(29 Φεβρουαρίου)

sfantul_cuvios_ioan_casian_romanul_4Μιὰ βαθιὰ πνευματικὴ προσωπικότητα, ποὺ αὐγάζει στὸ στερέωμα τῆς ἐν οὐρανοῖς θριαµβεύουσας Ἐκκλησίας καὶ κοσμεῖ τὴ χορεία τῶν ἁγίων της Ὀρθοδοξίας, εἶναι ὁ Ἀββᾶς Κασσιανός.

Γεννήθηκε γύρω στὸ 360 µ.Χ στὴ Μικρὴ Σκυθία(Ντόμπροτζεα τῆς σημερινῆς Ρουμανίας) Τοῦ ἀποδίδεται καὶ τὸ ὄνομα Ἰωάννης, ποὺ μᾶλλον ἦταν τὸ βαπτιστικὸ ἢ τὸ μοναχικό του ὄνομα, καὶ Κασσιανὸς πρέπει νὰ ἦταν μᾶλλον τὸ προσωνύμιό του. Ὅπως ὁ ἴδιος µἃς πληροφορεῖ «ἀπὸ τὴν τρυφερὴ ἡλικία διδάχθηκε νὰ παίρνει μεγάλες ἀποφάσεις» καὶ «ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἔζησε μεταξύ των μοναχῶν». Κατὰ τὴν πρώιμη νεανικὴ ἡλικία ὁ Ἅγιος Κασσιανὸς μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφικό του φίλο Γερμανὸ ἀποφάσισαν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἐγκαταστάθηκαν σὲ κάποια Μονὴ τῆς Βηθλεέμ, κατὰ πάσα πιθανότητα στὸ ὀνομαστὸ γιὰ τὴν πνευματικότητά του Κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου, κοντὰ στὸ Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως, «ὅπου», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, «ὁ Κύριος µᾶς συγκατέβη νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ τὴν Παρθένο». Στὴν πνευματικὴ αὐτὴ ἑστία βρῆκαν τὶς ἀπαιτούμενες προϋποθέσεις ποὺ θὰ εὐόδωναν τὸν ἱερὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς τους. Ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀκμάζοντα μοναχισμὸ τῆς Παλαιστίνης, τῆς Συρίας καὶ τῆς Μεσοποταμίας, τὸν ὁποῖο εἶχε κατὰ κύριο λόγο ὑπόψη του ὁ Ἅγιος, ὅταν συνέτασσε τοὺς «Κοινοβιακοὺς Κανονισμούς».

Ὕστερα ἀπὸ μερικὰ χρόνια Κασσιανὸς καὶ Γερμανὸς ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία στοὺς προεστῶτες τοῦ Κοινοβίου τους νὰ ἐπισκεφθοῦν τοὺς ἀναχωρητὲς τῆς Αἰγύπτου, γιὰ νὰ ἀποκομίσουν ἀπὸ τὴ γνωριμία αὐτὴ πνευματικὴ βοήθεια. Τὸ αἴτημά τους ἔγινε δεκτὸ μὲ τὴν προϋπόθεση νὰ ἐπιστρέψουν καὶ πάλι στὴ Μονὴ τῆς μετανοίας τους. Ὅταν ἔφθασαν στὴν Αἴγυπτο συνάντησαν τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Πανεφῶ (Πανέφυσις) Ἀρχίβιο, ὁ ὁποῖος, ὅταν πληροφορήθηκε τὸ σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεώς τους, τοὺς συμβούλευσε, πρὶν προχωρήσουν στὶς μεγάλες ἐρήμους τῆς ἐνδοχώρας, νὰ ἐπισκεφθοῦν πρῶτα τους ἀναχωρητὲς ποὺ ζοῦσαν στὰ περίχωρα τῆς Πανεφῶ, πάνω σέ κάποια ξερονήσια. Δέχτηκαν μὲ χαρὰ τὴν πρότασή του καὶ μὲ τὴ δική του καθοδήγηση ξεκίνησαν, διασχίζοντας μονότονους βαλτότοπους, νὰ συναντήσουν τοὺς ἀσκητές.

Ἡ περιοδεία τους συνεχίστηκε σὲ πολλὲς σκῆτες, μοναστήρια καὶ ἐρημητήρια, ὅπου κάθε ἅγιος γέροντας εἶχε νὰ τοὺς προσφέρει πλούσια πνευματικὴ τροφοδοσία. Οἱ συζητήσεις καὶ ἡ ἔντονη ἀσκητικὴ ζωὴ τῶν πατέρων ποὺ συνάντησαν, τοὺς ὁδήγησαν πολλὲς φορὲς στὸν πειρασμὸ νὰ ἐπιθυμήσουν νὰ παραμείνουν ἐκεῖ μαζί τους καὶ νὰ μὴν ἐπιστρέψουν στὴ Μονὴ τῆς μετανοίας τους, ὅπως εἶχαν ὑποσχεθεῖ. Οἱ συμβουλὲς ὅμως τῶν πατέρων ποὺ συνάντησαν τοὺς στήριξαν στὴν ὑπακοὴ καὶ στὴν τήρηση τῆς ἐντολῆς ποὺ εἶχαν λάβει.Ἔτσι ἐπέστρεψαν στὴ Βηθλεέμ, στὴ Μονή τους, καὶ ἐκεῖ ἐπιβραβεύτηκε ἡ ὑπακοή τους. Ὕστερα ἀπὸ λίγο πῆραν καὶ πάλι εὐλογία νὰ ἐπισκεφθοῦν γιὰ δεύτερη φορὰ τὴν Αἴγυπτο, ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ τοὺς ἀναχωρητὲς στὰ βάθη τῆς ἐρήμου. Ἐκεῖ στὴν ἔρημο τῆς Σκήτης, στὴν κοιλάδα τῆς Νιτρίας, ὁ Ὅσιος Ἀµµούν, σύγχρονος καὶ φίλος τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, εἶχε ὀργανώσει τὴ μοναχικὴ πολιτεία κατὰ τὸν 4ο αἱ. µ.Χ. καὶ «ἐπόλησεν αὐτὴν τὴν περιοχὴν τῆς κάτω Αἰγύπτου, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τὴν Θnβαΐδα», κατὰ τὸν Παλλάδιο. Συνάντησαν ἐκεῖ μεγάλους ἀσκητές, ὅπως τὸν Ἀββᾶ Μωυσῆ, τὸν Ἀββᾶ Παφνούτιο, τὸν Ἀββᾶ Σεραπίωνα, τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, μὲ τοὺς ὁποίους συνομίλησαν γιὰ ἕνα πλῆθος πνευματικῶν θεμάτων τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Θεολογικὲς ἀναταραχὲς ποὺ προκλήθηκαν ἐξ ἀφορμῆς τῆς αἱρέσεως τοῦ ἀνθρωποµορφισµοῦ, ἀνάγκασαν τοὺς δύο μοναχοὺς νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ νὰ πᾶνε στὴν Κωνσταντινούπολη, στῆς ὁποίας τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο ἦταν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὁ Ἅγιος πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία του τοὺς νεαροὺς μοναχούς, ἐνῶ ἐκεῖνοι σαγηνεύτηκαν ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο της προσωπικότητός του. Ὁ Κασσιανὸς τοῦ ἀφοσιώθηκε μὲ σεβασμὸ καὶ υἱικὴ τρυφερότητα καὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του συνήθιζε νὰ λέει ὅτι στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο ὄφειλε ὅλες τὶς γνώσεις του γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, τὸν ἀποκαλεῖ δὲ «μάρτυρα» καὶ «πατέρα» του.

