Ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς γεννήθηκε στὴν Παφλαγονία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας , μεταξύ τοῦ 400 καὶ 500 μ.Χ. Ἦταν εὐλογημένος ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του ἀκόμη. Ὅσο μεγάλωνε, τόσο μὲ τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ γινόταν κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἔδειξε τὰ σπάνια προτερήματα τῆς ἁγιασμένης ζωῆς του… Ἂν καὶ ἦταν καὶ αὐτὸς παιδὶ καὶ νέος καὶ ἔφηβος, μολονότι εἶχε κι ἐκεῖνος σάρκα , ἐν τούτοις δὲν ἄφησε τὶς ἐπιθυμίες νὰ μολύνουν τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή του.
Ἦταν ἁγνός, ἁγνότατος. Δὲν ἄφησε ἐπίσης νὰ τὸν κυριεύσει κανένα γηινὸ πάθος. Δὲν ἐπέτρεψε στὰ πλούτη καὶ στὴν φιλοπλουτία νὰ κυριαρχήσουν στὴν ψυχή του καὶ νὰ τὴν ὑποτάξουν στὴν φθορὰ καὶ στὴν ἀπώλεια. Μὲ τὴν δύναμη καὶ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ πολέμησε ὅλα τα δολώματα τῆς φθαρτῆς καὶ πρόσκαιρης ζωῆς. Φιλοσόφησε μὲ τὴν ἀληθινὴ σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ εἶδε πόσο πρόσκαιρος καὶ τιποτένιος εἶναι ὁ ὑλικὸς τοῦτος κόσμος. Ἀποφάσισε ἔπειτα νὰ βαδίσει μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς του. Ἡ ψυχὴ του τὸν καλοῦσε σὲ ἀγῶνες ἠθικοὺς καὶ ὡραίους. Τὸν καλοῦσε στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς. Τοῦ ἔδειχνε τὸν δύσκολο καὶ δύσβατο δρόμο τῆς αἰωνίας ζωῆς, τῆς παντοτεινῆς εὐτυχίας. Ἡ ἁγνὴ καὶ πιστὴ καρδιὰ του ὑπάκουσε στὴν φωνὴ τῆς ψυχῆς του. Καὶ ἡ πρώτη ἐνέργειά του ἦταν νὰ πουλήσει τὴν περιουσία του καὶ νὰ τὴν μοιράσει στοὺς φτωχούς της Ἐκκλησίας. Καὶ ὅταν δὲν τοῦ εἶχε ἀπομείνει τίποτε πιὰ ἀπὸ τὴν πατρικὴ κληρονομία, γεμάτος ἀνακούφιση καὶ χαρὰ, εἶπε: «Πέταξα μιὰ βαριὰ ἄγκυρα, ποὺ μὲ κρατοῦσε δεμένο κοντὰ στὶς ἐπιθυμίες τοῦ φθαρτοῦ σώματος. Πέταξα ἀπὸ πάνω μου τὴν φθορὰ καὶ τὴν ἀπώλεια. Τώρα ἀνοίγεται μπροστά μου πιὸ εὐδιάκριτος ὃ δρόμος τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Ἀπαλλαγμένος, λοιπόν, ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὰ φθαρτὰ, ἄλλα καὶ συγχρόνως μὲ εὐτυχισμένη τὴν καρδιὰ του, διότι μοίρασε τὰ πλούτη του σὲ φτωχοὺς δυστυχισμένους καὶ σὲ θεάρεστα ἄλλα ἔργα, σκέφτεται πὼς θὰ ζήσει τιμιωτέρα καὶ ἁγιώτερα τὴ ζωή του. Πόσο ἀνώτερον κάμνει τὸν ἄνθρωπο ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν φιλοσόφων! Αὐτὸ τὸ βλέπωμε, ἐὰν συγκρίνωμε τὴν πράξη αὐτὴ τοῦ Ἁγ. Στυλιανοῦ μὲ ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος, Κράτης ὀνόματι. Καὶ ἐκεῖνος κατάλαβε ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι τύραννος. Τὸν δουλεύει ὁ ἄνθρωπος σὰν ἀφεντικό του. Εἶναι σκλαβωμένος ὁ ἄνθρωπος στὸν πλοῦτο του καὶ εἶναι δεμένος. Δὲν εἶναι ἐλεύθερος. Γι’ αὐτὸ καὶ αὐτὸς πῆρε τὰ χρήματά του, ἀνέβηκε σ’ ἕναν παραθαλάσσιο βράχο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τα πέταξε στὴ θάλασσα, φωνάζοντας συγχρόνως: «Κράτης Κράτη τὰ ἐλεύθεροι». Ἐγὼ δηλ. ὁ Κράτης μὲ τὸ νὰ πετάξω τὰ λεφτά μου στὴ θάλασσα ἐλευθερώνω τὸν Κράτητα, τὸν ἐαυτόν μου. Κι’ ὁ Κράτης ἐλευθερώθηκε μὲν ἀπὸ τὰ χρήματά του, ἀλλὰ δέθηκε περισσότερο ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του. Πέταξε τὰ χρήματά του γιὰ νὰ τοῦ ποῦνε ἕνα «μπράβο». Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Χριστοῦ ὅμως τὰ ἀποχωρίζονται, καὶ συγχρόνως κτυποῦν τὰ πάθη τους καὶ κυρίως τὸν ἐγωϊσμόν. Ἀγωνίζονται νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸ τυραννικὸν πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ, διότι καὶ ἡ φιλοπλουτία εἶναι παιδὶ τοῦ ἐγωισμοῦ. Γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ὅμως ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸν ἐγωϊσμὸν ἀρχίζουν ἰσόβιο ἀγώνα, ἔχοντας συγχρόνως καὶ τὴ Θεία Χάρη βοηθόν. Ὁ Κράτης ἕνας ἦταν ἂν ποὺ τὸ ἔκαμε αὐτὸ ὁδηγούμενος ἀπὸ τὴ φιλοσοφία, οἱ Χριστιανοὶ ὅμως ποὺ τὸ πετυχαίνουν ἐφαρμόζοντας τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἑκατομμύρια. Πράγματι σὲ κάθε γενιὰ πόσα ἑκατομμύρια ἐγκαταλείπουν τὰ ἐγκόσμια καὶ ζοῦν θεληματικὰ φτωχοί. Ἕνα ἀπὸ τὰ τρία προσόντα τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη. Ὅλα τα πλήθη τῶν μοναστῶν «ἀποθέτουν πάντα ὄγκον» ὄχι γιὰ ἕνα κούφιο μπράβο , ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Δίνουν τὰ γήινα καὶ παίρνουν τὰ ἐπουράνια. Δίνουν τὰ ρέοντα καὶ παίρνουν τὰ μόνιμα καὶ παντοτεινά. Ἀποθέτουν τὸ βάρος τοῦ πλούτου γιὰ νὰ μποροῦν ἐλεύθεροι νὰ τρέχουν γιὰ νὰ εἰσέλθουν στὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ἔχουν ὑπ’ ὄψει τοὺς τὸ «ὡς δυσκόλως οἱ τα χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», ποὺ εἶπε ὁ Κύριος. Πόσο λοιπὸν ἀνώτερη εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν φιλοσοφίαν τῶν ἀνθρώπων. Μὲ μοναδικὴ πλέον περιουσία τὰ ἐνδύματά του, ἀρχίζει ἕνα σκληρὸ καὶ ἀγωνιστικὸ στάδιο σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ, λοιπόν, μὲ τὶς εὐεργεσίες του, ἀνέβασε ὁ μακάριος Στυλιανὸς τὸν γηινὸ θησαυρό του στοὺς οὐρανοὺς, καὶ τὸν ἀσφάλισε, πῆγε σὲ ἕνα μοναστήρι καὶ ντύθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη καμμιὰ γηινὴ σκέψη, καμμιὰ ὑλικὴ παρένθεση δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν πίστη του καὶ τὴν προσευχή του. Τίποτε ἄλλο δὲν φροντίζει καὶ τίποτε ἄλλο δὲν ἐπιδιώκει, παρὰ μονάχα ὅ,τι εἶναι ἀρεστὸ στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀγωνίζεται πὼς νὰ ἀρέσει στὸν Κύριο, πὼς νὰ τελειοποίησει τὴν ψυχή του, πὼς νὰ κερδίσει τὸν Παράδεισο. Καμμιὰ δική του θέληση, ποὺ ἀντιστρατεύεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, δὲν βρίσκει θέση στὴν ζωή του. Ἡ αὐστηρὴ ἀσκητική του ζωὴ εἶναι ἀπερίγραπτη. Ἡ ἁγιότης του ἀρχίζει νὰ ἀστράφτη. Ἡ ταπεινοφροσύνη τοῦ λαμποκοπάει. Ἡ ἁγνότης του θαμπώνει. Ἡ νηστεία του εἶναι αὐστηρότατη. Ἡ προσευχὴ του ἀληθινὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό. Οἱ ἀγρυπνίες του εἶναι θαυμαστές. Τρεῖς στόχους ἔβαλε γιὰ σκοπό του νὰ ἐπιτύχει ὡς μοναχός: τὴν ἀκτημοσύνη, τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν ὑπακοή. Τοὺς τρεῖς αὐτοὺς στόχους τοὺς πέτυχε. Καὶ στὶς τρεῖς αὐτὲς ἀρετὲς πῆρε, σὰν νὰ ποῦμε , ἄριστα ὁ Ἅγιος Στυλιανός. Τὴν ἀκτημοσύνην του τὴν εἴδαμε. Δὲν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν περιουσία του τίποτε ἀπολύτως. Οὔτε φρόντισε ν’ ἀπόκτησει ποτὲ στὴ ζωὴ του κάτι τί καὶ αὐτός. Ἔζησε μὲ φτώχεια καὶ τελεία ἀκτημοσύνη. Τὴν ἁγνότητά του ἐπίσης καὶ τὴν ἠθικότητά του τὴν κράτησε πολὺ ψηλά. Κρατοῦσε τὴν ψυχὴ του καθαρὴ «ἄπο παντὸς μολυσμοῦ σαρκός καὶ πνεύματος». Ἀγωνιζότανε στὶς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ νὰ μὴ τὸν ἀγγίξει ἡ βρωμερὴ ἁμαρτία. Στὸ μυαλὸ του στριφογύριζαν πάντα τα λόγια τοῦ Κυρίου μας ποὺ εἶπε: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Εὐτυχισμένοι δηλαδὴ καὶ καλότυχοι εἶναι ὅσοι ἔχουν καθαρὴ τὴν καρδιά τους ἀπὸ τὴ βρῶμα τῆς ἀνηθικότητος διότι αὐτοὶ θ’ ἀξιωθοῦν νὰ δοῦνε τὸ Θεὸ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἡ ὑπακοή του στὸ Γέροντά του καὶ τοὺς ἄλλους ἦταν παραδειγματική. Ἀγωνίστηκε σκληρὰ νὰ κόψει «τὸ δικό του θέλημα», ποὺ στηρίζεται στὸν ἐγωισμό. Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ κόψη κανεὶς τὸ θέλημά του. Αὐτὸ τὸ ξέρουν ὅσοι ἀγωνίζονται τὸν πνευματικὸν ἀγώνα. Ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς πολέμησε στὸ Μοναστήρι ἐκεῖνο σκληρὰ ἐναντίον τῶν τριῶν ἐχθρῶν, τῆς σαρκός , τοῦ κόσμου καὶ τοῦ διαβόλου. Γιὰ νὰ καταβάλει τὸν κάθενα ἀπὸ αὐτοὺς χρειάσθηκε πόλεμος πολυχρόνιος, σκληρὸς καὶ ἀνύστακτος. Στὶς τρεῖς αὐτὲς λέξεις κρύβονται ἡρωισμοὶ καὶ παλαίσματα ὑπεράνθρωπα. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς ἀποδεικνύεται λαμπρὸ ἀστέρι τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Γίνεται παράδειγμα σὲ νεότερους καὶ παλαιότερους. Ὅλοι τὸν θαυμάζουν καὶ τὸν προβάλλουν σὰν παράδειγμα. Τὸν ἔχουν σὰν πρότυπο μιμήσεως. Ἀλλὰ ἡ αὐστηρότης ἐκείνη τοῦ ἀσκητικοῦ βίου δὲν τοῦ εἶναι ἀρκετή, θέλει νὰ πλησιάσει περισσότερο στὴν τελειότητα. Ἐπιθυμεῖ, τώρα τὴν πλήρη μόνωση τὸν αὐστηρότατο ἀσκητισμό: τὸν ἀναχωριτισμό.
Ἀποχαιρετάει τοὺς ἀδελφοὺς μοναχοὺς στὸ Μοναστήρι καὶ ἀποσύρεται ὁ Ἅγιος μακρυὰ σὲ ἔρημο καὶ ἀκατοίκητο μέρος. Ἐκεῖ στὴν ἔρημο κατασκηνώνει σ’ ἕνα σπήλαιο. Τὸ νέο στάδιο τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς εἶναι οὐράνιας τελειότητος. Οἱ μέρες καὶ οἱ νύχτες τοῦ κυλοῦν μὲ λογισμοὺς , μὲ σκέψεις καὶ προσευχὲς γιὰ τὸν Τρισυπόστατο Θεό. Ψάλλει ὁλόψυχα τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Ὑμνεῖ τὴν Ἁγία Τριάδα. Ζεῖ ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό! Τίποτε δὲν διασπᾶ τὴν θεϊκή του γαλήνη. Ὅλα ὅσα βρίσκονται γύρω του καὶ ὅσα προβάλλουν στὸν μακρινό του ὁρίζοντα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἀποδείξεις τοῦ Δημιουργοῦ. Μελέτα τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ δυναμώνει πιὸ πολὺ ἡ πίστη του. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, δὲν ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ βλέπει τὰ ἔργα τὸ Θεὸ, ποὺ τὸν βοηθοῦν στὸ νὰ πιστεύει στὸ Θεό. Ζεῖ χωμένος μέσα στὶς τεράστιες πόλεις, μέσα στὶς πελώριες πολυκατοικίες ἡ στὸ θόρυβο τῶν ἐργοστασίων. Ἀπομακρύνθηκε ἔτσι ἀπὸ τὴ φύση, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὰ δημιουργήματά του. Βλέπει περιωρισμένα τὰ δικά του δημιουργήματα μόνον. Γι΄ αὐτὸ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ λιγοστεύει ἡ πίστη του συνεχῶς. Οἱ ἀστρονόμοι, οἱ ὁποῖοι παρατηροῦν συνεχῶς τὰ οὐράνια σώματα, τὰ πολυάριθμα ἄστρα, τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, εἶναι εὐσεβεῖς καὶ θεοφοβούμενοι. Ὁ μεγάλος ἀστρονόμος Κέπλερ, ὅταν ἄκουε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, σηκωνόταν ὄρθιος καὶ ἔβγαζε τὸ καπέλλο του. Καὶ ὁ ἐρημίτης Στυλιανὸς ἐκεῖ στὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου εἶχε τὸν καιρὸν νὰ παρατηρεῖ τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φιλοσοφεῖ ἐπάνω σ’ αὐτά. Ἔβλεπε τὸν Δημιουργὸν σὲ ὅλα, διότι ἐσκέπτετο, ὅτι ἦταν ἀδύνατον νὰ γίνει μόνος του αὐτὸς ὁ τρισμέγιστος κόσμος, τόσον ὡραῖος, σκόπιμος καὶ ἁρμονικός. Ἔβλεπε τὸν Θεὸν στὰ ἀπειροπληθῆ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ στροβιλίζονται στὸ ἀχανὲς διάστημα μὲ τόση ταχύτητα, ἀλλά καὶ ἀκρίβειαν. Ἔβλεπε τὸν Θεὸ στὸν γίγαντα τῆς ἡμέρας τὸν ἥλιο ὁ ὁποῖος μὲ τὸ νὰ κρατεῖ κανονικὴ ἀπόστασιν ἀπὸ τὴν γῆ, δίδει μὲ τὴν θερμότητά του ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους, τὰ ζῶα καὶ σ’ ὅλην τὴν γύρω φύση. Ἔβλεπε τὸν Θεὸ στὸ νεράκι ποὺ κελλάριζε στὶς βρυσοῦλες τοῦ βουνοῦ καὶ τὸν δρόσιζε. Σκεφτόταν ὅτι τὸ νερὸ αὐτὸ ἦταν κάτω στὶς θάλασσες καὶ τοὺς ὠκεανοὺς καὶ ὅμως ἡ πανσοφία καὶ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ τὸ ἀνεβάζει στὸ βουνό. Τὸ ἐξατμίζει, τὸ κάνει ἀραιότατο καὶ ἀνάλαφρο σύννεφο. Τὸ μεταφέρει μὲ τὸν ἀέρα στὰ βουνὰ, τὸ κάνει ψηλὴ βροχούλα, τὸ ραντίζει σὲ ὅλο το πρόσωπο τῆς γῆς καὶ τὴν ποτίζει. Τὸ ἐναποθηκεύει στὰ σπλάχνα τῶν ὀρέων σὲ τεράστιες ἀποθῆκες καὶ τὸ δίδει λίγο – λίγο στὶς βρυσοῦλες , ποὺ τρέχουν συνεχῶς! Ἔβλεπε τὸν Θεὸ στὰ ἀναρίθμητα ζῶα τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα, ποὺ δημιούργησε ὁ Θεὸς «κατὰ γένος καὶ κατὰ εἶδος». Κοίταζε τὴν ποικιλίαν τῶν δένδρων καὶ τῶν φυτῶν καὶ σκεφτόταν, ἂν δὲν τὰ ἔφτιαχνε αὐτὰ ὁ Θεὸς, θὰ ἦταν ἀδύνατον ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ζώων. Διότι ὅλα αὐτὰ τρέφονται ἀπὸ τὸ φυτικὸν βασίλειον. Τὰ ἔβλεπε ὅλα αὐτὰ καὶ ἀναφωνοῦσε μὲ τὸν Δαυίδ: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δὸ ξᾶν Θεοῦ ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα». Ξεσποῦσε κατόπιν σὲ δοξολογία, λέγοντας: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε! Πάντα ἐν σοφία ἐποίησας. Ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς Σου»!
Δύο βιβλία διάβαζε συνεχῶς στὴν ἔρημο: τὸ βιβλίο τῆς φύσεως καὶ τὸ βιβλίον τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἡ καρδιά του, ἡ διάνοιά του, ἡ ψυχὴ του, ὅλη ἡ ὕπαρξής του εἶναι ὁλοθερμὰ δοσμένη στὸν Θεό. Θεῖο καὶ ἱερὸ ρίγος διαπερνᾶ τὴν ἀσκητικὴ σάρκα του, καθὼς ἡ ψυχὴ τοῦ ἐμβαθύνει στὸ κὰλος τῆς θείας Δημιουργίας. Τὸ ἅγιο πάθος τῆς ἀγάπης τοῦ ὁσίου Στυλιανοῦ πρὸς τὸ πανάγιο Ὄνομα τοῦ Θεοῦ τὸν συγκλονίζει. Ὅλη ἡ δύναμή του εἶναι συγκεντρωμένη στὴ θεία αὐτὴ ἀγάπη. Ἐγκαταλείπει ἔτσι ὁ Ἅγιος το σαρκικὸ ἐγώ του. Παύει νὰ φροντίζη γιὰ τὴν τροφή του. Γίνεται ὅλος ἀκμὴ πνεύματος καὶ ψυχῆς. Μπορεῖ νὰ πεῖ καὶ αὐτὸς «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ἡ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Τρεφόταν μὲ χόρτα τῆς ἐρήμου. Καὶ ὅταν δὲν ὑπῆρχαν αὐτὰ, ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἄφηνε. Ὁ Θεὸς, ποὺ θαυματουργεῖ διὰ τοὺς Ἁγίους καὶ μέσω τῶν Ἁγίων, δὲν ἄφηνε τὸν σεβάσμιο ὅσιο νὰ ἐξαντληθεῖ ἀπὸ τὴν πείνα. Τὸν κράτησε στὴν ζωὴ στέλνοντάς του τροφὲς μὲ τοὺς ἀγγέλους, ὅπως ἔστελνε καὶ στοὺς ἄλλους Ἁγίους, στὸν Προφήτη Ἠλία, τὸν Ἅγιο Μάρκο τὸν Ἀθηναῖο τὸν φιλόσοφο καὶ λοιπούς. Πολλὰ χρόνια ἔζησε τὴ σκληρὴ ζωὴ τοῦ ἀναχωρητοῦ. Πάλεψε στὴν ἔρημο ἐπὶ δεκαετίας ὁλόκληρες σκληρὰ μὲ τὸν διάβολο καὶ τὸν ἑαυτό του. Πάλεψε νὰ ξεριζώσει τὰ πάθη του, νὰ ἀποκτήσει τὶς ἀρετὲς καὶ νὰ φθάσει στὴν ἁγιότητα ποὺ θέλει ὁ Θεὸς, ὁ Ὁποῖος εἶπε: «γίνεσθε Ἅγιοι, ὅτι Ἐγὼ Ἅγιος εἰμί». Ὁ Δημιουργὸς ἤθελε νὰ ζήσει ἀκόμη ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς, γιὰ νὰ λαμποκοπάει μὲ τὴν ἀρετή του καὶ νὰ παραδειγματίζει μὲ τὴν αὐστηρότητα τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς. Ἤθελε ἡ ἔμψυχος ἐκείνη στήλη τῆς ἐγκράτειας, ὁ φωτεινὸς λύχνος τῆς ἐρήμου, νὰ λάμψει σ’ ὅλα τα πέρατα τῆς γῆς. Ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ φανοῦν οἱ ποικίλες ἀρετές του. Ὁ λύχνος ὅμως πρέπει νὰ βρίσκεται ψηλὰ, γιὰ νὰ φέγγει σ’ ὅλους καὶ ὄχι νὰ κρύβεται καὶ νὰ χάνεται ἡ λάμψη του. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ φεγγοβολοῦν μὲ τὶς ἀρετὲς τοὺς, τοὺς φανερώνει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ γίνονται φῶς στὸ δρόμο τῆς ζωῆς τῶν ἄλλων. Ἔτσι καὶ ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς, ἀφοῦ μὲ τοὺς σκληροὺς ἀσκητικοὺς ἀγώνας τοῦ στολίστηκε μὲ τὶς ἀρετὲς καὶ ἦταν σὰν λαμπάδα, μὲ τὸ γλυκὸ καὶ ζεστὸ φῶς, ἀφοῦ ἔφθασε σὲ ὕψη δισθεώρητα ἀρετῆς, μποροῦσε νὰ χύσει στὸ λαὸ τὸ ἱλαρὸ φῶς τῆς ἁγιότητός του, πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ σωτηρίαν ἀνθρώπων. Ὁ δίκαιος Θεὸς θὰ ἔδειχνε ἀκόμη στὸν κόσμο πὼς ἀντιδοξάζει ἐκείνους, ποὺ λατρεύουν τὸ ὄνομά Του καὶ Τὸν δοξάζουν.
Διαδόθηκε, λοιπόν, ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ παντοῦ. Πλῆθος κόσμου ἀπὸ διάφορα μέρη συνέρρεαν μ’ εὐλάβεια πρὸς τὸν Ἅγιον γιὰ νὰ θαυμάσουν τὴν ἁγιότητά του καὶ ν’ ἀποκομίσουν ψυχικὰ καὶ σωματικὰ ἀγαθά. Ἡ ἁγία του μορφὴ, τὰ σοφά του λόγια, οἱ προτροπὲς του ἄλλαξαν τὴν ζωὴ πολλῶν ἀνθρώπων. Πολλοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ γοητευμένοι ἀπὸ τὴν ἀσκητικότητά του , ἐγκατέλειπαν τὸν κακὸ ἑαυτό τους καὶ μετανοοῦσαν καὶ ἀναγεννιόνταν ψυχικά. Συγκινητικὲς ἦταν οἱ ἐκδηλώσεις τῶν Χριστιανῶν ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν στὴν ἔρημο, ἐκεῖ στὸ ἀσκητήριό του. Ἤξερε νὰ γαληνεύει τὶς ταραγμένες ψυχές. Κοντά του ἔτρεχαν καὶ ἄλλοι ἀσκητὲς γιὰ νὰ ἐνισχυθοῦν μὲ τὰ λόγια του καὶ τὴν λάμψη του στὸ σκληρὸ ἀσκητικὸ βίο. Ἐγνώριζεν ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς, ὅτι γιὰ νὰ κερδίσει κανεὶς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν πρέπει νὰ ἔχει τὴν ψυχή του, σὰν τὴν ψυχὴ τῶν μικρῶν παιδιῶν. Τοῦ ἔκαναν ἐντύπωση τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». «Τῶν γὰρ τοιούτων ἐστίν, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ», τῶν μικρῶν παιδιῶν δηλαδὴ ποὺ εἶναι ἀθώα. Ἤξερε, ὅτι τὰ παιδιὰ ἔχουν ἀγγελικὲς ψυχές. Τὸ κτυπάει ὁ πατέρας του καὶ πάλι πηγαίνει σ’ αὐτόν. Τὸν κτυπάει ὁ φίλος του καὶ δὲν τοῦ κρατάει κακία, ἀλλὰ σὲ λίγο πάλιν παίζουν μαζί. Ἐνῶ οἱ μεγάλοι τό κρατοῦν σὰν καμήλα μέσα τους. Γι΄ αὐτὸ ἤθελε νὰ τὰ βοηθάει, νὰ τὰ προστατεύει τὰ παιδιά. Καὶ στὴν ἁγία του ἐκείνη ἐπιθυμία ὁ Παντογνώστης Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὴν Χάρη Του, νὰ μπορεῖ νὰ κάνει θαύματα. Ὁ Θεὸς βράβευσε τὸ ἱερό του αἴσθημα καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν θαυματουργικὴ δύναμη νὰ θεραπεύει τὰ ἀσθενεῖ παιδιά. Μητέρες ἀπὸ κοντινὰ καὶ μακρινὰ μέρη, μὲ φορτωμένα στοὺς ὤμους ἀνάπηρα καὶ ἄρρωστα παιδιὰ ἔτρεχαν, μὲ πόνο καὶ πίστη, κοντὰ στὸν Ἅγιο γιὰ νὰ ζητήσουν τὴν θεραπείαν τῶν παιδιῶν τους. Μέρες ὁλόκληρες βάδιζαν μέσα σ’ ἔρημα μέρη γιὰ νὰ βροῦν τὴν δοξασμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀσκητικὴ σπηλιὰ τοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ. Καὶ ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ, μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔπεφταν στὰ πόδια τοῦ Γέροντα ἀσκητῆ, δόξαζαν τὸν Θεὸ, ποὺ τὸν συνάντησαν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ γιατρέψει τὰ παιδιά τους. Ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς γεμάτος καλωσύνη καὶ συμπόνοια ἔπαιρνε τ’ ἄρρωστα νήπια στὰ χέρια του καὶ μὲ μάτια δακρυσμένα παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τὰ γιατρέψει. Ὁ Δεσπότης τῶν Οὐρανῶν ἄκουγε τὴν ὁλόψυχη προσευχή του καὶ ὁ Ἅγιος θαυματουργοῦσε. Παιδιὰ ἄρρωστα εὕρισκαν τὴν ὑγειά τους. Παθήσεις διαφόρων εἰδῶν ἐξαφανίζονταν. Μπροστὰ στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καμιὰ ἀρρώστια δὲν μποροῦσε ν’ ἀντισταθεῖ. Μανάδες ἔκλαιγαν ἀπὸ χαρὰ ἔξω ἀπὸ τὸ ἀσκητήριό του. Καὶ ἄλλες καταφιλοῦσαν μὲ σεβασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη τὸ χέρι τοῦ Ἁγίου γέροντα, δοξάζοντας τὸν Θεόν. Δοξολογοῦσε κι’ ἐκεῖνος ἀκατάπαυστά το Ἅγιο Ὄνομά Του καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε γιὰ τὰ θαύματα αὐτὰ, ποὺ τὸν ἀξίωνε νὰ κάνει. Ἔπειτα γεμάτος στοργὴ κοίταζε τὰ ἀθῶα πλασματάκια ποὺ εἶχαν λυτρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Ἕνα γλυκὸ χαμόγελο, χαμόγελο ἀγγελικὸ ἄνθιζε στὸ πρόσωπο τοῦ σεβασμίου ἀσκητοῦ. Τὰ θαύματα ὅμως αὐτὰ γινόταν γνωστὰ σ’ ὅλα τα μέρη καὶ κόσμος πολὺς ἔτρεχε στὸν Ἅγιο Στυλιανὸ γιὰ νὰ τὸν παρακάλεσει νὰ γιατρέψει ἀπὸ κάποια ἀσθένεια τὰ παιδιά του.
Ἔτσι δόξαζε ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸ ὄνομα τοῦ ὁσίου Στυλιανοῦ ποὺ ἀφιέρωσε τὴν ζωή του γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά δὲν ἦταν μόνο τα θαύματα τῆς θεραπείας τῶν παιδιῶν ποὺ δόξαζαν τὸ ὄνομα τοῦ ταπεινοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ. Ὁ Ἅγιος ἀπέκτησε φήμη ὡς θαυματουργοῦ, διότι ἔκανε τοὺς ἄτεκνους εὔτεκνους, μὲ τὴν προσευχή του. Μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ πολλὲς στεῖρες τεκνοποιοῦσαν. Πολλοὶ πιστοὶ Χριστιανοὶ μὲ τὴν εὐλογία του, ἂν καὶ ἦταν ἄτεκνοι πρωτύτερα, ἀπέκτησαν ὡραία καὶ γεμάτα ὑγεία παιδιά. Πολλοὶ μάλιστα καλοὶ Χριστιανοὶ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του, ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου καὶ ζωγραφίζοντες σὰν τάμα τὴν εἰκόνα του, ἀπέκτησαν παιδιὰ, ἂν καὶ εἶχαν χάσει τὴν ἐλπίδα πιὰ νὰ τεκνοποιήσουν. Ἐν τῷ μεταξὺ ἀπ’ ὅλα τα μοναστήρια πήγαιναν στὸν γέροντα ἀσκητὴ γιὰ νὰ εὐφρανθοῦν κοντά του, τὸ ἄρωμα τῆς ἁγιότητός του. Μοναχοὶ καὶ ἀσκητὲς ζητοῦσαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο δάσκαλο συμβουλὲς, γιὰ τὸ πὼς πρέπει νὰ ἀντιμε-τωπίζουν τοὺς πειρασμοὺς καὶ πὼς νὰ ἐπιβάλλουν τὴν γαλήνη στὰ κοινόβια τους. Ὅλοι τὸν ἔβλεπαν σὰν πρότυπο ἁγίας ἀσκητικῆς ζωῆς. Ἡ προσωπικότητά του ἦταν γεμάτη ταπεινοφροσύνη καὶ ἄστραφτε ἀπὸ οὐράνιο κάλλος. Καὶ ἐκεῖνος ἀκούραστος μὲ ἀγγελικὴ γαλήνη τοὺς δίδασκε, τοὺς καθοδηγοῦσε, τοὺς γέμιζε τὴν καρδιὰ, τοὺς στερέωνε στὴν πίστη, τοὺς διέλυε τὶς ἀμφιβολίες. Εἰρήνευε μὲ τὶς συμβουλές του ἀπὸ μακρυὰ ὅσα μοναστήρια εἶχαν ἐσωτερικὲς διχόνοιες.
Ἔτσι ἔζησε κι ἔτσι δόξασε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ δοξάσθηκε ἀπὸ τὸν Οὐράνιο Πατέρα ὁ Ἅγιος Στυλιανός. Ὅταν ἔφθασε σὲ βαθειὰ γεράματα, ἔστειλε ὁ Θεὸς τοὺς Ἀγγέλους Του καὶ πῆραν τὴν ἁγίαν του ψυχὴ, γιὰ νὰ τὴν ἀναπαύσουν ἀπὸ τοὺς πολύχρονους κόπους, τὶς στερήσεις καὶ τὴν σκληρότητα τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Κοιμήθηκε, λοιπόν, ὁ Ἅγιος πλήρης ἡμερῶν καὶ ἀρετῶν. Ποῦ τὸν ἔθαψαν, δὲν γνωρίζουμε, οὔτε διεσώθηκαν ἄλλα στοιχεῖα ἀπὸ τὴν κουρασμένη καὶ ἁγιασμένη ζωή του. Ἔμεινε ὅμως τὸ ὄνομά του. Τὸν σέβεται καὶ τὸν τιμᾶ ὅλη ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανοσύνη. Τὸν ἐπικαλοῦνται στὶς ἀνάγκες τους καὶ προπάντος γιὰ τὰ ἄρρωστα παιδιά τους. Κτίζουν στὸ ὄνομα τοῦ μεγαλοπρεπεῖς Ναούς. Στὴν Ἀθήνα ὑπάρχουν τουλάχιστον δύο Ναοὶ τοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ στὸν Γκύζη καὶ στὸν Καρέα. Τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου συνεχίζονται καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του. Καὶ σήμερα ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι προστάτης τῶν παιδιῶν. Λένε μάλιστα, ὅτι ἀπὸ τὴν λέξη «στυλώνει» ποὺ σημαίνει «στηρίζει τὴ ὑγεία τῶν παιδιῶν».
Ὁ Ἅγιος εἰκονογραφεῖται μὲ ἕνα νήπιο σπαργανωμένο στὴν ἀγκαλιά του ποὺ συμβολίζει, ὅτι εἶναι ὁ προστάτης τῶν νηπίων. Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ ἑορτάζεται στὶς 26 Νοεμβρίου.
Ἐπίλογος Ὅπως εἴδαμε ὁ Ἅγιος Στυλιανὸς εἶναι προστάτης τῶν μικρῶν παιδιῶν. Καὶ εἶναι ἀλήθεια, ὅτι οἱ γονεῖς τρέχουν στὸν Ἅγιο νὰ τὰ θεραπεύσει ἀπὸ τὶς διάφορες ἀσθένειες τοῦ σώματος. Δὲν τρέχουν ὅμως στὸν Ἅγιο νὰ τὰ προστατέψει καὶ ἀπὸ τὶς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς. Τὰ παιδιὰ πάσχουν ἀπὸ ἐλαττώματα καὶ πάθη. Εἶναι κακοκέφαλα καὶ ἀτίθασα, νευρικὰ καὶ ἀνάποδα. Τὰ ἐπηρεάζει ὁ Σατανᾶς καὶ τὰ παρακινεῖ στὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία. Τὰ κάνει ἀγνώριστα στὸ σπίτι. Κινδυνεύουν ἐπίσης τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς κακοὺς καὶ φαύλους ἀνθρώπους, καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς κακὲς παρέες. Παρασύρονται καὶ παίρνουν τὸν κακὸ δρόμο. Ε λοιπόν, σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις πρέπει οἱ γονεῖς νὰ καταφεύγουν στὸν Ἅγιο Στυλιανό. Εἶναι πρόθυμος νὰ τὰ βοηθεῖ, νὰ τὰ προστατεύει καὶ νὰ τὰ θεραπεύει ὄχι μόνον σωματικὰ, ἄλλα καὶ ψυχικὰ, ἀρκεῖ φυσικὰ νὰ κάνει καὶ ἐκεῖνος ποὺ τὸν παρακαλεῖ τὸ καθῆκον του. Ἀλλὰ καὶ ἐκτός της εἰδικῆς αὐτῆς περιπτώσεως, ἡ ζωὴ του μᾶς καλεῖ καὶ ἐμᾶς νὰ ἐργασθοῦμε τὰ ἔργα τῆς εὐσέβειας, τῆς σωφροσύνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλεημοσύνης. Μᾶς καλεῖ στὴν θερμὴ πίστη, ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε Θεοῦ πρόσωπο κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Μᾶς καλεῖ νὰ ζήσωμε μὲ ἔργα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ παραλάβουν καὶ τὴ δική μας τὴν ψυχὴ οἱ ἄγγελοι καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσουν στὴν αἰώνια εὐτυχία καὶ μακαριότητα τῶν Οὐρανῶν!!!
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ» τοῦ Ἄρχ. Χαράλαμπου Δ. Βασιλόπουλου Ἐκδόσεις: «Ὀρθόδοξου Τύπου»
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!