Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 10 Φεβρουαρίου
Ὁ ἱερεὺς τῆς Μαγνησίας
Ο Ἅγιος Χαράλαμπος ὁ Ἱερομάρτυς καὶ θαυματουργός, γεννήθηκε στὴν Μαγνησία τὸ 90 μ.Χ. περίπου καὶ μαρτύρησε στὰ χρόνια των μεγάλων διωγμῶν τῆς Χριστιανοσύνης. Ἡ Μαγνησία αὐτὴ κατὰ πάσαν πιθανότητα ἤτανε στὴ Θεσσαλία. Τὰ ἐρείπιά της σώζονται ἀκόμη κοντὰ στὸ χωριὸ ποὺ λέγεται «Μηλιές». Εἶχε τὸ εὐτύχημα νὰ γεννηθῆ ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανοὺς ποὺ κρατούσανε τὴν πίστι τους στὸ Χριστὸ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους στοὺς δύσκολους, ἀλλὰ ἡρωικοὺς ἐκείνους χρόνους τῶν διωγμῶν.
Στην Μαγνησία ἔζησε ὅλη του τὴν ζωὴ ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος. Ἐκεῖ σὰν νέος, ἤτανε φωτεινὸ παράδειγμα συνετῆς ζωῆς. Ἀργότερα ἡ πίστις του στὸ Χριστὸ ἔγινε πιὸ φλογερὴ καὶ ἡ ἐπιθυμία του νὰ βοηθήση τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες, νὰ σωθοῦνε, πιὸ μεγάλη. Δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάση, ὅταν σκεπτότανε, ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι μακρυὰ ἀπὸ τὸ Χριστό, ποὺ δὲν ξέρουν ποιὸς εἶναι ὁ προορισμός τους καὶ γιατί ζοῦν ἐδῶ στὴ γῆ.
Είναι κρίμα, ἔλεγε, εἶναι τρομερό, εἶναι ἀδιανόητο νὰ ζοῦνε οἱ ἄνθρωποι στὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρείας καὶ νὰ πᾶνε κατόπιν στὴν Κόλασι.
Αφιερώθηκε, λοιπόν, εἰς τὴν ὑπηρεσία τοῦ Χριστοῦ. Ἔγινε ἱερέας τὸ 130 μ.Χ. Ἀπὸ τὴν θέσι τοῦ τώρα αὐτή, ἀπὸ τὸ θεῖο αὐτὸ ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης, ἀνέλαβε τὸν μεγάλον ἀγώνα, ἀφ’ ἑνὸς ν’ ἀνοίξη τὰ μάτια τοῦ κόσμου καὶ νὰ δοῦν τὸν κίνδυνον ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρικὴν πλάνην καὶ ἀφ’ ἑτέρου ν’ ἁγιάζη μὲ τὰ μυστήρια τοὺς πιστοὺς καὶ νὰ τοὺς ὁδηγῆ στὴν τελειότητα. Μπροστά σε Χριστιανοὺς καὶ εἰδωλολάτρες, ἄρχισε τὰ φλογερὰ χριστιανικὰ κηρύγματά του. Καίτοι σ’ ὅλη του τὴ μακρὰ ζωὴ — ἔζησε 113 χρόνια — ἔγιναν πολλοὶ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν καὶ αὐτὸς ποθοῦσε τὸ μαρτύριο, καὶ δὲν ἐλάμβανε κανένα μέτρο, ἐν τούτοις ἐπέζησε, διότι ὁ Θεὸς τὸν ἐφύλαττε γι’ ἀργότερα. Ἐμαρτύρησε τὸ 202 μ.Χ.
Γαλήνιος μπροστὰ στὸν ὀργισμένο ἄρχοντα.
Τότε αὐτοκράτορας στὴ Ρώμη ἤτανε ἕνας ἀσεβὴς καὶ χριστιανομάχος, ὁ Σεβῆρος (193-211 μ.Χ.). Ὁ αὐτοκράτορας αὐτὸς καὶ τὰ γράμματα ἀγαποῦσε καὶ τὶς τέχνες ὑποστήριζε καὶ λαμπρὲς ὑπηρεσίες στὴ νομοθεσία προσέφερε. Μένει ὅμως εἰς αἶσχος καὶ ἐντροπὴν τοῦ τὸ ὅτι, ὄχι μόνο τὸν Χριστιανισμὸ δὲν μπόρεσε νὰ ἐννοήση, ἀλλὰ καὶ τοὺς Χριστιανοὺς σκληρά τους κατεδίωξε. Εἶχε κηρύξει φοβερὸ διωγμὸ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Σὲ ὅλες τὶς μεγάλες πόλεις εἶχε διορίσει ἡγεμόνες εἰδωλολάτρες καὶ εἶχε δώσει αὐστηρὲς διαταγές. Ὅποιος ἤτανε Χριστιανός, ὅποιος καταφρονοῦσε τὰ εἴδωλα, ὅποιος δὲν ἀκολουθοῦσε τὶς διαταγές του, τὸν περίμεναν σκληρὰ βασανιστήρια καὶ φρικτὸς θάνατος.
Ηγεμόνας στὴν περιοχὴ ἐκείνη τῆς Μαγνησίας, ποὺ ζοῦσε ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος, ἤτανε τότε ἕνας κακόψυχος καὶ θηριόψυχος, Λουκιανὸς ὀνομαζόμενος. Αὐτὸς σκόρπιζε γύρω του τὴν ἀπειλὴ καὶ τὴν φοβέρα. Μόλις μάθαινε, ὅτι σὲ κάποια πόλι ἢ ἐπαρχία ὑπῆρχαν Χριστιανοὶ καὶ ὅτι καταφρονοῦσαν τὰ εἴδωλα, ἔτρεχε ἐκεῖ μανιασμένος. Μάζευε τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τοὺς φυλάκιζε. Ἔπειτα ἄρχιζαν τὰ βασανιστήρια. Πλημμύριζαν μὲ τὸ ἁγνό τους αἷμα οἱ πλατεῖες, οἱ χῶροι συγκεντρώσεων, τὰ στάδια καὶ οἱ δρόμοι.
Όταν ἔμαθε ὁ ἡγεμόνας Λουκιανὸς τὴν χριστιανικὴ δραστηριότητα τοῦ Ἱερέως Χαραλάμπους, ὠργίσθηκε πολύ. Ἔξαλλος ἀπὸ τὸ κακό του, ἔστειλε στρατιῶτες στὴν Μαγνησία νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν φέρουνε μπροστά του. Πράγματι οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Λουκιανοῦ φέρανε σιδηροδέσμιο τὸν γέροντα κληρικὸ μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα. Ἤτανε τότε ὑπέργηρος. Ἑκατὸν δέκα τριῶν (113) ἐτῶν.
Ο ἡγεμόνας τὸν κοίταξε μὲ βλοσυρὸ καὶ ἄγριο βλέμμα, καὶ τὸν ρώτησε ἀπειλητικά:
— Γιατί, Γέροντα, καταφρονεῖς καὶ παραβαίνεις τὶς βασιλικὲς διαταγές; Καὶ γιατί μιλᾶς ἐναντίον τῶν θεῶν μας;
— Ἐγώ, τοῦ ἀπήντησε ὁ Ἅγιος, ὑπακούω καὶ ὑποτάσσομαι στὸν Βασιλέα τῶν Οὐρανῶν, τὸν Χριστόν μου. Γονατίζω εὐλαβικὰ στὰ δικά Του προστάγματα, γιατί ξέρω πὼς εἶναι ποτισμένα μὲ δικαιοσύνη, μὲ ἀγάπη καὶ σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ὁ δικός σας βασιλεὺς διατάζει παράλογα πράγματα. Σᾶς προστάζει νὰ προσκυνᾶτε Θεοὺς ἀναίσθητους, νεκρὰ στοιχεῖα, εἴδωλα ἄψυχα. Σᾶς νεκρώνει τὴν ζωὴ καὶ σᾶς σκοτώνει τὴν ψυχή. Ὁ ἰδικός μου Βασιλεύς, ὁ Χριστός, μᾶς ὁδηγεῖ στὴν λύτρωσι, στὴν αἰωνία ζωή. Ὅποιος ζητήση μὲ θερμὴ προσευχὴ καὶ πίστι τὴν δύναμίν Του, γίνεται καὶ αὐτὸς ἰσχυρός. Μὲ τὴν δύναμί Του γίνεται δυνατός. Μὲ τὴν δύναμί Του, ἐξαφανίζονται οἱ ἀρρώστειες καὶ συντρίβονται οἱ δαίμονες…
— Φθάνει, Γέροντα… ἀρκετά! Δὲν ἔχω ὄρεξι ν’ ἀκούω τὶς ἀνοησίες σου. Τὸ κήρυγμά σου, κράτησέ το γιὰ ἄλλους. Ἐγὼ ἕνα ἔχω νὰ σοῦ πῶ. Κι’ αὐτὸ εἶναι τὸ συμφέρον σου. Προσκύνα τὰ εἴδωλα, γιατί ἔτσι μονάχα θὰ μπορέσης νὰ γλυτώσης τὰ βασανιστήρια, ποῦ σὲ περιμένουν… Τ’ ἀκοῦς, ξεροκέφαλε;
Ο Ἅγιος χαμογέλασε καὶ τοῦ εἶπε:
— Κακῶς νόμισες, ὅτι ἕναν ἱερέα τοῦ Χριστοῦ θὰ τὸν τρομάξουνε οἱ φοβέρες γιὰ βάσανα καὶ θάνατο. Ἐγὼ ἔπρεπε νὰ εἶχα κοιμηθῆ πρὸ πολλοῦ. Καὶ ἐὰν μὲ θανατώσης, θὰ μοῦ δώσης ἐκεῖνο, ποὺ περιμένω. Ἄλλωστε ἠμεῖς οἱ Χριστιανοὶ τὰ βάσανα καὶ τὸ θάνατο δὲν τὰ ἀποφεύγομε, ἀλλὰ τὰ θέλουμε καὶ τὰ ποθοῦμε. Γιατί ἠμεῖς εἴμεθα ἐξοικειωμένοι μὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς πολέμους καὶ ὅπως οἱ γενναῖοι στρατιῶτες, δὲν ἐπιθυμοῦμε τὸν ἥσυχο θάνατο τῆς κλίνης, ἀλλὰ τὸν δοξασμένο τῆς μάχης.
— Εἶσαι γέροντας καὶ λυποῦμαι τὰ γεράματά σου, νὰ σὲ βάλω σὲ βασανιστήρια, εἶπε ὁ Λουκιανός.
— Ἃς εἶμαι γέροντας. Μὴ μὲ λυπᾶσαι καθόλου. Ἀλλὰ νὰ μάθης, ὅτι στοὺς ἰδικοὺς μᾶς ἀγώνας τὸ πᾶν εἶναι ἡ ψυχή. Αὐτὴ δὲν γηράσκει μὲ τὴν ἡλικία. Ἀμφιβάλλεις, Ἔπαρχε, γι’ αὐτό; Δοκίμασε. Καὶ θὰ δῆς, ὅτι οἱ δήμιοί σου θὰ κουρασθοῦνε καὶ ὁ ἱερεὺς Χαράλαμπος, μὲ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ, δὲν θὰ τοὺς πῆ νὰ τὸν λυπηθοῦνε. Ἄλλωστε, χωρὶς στερήσεις, χωρὶς ὑπομονὴ καὶ χωρὶς βάσανα, πῶς θὰ κερδίσουμε τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν; Αὐτά, ἄρχοντά μου, τὰ βάσανα, μᾶς ἀνοίγουν τὶς πόρτες τῆς αἰωνίου εὐτυχίας. Ὑπάρχει καλλίτερο ἀπὸ τὰ βάσανα; Αὐτὰ μας φέρνουνε κοντὰ στὸν Χριστό μας. Γιατί, λοιπόν, νὰ τ’ ἀποφεύγουμε; Ἔπειτα ὅλα αὐτὰ περνοῦν τόσο γρήγορα!
Τον γδέρνουν!
Έπειτα ἀπὸ τὴν σταθερὴ αὐτὴ ἀπάντησι τὸ συμβούλιο τῶν ἀρχόντων τὰ ἔχασε. Τοῦ φέρανε ὅμως μπροστά του ὅλα τα σύνεργα τῶν βασανιστηρίων, γιὰ νὰ τὸν φοβίσουν καὶ γιὰ νὰ τὸν κλονίσουν. Τοῦ τὰ δείξανε ἕνα πρὸς ἕνα. Τοῦ εἴπανε, πῶς σχίζονται μὲ αὐτὰ οἱ σάρκες, πῶς τσακίζονται τὰ κόκκαλα καὶ πῶς βγαίνουν τὰ νύχια. Ὁ Ἅγιος τα κοίταζε μὲ ἀδιαφορία καὶ ἀπάθεια.
— Ξεροκέφαλε, τοῦ λέγει ὁ Ἔπαρχος, μὴ σκέφτεσαι καθόλου. Θυσίασε στοὺς μεγάλους θεούς μας. Τὸ καταλαβαίνεις;
— Αὐτό, τοὺς ἀποκρίθηκε, δὲν θὰ γίνη ποτέ. Δὲν εἶμαι ἀνόητος νὰ ζητῶ τὴν καταστροφή μου. Δὲν πουλάω τὴν ψυχή μου στὸν Σατανᾶ. Μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη προσφέρω θυσία στὸ Χριστὸ καὶ τώρα νὰ τὴν προσφέρω στὸ Σατανᾶ; Θεὸς φυλάξοι!
Από τὰ λόγια τοῦ αὐτὰ οἱ ἄρχοντες τῶν εἰδωλολατρῶν ἀγριέψανε καὶ γίνανε θηρία. Ὀργὴ καὶ μίσος ἀπάνθρωπον καὶ κακία ἀπερίγραπτος φούντωσε στὶς καρδιές τους. Διέταξαν ἀμέσως νὰ γδάρουν τὸν ὑπέργηρον Ἱερέα τοῦ Ὑψίστου ζωντανόν! Δὲν λυπηθήκανε οἱ ἀλητήριοι τὰ βαθειὰ γηράματά του. Δὲν σεβαστήκανε τὰ 113 τοῦ χρόνια!
Τον γύμνωσαν ἀμέσως, τοῦ πετάξανε καταγῆς τὴν ἱερὴ στολή του καὶ ἀρχίσανε τὸ ἀπάνθρωπο γδάρσιμο. Ἀρχίσανε ἀπὸ τὴν κεφαλὴν καὶ κόβανε καὶ χωρίζανε τὸ δέρμα ἀπὸ τὶς σάρκες. Ὁ πόνος ἤτανε φοβερός, τρομερός, ἀβάστακτος. Ὁ Ἅγιος ὅμως σφίγγει τὰ δόντια του. Κρατάει γερά. Προσεύχεται καὶ λέγει:
— Θεέ μου, Σὲ εὐχαριστῶ, διότι μου ἔκανες τὴν μεγάλην τιμὴν καὶ μοῦ ἔδωσες τὴν περιπόθητη εὐκαιρία νὰ καταταγῶ μεταξύ των Μαρτύρων. Θεέ μου βοήθησε μέ. Δός μου ὑπομονὴ νὰ μείνω πιστός. Σᾶς εὐχαριστῶ καί σας, παιδιά μου, πού μου βασανίζετε τὸ σῶμα. Μ’ αὐτό, ποὺ κάνετε, μοῦ χαρίζετε τὴν εὐτυχία τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἀτελείωτη χαρὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ενώ ὅμως ἔλεγε αὐτὰ ὁ Ἅγιος, ὅλοι ὅσοι τὸν βλέπανε (οἱ στρατιῶτες, οἱ δοῦλοι, οἱ βασανισταὶ καὶ οἱ ἄρχοντες), μένανε μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό. Δὲν μπορούσανε νὰ καταλάβουνε ποιὸ ἤτανε ἐκεῖνο ποὺ μέσα σ’ αὐτὸν τὸν μεγάλο πόνο, ἔδιδε στὸν Μάρτυρα τόση δύναμι καὶ τόση εὐτυχία. Δύο μάλιστα δήμιοι, ποὺ τὸν γδέρνανε, ὁ Πορφύριος καὶ ὁ Βάπτος, ὅταν εἴδανε τὴν ὑπομονὴν τοῦ Μάρτυρος, γιὰ νὰ κερδίση τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πιστέψανε. Πετάξανε τὰ μαχαίρια καὶ φωνάξανε:
— Εἴμαστε καὶ ἠμεῖς Χριστιανοί! Φιλούσανε ἔπειτα τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ ζητούσανε νὰ τοὺς συγχωρέση.
Ο Ἔπαρχος τότε διέταξε καὶ τοὺς ἀπεκεφάλισαν. Μὲ χαρὰ τὸ δέχτηκαν. Τότε καὶ τρεῖς γυναῖκες εἴπανε δυνατά:
— Καὶ ἐμεῖς πιστεύουμε στὸ Χριστὸ !
Χαρούμενες καὶ αὐτὲς μαρτυρήσανε γιὰ τὸ Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία τοὺς γιορτάζει καὶ τοὺς 5 τὴν 10ην Φεβρουαρίου μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιον Χαράλαμπον.
Στομώνουν οἱ χειράγρες
Τοῦ εἴχανε γδάρει τὸ κεφάλι οἱ δυὸ δήμιοι, ποὺ μαρτυρήσανε. Οἱ ἄλλοι, ποὺ τοὺς διεδέχθησαν, ἁρπάξανε τὶς χειράγρες. Αὐτὲς ἤσανε κάτι σὰν σιδερένια χέρια μὲ μυτερὰ νύχια. Ἀρχίσανε λοιπὸν μ’ αὐτές, ἀπάνθρωπα νὰ τοὺς ξεσχίζουν τὶς σάρκες. Τρομερό το μαρτύριο. Ὁ Ἅγιος παρέμεινε προσευχόμενος.
