14 Δεκεμβρίου

Στὸν καιρὸ τῶν διωγμῶν

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Θύρσος, Λεύκιος καὶ Καλλίνικος ἔζησαν κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ βασιλέως Δεκίου. Ὁ Δέκιος βασίλευσε κατὰ τὰ ἔτη 249-251 μ.Χ. Ἦταν δὲ φοβερὸς χριστιανομάχος. Καὶ οἱ τρεῖς κατήγοντο ἀπὸ τὴν χώρα τῶν Βιθυνῶν καὶ ἀπὸ γένος λαμπρὸ καὶ ξακουστό. Κατὰ τὸν καιρὸ αὐτὸ ἤσαν σὲ ὅλες τὶς πόλεις ἀνήμεροι καὶ ἀντίχριστοι ἄρχοντες, ποὺ τιμωροῦσαν τοὺς πιστοὺς ἀλύπητα. Στὴν Καισάρεια τῆς Βιθυνίας, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Προῦσα, στὴν ὁποία καὶ κατοικοῦσαν οἱ Ἅγιοι, ἦλθε ἕνας ἄρχοντας, ὀνομαζόμενος Κουμβρίκιος. Αὐτὸς ἀγωνιζόταν νὰ ρίψει καὶ ἄλλους στὴν εἰδωλολατρία, εἴτε μὲ κολακεῖες, εἴτε μὲ ἀπειλές.

Ὁ Λεύκιος παρουσιάζεται καὶ δέρεται

Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν ἐκεῖ ὁ μάρτυς Λεύκιος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους τῆς πόλεως. Ἔβλεπε τὶς κακώσεις καὶ τὰ βάσανα τῶν Χριστιανῶν καὶ θλιβόταν. Ἦταν πολὺ εὐσεβής. Ἡ καρδιὰ τοῦ φλεγόταν ἀπὸ θεῖο ζῆλο καὶ ἀποφάσισε, χάριν τῆς πίστεώς του νὰ παρουσιαστεῖ στὸν ἄρχοντα. Δὲν μποροῦσε νὰ βλέπει νὰ ὑβρίζεται ὁ ἀληθινὸς Θεός. Πῆγε λοιπὸν μιὰ μέρα καὶ παρουσιάστηκε στὸν Κομβρίκιο τοῦ εἶπε:

– Γιατί χάνεις τὴν ψυχή σου, ταλαίπωρε, προσκυνώντας κωφὰ καὶ ἀναίσθητα εἴδωλα; Δὲν σοῦ ἀρκεῖ νὰ πηγαίνεις ἐσὺ στὴν ἀπώλεια, ἀλλὰ βιάζεις καὶ ἄλλους νὰ γίνονται καὶ ἐκεῖνοι ἀναίσθητοι καὶ σκληροί. Γιατί δὲν θέλεις νὰ ἔλθεις στὸ φῶς τῆς ἀλήθειας καὶ νὰ ἀφήσεις τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ τῆς ματαιότητας;

Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἄρχοντας, χωρὶς νὰ τὸ περιμένει, θύμωσε πολὺ καὶ διατάζει νὰ τὸν τεντώσουν κάτω καὶ νὰ τὸν δείρουν στὴν πλάτη ἀλύπητα. Ὁ μάρτυς δεχόταν τὶς πληγὲς γλυκύτατα εὐλογώντας καὶ εὐχαριστώντας τὸν Θεό. Ὁ τύραννος βλέποντας, ὅτι δὲν λογάριαζε καθόλου τοὺς ραβδισμούς, διέταξε νὰ τὸν δείρουν περισσότερο. Τόσον τὸν ἔδειραν ὥστε τὸ σῶμα τοῦ ἔγινε ἁπαλό. Τὰ κόκκαλα ἔσπασαν, οἱ δήμιοι κουράστηκαν. Καὶ ὅμως ὁ Ἅγιος ὑπέμεινε.

Ὁ Λεύκιος ἀποκεφαλίζεται
Ὁ ἄρχοντας σκέφθηκε, ὅτι ὁ Λεύκιος ἦλθε μόνος στὰ βασανιστήρια καὶ μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν καρτερία, ποὺ τὰ ὑπομένει δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοῦ ἀλλάξει τὴν γνώμη. Προσποιήθηκε, λοιπόν, ὅτι τοῦ κάνει χάρι καὶ τοῦ λέγει:- Ἐπειδὴ ποθεῖς τὸν θάνατο, Λεύκιε, ἐγὼ θὰ τοῦ τὸν χαρίσω, ὅπως καὶ ἄλλους πολλοὺς ὁμοίους σου χριστιανοὺς θανάτωσα. Διέταξε, λοιπόν, νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Πήγαινε ὁ Λεύκιος στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως χαίρων καὶ ἀγαλλόμενος, μὲ πρόσωπο χαρούμενο καὶ γελαστό, σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ στεφανωθεῖ.Ἐκεῖ ἀποκεφαλίσθηκε καὶ δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ μισθαποδότου Χριστοῦ εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ τώρα συνευφραίνεται μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους αἰώνια.

Ὁ Θύρσος ὁμολογεῖ καὶ βασανίζεται
Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου Λευκίου ἔφτασε παντοῦ. Καὶ οἱ μὲν ἄλλοι Χριστιανοί, ἕνεκα τῆς σκληρότητος τοῦ Κουμβρικίου, κρυβότανε, ὁ Θύρσος ὅμως ἀπὸ τὸν ἔνθεο ζῆλο κινούμενος, ἐπῆγε στὸν ἡγεμόνα καὶ ὁμολόγησε τὴν Πίστη του στὸν Ἀληθινὸ Θεό. Ὁ ἄρχοντας στὴν ἀρχὴ μὲ ἤρεμο τρόπο τοῦ ἐπιδείκνυε νὰ συνετιστεῖ ἀλλὰ ὁ Ἅγιος τούς ὁμολογοῦσε τὸν Ἀληθινὸ Θεὸ ποὺ ἔφτιαξε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ καὶ ὅλη τὴν ὑφήλιο. Τότε ὁ τύραννος διέταξε μερικοὺς δυνατοὺς νέους καὶ ἔδειραν τὸν ἅγιο. Ὅταν κουράστηκαν ἐκεῖνοι ἀνέλαβαν ἄλλοι. Τὸν ἔδειραν μέχρις ἀναισθησίας.

Ἔπειτα τὸν δέσανε ἀπὸ τὰ χέρια καὶ ἀπὸ τὰ πόδια μὲ λουριὰ καὶ τὸν σύρανε. Τὸν σέρνανε τόσο δυνατά, ὥστε ξεχώρισαν οἱ κλειδώσεις καὶ τὰ μέλη τοῦ σώματος. Ὑπέμεινε ὅμως ὁ Ἅγιος, μὲ πρόσωπο γελαστὸ καὶ εὐχαριστημένο. Τέτοια ἦταν ἡ ὀδύνη καὶ οἱ πόνοι, ποὺ δὲν περιγράφονται! Ὁ τύραννος τόσο φθόνησε τὴν χαρὰ καὶ τὸ ἀνθηρὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου, ποὺ διέταξε ὁ κακοῦργος νὰ λύσουν τὰ δεσμὰ καὶ νὰ τρυπήσουν τὸ σῶμα του καὶ τὸ πρόσωπο καὶ τὰ βλέφαρα τοῦ Ἁγίου μὲ βελόνες. Ὁ τύραννος ἔβραζε ἀπὸ τὸ θυμό του καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ κάμει, γιὰ νὰ μὴ τὸν πολεμᾶ ὁ Ἅγιος μὲ τὴν γλώσσα. Προστάζει λοιπόν, νὰ δέρνουν τὰ σιαγώνα τοῦ Ἁγίου μὲ χάλκινους στροβίλους ἕως ὅτου σπάσουν τὰ δόντια του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴν τιμωρία τὴν ὑπέμεινε ὁ μακάριος Θύρσος καὶ εἶχε πάλι τὴν ἴδια φαιδρότητα καὶ χαρά. Δὲν ἔπαυε δὲ συγχρόνως νὰ ὑμνεῖ, νὰ δοξάζει καὶ νὰ εὐχάριστη τὸν Κύριο. Ὀργισμένος ὁ τύραννος πρόσταζε τὸν Ἅγιο νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα ἀλλιῶς θὰ τοῦ ἔκανε μεγαλύτερα βασανιστήρια. Καὶ ἐδῶ ὁ Μάρτυς τοῦ εἶπε:

– Ἐγώ, γιὰ τὰ μεγάλα αὐτὰ καλά, ποὺ πρόκειται νὰ μοῦ δώσεις σὲ εὐχαριστῶ. Διότι μ’ αὐτὰ τὰ μικρὰ βασανιστήρια μου ὠφελεῖς πολὺ τὴν ψυχή. Σὲ παρακαλῶ, λοιπόν, μὴ ἀμελήσεις νὰ μοῦ δώσεις τὴν ἀπόλαυση αὐτήν.

Τότε ὁ ἀπάνθρωπος ἄρχοντας διέταξε νὰ διαλύσουν στὴ φωτιὰ μολύβι καὶ νὰ ξαπλώσουν κατόπιν τὸν Ἅγιο σὲ κρεβάτι γυμνὸ καὶ μπρούμυτα. Ἄρχισαν τότε νὰ ρίχνουν στὴν ράχη τοῦ ἁγίου τό μολύβι. Ἀλλὰ ὤ! τῶν θαυμασίων σου Δέσποτα! Ὁ μόλυβδος δὲν ἄγγιζε καθόλου τὶς σάρκες τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ πήδησε εἰς τὰ πρόσωπα τῶν ἄσεβων καὶ πολλοὺς θανάτωσε: Ὁ Ἅγιος, χωρὶς νὰ πάθη τίποτε, σηκώθηκε ἀπὸ τὸν κρεβάτι. Ὅλοι θαύμασαν. Ἔμειναν κατάπληκτοι ἀπὸ τὸ θαῦμα! Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔβλεπε καὶ ὁ τύραννος, ἀλλὰ σὰν τυφλὸς καὶ ἀνόητος ὀργιζόταν ἀκόμη περισσότερο κατὰ τοῦ Ἁγίου. Τὸν ἔλεγε μάγο καὶ γόητα. Τὸν βασάνιζε ἀκόμη μὲ ἄλλα βασανιστήρια, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἔδειχνε τὴν ἰδίαν ἀνδρεία, ὅπως πρῶτα. Καὶ μὲ αὐτὸ τάρασσε μὲν τὶς ψυχὲς τῶν βασανιστῶν, ἀλλὰ στερέωσε τοὺς εὐσεβεῖς καὶ πολλοὶ ἄπιστοι πιστέψανε στὸ Χριστό.

Πῶς μὲ θαῦμα βαπτίστηκε

Μετὰ τὰ βασανιστήρια ἔβαλαν τὸν Ἅγιο στὴν φυλακή. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος προσευχήθηκε στὸν Δεσπότη Χριστὸ νὰ τὸν ἀξιώσει τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Δὲν εἶχε ἀκόμη βαπτιστεῖ. Τὰ μεσάνυχτα ἦλθε ὁ Δεσπότης Χριστὸς στὴ φυλακή, γιὰ νὰ ἐπισκεφτεῖ τὸν δοῦλο του. Οἱ πόρτες ἄνοιξαν μόνες τους. Οἱ ἁλυσίδες λύθηκαν ἀπὸ τὰ χέρια του καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου. Φῶς ἀστραφτερὸ ἔλαμψε στὸ δεσμωτήριο. Ὁ Ἅγιος ὁδηγήθηκε ἔξω. Μὲ θεῖον δὲ φῶς ἐπῆγε στὸ σπίτι τοῦ Ἐπισκόπου, ποὺ ἦταν κρυμμένος ἀπὸ τὸν φόβο τῶν διωκτῶν του. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο νὰ τὸν βαπτίσει. Ἀφοῦ βαπτίστηκε εὐλόγησαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ἅγιος γύρισε πίσω στὴν φυλακὴ ἀγρυπνώντας καὶ προσευχόμενος.

Ὁ Ἐπιθεωρητὴς τῶν Χριστιανομάχων καὶ νέα βασανιστήρια

Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες ἦλθε στὴν Καισάρεια ὁ κόμης Σιλβανός. Ποῦ ἦταν ἐπιθεωρητής. Εἶχε μάθει γιὰ τὸν Θύρσο καὶ διέταξε νὰ τὸν φέρουν μπροστά του. Ὁ Σιλβανὸς μόλις εἶδε τὸν Ἅγιο τὸν ἀπείλησε ὅτι ἐὰν δὲν προσκυνήσει τὰ εἴδωλα οἱ τιμωρίες του ἀπὸ αὐτὸν θὰ εἶναι πολὺ σκληρότερες. Κατόπιν πῆγαν τὸν ἅγιο στὸν ναὸ τῶν εἰδώλων γιὰ νὰ τὸν βάλουν νὰ προσκυνήσει. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος σήκωσε τὰ χέρια καὶ τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ ζήτησε τὴ δύναμη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τότε ἔγινε μιὰ φοβερὴ βροντὴ καὶ εὐθύς ἔπεσε τὸ ἄγαλμα τοῦ θεοῦ Ἀπόλλωνα καὶ ἔγινε συντρίμμια. Ὁ Σιλβανὸς σὰν τυφλὸς ποὺ ἦταν κατηγοροῦσε τὸν ἅγιο καὶ τὸν ἔλεγε μάγο. Ἀμέσως ἔδωσε διαταγὴ νὰ τὸν βάλουν σὲ ἕνα μηχάνημα μὲ σιδερένια νύχια καὶ νὰ ξεσκίζονται οἱ σάρκες του. Ὁ Ἅγιος ὑπέμεινε τὸ μαρτύριό του. Κατόπιν ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν ρίξουν μέσα σὲ καζάνι μὲ καυτὸ νερὸ μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Ἀλλὰ καὶ τότε εἰς μάτην κοπίαζαν οἱ θεομάχοι, διότι ἀμέσως ἔσπασε τὸ καζάνι καὶ χύθηκε τὸ νερό.

«Σεῖς, τύραννοι, θὰ κακοπεθάνετε μεθαύριο»

Ἐν συνεχεῖς τὸν ξανάβαλαν στὴν φυλακή. Ἐκεῖ ὁ Μάρτυς Θύρσος ξανάρχισε πάλι τὴν προσευχή του. Τὴν ἐποχὴ ὅμως ἐκείνην χρειάσθηκε νὰ πᾶνε οἱ ἄρχοντες στὴν Ἀπάμεια, ποὺ ἦταν πόλις στὰ παράλια της Προποντίδος, γιὰ κάποια δημόσια ὑπηρεσία. Διέταξαν λοιπόν, νὰ δέσουν τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὰ χέρια, νὰ λύσουν τὰ πόδια του καὶ νὰ τὸν σύρουν ὀπίσω τους. Ὅταν ἔφθασαν κοντὰ στὴν Ἀπάμεια, ὁ Σιλβανὸς νόμισε, ὅτι ἔπειτα ἀπὸ τὴν καταφρόνηση νὰ τὸν σέρνουν πίσω των σὰν ζῶο καὶ ἀπὸ τὴν κακοπάθεια αὐτή, ὁ Θύρσος θὰ εἶχε ἐπὶ τέλους μετανοήσει καὶ τώρα θὰ τὸν ὑπακούσει. Γὶ αὐτὸ τοῦ λέγει:— Θύρσε, ἡ θυσίασε στοὺς θεούς, ἡ αὐτὴν τὴν ὥρα θὰ κακοθανατωθεῖς. Ἦταν μάλιστα κοντὰ στὸν κόμητα Σιλβανὸ καὶ ὁ Κουμβρίκιος. Τότε τοὺς λέγει ὁ Ἅγιος προφητικά:

— Σεῖς, δυστυχῶς, θὰ κακοπεθάνετε καὶ οἱ δύο μεθαύριον.

— Θύμωσαν φανερὰ τότε στὸ ἄκουσμα αὐτὸ καὶ οἱ δύο καὶ ἄρχισαν νὰ δέρνουν τὸν Ἅγιο, σέρνοντας αὐτὸν ὡς τὴν Ἀπάμεια. Πρώτου ὅμως μποῦν μέσα στὴν πόλη, ἐξεπληρώθει ἡ προφητεία τοῦ μάρτυρος. Καὶ ὁ μὲν Σιλβανὸς ἔγινε παράλυτος, ὁ δὲ Κουμβρίκιος ἔπαθε ὑψηλὸ πυρετὸ καὶ σὲ τέσσερες μέρες κακοὶ κακῶς ἀπέθαναν.

Σώζεται ἀπὸ τὸν καταποντισμὸ στὴ θάλασσα

Μετὰ τὰ γεγονότα αὐτὰ οἱ ὑπηρέτες ἔβαλαν πάλιν τὸν Θύρσο στὴν φυλακή. Ἐκεῖ ἔμεινε εἴκοσι τρεῖς μέρες, ἕως ὅτου ἦλθε ἄλλος ἡγεμόνας, ὀνόματι Βαῦδος. Ὁ Βαῦδος ἀφοῦ πρῶτα τὸν ἐξέτασε, διέταξε καὶ τὸν ἔβαλαν σὲ ἕνα σάκο, τὸν ὁποῖον ἔδεσαν καλὰ καὶ τὸν ἔριξαν σὴ θάλασσα τριάντα χιλιόμετρα μακριά. Ἀλλὰ ὢ τοῦ θαύματος! Ὁ σάκος σχίσθηκε καὶ Οὐράνιοι Ἄγγελοι ἔφεραν τὸν Ἅγιο στὴ γῆ, ψέλνοντας ἐπινίκιο ἄσμα. Οἱ στρατιῶτες βλέποντας αὐτὰ τὰ θαύματα, τὰ ἀνέφεραν στὸν Ἄρχοντα. Ὁ τυφλὸς ἄρχοντας νόμισε ὅτι αὐτὸ τὸ θαῦμα ἦταν μαγεῖες καὶ καθὼς γυρνοῦσαν στὴν Καισάρεια διέταξε νὰ τὸν δέρνουν σὲ ὅλο τὸν δρόμο. Ὅταν ἔφτασαν στὴν Καισάρεια ἔβαλαν τὸν Ἅγιο στὴν φυλακή.

Περιπαίζει τὸν Τύραννο

Ὕστερα ἀπὸ τριάντα ἡμέρες ὁ ἡγεμόνας εἶχε πανηγύρι γιὰ τὸν θεὸ Δία. Συγκεντρώθηκε, ὡς συνήθως, ὅλη ἡ χώρα. Ἐκεῖ ἔφεραν καὶ τὸν Ἅγιο νὰ τὸν δώσουν τροφὴ στὰ θηρία. Ὁ Ἄρχων ἔκαμε ἀκόμη μία προσπάθεια νὰ παρασύρει τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ εἶπε νὰ προσφέρει θυσία στὸν θεὸ Δία. Ὁ Ἅγιος του εἶπε:

— Ἐὰν ἤμουν βέβαιος, ὅτι δὲν θὰ ἀγανακτήσει ὁ Ἀπόλλων, ποὺ τοῦ κατέστρεψα τὸ ἄγαλμα, ὅταν θὰ δὴ ὅτι προσκυνῶ τὸν Δία καὶ δὲν θὰ θυμώσει ἐναντίον μου, θὰ θυσίαζα εὐχαρίστως μαζὶ μὲ ὅλους σας.

Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἡγεμόνας, χάρηκε καὶ πηγαίνοντας καὶ οἱ δύο στὸ ναό. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἔκαμε προσευχὴ στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ἀμέσως ἔγινε σεισμὸς μεγάλος καὶ τὸ ἄγαλμα τοῦ Δία ἔπεσε καὶ ἔσπασε. Οἱ Εἰδωλολάτρες κατατρομαγμένοι ἄφησαν τὴ θυσία καὶ ἔφυγαν, τρέχοντας ὅσο μποροῦσαν. Ἔμεινε μόνος ὁ Θύρσος, περιγελώντας τὴν ἀδυναμία τῶν εἰδώλων. Ὁ Ἡγεμόνας ἔτριζε τὰ δόντια του καὶ διέταξε τότε ἀμέσως νὰ τὸν ρίξουν στὰ θηρία Ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε ἀβοήθητο τὸν Ἅγιο. Ἔκαμε τὰ θηρία ἥμερα σὰν ἀρνιὰ καὶ στέκονταν κοντὰ στὸν Ἅγιο, κουνώντας τὶς οὐρές τους καὶ χαϊδεύοντας μὲ τὴν γλώσσα τοὺς τὸν Ἅγιο. Ὁ Μάρτυς ἐν τῷ μεταξὺ προσευχόταν καὶ ἔλεγε:

-Εὐχαριστῶ Σοί, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὅτι δόξασες τὸν Ἅγιο ὄνομά Σου σὲ μένα καὶ ἔφραξες τὰ στόματα τῶν λεόντων, ὅπως ἄλλοτε καὶ στὸν δοῦλο Σου Δανιὴλ θαυματούργησες. Πρόσταξε, Κύριε, τὰ θηρία αὐτὰ νὰ ὑπάγουν στὶς κατοικίες τους, χωρὶς νὰ βλάψουν κανένα ἀπ’ αὐτούς, ποὺ βρίσκονται στὸ θέατρο.

Ἀμέσως τὰ θηρία ἔφυγαν. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως, ποὺ ἔβλεπαν αὐτὰ τὰ θαυμάσια, ἐπιστεψαν εἰς στὸν Χριστό.

Ὁ ἄρχοντας σὲ λίγες μέρες θὰ πήγαινε στὴν Ἀπολλωνία, μιὰ πόλη κοντὰ στὴν Καισάρεια. Διέταξε τότε νὰ σύρουν πάλι τὸν Θύρσο πίσω του. Ὅταν ἔφθασε στὴν πόλη, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ κάμει ὅλους τους κατοίκους νὰ προσκυνήσουν στοὺς θεούς, θέλησε γιὰ νὰ τοὺς φοβίσει. Διέταξε, μερικοὺς νέους ἀνδρείους νὰ δείρουν τὸν ἅγιο μὲ ραβδιὰ μπροστὰ στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος ὅμως καθόλου δὲν φοβήθηκε τὴν κάκωση αὐτὴ καὶ προσευχόταν. Ὁ Θεὸς τὸν ἄκουσε καὶ ἀμέσως γίνεται μεγάλη βροντὴ καὶ κτύπος στὴν πόλη. Οἱ στρατιῶτες, ποὺ ἔδειραν τὸν Ἅγιο, ἔμειναν ἀκίνητοι καὶ τὰ χέρια τοὺς ξεράθηκαν. Ὁ δὲ ἄδικος δικαστὴς δικάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Σουβλιζόταν ἀοράτως μὲ καρφιὰ ὀξύτατα. Πονοῦσε ὁ δυστυχὴς ἀφάνταστα. Ἀλλὰ καὶ πάλι τυφλωμένος ἀπὸ μανία θεωροῦσε μαγεῖες ὅλα αὐτά.

Πιστεύει ὁ Ἱερεὺς τῶν εἰδώλων Καλλίνικος

Στὴν πόλη ὅμως ἦταν ἕνας ἱερεὺς τῶν εἰδώλων, εὐγενὴς καὶ φρόνιμος ἄνθρωπος. Τὸν τιμοῦσαν σὰν θεὸ οἱ Ἕλληνες. Ὀνομαζόταν Καλλίνικος. Ὁ Καλλίνικος ἦταν ἔξυπνος ἄνθρωπος. Βλέποντας ὅμως αὐτὰ τὰ μυστήρια, ποὺ μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ γινόταν, δηλ. τὴν παραλυσία τῶν δημίων καὶ τὴν καταστροφὴ τῶν εἰδώλων, ποὺ λάτρευαν γιὰ θεούς, πίστεψε στὸ Χριστό. Καὶ ἔλεγε μὲ τὴν σκέψη του:

— Σὺ Θεὲ Παντοδύναμε, τὸν ὁποῖον κηρύττει ὁ Θύρσος, ποὺ κάμνεις τόσα θαύματα, δέξε καὶ μένα τὸν νεοσύλλεκτο στρατιώτη Σου καὶ δός μου δύναμιν κατὰ τῶν ἐχθρῶν της ἀληθείας.Ἀφοῦ προσευχήθηκε μυστικὰ ὁ Καλλίνικος, κατάφερε νὰ πλησιάσει τὸν τύραννο καὶ νὰ τὸν περιγελάσει καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς θεούς. Κατόπιν ὁ νέος ἀθλητὴς δὲν στάθηκε ν’ ἀκούσει ἄλλον λόγο, ἀλλὰ ἔτρεξε ἀμέσως στὸ σπίτι του. Ξυρίζει τὶς τρίχες ἀπὸ τὴν γενειάδα του, βγάζει τὰ ἐνδύματα τοῦ ἱερέως τῶν εἰδώλων καὶ φορεῖ καθαρὰ ροῦχα. Ἔρχεται πάλι στὸν Ἡγεμόνα καὶ ρίχνει τὰ ροῦχα τοῦ ἱερέως τῶν εἰδώλων στὰ πόδια του καὶ τοῦ λέγει:— Δέξε, Ἄρχοντά μου τὶς τρίχες καὶ τὰ ἐνδύματά μου, ποὺ εἶναι μολυσμένα ἀπὸ τὶς θυσίες τῶν διαμονῶν. Καθὼς ἔβγαλα αὐτὰ ἀπὸ ἐπάνω μου, ἔτσι ἔβγαλα καὶ τὴν πλάνη μέσα στὴν ὁποίαν βρισκόμουν καὶ ἔγινα Χριστιανὸς γιὰ νὰ ζήσω ζωὴ νέα καὶ θεάρεστη.

Ὁ ἡγεμὼν τὸν ἀπείλησε ὅτι ἐὰν δὲν γυρίσει ἀμέσως στὰ πρῶτα καὶ νὰ γίνει εὐσεβέστατος στοὺς θεοὺς θὰ τοὺς θανατώσει.

Ὁ Καλλίνικος θαυματουργεῖ

— Ἐπειδὴ εἶσαι ἐξασθενημένος, ὅπως εἶπες, ἃς πᾶμε καὶ οἱ δύο στὸ Ναὸ νὰ παρακαλέσουμε τὸν μέγα Ἀσκληπιό, νὰ σοῦ δώσει τὴν ὑγεία σου, καὶ νὰ θεραπεύσει καὶ ἐμένα, ἐὰν ἀπὸ τὶς μαγεῖες, καθὼς λέγεις, τὴν ἔπαθα.

Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἡγεμών, νόμισε ὅτι μετανόησε ὁ Καλλίνικος. Τὸν ἐπῆρε, λοιπόν, καὶ ἐπῆγαν ἀμέσως στὸ ναό. Στάθηκε μπροστὰ στὸ βωμὸ ὁ Καλλίνικος καὶ λέγει:

— Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἀληθινὲ Θεέ, Ἐσὺ ποὺ δὲν μὲ σιχάθηκες γιὰ τὶς ἀτελείωτες ἀνομίες, ποὺ ἔκαμα ἕως τώρα, ἀλλὰ διὰ μέσου του δούλου σου Θύρσου μὲ προσκάλεσες, αὐτὸς καὶ τώρα βοήθησε μὲ καὶ δεῖξε καὶ σὲ μένα τὴν δύναμή Σου.Ὅταν εἶπε αὐτά, ἄκουσε φωνὴ ἄνωθεν, ποὺ τοῦ ἔδινε θάρρος στὴν ψυχὴ καὶ τὸν παρακινοῦσε στὸ βραβεῖο τῆς Οὐρανίου ζωῆς. Μὲ τὸ θάρρος αὐτὸ ποὺ πῆρε, ἐπικαλέσθηκε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ διέταξε τὸ εἴδωλο τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ποὺ ἦταν πελώριο, σὰν γίγαντας καὶ ἀμέσως ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Καλλινίκου.

Ὁ Καλλίνικος ἀποκεφαλίζεται

Βλέποντας αὐτὰ ἄρχοντας, λυπήθηκε πολύ, ποὺ ἔχασε τὸν Καλλίνικο. Ἔβγαλε ἐναντίον καὶ τῶν δύο τὴν τελευταία ἀπόφαση. Διέταξε, τὸν μὲν Καλλίνικο νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν, τὸν δὲ Θύρσο, νὰ τὸν βάλουν σὲ ἕνα πολὺ μικρὸ κιβώτιο ποὺ μόλις νὰ χωρεῖ. Νὰ τὸν κλείσουν ἐκεῖ καλὰ καὶ νὰ τὸν πριονίσουν σὲ μικρὰ τεμάχια. Οἱ στρατιῶτες ἀμέσως πῆραν τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς πῆγαν στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Τὸν Καλλίνικο μετὰ τὴν προσευχή του, τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔφυγε γιὰ τὸν ποθούμενο Χριστὸ εἰς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Ὁ Θύρσος ἐν εἰρήνη τελειοῦται

Τὸν Θύρσο τὸν ἔβαλαν σὲ ἕνα μικρὸ κιβώτιο, τὸ ἔκλεισαν καὶ βασανίζοντο δύο δήμιοι νὰ τὸν πριονίσουν πολλὴ ὥρα καὶ δὲν μποροῦσαν καθόλου. Τὸ πριόνι ἔχασε τὴν κοπτική του δύναμη καὶ βάρυνε τόσον, ὥστε χυνόταν ἵδρωτας πολὺς ἀπὸ πάνω τους, χωρὶς νὰ κάμουν τίποτε. Μάλιστα τὸ κιβώτιο ἄνοιξε μόνο του καὶ βγῆκε ὁ Ἅγιος. Ἤξερε, ὅτι ἦλθε ἡ ὥρα νὰ ἀποθάνει, διότι εἶχε ἀκούσει φωνή, ποὺ τὸν καλοῦσε ἄνωθεν.

Προσευχήθηκε καὶ ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ εἰς ὁλόκληρό το σῶμα του καὶ παρέδωσε τὴν μακαρία του ψυχὴ εἰς χείρας Θεοῦ ἐν εἰρήνη καὶ ἀταράχως. Αὐτὸ τὸ τέλος δώρισε ἡ ἄρρητος σοφία τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μὴ φανεῖ, ὅτι νίκησε ὁ τύραννος καὶ τὸν θανάτωσε.

Στίχος στὸν Θύρσον

Οὐ δένδρινόν σε, Θύρσε, θύρσον ὁ πρίων, πρὸ τῆς τελευτῆς εὖρεν, ὡς ράστα πρίσαι.

Ἅγιοι Φιλήμων, Ἀπολλώνιος, Ἀρριανὸς καὶ οἱ τέσσερις Προτεκτοράτοι

Βιογραφία

Οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιὰ Διοκλητιανοῦ (290 μ.Χ.) καὶ τὸ μαρτύριο τοὺς ἔγινε ὡς ἑξῆς:

Ὁ ἡγεμόνας τῆς Θήβας στὴν Αἴγυπτο Ἀρριανός, συνέλαβε 37 χριστιανούς. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ Ἀπολλώνιος, δείλιασε τὰ βασανιστήρια καὶ ἔδωσε τέσσερα φλουριὰ καὶ τὰ ροῦχα του στὸν Φιλήμονα, ποὺ ἔπαιζε σουραύλι καὶ νὰ θυσιάσει αὐτὸς στὰ εἴδωλα ἀντὶ αὐτοῦ. Ὁ Φιλήμονας φόρεσε τὰ ροῦχα, συγχρόνως συνδέθηκε νοητὰ καὶ μὲ τὴ χριστιανικὴ πίστη. Καὶ ὅταν διατάχθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, αὐτὸς ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τότε ὁ ἡγεμόνας πρόσταξε νὰ ἔλθει ὁ Φιλήμονας νὰ παίξει μὲ τὸ σουραύλι του, γιὰ νὰ ἑλκυσθεῖ ὁ δῆθεν Ἀπολλώνιος. Ἀλλὰ ὁ Φιλήμονας φανερώθηκε καὶ ὁ ἡγεμόνας ἔμεινε ἔκπληκτος. Τοῦ εἶπε ὅμως ὅτι δὲν εἶναι χριστιανός, διότι δὲν ἔχει βαπτισθεῖ. Τότε ὁ Φιλήμονας προσευχήθηκε θερμὰ καὶ ἀμέσως ἔβρεξε δυνατά. Ἡ βροχὴ αὐτή, πληροφορήθηκε ὁ Φιλήμονας ὅτι, ἦταν βάπτισμα γι’ αὐτόν. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἀπολλώνιος ἔγινε αἰτία νὰ πιστέψει ὁ Φιλήμονας, ὁ ἡγεμόνας τὸν ἔφερε μπροστά του καὶ αὐτὸς ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα, ὁ Ἀρριανὸς νὰ τοὺς βασανίσει σκληρὰ καὶ κατόπιν τοὺς ἀποκεφάλισε. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀρριανὸς τυφλώθηκε.

Στὸν ὕπνο τοῦ ὅμως, φάνηκε ὁ Φιλήμονας καὶ τοῦ εἶπε ν’ ἀλείψει στὰ μάτια τοῦ χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο του καὶ θὰ θεραπευτεῖ. Πράγμα ποὺ ἔγινε. Τότε πίστεψε στὸν Χριστὸ ὁ Ἀρριανὸς μὲ τέσσερις σωματοφυλακές του καὶ ἀργότερα ὅλοι μαζὶ μαρτύρησαν.

Εἰς τὸν Φιλήμονα.

Ἔτερπεν αὐλοῖς πρὶν Φιλήμων τοὺς φίλους,

Τανὺν δὲ τμηθεῖς, τέρπεται τέρψιν ξένην.

Εἰς τὸν Ἀπολλώνιον.

Ἀπολλώνιον, υἱὸν Ὑψίστου θέσει,

Κτείνουσι υἱοὶ τῆς ἀπωλείας ξίφει.

Εἰς τὸν Ἀρριανόν.

Τὸν Ἀρριανὸν ἐργᾶται πονηρίας.

Ἔργον θαλάσσης δεικνύουσιν ἀφρόνως.

Εἰς τοὺς Προτίκτορας.

Βάπτισμα πόντος τοῖς Προτίκτορσι ξένον,

Φορούσι σάκκους, ὡς στολᾶς ἐμφωτίους.

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Τὴν ἑξαστέλεχον μαρτύρων φάλαγγα, ἀσμάτων ἀνθεσιν ἀνευφημήσωμεν, ὡς καθαιρέτας τοῦ ἐχθροῦ καὶ στύλους τῆς εὐσεβείας· Θύρσον καὶ Φιλήμονα καὶ στερρὸν Ἀπολλώνιον, Ἀρριανὸν Καλλίνικον καὶ τὸν ἔνδοξον Λεύκιον· αὐτοὶ γὰρ οὐρανίων χαρίτων κόσμω πυρσεύουσι τὴν αἴγλην.

Στίχος στὸν Λεύκιον

Ὁ πνεῦμα λευκὸς Λεύκιος, τμηθεῖς ξίφει, τὸ σῶμα βάπτει φοινικοῦν ἐξ αἱμάτων.

Στίχος στὸν Καλλίνικον

Ὁ Καλλίνικος, ἐκκοπεῖς τὸν αὐχένα, Ὑπῆρξε Καλλίνικος ἐκ τῶν πραγμάτων.

Πρίσιν ἀλύξας, Θύρσε, θάνες δεκάτη γὲ τετάρτη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα

Τὴν ἑξαστέλεχον, Μαρτύρων φάλαγγα, ἀσμάτων ἀνθεσιν ἀνευφημήσωμεν, ὡς καθαιρέτας τοῦ ἐχθροῦ, καὶ στύλους τῆς εὐσεβείας, Θύρσον καὶ Φιλήμονα, καὶ στερρὸν Ἀπολλώνιον, Ἀρριανὸν Καλλίνικον, καὶ τὸν ἔνδοξον Λεύκιον· αὐτοὶ γὰρ οὐρανίων χαρίτων, κόσμω πυρσεύουσι τὴν αἴγλην.

Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον

Τοὺς φωστήρας ἅπαντες, τῆς Ἐκκλησίας, συνελθόντες σήμερον, ἐν ἐγκωμίοις ἱεροῖς, ἀνευφημοῦντες ὑμνήσωμεν, ὡς Ἀθλοφόρους Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν.

Μεγαλυνάριον

Δῆμος ἁγιόλεκτος καὶ σεπτός, πρόκειται εἰς αἶνον, Ἀθλοφόρων θεοστεφών, ὧν τὰς ἀριστείας, πνευματικῶς τιμῶντες, τὴν τούτων μυηθῶμεν, θείαν ἀνάβασιν.

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *