Κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ μεσονηστίμου.
«Φωτίζου, φωτίζου Ἱερουσαλήμ. Ἤκει γάρ σου τὸ φῶς καὶ ἡ δόξα Κυρίου ἐπὶ σὲ ἀνέτειλεν». Σήμερα τὸ μεγαλήγορον στόμα τοῦ προφήτου Ἠσαϊου προσκομίζει στὴν ἐξ ἐθνῶν Ἐκκλησία τὰ χαρμόσυνα εὐαγγέλια. Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ προέρχονται ἀπὸ γλώσσα πυρωμένην ἀπὸ τὴν βρώση τοῦ θεοϋποστάτου ἄνθρακος, εἶναι λαμπρὰ καὶ μεγαλειώδη, ἀλλὰ ταυτοχρόνως διαβόητα καὶ βροντοηχή, ἐπειδὴ κατέρχονται ἀπὸ τὸ οὐράνιον ὕψος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι πράγματι τοιαύτη εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Προφήτου, ὥστε νὰ διατρέχη τὸν οὐρανὸν καὶ νὰ περικυκλώνη τὴν γῆν.
«Ἄκου γάρ, λέγει, οὐρανέ, καὶ ἐνωτίζου ἡ γῆ». Καὶ ὅταν ἀρχίζει ὁ Προφήτης τὸ θεόπνευστον κήρυγμά του, ἐκδηλώνεται ἀμέσως τὸ βροντῶδες του λόγου του. Ὅμως ἐδῶ δὲν κηρύττει μόνον, ἀλλὰ ἀπαστράπτει φῶς ὑπέρλαμπρον καὶ διαυγές, καὶ προσκαλεῖ στὸν λιμένα τῆς παρακλήσεως ὅσους πλέουν μέσα στὸ πέλαγος τῆς νηστείας.
Προευαγγελίζομαι, βροντοφωνάζει ὁ Προφήτης, ὅτι ἤδη ἔφθασε τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως, πρὸς τὴν ὁποία σπεύδετε νὰ καταπαύσετε, καὶ γιὰ τὴν ὁποία τρέχετε ἐναγωνίως. Καὶ ἀπὸ ποῦ καθίσταται φανερὸν αὐτό; Ἡ δόξα Κυρίου ἤδη ἀνέτειλε στὴν νέαν Ἱερουσαλήμ. Καὶ δόξα Κυρίου, ἀναντιρρήτως, εἶναι ὁ Θεῖος Σταυρός, ὁ ὁποῖος ὡς φαεινὸς ὄρθρος ἐμφανίζεται σήμερα, καὶ ἐξακοντίζει τὶς πρῶτες ἀκτίνες τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Πράγματι, στὴν παροῦσα ἑορτὴν ἔχουμε μνήμην φωτός, καὶ μάλιστα φωτὸς ἀνεσπέρου, ποὺ φωτίζει ὅσους εὑρίσκονται στὸ σκότος τῆς ἀκηδίας. Ἐκεῖ ὅμως, κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Ἀναστάσεως, πρόκειται γιὰ τὴν μεγίστη πανήγυρη, γιὰ τὴν ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν.
Ἃς μὴ σκυθρωπάζη κανεὶς ἀπὸ τοὺς τροφίμους τῆς νηστείας, οὔτε νὰ ἀνταλλάσση τὴν ἡμερότητα τοῦ προσώπου του μὲ τὴν σκοτεινὴν ἔκφρασιν τῆς κατηφείας. Ἃς προσέλθωμε στὴν ἀνατολὴν τοῦ τιμίου Σταυροῦ, καὶ ἃς φωτισθοῦμε, καὶ τὰ πρόσωπά μας δὲν θὰ καταισχυνθοῦν. «Σημειωθήτω ἐφ’ ἠμᾶς τὸ φῶς τοῦ προσώπου Κυρίου», θὰ λάμψουν τὰ πρόσωπά μας ὅπως ὁ Ἥλιος, καὶ τότε οἱ σκοτεινόμορφοι δαίμονες θὰ φύγουν μακρυά μας, μὴ δυνάμενοι νὰ μᾶς ἀτενίσουν κατὰ πρόσωπον. Καὶ ἐγὼ μὲ τὴν σειρά μου, ὁ πρῶτος της ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς συναθροίσεως καὶ χοράρχης τῆς χάριτος, παρακαλῶ νὰ μὲ καταυγάση πλουσίως αὐτὸ τὸ θεῖον φῶς τοῦ Σταυροῦ καὶ εὔχομαι νὰ ἀναφλέξη τὴν θρυαλλίδα τῆς γλώσσης μου καὶ νὰ ἀνάψη ἐντός μου ἄσβεστον θεῖον πῦρ. Ἀλλὰ μὲ πληροφορεῖ καὶ μὲ πείθει συγχρόνως ἡ θέρμη τῆς πίστεως ποὺ κινεῖται μέσα μου, πὼς ἤδη φέρω αὐτὸ τὸ ἅγιον πῦρ. Καὶ ἰδού! Τὸ πῦρ καὶ τὰ ξύλα τοῦ Σταυροῦ εὑρίσκονται ἐμπρὸς στὴν γλώσσα μου γιὰ νὰ χρησιμεύσουν ὡς ὑλικόν των ἐπαίνων τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Ποῦ εἶναι λοιπὸν τὸ πρόβατον ποῦ θὰ θυσιάσωμε σήμερα πρὸς δόξαν Θεοῦ, γιὰ νὰ παρατεθῆ στὴν συνέχεια πρὸς βρώση σὲ ὅλους ἐσὰς τοὺς πνευματικοὺς συνδαιτυμόνες;
Ὁ Θεὸς θὰ χορηγήση αὐτὸ τὸ ἄθυτον θύμα καὶ ζῶν σφάγιον, ὅπως ἐχορήγησε πρὸς χάριν τῆς ψυχικῆς ὠφελείας μᾶς γονιμότητα στὴν ἄκαρπο διάνοιά μου. Αὐτὸς ποὺ δύναται νὰ ἀναστήση ἀπὸ τοὺς λίθους γνήσια τέκνα τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ, καθὼς κάποτε ἀνέστησε τὸν Ἰσαὰκ ἀπὸ τὴν λιθώδη μήτρα τῆς Σάρρας.
Πράγματι «ἐσημειώθη ἐφ’ ἠμᾶς τὸ φῶς τοῦ προσώπου Κυρίου» μὲ τὴν ἐμφάνιση καὶ προσκύνηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἁγιάζονται τὰ χείλη καὶ οἱ ὀφθαλμοί μας, καθὼς ἀτενίζουμε καὶ ἀσπαζόμεθα τὸ θεοτευκτον ὄργανον τῆς σωτηρίας μας. Ἐν τῷ μεταξύ, ἃς τολμήσωμε νὰ μεταφερθοῦμε νοερῶς στὸν πολυθρύλλητον Παράδεισον τῆς Ἐδέμ. Εἶμαι βέβαιος ὅτι ἡ φλογίνη ρομφαία θὰ ὑποχωρήση, ἀφοῦ ἔχει σημειωθῆ ἐπάνω μας ἡ σφραγὶς τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εὐλαβεῖται ἀπολύτως τὸ φῶς τοῦ Δεσποτικοῦ προσώπου. Μάλιστα θὰ μεταστρέψη γιὰ λίγο το φλογερὸν καὶ ἀπειλητικόν της φύσεώς της σὲ φωτεινὸν καὶ ἥμερον.
Διότι πράγματι ὁ Δεσπότης Χριστὸς δὲν ἀνέβη στoν Σταυρὸν γιὰ νὰ κρίνη τoν κόσμον, ἀλλὰ γιὰ νὰ προσηλώση στὸ ξύλον τὸ χειρόγραφόν των ἁμαρτιῶν μας, καὶ νὰ σβήση τὰ παλαιὰ ὀφειλήματά μας μὲ τὸ πανυπέρτιμον Αἷμα του. Καὶ ἡ φλογίνη ρομφαία θὰ στρέψη τὰ νῶτα ἐνώπιόν μας, ἐφ’ ὅσον πρὸς χάριν μᾶς ὁ Δεσπότης Χριστὸς ἐδέχθη στὰ νῶτα τοῦ μαστιγώσεις. Οὔτε πάλι θὰ μᾶς ἀποπέμψη ὡς βδελυκτοὺς καὶ ἀχρήστους δούλους. Ἐπειδὴ γνωρίζει πὼς ὅλοι ἰατρευθήκαμε ἀπὸ τὶς πληγὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅτι ὅσα στίγματα μᾶς προξένησε ὁ ἐχθρός τα ἀνέλαβε ὅλα ἐπάνω Του, ὁ μόνος ἀναμάρτητος. Ἀλλὰ οὔτε καν θὰ μᾶς ἐμποδίση στὸ ἐλάχιστο. Καὶ αὐτὸ γιὰ πολλοὺς λόγους. Κυρίως ὅμως, διότι τὰ στόματα τῶν πιστῶν εἶναι πεπληρωμένα ἀπὸ τὴν χάρη τῆς ὑμνολογίας τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν δόξα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἀντιθέτως μάλιστα θὰ μᾶς ἀσπασθῆ μὲ ἅγιον φίλημα, ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως καὶ ἀφοσιώσεώς μας στoν κοινὸν Δεσπότη μᾶς Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἐξ ἄλλου εἶναι φιλάνθρωπες οἱ τάξεις τῶν ἀγγέλων, καὶ ἔχουν ὡς ἀφορμὴν ἑορτῆς τὴν μετάνοια τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ ἂν ἀκόμη ἀναδίδουν δυσοσμία τὰ στόματα ἀπὸ τὴν ἀσιτίαν, ἐν τούτοις προσφέρονται ὡς θυμίαμα εὔοσμον, εὐάρεστον ἐνώπιόν του Θεοῦ. Ἄλλωστε τοῦτο γίνεται φανερὸν καὶ ἀπὸ τὰ ἀντίθετα. Διότι, ὅταν οἱ προπάτορές μας ἐμασοῦσαν ἀκόμη τὸν καρπὸν τῆς παρακοῆς, καὶ ἐνῶ ὁ καρπὸς ἦταν εὐώδης, ἐν τούτοις τὸ στόμα τοὺς ἦταν δύσοσμο καὶ βρωμερόν, ἀφοῦ περιεῖχε μέσα τους ἀρραβῶνες τῆς διαφθορᾶς μας. Ὅταν λοιπὸν ἐτρυγήθη καὶ κατεβροχθίσθη ὁ καρπὸς τοῦ ξύλου τοῦ Παραδείσου, τότε ἀπεδείχθη πικρότερος καὶ ἀπὸ τὴν χολήν, καὶ προεκάλεσε σ’ ἐμὲ τὸν ἄνθρωπον τέτοια σκοτοδίνη, ὥστε νὰ θεωρῶ πὼς ὅλα περιστρέφονται. Καὶ ἐνῶ εὑρισκόμουν στὸ μέσον του Παραδείσου, νὰ νομίζω ὅτι ἠμπορῶ νὰ κρυφθῶ, ἐπειδὴ ἀντιλαμβανόμουν τὸ θρόισμα τῶν φύλλων ὡς βήματα ποδῶν.
Ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ ὁ Χριστὸς ἐταπείνωσε τὸν ἐαυτόν του καὶ ἔγινε ὑπήκοος στoν Θεὸν Πατέρα «μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ», τότε μετετράπη ὁ Σταυρὸς σὲ ξύλον ὑπακοῆς καὶ φωτίζει τὴν διάνοιά μας, ἀρωματίζει τὸ στόμα, στηρίζει τὴν καρδία μας, καὶ μεταδίδει τὸν καρπὸν τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἀναιρεῖται ἔτσι ὁ καρπὸς τῆς παρακοῆς ἀπὸ τὸν καρπὸν τῆς ὑπακοῆς. Ἐκεῖ συμβαίνει ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ἐξορία ἀπὸ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς καὶ τὸ «ἐπιστρέψεις εἰς γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης». Ἐδῶ πραγματοποιεῖται οἰκείωσις μὲ τὸν Θεὸν καὶ ἡ ὑπόσχεσις: «ὅταν ὑψωθῶ, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν». Ἡ πολυπόθητος ὄντως αὐτὴ ὑπόσχεσις! Ἐκεῖ προηγήθη ἡ ἡδονὴ καὶ ἠκολούθησε ἡ ὀδύνη. Ἀντιθέτως, ἐδῶ τὴν ὀδύνην, τὸ ἑκούσιον Πάθος καὶ τὴν πικρᾶν γεύση τῆς χολῆς ἀκολουθεῖ ἡ κατοικία τῶν εὐφραινομένων πρωτοτόκων στοὺς οὐρανούς, κατάπαυσις καὶ ἄχραντος ἡδονή. Ἐκεῖ ἐπραγματοποιήθη κατάβασις ἀπὸ τὸ ὕψος στὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος. Ἡ φύσις ἐξέπεσε τόσο ποὺ δὲν ἐσταμάτησε παρὰ μόνον ἀφοῦ ἐστάθη καὶ ἀνεκόπη ἡ ὁρμὴ τῆς ἐπάνω στὴν ἀρραγῆ πέτρα τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ ξύλον τοῦ Σταυροῦ, σὲ αὐτὰ τὰ δύο τόσο στερεὰ καὶ ἀκράδαντα στηρίγματα. Καὶ τὰ μὲν παλαιὰ ἔτσι ἔχουν.
Ὅσον ὅμως γιὰ τὰ νέα καὶ ἰδικά μας, ἢ καλύτερα γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν ὁδό, τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος ὡς ἄνθρωπος ἐχάραξε, πρόκειται γιὰ πολὺ ἀπότομον καὶ ἀνηφορικὸν δρόμο. Διότι ὁδεύει τὸν τραχὺν ἀνήφορο τοῦ Σταυροῦ, ταλαιπωρεῖ τὰ πόδια μὲ τὴν συνεχῆ ὀρθοστασία στὴν προσευχή, τὰ χέρια ἐντέλλεται νὰ ὑψώνωνται ἰκετευτικῶς ὅλην τὴν ἡμέρα πρὸς τὸν Θεόν, καὶ τὸ στόμα πάλι τὸ καταξηραίνει μὲ τὴν νηστεία. Ὅλες αὐτὲς οἱ φαινομενικὲς ὀδύνες ἔχουν γράψει τὸ βιβλίο τοῦ Σταυροῦ. ὁποῖος δὲν ἀναλαμβάνει στὰ χέρια τοῦ τὸ βιβλίον αὐτὸ καὶ δὲν ἀκολουθεῖ ὀπίσω ἀπὸ τὸν διδάσκαλο, καὶ διδάσκαλος βεβαίως εἶναι ὁ Χριστός, τότε ὡς ράθυμος καὶ ὀκνηρὸς μαθητής, θὰ διαγραφὴ ἀπὸ τὸν χορὸν τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν. Ὅταν λοιπὸν ἔτσι συμμορφωθοῦμε μὲ τὸ φρόνημα τοῦ Σταυροῦ, τότε κανένα ἐμπόδιο δὲν θὰ μᾶς παρουσιάση ἡ φλογίνη ρομφαία, ἀλλὰ θὰ ἠμπορέσωμε νὰ εἰσέλθωμε στὸ ἀρχαῖον ἐνδιαίτημα τῶν προπατόρων μας, τὸν Παράδεισον. Ἐκεῖ θὰ συλλέξωμε τὰ καταλληλότερα γιὰ τὴν περίσταση, καὶ ἀφοῦ πλέξωμε στέφανον ἐγκωμίων, θὰ καταστέψωμε μὲ αὐτὸν τὸν Τίμιον Σταυρόν. Οὕτως εὐρισκόμεθα κάποτε σὲ χῶραν μακάρων καὶ κατοικούσαμε τὸν θεοφύτευτον Παράδεισο, τόπον ἀτελευτήτου τρυφῆς. Ἐδῶ ἤσαν οἱ δοξολογικὲς φωνὲς καὶ ὁ ἦχος τῶν ἑορταζόντων, καὶ ὑμνολογίες οὐρανίων ἀγγέλων οἱ ὁποῖοι ἐπευφημοῦσαν τὸν Θεόν. Ὁ ἄνθρωπος, εὑρισκόμενος στὸν Παράδεισον, ἔψαλλε κατὰ ἀντιφωνία μὲ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα, καὶ ὁλόκληρος ἡ κτίσις ἐβοοῦσε δοξολογικῶς: «δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Πράγματι, ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ εἶχε πλουσίως ὑπερεκχυθῆ σὲ ἐμᾶς. Διότι χωρὶς νὰ ἔχη προσφέρει τίποτε ὁ ἄνθρωπος, ἐχειροτονήθη ἀπὸ τὸν Θεὸν βασιλεὺς ὅλων των ἐπιγείων κτισμάτων Του. Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ ψαλμωδὸς «Σὺ γὰρ ἐπλασᾶς μέ, καὶ ἔθηκας ἐπ’ ἐμὲ τὴν χείρα Σου». Γιατί ὅμως νὰ παρασιωπῶ τὰ θαυμαστότερα; Προτοῦ νὰ σχηματισθῶ στὴν κοιλία τῆς μητρός μου, καὶ ἐννοῶ τὴν μεγάλη μητέρα ὅλων μας, τὴν γῆν, συσκέπτεται ὁ Ἅγιος Θεὸς πῶς νὰ μὲ πλάση. Καὶ μόνον ἐμένα ἀπὸ ὅλα τα κτίσματά του μὲ ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα» του, μοῦ ἔδωσε τὴν μοναδικὴν αὐτὴν δυνατότητα γνώσεως τῆς ἐν μιὰ Θεοτητι μοναρχικῆς Τριάδος τῶν προσώπων.
Αὐτὸς ποὺ συνέστησε τὰ πάντα μὲ μόνον τὸ θέλημά του, γιὰ ἐμένα τὸν τρίπηχυ, τὸν βραχυδιάστατον, τὸν πεζόν, τὸν γυμνὸν ἀπὸ ὁποιαδήποτε φυσικὴν περιβολή, συσκέπτεται καὶ προμελετᾶ σὲ ποῖον θὰ εἶναι ὅμοιος αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ πλασθῆ, ποία κτίσματα θὰ ἐξουσιάζη καὶ μέχρι ποῦ θὰ φθάνη ἡ ἐξουσία του. Τὸν καθιστὰ κεφαλὴν ὅσων ἵπτανται ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλή του. Ὑποτάσσει στὸν δίποδά τα τετράποδα. Ὅσα πλέουν στὸν βυθὸ τῆς θαλάσσης ὑποδουλώνει στὸν πεζὸν ἄνθρωπο. Καὶ δὲν εἶναι μεγάλα αὐτά, μολονότι εἶναι τοιούτου εἴδους. Ἃς ἔλθω στὸ μεγαλύτερο. Τοποθετοῦμαι πλησίον του Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, ἐγὼ ποὺ εἶμαι πλήρης ἀκανθῶν καὶ συνεχῶς ρέπω πρὸς τὰ κάτω, ἐγὼ ὁ πήλινος γίνομαι συμμέτοχος στὸν δῆμο τῶν πυρίνων λειτουργῶν. Ἰδικό μου ἐνδιαίτημα γίνεται ὁ Παράδεισος. Στὰ ἀμέτρητα ἀγαθά του Παραδείσου καθίσταμαι ἐγὼ κύριος καὶ δεσπότης.
Μοῦ δίδεται λύχνος λαμπρός, γιὰ νὰ βλέπω καὶ νὰ προστατεύω ὅλα αὐτὰ τὰ καλὰ πράγματα, καὶ παραλλήλως λαμβάνω τὴν ἐντολὴ νὰ ἐπαγρυπνῶ γιὰ τὴν φύλαξη ὅλων αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν. Ἐγὼ ὅμως δὲν γνωρίζω τί ἔπαθα καὶ ἐνύσταξα στὴ φύλαξη τῶν ἀγαθῶν. Τότε ὁ σκοτεινόμορφος Σατᾶν βλέπει μὲ βλέμμα φθονερό τα ἀγαθά μου καὶ μὲ πλησιάζει πλήρης ὑποκρισίας, μὲ τὸ προσωπεῖον κάποιου ἀπὸ τοὺς πολὺ οἰκείους μου. Μὲ πλησιάζει μὲ ἡμερότητα, ἐνῶ ἀποδεικνύεται δολιότατος, καὶ καταφέρνει ὁ κακομήχανος μὲ εὐλογοφανεῖς λόγους νὰ μὲ ξεγελάση καὶ νὰ σβήση τὸν λύχνον μου. Διότι λύχνος εἶναι ὁ θεῖος νόμος, ὅπως ὁ Προφήτης Δαυὶδ τὸν ὀνομάζει. Καὶ ἀφοῦ μου κατέστρεψε κάθε θεοσδοτον δωρεά, μὲ συνέλαβε καὶ ἀπεμακρύνθη γελώντας μὲ ἀναίδεια γιὰ τὴν ἀφέλειά μου.
Κι ἔτσι ἐγὼ ὁ οἰκοδεσπότης καθίσταμαι γυμνὸς καὶ ἔρημός των φωτομόρφων ἐνδυμάτων μου, οἱ ὀφθαλμοί μου δὲν ἀτενίζουν πλέον πρὸς τὴν δόξαν τῆς οὐρανίου Βασιλείας καὶ τὴν ἁγιότητα αὐτῆς, ἀλλὰ μᾶλλον στρέφονται πρὸς τὴν ἰδικήν μου αἰσχύνην, τὴν ὁποίαν προσπαθῶ δῆθεν νὰ καλύψω. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῶν συμφορῶν μου. Ἀρχίζουν τὰ πάθη μου νὰ θεριεύουν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Προηγεῖται ἡ ἥττα τῆς γαστρός μου ἀπὸ τὴν ἡδονὴν τοῦ καρποῦ, καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἐμπάθεια τῶν ὑπογαστρίων. Διότι, ὅπως λέγουν, τὰ φύλλα τῆς συκῆς κατὰ φυσικήν τους ἰδιότητα εἶναι προξένα γαργαλισμοῦ. Σ’ αὐτὸ τὸ πάθος ὅταν περιέπεσε ὁ Προφήτης καὶ βασιλεὺς Δαβίδ, ἐθρηνοῦσε μὲ πόνον καὶ ἔλεγε: «Αἳ ψόαι μου ἐνεπλήσθησαν ἐμπαιγμάτων», ἐννοώντας κατ’ ἀρχὴν τὸν ἐαυτόν του, ἀλλὰ περισσότερον ἐρχόμενος στὴν θέση τοῦ προπάτορος Ἀδάμ. Πράγματι, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶχε ἐμπαιχθῆ ἀπὸ τὸν Σατᾶν, ὅταν αὐτὸς τὸν ἀπεπλάνησε μὲ τὶς ἐλπίδες τῆς ἰσοθεϊας, θὰ κατέληγε ὁ τόσο μεγάλος ὄγκος τῶν ἐλπίδων του στὴν περιβολὴν τῶν φύλλων τῆς συκῆς;
Καὶ ὁ γενναῖος Σαμψῶν ἔλαβε πείρα τῶν ἐμπαιγμάτων τῆς σαρκός, ὅταν ἐτυφλώθη στοὺς ὀφθαλμούς του ἀπὸ τὴν μαινάδα Δαλιδά, καὶ περιπαιζόμενος ἁλυσοδέθη ἀπὸ τοὺς ἀλλοφύλους. Διότι ἔτσι γνωρίζει νὰ ἀμείβη τοὺς ἐραστᾶς της ἡ ἐμπαθὴς ἡδονή. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ἐγὼ ποὺ ἔχω περιβληθῆ μὲ ἀγγελικὴν τιμὴ «παρασυνεβλήθην τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις». Ἐφόσον ὑπεβίβασα τὴν ροπὴν τῆς προαιρέσεώς μου στὴν γαστέρα, καὶ ἀκολούθως ὑπέκυψα στὶς ἐμπάθειες τῶν ὑπογαστρίων. Καὶ ἐμαρτυροῦσαν τὴν μωρία μου τὰ δέρματα τῶν προβάτων ποὺ ἐφόρεσα. Δὲν μοῦ ἐπιτρέπεται στὸ ἑξῆς νὰ ἀπολαμβάνω τὴν χλόην τοῦ Παραδείσου, σύμφωνα μὲ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ γιὰ μένα. Διότι, ὡς λογικὸν πρόβατο, δὲν ἤκουσα τὴν φωνὴν τοῦ ποιμένος μου ποὺ μὲ ἔβοσκε «ἐν τόπω χλόης» καὶ οὐδέποτέ μου ἐστέρησε κάτι. Ἀπὸ ὅλα τα ξύλα τοῦ Παραδείσου μου ἐπέτρεψε νὰ τρώγω, ὅμως ὑπερέβην στὴν ἀνοησία καὶ τὰ ἄλογα κτήνη, ἀφοῦ δὲν διέκρινα καμμίαν διαφορὰ μεταξὺ αὐτῶν ποὺ μὲ βλάπτουν καὶ αὐτῶν ποὺ μὲ ὠφελοῦν. Αὐτοῦ του εἴδους λοιπὸν εἶναι τὰ δυστυχήματά μου, ὅσα μου προεξένησε ἡ βρῶσις τοῦ χλωροῦ ξύλου. Καὶ τώρα εἶμαι ἀπόκληρός της φυσικῆς μου πατρίδος καὶ ἐξόριστός της ἀνεκφράστου μακαριότητος.