Ξαφνικὰ ὅμως, συνέβη κάτι τὸ περίεργο καὶ θαυμαστό: Οἱ χειράγρες, τὰ σατανικὰ δηλ. ὄργανά τους, μὲ τὰ ὁποῖα τραβούσανε λωρίδες ἀπὸ τὸ κορμὶ τοῦ Ἁγίου, στομώσανε! Δὲν μπορούσανε νὰ σχίσουν τὸ δέρμα καὶ τὶς σάρκες τοῦ Ἁγίου! Τότε οἱ βασανισταὶ λέγανε κατάπληκτοι:— Τί συμβαίνει; Μήπως αὐτὸς ἐδῶ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ ἦλθε νὰ μᾶς τιμωρήση; Μήπως ὁ Θεός, ποὺ πιστεύει ὁ Χαράλαμπος, εἶναι ἀληθινὸς καὶ γι’ αὐτὸ στομώνει τὶς χειράγρες;
Τότε ἕνας δούκας, ποὺ ἄκουσε αὐτὲς τὶς συζητήσεις, θύμωσε πολύ. Σηκώθηκε καὶ βρίζοντας στρατιῶτες, δούλους καὶ βασανιστᾶς, τοὺς εἶπε:
— Εἶστε χαμένοι, εἶστε παράλυτοι, εἶστε ἀνίκανοι, τρέμουνε τὰ χέρια σας… Τώρα θὰ τοῦ δείξω ἐγώ… Ἁρπάζει ἀμέσως, αὐτὸς μόνος του, τὶς χειράγρες καὶ μανιασμένος θέλησε νὰ τὶς μπήξη στὸ γέρικο ὑπεραιωνόβιο καὶ ἀσκητικὸ κορμὶ τοῦ Ἱερομάρτυρα. Ὁ Θεὸς ὅμως, γιὰ νὰ ἐνισχύση τὴν πίστι τοῦ Ἁγίου καὶ γιὰ νὰ τοῦ δείξη, ὅτι βρίσκεται κοντά του καὶ παρακολουθεῖ τοὺς πόνους του, ἔκαμε τὸ θαῦμα Του. Κόπηκαν ἀμέσως τὰ χέρια τοῦ δούκα ἀπὸ τοὺς ἀγκώνας καὶ κάτω καὶ μείνανε κολλημένα μὲ τὶς χειράγρες στὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου! Τρομαγμένος τότε ὁ δούκας, πονώντας καὶ αὐτὸς ἀφόρητα, ἔπεσε χάμω, φωνάζοντας, κλαίγοντας καὶ λέγοντας:
— Βοηθῆστε μέ. Αὐτὸς ἐδῶ εἶναι ἐπικίνδυνος. Μοῦ ἔκοψε τὰ χέρια. Σῶστε μέ… Σῶστε μέ. Βοηθῆστε μέ… Εἶναι μάγος…
Τότε ὁ ἡγεμόνας πλησίασε καὶ σὰν εἶδε τὰ χέρια τοῦ δούκα κρεμασμένα ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρα, ἀπὸ τὸ κακό του ἔγινε ἔξω φρενῶν καὶ ἔφτυσε τὸν Ἅγιο στὸ πρόσωπο. Ὁ Θεὸς ὅμως τοῦ τὸ ἔδωσε καὶ αὐτοῦ ἀμέσως τὸ θαῦμα. Στράβωσε ἀμέσως ὁ λαιμός του καὶ κύτταζε τώρα τὸ πρόσωπό του πρὸς τὴν πλάτη του! Ἤτανε ὁ δυστυχὴς ἕνα ἐλεεινὸ καὶ ἀξιολύπητο θέαμα.
Ὁ λαὸς τῆς Μαγνησίας, ποὺ ἔβλεπε αὐτὲς τὶς τιμωρίες τοῦ Θεοῦ φοβήθηκε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιο, λέγοντας:
— Σταμάτα, σὲ παρακαλοῦμεν, Ἅγιε, τὴν ὀργὴν τοῦ Κυρίου. Μὴν ἀνταποδίδης κακὸν ἀντὶ κακοῦ. Ἀλλὰ ὅπως λέγει ὁ Χριστός, εὐεργέτησε ἐκείνους, ποὺ σὲ μισοῦν.
— Ζῆ Κύριος ὁ Θεός μου, ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος. Σᾶς βεβαιῶ, δὲν τὸ κάνω ἐγὼ ἀπὸ κακία, ἀλλὰ τοὺς τιμωρεῖ ὁ Κύριος, διότι εἶναι κακοὶ καὶ ἀσεβεῖς. Τὸ κάνει ὁ Κύριος ἀκόμη καὶ διότι θέλει νὰ τὰ βλέπετε σεῖς καὶ νὰ γίνουν παράδειγμα, γιὰ σᾶς. Θέλει νὰ Τὸν πιστέψετε, νὰ Τὸν ἀκολουθήσετε καὶ νὰ σᾶς δώση τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ Βασιλεία.
Τὸ πλῆθος τότε φώναξε συγκινημένο πρὸς τὸν Κύριο, λέγοντας:
— Μὴν κάνης νὰ χαθοῦμε, Δέσποτα. Ἀλλὰ συγχώρησέ μας σὲ ὅ,τι Σου φταίξαμε. Τότε πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς, ποὺ εἴδανε μὲ τὰ μάτια τοὺς τὴ Δύναμι τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ θαύματα, πιστέψανε. Ἀλλὰ καὶ ὁ δούκας τώρα παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιο, λέγοντας:
— Ἄγγελε τοῦ Θεοῦ καὶ οὐράνιε ἄνθρωπε, βοήθησε μὲ τὸν ταλαίπωρον. Ἐγὼ ὑποφέρω ἀπὸ πόνους τρομερούς, ἀλλὰ καὶ σὺ ἔχεις ἐπάνω σου τὸ βάρος τῶν κομμένων χεριῶν μου. Γιάτρεψε μὲ σὲ παρακαλῶ, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῶ ἐγὼ ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ σὺ ἀπὸ τὸ βάρος. Σοῦ ὑπόσχομαι, ὅτι ἂν γιατρευθῶ, θὰ πιστέψω στὸν δικό σου τὸν Θεό. Ὁ Ἅγιος τὸν λυπήθηκε καὶ προσευχήθηκε στὸν Κύριο ὡς ἑξῆς:
— Σὲ εὐχαριστοῦμεν, Δέσποτα, διότι πάντοτε μᾶς προστατεύεις. Ἴδε τώρα τὴν ταπείνωσιν τῶν πεπεδημένων δούλων Σου καὶ λύσε τους ἀπὸ τὰ ἀόρατα αὐτὰ δεσμά, εἰς δόξαν τοῦ Ἁγίου Ὀνόματός Σου.
Μόλις εἶπεν τὰ λόγια αὐτά, ἀκούστηκε ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ φωνή, ποὺ τοῦ ἔλεγε:
—Χαίρε, ἀθλητὰ Χαράλαμπε, συνόμιλε τῶν Ἀγγέλων καὶ ὁμότροπέ των Ἀποστόλων. Ἤκουσα τὴν δέησίν σου καὶ δίδω τὴν ἴασιν εἰς τοὺς ἀσεβεῖς.
Αὐτοστιγμεὶ τότε γιατρεύτηκαν ὅλοι, ὅσοι τιμωρήθηκαν! Ὁ δούκας ποὺ τοῦ ἀποκαταστάθηκαν τὰ χέρια του σὰν πρῶτα, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ βαφτίστηκε. Καὶ ὁ ἡγεμόνας ποὺ ἐπανῆλθε τὸ πρόσωπό του στὴ θέσι του, σταμάτησε τὸν διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν μέχρις ὅτου ἀναφέρει τὰ γενόμενα στὸν βασιλέα.
Ὁ Ἅγιος μεταφέρθηκε ἐν συνεχεία στὸ σπιτάκι του. Αὐτὸ τὸ σπίτι τοῦ ἔγινε προσκύνημα. Πηγαίνανε οἱ κάτοικοι τῆς Μαγνησίας καὶ τῶν περιχώρων καὶ τὸν βλέπανε. Κατάκοιτος καὶ ἐξαντλημένος ἀπὸ ὅσα ἔπαθε, ἀπὸ τὸ κρεββάτι του, τοὺς δίδασκε τί πρέπει νὰ κάνουν, γιὰ νὰ σωθοῦνε. Ἐξωμολογοῦντο τὶς ἁμαρτίες τους. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ εἰδωλολάτρες πιστεύανε καὶ ἐβαπτίζοντο.
Τότε, μετὰ τὸ μαρτύριό του, ὁ Ἅγιος ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ πολλὲς θεραπεῖες ἀσθενῶν. Τυφλοὶ ἀναβλέπανε, κουτσοὶ περιπατούσανε, δαιμονιζόμενοι ἁπαλλάσονταν ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ βρίσκανε γαλήνη. Καὶ πολλὲς ἄλλες ἀρρώστειες μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Ἁγίου ἐξαφανιζόντανε. Ἀκόμη καὶ ἀναστάσεις νεκρῶν ἔγιναν μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου.
Καρφιὰ στὴ ράχη του
Ὁ ἡγεμόνας ὅμως βλέποντας αὐτὰ τὰ θαυμάσια, σηκώθηκε καὶ πῆγε μόνος του στὸ βασιληά. Τοῦ ἀνέφερε καταλεπτῶς διὰ τὸν Ἅγιο ὅλα ὅσα συνέβησαν. Ὁ ἀσεβὴς Σεβῆρος, ἀντὶ νὰ πιστέψη, μόλις τ’ ἄκουσε, ἄναψε ἀπὸ τὸν θυμό του καὶ ἔλεγε:
— Γιατί ἀμελεῖτε θεοὶ αἰώνιοι, καὶ δὲν ἐξολοθρεύετε ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς αὐτοὺς τοὺς ἀσεβεῖς, ποὺ σᾶς ὑβρίζουνε, καὶ σᾶς ἐμπαίζουνε;
Ἀμέσως κατόπιν ἔστειλε ἀρκετοὺς στρατιῶτες μὲ τὴν διαταγὴ νὰ καρφώσουν σ’ ὅλη τὴ ράχη τοῦ Μάρτυρος καρφιὰ κατόπιν νὰ τὸν σύρουν ἀπὸ τὴν Μαγνησία σὲ κάποια ἄλλη πόλι, Ἀντιόχεια ὀνομαζομένη. Δὲν φαίνεται νὰ ἦταν ἡ μεγάλη Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, διότι ἤτανε πολὺ μακρυᾶ. Κατὰ δὲ τὴν ἀρχαιότητα ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες εἴκοσι ὀκτὼ πόλεις, ποὺ ἔφεραν τὸ ὄνομα Ἀντιόχεια.
Στὴν φωτιὰ νὰ τὸν κάψουν
Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ οἱ στρατιῶτες φοβηθήκανε καὶ πήγανε τὸν Ἅγιο μὲ ἄνεσιν στὴν Ἀντιόχεια. Δὲν θελήσανε ὅμως καὶ νὰ παραβοῦν τὸ πρόσταγμα τοῦ ἄρχοντός των.
Ἀλλὰ ὁ διάβολος μετασχηματίστηκε σὰν γέροντας καὶ φάνηκε στὸν Σεβῆρο λέγοντας:
— Ἀλλοίμονό σου, βασιλεῦ. Ἐγὼ εἶμαι ὁ βασιλεὺς τῶν Σκυθῶν καὶ ἦλθε στὴν πατρίδα μου ἕνας μάγος, ποὺ τὸν λένε Χαραλάμπη, αὐτός μου πῆρε ὅλους τους στρατιῶτες καὶ ἦλθα νὰ σοῦ τὸ πῶ γιὰ νὰ φυλαχθῆς νὰ μὴ πάθης καὶ σὺ τὸ ἴδιο.
Αὐτὸ τὸν ἐξαγρίωσε τὸν Σεβῆρο ἐναντίον τοῦ Ἁγίου. Γι’ αὐτὸ ὅταν φέρανε μπροστά του τὸν Ἅγιο διέταξε νὰ τοῦ καρφώσουν στὸ στῆθος μιὰ μεγάλη σούβλα. Κατόπιν νὰ φέρουν ξύλα, ν’ ἀνάψουν φωτιὰ καὶ νὰ καῖνε τὸν Ἅγιο, ὥσπου νὰ ξεψυχήση.
Περάσανε λοιπὸν τὴ σούβλα στὸν Ἅγιο καὶ ἐπὶ πολλὴ ὥρα τὸν καίγανε, ἀλλὰ δὲν ἔπαθε τίποτε ὁ Ἅγιος, διότι ἡ φωτιὰ ἔσβυσε. Ὁ Ἅγιος λὲς καὶ ξανάνοιωσε. Στεκότανε εὐθυτενὴς καὶ ροδοκόκκινος.
Τότε ὁ βασιλεὺς εἶπε νὰ τὸν λύσουν καὶ νὰ τὸν πάνε κοντά του. Πράγματι τὸν λύσανε. Καὶ ὁ βασιλεύς, διὰ νὰ δικαιολογηθῆ τοῦ εἶπε:
— Σοῦ τὰ ἔκαμα αὐτὰ τὰ μαρτύρια ἀπὸ φόβο διότι μου εἶπε ὁ βασιλεὺς τῶν Σκυθῶν ὅτι εἶσαι μεγάλος μάγος… Σὲ παρακαλῶ νὰ μὴν μνησικακήσης ἐναντίον μου καὶ σὲ ὅ,τι σὲ ἐρωτήσω νὰ μοῦ ἀπηντήσης. Πές μου πρῶτα πόσων χρονῶν εἶσαι.
— Ἑκατὸν δέκα τριῶν χρονῶν, τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἅγιος.
— Ἀφοῦ λοιπὸν τόσα χρόνια ἔζησες, πῶς δὲν ἔχεις λίγο μυαλὸ νὰ γνωρίσης τοὺς ἀθανάτους θεούς, παρὰ κάθεσαι καὶ προσκυνᾶς τὸν Χριστόν, σὰν νὰ εἶσαι ἀνόητος;
— Ἐπειδή, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος, τόσα πολλὰ χρόνια ἔζησα, ἐγνώρισα τὴν Ἀλήθεια καὶ προσκυνῶ τὸν Ἀληθινὸ Θεό, τὸν Παντοδύναμο καὶ Πανοικτίρμονα!
Τὰ δύο θαύματα
— Ἄκουσα, λέγει ὁ βασιλεύς, ὅτι μπορεῖς καὶ νεκροὺς ν’ ἀναστήσης.
— Αὐτό, τοῦ ἀπήντησε, μόνον ὁ Δεσπότης — Χριστὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάμη, ὄχι ἄνθρωπος. Τότε ὁ Σεβῆρος διέταξε καὶ φέρανε ἐκεῖ ἕνα δαιμονισμένο, ποὺ βασανιζότανε ὁ δυστυχὴς ἀπὸ τὸν σατανᾶ 36 χρόνια. Ὅταν αὐτὸς ἔφθασε κοντὰ στὸν Ἅγιο, λὲς καὶ καιγότανε ἀπὸ φωτιά, πονοῦσε τρομερά, γι’ αὐτὸ φώναζε ὁ δαίμονας:
— Σὲ παρακαλῶ, δοῦλε τοῦ Χριστοῦ, μὴ μὲ βασανίσης, ἀλλὰ εἰπὲ ἕνα λόγο καὶ βγαίνω. Καὶ ἂν θέλης νὰ διατάξης, θὰ σοῦ πῶ, διατὶ μπῆκα σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον.
— Λέγε, ἀκάθαρτο πνεῦμα, τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος.
— Αὐτός, εἶπε τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ἔκλεψε τὰ πράγματα τοῦ γείτονά του καὶ κατόπιν ἐσκότωσε τὸν κληρονόμον του. Καὶ ἀφοῦ τὸν βρῆκα σὲ τέτοια ἁμαρτία, μπῆκα μέσα του καὶ τὸν βασανίζω τώρα 36 χρόνια.
Τότε ὁ Ἅγιος ἐπετίμησε τὸν δαίμονα καὶ ἐξῆλθε.
—Πραγματικά, Μέγας εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν, εἶπε θαυμάζοντας ὁ βασιλεύς. Ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, ἀπέθανε κάποιος νέος. Καὶ ὁ βασιλεὺς λέγει στὸν Ἅγιο:
—Ανάστησέ τὸν αὐτὸν τὸν νεκρὸν ἂν μπορῆς.
Ὁ Ἅγιος γιὰ νὰ δοξασθῆ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἔκαμε πολλὴ προσευχὴ καὶ ἀναστήθηκε ὁ νεκρός. Αὐτὸ ἔκαμε μεγάλη κατάπληξιν σὲ ὅλους καὶ πολλοὶ ἀπὸ τὸν ὄχλον πιστέψανε στὸν Χριστό. Ὁ πορωμένος ὅμως ἔπαρχος Κρίσπος εἶπε στὸν βασιλέα:
—Θανάτωσέ τὸν ἐπὶ τέλους αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον, γιατί μὲ τὶς μαγεῖες τοῦ κάνει αὐτὰ τὰ τερατουργήματα.
Ἀμέσως τότε ὁ Σεβῆρος ἄλλαξε γνώμην καὶ λέγει πρὸς τὸν Μάρτυρα.
— Θυσίασε, Χαράλαμπε, στοὺς θεοὺς γιὰ ν’ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὰ βασανιστήρια.
— Ὅσο περισσότερο μὲ βασανίσης, τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος, τόσο περισσότερο εὐφραίνεται ἡ ψυχή μου.
Τότε ἐξεμάνη ὁ βασιλεὺς καὶ διέταξε νὰ τοῦ συντρίψουν μὲ πέτρες τὶς σιαγόνες, καὶ νὰ κάψουν μὲ λαμπάδες τὴν γενειάδα καὶ τὸ πρόσωπόν του. Τὸ πῦρ ὅμως λὲς καὶ εἶχε λογική, πήδησε καὶ ἔκαψε ὅσους στεκόντουσαν κοντά.
Θαυμάζοντας μὲ αὐτά, ποὺ ἔβλεπε, ρωτοῦσε τοὺς γύρω του ἄρχοντας ὁ βασιλεὺς ποιὸς εἶναι ὁ Χριστός, ποὺ κάμνει τέτοια τερατουργήματα. Ὁ Κρίσπος, ποὺ ἦταν ἔπαρχος εἶπε περιφρονητικά:
—Γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ γυναίκα, ποὺ τὴν λέγανε Μαρία, ἀνύπαντρη καὶ ἁμαρτωλή…
—Μη βλασφημᾶς ἔπαρχε, τοῦ εἶπε ὁ Ἀρίσταρχος, διότι ἐσὺ δὲν ξεύρεις ἀπὸ τέτοια μυστήρια.
Οἱ τύραννοι αἰωροῦνται
Τότε ὁ βασιλεὺς μανιασμένος, γιατί δὲν μποροῦσε νὰ κάμη τίποτε στὸν Ἅγιο γύρισε πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ ἔρριχνε βέλη ἐπάνω στὸν ἀέρα λέγοντας.
— Κατέβα, Χριστέ, ἂν εἶσαι Θεὸς στὴ γῆ νὰ πολεμήσουμε. Τότε ὅμως ἔγινε μεγάλος σεισμός. Φόβος καὶ τρόμος κατέλαβε ὅλους. Ἀπὸ τὸ σεισμὸ φαινότανε ὁ οὐρανὸς ὅτι ἐσείετο σὰν ἕνα δένδρο. Ἀστραπὲς καὶ βροντὲς μεγάλες ἠκούοντο καὶ αἴφνης ὁ βασιλεὺς Σεβῆρος καὶ ὁ ἔπαρχος Κρίσπος κρεμαστήκανε ψηλὰ στὸν ἀέρα. Φώναζε δὲ τότε ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Ἅγιον λέγοντας:
— Κύριέ μου Χαράλαμπε, δίκαιά τα παθαίνω. Παρακάλεσε ὅμως τὸν Κύριο καὶ Θεό σου νὰ μὲ γλυτώση ἀπὸ τὴν τιμωρία αὐτὴ καὶ ἐγὼ ὑπόσχομαι νὰ γράψω σὲ ὅλες τὶς πόλεις νὰ δοξάζηται τὸ Ὄνομά Του.
Τότε ἦλθε ἐκεῖ καὶ ἡ κόρη τοῦ βασιλέως, ποὺ τὴν λέγανε Γαλήνη καὶ τοῦ λέγει:
—Πίστεψε στὸν Κύριο γιὰ νὰ σὲ γλυτώση καὶ νὰ σὲ λύση ἀπ’ αὐτὰ τὰ δεσμά, γιατί εἶναι Οἰκτίρμων καὶ Πανάγαθος. Πίστεψε, γιατί αὐτὸς ὁ Χριστὸς εἶναι Ἀληθινός, Θεὸς Ἀθάνατος. Ὅταν τὰ εἶπε αὐτὰ προσκύνησε τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ εἶπε:
—Παρακάλεσε τὸν Κύριο ν’ ἀπαλλάξη τὸν πατέρα μου ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πόνους καὶ ἐὰν μὲν πιστέψη θὰ γίνη μεγάλο καλό, ἐὰν ὄχι θὰ ἔχης τουλάχιστον ἐσὺ τὸν μισθόν σου μετὰ θάνατον.
Τότε προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος καὶ σταμάτησε ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Κατέβηκαν στὴ γῆ ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ ἔπαρχος καὶ ἐπήγανε στὸ παλάτι. Μείνανε τρεῖς ἡμέρες ἔχοντας στὸ νοῦ τοὺς διαρκῶς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ὀργήν Του.
Ἡ Ἁγία Γαλήνη
Ἡ κόρη τοῦ βασιλέως Γαλήνη εἶδε ἐν τῷ μεταξὺ ἕνα ὅραμα καὶ τὸ ἀνέφερε στὸν Ἅγιο.
—Μου φάνηκε, τοῦ εἶπε, πὼς βρέθηκα σὲ ἕνα περιβόλι ὡραιότατο, ποὺ εἶχε δένδρα εὐωδέστατα καὶ κρυστάλλινη πηγή. Ἐκεῖ κοντὰ ἤτανε ὁ πατέρας μου καὶ ὁ ἔπαρχος, ἀλλὰ ὁ φύλαξ τοῦ κήπου τοὺς ἔδιωξε μὲ μιὰ πύρινη ράβδο, ἐμένα ὅμως μὲ ἐσήκωσε καὶ μὲ ἔβαλε μέσα μὲ τιμὴ καὶ μοῦ εἶπε:
— Σὲ σένα δόθηκε ἡ κατοικία αὐτὴ καὶ σὲ ὅσους σου ὁμοιάζουν γιὰ νὰ εὐφραίνεσθε μαζὶ πάντοτε. Αὐτὰ εἶδα καὶ σὲ παρακαλῶ, διδάσκαλε, νὰ μοῦ τὰ ἐξηγήσης.
— Ὁ κῆπος, τῆς ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος, ποὺ εἶδες εἶναι ὁ Παράδεισος τῶν δικαίων καὶ ἐναρέτων εἰς τὸν ὁποῖον σὲ ἔβαλε ὁ Δεσπότης – Χριστός. Καὶ τοῦτο γιατί Τὸν πίστεψες. Τὸν πατέρα σου ὅμως καὶ τὸν ἔπαρχο τοὺς ἔδιωξε γιατί δυστυχῶς θὰ ἀποστατήσουν πάλιν ἀπὸ Αὐτὸν καὶ θὰ μᾶς κακοποιήσουν οἱ δυστυχεῖς καὶ ἀχάριστοι.
Ἔπειτα ἀπὸ τριάντα ἡμέρες ὁ Σεβῆρος ἄλλαξε γνώμη. Κάλεσε τὸν Ἅγιον καὶ τοῦ εἶπε:
— Θυσίασε στοὺς θεούς. Μ’ αὐτὸ θὰ ὑπακούσης στὴν ἐντολήν μου καὶ θὰ τιμήσης τὸν ἐαυτόν σου.
— Τὰ λόγια σου, βασιλεῦ, εἶναι πικρὰ καὶ ἀσύνετα. Δὲν πρέπει νὰ συμμορφωθῶ σ’ αὐτά, ἐγὼ εἶμαι δοῦλος τοῦ Θεοῦ καὶ σ’ Αὐτὸν ὑπακούω.
Τοῦ κακοφάνηκε τοῦ βασιληᾶ, ποὺ τοῦ ἀντιμίλησε. Γι’ αὐτὸ διέταξε νὰ βάλουν στὸν στόμα τοῦ ἕνα χαλινάρι, σὰν νὰ ἦταν ἄλογο, καὶ νὰ τὸν σύρουν σ’ ὅλη τὴν πόλι γιὰ νὰ τὸν ρεζιλέψουν. Τὸ εἶπαν καὶ τὸ κάμανε. Ὁ Ἅγιος ὅμως στὸ διάστημα αὐτὸ προσευχότανε λέγοντας:
— Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Σὺ ἔπλασες τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν τίμησες μὲ τὴν θείαν Σου Εἰκόνα. Ἐπίβλεψε καὶ ἴδε τὴν μανίαν τοῦ ἐκτελεστοῦ τυράννου διότι τὰ παθαίνω αὐτὰ γιὰ τὸ Ὄνομά Σου τὸ Ἅγιον.
Στὸ σπίτι τῆς ἀκόλαστης χήρας
Τότε θύμωσε ὁ τύραννος κι’ ἔστρεψε τὴν ὀργή του στὸν Ἅγιο, ποὺ δίδαξε τὴν Γαλήνη. Καὶ γιὰ νὰ τὸν ἐξευτελίση διέταξε νὰ τὸν παραδώσουν σὲ μιὰ χήρα καὶ ἀκόλαστη γυναίκα γιὰ νὰ τὸν φυλάξη στὸ σπίτι της. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς τὸν ἐφύλαξε ἀπὸ τὸν ἐξευτελισμὸν ὡς ἑξῆς:
Μόλις πῆγε ὁ Ἅγιος στὸ σπίτι τῆς ἀκούμπησε σὲ ἕνα ξηρὸν ξύλινο στύλο. Καὶ ὤ! τοῦ θαύματος ἀμέσως ὁ ξηρὸς στύλος ἐβλάστησε κι’ ἔκανε τόσα κλωνάρια ὥστε ἐγέμισε ὅλο το σπίτι. Ἡ χήρα ἐκείνη μόλις εἶδε τέτοιο παράδοξο θαῦμα προσκύνησε τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ εἶπε;
— Πήγαινε ἀπὸ τὸ σπίτι μου κύριε, γιατί δὲν εἶμαι ἀξία γιὰ νὰ εἶσαι κοντά μου.
— Μὴ φοβᾶσαι παιδί μου, τῆς εἶπε ὁ Ἅγιος, πίστεψε μονάχα στὸν Κύριο, ποὺ εἶναι Θεὸς σπλαχνικός.
Τὴν ἄλλην ἡμέρα, ποὺ εἶδαν οἱ γείτονες τῆς χήρας τέτοιο μεγάλο δένδρο μὲ ἄνθη καὶ καρποὺς μέσα στὸ δωμάτιό της, ἐθαύμασαν καὶ μπήκανε μέσα στὸ σπίτι. Βρήκανε ἐκεῖ τὸν Ἅγιο, ποὺ δίδασκε καὶ τὸν ἐρώτησαν:
— Πές μας, σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ποῦ λένε;
—Όχι, τοὺς ἀπάντησε. Ἐγὼ εἶμαι δοῦλος τοῦ Δεσπότου — Χριστοῦ τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν Χάριν Του καὶ τὴν δύναμίν Του κάμνω τὰ θαύματα.
Τότε ἡ γυναίκα ἐκείνη τοὺς εἶπε τὴν ὑπόθεσιν καὶ ἐγκωμίαζε τὸν Ἅγιον. Ὅλοι τους δὲ τὸν προσκύνησαν, πιστέψανε στὸν Χριστὸ καὶ βαπτιστήκανε. Τὴν ἄλλην ἡμέρα ἀνήγγειλαν στὸ βασιληὰ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός. Καὶ ἐνῶ ὅλοι ἐθαυμάζανε, ὁ πορωμένος ἔπαρχος εἶπε:
—Πρόσταξε βασιλεῦ ν’ ἀποκεφαλίσουν αὐτὸν τὸν πλάνον, γιὰ νὰ μὴν μείνη καὶ κάνη καὶ ἄλλα τέρατα καὶ σημεῖα καὶ πιστέψουν στὸν Χριστὸ περισσότεροι.
Τέλος εἰρηνικὸν
Πράγματι ὁ βασιλεὺς ἐξέδωκε ἐναντίον τοῦ Ἁγίου τὴν καταδικαστικὴν ἀπόφασιν. Οἱ δήμιοι ἐπῆραν τὴν ἀπόφασιν, πήρανε καὶ τὸν Ἅγιο καὶ τὸν φέρανε στὸν τόπο τῆς θανατικῆς ἐκτελέσεως.
Ὁ Ἅγιος ὅμως στὸ δρόμο, καθὼς ἔσερνε τὰ κουρασμένα καὶ πληγωμένα καὶ γέρικα πόδια του, προσευχότανε μὲ ψαλμοὺς πρὸς τὸν Κύριον, ποὺ τοὺς ἤξερε ἀπ’ ἔξω. Ἔλεγε μεταξύ των ἄλλων καὶ τὸν ἑκατοστὸ ψαλμό:
«Ἔλεος καὶ κρίσιν ἄσομαι Σοὶ Κύριε…».
Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφτασε ἐκεῖ σήκωσε τὰ χέρια του καὶ τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε:
— Σ’ εὐχαριστῶ, Κύριε, εἶπε, γιατί εἶσαι ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος. Σὺ Παντοδύναμε ἐκτύπησες τὸν ἐχθρόν μας διάβολον. Σὺ ἐκτύπησες καὶ τὸν Ἄδην μὲ τὸ νὰ ἀπαλλάξης ἀπὸ τὸν θάνατο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ Βασιλεία Σου.
Τότε συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς θαυμαστόν. Ἀνοίξανε γιὰ μιὰ στιγμὴ οἱ Οὐρανοί, φάνηκε ὁ Χριστὸς μὲ πλῆθος Ἀγγέλων. Κατέβηκε κοντά του καὶ τοῦ λέγει:
— Ἔλα, προσφιλέστατε καὶ ἀγαπημένε μου Χαράλαμπε, ποὺ τόσο πολὺ κακοπάθησες, γιὰ τ’ Ὄνομά Μου. Ζήτησέ Μου ποίαν χάριν θέλεις καὶ θ’ ἀκούσω τὴν δέησίν σου.
— Καὶ τὸ ὅτι ἀξιώθηκα, ἀποκρίθηκε ὁ Μάρτυρας, νὰ ἰδῶ τὴν φοβερὰν δόξαν τῆς παρουσίας Σου, αὐτὸ εἶναι μεγάλο χάρισμα σ’ ἐμένα τὸν ἐλάχιστο. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ ἀγαθότης Σου, Κύριε, μὲ προστάζει νὰ Σοῦ ζητήσω χάρι, παρακαλῶ νὰ μοῦ κάνης τὴν ἑξῆς:
Σὲ ὅποιο τόπο βρεθῆ τεμάχιο ἀπὸ τὸ λείψανόν μου καὶ σ’ ὅποια χώρα γιορτάζουν τὸ μαρτύριό μου, νὰ μὴν γίνη ἐκεῖ ποτὲ πείνα, οὔτε πανώλης ποὺ θὰ θανατώνη τοὺς ἀνθρώπους πρόωρα. Οὔτε πονηρὸς ἄνθρωπος ποὺ νὰ βλάπτη τοὺς καρπούς, ἀλλὰ νὰ εἶναι σ’ αὐτὸν τὸν τόπον εἰρήνη σταθερή, ψυχῶν σωτηρία καὶ σωμάτων θεραπεία. Νὰ εἶναι ἀφθονία σίτου, οἴνου, ἐλαίου, τετραπόδων καὶ ἄλλων χρησίμων πραγμάτων.
Τύλαγε δὲ γερά τα βόδια καὶ ὅλα τα τετράποδα ζῶα τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ γεωργοῦν τὴ γῆ καὶ νὰ δοξάζηται τὸ Ὄνομά Σου. Συγχώρεσε, Κύριε, σὲ παρακαλῶ καὶ τὶς ἁμαρτίες των, ὡς Ἀγαθὸς καὶ Φιλάνθρωπος.
—Να γίνη πιστέ Μου δοῦλε, τὸ θέλημά σου! Εἶπε ὁ Κύριος καὶ ἀμέσως ἐξηφανίσθη.
Μετὰ ταῦτα, ὁ Ἅγιος παρέδωσε ἀμέσως τὴν ἁγιασμένη τοῦ ψυχὴ στὸ Χριστὸ εἰρηνικά, πρὶν προλάβη ὁ δήμιος νὰ τοῦ κόψη τὴν κεφαλήν! Ὁ Θεὸς δὲν θέλησε νὰ ταλαιπωρηθῆ περισσότερο. Ἀρκετὰ βασανίστηκε.
Τὰ ἅγια λείψανά του θαυματουργοῦν
Τὸ Ἅγιό του λείψανο τὸ παρέλαβε κατόπιν ἡ μακαρία Γαλήνη καὶ τὸ ἐνεταφίασε μέσα σὲ χρυσὴ θήκη, ἀφοῦ τοῦ ἔβαλε πολύτιμα μύρα καὶ ἀρώματα. Κατόπιν τὸ Ἅγιο καὶ πανσεβάσμιο λείψανο τοῦ ἐνδόξου Ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους, μοιράστηκε χάριν εὐλαβείας στοὺς ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Διώχνει δὲ τὸ Ἅγιο λείψανο τὰ βάσανα καὶ κάθε ἀσθένεια, ἀπὸ ὅσους τὸν παρακαλοῦνε.
Ὑπάρχουν καὶ σήμερα σὲ πολλοὺς Ναοὺς καὶ Μοναστήρια τεμάχια λειψάνων τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους. Ἡ Ἁγία καὶ παντιμος Κάρα τοῦ βρίσκεται ἐπάνω στὰ Μετέωρά της Θεσσαλίας, εἰς τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Κάμνει δὲ συχνὰ παράδοξα κι’ ἐκπληκτικὰ θαύματα. Ὑπάρχει ἐκεῖ καὶ φυλλάδα, ποὺ περιέχει τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου.
Ἱερὸ Λείψανο Ἁγίου Χαραλάμπους στὸν Μητροπολιτικὸ ΝαὸἸδίως φυλάττει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν φοβερὴ νόσο τῆς πανώλους. Γι’ αὐτὸ ὅσες φορὲς ἐνέσκηπτε ἡ φοβερὴ αὐτὴ ἀρρώστεια, κατεβάζανε οἱ Πατέρες τὴν Ἁγία Κάρα τοῦ κάτω στὶς πόλεις καὶ τὸ κακὸ σταματοῦσε ἀμέσως. Τὸ 1812 ἡ τρομερὴ ἀρρώστεια τῆς πανώλους ἐθέριζε ὅλη τὴν Ἤπειρο. Τότε κάποιος, Μολοσσὸς ὀνόματι, πατέρας τοῦ Ζώτου Μολοσσοῦ, ποὺ ἔγραψε τὸ λεξικὸ τῶν Ἁγίων Πάντων, ἐπῆγε στὰ Μετέωρα κι’ ἔφερε στὴν Ἤπειρο τὴν Τιμία Κάρα τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους καὶ σταμάτησε τὸ θανατικό.
