Ὅτι ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ἀσθενῆ ὥστε νὰ ἁμαρτάνει ἐξαιτίας τῆς ἀσθένειας, ὅπως συμβαίνει τώρα. Καὶ ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἄλλες οἱ ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες διαπράττουμε ἐμεῖς. Τί εἶναι ἁμαρτία καὶ τί μᾶς πρόσφερε ὁ Χριστός. Καὶ ὅτι γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἔγινε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ καταλύσει τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου.

Κεφάλαιο Θ’

Δὲς τὴν ἁμαρτία ποὺ διέπραξε ὁ Ἀδὰμ ἐνῶ καθόταν στὴ δόξα καὶ στὴν ἀπόλαυση τοῦ παραδείσου, καὶ δὲν θὰ βρεῖς καμιὰ ἀνάγκη ἢ ἀσθένεια ἢ πρόφαση καθόλου εὔλογη, παρὰ μόνο καταφρόνηση τῆς ἐντολῆς καὶ τὴν ἀγνωμοσύνη καὶ ἀχαριστία καὶ ἀποστασία πρὸς αὐτὸν τὸν ἴδιο ποὺ τὸν δημιούργησε ἀπὸ τὸ χῶμα. Ὑπῆρξε ὅμως ἀφορμὴ μεγάλης συγγνώμης γι’ αὐτόν, τὸ ὅτι ὄχι ἐθελουσίως καὶ ἀπὸ μόνος του ἀλλὰ δέχθηκε τὴ συμβουλὴ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐξαπάτησε· ὑπῆρξε ἐπίσης ἀφορμή το ὅτι περιβαλλόταν σάρκα. Καὶ ἡ συγγνώμη δόθηκε, πρώτον μέν, διότι ἀπατήθηκε, δεύτερον δέ, διότι ἀσθένησε. Διότι ἐπειδὴ ἔγινε κατὰ τὴ φύση ἀσθενής, καὶ εὐμετάβολος ἐξαιτίας τῆς ταλαιπωρίας, δὲν μπόρεσε νὰ ἐπαρθεῖ καὶ νὰ ἀποστατήσει ὅπως ὁ ἄσωτος διάβολος καὶ οἱ ἄγγελοί του. Καὶ τώρα ἄγοντας τὴν ἀσθένεια φυσικὴ ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐξαιτίας τῆς ἀμαρτάνοντας, γίνεται εὐγνώμων καὶ χωρὶς νὰ θέλει· καὶ ἀτενίζοντας πρὸς τὸν Θεό, ζητεῖ αὐτὰ τὰ δύο, συγχώρηση καὶ δύναμη. Τὴ μὲν γιὰ ὅσα ἁμάρτησε – διότι ἂν καὶ λόγω ἀσθενείας συμβαίνουν τὰ παραπτώματα, ἀλλ’ ἔπρεπε νὰ ἀντισταθεῖ μέχρι αἵματος ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας -, τὴ δὲ δύναμη, ὥστε ἀφοῦ δυναμωθεῖ ἐκ Θεοῦ, μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ δωρεάν, οὔτε νὰ θέλει ἢ νὰ μπορεῖ νὰ ἁμαρτάνει, καὶ νὰ ἐνισχυθεῖ ὥστε νὰ γίνεται εὐάρεστος στὸν Θεό. Read more

«Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια καλεῖ ὁ Χριστὸς ὅλους, ὅσοι λυγίζουν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ προσθέτει στὴν Ἀποκάλυψη: «Ὁ διψῶν ἐρχέσθω… ἐγὼ τῷ διψώντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν». Τρέξτε ὅλοι οἱ διψασμένοι, φωνάζει ὁ Κύριος, στὴν αἰώνια καὶ ζωοπάροχη βρύση.

Ὅσο ἁμαρτωλὸς κι ἂν εἶσαι, φονιάς, μοιχὸς ἢ κάτι ἄλλο, σὲ δέχεται ὁ Δεσπότης. Σηκώνει ἀμέσως τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν σου καὶ σ’ ἐλευθερώνει. Καὶ πῶς τὸ κάνει αὐτό; Ὅπως ἀκριβῶς συγχώρεσε τὶς ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ, λέγοντάς του: «Τέκνον, ἀφέωνταί σου αἳ ἁμαρτίαι». Κι ἀμέσως τὸν λύτρωσε ἀπὸ τὸ βάρος του καὶ τὸν θεράπευσε. Read more

Ὅπως εἶναι ἡ ἀρρώστια στὸ κορμί, ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ἁμαρτία στὴν ψυχή. Γι’ αὐτὸ ἡ ἰατρικὴ τῶν ψυχῶν δὲν καταγίνεται μὲ τίποτ’ ἄλλο, παρὰ μόνο μὲ τὴν καταπολέμηση τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν αἰτιῶν της, τῶν παθῶν.

Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ σημαντικό. Γιατί στὴ φοβερὴ ὥρα τῆς Κρίσεως τί ἀπολογία θὰ δώσουμε; Ἐπιμεληθήκαμε ἄραγε τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς μας ἢ μήπως ἀγωνιστήκαμε σ’ ὅλη μας τὴ ζωὴ γιὰ τὴν πολύμορφη μάταιη ἀπόλαυση;

Ἂν δὲν γνωρίζουμε τὴν ἀρρώστια τῆς ψυχῆς μας καὶ δὲν αἰσθανόμαστε τοὺς πόνους καὶ τὸ κακὸ ποὺ προξενεῖ στὴ ζωή μας, βρισκόμαστε σὲ πλάνη.

Κάθε ἄνθρωπος εἶναι λίγο ἢ πολὺ ἄρρωστος ψυχικά. Συνήθως ὅμως, μολυσμένος ἀπὸ τὸ μικρόβιο τῆς ὑπερηφάνειας, δὲν αἰσθάνεται τὸ κακὸ ποὺ τοῦ προξενεῖ ἡ ἁμαρτία. Καὶ ὅσο δὲν τὸ αἰσθάνεται, τόσο περισσότερο ὑπερηφανεύεται, ὅπως τὸ λέει καὶ ὁ προφήτης Δαβίδ: «Ἡ ὑπερηφανία τῶν μισούντων σὲ ἀνέβη διὰ παντός». Γιατί ὁ ψυχικὰ ἄρρωστος εἶναι κατὰ κανόνα καὶ ἀναίσθητος, καὶ δὲν νοιάζεται γιὰ τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς του. Καὶ μισώντας τὴν ψυχή του, μισεῖ καὶ τὸ γιατρὸ τῶν ψυχῶν. Read more

Οἱ Θεῖες Γραφὲς μᾶς διδάσκουν, ὅτι δὲν πρέπει ν’ ἀπελπιζόμαστε γιὰ τὴ σωτηρία μας, ὅταν σφάλλουμε καὶ πέφτουμε σὲ κάποια ἁμαρτία. Ἂς μὴ νομίζουμε πὼς θὰ δικαιωθοῦμε ἀπὸ τὰ ἔργα μας. Μόνο τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δική μας συνεχὴς μετάνοια μποροῦν νὰ μᾶς σώσουν. Καὶ λέγοντας μετάνοια, δὲν ἐννοοῦμε ἐκείνη ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ λόγια μόνο ἢ ἔστω μὲ νηστεία, κακοπάθεια καὶ ἄλλες ταλαιπωρίες τοῦ σώματος, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ γίνεται μὲ συντριβὴ καὶ κατάνυξη τῆς καρδιᾶς.

Τέτοια ἦταν ἡ μετάνοια τοῦ Προφήτη Δαβίδ. Αὐτός, μολονότι ζοῦσε στὸν κόσμο καὶ μέσα στὶς βιοτικὲς μέριμνες, ἐντούτοις συλλογιζόταν συνεχῶς ὅτι λύπησε τὸ φιλεύσπλαχνο Κύριο, περιφρονώντας τὶς Ἅγιες Ἐντολές Του, καὶ φάνηκε ἀχάριστος, καὶ φάνηκε ἀχάριστος, ξεχνώντας τὶς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες Του. Γι’ αὐτὸ τὸ πρόσωπό του ἦταν σκυθρωπὸ ἀπ’ τὸ ἀδιάκοπο καρδιακὸ πένθος. Γι’ αὐτὸ ταλαιπωροῦσε τὸν ἑαυτό του καὶ ταπεινωνόταν πολύ, θέλοντας νὰ ἐξευμενίσει τὸ Θεό. Ὂλ’ αὐτὰ εἶναι ἀποτυπωμένα στοὺς Ψαλμούς, ποὺ ἔγραψε, καὶ ὅπου ξεκάθαρα φαίνεται ἡ διαρκὴς καὶ ἔμπονη μετάνοιά του, μολονότι ἦταν κοσμικὸς ἄνθρωπος, καὶ μάλιστα βασιλιάς, καὶ εἶχε τὴ φροντίδα τοῦ λαοῦ, τῆς οἰκογένειάς του καὶ τόσων ὑποθέσεων τοῦ κράτους. Read more