Παρατήρησε ὅμως μὲ πόσες δωρεὲς μὲ γεμίζει τὸ ξηρὸν ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Μοῦ χαρίζει τὴν ζωὴν ἀντὶ γιὰ τὸν θάνατον. Μὲ ἐνδύει μὲ φωτεινὴν στολὴ γιὰ νὰ καλύψη τὴν γυμνότητά μου. Ἀντὶ γιὰ τὴν παλαιὰν κατάρα, πηγάζει κάθε εὐλογία στὴν ζωή μου. Μὲ καθιστᾶ σύντροφον τῶν οὐρανίων ἀγγέλων, ἀντὶ τῆς καταδίκης της ἐπιστροφῆς μου στὴν γῆ, καὶ τέλος σβήνει τὴν πυρκαγιὰ τῶν ἡδυπαθειῶν ποὺ ἄναψε ἐντός μου ἡ βρῶσις τοῦ χλωροῦ ξύλου. Εὔστοχα θὰ ἠμποροῦσε νὰ εἰπῆ κανεὶς ὅτι, ὅπως τὸ δηλητήριον τοῦ ζωντανοῦ ὄφεως ἐξουδετερώνεται ἀπὸ τὴν νεκρὰν σάρκα ἄλλου ὄφεως, ἡ ὁποία θεραπεύει ὁποῖον ἐπλήγη ἀπὸ ἐκεῖνον τoν ζωντανόν, ἔτσι καὶ ἐγὼ ἀνέζησα ἀπὸ τoν ὑψωθέντα στὸν Σταυρὸ νενεκρωμένον Χριστόν. Διότι καὶ ἐγὼ προηγουμένως δὲν ἐθανατώθην ἀπὸ τoν νοητὸν ὄφι στὴν Ἐδέμ; Προτύπωσις Τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ ἦταν καὶ ὁ ἄψυχος ἐκεῖνος ὄφις τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ ἦταν χάλκινος καὶ δὲν εἶχε θανατηφόρο δηλητήριο. Πράγματι” ὁ Δεσπότης μου Χριστός, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος κατὰ ἀλήθειαν καὶ ἀνέλαβε τὴν ἀνθρωπίνην φύση ποὺ εἶχε προσβάλει ὁ πονηρὸς ὄφις, ἦταν ἀμέτοχος ἀπὸ τὸ δηλητήριον τῆς ἁμαρτίας καὶ τελείως ἐλεύθερος. Καὶ σὲ ὅλους ἐμᾶς ποὺ εἴχαμε κακοποιηθεῖ ἀπὸ τoν ἀρχέκακον ὄφι, καὶ ἔχουμε ἀναθέσει ὅλες μας τὶς ἐλπίδες σ’ Αὐτὸν ποὺ ἐκρεμάσθη στὸ Σταυρόν, χαρίζει τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἀθανασίαν.
Ἀναμφιβόλως ἡ ὕψωσις τοῦ χαλκίνου ὄφεως στὴν ἔρημο ἦταν προτύπωσις τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ. Καὶ τὸ λόγιόν του Προφήτου Μωυσέως ὅτι «ὄψεσθε τὴν ζωὴν ἠμῶν κρεμαμένην ἀπέναντί των ὀφθαλμῶν ὑμῶν», προστάζει τοὺς Ἰσραηλίτες νὰ στρέφουν τοὺς ὀφθαλμούς των πρὸς τoν χάλκινον ὄφι, ὄχι διότι εἶχε κάποιαν δύναμη τὸ ἄψυχον ἴνδαλμα, ἀλλὰ μόνον ἐπειδὴ ἦταν τύπος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ βάτος ἔμενε ἀπρόσβλητος ἀπὸ τὴν καυστικὴν δύναμη τοῦ πυρός, ὄχι ἀπὸ κάποιαν ἰδικὴν τῆς ἰδιότητα, ἀλλὰ ἐπειδὴ προετύπωνε τὴν Θεοτόκον Μαρίαν, ἡ ὁποία ἐβάστασε μέσα στὴν θνητὴν καὶ ἀνθρωπίνη φύση τῆς τὸ πῦρ τῆς Θεότητος. Ἀπὸ αὐτὸ ἠμπορεῖ νὰ μάθη ὁ εἰκονομάχος ὅτι οἱ τύποι τῶν μεγάλων πραγμάτων εἶναι ἄξιοι σεβασμοῦ, ἀνεξαρτήτως τοῦ ὑλικοῦ ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἀποτελοῦνται.
Ἐὰν λοιπὸν τὸ ἀποκρουστικὸν αὐτὸ ὁμοίωμα τοῦ ὄφεως, μὲ τὴν ἀνάρτησή του στὸ ξύλο προετύπωνε τὴν σταυρικὴν θυσία τοῦ Θεανθρώπου καὶ ἔδιδε ζωὴν σὲ ὅσους εἶχαν καταδικασθῆ σὲ πικρὸν θάνατο, τότε ποία ὠφέλεια, ποία ζωὴ καὶ ἀφθαρσία δὲν θὰ χαρίζη ἡ ἀληθινὴ Θεανδρικὴ μορφὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου; Πράγματι, ἐὰν δὲν ἦταν προτύπωσις τοῦ Χριστοῦ αὐτὸ τὸ χάλκινον κατασκεύασμα καὶ δὲν ἔσωζε ὅσους ἔβλεπαν πρὸς αὐτό, δὲν ὑπῆρχε κανένας λόγος νὰ κατασκευασθῆ.
Δικαίως θὰ ἀπορήση κανείς, πῶς ὅταν κατεσκευάσθη ὁ χρυσὸς μόσχος καὶ ἐστήθη ἔντεχνα ἐπάνω σε βάθρο, κατεδικάσθησαν στὸν διὰ ξίφους θάνατον οἱ χρυσοχόοι, ἐνῶ ἐδῶ κατασκευάζεται χάλκινος ὄφις καὶ ὁ Θεὸς ἁπαλλάττει ἀπὸ πικρὸν θάνατον ὅσους στρέφουν τὴν προσοχὴ τοὺς σ’ αὐτὸ τὸ ἄψυχο ξόανο. Ἃς σκεφθοῦμε λοιπὸν ὡς ἑξῆς γιὰ νὰ λύσωμε τὴν εὔλογον ἀπορία. Κάθε θάνατος ὁ ὁποῖος δὲν ἐπέρχεται ἀπὸ φυσικὴν ἀσθένεια καὶ δὲν διαλύει ἤρεμά το διφυές του ἀνθρώπου, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ βία καὶ ἐπέρχεται πρόωρα, εἶναι ἐπονείδιστος καὶ ὑβριστικός. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε ὁρισθῆ κατὰ τὴν προαιώνιον βουλὴν τοῦ Θεοῦ νὰ πραγματοποιηθῆ τὸ κοσμωφελὲς μυστήριον τοῦ Σταυροῦ καὶ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, μὲ τὸ ξύλο νὰ ἀναζωώση τὸν παλαιὸν Ἀδάμ, αὐτὸν ποὺ ἐνεκρώθη ἀπὸ τὴν βρώση τοῦ ξύλου, ἔπρεπε νὰ ἀποκατασταθῆ ἡ κοινὴ ἀντίληψις τῶν ἀνθρώπων γιὰ ὅσους ἔχουν κακὸν θάνατο, διότι αὐτὸ γινόταν σοβαρὸν ἐμπόδιο νὰ ἀποδεχθοῦν οἱ ἄνθρωποι τὸ ὑπερλόγον μυστήριο τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη καὶ ὁ Μωσαϊκὸς νόμος λέγει: «πᾶς ἐπὶ ξύλου κρεμάμενος ἐπικατάρατος». Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ὁ Θεὸς κατὰ τὰ θαυμαστὰ κρίματά του ἔδωσε δύναμη ζωοποιὸ σὲ ἕνα ξύλον, ἐπάνω στὸ ὁποῖον ἐκρεμάσθη ἕνα ἀπεχθὲς χάλκινον ὁμοίωμα ὄφεως. Ἐστήθη μάλιστα ὑψηλά, ὥστε νὰ στρέφουν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς τὸ ἄψυχον αὐτὸ καὶ νεκρὸν κατασκεύασμα τὶς ἐλπίδες τους γιὰ ζωή, διότι κατὰ Θείαν οἰκονομίαν εἶχε ἐξουσία ζωῆς ἐπάνω τους.
