Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου, ὁ ὁποῖος βασίλευσε ἀπὸ τὸ 527 μέχρι τὸ 565 μ.Χ., ζοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη μιὰ γυναίκα, ὀνόματι Ἀναστασία, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ πλούσιους γονεῖς καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ βαθιὰ εὐσέβειά της πρὸς τὸ Θεό. Ἡ γυναίκα αὐτή, ποὺ ἦταν πρώτη πατρικία τοῦ Βασιλιά, εἶχε τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή της καὶ πορευόταν σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές Του. Εἶχε, ἐπίσης, φυσικὴ ἀνδρεία καὶ πολλὴ πραότητα, ὥστε ὅλοι χαίρονταν μὲ τὶς ἀρετές της, καὶ βέβαια ὁ ἴδιος ὁ Βασιλιάς.
Ἐπειδὴ δὲ ὁ σπορέας τῶν ζιζανίων, ὁ διάβολος, ἔχει τὴ συνήθεια νὰ φθονεῖ πάντοτε καὶ νὰ διαβάλλει τὸ καλὸ καί, ἀκόμη, δὲν ἀφήνει νὰ ἔχουν ἀνάπαυση καὶ ἡσυχία οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι, φθονήθηκε ἡ γυναίκα αὐτή, ἡ Ἀναστασία, ἀπὸ τὴ Βασίλισσα. Μόλις ὅμως ἡ ὄντως φρόνιμη κατὰ Θεὸν Ὁσία πληροφορήθηκε ἀπὸ κάποιον ὅτι τὴ φθονοῦσε ἡ βασίλισσα Θεοδώρα, εἶπε στὸν ἑαυτό της: «Ἀναστασία, τώρα ἀκριβῶς σου παρουσιάστηκε ἡ κατάλληλη εὐκαιρία· σπεῦσε καὶ σῶσε τὴν ψυχή σου. Ἔτσι, καὶ τὴ Βασίλισσα θὰ ἀπαλλάξεις ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸ καὶ παράλογο φθόνο της καὶ τὸν ἑαυτό σου θὰ προετοιμάσεις γιὰ τὴν οὐράνια βασιλεία». Ὕστερα ἀπὸ τὶς σκέψεις τῆς αὐτὲς ἡ Ὁσία μίσθωσε πλοῖο καί, ἀφοῦ σύναξε καὶ πῆρε μαζί της ἕνα μέρος ἀπὸ τὰ πλούτη της, ἐνῶ ὅλα τα ἄλλα τὰ ἐγκατέλειψε, πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ, σὲ ἕναν τόπο ὀνομαζόμενο Πέμπτο, ἔχτισε Μοναστήρι, στὸ ὁποῖο καὶ ἡσύχαζε, ὑφαίνοντας ἱερὰ ὑφάσματα καὶ προσπαθώντας νὰ εἶναι ἀρεστὴ στὸ Θεό. Στὸν τόπο δὲ ἐκεῖνον σώζεται μέχρι σήμερα τὸ Μοναστήρι αὐτὸ καὶ ἐπονομάζεται «Μοναστήρι τῆς Πατρικίας». Μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια ὅταν πέθανε, (τὸ ἔτος 548), ἡ βασίλισσα Θεοδώρα, ὁ Βασιλιὰς θυμήθηκε τὴν Ἀναστασία τὴν πατρικία καὶ ἔστειλε παντοῦ ἀνθρώπους του, ἀναζητώντας τὴν ἐπιμόνως. Τοῦτο ὅμως τὸ πληροφορήθηκε ἡ ἀμνὰς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀμέσως ἔφυγε νύχτα ἀπὸ τὸ Μοναστήρι της καὶ πῆγε στὴ Σκήτη τοῦ ἀββᾶ Δανιήλ, στὸν ὁποῖο καὶ ἐξομολογήθηκε ὅλα ὅσα τὴν ἀφοροῦσαν. Μετὰ τὴν ἐξομολόγησή της ὁ μακαριστὸς Γέροντας τὴν ἕντυσε μὲ ἀνδρικὴ ἐνδυμασία καὶ τὴν ὀνόμασε Ἀναστάσιο εὐνοῦχο. Ἀκολούθως, ἀφοῦ τὴν ἔκλεισε σὲ ἕνα σπήλαιο, τὸ ὁποῖο βρισκόταν μακριὰ ἀπὸ τὴ Σκήτη του, τῆς ἔθεσε κανόνα καὶ τῆς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μὴν ἐξέλθει ποτὲ ἀπὸ αὐτό, οὔτε νὰ ἐπιτρέψει σὲ ἄλλον τὴν εἴσοδο σὲ καμιὰ περίπτωση. Διόρισε δὲ ἕναν ἀδελφό της Σκήτης νὰ τῆς πηγαίνει μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα ἕνα σταμνὶ μὲ νερό, νὰ τὸ ἀποθέτει ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο καί, λαμβάνοντας τὴν εὐχή, νὰ ἀποχωρεῖ. Ἐκεῖ λοιπὸν ἔμεινε κλεισμένη, χωρὶς νὰ βγεῖ ποτέ, ἐπὶ εἴκοσι ὀχτὼ ὁλόκληρα χρόνια ἡ ἀδαμάντινη καὶ ἀνδρεία ἐκείνη ψυχή, τηροῦσα σχολαστικὰ τὸν κανόνα τοῦ Γέροντα. Ποιὸς ἄραγε νοῦς ἢ γλώσσα ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἐννοήσει ἢ νὰ διηγηθεῖ ἢ νὰ παραδώσει γραπτῶς τὶς κατὰ Θεὸν ἀρετὲς ποὺ ἀπέκτησε ἡ Ἀναστασία στὸ διάστημα τῶν εἴκοσι ὀχτῶ ἐτῶν. Ἀρετὲς ποὺ καθημερινὰ τὶς ἐκδήλωνε πρὸς τὸ Θεό. Ποιὸς μπορεῖ νὰ ἐννοήσει πράγματι, καὶ νὰ περιγράψει τὰ δάκρυά της, τὸ…
Διαβάστε περισσότερα www.elkosmos.gr/osia-anastasia-i-patrikia/ © www.elkosmos.gr
Τοῦ Ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
+ H Πατρικία πάντα λιποῦσα τάδε,
Πάντων κατέστη κυρία ἐν τῷ πόλω.
Kατά τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Ἰουστινιανοῦ τοῦ μεγάλου ἐν ἔτει φλ΄ [530], ἐστάθη μία γυναίκα εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν εὐλαβὴς καὶ φοβουμένη τὸν Θεόν, Ἀναστασία ὀνόματι, καταγομένη ἀπὸ γονεῖς πλουσίους καὶ εὐγενεῖς. Αὕτη δὲ ἦτον πρώτη πατρικία τοῦ βασιλέως, ἡ ὁποία ἔχουσα τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν καρδίαν της, ἐφύλαττε τὰς ἐντολᾶς του. Εἶχε δὲ φυσικὴν ἀνδρίαν καὶ πολλὴν πραότητα, ὥστε ὁπού, ὅλοι οἱ φιλόθεοι Χριστιανοὶ ἔχαιρον εἰς τὰς ἀρετᾶς της, καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος βασιλεὺς Ἰουστινιανός. Ἐπειδὴ δὲ ὅ των ζιζανίων σπορεὺς Διάβολος, συνειθίζει νὰ φθονῆ πάντοτε καὶ νὰ κατηγορῆ τὸ καλὸν καὶ τὴν ἀρετήν, καὶ δὲν ἀφίνει νὰ ἔχουν ἀνάπαυσιν, καὶ εἰρήνην οἱ τὴν ἀρετὴν μεταχειριζόμενοι, διὰ τοῦτο καὶ ἡ μακαρία αὕτη Πατρικία, ἐφθονήθη ἀπὸ τὴν βασίλισσαν διὰ τὰς ἀρετᾶς της. Ὅθεν μαθοῦσα τὸν φθόνον ὁπού εἶχεν ἡ βασίλισσα ἐναντίον της, εἶπεν εἰς τὸν ἐαυτόν της ἡ ὄντως φρονίμη κατὰ Θεόν.
Ἀναστασία, ἐπειδὴ καὶ τώρα εὐρῆκες εὔλογον καὶ ἀληθινὴν ἀφορμήν, σώζουσα σῶζε τὴν ἐδικήν σου ψυχήν, καὶ ἔτζι, τὴν μὲν βασίλισσαν, θέλεις ἐλευθερώσεις ἀπὸ τὸν ἄλογον φθόνον, εἰς δὲ τὸν ἐαυτόν σου, θέλεις προξενήσεις τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Ἀφ’ οὐ δὲ ἐσυλλογίσθη ταῦτα ἡ μακαρία, ἐπίασε καράβι μὲ ναῦλον, καὶ πέρνουσα μέρος τί ἀπὸ τὸν πλοῦτον καὶ ὑπάρχοντά της, τὰ δὲ λοιπὰ ἀφήσασα, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Ἐκεῖ λοιπὸν κτίσασα Μοναστήριον εἰς ἕνα τόπον, ὀνομαζόμενον Πέμπτον, ἠσύχαζεν εἰς αὐτό, ὑφαίνουσα ἱερὰ πανία, καὶ σπουδάζουσα, πῶς νὰ ἀρέση εἰς τὸν Θεόν. Εἰς τὸν τόπον δὲ ἐκεῖνον ἕως τοῦ νῦν εὑρίσκεται τὸ Μοναστήριον αὐτῆς, ἐπονομαζόμενον τῆς Πατρικίας. Ἀφ’ οὐ δὲ ἐπέρασαν μερικοὶ χρόνοι, ἀπέθανεν ἡ βασίλισσα. Τότε ἐνθυμήθη ὁ βασιλεὺς τὴν καλὴν Πατρικίαν. Ὅθεν ἔστειλε πανταχοῦ ἀνθρώπους διὰ νὰ ζητήσουν ἐπιμελῶς νὰ τὴν εὕρουν. Μαθοῦσα δὲ τοῦτο ἡ ἀληθῶς ἀμνὰς τοῦ Θεοῦ, ἀφῆκε τὸ Μοναστήριόν της, καὶ διὰ νυκτὸς ἐπῆγεν εἰς τὴν Σκήτιν πρὸς τὸν Ἀββᾶν Δανιήλ, καὶ ἐξωμολογήθη εἰς αὐτὸν ἅπασαν τὴν ἐαυτῆς ὑπόθεσιν. O δὲ Ὅσιος ἐνδύσας αὐτὴν ἀνδρικὰ φορέματα, μετωνόμασεν Ἀναστάσιον. Εἴτα ἐμβάσας αὐτὴν μέσα εἰς ἕνα σπήλαιον, τὸ ὁποῖον ἦτον μακρὰν ἀπὸ τὴν Σκήτιν, τὴν ἔκλεισεν ἐκεῖ, δοὺς κανόνα καὶ ἐντολὴν εἰς αὐτήν, μήτε αὐτὴ νὰ εὔγη ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιον, μήτε ἄλλον νὰ ἀφήση νὰ ἔμβη εἰς αὐτὸ μὲ τελειότητα. Ἐδιώρισε δὲ καὶ ἕνα ἀδελφὸν νὰ τῆς πηγαίνη ἕνα σταμνὶ νερόν, τὸ ὁποῖον νὰ βάλλη ἔξω του σπηλαίου, καὶ λαμβάνων εὐχὴν νὰ ἀναχωρῆ.
Ἔμενε λοιπὸν ἐκεῖ κεκλεισμένη ἡ ὄντως ἀδαμαντίνη καὶ ἀνδρεία ψυχή, χωρὶς νὰ εὔγη ἔξωθεν, χρόνους ὁλοκλήρους εἰκοσιοκτῶ, φυλάττουσα ἀπαρασάλευτα τὸν κανόνα τοῦ γέροντος. Ὅθεν ποῖος νοῦς δύναται νὰ ἐννοήση, ἢ ποία γλώσσα ἠμπορεῖ νὰ εἰπῆ τὰς ἀρετᾶς, ὁπού ἑκατόρθωσεν ἡ ἀοίδιμος, εἰς τὸ διάστημα ἐκεῖνο τῶν εἰκοσιοκτῶ χρόνων; ἢ ποῖον χέρι δύναται νὰ περιγράψη τὰ δάκρυα, ὁπού καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἐπρόσφερεν ἡ τρισολβία, ὡσὰν θυσίαν εἰς τὸν Κύριον; ἢ τοὺς ἀναστεναγμοὺς ἐκείνης καὶ ὀδυρμούς; ἢ τὰς ἀγρυπνίας καὶ ψαλμωδίας; ἢ τὰς προσευχᾶς καὶ ἀναγνώσεις; ἢ τὸ στάσιμον καὶ τὰς γονυκλισίας; ἢ τὰς χαμευνίας καὶ τὰς νηστείας; καὶ προτύτερα ἀπὸ αὐτά, τὶς δύναται νὰ παραστήση τοὺς πολέμους τῶν δαιμόνων καὶ τὰς ἐπαναστάσεις, ὁπού ἐκεῖ ἐδοκίμασεν ἡ μακαρία; ἢ τὰς πονηρᾶς ἐνθυμήσεις τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν, καὶ τὰ τούτοις ὅμοια; Τὸ δὲ νὰ ἦναι ἔγκλειστος καὶ παντάπασιν ἀνεύγαλτος εἰς ὄλας τὰς ἡμέρας τῶν εἰκοσιοκτῶ χρόνων, μία γυναίκα συγκλητική, ὁπού ἦτον ἀναθρεμμένη εἰς τὰ βασίλεια, καὶ συνειθισμένη νὰ συναναστρέφεται πάντοτε μὲ πλῆθος ἀνδρῶν καὶ γυναικών, τοῦτο ἀληθῶς, τοῦτο ἐκπλήττει κάθε νοῦν καὶ διάνοιαν. Μὲ τούτους λοιπὸν καὶ τοὺς τοιούτους ἀγώνας ἀγωνισαμένη, ἔγινε σκεῦος καὶ κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Προγνωρίσασα δὲ τὸν θάνατον καὶ τὴν πρὸς Κύριον αὐτῆς ἐκδημίαν, ἔγραψεν ἐπάνω εἰς κεραμίδι πρὸς τὸν γέροντα Δανιήλ, λέγουσα. Ἔπαρε μαζί σου τὸν ἀδελφόν, ὁπού μοὶ ἔφερνε τὸ νερόν, καὶ τὰ ἐργαλεῖα, ὅσα εἶναι ἐπιτήδεια διὰ νὰ κατασκευασθῆ τάφος, καὶ ἐλθὲ ὀγλίγωρα διὰ νὰ ἐνταφιάσης τὸ τέκνον σου, Ἀναστάσιον τὸν εὐνοῦχον. Ταῦτα γράψασα, ἔβαλεν ἔξω της πόρτας τοῦ σπηλαίου. O δὲ Ὅσιος Δανιὴλ ἀπεκαλύφθη ταῦτα ὑπὸ Θεοῦ διὰ νυκτερινῆς ὀπτασίας, καὶ λέγει πρὸς τὸν μαθητήν του. Σπούδασον ἀδελφέ, νὰ ὑπάγης εἰς τὸ σπήλαιον, ὅπου κατοικεῖ ὁ ἀδελφὸς ἠμῶν Ἀναστάσιος ὁ εὐνοῦχος, καὶ προσέχωντας ἔξω του σπηλαίου του, θέλεις εὐρήσεις κεραμίδι γεγραμμένον, τὸ ὁποῖον πέρνωντας, μὲ πολλὴν σπουδὴν καὶ ὀγλιγωρότητα γύρισον πρὸς ἠμᾶς. Ἀφ’ οὐ δὲ ὁ ἀδελφὸς ἔφερε τὸ κεραμίδι, ἐδιάβασε τὰ γράμματα ὁ γέρων καὶ ἐδάκρυσε. Εἴτα πέρνωντας τὸν ἀδελφὸν καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐργαλεῖα, ἐπῆγεν ὀγλίγωρα. Καὶ ἀνοίξαντες τὸ σπήλαιον, εὐρήκαν τὸν μακάριον Ἀναστάσιον, ὁπού ἐθερμαίνετο. Προσπεσῶν δὲ εἰς αὐτὸν ὁ γέρων, ἔκλαυσε λέγων. Μακάριος εἶσαι, ἀδελφὲ Ἀναστάσιε, διατὶ φροντίζων καὶ ἐνθυμούμενος τὴν ὥραν ταύτην τοῦ θανάτου, κατεφρόνησας βασιλείαν ἐπίγειον. Εὖξαι λοιπὸν διὰ λόγου μας πρὸς τὸν Κύριον. O δὲ Ἀναστάσιος, ἐγὼ πάτερ, εἶπεν, ἐγὼ περισσότερον ἔχω χρείαν πολλῶν εὐχῶν ἐν τῇ ὥρα ταύτη. O γέρων ἀπεκρίθη. Ἂν ἐγὼ ἤθελα ἀποθάνω προτίτερα, βέβαια ἔμελλον νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸν διὰ λόγου σου. Ἀναστάσα δὲ καὶ καθίσασα ἐπάνω εἰς τὸ ψιάθιον, κατεφίλησε τὴν κεφαλὴν τοῦ γέροντος, προσευξαμένη1. Καὶ λαβῶν ὁ γέρων τὸν μαθητήν του, ἔρριψεν εἰς τοὺς πόδας αὐτῆς λέγων. Εὐλόγησον τὸ τέκνον σου τὸν μαθητήν μου. H δὲ Ἁγία καταφιλήσασα αὐτὸν εἶπε. Θεὲ τῶν Πατέρων μου, ὁπού παραστέκεσαι εἰς ἐμένα ἐν τῇ ὥρα ταύτη διὰ νὰ μὲ χωρίσης ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦτο. Σὺ Κύριε, ὁπού ἠξεύρεις ὅλα τα διαβήματα καὶ τοὺς δρόμους, ὁπού ἔκαμεν ὁ ἀδελφὸς οὗτος, πηγαίνωντας καὶ ἐρχόμενος εἰς τὸ σπήλαιον τοῦτο διὰ τὸ ὄνομά σου, καὶ διὰ τὴν ἐδικήν μου ἀσθένειαν καὶ ταλαιπωρίαν, σὺ ἀναπαυσον τὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων εἰς αὐτόν, καθὼς ἀνέπαυσας καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Ἡλιοῦ εἰς τὸν Ἐλισσαῖον. Ἔπειτα γυρίσας πρὸς τὸν γέροντα λέγει. Διὰ τὸν Κύριον πάτερ, μὴ εὐγάλετε τὰ φορέματα ὁπού εἶμαι ἐνδυμένος, μηδὲ ἄλλος τινὰς ἃς μὴ ἠξεύρη τὰ κατ’ ἐμέ. Κοινωνήσασα δὲ τῶν θείων Μυστηρίων, λέγει. Δότε μοὶ τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπην, καὶ εὔξασθε διὰ λόγου μου. Ἀναβλέψασα δὲ εἰς τὰ δεξιὰ μέρη, λέγει, καλῶς ἤλθετε (ἔλεγε δὲ τοῦτο εἰς τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους) καὶ ἰδοὺ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτῆς ὡσὰν φωτία. Εἴτα ποιήσασα τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ εἰς τὸ στόμα της, εἶπε· «Κύριε εἰς χείρας σου παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου». Καὶ τοῦτο εἰποῦσα, παρέδωκε τὴν ψυχὴν τῆς εἰς χείρας Θεοῦ. Ἔκλαυσε δὲ ὁ γέρων καὶ ὁ μαθητής του, καὶ ἔσκαψαν τάφον ἔμπροσθέν του σπηλαίου. Εἴτα ἐκδυθεῖς ὁ γέρων τὸ φόρεμα ὁπού ἐφόρει, λέγει εἰς τὸν μαθητήν του, ἔνδυσον τέκνον τὸν ἀδελφόν το φόρεμα τοῦτο, ἐπάνω ἀπὸ τὰ φορέματα ὁπού φορεῖ, (ἦτον δὲ ταῦτα χονδρὰ καὶ εὐτελέστατα). Ὅταν δὲ ἔνδυεν ὁ ἀδελφὸς τὴν μακαρίαν, ἐφάνησαν εἰς αὐτὸν τὰ βυζία της, ὡσὰν φύλλα κατεξηραμμένα, πλὴν δὲν εἶπε περὶ τούτου τίποτε εἰς τὸν γέροντα. Ἀφ’ οὐ δὲ ἐνταφίασαν αὐτήν2 καὶ ἐγύριζαν εἰς τὴν Σκήτιν, λέγει ὁ μαθητὴς εἰς τὸν γέροντα. Ἠξεύρεις πάτερ, ὅτι ὁ εὐνοῦχος Ἀναστάσιος, ἦτον γυναίκα; O δὲ γέρων ἀπεκρίθη. Τὸ ἠξεύρω καὶ ἐγὼ τέκνον, ἀλλὰ διὰ νὰ μὴ φανερωθῆ τὸ πράγμα πανταχοῦ, τούτου χάριν ἔνδυσα αὐτὴν μὲ ἀνδρικὴν στολήν, καὶ Ἀναστάσιον αὐτὴν ὠνόμασα, διὰ τὸ ἀνύποπτον. Πολλὴ γὰρ ζήτησις ἔγινε δὶ’ αὐτὴν ἀπὸ τὸν βασιλέα Ἰουστινιανόν, εἰς κάθε πόλιν καὶ χῶραν, καὶ μάλιστα εἰς τὰ μέρη ταῦτα, ἀλλ’ ἰδοὺ ὁπού ἐφυλάχθη ἀπὸ λόγου μᾶς ἀφανὴς μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε ἄρχισεν ὁ γέρων καὶ ἐδιηγήθη λεπτομερῶς ὅλον τὸν βίον της.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Εἰς δὲ τὸν Παράδεισον τῶν Πατέρων γράφονται καὶ τὰ λόγια ταῦτα, ἅπερ εἶπε πρὸς αὐτὸν ἡ Ὁσία· «O Θεὸς ὁ ὁδηγήσας μὲ ἐν τῷ τόπω τούτω, αὐτὸς πληρῶσαι μετὰ τοῦ γήρως σου ὡς μετὰ Ἀβραάμ. Μακάριος εἰ, σὺ νέε Ἀβραὰμ καὶ ξενοδόχε Χριστοῦ, ὅτι πολλοὺς καρποὺς δέχεται ὁ Κύριος διὰ τῶν χειρῶν σου…».
- Εἰς δὲ τὸν Παράδεισον τῶν Πατέρων γράφονται καὶ ταῦτα, ἤγουν ὅτι ἀφ’ οὐ ἐνταφίασαν αὐτήν, εἶπεν ὁ γέρων εἰς τὸν μαθητήν του, ἃς καταλύσωμεν σήμερον τὴν νηστείαν, καὶ ἃς ποιήσωμεν ἀγάπην ἐπάνω του γέροντος. Καὶ κοινωνήσαντες, εὗρον αὐτὸν ἔχοντα ὀλίγα παξιμάδια, καὶ ὀλίγα βρεκτὰ ὄσπρια, καὶ ἔφαγον. Καὶ περνοντες τὴν σειρὰν καὶ τὸ ζιμπύλιον ὁπού εἰργάζετο, ἀνεχώρησαν, εὐχαριστοῦντες τῷ Θεῶ.
(ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου Συναξαριστὴς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ. Τόμος Β/. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005)
http://fdathanasiou.wordpress.com/2011/03/10/
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!