Read more

Ὅπου γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὸ ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε συγχωρητικοὶ καὶ στοργικοὶ μεταξὺ μας

ΠαλαμάςὉ μέγας Παῦλος, δείχνοντας τὸ θεῖο καὶ κοινωφελὲς τής πιστεως καὶ διακηρύσσοντας τὰ ἔργα αὐτῆς καὶ τὰ κατορθώματα καὶ τοὺς καρποὺς καὶ τὴ δύναμη, ἀρχίζει ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀρχαιότερο, λέγοντας, «μὲ τὴν πίστη κατανοοῦμε ὅτι οἱ αἰῶνες καταρτίσθηκαν μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὥστε τὰ βλεπόμενα νὰ μὴ ἔχουν γίνει ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶναι ὁρατά», καὶ τελειώνει μὲ τὴν μελλοντικὴ παγκόσμια ἀνάσταση καὶ τὴν τελείωση τῶν ἁγίων ποὺ θὰ συμβεῖ κατ’ αὐτήν, ἀπὸ τὴν ὁποία τίποτε δὲν ὑπάρχει τελειότερο. Συντάσσοντας ὅμως τὸν κατάλογο ἐκείνων ποὺ θαυμάσθηκαν γιὰ τὴν πίστη καὶ ἐπιβεβαιώνουν αὐτὴν μὲ τὸν ἑαυτό τους, λέγει καὶ τοῦτο, ὅτι «μὲ τὴν πίστη ἔλαβαν γυναῖκες μὲ τὴν ἀνάσταση τοὺς νεκρούς των». Καὶ αὐτὲς εἶναι ἡ Σαραφθία καὶ ἡ Σουναμίτιδα, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μία ἔλαβε τὸν υἱό της ποὺ εἶχε πεθάνει πάλι ζωντανὸ ἀπὸ τὸν προφήτη Ἠλία, ἐνῶ ἡ Σουναμίτιδα ἔλαβε τὸν δικό της ἀπὸ τὸν Ἐλισσαῖο.
Ἡ καθεμιὰ τοὺς ἐπέδειξε μὲ τὰ ἔργα μεγάλη πίστη. Ἡ Σαραφθία προλαβαίνοντας σύμφωνα μὲ τὴν πίστη τῆς τὴν ἀναγγελμένη ἀπὸ τὸν προφήτη αὔξηση τῶν τροφίμων καὶ τρέφοντας αὐτὸν πρὶν ἀπὸ τὰ παιδιά της ἀπὸ τὸ ἀλεύρι μιᾶς χούφτας καὶ τὸ λίγο λάδι, τὰ μόνα ποὺ εἶχε νὰ φάγει, καὶ ἔπειτα περιμένοντας νὰ πεθάνει μὲ τὰ παιδιά της. Ἀλλὰ κι ὅταν μετὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἠλία ἀρρώστησε καὶ πέθανε ὁ υἱὸς τῆς (γιατί λέγει, «ἡ ἀρρώστια τοῦ ἦταν πολὺ βαρειά, σὲ βαθμὸ ὥστε νὰ μὴ ἀπομείνει σ’ αὐτὸν πνεῦμα ζωῆς»), αὐτὴ δὲν ἔδιωξε τὸν προφήτη, δὲν τὸν κατηγόρησε, δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴ θεοσέβεια ποὺ διδάχθηκε ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ κατηγόρησε τὸν ἑαυτό της καὶ θεώρησε ὅτι αἰτία τοῦ πάθους εἶναι οἱ ἁμαρτίες της, ἀποκαλώντας σ’ αὐτὴ τὴ συμφορὰ τὸν Ἠλία ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, καὶ κατηγορώντας μᾶλλον τὸν ἑαυτό της καὶ λέγοντάς του μᾶλλον προτρεπτικά, παρὰ σκωπτικά, «τί σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσά σε μένα καὶ σὲ σένα, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; ἦρθες σὲ μένα νὰ μοῦ ὑπενθυμίσεις τὶς ἁμαρτίες μου καὶ νὰ θανατώσεις τὸν υἱό μου;». Σὺ εἶσαι φῶς, λέγει, κατὰ μέθεξη, ὡς διάκονος τοῦ φωτὸς τῆς δικαιοσύνης, καὶ ἐρχόμενος ἐδῶ κατέστησες φανερά τα ἀφανῆ ἁμαρτήματά μου, καὶ αὐτά μου θανάτωσαν τὸν υἱό μου. Βλέπετε πίστη ἀλλόφυλης γυναίκας; βλέπετε ταπείνωση; Γι’ αὐτὸ εὔλογα ἔλαβε τὴν ἐκλογὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ καταξιώθηκε νὰ γίνει πρότυπό της κλήσεως καὶ πίστεως τῶν ἐθνῶν, καὶ ἔπειτα δέχθηκε καὶ τὸ παιδὶ τῆς ζωντανό.
Ἡ Σουναμίτιδα πάλι ἔδειξε την πίστη της καὶ μὲ ὅσα εἶπε πρὸς τὸν ἄνδρα της γιὰ τὸν Ἐλισσαῖο, καὶ μὲ ὅσα ἑτοίμασε γιὰ τὴ φιλοξενία τοῦ προφήτη, καὶ μὲ τὴν ἀξιοπρέπεια ποὺ ἐπέδειξε ὅταν πέθανε τὸ παιδί της. Γιατί, κρύβοντας ἀθόρυβα τὴ συμφορά, ἔτρεξε πρὸς τὸν προφήτη καὶ τὸν ὁδήγησε στὴν οἰκία της, λέγοντας πρὸς αὐτόν, «ὁρκίζομαι στὸν ζωντανὸ Κύριο καὶ στὴ δική σου ζωή, ὅτι δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω», καὶ μὲ αὐτὴ τὴν πίστη δέχθηκε τὸν υἱὸ τῆς ἀναστημένο ἀπὸ τὸν προφήτη, ὥστε τὸ ἐξαίρετο αὐτὸ θαῦμα νὰ μὴ εἶναι ἐκείνων τῶν προφητῶν, ἀλλὰ μάλλον της πίστεως των μητέρων ποὺ δέχθηκαν τοὺς ἀναστάντες. Read more

 8 Ὀκτωβρίου)

Ἐκ τοῦ ρύπου σμιχθεῖσα τῆς ἀσωτίας
φαιδρὰ προσεισι τῷ Θεῶ Ταϊσία.

Ἡ μακαριωτάτη Ταϊσία ἦτο καλὴ εἰς τὴν ὄψιν, χαριεστάτη καὶ πολὺ ὡραία, ὄτε δὲ ἦτο δέκα ἑπτὰ περίπου χρόνων, λαβοῦσα ταύτην ἡ μήτηρ της, ἡ ὁποία ἀπὸ μικρᾶν τὴν ἐξώθει εἰς τὸ κακόν, τὴν ὠδήγησεν εἰς τὸν τόπον τῆς ἀπωλείας, ἤτοι εἰς τόπον πορνείας. Ἐπειδὴ δὲ ἦτο ὡραία, διέδραμε πανταχοῦ ἡ φήμη τοῦ κάλλους τοῦ προσώπου της, ὡς φλόγα δὲ κατέκαιεν ἡ μανία τῆς ἀγάπης της τὰς καρδίας τῶν ἐραστῶν της. Πλεῖστοι δὲ ἄλλοι ἀκούοντες τὰ περὶ τοῦ κάλλους της, ἐπώλουν πάντα τά ὑπάρχοντά των, προκειμένου νὰ ἀπολαύσουν τῆς ἀγάπης της. Read more

Ὅταν προσευχόμαστε στὸ Θεό, τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ τὸν πονηρὸ: «…ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ». Ἂν ὅμως δὲν γνωρίζουμε ποιὸς εἶναι ὁ πονηρός, ποιὰ τὰ δεσμά του καὶ ποιὰ ἡ ἐξουσία τοῦ πάνω σ’ αὐτοὺς ποὺ ἐξουσιάζει, πὼς ζητᾶμε νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπ’ αὐτὸν ὁ Θεὸς;

Πρῶτα νὰ ξέρουμε, πὼς ὅταν ὑποτασσόμαστε στὸ σατανᾶ καὶ τὸν ὑπηρετοῦμε μὲ τὰ πονηρά μας ἔργα, δὲν κοινωνοῦμε μὲ τὸ Θεό. Δὲν ἔχουμε σχέση μαζί του. Πατέρα μᾶς ἔχουμε τὸ διάβολο, ποὺ μᾶς ἐξουσιάζει. Μοιάζουμε μὲ τοὺς Ἑβραίους, ποὺ ἰ Κύριος τους εἶπε: «Ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρός τοῦ διαβόλου ἐστέ καί τάς ἐπιθυμίας τοῦ πατρός ὑμῶν θέλετε ποιεῖν». Γιατί ὅπως κάθε παιδὶ μοιάζει μὲ τὸ σαρκικὸ πατέρα του, ἔτσι καὶ κάθε χριστιανὸς πρέπει νὰ μοιάζει στὴν ἁγιότητα μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα του. Read more

Πῶς ἀποβάλλουμε τὸ χοϊκὸ ἄνθρωπο καὶ ἐνδυόμαστε τὸν Χριστό, καθιστάμενοι συγγενεῖς καὶ ἀδελφοί του.

Ὁ μακάριος Παῦλος ἀφοῦ μᾶς φιλοξένησε καλῶς στὴν προηγούμενη τράπεζα τῶν θείων τοῦ λόγων καὶ εὔφρανε τὶς καρδιές μας, μᾶς προσφέρει πάλι πρὸς φιλοξενία κι’ ἄλλη τράπεζα τῶν θεόπνευστών του λόγων, γεμάτη μὲ πνευματικὰ φαγητά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα γνωρίζει ὅτι τρέφεται ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος, εὐφραινόμενος μαζὶ καὶ στηρίζοντας τὴν καρδιὰ μὲ τὸ ζωτικὸ ἄρτο τοῦ λόγου καὶ μὲ τὸν οἶνο τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ ποὺ εὐφραίνει, γεμάτη μάλιστα καὶ μὲ τὴ θεία χάρη τοῦ Πνεύματος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο γεμίζει ἡ ψυχὴ μὲ κάθε εὐφροσύνη καὶ ἡδονὴ καί, ἐγκαταλείποντας τὰ ἐγκόσμια, ἀνέρχεται μὲ ἐλαφρά τα φτερὰ τῆς διανοίας στοὺς οὐρανοὺς καὶ στὸ Θεό. Read more

     Προσευχή χωρίς εὐλάβεια.

   Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἀπὸ τὸ νὰ προσεύχεται κανεὶς χωρὶς φόβο Θεοῦ, χωρὶς προσοχὴ καὶ εὐλάβεια.

        Ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται ἢ ψάλλει ἀπρόσεκτα καὶ ἀσυναίσθητα, εἶναι φανερὸ πὼς δὲν ξέρει ποιὸς εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς πάλι, σὰν εὔσπλαχνος, θέλει νὰ ἐλεήσει αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν μπορεῖ. Εἶναι καλύτερα, τολμῶ νὰ πῶ, νὰ μὴν προσεύχεται κανεὶς καθόλου, παρὰ νὰ προσεύχεται χωρὶς προσοχή.

        Ἡ σωστὴ προσευχὴ εἲν’ ἐκείνη ποὺ δὲν γίνεται ἁπλὰ μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ καὶ μὲ τὴν καρδιά. Ὅποιος λοιπὸν δὲν προσεύχεται ὁλοκληρωμένα, οὐσιαστικὰ δὲν κάνει προσευχή, καὶ εἶναι ὑπόλογος γι’ αὐτὸ ἀπέναντι στὸ Θεό. Ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται χωρὶς συμμετοχὴ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς του, κατὰ βάθος περιφρονεῖ τὸ Θεό. Καὶ πῶς θὰ ἐλεηθοῦμε ἀπὸ Ἐκεῖνον, ὅταν προσευχόμαστε μὲ κενὰ λόγια, καὶ ὅταν ὁ νοῦς μᾶς συντυχαίνει μὲ τοὺς δαίμονες; Πῶς νὰ μὴν παροργίζουμε τὸν Κύριο, ὅταν ἀπὸ τὴ μία ἀπευθυνόμαστε σ’ Ἐκεῖνον καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ νοῦς μᾶς συλλογίζεται πράγματα ἄσχετα, ἄτοπα ἢ αἰσχρά; Ἕνας τέτοιος νοῦς δὲν ἀνήκει στὸ Χριστὸ καὶ δὲν θὰ παραδοθεῖ ποτὲ σ’ Αὐτόν.

        Πῶς ὅμως θὰ μπορέσουμε νὰ προσευχόμαστε μὲ προσοχή, θεῖο φόβο, εὐλάβεια καὶ κατάνυξη; Πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ προσευχόμαστε μὲ τὴ σταθερὴ καὶ ἐνεργητικὴ συμμετοχὴ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς;

        Δὲν θὰ τὸ κατορθώσουμε μόνοι μας. Στὴν τέλεια προσευχὴ θὰ φθάσουμε, μόνο ἂν ζητήσουμε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο νὰ μᾶς φωτίσει μὲ τὸ Πνεῦμα Τοῦ τὸ Ἅγιο, γιὰ ν’ ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση τῆς ἄπειρης μεγαλοσύνης Του, νὰ νιώσουμε σὲ ποιὸ φοβερὸ Θεὸ μπροστὰ στεκόμαστε. Καὶ ἀκόμα, ἂν Τὸν παρακαλοῦμε θερμὰ ὄχι γιὰ μάταια καὶ πρόσκαιρα πράγματα, ἀλλὰ γιὰ τὴν κάθαρσή μας ἀπὸ τὰ πάθη καί, προπαντός, τὴν ἀπόκτηση ταπεινοῦ φρονήματος. Ὅποιος, ἀλήθεια, γνωρίσει τὴν ἀπέραντη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ταπεινωθεῖ βαθιὰ μπροστὰ στὴ μακροθυμία Του.

        Εἶναι λοιπὸν ἀδύνατο νὰ προσεύχεται τέλεια ὁ νοῦς – καὶ ἑπομένως ἀδύνατο νὰ κατανυχθεῖ καὶ ἡ καρδιὰ – ἂν δὲ δεχθεῖ πρῶτα τὸ φωτισμὸ καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ μυστικὸ φῶς τῆς θείας γνώσεως, ποὺ δίνεται κατεξοχὴν μ’ ἕναν τρόπο: μὲ τὴν ἐπίμονη καὶ ἔμπονη ἐπίκληση τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ ἐλέους Του.

        Ἐκεῖνος ποὺ ἔμαθε γράμματα καὶ μορφώθηκε πολύ, πῶς μπορεῖ νὰ διαβάσει τὰ βιβλία τοῦ χωρὶς φῶς; Ἔχει τὰ βιβλία. Ἂν ὅμως δὲν ἔχει καὶ τὸ φῶς, πῶς θὰ τὰ μελετήσει; Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν προσευχή. Πῶς θὰ «μελετήσουμε» καὶ θὰ γνωρίσουμε τὸ Θεό, χωρὶς τὸ μυστικὸ φῶς τῆς θείας γνώσεως; Αὐτὸ τὸ φῶς δὲν εἶναι παρὰ μία νοητή, θεόσταλτη δύναμη, ποὺ περικυκλώνει καὶ μαζεύει τὸ νοῦ, τὸν ἐμποδίζει νὰ φεύγει καὶ νὰ διασκορπίζεται στὰ γήινα καὶ τὸν καθηλώνει στὴν πανευφρόσυνη θέα καὶ κοινωνία τοῦ Θεοῦ.

        Ὅσο τὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν φωτίζει τὸ νοῦ μας, ἡ προσευχὴ μᾶς εἶναι ἄστατη καὶ ἄκαρπη. Καὶ ὁ νοῦς, λογιάζοντας πράγματα ἄτοπα – ἀκόμα κι αὐτὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν ἀναγκαία – πλανιέται, χωρὶς νὰ συνειδητοποιεῖ πὼς γίνεται σκλάβος στὸ νοητὸ τύραννο, ποὺ τὸν τραβάει ἐδῶ κι ἐκεῖ, σὲ μέριμνες, φροντίδες, ὑποθέσεις, προβλήματα «τοῦ κόσμου τούτου».

        Ἂς ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν μ’ ὅλες μας τὶς δυνάμεις γιὰ νὰ νικήσουμε τὸ «σπερμολόγο» διάβολο, ποὺ μὲ πονηρὲς ἐνθυμήσεις καὶ ἄκαιρες σκέψεις μᾶς κλέβει τὸν ἀνεκτίμητο πνευματικὸ καρπὸ τῆς προσευχῆς καὶ κρατάει τὴν ψυχή μας στὸ σκοτάδι. Ἂς παρακαλέσουμε θερμὰ τὸν Κύριο, «τὸ φῶς τοῦ κόσμου», νὰ στείλει τὸ Ἅγιό Του Πνεῦμα καὶ νὰ διαλύσει μὲ τὸ ἄκτιστο φῶς Τοῦ τὸ σκοτάδι αὐτὸ τῆς ψυχῆς μας, ποὺ μόνο ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεό, «τὸν πανταχοῦ παρόντα καὶ τὰ πάντα πληροῦντα».