Ἐπιτρέψτε μου οἱ παρόντες νὰ μεταχειρισθῶ καὶ μὲ ἄλλον τρόπο τὸ νόημα τῆς σταυρικῆς θυσίας. Διότι ἡ δύναμις τοῦ τιμίου Σταυροῦ πλουτίζει τὸν νοῦ μου. Ὡς ράβδος δυνάμεως ὁ σωτήριος Σταυρὸς πλήττει τὴν λιθώδη διάνοιά μου καὶ ἀναβλύζει πρὸς χάριν σᾶς πόσιμον ὕδωρ σοφίας. Συναντῶ λοιπὸν σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Γραφῆς νὰ ἀποκαλοῦνται οἱ Ἰουδαῖοι ὄφεις καὶ γεννήματα ἐχιδνῶν», ἀκριβῶς γιὰ νὰ ὑποδηλωθῆ ἡ ἐκδικητική τους μανία κατὰ τῶν εὐεργετῶν τους. Ἐπειδὴ εἶχε προορισθῆ κατὰ θείαν βούληση νὰ ἀνατείλη ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν ὀφιώδη φυλὴ τῶν Ἰουδαίων, τελείως ἀμέτοχος ἀπὸ τὸ δηλητήριον τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ γίνη πηγὴ αἰωνίου ζωῆς διὰ τοῦ θανάτου Αὐτοῦ, μάλιστα δὲ θανάτου σταυρικοῦ, σὲ ὅσους πιστεύουν σὲ Αὐτόν, γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο εἶχε προορισθῆ ἡ ἀνάρτησις τοῦ χαλκίνου ὄφεως ἐπάνω στὸ ξύλον ἐκεῖνο. Σύρονται λοιπὸν πάλι μέσα στὴν ἔρημο πλῆθος δηλητηριωδῶν ὄφεων, ποὺ μὲ τὰ δήγματά τους πλήττουν τοὺς ὁδοιπόρους καὶ τοὺς θανατώνουν. Αὐτοὶ εἶναι ὅσοι ταλαιπωροῦν αὐτοὺς ποὺ πορεύονται στὸν δρόμον τοῦ Χριστοῦ, καὶ τοὺς ἐμποδίζουνν νὰ προσέλθουν στὸν Δεσπότην Χριστὸ γιὰ νὰ εὕρουν σωτηρίαν αἰώνιον. Αὐτὰ ὅσον ἀφορᾶ τοὺς Ἰουδαίους. Ἀκολούθως ἀναφέρεται σ’ ἐκείνους ποὺ θέτουν ἐμπόδια στὴν πνευματικὴν πρόοδο τῶν ἀγωνιζομένων. «Φύλαξον μέ, Κύριε, ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλοῦ, ἀπὸ ἀνθρώπων ἀδίκων ἐξελοῦ μέ, οἵτινες διελογῖζοντο τοῦ ὑποσκελίσαι τὰ διαβήματά μου». Σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρωπομόρφους ὄφεις ἀπευθυνόμενος ὁ Χριστὸς ἔλεγε: «Ὅταν ὑψώσητε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, τότε γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ εἰμί». Διότι κρεμάμενος νεκρὸς ἐπάνω στὸν Σταυρόν, ἐζωοποίησε αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πληγεῖ ἀπὸ τὸ κεντρὶ τοῦ θανάτου.
Αὐτὰ ποὺ ἐλέχθησαν ἀφοροῦν τὴν δογματικὴν πλευρὰ τοῦ θέματος. Ἃς ἀναφερθοῦμε ὅμως καὶ στὴν ἠθικὴν πλευρά. Ὅταν ὁ ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς μᾶς Χριστός, ὁ πλούσιος σὲ ἔλεος, κατεδέχθη τὴν ἑκούσιον πτωχεία καὶ ἐτελείωσε ὅλο το μυστήριον τῆς οἰκονομίας, πολλὲς μυριάδες τῶν κακοτρόπων Ἰουδαίων, ἀφοῦ ἔμεσαν τὸ δηλητήριον τῆς κακίας καὶ ἐγκατέλειψαν τὶς πονηρίες καὶ τὶς δολιότητες, ἐπέλεξαν δὲ τὴν εὐθείαν ὁδό, ἀνῆλθαν σὲ ὑψηλὴν καὶ ἐνάρετον πολιτεία, καὶ ἀνύψωσαν σὲ ὅμοιον ζῆλο ἕνα πολὺ μεγάλο μέρος τῶν ὁμογενῶν τους. Ἔχω τὸν Παῦλο ποὺ συνηγορεῖ στὸν λόγον μου. Διότι καὶ αὐτὸς κάποτε ἦταν ὄφις καὶ γέννημα ἐχιδνῶν κατὰ τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, καὶ τοὺς ἐβασάνιζε καὶ τοὺς ἐθανάτωνε, καὶ εἶχε νύκτα καὶ ἡμέρα τὰ μάτια τοῦ ἀνοικτά, ἐπιβουλευόμενος ἀνύστακτα τοὺς Χριστολάτρες. Κάποτε ὅμως ἐτυφλώθησαν οἱ ὀφθαλμοί του, ἐπειδὴ δὲν ἔβλεπαν σωστὰ ἀλλὰ διεστραμμένα, καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐκένωσε τὸ δηλητήριον τῆς βλασφημίας, ἐξεδύθη τὴν στολὴν τῶν Φαρισαίων καὶ ἐνεδύθη διὰ τοῦ βαπτίσματος τὸν Χριστόν. Καὶ καθὼς ἔπεφταν οἱ λεπίδες τῶν ὀφθαλμῶν του, ὁμοίαζαν μὲ τὰ λέπια τοῦ ὄφεως. Δέχεται ἔτσι μέσα του ὅλον τὸν Χριστὸ καὶ ἀνυψώνεται στὴν κατὰ Χριστὸν πολιτείαν’. Ἔτσι ἀνυψώνεται στὸν σταυρό, νεκρώνει τὰ μέλη, παύει πλέον νὰ ζῆ, μεταδίδει τὸν ζῆλο σ’ ἐκείνους ποὺ θεωρεῖ σάρκα ἰδικήν του, δηλαδὴ στοὺς ὁμογενεῖς του καί, ἐνῶ εἶναι νεκρωμένοι ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, τοὺς ἐμπνέει τὴν ζωὴν τὴν ἀθάνατον.
Ἐνῶ δηλαδὴ ὁ θανατηφόρος ὄφις ἔπληττε τὰ μέλη τοῦ Ἀποστόλου, ἔπαθε ὁ ἴδιος αὐτὸ τὸ ὁποῖο μανιωδῶς ἀπειλοῦσε νὰ τοῦ προξενήση, ἐπειδὴ ἡ σάρκα τοῦ τὴν ὁποίαν ἐγεύθη εἶχε συσταυρωθῆ μὲ τὸν Χριστόν.
Ἔτσι ὁ Σταυρὸς θανατώνει συγχρόνως καὶ ζωογονεῖ, ὄχι μόνον στὴν ξηρά, ὅπως παρέστησε τὸ παράδειγμα, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ στὴν θάλασσα. Θυμήσου ὅσα συνέβησαν στὴν Ἐρυθρά. Ἐκεῖ ἐσχηματίσθη ἁπλῶς ἐπάνω στὰ ὕδατα ὁ τύπος τοῦ Σταυροῦ καὶ ἔσωσε τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, κατεπόντισε δὲ τοὺς ἐχθρούς του Θεοῦ.
Ὅλα αὐτὰ εἶχαν προτυπωθῆ παλαιὰ ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, ἐγράφησαν στὸν πίνακα τοῦ νοός των μὲ τὸν δάκτυλο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ οἱ προτυπώσεις παρεδόθησαν συμβολικῶς σὰν σὲ στηλογραφίαν, εἶχαν δὲ χαραχθῆ καὶ σὲ ἱερὰ βιβλία ὡς μάθημα γιὰ τὶς ἐπερχόμενες γενεὲς ἐπωφελέστατον. Ὥστε ὅταν ἔλθουν τὰ πράγματα, νὰ μὴ ἀμφισβητηθοῦν τὰ γράμματα, ἀλλὰ οἱ ἀναγνῶστες παραβάλλοντας νὰ ἀναγνωρίσουν τὰ σύμβολα, καὶ ἀπὸ αὐτὰ νὰ δοξασθῆ ὁ ὑπερένδοξος, ὁ ὁποῖος τόσο πολὺ συγκατέβη καὶ κατεδέχθη τὴν φαινομενικὴν ἀτιμίαν, γιὰ μᾶς ποὺ ἔχουμε ἀτιμασθῆ ἐκ προαιρέσεως.
Πρὶν γίνη ὅμως αὐτό, ὅλοι οἱ Προφῆτες καὶ οἱ δίκαιοι ἔχυναν δάκρυα συμπαθείας γιὰ τοὺς προπάτορές μας. Καὶ πῶς νὰ μὴν ἔχυναν, ἀφοῦ ἐγνώριζαν ὅτι ὁ Χάμ, ὁ ὁποῖος περιεγέλασε τὴν γυμνότητα τοῦ πατρὸς τοῦ εὐρίσκετο ὑπὸ κατάραν; Ὁ δὲ Δαβὶδ ἔψαλλε περιπαθῶς πρὸς τοὺς κειμένους μέσα στὴν γῆ γενάρχες τὴν νεκρώσιμον ὠδή: «Ὡς πρόβατα ἐν Ἅδη ἔθετο, θάνατος ποιμανεῖ αὐτοὺς» καὶ «ὡς πάχος γῆς ἐρράγησαν καὶ διεσκορπίσθη τὰ ὀστᾶ αὐτῶν παρὰ τὸν Ἄδην». Τότε καὶ ὁ Ἠσαΐας, ἀκολουθώντας μεγαλοφωνότερα τὴν θρηνωδίαν τοῦ Δαβίδ, κτυποῦσε τὸ στῆθος τοῦ οἰκειοποιούμενος ὡς υἱὸς τὰ παθήματα τῶν πατέρων καὶ ἔλεγε: «Πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν. Ἄνθρωπος τὴ ὀδῶ αὐτοῦ ἐπλανήθη», ἐλεεινολογώντας ὁλόκληρον τὴν Ἀδαμιαίαν φύση. Καὶ ἄλλος ἐθρηνολογουσε ἄλλα. Καὶ ὅλοι μαζὶ συνέβαλλαν μὲ τὸν Δαβίδ, προκρίνοντας αὐτὸν ὡς χοράρχη, σεβασμιώτερον γιὰ τὸ βασιλικόν του ἀξίωμα, ἀλλὰ καὶ ἐξ αἰτίας τῆς θεοπατορίας ποὺ τοῦ εἶχε προαναγγελθῆ: «Ὁ ποιμαίνων τὸν Ἰσραὴλ προσχες, ὁ ὁδηγῶν ὡσεὶ πρόβατον τὸν Ἰωσήφ. Ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβὶμ ἐμφάνηθι». Εἶναι προφανὴς καὶ ἐδῶ ἡ ὁμοίωσις μὲ τὸν Ἰωσήφ. Ἐκεῖ Αἴγυπτος σκοτεινή, ἐδῶ Ἅδης ὁ ζοφερώτατος. Φαραὼ ἐκεῖ, ὁ τύραννός του Ἰσραήλ. Ἐδῶ Σατᾶν, ὁ ἀκοίμητος ἐχθρὸς ὁλοκλήρου του ἀνθρωπίνου πληρώματος. Ἐταλαιπωροῦντο ἐκεῖ οἱ Ἰσραηλίτες συλλέγοντας ἄχυρα γιὰ τὴν κατασκευὴν τῶν πηλίνων πλίνθων, ἐδῶ χάριν τοῦ ἐρυθροῦ πηλοῦ τῆς σαρκός, πικρὸς ἱδρώτας τῶν φιλοσάρκων, γι’ αὐτὴν ὅλος ὁ κόπος τῶν φιλοκόσμων. Ἐδῶ ὁ βαρὺς καὶ ἀμείλικτος ἐπιστάτης τῆς ζωῆς μας, ὁ ἀκοίμητος καὶ τερατώδης μυρμηκολέων, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐκβιάζει πρὸς τὰ ἔργα τοῦ σκότους, ἄλλοτε ἀρπάζοντας καὶ «ὠρυόμενος καὶ ζητῶν τίνα καταπίη», καὶ ἄλλοτε κλέπτοντας τὸν σίτο τῶν ἀρετῶν. Προσπαθεῖ μὲ κάθε τρόπο νὰ μᾶς πείση ὅτι τὸ μόνο ποὺ ἀξίζει εἶναι νὰ συνάγωμε ἄχυρα. Ἄχυρο εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἐπειδὴ χρησιμεύει σὰν προσάναμμα τοῦ ἀσβέστου πυρός.
Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους ὁ Κύριος, ἐπειδὴ παρακολουθοῦσε τὴν κακοποίηση τῆς φύσεώς μας, ἐπείγετο ἀπὸ τὴν ἔμφυτο φιλανθρωπίαν του νὰ πραγματοποιήση τὴν προαιώνιον βουλήν, ὅπως προεγνώρισεν ὁ Ἠσαΐας, ὁ ὁποῖος συγχαίροντας μὲ ὅλον τὸν κατάλογον τῶν Προφητῶν, ἀνέκραζε μὲ τὴν γλυκυτάτην τοῦ φωνὴν ἐκ μέρους τοῦ Σωτῆρος αὐτὸ ποὺ εἶχε ἀφώνως ἀκούσει: «Νῦν ἀναστήσομαι, νῦν δοξασθήσομαι, νῦν σωθήσομαι». Αὐτὰ τὰ λόγια προμηνύουν τὴν ἀνύψωση στὸν Σταυρόν, καὶ τὴν δόξαν μὲ τὴν ὁποίαν ἐδοξάσθη ὁ Μονογενὴς ἀπὸ τὸν Πατέρα ἐπάνω στoν Σταυρὸν αὐτόν. Ἐγείρεται ἀπὸ τoν θρόνον του, κατέρχεται στὴν γῆν ἀμεταβάτως. Ἐνδύεται ὡς στολὴν τὴν φύσιν τοῦ πεπλανημένου προβάτου, ἀπὸ τὰ παναγνὰ αἵματα τῆς Παρθένου, ὥστε ὁ λύκος νὰ ἐπιτεθῆ καὶ σ’ αὐτὸν ὡς συνήθως, ξεγελασμένος ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα, καὶ ἔτσι νὰ συντριβοῦν τὰ δόντια τοῦ ὄντως ἁμαρτωλοῦ, ἀπὸ τὴν ὁρμὴν μὲ τὴν ὁποίαν ἐπέπεσε κατὰ τοῦ ἀναμαρτήτου.
Ἦταν ἐπείγουσα γι’ αὐτὸν ἡ ἀναζήτησις τοῦ ἀπολωλότος προβάτου. Διότι μολονότι ἔγινε πρόβατο χάριν τοῦ προβάτου, ὡς Θεὸς ὅμως εἶναι καὶ ποιμήν, ποὺ ἀνέλαβε τὴν ἀποστολὴ νὰ τὸ ἐπαναφέρη στὴν χλόη τοῦ Παραδείσου, ὅπου ἦταν ὁ φυσικὸς καὶ ἀρχικός του χῶρος. Ἔρχεται νὰ λάβη διὰ τοῦ ξύλου ἐκδίκηση γιὰ τὴν ἥττα ποὺ προῆλθεν ἀπὸ τὸ ξύλον, καὶ νὰ ἀποκρούση τὸν πάσσαλο μὲ πάσσαλο, νὰ ἐξαφανίση μὲ ὄργανον κατάρας τὴν κατάραν ποὺ ἐβλάστησεν ἀπὸ τὸ ξύλο. Πλὴν ὅμως ἡ νέα, ἡ ἰδικὴ μᾶς Ἰαήλ, ἔτσι ὀνομάζω τὴν Ἐκκλησίαν, προσκυνεῖ τoν νέον αὐτὸν πάσσαλον, ὁ ὁποῖος κατετρόπωσε τoν πικρὸν πολέμιον τῆς φύσεώς μας. Ἔγινε μὲ τoν τρόπον αὐτὸν ὄργανον τῆς σωτηρίας, καὶ συνέτριψε μὲν τὴν κακὴν αὐτοῦ κεφαλήν, τοῦ δὲ Ἀδὰμ τὴν ἀνεζώωσεν, ἀφοῦ μάλιστα ἐφυτεύθη ἀκριβῶς ἐπάνω ἀπὸ αὐτήν. Ἔτσι ἐθεράπευσε τὴν κεφαλαλγία ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἐπιβλαβῆ βρώση τοῦ ξύλου, ἐπιφορτιζόμενος τὴν κατάραν ἐκείνου, καὶ καταργώντας τὴν. Διότι δὲν εἶναι πλέον ὄργανον κατάρας ὁ Σταυρός, ἀλλὰ εὐλογίας. Ἐπειδὴ ἔχει λεχθῆ ὅτι «εὐλογεῖται ξύλον, δὶ’ οὐ γίνεται σωτηρία». Τόσων ἀγαθῶν αἴτιος μᾶς ἔγινεν ὁ Σταυρός, καὶ σωτήριον διαβατήριον πρὸς τὴν ἀρχικὴν μακαριότητα.
Πόσον ἀγαπητὸν εἶναι τὸ θυσιαστήριόν σου, Κύριέ των δυνάμεων, στὸ ὁποῖον ἐθυσιάσθης μὲν ὡς ἀμνός, ἐπεφορτίσθης δὲ τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνο ὡς ἄνθρωπος, αὐτὸ δὲ ὡς Θεός. Διότι ἂν καὶ ἐσταυρώθης ἀπὸ ἀδυναμίαν, ἐξ αἰτίας τῆς φθαρτῆς καὶ ἐμπαθοῦς σαρκός σου, ἀλλὰ κατὰ τὴν φύσιν σου εἶσαι Κύριος των αὔλων δυνάμεων. Καὶ ἡ τελειότης τῆς θεϊκῆς σου δυνάμεως ἐφανερώθη, ὅταν ἠνώθη μὲ τὴν ἀνθρωπίνην ἀδυναμία, καὶ ἀχρήστευσε τὰ νεῦρα τοῦ κοινοῦ τυράννου του γένους μας.
«Οὐκ ἀναβιβασθήσεται ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον Κυρίου πάσα ζύμη καὶ πᾶν μέλι», λέγει κάπου σκιωδῶς ἡ Γραφή, καὶ ἐδῶ ὑποκρύπτεται λόγος φωτοειδῆς. Διότι ἂν καὶ αὐτὸ φαίνεται ὅτι ἔχει λεχθεῖ γιὰ τὴν πολυσαρκο Λευϊτικὴν λατρείαν, ἐγὼ τὸ ἀναβιβάζω στὸ ὕψος τοῦ Σταυροῦ, ἀποδίδοντας τὸ νόημα τοῦ ρητοῦ ὡς ἀκολούθως. Τί θέλει δηλαδὴ νὰ εἰπῆ ὁ λόγος αὐτός; Τὸ ἱερὸν αὐτὸ χωρίον διατάσσει νὰ συσταυρωνόμεθα μὲ τὸν Χριστόν, καὶ νὰ συναποθαίνωμε μὲ αὐτὸν ὡς πρὸς τὸν κόσμον. Πείθεσθε, λέγει, σ’ αὐτὸν ποὺ σᾶς καθοδηγεῖ στὴν τραχείαν ὁδὸ καὶ ὑπακούετε, καὶ τιμήσατε τὸ θυσιαστήριόν του μὴ προσφέροντας τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ γλυκαίνουν τὴν αἴσθηση καὶ παραλύουν πρὸς ἡδυπάθειαν. Διότι χαρακτηριστικόν του Σταυροῦ εἶναι ἡ ὀδύνη, ὄχι ἡ ἡδονή. Ἡ γεῦσις τῆς χολῆς, ὄχι τοῦ μέλιτος. Δὲν δέχεται τὴν Αἰγυπτιακὴν ζύμην τὸ θυσιαστήριον τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι μεστὴ ἀπὸ ἀσέβειαν καὶ ἀλαζονείαν. Ἐνῶ ὁ Σταυρὸς εἶναι τὸ σύμβολον τῆς ταπεινώσεως καὶ τρόπαιόν της πρὸς Θεὸν εὐσεβείας. Μετὰ δὲ τὴν Ἀνάστασιν, ἔπαθλον τῆς ἐμπίκρου διαγωγῆς καὶ τραχείας διαβιώσεως εἶναι ἡ βρῶσις τοῦ μέλιτος, καὶ ἡ ἀπόλαυσις τῆς ἀφθόρου ἡδονῆς. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Σταυρὸς εἶναι ὑπόθεσις ἀνδρείας καὶ καυχήσεως, ὄχι ἐντροπῆς. Διότι τὸ νὰ θυσιάσει κάποιος τὸν ἐαυτὸν τοῦ χάριν τῶν δούλων του καὶ νὰ καταφρονήση τὸν θάνατον γιὰ τὴν σωτηρίαν τῶν πολλῶν εἶναι τὸ μεγαλύτερο καύχημα. Αὐτὴν τὴν ἔννοιαν ἔχει καὶ τὸ ἀναφερόμενον στὴν Γραφὴν «ἄρσεν» σφάγιον τὸ ὁποῖον θυσιάζεται πρὸς χάριν μας. Διότι ἦλθε νὰ τονώση τὴν παράλυσιν αὐτήν, ἡ ὁποία ἀρχίζοντας ἀπὸ μίαν φιλήδονο γυναίκα μετεδόθη στὸν ἄνδρα, καὶ ἐξεθήλυνε τὸν ἀρρενωπὸ χαρακτήρα του καὶ τὸ μικρὸ προζύμι, ἡ μία πλευρὰ δηλαδή, ἐζύμωσε καὶ ἐξωμοίωσε μὲ τὸν ἐαυτὸν τῆς ὅλην τὴν ἀνδρικὴν ζύμη καὶ τῆς μετέδωσε τὴν ἰδικὴν τῆς μαλθακότητα. Ἀπὸ τὸ οἴδημα λοιπὸν τῆς ἀλαζονείας, ποὺ θὰ προέλθη ἀπὸ αὐτοῦ του εἴδους τὴν ζύμωση, δὲν θὰ ἀναβιβασθῆ τίποτε στὸ θυσιαστήριον τοῦ Χριστοῦ, τὸν Σταυρόν. Διότι εἶναι παθοκτόνος ὁ ζωοποιὸς Σταυρός. Τί δὲ κοινὸν ὑπάρχει μεταξὺ νεκρότητος καὶ τρυφῆς; Τί κοινὸν μεταξὺ χολῆς καὶ ἡδονῆς; Τί κοινὸν μεταξύ του οἴνου ποὺ εὐφραίνει τὴν σαρκίνην καρδία καὶ τῆς περιπαικτικῆς προσφορᾶς τοῦ ὄξους ποῦ τόσον ἐνοχλεῖ τὴν αἴσθησιν; Ἐκεῖνα ἀνήκουν στὸν παλαιὸν Ἀδὰμ καὶ εἶναι εἰς βάρος μας, ἐνῶ αὐτὰ στὸ νέον καὶ εἶναι πρὸς ὄφελός μας. Ἐκεῖνα εἶναι τοῦ Ἀδὰμ ποὺ ἔπεσε, αὐτὰ τοῦ Χριστοῦ ποὺ μᾶς ἔσωσε.
Διδάσκομαι δὲ καὶ νὰ φιλοσοφῶ σὲ παρόμοιες περιπτώσεις καὶ νὰ ὑπομένω ἐμπαιζόμενος. Διότι κακὸ δὲν εἶναι το νὰ ὑβρίζεσαι ἁπλῶς, ἀλλὰ τὸ νὰ ὑβρίζεσαι δικαίως. Οὔτε εἶναι φοβερόν το νὰ ἀποθάνης, ἀλλὰ τὸ νὰ ἀποθάνης ἐξ αἰτίας κάποιας ἁμαρτίας. Καὶ ἀντιθέτως, τὸ νὰ ριψοκινδυνεύσης χάριν τῆς ἀληθείας εἶναι ἄξιόν του ὑπερτάτου μακαρισμοῦ.
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ξύλον ἔχοντας ὡς πηδάλιο νὰ τὸ προσκυνής, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κυβερνώμενος, ὢ ἄνθρωπε, δὲν θὰ φοβηθῆς τὰ κύματα τῆς πολυταράχου θαλάσσης τοῦ βίου τούτου. Ἐπειδὴ δὲν σοῦ ἐπιτρέπει νὰ εἶσαι βαρυφορτωμένος, ἀλλὰ σὲ διδάσκει νὰ ταξιδεύης ἐλαφρὸς καὶ ἑτοιμοπόλεμος, τρέφοντας τὸ σῶμα ὅσο τὸ δυνατὸν λιτότερα. Ἔτσι, καὶ ἂν πνεύσουν σὰν ἐνάντιοι ἄνεμοι τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας, καὶ ἐγείρουν σφοδρᾶν τὴν τρικυμίαν τῶν πειρασμῶν κατὰ τοῦ σκάφους τῆς ψυχῆς, σὺ θὰ μείνης ἀμετακίνητα στερεωμένος στoν Σταυρόν, ἀφοῦ θὰ ἔχης σταθεροποιηθῆ ἀπὸ τὸν ἀναλλοίωτον φόβον τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἐσταυρωμένου. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θὰ ξεπεράσης τὴν ἐναέριον ἀπειλήν, θὰ ἀποφύγης τoν καταποντισμὸν ἀπὸ τοὺς ἐπιτιθεμένους θηριώδεις καὶ ἀνημέρους πειρατᾶς, τοὺς δαίμονες, καὶ θὰ προσορμισθῆς στoν ἀκύμαντο λιμένα τῆς Βασιλείας, ὅπου θὰ λάβης ἀμύθητα κέρδη ἀπὸ τὴν διάθεση τῶν ἐμπορευμάτων σου.
