ ἴδιος ἀντικρούοντάς τους ποὺ τὸν κατηγοροῦσαν ὅτι ἀνέχεται τὴν ὑμνωδία ποὺ μόνο στὸν Θεὸ ταιριάζει, λέγει, ναί, ἀκούω αὐτοὺς ποὺ σοφίζονται ἀπὸ ἐμὲ ἀοράτως καὶ ἐκφέρουν τέτοιους λόγους γιὰ μένα, ἐὰν δὲ σιωπήσουν αὐτοί, θὰ κράξουν οἱ λίθοι(Λουκ. 19,40). Ἐσεῖς ὅμως δὲν ἀνεγνώσατε ποτὲ ἐκεῖνον τὸν προφητικὸ λόγο, ὅτι ἀπὸ στόμα νηπίων ποὺ θηλάζουν συντόνισες ὕμνον(Ματθ. 21,16); Διότι καὶ τοῦτο ἦταν ἄξιο μεγάλου θαυμασμοῦ, ὅτι τὰ ἀμόρφωτα καὶ ἀμαθῆ παιδιὰ θεολογοῦσαν τελείως τὸν Θεὸ ποὺ ἐνανθρώπησε γιὰ μᾶς, παίρνοντας στὸ στόμα τοὺς ἀγγελικὸ ὕμνο· ὅπως δηλαδὴ οἱ ἄγγελοι ἔψαλλαν γιὰ τὴ γέννησι τοῦ Κυρίου, «δόξα πρὸς τὸν Θεὸ στὰ ὕψη καὶ ἐπὶ γῆς»(Λουκ. 2,14· 19, 38), ἔτσι καὶ αὐτὰ τώρα κατὰ τὴν εἴσοδό του ἀναπέμπουν τὸν ἴδιο ὕμνο, λέγοντας, «δόξα στὸ σωτήρα μᾶς τὸν υἱὸ τοῦ Δαβίδ, δόξα στὸ σωτήρα μας στὰ οὐράνια»(Ματθ. 21,9). 

Ἀλλά ἃς νηπιάσωμε κι ἐμεῖς ἀδελφοί, κατὰ τὴν κακία, νέοι καὶ γέροντες, ἄρχοντες μαζὶ καὶ ἀρχόμενοι, γιὰ νὰ ἐνδυναμωθοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ στήσωμε τρόπαιο καὶ νὰ βαστάσωμε τὰ σύμβολα τῆς νίκης, ὄχι μόνο κατὰ τῶν πονηρῶν παθῶν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, ὥστε νὰ εὑροῦμε τὴν χάρι τοῦ λόγου γιὰ βοήθεια εὔκαιρη. Διότι ὁ νέος πῶλος, ὅπου καταξίωσε ὁ Κύριος νὰ καθήση γιὰ χάρι μας, ἂν καὶ εἶναι ἕνας, προετύπωνε τὴν πρὸς αὐτὸν ὑποταγὴ τῶν ἐθνῶν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα προερχόμαστε ὅλοι ἐμεῖς, ἄρχοντες μαζὶ καὶ ἀρχόμενοι. 

Ὅπως λοιπὸν στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν ὑπάρχει ἀρσενικὸ καὶ θηλυκό, οὔτε Ἕλλην οὔτε Ἰουδαῖος, ἀλλὰ ὅλοι εἶναι ἕνα κατὰ τὸν θεῖο ἀπόστολο(Γαλ. 3,28), ἔτσι σ’ αὐτὸν δὲν ὑπάρχει ἄρχων καὶ ἀρχόμενος, ἀλλὰ μὲ τὴν χάρι τοῦ εἴμαστε ἕνα κατὰ τὴν πίστι σ’ αὐτὸν καὶ ἀνήκομε στὸ ἕνα σῶμα τῆς Ἐκκλησίας του, ἔχοντας μία κεφαλή, αὐτὸν καὶ ἕνα πνεῦμα ἐποτισθήκαμε διὰ τῆς παναγίας χάριτος τοῦ Πνεύματος καὶ ἕνα βάπτισμα ἐλάβαμε ὅλοι καὶ μιὰ εἶναι ἡ ἐλπὶς ὅλων καὶ ἕνας ὁ Θεός μας, ὁ ἐπάνω ἀπὸ ὅλους καὶ διὰ μέσου ὅλων καὶ μέσα σὲ ὅλους μας(Ἔφ. 4,6). Ἃς ἀγαποῦμε λοιπὸν ἀλλήλους, ἃς ἀνεχώμαστε καὶ ἃς φροντίζωμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀφοῦ εἴμαστε μέλη ἀλλήλων διότι τὸ σῆμα τῆς μαθητείας μας πρὸς ἐκεῖνον, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ πατρικὴ κληρονομία ποὺ μᾶς ἄφησε ἀναχωρώντας ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ τελευταία εὐχὴ ποὺ μᾶς ἔδωσε ἀνεβαίνοντας πρὸς τὸν Πατέρα ἀναφέρεται στὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπη μᾶς(Ἰω. 13,33ε.).

Ἄς σπεύδωμε λοιπὸν νὰ ἐπιτύχωμε τὴν πατρικὴ εὐχὴ καὶ ἃς μὴ ἀποβάλλωμε τὴν ἀπὸ αὐτὸν κληρονομία οὔτε τὸ σῆμα ποὺ μᾶς ἔδωσε, γιὰ νὰ μὴ ἀποβάλλωμε καὶ τὴν υἱοθεσία καὶ τὴν εὐλογία καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν μαθητεία, καὶ τότε θὰ ξεπέσωμε ἀπὸ τὴν ἐλπίδα ποὺ μᾶς ἀναμένει καὶ θὰ κλεισθοῦμε ἔξω ἀπὸ τὸν πνευματικὸ νυμφώνα. Ὅπως δὲ πρὶν ἀπὸ τὸ σωτηριῶδες πάθος, καθὼς ὁ Κύριος εἰσερχόταν στὴν κάτω Ἱερουσαλήμ, τοῦ ἔστρωναν τὰ ἱμάτια ὄχι μόνο ὁ λαός, ἀλλὰ καὶ οἱ πραγματικοὶ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου δηλαδή, ἔτσι κι’ ἐμεῖς ἄρχοντες μαζὶ καὶ ἀρχόμενοι, ἃς στρώσωμε τὰ ἔμφυτα ἱμάτιά μας, ὑποτάσσοντας τὴν σάρκα καὶ τὰ θελήματά της στὸ πνεῦμα. Ἔτσι ὄχι μόνο θ’ ἀξιωθοῦμε νὰ ἰδοῦμε καὶ νὰ προσκυνήσωμε τὸ σωτηριῶδες πάθος τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἁγία ἀνάστασι, ἀλλὰ καὶ ν’ ἀπολαύσωμε τὴν κοινωνία πρὸς αὐτὸν «διότι», λέγει ὁ ἀπόστολος, «ἐὰν ἐγίναμε σύμφυτοι μὲ τὸ ὁμοίωμα τοῦ θανάτου του, εἶναι φανερὸ ὅτι θὰ γίνωμε σύμφυτοι καὶ τῆς ἀναστάσεως»(Ρωμ. 6,5). 

Αὐτήν τὴν ἀνάστασι εἴθε νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι ἐμεῖς, μὲ τὴν χάρι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

πηγή