Ποιοὶ ἔχουν ἀνάγκη προσευχῆς;

Ὅτι ἑπτὰ εἶναι οἱ κατηγορίες αὐτῶν ποὺ ἔχουν ἀνάγκη προσευχῆς. Καὶ ὅτι ὅσοι παρακαλοῦν τὸν Θεὸ γιὰ πράγματα ποὺ δὲν κατανοοῦν, δὲν εἰσακούονται. Ἐὰν τώρα εἶναι ὁ καιρὸς ποὺ πρέπει οἱ ἄνθρωποι νὰ προσκυνοῦν τὸν Θεὸ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία, καὶ δὲν προσεύχονται ἐν πνεύματι, τότε ματαιοπονοῦν διότι δὲν φωτίζονται ἀπὸ τὸν Θεό.
     Κεφάλαιο ΙΘ΄
Ἑπτὰ εἶναι τὰ τάγματα αὐτῶν ποὺ χρειάζονται σωτηρία: οἱ ἀπολωλότες, οἱ αἰχμάλωτοι, οἱ πλανεμένοι, οἱ τσακισμένοι, οἱ κλονιζόμενοι, οἱ σταθεροί, καὶ ὅσοι βαδίζουν τὸ δρόμο τους.
Ὑπάρχει καὶ ὄγδοο: αὐτοὶ ποὺ «λησμονοῦν τὰ παλαιὰ καὶ προχωροῦν πρὸς ἐκεῖνα ποὺ εἶναι, ἐμπρός».
Καθένα λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀκτὼ τάγματα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἰδιαίτερη προσευχὴ γι’ αὐτό, ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι χρειάζεται προσευχὴ τὸ ἀπολωλός, γιὰ νὰ τὸ ἀναζητήσει ὁ Θεὸς ὁ πανταχοῦ παρών, στὸν ὁποῖο εἶναι ὁλοφάνερα καὶ ὁ ἅδης καὶ ἡ ἀπώλεια.Τὸ αἰχμάλωτο, γιὰ νὰ λυτρωθεῖ μὲ τὴ ρομφαία τῆς δύναμης τοῦ παντοκράτορα· γιατί δὲν μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ μόνος του ὁ αἰχμάλωτος ποὺ ὁδηγεῖται στὴ φυλακή.

Read more

         Προσέχετε νὰ φυλᾶτε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιατί μία μέρα θὰ δώσουμε λογαριασμὸ γιὰ τὰ ἔργα μας. Διῶξτε τὴν ἀμέλεια, γιὰ νὰ μὴν πέσετε στὸ βάραθρο τοῦ Ἅδη. Ἂν τηρεῖτε ὅλες, χωρὶς ἐξαίρεση, τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, θὰ σωθεῖτε καὶ δὲν θὰ πιαστεῖτε στὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου, ὅπως πιάνεται τὸ ἐλάφι στὰ βρόχια καὶ τὸ πουλὶ στὴν παγίδα.

Πρώτη καὶ σπουδαιότερη ἐντολὴ εἶναι ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ μ’ ὅλη μας τὴ ψυχή, καὶ μεταξὺ μας ὁ ἕνας ν’ ἀγαπάει τὸν ἄλλο, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀγάπησε τὸν κόσμο.

Πότε ἀγαπᾶμε ἀληθινὰ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀδελφό μας; Ὅταν δὲν ὑπερηφανευόμαστε. Ὅταν δὲ ζηλεύουμε. Ὅταν μιμούμαστε τὸ καλὸ ποὺ βλέπουμε νὰ κάνουν οἱ ἄλλοι. Ὅταν δὲ γογγύζουμε γιὰ τίποτα. Ὅταν ἀποφεύγουμε τὰ ἄκαιρα γέλια καὶ ἀστεία. Ὅταν δὲν ἀδικοῦμε. Ὅταν δὲ φροντίζουμε γιὰ τὸ στολισμὸ καὶ τὴν καλοπέραση τοῦ σώματος, ἀλλὰ γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς μας.

Κι ἂν μέχρι τώρα δὲν νοιαζόμασταν γι’ αὐτά, ἂν ζούσαμε μέσα στὴν ἁμαρτία, ἂς μετανοήσουμε χωρὶς ἀναβολὴ.

Ὅταν μετανοήσουμε μὲ προθυμία καὶ πόνο, ὁ Θεὸς θὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες μας. Πρέπει νὰ γνωρίζετε, πὼς ἡ θερμότητα τῆς μετάνοιας καὶ τὰ καυτὰ δάκρυα, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς, κατακαῖνε σᾶ φωτιὰ τὸ μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ καθαρίζουν τὴν ψυχή, ποὺ γεμίζει ἀπὸ τὴν ἔλλαμψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ καρποὺς ἀγαθούς.

Ἔχουμε χρέος ὅλοι μας νὰ ἐγκρατευόμαστε καὶ νὰ μὴν περνᾶμε τὴ ζωή μας μὲ πολυφαγίες, σπατάλες, βιοτικὲς μέριμνες καὶ μάταιες ἀπολαύσεις, ἀλλὰ μὲ δάκρυα καὶ μετάνοια. Ἂς ἀκούσουμε τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς διδάσκει μέσα ἀπὸ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιό Του:  «Μή μεριμνήσητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε ἤ τί πίητε ἤ τί ἐνδύσησθε. Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἔχει κανεὶς ἀφορμὴ νὰ λέει ”τι θὰ κάνω ἂν ἀργήσει νὰ μοῦ δώσει καὶ δὲν ἔχω τί νὰ φάω;”, εἶπε: «Βλέπετε τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, πῶς οὐ σπείρει οὐδέ θερίζει οὐδέ συνάγει εἰς ἀποθήκας, καί ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά. Οὐχί πολλῶν στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς, ὀλιγόπιστοι;». Καὶ γιὰ νὰ μὴ λιποψυχοῦμε καὶ γογγύζουμε γιὰ τὸ φαγητό μας καὶ τὶς ἄλλες μᾶς ἀνάγκες, μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Κύριος: «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην ὅτι αὐτοί χορτασθήσονται».

Ἂν λοιπὸν στὴ ζωὴ μᾶς στερηθοῦμε κάποτε τὸ ψωμὶ ἢ τὸ φαγητό, ἂς ὑπομείνουμε ἐλπίζοντας καὶ πιστεύοντας ὅτι ὁ Κύριος δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει.

Ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλους τους πειρασμούς, ποὺ εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ συναντήσουμε, ἂς συλλογιζόμαστε τοὺς ἀδελφούς μας ἐκείνους, ποὺ δὲν ἔχουν πολλὲς φορὲς οὔτε νερό. Κι ὅμως δὲν ἀγανακτοῦν καὶ δὲν βλασφημοῦν, ἀλλ’ ἀντίθετα εὐχαριστοῦν τὸ Θεό, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι μία ἡμέρα θὰ συναριθμηθοῦν μὲ τοὺς ἁγίους μάρτυρες. Ἐνῶ ἐμεῖς, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε τουλάχιστον τὰ’ ἀναγκαία γιὰ τὴ συντήρησή μας, καὶ μάλιστα μὲ τὸ παραπάνω. Ἂν λοιπὸν κατακρίνεται ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει τίποτα καὶ γογγύζει γι’ αὐτό, πόσο μᾶλλον θὰ τιμωρηθεῖ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τόσα ἀγαθὰ καὶ πάλι διαμαρτύρεται;

Ἂς μὴ μεριμνοῦμε λοιπὸν γιὰ τὰ τωρινὰ καὶ μάταια, ἀλλὰ γιὰ τὰ μελλούμενα καὶ αἰώνια. Ἡ τήρηση τῶν παθοκτόνων καὶ καθαρτικῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχει πάντα τὴν προτεραιότητα τοῦ ἐνδιαφέροντος καὶ τῆς μέριμνάς μας. Μὲ προθυμία καὶ ζῆλο νὰ φυλᾶμε τὶς ἐντολές, νικώντας τὴ φυσικὴ ραθυμία καὶ ἀποφεύγοντας τὴν ἀργία καὶ τὴν ἀργολογία.

Ἂς μιμηθοῦμε τοὺς ἁγίους πατέρες μας, ποὺ ποτὲ δὲν σπαταλοῦσαν ἄσκοπα τὸ χρόνο τους καὶ τὰ λόγια τους. Ἐργάζονταν γιὰ τὴ σωτηρία τους στὴν ἀφάνεια καὶ τὴ σιωπὴ γιὰ χρόνια ὁλόκληρα. Τί ἀπολογία θὰ δώσουμε ἐμεῖς, ποῦ δὲν κρατᾶμε τὸ στόμα μᾶς κλειστό, οὔτε γιὰ λίγες ἡμέρες; Τί λέω μέρες; Οὔτε μία ὥρα δὲν κρατιόμαστε. Τί θὰ κάνουμε καλοί μου ἀδελφοί, ἂν ἔρθει ξαφνικὰ ὁ οὐράνιος Κριτής, ποὺ εἶπε ὅτι  «πᾶν ῥῆμα ἀργόν ὅ ἐάν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περί αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως»; Καὶ πῶς θὰ ἐπιβληθοῦμε σὲ ἄλλα, βαθύτερα πάθη, ὅταν ἔχουμε ἀσυγκράτητη γλώσσα; Ἡ σάρκα, ἔχοντας τὴ φυσική της ἐπιθυμία καὶ πύρωση, ἐπαναστατεῖ ἐναντίον τοῦ πνεύματος καὶ πολεμάει σκληρὰ τὴ ψυχή. Ἡ κοιλιὰ πάλι θέλει νὰ γεμίζει μὲ φαγητὰ καὶ μᾶς παρακινεῖ βασανιστικὰ στὸ χορτασμό. Ἂν ἑπομένως δὲν κρατήσουμε τὴ γλώσσα μας, πράγμα ποὺ εἶναι εὔκολο καὶ ἀνώδυνο, πὼς θὰ χαλιναγωγήσουμε αὐτὰ τὰ μεγάλα καὶ φοβερὰ πάθη, ποῦ στηρίζουν τὴ δύναμή τους στὴ ἴδια τὴ φύση;

Ἂς κάνουμε λοιπὸν ἀρχὴ ἀπὸ σήμερα στὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὶς ἐλαφρότερες καὶ εὐκολότερες. Ἔτσι, μὲ τὴν ἐνάρετη ζωή μας, θὰ δοξαστεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ θὰ βρεθοῦν καὶ πάλι ἄνθρωποι, ποὺ θὰ μιμοῦνται τοὺς παλαιοὺς ἁγίους, πράγμα σπάνιο σήμερα.

πηγή

 Ἀδελφοί μου, θέλω νά σᾶς μιλήσω γιά κεῖνα τά πράγματα πού συμβάλλουν στήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς,καί ντρέπομαι τήν ἀγάπη σας, γνωρίζοντας τήν ἀναξιότητά μου. Θά προτιμοῦσα νά σιωπήσω, γιατί δέν τολμῶ νά σηκώσω τά μάτια μου καί ν’ ἀντικρύσω πρόσωπο ἀνθρώπου. Ἡ συνείδησή μου μέ κατακρίνει, καί μέ πληροφορεῖ πώς εἶμαι ἀνάξιος νά γίνω ὀδηγός σας. Λυπᾶμαι πού προκρίθηκα νά ὁδηγῶ ἐσᾶς ἐγώ ὁ ταπεινός, ἐγώ πού εἶμαι κατώτερος ἀπ’ ὅλους σας καί δέν ἔχω λόγο «μεμαρτυρημένο» ἀπό τίς πράξεις μου καί τήν πολιτεία μου. Γνωρίζω καλά πώς ὁ Κύριος δέν μακαρίζει ὅποιον διδάσκει μόνο, μά ὅποιον ἐφαρμόζει πρῶτα τίς ἐντολές Του καί ὕστερα διδάσκει. «Ὁ ποιήσας καί διδάξας» λέγει, «μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳτῶν οὐρανῶν». Γιατί μόνον ὅσοι ἀκοῦνε ἕνα τέτοιο δάσκαλο, προθυμοποιοῦνται νά τόν μιμηθοῦν. Καί δέν ὠφελοῦνται ἀπό τά λόγια του τόσο, ὅσο παρακινοῦνται ἀπό τά καλά του ἔργα. Σᾶς παρακαλῶ ὅμως, νά μή βλέπετε τή δική μου ραθυμία, ἀλλά ν’ ἀκοῦτε τά προστάγματα τοῦ Θεοῦ καί τίς ὑποθῆκες τῶν ἁγίωνΠατέρων. Γιατί οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες μας δέν ἔγραφαν καμιά ἐντολή, ἄν πρῶτα δέν τήν ἐφάρμοζαν. Read more

Πρώτη Ἑκατοντάδα Κεφαλαίων Περὶ Ἀγάπης

1. Ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ ἀγαθὴ διάθεση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία τὴν κάνει νὰ μὴν προτιμᾶ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα περισσότερο ἀπὸ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅμως ἀδύνατο νὰ φτάσει ν’ ἀποκτήσει σταθερὰ αὐτὴ τὴν ἀγάπη ὅποιος ἔχει κάποια ἐμπαθῆ κλίση σὲ κάτι ἀπὸ τὰ γήινα.

2. Τὴν ἀγάπη τὴν γεννὰ ἡ ἀπάθεια. τὴν ἀπάθεια τὴν γεννὰ ἡ ἐλπίδα στὸν Θεό. τὴν ἐλπίδα, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ μακροθυμία. Αὐτὲς τὶς γεννὰ ἡ καθολικὴ ἐγκράτεια. τὴν ἐγκράτεια, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ τὸν γεννὰ ἡ πίστη.

3. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει στὸν Κύριο, φοβᾶται τὴν κόλαση. Κι ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται τὴν κόλαση, ἐγκρατεύεται ἀπὸ τὰ πάθη. Ἐκεῖνος ποὺ ἐγκρατεύεται ἀπὸ τὰ πάθη, ὑπομένει ὅσα θλίβουν. Ἐκεῖνος ποὺ ὑπομένει ὅσα θλίβουν, θὰ ἀποκτήσει τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό. Ἡ ἐλπίδα στὸ Θεὸ ἀπομακρύνει τὸ νοῦ ἀπὸ κάθε ἐμπαθῆ κλίση πρὸς τὰ γήινα. Καὶ ὅταν χωριστεῖ ἀπὸ αὐτὴν ὁ νοῦς, θὰ ἀποκτήσει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Read more

Λίθοις νέμειν θέλοντα μηδαμῶς σέβας,
Ἀνανίαν βάλλουσι δυσσεβεῖς λίθοις.
Λεύσθη Ἀνανίας Ὀκτωβρίου ἤματι πρώτω.

 

Οὗτος ὁ Ἀπόστολος Ἀνανίας, ἦτον ἀπὸ τὴν πόλιν Δαμασκόν, τὸ νῦν λεγόμενον τουρκιστὶ Σάμ, τῆς ὁποίας καὶ Ἐπίσκοπος ἐχρημάτισε. Πρὸς τοῦτον ἐπέμφθη ὑπὸ Κυρίου ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος δὶ’ ἀποκαλύψεως, καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἐβαπτίσθη ἐν ἔτει γ΄ [*] μετα την Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου, κατὰ τοὺς ἀκριβεστέρους χρονολόγους. Οὗτος λοιπόν, ἐπειδὴ καὶ ἔκαμνε πολλᾶς ἰατρείας, τόσον εἰς τὴν Δαμασκόν, ὅσον καὶ εἰς τὴν Ἐλευθερούπολιν, καὶ διὰ μέσου αὐτῶν ἐπίστρεφε πολλοὺς ἀπίστους εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ πίστιν, διὰ τοῦτο ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Λουκιανόν, καὶ ἐδάρθη μὲ νεῦρα βοῶν. Εἴτα ἐξεσχίσθη εἰς τὰς πλευρᾶς, καὶ ἐκάη μὲ τὰς λαμπάδας. Καὶ τελευταῖον ἐκβληθεῖς ἔξω της πόλεως, ἐλιθοβολήθη. Καὶ οὕτω τελειώσας τὸ μαρτύριον, ἀπῆλθεν εἰς τὰς αἰωνίους μονάς. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον αὐτοῦ ὅρα εἰς τὸν Νέον Παραδεισον1.) Read more

Ἡ ἁγία Ριψιμία ζούσε στή Ῥώμη κατὰ τοὺς χρόνους του βασι λέως Διοκλητιανοῦ (284 305). Ἡ ἐξαιρετικὴ σωματικὴ ὡραιότης της καὶ τὸ βασιλικὸ αἷμα ποὺ ἔρρεε στὶς φλέὗες της ἔτρωσαν τὴν καρδιὰ τοῦ ἀσεὅοὗς τυράννου, ὁ ὁποῖος τὴν κατεδίωκε γιὰ νὰ τὴν νυμφευθῆ.

Ἡ Ριψιμία, πιστὴ στὴν ὑπόσχεσι παρθενίας ποὺ εἶχε δώσει στὸν οὐράνιο Νυμφίο, μαζὶ μὲ τὴν εἰς Χριστὸν χειραγωγό της Γαϊανὴ καὶ τριάντα πέντε ἄλλες συνασκὴτριές της κατέφυγαν στὰ Ἱεροσόλυμα. ᾽Εκεῖ συναντὴθηκαν μὲ τὴν ἁγία Νίνα (14 Ἰαν.) καὶ μαζί της ἀνεχώρησαν γιὰ τὴν πρωτεύουσα τῆς Ἀρμενίας Βαγαρσαπάτ, ὅπου ἔμεναν ἐπάνω ἀπὸ ἕνα πατητὴρι σταφυλιῶν. Read more

(Διάλογος μέ τόν Θεοδόσιο, τόν ἐπίσκοπο Καισαρείας Βιθυνίας, κατά τήν πρώτη του ἐξορία στό φρούριο τῆς Βιζύης τῆς Θράκης.)

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μέγας θεολόγος καί Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὡμολόγησε τήν Ὀρθόδοξο Πίστι σέ μία ἐποχή πού παρουσιάζει πολλές ὁμοιότητες μέ τήν ἰδική μας. Ἡ πολιτική τῶν τότε αὐτοκρατόρων ἀπέβλεπε σέ πολιτικοκοινωνικές ἑνοποιήσεις σάν τίς σημερινές. Ὡς πρόσφορο μέσον γιά τήν πραγματοποίησί τους θεωρήθηκε ἡ ὑποστήριξις τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Εἶχαν χρησιμοποιηθῆ καί ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν τήν αἵρεσι χάριν τῶν κοσμικῶν αὐτῶν σκοπιμοτήτων.

Εἶχαν πιστεύσει ὅτι ἀσκοῦν τάχα κάποια ἐκκλησιαστική οἰκονομία. Δυστυχῶς, ὅλοι σχεδόν οἱ πατριαρχικοί θρόνοι εἶχαν πέσει στήν αἵρεσι τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις ζοῦσε μόνο στήν συνείδησι τοῦ πιστοῦ λαοῦ καί ἐκφραζόταν μέ τό στόμα τῶν ἐλαχίστων Ὁμολογητῶν, οἱ ὁποῖοι τήν ἐστερέωσαν μέ τό μαρτύριό τους. Read more

Ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ τὰ παρόμοια εἶναι πάνω ἀπὸ τὴ φύση. Ἀκούσια τρώγω καὶ πίνω, ἐφόσον πεινῶ καὶ διψῶ. Ἀκούσια κενώνω τὰ περιττώματα τῆς τροφῆς καὶ τῆς πόσης μου, διότι διογκώνομαι, καὶ ἡ φύση μου τὰ ἀποβάλλει. Ἀκούσια κοιμᾶμαι, διότι ἐκ φύσεως νυστάζω, καὶ περπατῶ καὶ κάθομαι καὶ ξαπλώνω, διότι κοπιάζω ἐκ φύσεως. Ἀκούσια εἶμαι ξύπνιος, καὶ αὐτὸ εἶναι φυσικό. Ἀκούσια ντύνομαι καὶ γυμνώνομαι, εἴτε κάνει κρύο ἢ ζέστη, καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ καθόλου νὰ ὑποφέρει μὲ κανέναν τρόπο ἔστω καὶ ἐλάχιστο σ’ αὐτὲς τὶς καταστάσεις, παρὰ μόνο μὲ βία καὶ σὲ ἀνάγκη πολλή, ἀκούσια μὲν τὶς περισσότερες φορές, ἑκούσια δὲ σπανίως καὶ γιὰ ἐλάχιστο χρόνο. Οἱ ἅγιοι ἄλλοτε μὲν ἑκούσια βιάζοντας τὴ φύση, ἄλλοτε δὲ μὲ θεία δύναμη διήνυσαν τὸν ἀγώνα τῆς νηστείας καὶ τῆς ἀγρυπνίας καὶ τοῦ ψύχους καὶ τοῦ καύσωνα, καὶ τοῦ μεγάλου κόπου.
Ἐὰν λοιπὸν εἶναι ἀκούσια αὐτά, ἐπειδὴ εἶναι φυσικά, σὲ ποιὸ τμῆμα τοῦ ἀνθρώπινου ἑκουσίου ὑπάρχει τὸ αὐτεξούσιο; Σὲ κανένα λοιπὸν ἄλλο μέρος τοῦ ἀνθρώπου παρὰ μόνο σ’ αὐτό, στὸ νὰ ἔχει συνεχῶς προσηλωμένη τὴ διάνοια μόνο στὸν Θεό, τὸν Κύριό της σωτηρίας καὶ Κύριό του ἐλέους. Ἂν λοιπὸν τὸ αὐτεξούσιο συμπεριλαμβάνεται σὲ ὅσα βρίσκονται στὴν ἐξουσία μας, σίγουρα δὲν ὑπάρχει τὸ αὐτεξούσιο σὲ ὅσα δὲν εἶναι στὴν ἐξουσία μας. Προηγεῖται δὲ τοῦ αὐτεξουσίου ἡ θέληση καὶ γιὰ ὅσα βρίσκονται στὴν ἐξουσία μας, καὶ γιὰ ὅσα δὲν βρίσκονται στὴν ἐξουσία μας. Καὶ γιὰ ὅσα μὲν εἶναι στὴν ἐξουσία μας ἡ θέληση χρειάζεται καὶ κόπο – διότι στὴν παροῦσα ζωὴ τίποτα ἀπ’ ὅσα εἶναι στὴν ἐξουσία μας δὲν πραγματοποιεῖται χωρὶς κόπο -, σὲ ὅσα ὅμως δὲν εἶναι στὴν ἐξουσία μας, τὸ νὰ θέλουμε μὲν εἶναι θέμα προαιρέσεως, τὸ νὰ κοπιάζουμε ὅμως εἶναι μάταιο.
Ἐὰν λοιπὸν εἶμαι αὐτεξούσιος καὶ γι’ αὐτὸ θέλω νὰ εἶμαι καὶ ἐλεύθερος, ἄρα εἴτε ὑποδουλώνομαι αὐτεξουσίως σ’ αὐτὸ ποὺ ἔχω νικηθεῖ, δηλαδὴ μὲ τὴ θέλησή μου, εἴτε, ἐπειδὴ δὲν εἶμαι αὐτεξούσιος, ὑποδουλώνομαι ἀπὸ κάποια ἀνάγκη καὶ βία, σ’ αὐτὰ ποὺ εἶναι τῆς φύσεως καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μεταβάλλονται: πεινῶ, διψῶ, κρυώνω, ζεσταίνομαι, περπατῶ, στέκομαι, ἀναπαύομαι καὶ ἄλλα παρόμοια, ὅπως προανέφερα. Ἐὰν λοιπὸν αὐτὰ εἶναι τοῦ αὐτεξουσίου, ἂν μείνω γιὰ πολὺ χρονικὸ διάστημα χωρὶς τροφή, εἶναι φανερὸ ὅτι καθὼς δὲν μὲ καταστρέφει ἡ πείνα, δὲν μὲ καταστρέφει οὔτε ἡ ἀγρυπνία, οὔτε τὰ ὑπόλοιπα. Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπόκεινται αὐτὰ στὸ αὐτεξούσιο ἀλλὰ ἐκεῖνα, δηλαδὴ ὅσα ἀφοροῦν στὴν ψυχή, ὅσα εἶναι γενικότερα ἀπὸ τὰ ἄλλα, ὅπως ἡ ἐπιθυμία καὶ ὁ θυμός, συνεπάγεται ὅτι θυμώνω παράλογα, ἐπιθυμώντας ἀνόητα. Καὶ θέλω μὲν νὰ κυριαρχήσω στὸν παράλογο θυμὸ καὶ στὴν ἀνόητη ἐπιθυμία, νικιέμαι ὅμως ἀπὸ αὐτὰ τὶς περισσότερες φορές, καὶ γι’ αὐτὸ εἶμαι ὑποδουλωμένος σ’ αὐτά. Κι ἂν δὲν συμβαίνει αὐτὸ ὁλοτελῶς καὶ πάντοτε ἀλλὰ ἂν μιὰ φορὰ νικηθῶ καὶ ὑποδουλωθῶ, πῶς ὁ δοῦλος τοῦ παραλόγου θυμοῦ καὶ τῆς ἀνόητης ἐπιθυμίας μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτεξούσιος; Κι ἂν κάποιος πεῖ, ὅτι τὸ νὰ νικηθεῖς ἀπὸ αὐτά, καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ νὰ ὑποδουλωθεῖς καὶ νὰ ἐλευθερωθεῖς, εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὸ νὰ πέσεις καὶ νὰ σηκωθεῖς, πόσο θὰ πρέπει νὰ ντρέπεται αὐτὸς ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι αὐτεξούσιος καὶ καυχιέται γι’ αὐτὸ καὶ ὁμολογεῖ χωρὶς ντροπή: «Σήμερα ὑποδουλώνω τὸν ἑαυτό μου καὶ αὔριο τὸν ἐλευθερώνω, κι αὐτὸ συμβαίνει σὲ ὅλη μου τὴ ζωή»; Ὥστε αὐτὸς νὰ εἶναι καὶ ἐλεύθερος καὶ δοῦλος. Τί λοιπὸν μποροῦμε νὰ ποῦμε;
Ἦταν κάποτε ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερος, χάρη στὸ αὐτεξούσιο, ἀφοῦ ὅμως πρόδωσε τὴν ἐλευθερία του, ἔχασε μαζὶ μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ τὸ αὐτεξούσιο, καὶ μάλιστα ἔγινε δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ κανεὶς δοῦλος δὲν εἶναι αὐτεξούσιος, γιατί ἐνῶ ἦταν ἐλεύθερος, ὑποδουλώθηκε. Ὁ Θεὸς κανέναν δὲν ἔπλασε δοῦλο, ἀλλὰ ὅλους ἐλεύθερους, καὶ μόνο δικούς του δούλους, αὐτοῦ ποὺ τοὺς δημιούργησε καὶ τοὺς ἔπλασε ἐκ τοῦ μὴ ὄντος· ὅμως δὲν θέλει ἡ δουλεία σ’ αὐτὸν νὰ εἶναι τυραννικὴ καὶ καταναγκαστική, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ὅταν κάποιος φτωχὸς καὶ ἄπορος προτιμηθεῖ ἀπὸ τὸν βασιλιὰ γιὰ προσωπική του ὑπηρεσία, χαίρεται καὶ ἀγάλλεται νὰ ὀνομάζεται καὶ νὰ εἶναι δοῦλος τοῦ βασιλιά, ἔτσι λοιπὸν ὁ Θεὸς θέλει καὶ ἐπιθυμεῖ ὁ δοῦλος του νὰ εἶναι μὲ τὴ θέλησή του καὶ νὰ χαίρεται καὶ νὰ θεωρεῖ δόξα τὴ δουλεία σ’ αὐτόν. Ἐπειδὴ κάθε δοῦλος, ἂν δεῖ κάποιον ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ἐλευθερώσει, σίγουρα θὰ καταφύγει σ’ αὐτόν, καὶ θὰ γονατίσει καὶ θὰ κλάψει καὶ θὰ ἱκετεύσει, μήπως καὶ τὸν πείσει νὰ καταβάλει τὴν ἄξια του καὶ τὸν ἐλευθερώσει· γίνεται φανερὸ λοιπὸν ἀπὸ ἐδῶ ὅτι τίποτε ἄλλο δὲν ἔμεινε στὸν δοῦλο ἀπὸ τὴν αὐτεξουσιότητα, παρὰ μόνο το νὰ θέλει νὰ ἐλευθερωθεῖ. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν ὑποφέρει ἀπὸ τὸ βάρος τῆς δουλείας. Ἂν ὅμως εἶναι δοῦλος ποὺ δὲν ἔχει θλίψεις καὶ ἀναπαύεται, δὲν θὰ θελήσει τὴν ἐλευθερία του.
Ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐὰν μείνετε στὸν λόγο μου, θὰ γνωρίσετε τὴν ἀλήθεια, καὶ ἡ ἀλήθεια θὰ σᾶς ἐλευθερώσει.» Ἰδοὺ τρία: ἡ παραμονή, ἡ γνώση καὶ αὐτὴ ποὺ ἐλευθερώνει, ὄχι ἡ ἐλευθερία. Καὶ στὴ συνέχεια: «Καθένας ποὺ κάνει τὴν ἁμαρτία, εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας.» Νὰ ποὺ ἀπεδείχθη δοῦλος διότι ὁ δοῦλος, δὲν εἶναι αὐτεξούσιος. Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο: «Ἐὰν ὁ Υἱὸς σᾶς ἐλευθερώσει, θὰ εἶστε πραγματικὰ ἐλεύθεροι.» Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Θεὸς ποὺ λέει αὐτὰ εἶναι ἀξιόπιστος μάρτυρας, ποιὸς μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι ὁ δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, εἶναι αὐτεξούσιος ἀπὸ κάθε δόλο καὶ κάθε δουλεία, ἐνῶ κάνεις δὲν εἶναι αὐτεξούσιος; Καὶ αὐτὰ μὲν τὰ εἶπε ὁ Κύριος. Ὁ Ἀπόστολος δὲ ποῦ στάλθηκε ἀπὸ αὐτόν, καθὼς αὐτὸς στάλθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα του, φωνάζει σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη μὲ δυνατὴ φωνή: «Ταλαίπωρος ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος! Ποιὸς θὰ μὲ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦτο τὸ καταδικασμένο στὸ θάνατο;» καὶ σίγουρα αὐτὸς ποὺ ἐλευθερώνει, ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία. Ὁ ἴδιος λέει: «Στὴν ἐλευθερία γιὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς μᾶς ἐλευθέρωσε, σταθεῖτε σταθεροί», δηλώνοντας ὅτι πάντως ἀπὸ δουλεία ἐλευθερώθηκαν, καὶ δὲν ἦταν αὐτεξούσιοι ὅταν ἦταν δοῦλοι.
Αὐτὰ εἶναι ἀρκετὰ ὡς μιὰ μικρὴ ἀπόδειξη γιὰ τὸ αὐτεξούσιό μας. Αὐτὸ διασώθηκε ὅταν γίναμε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας, στὸ νὰ θέλουμε καὶ μόνο, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ προχωρήσει περισσότερο, καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ δώσουμε τὴ θέληση στὸν Χριστὸ μαζὶ μὲ ὅ,τι συνδέεται μὲ τὴ θέληση, ὄχι μὲ ἔργα ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν πίστη, τὸν πόνο καὶ τὸν κόπο τῆς διάνοιας, γιὰ νὰ δεῖ αὐτὸς ὁ ὁποῖος πρόσφερε τὸν ἑαυτὸ τοῦ λύτρο ὑπὲρ τῶν ψυχῶν μας, ὅτι θέλουμε τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴ τυραννία τῆς ἁμαρτίας μὲ ὅλη τὴν ψυχή, μὲ ὅλη τὴ διάνοια καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμη – διότι ἡ τυραννία, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἀκούσια ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, κι ἐπειδὴ εἶναι ἀκούσια, δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ αὐτεξούσιο -, τότε θὰ δώσει τὴν ἐλευθερία σ’ αὐτὸν ποὺ προσπίπτει μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο σ’ αὐτόν, μὲ τὸ νὰ ἔρθει σὲ κοινωνία μαζί του. Κάνεις ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι ἐλεύθερος, καὶ ὡς ἐλεύθερος αὐτεξούσιος, παρὰ μόνον ὁ Χριστὸς- καὶ αὐτὸς ὡς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Διότι ἀπὸ τὸν δοῦλο τῆς ἁμαρτίας Ἀδάμ, ποὺ ὡς δοῦλος δὲν ἦταν αὐτεξούσιος, ἕως τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι, ἕκτος μόνο ἐκείνων ποὺ ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ καθὼς ἔχει γραφεῖ: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπὸ τὴ γῆ, χοϊκὸς- ὅπως ἦταν ἐκεῖνος ὁ χοϊκός, τέτοιοι εἶναι οἱ χοϊκοί. Ὁ δεύτερος ἄνθρωπος δηλ. ὁ Κύριος, εἶναι ἀπ’ τὸν οὐρανό· ὅπως εἶναι ὁ ἐπουράνιος, τέτοιοι εἶναι καὶ οἱ ἐπουράνιοι.»
Τί λογὴς λοιπὸν εἶναι ὁ χοϊκός; Πόρνος, ψεύτης, πονηρός, δόλιος, ὕπουλος, εὐμετάβολος, ἄστοργος, ἀδιάλλακτος, πλεονέκτης, ἅρπαγας, ἄδικος, κενόδοξος, ὑπερήφανος, ἀλαζών, ποὺ δὲν διαφέρει σὲ τίποτα ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ νομίζει ὅτι ὑπερέχει ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι τύραννος, καὶ γι’ αὐτό, εἶναι φίλος του κόσμου καὶ ἐχθρός του Θεοῦ καθὼς ἔχει γραφεῖ: «Καθένας ποὺ θὰ θελήσει νὰ γίνει φίλος του κόσμου, γίνεται ἐχθρός του Θεοῦ». Κι ἂν αὐτὸς ποῦ μόνο μὲ τὴν προαίρεση γίνεται ἐχθρός, ἐκεῖνος ποῦ γίνεται ἔμπρακτα φίλος του κόσμου, πῶς δὲν γίνεται μεγαλύτερος ἐχθρός; Καὶ αὐτὸς ποὺ εἶναι ἐχθρός του Θεοῦ, πῶς θὰ πλησιάσει τὸν Θεὸ καὶ θὰ μιλήσει μαζί του; Καὶ δεῖγμα τῆς ἔχθρας εἶναι ὅσοι προσεύχονται σ’ αὐτὸν καὶ ὑμνοῦν καὶ ψάλλουν μὲ τὸ στόμα, μὲ τὴν καρδιὰ τοὺς ὅμως περιπλανῶνται. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ προσευχόμαστε στὸν Θεὸ μὲ τὸ στόμα καὶ τὸ νοῦ, χωρὶς ὁ νοῦς νὰ κρατεῖται καὶ νὰ φρουρεῖται ὁλόγυρα μὲ ἀγγελικὲς παρατάξεις. Καὶ αὐτὸς ποὺ προσεύχεται μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο στὸν Θεό, ἀποκτᾶ πάλι τὸ λογικὸ ἀξίωμα τοῦ αὐτεξουσίου. Τί λογὴς εἶναι αὐτὸς ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἐπουράνιο; Εὐθύς, δίκαιος καὶ ὅσιος καθὼς εἶναι ὁ Κύριος. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν κάθε πατέρας γεννᾶ ἀπὸ τὴ φύση του, ἔτσι καὶ ὁ δεύτερος πατέρας Χριστός, γεννᾶ ἀπὸ τὴ φύση του, τέκνα ὡς ἐλεύθερα καὶ αὐτεξούσια, δίκαια καὶ ὅσια, εὐθῆ καὶ ἀληθινὰ κατ’ εἰκόνα τοῦ πατέρα τους.
Αὐτὰ εἶναι τὰ γνωρίσματα τοῦ αὐτεξουσίου, διότι τὰ ἄλλα δὲν εἶναι τοῦ αὐτεξουσίου. Ἀπ’ αὐτὸ λέει ὁ ἠγαπημένος μαθητὴς ὅτι ἀναγνωρίζονται τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου. Κι ἐπειδὴ στὴ θέληση μόνον ἔχει περιοριστεῖ τὸ αὐτεξούσιό μας, πρέπει πρῶτα νὰ θελήσουμε, καὶ κατόπιν νὰ ζητήσουμε τὸν ἐλευθερωτή. Καὶ ἀφοῦ γνωρίσουμε τὸν ἐλευθερωτή, νὰ προσπέσουμε στὰ πόδια του, καὶ νὰ ζητήσουμε τὴν ἐλευθερία. Διότι κανένας δὲν εἶναι αὐτεξούσιος παρὰ μόνον ὁ ἐλεύθερος• αὐτὸς ποὺ ἐλεεῖ καὶ σώζει καὶ φωτίζει τὴ διάνοια, νὰ βλέπει ὀρθὰ καὶ καθαρὰ καὶ χωρὶς θολούρα, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ἀποφεύγουμε ὅσα χρειάζεται καὶ νὰ πράττουμε ὅσα πρέπει. Διότι δὲν εἶναι στὴν ἐξουσία μᾶς τὸ νὰ βλέπουμε ὀρθά, ἀλλὰ στὴν συνεργία αὐτοῦ ποὺ φωτίζει (εἴτε ὁ ἥλιος τὰ βλεπόμενα, εἴτε ὁ Χριστὸς τὰ νοούμενα), ποὺ μεταβάλλει καὶ αὐξάνει καὶ ἀλλοιώνει τὴ νοερὴ ψυχὴ πρὸς τὸ θεῖο, ὅπως ὁ ἥλιος τὰ αἰσθητὰ- αὐτὴν ποὺ εἶναι μὲν τρεπτὴ καὶ ἀλλοιώνεται κατὰ τὴ φύση, ἔγινε ὅμως φθαρτὴ καὶ θνητὴ ἐξαιτίας τῆς παράβασης. Αὐτὴ ἦταν ἡ τιμωρία καὶ ἡ αἰώνια κόλασή της, ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς, ἀφοῦ ὑπέστη φθορὰ ὄχι κατὰ τὴν οὐσία, ἀλλὰ κατὰ τὴ γνώμη.
Θάνατος τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐξαιτίας αὐτοῦ του χωρισμοῦ καὶ κάθε τρόπος ζωῆς ὅλων των ἀνθρώπων εἶναι κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον σφαλερὸς καὶ διεστραμμένος καὶ πλανεμένος, καὶ εἴτε δὲν εὐαρεστεῖ τὸν Θεὸ εἴτε τὸν παροργίζει. Ὅμως κατὰ τὸ μέλλοντα αἰώνα καὶ τὸ σῶμα μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ θὰ ἀλλοιωθεῖ καὶ θὰ γίνει ἄφθαρτο, μὲ μόνο το πρόσταγμα τοῦ μοναδικοῦ Θεοῦ, θὰ ἀνασυσταθεῖ καὶ θὰ ἀναστηθεῖ μὲ τὸ λόγο τῆς ἄφραστης δύναμης γιὰ νὰ ζεῖ ἀθάνατο καὶ αἰώνιο, ἐπειδὴ ἐφθάρη ὄχι κατὰ τὴ γνώμη ἀλλὰ κατὰ τὴν οὐσία. Διότι θάνατος τοῦ σώματος εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς, γιὰ τὸν ὁποῖο χωρισμὸ καὶ διαλύεται καὶ καταλήγει στὸ χῶμα, καὶ φανερώνει τὸ νοητὸ πάθος τῆς ψυχῆς. Ἀφθαρσία δὲ καὶ τῶν δύο, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, εἶναι μία, ἡ συμφιλίωση πάλι μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἕνωση καὶ κοινωνία, γιὰ νὰ γίνουμε κοινωνοὶ θείας φύσεως, τῆς ἄφθαρτης καὶ ἀθάνατης.
(Ἁγ. Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου. Ἀλφαβητικὰ κεφάλαια, ἔκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Ἅγιο Ὅρος 2011, σ. 271- 281)

πηγή

Εισαγωγὴ – Σχόλια: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Στανιλοάε,
Μετάφραση: Ἰγνάτιος Σακαλὴς.
ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1997.

Read more

 Οἱ ἐλέγξαντες τοὺς λατινόφρονας,

τὸν τὲ βασιλέα Μιχαὴλ καὶ Πατριάρχην Βέκκον,

ἐπάνωθεν τοῦ πύργου πυρὶ τελειοῦνται. 

Ὡς πυρίκαυστοι θυσίαι τῷ Κυρίω, Οἱ εἰκοσιὲξ ὠράθησαν εἰκότως.

Ἡ Θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Ἀκαθίστου («Χαίροβο»), ποὺ βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ζωγράφου σχετίζεται μὲ τὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν στὸ Ἅγιο Ὅρος μὲ τὴν ἄφιξη σ’ αὐτὸ τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Παλαιολόγου καὶ τοῦ Πάπα, γιὰ νὰ φροντίσουν γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς «Ἕνωσης τῶν δύο Ἐκκλησιῶν» (Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν), ποὺ ἀποφασίστηκε καὶ ὑπογράφτηκε στὴν Σύνοδο τοῦ Λουγδούνου (Λυὼν) τὸ 1274. Τότε Πατριάρχης ἦταν ὁ Ἰωάννης Βέκκος, ὁ ὁποῖος ἐνῶ στὴν ἀρχὴ ὀρθοδοξοῦσε, ὅσο λίγοι, στὴν συνέχεια ἄλλαξε γνώμη καὶ ἔγινε ὑποστηρικτὴς τῆς ἑνώσεως, πολέμιος τῶν ἀνθενωτικῶν καὶ ἰδιαίτερα σκληρὸς καὶ ἀμείλικτος κατὰ τῶν Ἁγιορειτῶν.  Read more

Εἰς τὸν Τρόφιμον καὶ Δορυμέδοντα.

Πνέοντες ἓν Τρόφιμε καὶ Δορυμέδον,
Ἓν ἐκ ξίφους δέχεσθε καὶ βίου τέλος.

Εἰς τὸν Σαββάτιον.

Ξεσθεῖς σιδήροις Σαββάτιος ὀξέσιν,
Εἰς σαββατισμὸν θεῖον ὡς μάρτυς φθάνει.
Ἐννεακαιδεκάτη Τρόφιμον τάμον ἠδὲ συνάθλους.

+ Κατὰ τοὺς χρόνους Πρόβου τοῦ βασιλέως, καὶ Ἀττικοῦ βικαρίου διαδόχου, ἤτοι τοποτηρητοῦ τῆς Ἀντιοχείας, ἐν ἔτει σοη΄ [278], τότε ἦλθον ἀπὸ ξένον τόπον εἰς τὴν Ἀντιόχειαν οἱ Ἅγιοι οὗτοι, ὁ Τρόφιμος καὶ ὁ Σαββάτιος. Καὶ ἐπειδὴ εἶδον ὅλους τους πολίτας αὐτῆς τεταραγμένους καὶ ἔξω φρενῶν ὄντας, διὰ τὴν ἑορτὴν τῶν γενεθλίων του ἐν τῇ Δάφνη τῆς Ἀντιοχείας εὑρισκομένου ψευδωνύμου Ἀπόλλωνος, τούτου χάριν ἐλυπήθησαν κατὰ ψυχήν. Ὅθεν φωνάξαντες εἰς τὸν Θεὸν μὲ ἀναστεναγμοὺς καρδίας διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς πόλεως, ἐφανερώθησαν, ὅτι εἶναι Χριστιανοί. Διὰ τοῦτο παρεστάθησαν εἰς τὸν βικάριον. Καὶ πρώτον μὲν ἐρωτᾶται ὁ Ἅγιος Τρόφιμος. Ὅστις παρευθὺς ὠμολόγησε παρρησία τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν καὶ εὐσέβειαν. Ὅθεν γυμνόνεται, καὶ τανυσθεῖς ἀπὸ τὰ τέσσαρα μέρη τοῦ σώματος, δέρνεται τόσον δυνατά, εἰς τρόπον ὅτι ὅλη ἡ ἐκεῖσε γῆ ἐκοκκίνησεν ἀπὸ τὸ αἷμα. Ἔπειτα κρεμασθεῖς, ξεεται εἰς τὰς πλευρᾶς. Καὶ φυλακωθεῖς, τανύζεται εἰς τὰς τέσσαρας τρύπας τοῦ βασανιστικοῦ καὶ τιμωρητικοὺ ξύλου. Read more