Ἀλλά, ὢ Σταυρέ, βασιλικὴ κλίνη τοῦ ἰδικοῦ μᾶς Σολομῶντος, τοῦ πράου καὶ εἰρηνικοῦ, ἡ εἰρήνη τοῦ ὁποίου δὲν ἔχει ὅριον, διότι καὶ ἡ παλαιὰ Ἱερουσαλήμ, στὴν ὁποία ἐβασίλευσεν ὁ φιλοκόσμος Σολομῶν, ἦταν περιωρισμένη σὲ ἔκταση καὶ περιφραγμένη ἀπὸ τείχη σὰν βασιλικὴ κλίνη. Ὢ κλίνη, στὴν ὁποίαν ἀνεπαύθη ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης καὶ ἔκλινε αὐτοπροαιρέτως τὴν κεφαλὴ γιὰ νὰ κοιμηθῆ ἑκουσίως ὕπνον ζωηφόρον, καὶ κοιμώμενος ἐξεπόρθησε τὸν ἀκοίμητον πολέμιον, καὶ ἐλαφυραγώγησε τὰ βασίλεια τοῦ Ἅδου. Διότι ἂν καὶ κατὰ τoν νόμον τῆς νεκρώσεως εἶχε κοιμηθῆ, ἡ καρδία τοῦ ὅμως ἀγρυπνοῦσε, ἀφοῦ ἐπέβλεπε καὶ προνοοῦσε γιὰ τὰ πάντα, ἐπειδὴ Αὐτὸς μαζὶ μὲ τoν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα ἐπιβλέπει καὶ ἐπισκοπεῖ τὸ πᾶν. Καρδίαν ἐννοῶ τὴν ζωοποιὸν δύναμη τῆς θεότητός του, μὲ τὴν ὁποίαν «ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμὲν» ὅλοι ὅσοι ἀποτελοῦμε τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐσέ, τὴν βασιλικὴν κλίνην, «κυκλούσιν ἑξήκοντα δυνατοὶ» ἀπὸ τοὺς ἰσχυρούς του Ἰσραήλ. Τoν ἀριθμὸν ἑξήκοντα τoν ἀνάγω στὸ ὑπεροχικώτατον σύστημα τῶν ἑξαπτερύγων, διότι διὰ μέσου κάθε ἑξαπτερύγου ὑπερλάμπει τὸ φῶς τῆς τελειότητος, τὸ ὁποῖον ἐμμέσως ὑποδηλώνεται μὲ τὴν δεκάδα ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ ἀριθμὸς εἶναι τέλειος, καὶ ἐπειδὴ ἔχουν ἀποστολὴ νὰ παρίστανται στὴν δόξα ποὺ ἔχεις ὡς σκῆπτρον βασιλικόν, συσχηματίζονται μὲ σένα λαμβάνοντας νέαν δόξα ἀπὸ τὴν μίμησί σου. Συστέλλουν δηλαδὴ τὶς ἐπάνω καὶ τὶς κάτω πτέρυγες, τὶς δὲ μεσαῖες τὶς ἁπλώνουν ἑκατέρωθεν, καὶ ἱπτάμενα σταυροτύπως ἀλαλάζουν ἀσιγήτως τὰ νικητήρια. Ἀπὸ ἐδῶ ὁ θεοπτης Ἠσαΐας, ὁραματιζόμενος τὴν δόξαν σου ἐδίδαξε καὶ ἄλλο μυστήριον: «Καὶ ἀπεστάλη πρὸς μέ», λέγει, «ἐν τῶν Σεραφίμ, καὶ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ εἶχεν ἄνθρακα, ὃν τὴ λαβίδι ἔλαβεν ἐκ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ἤψατο τοῦ στόματός μου καὶ εἶπεν. Ἰδοὺ ἤψατο τοῦτο τῶν χειλέων σου καὶ ἀφελεῖ τὰς ἀνομίας σου, καὶ τὰς ἁμαρτίας σου περικαθαριεῖ».
Καὶ τὰ δύο συγχρόνως, καὶ τὰ τῆς κλίνης καὶ τὰ τοῦ θυσιαστηρίου, σὲ σένα συνέπεσαν. Τὸ ἕνα γιὰ τoν ἑκούσιον ὕπνον τoν ὁποῖον ἐκοιμήθη καὶ ὑπνωσεν ὁ ἀθάνατος, καὶ τὸ ἄλλο γιὰ τὴν σφαγὴν ποὺ ὑπέστη πρὸς χάριν μας, μὰ καὶ γιὰ τὴν ὑπερένδοξον Ἱερουργίαν τὴν ὁποίαν ὁ ἴδιος ἱερούργησε θυσιάζοντας τoν ἐαυτὸν τοῦ ὑπὲρ τοῦ κόσμου. Σὺ πιστεύουμε ὅτι εἶσαι τὸ πλῆρες διαπύρων ἀνθράκων θυσιαστήριον τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, διότι ξύλον τὸ ὁποῖον ἔχει καεῖ εἶναι καὶ ὁ ἄνθρακας.
Ὅπως λοιπὸν τὸ πῦρ τῆς ἀπαθοῦς Θεότητος τοῦ Ἀμνοῦ, ὁ ὁποῖος ἐθυσιάσθη ἐπάνω σου, σὲ ἀνέφλεξε χωρὶς νὰ σὲ κατακαύση, ἔτσι καὶ ἐμεῖς ποὺ σήμερα σὲ ἐγγίζουμε μὲ τὰ χείλη, λαμβάνουμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ πῦρ κάθαρση τῶν ἁμαρτημάτων, συμπτύσσοντας τὴν λαβίδα τῶν χειλέων φιληματικῶς, καὶ μεταδίδουμε τὸ φῶς καὶ τὸν ἁγιασμὸ στὸν ἔσω ἄνθρωπο ποὺ κατοικεῖ στὸ πήλινον αὐτὸ σῶμα.
Ἀλλά, ὢ Σταυρέ, καὶ πάλι σὲ χαιρετίζω, ἀρνούμενος νὰ ἀποσπάσω τὰ χείλη ἀπὸ τὸν ἀσπασμόν σου, ὢ Σταυρέ, θυσιαστήριον παντιμον, δέξου αὐτὸ τὸ δῶρον τῶν ὕμνων μου, καὶ ὅλον εὐλόγησέ το. Διότι τὸ κατώτερον εὐλογεῖται ἀπὸ τὸ ἀνώτερον. Καὶ τὸ θυσιαστήριον εἶναι ἀνώτερον ἀπὸ τὸ δῶρον, ὅπως καὶ αὐτὸ ποὺ παρέχει τὸν ἁγιασμὸν εἶναι ἀνώτερον ἀπὸ τὸ ἁγιαζόμενον. Τώρα λοιπὸν ὡς μὲν θυσιαστήριον δῶσε μου ὡς ἀντίδωρο τὴν ἐξιλέωση, ὡς κλίνη δὲ βασιλικὴ ἀναπαυσέ μου τὸν λόγο, ποὺ ἀπέκαμε ἤδη καὶ θέλει νὰ ἀποκοιμηθῆ, καὶ στὸ ἑξῆς ἀνάλαβε τὴν ὑπεράσπιση τῆς ψυχῆς μου κατὰ τῶν ἀοράτων καὶ φιλοπολέμων δαιμόνων, πρὸς δόξαν τοῦ Παντουργοῦ καὶ Παντοκράτορος Χριστοῦ ὁ ὁποῖος καὶ μὲ τὴν ἑξάδα τῶν διαστάσεών σου ἐφανέρωσε μυστικῶς καὶ παραδόξως τὴν παντοκρατορίαν αὐτοῦ. Ὅτι δηλαδὴ κυριεύεις τῶν ἄνω καὶ οὐρανίων, τῶν κάτω καὶ ἐπιγείων, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν καταχθονίων, γι’ αὐτὸ καὶ πιστεύω ὅτι οἰκονόμησε νὰ κεῖται τὸ κρανίον τοῦ Ἀδὰμ κάτω ἀπὸ τὴν βάση τοῦ Σταυροῦ, τῶν δεξιῶν καὶ τῶν ἀριστερῶν, τῶν δικαίων δηλαδὴ καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν. Αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ Κριτὴς πάντων, αὐτῶν ποὺ προηγήθησαν καὶ αὐτῶν ποὺ ἕπονται τῆς Σταυρώσεώς Του.
Αὐτὸ εἶναι γνώρισμα τῆς ἀϊδίου Θεότητος. Διότι ὁ ἴδιος καὶ προϋπῆρχε, καὶ εἰσῆλθε στὸν χρόνον, καὶ ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτὸν δὲν ὑπῆρξεν ἄλλος Θεὸς οὔτε ὀπίσω θὰ ὑπάρξη ἄλλος. Αὐτῶ ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, σὺν τῷ ἀνάρχω Πατρὶ καὶ τῷ Παναγίω καὶ ζωοποιῶ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον, σελὶς 531 καὶ ἑξῆς.
Ἐπιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλᾶς.