Οὶ ἅγιοι αὐτοὶ μάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη ‘Αμάσεια καὶ ἦσαν συγγενείς καὶ συνάδελφοι ἐν ὅπλοις τοῦ ἁγίου Θεοδώρου Τήρωνος [17 Φεβρ]. Ὁ Κλεόνικος ἦταν ἀδελφός τοῦ Εὐτρόπιου καὶ ὁ Βασιλίσκος ἀνηψιός τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, ἀλλὰ τόση ἦταν ἡ ἀγαπη ποὺ τοὺς συνέδεε, ὥστε ἀλληλοαποκαλοῦνταν ἀδελφοί. Μετὰ τὸν νικηφόρο ἀγώνα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, ὁ ὅποιος παρέδωσε τὴν ψυχὴ προσευχόμενος νὰ ἀξιωθοῦν καὶ οἱ συνάδελφοί του τὴν δόξα τοῦ μαρτυρίου, ὁ ἡγεμόνας Πούπλιος πέθανε μὲ ἄθλιο τρόπο, καὶ ὁ σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος ᾿Ασκληπιόδοτος διορίστηκε διοικητὴς γιὰ νὰ ἐκτελεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ αὐτοκρατορος Μαξιμιανοῦ Γαλερίου.
Μόλις ἄρχισε ἀνακρίσεις γιὰ τὰ γεγονότα ποὺ ἀναστάτωσαν τὴν πόλη, διάβασε τὰ πρακτικά τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγιου Θεοδώρου καὶ θαύμασε τὴν καρτερία καὶ τὴν γενναιότητά του. Κάλεσε τότε τοὺς τρεῖς συστρατιώτες του πού ἀναφέρονταν στὰ πρακτικὰ καὶ τοὺς ὁποίους κρατούσαν φυλακισμένους μαζὶ με ἄλλους χριστιανούς. Βλέποντάς τους νὰ φεύγουν γιὰ. τὸ δικαστήριο, οἱ συγκρατούμενοί τους ἄρχισαν να κλαίνε μὲ λυγμοὺς. ‘Ο Εύτρόπιος τοὺς εἶπε τότε με τρυφερότητα: «Μὴν κλαίτε, ἀδελφοί μου, γιατὶ θὰ ξανασυναντηθοῦμε. Προσευχηθείτε καλύτερα στὸν Κύριο νὰ μᾶς ἐνισχύσει στὸν ἀγώνα ποὺ πρόκειται νὰ διεξαγάγουμε!» Ἐνθαρρύμενοι ἀπὸ φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ, οἱ τρεῖς ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ παρουσιάστηκαν ἐνώπιον τοῦ δικαστή μὲ πρόσωπα ποὺ ἀκτινοβολοῦσαν χαρά. Ὁ Ἀσκληπιόδοτός παραξενεμένος τοὺς ρώτησε τὴν αἰτία αὑτὴς τῆς χαράς τῆς τόσο ἁσυνήθιστης σὲ καταδίκους. Ὁ ἅγιος Εὑτρόπιος τοῦ ἀποκριθηκε: «Ἀληθινά, εἴμαστε χαρόυμενοι γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ χαρά μας καὶ ἡ μόνη ἐλπίδα μας, καὶ ἐπαληθεύεται ἡ ρἡση: Καρδίας εὑφραινομένης πρόσωπον θάλλει (Παρ. 15, 13)». Καθὼς ἐξακολούθουσε νὰ καταφρόνει τὶς ἀπειλὲς του ἄρχοντα, ό Ἀσκληπιόδοτος διέταξε τοὺς στρατιώτες νὰ τὸν χτυπήσουν στὸ στόμα. Καθὼς τόν χτυπουσαν ὁ ἅγιος συνέχισε νὰ λοιδορεῖ τὰ ἄψυχα εἴδωλα καὶ τὸν ἄρχοντα. σὲ σημεῖο ποὺ έκεῖνος. ἀπὸ φόβο μήπως γελοιοποιηθεῖ στοὺς μεταγενέστερους πρόσταξε τοὺς γραφεῖς να σταματήσουν νὰ κρατοῦν πρακτικά.
Κατόπιν ο Ἀσκληπιόδοτος στράφηκε πρὸς τὸν Κλεόνικο καὶ τὸν Βασιλίσκο και τοὺς ἀπειλησε ὅτι θὰ ὑποστοῦν χειρότερα μαρτύρια ἂν δὲν θυσιάσουν στὰ εὶδωλα. Οἱ δύο ἅγιοι ἀποκρίθηκαν μέ μιὰ φωνὴ: «Στηριζόμαστε καὶ ἐμεῖς ἐπάνω στὴν ἀδιάσειστη πέτρα τῆς πίστεως ὅπως ὸμολόγησε καὶ ὁ ἀδελφός μας Εὐτρόπιος, καὶ κανεὶς δὲν δύναται νὰ μας χωρισει γιατὶ ὁ Χριστὸς μᾶς ἑνώνει μὲ τὴν πίστη καὶ ὅπως ἡ ἁγία Τριάδα εἶναι μία καὶ ἀδιαίρετη κατὰ τήν φύση, τὸ ἴδιο καὶ μεῖς θά μείνουμε ἀχώριστοι στὴν ζωὴ καὶ στὸν θάνατο». Ἐπὶ πολλὴ ὥρα χτυποῦσαν τοὺς ἁγίους μαρτυρες δήμιοι καὶ παρευρισκόμενοι θαύμαζαν τήν καρτερία τους. Καθὼς ὸ Εὺτρόπιος σήκωνε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ εὐχαριστησει τὸν Χριστὸ ποὺ τοὺς ἀξίωσε νὰ πάθουν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός Του, ἔγινε σεισμός, λύθηκαν ἀπὸ τὰ δεσμά τους καὶ ἐμφανίσθηκε ὁ Κύριος περιστοιχιζόμενος ἀπὸ μυριάδες ἀγγέλους συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν ἅγιο μάρτυρα Θεόδωρο τοὺς θεράπευσε τίς πληγὲς καὶ τούς γέμισε χαρὰ καὶ ἐμπιστοσύνη. Μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ θέαμα οὶ δήμιοι παρέδωσαν τὰ ὄργανα τῶν βασανισμῶν στὸν διοικητη, τὸν μόνο ποὺ δὲν εἶχε ἀντιληφθεῖ τίποτα, καὶ ἀρνὴθηκαν νὰ συνεχίσουν. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους εἰδωλολάτρες ὸμολόγησαν τὸν Χριστὸ μὲ στεντόρειες φωνές.
‘Ο Ἀσκληπιόδοτος βλέποντας ὅτι ἡ ὑπόθεση κινδύνευε νὰ καταλήξει σὲ ἀνταρσία, διέταξε νὰ θανατωθοῦν ἀμέσως οἱ νέοι προσήλυτοι καὶ ἀποφάσισε νὰ καλέσει ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς πύλης, μαζὶ μὲ τοὺς χριοτιανοὺς ποὺ βρίσκονταν στὶς φυλακές, νὰ προσφέρουν δημόσια θυσία στὸν ναὸ τῆς Ἀρτέμιδος. Τὴν ἑπομένη, καθὼς ὴ πόλη ὁλόκληρη συνάχθηκε στὸ κάλεσμα τῶν κηρύκων, πολλοὶ κάτοικοι θυσίασαν στὴν θεά. Ὅταν ἦλθε ἡ σειρὰ τῶν τριῶν χριστιανῶν στρατιωτῶν, ὸ Εὐτρόπως προσευχήθηκε στὸν Θεό, θυμίζοντάς του τὴν βοηθεια ποὺ εἶχε παράσχει ἄλλοτε στὸν Προφἡτη Δανιὴλ στὸν λάκκο τῶν λεόντων καὶ πρόσφατα στὸν ἅγιο Θεόδωρο. Μόλις τελείωσε τὴν δέηση του, ἕνας φοβερὸς σεισμὸς συγκλόνισε τὸν ναό καὶ συνέτριψε τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀρτέμιδος, ἐνῶ ἀκουγόταν φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ ποὺ σύστηνε στοὺς ἁγίους νὰ μεταμορφώσουν τὸν ναὸ σὲ ἐκκλησία. Οἱ περισσότεροι εἰδωλολάτρες διασκορπίσθηκαν κατατρομαγμένοι, ὁ διοικητὴς ὄμως, ὡσὰν θηρίο ἐξαγριωμένο, πρόσταξε νὰ βράσουν πίσσα σὲ τρεῖς λέβητες καὶ νὰ χύσουν τὸ καυτὸ ὑγρὸ πάνω στοὺς ἁγίους, τῶν ὁποίων τὰ σώματα ἦσαν τεντωμένα κατὰ γῆς δεμένα σὲ τέσσερες πασσάλους. Καθὼς χυνόταν ὴ πίσσα, γινόταν σὰν νερὸ σὲ μάρμαρο, πάνω στὰ σώματα των ἁγίων, τὰ ὅποια ὴ χάρις τοῦ Θεοῦ διαφύλαξε σώα καὶ ἀβλαβή. Διέταξε τότε νὰ τοὺς γδάρουν ζωντανοὺς καὶ μετὰ νὰ τοὺς μαστιγώσσυν. ᾿Αλλὰ καὶ πάλι μόλις τοὺς ἔρριξαν στὸ κελλί τους καταματωμένους, ὁ Χριστὸς ἐμφανίσθηκε καὶ τοὺς θεράπευσε.
Τὴν ἑπομένη τούς ἔφεραν ξανὰ στὸ δικαστήρια, Ὁ Εύτρόπιος καὶ ὁ Κλεόνικος καταδικάσθηκαν σὲ θάνατο ὡς μάγοι καὶ κατὰ παρότρυνση τοῦ διαβόλου, τοῦ πατρός κάθε διαίρεσης, ὁ διοικητὴς διέταξε να στείλουν τὸν Βασιλίσκο στὴν φυλακή, μὲ σκοπὸ νὰ στερήσει τοὺς ἁγίους ἀπὸ τὴν ἑνότητα τους.
‘Ολόκληρος ό εἰδωλολατρικὸς πληθυσμὸς ἀκολούθησε τοὺς καταδικασθέντες μέχρι τὸν τόπο της θανάτωσης μὲ ἂσπλαγχνη ἀδημονία. Ὅταν τοὺς κάρφωσαν σὲ σταυροὺς, οἱ δύο ἅγιοι εὐχαριστὴσαν τὸν Χριστὸ ποὺ ἀξιώθηκαν τὸν σταυρικὸ θάνατο καὶ φωνὴ ἀκούστηκε ἐξ οὐρανοῦ ποὺ τοὺς καλωσόριζε στὶς σκηνὲς τῶν ἁγίων. Τὰ σωματά τους ἐνταφιάστὴκαν σὲ διαφορετικά σημεία, λίγο πιὸ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀμάσεια, και ἐπὶ πολλοὺς αἰώνες ὑπήρξαν πηγὴ ἂφθονης εὐλογίας γιὰ τους χριστιανούς.
Νέος Συναξαριστῆς, Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὸ τρίστοιχον ἄθροισμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, Εὐτρόπιον μέλψωμεν, σὺν Βασιλίσκω ὁμού, τὸν θεῖον Κλεόνικον οὗτοι γὰρ τῆς Τριάδος, τὸ ὑπέρθεον κράτος, ἄθλοις ὑπερφυέσιν, ὠμολόγησαν πάσιν ἡ πάντοτε πρεσβεύουσι, σώζεσθαι ἅπαντας.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρές σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἁρμονίᾳ πίστεως συνδεδεμένοι, τοῦ ἐχθροῦ διέλυσαν, τάς παρατάξεις ἐμφανῶς, σύν Εὐτροπίῳ Κλεόνικος, καί Βασιλίσκος γενναίως ἀθλήσαντες.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!