Οἱ δύο μοναχοί, ὡς συνεργάτες πλέον τοῦ Πατριάρχου, ὑπέστησαν τὶς συνέπειες τοῦ διατάγματος τοῦ Ἀρκαδίου τοῦ 404 µ.Χ., σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ χώρα ὅλοι οἱ ὑποστηρικτὲς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Ἅγιος, πρὶν τὸν ἀποχωρισμό τους, τοὺς τίμησε μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη του ἐπιφορτίζοντάς τους νὰ μεταβοῦν στὴ Ρώμη καὶ νὰ ἐπιδώσουν στὸν Πάπα Ἰννοκέντιο Α’ μιὰ ἐπιστολὴ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, ποὺ περιεῖχε αἴτηση γιὰ συμπαράσταση πρὸς τὸν διωκόμενο Πατριάρχη καὶ πλῆρες ἱστορικό τῶν διώξεων ποὺ ὑπέστη ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὁ Κασσιανὸς καὶ ὁ Γερμανὸς ἔφθασαν στὴ Ρώμη, παρέδωσαν τὴν ἐπιστολὴ καὶ παρέμειναν στὴ Ρώμη, ὁ μὲν Κασσιανὸς γιὰ δέκα χρόνια, ἐνῶ ὁ Γερμανὸς μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, διακονώντας τὶς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ, τὸ 430 µ.Χ., ὕστερα ἀπὸ παράκληση τοῦ ἀρχιδιακόνου Λέοντος καὶ στενοῦ του φίλου, ὁ Ἅγιος Κασσιανὸς συνέγραψε τὸ ἔργο «Περὶ Ἐνσαρκώσεως καὶ κατὰ τοῦ Νεστορίου». Ἐκεῖ, στὴ Ρώμη, ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε ἱερέας.

Ὁ κυριότερος βιογράφος τοῦ Ἁγίου, ὁ Γεννάδιος, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι περὶ τὸ 415 µ.Χ., ὁ Κασσιανὸς βρίσκεται στὴ Μασσαλία, ὅπου ἐγκαταστάθηκε μόνιμα. Καὶ «μέσα σ’ αὐτὰ τὰ πυκνὰ δάση, ἀπ’ ὅπου ἔκαναν προμήθειες τὰ πλοῖα τῶν Φοινίκων, ὅσα τὴν ἐποχὴ τοῦ Καίσαρα ἔφθαναν μέχρι τὶς ἀκτὲς τῆς Μασσαλίας», ὁ Ἀββᾶς Κασσιανὸς ἵδρυσε δύο μοναστήρια, ἕνα ἀνδρικὸ καὶ ἕνα γυναικεῖο, στὴν περιοχὴ ποὺ ἐπὶ Διοκλητιανού, μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Βίκτωρ. Γι’ αὐτὸ τὸ ἀνδρικὸ Μοναστήρι τὸ ἀφιέρωσε στὸν Ἅγιο Βίκτωρα, ἐνῶ τὸ γυναικεῖο στὸ Σωτήρα Χριστό. Ὁ Ἅγιος οὐσιαστικὰ ὑπῆρξε ὁ πρωτεργάτης καὶ ὀργανωτὴς τῶν Κοινοβίων τῆς Δύσεως, μὲ βάση τὰ «ὅσα εἶχε πάρει ἀπὸ τὸν μοναχισμὸ τῆς Ἀνατολῆς».

Ἡ μεγάλη ἐκτίμηση ποὺ ἀπολάμβανε τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Κασσιανοῦ φαίνεται ἀπὸ τὸν τεράστιο ἀριθμὸ χειρογράφων των «Κοινοβιακῶν Κανονισμῶν» καὶ τῶν «Συνομιλιῶν μὲ τοὺς πατέρες τῆς ἐρήμου», ποὺ ὑπάρχουν στὶς Βιβλιοθῆκες τῆς Εὐρώπης. Ὁ Ἅγιος Κασσιανὸς ὑπῆρξε πολυγραφότατος καί, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θεωρητικὴ κατοχύρωση τοῦ μοναχισμοῦ ποὺ προσέφεραν κάποια ἀπὸ τὰ ἔργα του στὴν Δύση — ὅπου το περιβάλλον ἦταν καχύποπτο πρὸς τὴν μοναχικὴ ζωὴ — ἡ διδασκαλία του, ποὺ ἐκφράζεται μέσα στὸ συγγραφικό του ἔργο, ἔχει βαθὺ παιδαγωγικὸ καὶ διδακτικὸ χαρακτήρα πάνω σε σοβαρὰ θεολογικὰ ζητήματα, ἀλλὰ καὶ σὲ καθημερινοὺς προβληματισμοὺς ποὺ ἀφοροῦν στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ. Εἶναι δὲ τόσο διαχρονικὴ ἡ σκέψη του, ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἀναγνώστης ὅτι ὁ Ἅγιος ἔχει διατυπώσει ἐρωτήματα καὶ προβλήματα τῆς δικῆς µας συγχυτικῆς ἐποχῆς, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀσκητὲς-συνομιλητὲς του δίνουν ἀπαντήσεις ἐξαιρετικὰ πρακτικές, κατανοητὲς καὶ ἐπίκαιρες.

Ἐνδεικτικὴ συνομιλία ἀποτελεῖ αὐτὴ μὲ τὸν Ἀββᾶ Θεόδωρο, στὴν ὁποία ὁ Ἅγιος ἀσκητὴς ὁμιλεῖ «Γιὰ τὴν ὑπεροχὴ τοῦ τελείου ἀνθρώπου, ποὺ μεταφορικὰ ὀνομάζεται ἀµφοτεροδέξιος». Μεταξὺ ἄλλων λέει ὁ Ἀββᾶς Θεόδωρος: «Οἱ τέλειοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ n Ἁγία Γραφὴ τοὺς ὀνομάζει ἀµφοτεροδέξιους. Ἔτσι µἃς περιγράφεται στὸ βιβλίο τῶν Κριτῶν πὼς ἦταν ὁ ξακουστὸς Ἀώδ, «ὁ ὁποῖος μποροῦσε νὰ χρησιμοποιεῖ τὸ ἀριστερό του χέρι τόσο καλά, ὅσο καὶ τὸ δεξιὸ» (Κρπ. 3, 15).

Ἔτσι θὰ ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς νὰ γίνουμε καὶ νὰ λεγόμαστε ἀµφοτεροδέξιοι — μὲ τὴν πνευματικὴ ἔννοια τοῦ ὄρου — ἂν κάνουμε καλὴ χρήση τῆς εὐημερίας, τὴν ὁποία ὀνομάζουμε συμβολικὰ «δεξὶ χέρι», καὶ τῆς θλίψης, τὴν ὁποία παριστάνουμε ὡς «ἀριστερὸ χέρι». Ἄν, μὲ ἄλλα λόγια, θεωρήσουμε τὰ πάντα, ὅ,τι κι ἂν µᾶς συμβαίνει, πὼς εἶναι καλά, θετικὰ καὶ χρήσιμα. Νὰ µᾶς γίνεται καθετί, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, «ὅπλο δικαιοσύνης» (Β’ Κορ. 6, 7). Ὁ ἐσωτερικὸς µας ἄνθρωπος, πράγματι, τὸ βλέπουμε ξεκάθαρα, ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο οὐσιώδη μέρη. Ὁ «ἔσω ἄνθρωπος» ἔχει δύο χέρια. Δὲν ὑπάρχει δίκαιος ποὺ νὰ μὴν ἔχει στὴ ζωὴ τοῦ θλίψεις, νὰ μὴν ἔχει δηλαδὴ ἀριστερὸ χέρι. Ἀλλὰ ἡ τέλεια ἀρετὴ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸ ἑξῆς σημάδι: Καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο χέρι, χαρὲς καὶ θλίψεις, λειτουργοῦν σὰν τὸ δεξιό, μὲ τὴ θετική τους, δηλαδή, μορφὴ καὶ ἐνέργεια. Γιατί, ὅταν φθάσει καθεὶς σ’ αὐτὸ τὸ ὕψος ἀρετῆς, τότε ξέρει πλέον νὰ κάνει ὀρθὴ χρήση καὶ τῶν δύο καταστάσεων, καὶ τῶν εὐχάριστων καὶ τῶν θλιβερῶν…» (Ἀββᾶς Κασσιανός, τόμος Α’ ἔκδ. ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ, Καρέας 2004).

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶδε στὸ πρόσωπο, στὴ βιοτὴ καὶ στὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἀββᾶ Κασσιανοῦ τὸν φορέα καὶ ταµιοῦχο τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχικοῦ φρονήματος, καθὼς καὶ τὸν ἑρμηνευτὴ τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ὁ ὁποῖος «λόγω καὶ ἔργω» ἔγινε ὁδοδείκτης τῆς ὁδοῦ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Γι’ αὐτὸ τὸν ἀνακήρυξε ἅγιο καὶ ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται στὶς 29 Φεβρουαρίου.

Ὁ καθηγητὴς τῆς Βυζαντινῆς Φιλολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Φ. Δημητρακόπουλος, στὸ ἔργο του: «Σελίδες γιὰ τὸν ἅγιο Κασσιανὸ τὸν Ρωμαῖο στὴν παλιὰ πόλη τῆς Λευκωσίας», (Ἀκτή, 1997) ἀναφέρει ὅτι στὴ μαρτυρικὴ Κύπρο πολλοὶ ναοὶ εἶναι καθιερωμένοι στὸ ὄνομά του καὶ πανηγυρίζουν τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του. Ἀντίθετα ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία δὲν τὸν κατέταξε στὸ ἐπίσημο Ἁγιολόγιό της καὶ δὲν τὸν τιμᾶ, ἐκτός τῆς περιοχῆς τῆς Μασσαλίας. Ὅταν οἱ Δυτικοὶ θεολόγοι ἀναφέρονται στὸ πρόσωπό του, τὸν ἀποκαλοῦν «Ἱερὸ» καὶ θεωροῦν ὅτι ὁ Ἅγιος Κασσιανὸς «ἔχασε αὐτὴ τὴ θέση (τοῦ Ἁγίου) καὶ τὴν οἰκουμενικὴ ἀξιοπρέπειά του (!), ὅπως καὶ κάποιοι ἄλλοι ποὺ προέρχονταν ἐπίσης ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ» (Dr. Newman: «Historical sketches», 3, 307).

πηγὴ κειμένου-www.xfd.gr


ΔΥΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ
ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΜΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Μὲ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη Κασσιανὸ μπορεῖς νὰ συναντηθεῖς στὶς δυὸ ἀντίθετες πλευρὲς τῆς Εὐρώπης,στὴν Μασσαλία,ὅπου βρίσκονται καὶ τὰ λείψανά του στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Βίκτωρος ὅπου ὁ ἴδιος ἵδρυσε καὶ στὴν Κωνστάντσα,στὸ νομὸ Ντομπροτζεας,ὅπου στὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε βρίσκεται τὸ σπήλαιό του ἕνα μοναστήρι ποὺ τιμᾶται στὸ ὄνομά του καὶ ἕνα χωριὸ-Casian-μὲ τ’ ὄνομά του.

Τά λέιψανα τοῦ Ὁσίου Κασσιανοῦ
 
 
Ἡ μονὴ τοῦ Ἁγ.Βίκτωρος στὴ Μασσαλία ὅπου βρίσκονται καὶ τὰ λείψανά του
 
 
Ἡ μονή τοῦ Ὁσίου Κασσιανού στήν Κωνστάντσα
 
 
 
Tό σπήλαιο τοῦ Ὁσίου Κασσιανοῦ
 
 
Ἡ εἴσοδος τοῦ σπηλαίου