Ἐπίσης πολλοὶ πιστοὶ τὴν καλοῦνε στὰ σπίτια τους, τὴν κατασπάζονται μ’ εὐλάβεια καὶ κάνουν Ἁγιασμό. Καὶ ἔτσι ἀπαλλάσσονται ἀπὸ κάθε κακό.
ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΘΑΥΜΑ
Πῶς ἔσωσε τὴν πόλιν τῶν Φιλιατρῶν
Τὸ θαῦμα ἔγινε στὰ Φιλιατρὰ τὸ 1943, στὸ καιρὸ τῆς μαύρης Κατοχῆς τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τοὺς Γερμανούς. Τὸ θαῦμα αὐτὸ συνεκίνησε καὶ συγκινεῖ μέχρι σήμερα, ὄχι μόνον τοὺς Φιλιατρινούς, ἀλλὰ καὶ ὅλους τους Ἕλληνας.
Τὸ Γερμανικὸ Στρατηγεῖο ἀπὸ τὴν Τρίπολι διέταξε τὸν Γερμανὸ Διοικητὴ τῶν Φιλιατρῶν, Κοντάου ὀνόματι, γιὰ κάποιο σαμποτὰζ ποὺ εἶχαν κάνει οἱ ἀντάρτες, νὰ κάψουν τὴν πόλιν τῶν Φιλιατρῶν, νὰ σκοτώσουνε ἕνα ἀριθμὸν προκρίτων Φιλιατρινῶν καὶ νὰ συλλάβουνε 1.500 ἄλλους Φιλιατρινοὺς καὶ νὰ τοὺς στείλουν στὴ Γερμανία, ἀπὸ ὅπου φυσικὰ δὲν ἐπρόκειτο νὰ γυρίση κανένας πίσω.
Ὁ ἀξιωματικὸς Κοντάου ἔδωσε μὲ τὴν σειρὰ τοῦ διαταγὴ στοὺς στρατιῶτες του νὰ προχωρήσουν τὴν ἄλλη ἡμέρα στὶς ἕξη τὸ πρωὶ μὲ τὰ σύνεργα τῆς καταστροφῆς, χωρὶς οἶκτο στὴν ἐκτέλεσι τῆς διαταγῆς.
Αὐτό, τὸ ἔμαθε στὴν Τρίπολι ὁ ἱεροκῆρυξ Ἀρχιμανδρίτης Θεόδωρος Κωτσάκης, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὰ Φιλιατρά, θλίψις καὶ στενοχώρια κατέλαβε ὅλους, δὲν ξέρανε τί νὰ κάνουνε γιὰ νὰ γλυτώσουν τὰ Φιλιατρὰ καὶ τοὺς Φιλιατρινούς. Ἐπῆρε κάποιον ποὺ ἐγνώριζε τὰ γερμανικὰ καὶ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Γερμανοῦ στρατηγοῦ στὴ Τρίπολι. Σταθήκανε στὸ διάδρομο. Ἀλλὰ ἀκούσανε μέσα στὸ γραφεῖο τοῦ στρατηγοῦ φωνές, κακό, βρισιές, ἀναστάτωση μεγάλη. Κάποια Ἑλληνίδα τὸν τράβηξε ἀπὸ τὸ ράσο νὰ φύγη, γιὰ νὰ μὴν τοὺς ἐκτελέσουν ἐπὶ τόπου καὶ αὐτούς.
Βγαίνοντας τότε ὁ ἱεροκῆρυξ, εἰδοποίησε ὅλα τα σπίτια τῶν Φιλιατρινῶν στὴν Τρίπολι νὰ προσευχηθοῦν τὴ νύκτα στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο, τὸν πολιοῦχο τῶν Φιλιατρῶν γιὰ νὰ βάλη τὸ χέρι του. Αὐτὸς δὲ κλείστηκε στὸ δωμάτιό του καὶ προσευχότανε μὲ πόνο. Τὸ ἴδιο κάνανε στὰ Φιλιατρὰ οἱ κάτοικοι, ποὺ κάτι μυριστήκανε καὶ αὐτοί.
Ὁ Ἅγιος ἄκουσε τὴν προσευχή τους καὶ ἔκανε τὸ θαῦμα. Ὁ Ἅγιος παρουσιάζεται τὴν νύκτα στὸν Κοντάου ποὺ κοιμότανε. Παρουσιάστηκε σὰν γέροντας σοβαρός, μεγαλοπρεπής, ἱεροπρεπής, ἱεροφορεμένος καὶ μὲ κατάλευκη γενειάδα. Ἤτανε μιὰ φυσιογνωμία, ποὺ δὲν τὴν εἶχε δὴ ποτὲ στὴ ζωὴ τοῦ ὁ προτεστάντης ἢ μᾶλλον ἄπιστος Γερμανός. Ὁ σεβάσμιος γέροντας τοῦ εἶπε μὲ γλυκύτητα:
—Άκουσε, παιδί μου, τὴ διαταγὴ ποὺ ἔλαβες νὰ μὴν τὴν ἐκτελέσης.
Τὸ ὄνειρο ἦταν ζωηρὸ καὶ τοῦ ἔκανε ἐντύπωσι. Ξύπνησε καὶ ξανακοιμήθηκε, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀπόφασι νὰ ἐκτελέση τὴν διαταγήν. Ξανὰ παρουσιάζεται ὁ Ἅγιος στὸν ὕπνο του καὶ τοῦ λέγει:
—Αυτό πού σου εἶπα νὰ κάμης. Τὴν διαταγὴ νὰ μὴ τὴν ἐκτελέσης. Μὴ φοβηθῆς. Ἐγὼ θὰ φροντίσω νὰ μὴν τιιμωρηθῆς.
Ξαναξύπνησε καὶ στὸ μυαλὸ τοῦ στριφογύριζαν τὰ λόγια ποὺ τοῦ εἶπε. Ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴν ἐκτελέση τὴν διαταγή, διότι θὰ ἐκτελοῦσαν αὐτὸν οἱ Γερμανοί. Ξανακοιμήθηκε. Ξαναπαρουσιάζεται καὶ ἐκ τρίτου ὁ σεβάσμιος γέροντας καὶ τοῦ λέγει:
—Σου εἶπα νὰ μὴν φοβηθῆς. Ἐγὼ θὰ φροντίσω καὶ δὲν θὰ τιμωρηθῆς. Θὰ σὲ φυλάξω δὲ ἐσένα καὶ ὅλους τους ἄνδρας σου καὶ θὰ γυρίσετε πίσω στὰ σπίτια σας, χωρὶς νὰ πάθη κανένας τίποτε.
Στὴν ἀρχὴ θέλησε νὰ ἀρνηθῆ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, καὶ νὰ παραστήση τὸν γίγαντα. Ἀλλὰ παρ’ ὅλη τὴν ἀθεΐα του, λύγισε, διότι ἐν συνεχεία τὴ νύχτα ἐκείνη, ὁ Γερμανὸς ἀξιωματικός, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος, ἄκουσε στὸν ὕπνο τοῦ φωνὲς καὶ κλάμματα, σὰν προέρχωνται ἀπὸ τυραννισμένους ἀνθρώπους κάπου ἐκεῖ δίπλα στὴν αὐλή του. Ὕστερα πλησίαζαν ζωντανὲς μορφές, ποὺ ἔμοιαζαν σὰν γυναῖκες, γυναῖκες πολλές, ποὺ κτυποῦσαν κεφάλια καὶ στήθια ἀπὸ ἀφόρητη δυστυχία καὶ πόνο. Θρηνοῦσαν, ἀγανακτοῦσαν καὶ καταριόντουσαν ἀπὸ πόνο γιὰ τὴν σφαγὴ τῶν παιδιῶν τους καὶ τῶν ἐγγονῶν τους, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνη. Ὅλες αὐτὲς οἱ φωνὲς γίνανε ὑστέρα σύννεφο καὶ ἀνέβαιναν πρὸς τὰ ὕψη τοῦ Οὐρανοῦ, χωρὶς νὰ πέφτη τίποτε στὴ γῆ.
Καὶ ἀκόμη ἔβλεπε στὸν ὕπνο τοῦ ὁ Γερμανὸς ἀξιωματικὸς κάτι σκοτεινόμακρα σύννεφα, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ δωμάτιό του καὶ ἀνέβαιναν καὶ σκίαζαν τὸν ἥλιον, ὁ ὁποῖος κρυβότανε ἀπὸ τὰ σύννεφα αὐτὰ σὰν νὰ ἤτανε ἄνθρωπος καὶ σκοτείνιαζε τὰ πρόσωπα τῶν στρατιωτῶν του. Ἄλλοι ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς τρόμαζαν καὶ ἄλλοι ζητοῦσαν βοήθειαν, κάμνοντας τὸν Σταυρό τους. Καὶ ὅλοι τους τρέχανε νὰ κρυφτοῦνε πίσω ἀπὸ τοὺς κορμοὺς τῶν ἐλαιῶν.
Ἀπὸ τὸν τρόμο τοῦ ξύπνησε. Πῆγε νὰ μιλήση, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε, παρὰ κρατοῦσε ἀνοιχτό το στόμα του καὶ κοίταζε τὴν εἰκόνα τοῦ ὀνείρου του. Κοίταζε τὸ γέρο ἐκεῖνο, ποὺ τὸν εἶδε μέσα στὸ ὄνειρό του τρεῖς φορὲς καὶ ὁ ὁποῖος εἶχε μορφὴ Ἁγίου της Ὀρθοδοξίας. Ὅταν συνῆλθε ἀπὸ τοὺς ἐφιάλτες, ἄρχισε νὰ σκέφτεται τὸ κακό, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνη: Νὰ σκοτώνωνται ἄνθρωποι καὶ σὰν τὰ σκυλιὰ νὰ μένουν ἄθαφτοι. Νὰ καίγωνται σπίτια σὲ ἕνα λεπτό, ποὺ ἀπαιτοῦσαν αἰῶνες γιὰ νὰ κτισθοῦν!
Οἱ σκέψεις αὐτὲς τὸν ἀναστάτωσαν. Ἀλλὰ πάλιν ἔλεγε:
—Εγώ εἶπα νὰ κάψω τὴν πόλιν. Καὶ θὰ τὴν κάψω.
Τότε ἔκλεισε τὰ μάτια του. Καὶ ὁ γέρος, ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος, ἐμφανίσθηκε ξανὰ μπροστά του ἀπειλητικὸς καὶ ἐπίμονος. Μὲ φωνὴ δὲ δυνατὴ καὶ ἐπιτακτική του εἶπε:
—Πρόσεξε! Ἡ πόλις δὲν θὰ καῆ καὶ οἱ κάτοικοι δὲν θὰ συλληφθοῦν. Εἶναι ἀθῶοι. Τὸ ἀκοῦς;
Σηκώθηκε τότε ὁ Γερμανός, στερέωσε τὰ γόνατά του, ποὺ τρέμανε καὶ πῆρε τὸ τηλέφωνο. Μὲ τρεμάμενη φωνὴ τηλεφωνοῦσε στὴ Τρίπολι, στὸ Γερμανὸ Διοικητὴ τῆς Πελοποννήσου. Καὶ ὁ Διοικητὴς ἐκεῖνος ἄνοιγε τὸ στόμα του, γιὰ νὰ δώση συμβουλὲς ἀλλὰ πάλιν κόμπιαζε. Πήγαινε νὰ ἀγριέψη, γιὰ νὰ ἐκτελεστῆ ἡ διαταγή του, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Τί εἶχε συμβῆ; Καὶ ὁ ἴδιος αὐτὸς τὸ ἴδιο βράδυ εἶχε δὴ στὸ ὄνειρό του τὸν Ἅγιο Χαράλαμπο ὅπως τὸν εἶδε καὶ τὸν περιέγραψε στὸ τηλέφωνο καὶ ὁ ἀξιωματικός του ἀπὸ τὰ Φιλιατρά. Τελικὰ ἀποφάσισε καὶ εἶπε στὸν ἀξιωματικό των Φιλιατρῶν:
—«Γράψατε. Ἀναστέλλω τὴν καταστροφὴν τῆς πόλεως. Ἔλθετε ἀμέσως ἐνώπιόν μου αὔριον μεσημβρία».
Ὅταν ξημέρωσε ἀνακοινώθηκε ἡ ἀνάκλησις τῆς ἀποφάσεως τῶν Γερμανῶν. «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ πρωὶ ἀγαλλίασις». Ξεχύθηκαν στὸ ἄκουσμα χαρούμενοι οἱ ἄνθρωποι στὰ καφενεῖα, στὴ πλατεία, στοὺς δρόμους…
Μιὰ ὁμάδα, τότε ἀπὸ Γερμανοὺς στρατιῶτες καὶ ὑπαξιωματικούς, ἔχοντες στὴ μέση τὸν ἀξιωματικό τους Κοντάου καὶ δυὸ Ὀρθοδόξους ἱερεῖς, περνοῦσαν ἀπὸ τοὺς δρόμους καὶ πηγαίνανε ἀπὸ τὴ μιὰ Ἐκκλησία στὴν ἄλλη. Ἀρχίσανε ἀπὸ τὸν Ἄη Γιάννη, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόλαο, τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο καὶ τελικὰ κατευθυνόνταν πρὸς τὴν Παναγιά.
Ὁ ἀξιωματικὸς ἔψαχνε νὰ βρῆ τὴν Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο του. Ὅταν τοῦ ἀνοίξανε τὴν πόρτα τοῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας, ἀνεγνώρισε μέσα στὶς εἰκόνες τὸν Ἅγιο Χαράλαμπο, ποὺ εἶδε στὸν ὕπνο του καὶ τὸν πρόσταζε. Ἡ φωνὴ τοῦ κόπηκε. Ντράπηκε γιὰ τὸν ἐγωισμό του. Σκέπασε μὲ τὰ χέρια τοῦ τὸ πρόσωπό του. Σὲ λίγο τα κατέβασε. Ἔκαμε, αὐτὸς ὁ Προτεστάντης καὶ ἄθεος, τὸν Σταυρό του. Εἶπε μερικὲς προσευχὲς στὴ γλώσσα του, τὶς ὁποῖες οἱ ἱερεῖς δὲν μπορέσανε νὰ τὶς ἑρμηνεύσουν.
Ρώτησε ἐν συνεχεία τοὺς Ἱερεῖς νὰ τοῦ ποῦνε ποιὸς ἤτανε ὁ γέροντας τῆς εἰκόνος. Τοῦ διηγηθήκανε, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἅγιος Χαράλαμπος ποὺ ὑπέστη πολλὰ μαρτύρια γιὰ τὸ Χριστό. Τοῦ εἴπανε ἔπειτα γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, καὶ κάμνει καὶ ἄλλα πολλά.
Ἡ χαρὰ τῶν Φιλιατρινῶν καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη τους στὸν Ἅγιο δὲν περιγραφότανε. Δοξάζανε τὸ Θεὸ καὶ εὐχαριστούσανε τὸν Ἅγιο Χαράλαμπο γιὰ τὸ θαῦμα του.
Ὅπως δὲ τοῦ εἶπε τοῦ Φρουράρχου, ὁ Ἅγιος, αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ ἄνδρες τῆς φρουρᾶς ἐκείνης ἐπέστρεψαν, ὅταν τελείωσε ὁ πόλεμος, στὴ Γερμανία καὶ στὰ σπίτια τους, χωρὶς νὰ πάθη κανεὶς τοὺς τίποτε.
Διετήρησε δὲ ὁ Γερμανὸς ζωηροτάτην τὴν μνήμην τοῦ θαύματος κι’ εὐγνωμονοῦσε τὸν Ἅγιο. Ἤθελε νὰ ἐπιστρέψη ἀπὸ τὴν Γερμανία γιὰ νὰ τὸν προσκυνήση. Πράγματι, ἔπειτα ἀπὸ δύο χρόνια, ξεκίνησε μὲ τὴν γυναίκα του καὶ ἤλθανε ἀπὸ τὴν Γερμανία στὰ Φιλιατρά. Δὲν πρόλαβε ὅμως τὴν γιορτὴ τοῦ Ἁγίου, διότι ἔφτασε μιὰ μέρα ἀργότερα, στὶς 11 Φεβρουαρίου.
Ὅταν ὅμως τὸν εἴδανε οἱ Φιλιατρινοί, χαρήκανε χαρὰ μεγάλη καὶ ξαναγιορτάσανε. Ψάλλανε δοξολογία καὶ τοῦ κάνανε ὑποδοχές, γιορτές, τραπέζια καὶ χαρές. Μέχρι σήμερα πολλὲς φορὲς ὁ Γερμανὸς αὐτὸς μὲ τὴν γυναίκα του, τὰ παιδιά του καὶ μὲ ἄλλους πατριῶτες τοῦ πήγαινε στὶς 10 Φεβρουαρίου στὰ Φιλιατρὰ καὶ προσευχηθήκανε μὲ πίστι στὸν Ἅγιο. Στὴν καρδιὰ τοῦ ἄνθισε ἡ Ὀρθοδοξία.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς στύλος ἀκλόνητός της Ἐκκλησίας Χριστοῦ καὶ λύχνος ἀείφωτος τῆς οἰκουμένης σοφέ, ἐδείχθης Χαράλαμπες. Ἔλαμψας ἐν τῷ κόσμω, διὰ τοῦ Μαρτυρίου, ἔλυσας τῶν εἰδώλων τὴν σκοτόμαιναν, μάκαρ. Διὸ ἐν παρρησία Χριστῷ, πρέσβευε σωθῆναι ἠμᾶς.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’.
Ἐπεφάνης σήμερον
Ὡς φωστὴρ ἀνέτειλας, ἐκ τῆς ἐώας, καὶ πιστοὺς ἐφώτισας, ταῖς τῶν θαυμάτων σου βολαῖς, Ἱερομάρτυς Χαράλαμπες. Ὅθεν τιμῶμεν, τὴν Θείαν σου ἄθλησιν.
Ἀπὸ τὸ “ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ” Ο ΑΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ, Ἀρχιμ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ
ΠΗΓΗ
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!