Ὅταν προσευχόμαστε στὸ Θεό, τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ τὸν πονηρὸ: «…ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ». Ἂν ὅμως δὲν γνωρίζουμε ποιὸς εἶναι ὁ πονηρός, ποιὰ τὰ δεσμά του καὶ ποιὰ ἡ ἐξουσία τοῦ πάνω σ’ αὐτοὺς ποὺ ἐξουσιάζει, πὼς ζητᾶμε νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπ’ αὐτὸν ὁ Θεὸς;

Πρῶτα νὰ ξέρουμε, πὼς ὅταν ὑποτασσόμαστε στὸ σατανᾶ καὶ τὸν ὑπηρετοῦμε μὲ τὰ πονηρά μας ἔργα, δὲν κοινωνοῦμε μὲ τὸ Θεό. Δὲν ἔχουμε σχέση μαζί του. Πατέρα μᾶς ἔχουμε τὸ διάβολο, ποὺ μᾶς ἐξουσιάζει. Μοιάζουμε μὲ τοὺς Ἑβραίους, ποὺ ἰ Κύριος τους εἶπε: «Ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρός τοῦ διαβόλου ἐστέ καί τάς ἐπιθυμίας τοῦ πατρός ὑμῶν θέλετε ποιεῖν». Γιατί ὅπως κάθε παιδὶ μοιάζει μὲ τὸ σαρκικὸ πατέρα του, ἔτσι καὶ κάθε χριστιανὸς πρέπει νὰ μοιάζει στὴν ἁγιότητα μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα του. Read more

Πῶς ἀποβάλλουμε τὸ χοϊκὸ ἄνθρωπο καὶ ἐνδυόμαστε τὸν Χριστό, καθιστάμενοι συγγενεῖς καὶ ἀδελφοί του.

Ὁ μακάριος Παῦλος ἀφοῦ μᾶς φιλοξένησε καλῶς στὴν προηγούμενη τράπεζα τῶν θείων τοῦ λόγων καὶ εὔφρανε τὶς καρδιές μας, μᾶς προσφέρει πάλι πρὸς φιλοξενία κι’ ἄλλη τράπεζα τῶν θεόπνευστών του λόγων, γεμάτη μὲ πνευματικὰ φαγητά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα γνωρίζει ὅτι τρέφεται ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος, εὐφραινόμενος μαζὶ καὶ στηρίζοντας τὴν καρδιὰ μὲ τὸ ζωτικὸ ἄρτο τοῦ λόγου καὶ μὲ τὸν οἶνο τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ ποὺ εὐφραίνει, γεμάτη μάλιστα καὶ μὲ τὴ θεία χάρη τοῦ Πνεύματος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο γεμίζει ἡ ψυχὴ μὲ κάθε εὐφροσύνη καὶ ἡδονὴ καί, ἐγκαταλείποντας τὰ ἐγκόσμια, ἀνέρχεται μὲ ἐλαφρά τα φτερὰ τῆς διανοίας στοὺς οὐρανοὺς καὶ στὸ Θεό. Read more

     Προσευχή χωρίς εὐλάβεια.

   Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἀπὸ τὸ νὰ προσεύχεται κανεὶς χωρὶς φόβο Θεοῦ, χωρὶς προσοχὴ καὶ εὐλάβεια.

        Ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται ἢ ψάλλει ἀπρόσεκτα καὶ ἀσυναίσθητα, εἶναι φανερὸ πὼς δὲν ξέρει ποιὸς εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς πάλι, σὰν εὔσπλαχνος, θέλει νὰ ἐλεήσει αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν μπορεῖ. Εἶναι καλύτερα, τολμῶ νὰ πῶ, νὰ μὴν προσεύχεται κανεὶς καθόλου, παρὰ νὰ προσεύχεται χωρὶς προσοχή.

        Ἡ σωστὴ προσευχὴ εἲν’ ἐκείνη ποὺ δὲν γίνεται ἁπλὰ μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ καὶ μὲ τὴν καρδιά. Ὅποιος λοιπὸν δὲν προσεύχεται ὁλοκληρωμένα, οὐσιαστικὰ δὲν κάνει προσευχή, καὶ εἶναι ὑπόλογος γι’ αὐτὸ ἀπέναντι στὸ Θεό. Ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται χωρὶς συμμετοχὴ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς του, κατὰ βάθος περιφρονεῖ τὸ Θεό. Καὶ πῶς θὰ ἐλεηθοῦμε ἀπὸ Ἐκεῖνον, ὅταν προσευχόμαστε μὲ κενὰ λόγια, καὶ ὅταν ὁ νοῦς μᾶς συντυχαίνει μὲ τοὺς δαίμονες; Πῶς νὰ μὴν παροργίζουμε τὸν Κύριο, ὅταν ἀπὸ τὴ μία ἀπευθυνόμαστε σ’ Ἐκεῖνον καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ νοῦς μᾶς συλλογίζεται πράγματα ἄσχετα, ἄτοπα ἢ αἰσχρά; Ἕνας τέτοιος νοῦς δὲν ἀνήκει στὸ Χριστὸ καὶ δὲν θὰ παραδοθεῖ ποτὲ σ’ Αὐτόν.

        Πῶς ὅμως θὰ μπορέσουμε νὰ προσευχόμαστε μὲ προσοχή, θεῖο φόβο, εὐλάβεια καὶ κατάνυξη; Πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ προσευχόμαστε μὲ τὴ σταθερὴ καὶ ἐνεργητικὴ συμμετοχὴ τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς;

        Δὲν θὰ τὸ κατορθώσουμε μόνοι μας. Στὴν τέλεια προσευχὴ θὰ φθάσουμε, μόνο ἂν ζητήσουμε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο νὰ μᾶς φωτίσει μὲ τὸ Πνεῦμα Τοῦ τὸ Ἅγιο, γιὰ ν’ ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση τῆς ἄπειρης μεγαλοσύνης Του, νὰ νιώσουμε σὲ ποιὸ φοβερὸ Θεὸ μπροστὰ στεκόμαστε. Καὶ ἀκόμα, ἂν Τὸν παρακαλοῦμε θερμὰ ὄχι γιὰ μάταια καὶ πρόσκαιρα πράγματα, ἀλλὰ γιὰ τὴν κάθαρσή μας ἀπὸ τὰ πάθη καί, προπαντός, τὴν ἀπόκτηση ταπεινοῦ φρονήματος. Ὅποιος, ἀλήθεια, γνωρίσει τὴν ἀπέραντη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ταπεινωθεῖ βαθιὰ μπροστὰ στὴ μακροθυμία Του.

        Εἶναι λοιπὸν ἀδύνατο νὰ προσεύχεται τέλεια ὁ νοῦς – καὶ ἑπομένως ἀδύνατο νὰ κατανυχθεῖ καὶ ἡ καρδιὰ – ἂν δὲ δεχθεῖ πρῶτα τὸ φωτισμὸ καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ μυστικὸ φῶς τῆς θείας γνώσεως, ποὺ δίνεται κατεξοχὴν μ’ ἕναν τρόπο: μὲ τὴν ἐπίμονη καὶ ἔμπονη ἐπίκληση τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ ἐλέους Του.

        Ἐκεῖνος ποὺ ἔμαθε γράμματα καὶ μορφώθηκε πολύ, πῶς μπορεῖ νὰ διαβάσει τὰ βιβλία τοῦ χωρὶς φῶς; Ἔχει τὰ βιβλία. Ἂν ὅμως δὲν ἔχει καὶ τὸ φῶς, πῶς θὰ τὰ μελετήσει; Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν προσευχή. Πῶς θὰ «μελετήσουμε» καὶ θὰ γνωρίσουμε τὸ Θεό, χωρὶς τὸ μυστικὸ φῶς τῆς θείας γνώσεως; Αὐτὸ τὸ φῶς δὲν εἶναι παρὰ μία νοητή, θεόσταλτη δύναμη, ποὺ περικυκλώνει καὶ μαζεύει τὸ νοῦ, τὸν ἐμποδίζει νὰ φεύγει καὶ νὰ διασκορπίζεται στὰ γήινα καὶ τὸν καθηλώνει στὴν πανευφρόσυνη θέα καὶ κοινωνία τοῦ Θεοῦ.

        Ὅσο τὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν φωτίζει τὸ νοῦ μας, ἡ προσευχὴ μᾶς εἶναι ἄστατη καὶ ἄκαρπη. Καὶ ὁ νοῦς, λογιάζοντας πράγματα ἄτοπα – ἀκόμα κι αὐτὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν ἀναγκαία – πλανιέται, χωρὶς νὰ συνειδητοποιεῖ πὼς γίνεται σκλάβος στὸ νοητὸ τύραννο, ποὺ τὸν τραβάει ἐδῶ κι ἐκεῖ, σὲ μέριμνες, φροντίδες, ὑποθέσεις, προβλήματα «τοῦ κόσμου τούτου».

        Ἂς ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν μ’ ὅλες μας τὶς δυνάμεις γιὰ νὰ νικήσουμε τὸ «σπερμολόγο» διάβολο, ποὺ μὲ πονηρὲς ἐνθυμήσεις καὶ ἄκαιρες σκέψεις μᾶς κλέβει τὸν ἀνεκτίμητο πνευματικὸ καρπὸ τῆς προσευχῆς καὶ κρατάει τὴν ψυχή μας στὸ σκοτάδι. Ἂς παρακαλέσουμε θερμὰ τὸν Κύριο, «τὸ φῶς τοῦ κόσμου», νὰ στείλει τὸ Ἅγιό Του Πνεῦμα καὶ νὰ διαλύσει μὲ τὸ ἄκτιστο φῶς Τοῦ τὸ σκοτάδι αὐτὸ τῆς ψυχῆς μας, ποὺ μόνο ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεό, «τὸν πανταχοῦ παρόντα καὶ τὰ πάντα πληροῦντα».


Ποιοὶ ἔχουν ἀνάγκη προσευχῆς;

Ὅτι ἑπτὰ εἶναι οἱ κατηγορίες αὐτῶν ποὺ ἔχουν ἀνάγκη προσευχῆς. Καὶ ὅτι ὅσοι παρακαλοῦν τὸν Θεὸ γιὰ πράγματα ποὺ δὲν κατανοοῦν, δὲν εἰσακούονται. Ἐὰν τώρα εἶναι ὁ καιρὸς ποὺ πρέπει οἱ ἄνθρωποι νὰ προσκυνοῦν τὸν Θεὸ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία, καὶ δὲν προσεύχονται ἐν πνεύματι, τότε ματαιοπονοῦν διότι δὲν φωτίζονται ἀπὸ τὸν Θεό.
     Κεφάλαιο ΙΘ΄
Ἑπτὰ εἶναι τὰ τάγματα αὐτῶν ποὺ χρειάζονται σωτηρία: οἱ ἀπολωλότες, οἱ αἰχμάλωτοι, οἱ πλανεμένοι, οἱ τσακισμένοι, οἱ κλονιζόμενοι, οἱ σταθεροί, καὶ ὅσοι βαδίζουν τὸ δρόμο τους.
Ὑπάρχει καὶ ὄγδοο: αὐτοὶ ποὺ «λησμονοῦν τὰ παλαιὰ καὶ προχωροῦν πρὸς ἐκεῖνα ποὺ εἶναι, ἐμπρός».
Καθένα λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀκτὼ τάγματα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἰδιαίτερη προσευχὴ γι’ αὐτό, ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι χρειάζεται προσευχὴ τὸ ἀπολωλός, γιὰ νὰ τὸ ἀναζητήσει ὁ Θεὸς ὁ πανταχοῦ παρών, στὸν ὁποῖο εἶναι ὁλοφάνερα καὶ ὁ ἅδης καὶ ἡ ἀπώλεια.Τὸ αἰχμάλωτο, γιὰ νὰ λυτρωθεῖ μὲ τὴ ρομφαία τῆς δύναμης τοῦ παντοκράτορα· γιατί δὲν μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ μόνος του ὁ αἰχμάλωτος ποὺ ὁδηγεῖται στὴ φυλακή.

Read more

         Προσέχετε νὰ φυλᾶτε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιατί μία μέρα θὰ δώσουμε λογαριασμὸ γιὰ τὰ ἔργα μας. Διῶξτε τὴν ἀμέλεια, γιὰ νὰ μὴν πέσετε στὸ βάραθρο τοῦ Ἅδη. Ἂν τηρεῖτε ὅλες, χωρὶς ἐξαίρεση, τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, θὰ σωθεῖτε καὶ δὲν θὰ πιαστεῖτε στὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου, ὅπως πιάνεται τὸ ἐλάφι στὰ βρόχια καὶ τὸ πουλὶ στὴν παγίδα.

Πρώτη καὶ σπουδαιότερη ἐντολὴ εἶναι ν’ ἀγαπᾶμε τὸ Θεὸ μ’ ὅλη μας τὴ ψυχή, καὶ μεταξὺ μας ὁ ἕνας ν’ ἀγαπάει τὸν ἄλλο, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀγάπησε τὸν κόσμο.

Πότε ἀγαπᾶμε ἀληθινὰ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἀδελφό μας; Ὅταν δὲν ὑπερηφανευόμαστε. Ὅταν δὲ ζηλεύουμε. Ὅταν μιμούμαστε τὸ καλὸ ποὺ βλέπουμε νὰ κάνουν οἱ ἄλλοι. Ὅταν δὲ γογγύζουμε γιὰ τίποτα. Ὅταν ἀποφεύγουμε τὰ ἄκαιρα γέλια καὶ ἀστεία. Ὅταν δὲν ἀδικοῦμε. Ὅταν δὲ φροντίζουμε γιὰ τὸ στολισμὸ καὶ τὴν καλοπέραση τοῦ σώματος, ἀλλὰ γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς μας.

Κι ἂν μέχρι τώρα δὲν νοιαζόμασταν γι’ αὐτά, ἂν ζούσαμε μέσα στὴν ἁμαρτία, ἂς μετανοήσουμε χωρὶς ἀναβολὴ.

Ὅταν μετανοήσουμε μὲ προθυμία καὶ πόνο, ὁ Θεὸς θὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες μας. Πρέπει νὰ γνωρίζετε, πὼς ἡ θερμότητα τῆς μετάνοιας καὶ τὰ καυτὰ δάκρυα, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς, κατακαῖνε σᾶ φωτιὰ τὸ μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ καθαρίζουν τὴν ψυχή, ποὺ γεμίζει ἀπὸ τὴν ἔλλαμψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ καρποὺς ἀγαθούς.

Ἔχουμε χρέος ὅλοι μας νὰ ἐγκρατευόμαστε καὶ νὰ μὴν περνᾶμε τὴ ζωή μας μὲ πολυφαγίες, σπατάλες, βιοτικὲς μέριμνες καὶ μάταιες ἀπολαύσεις, ἀλλὰ μὲ δάκρυα καὶ μετάνοια. Ἂς ἀκούσουμε τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς διδάσκει μέσα ἀπὸ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιό Του:  «Μή μεριμνήσητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε ἤ τί πίητε ἤ τί ἐνδύσησθε. Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἔχει κανεὶς ἀφορμὴ νὰ λέει ”τι θὰ κάνω ἂν ἀργήσει νὰ μοῦ δώσει καὶ δὲν ἔχω τί νὰ φάω;”, εἶπε: «Βλέπετε τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, πῶς οὐ σπείρει οὐδέ θερίζει οὐδέ συνάγει εἰς ἀποθήκας, καί ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά. Οὐχί πολλῶν στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς, ὀλιγόπιστοι;». Καὶ γιὰ νὰ μὴ λιποψυχοῦμε καὶ γογγύζουμε γιὰ τὸ φαγητό μας καὶ τὶς ἄλλες μᾶς ἀνάγκες, μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Κύριος: «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην ὅτι αὐτοί χορτασθήσονται».

Ἂν λοιπὸν στὴ ζωὴ μᾶς στερηθοῦμε κάποτε τὸ ψωμὶ ἢ τὸ φαγητό, ἂς ὑπομείνουμε ἐλπίζοντας καὶ πιστεύοντας ὅτι ὁ Κύριος δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει.

Ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλους τους πειρασμούς, ποὺ εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ συναντήσουμε, ἂς συλλογιζόμαστε τοὺς ἀδελφούς μας ἐκείνους, ποὺ δὲν ἔχουν πολλὲς φορὲς οὔτε νερό. Κι ὅμως δὲν ἀγανακτοῦν καὶ δὲν βλασφημοῦν, ἀλλ’ ἀντίθετα εὐχαριστοῦν τὸ Θεό, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι μία ἡμέρα θὰ συναριθμηθοῦν μὲ τοὺς ἁγίους μάρτυρες. Ἐνῶ ἐμεῖς, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε τουλάχιστον τὰ’ ἀναγκαία γιὰ τὴ συντήρησή μας, καὶ μάλιστα μὲ τὸ παραπάνω. Ἂν λοιπὸν κατακρίνεται ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει τίποτα καὶ γογγύζει γι’ αὐτό, πόσο μᾶλλον θὰ τιμωρηθεῖ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τόσα ἀγαθὰ καὶ πάλι διαμαρτύρεται;

Ἂς μὴ μεριμνοῦμε λοιπὸν γιὰ τὰ τωρινὰ καὶ μάταια, ἀλλὰ γιὰ τὰ μελλούμενα καὶ αἰώνια. Ἡ τήρηση τῶν παθοκτόνων καὶ καθαρτικῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχει πάντα τὴν προτεραιότητα τοῦ ἐνδιαφέροντος καὶ τῆς μέριμνάς μας. Μὲ προθυμία καὶ ζῆλο νὰ φυλᾶμε τὶς ἐντολές, νικώντας τὴ φυσικὴ ραθυμία καὶ ἀποφεύγοντας τὴν ἀργία καὶ τὴν ἀργολογία.

Ἂς μιμηθοῦμε τοὺς ἁγίους πατέρες μας, ποὺ ποτὲ δὲν σπαταλοῦσαν ἄσκοπα τὸ χρόνο τους καὶ τὰ λόγια τους. Ἐργάζονταν γιὰ τὴ σωτηρία τους στὴν ἀφάνεια καὶ τὴ σιωπὴ γιὰ χρόνια ὁλόκληρα. Τί ἀπολογία θὰ δώσουμε ἐμεῖς, ποῦ δὲν κρατᾶμε τὸ στόμα μᾶς κλειστό, οὔτε γιὰ λίγες ἡμέρες; Τί λέω μέρες; Οὔτε μία ὥρα δὲν κρατιόμαστε. Τί θὰ κάνουμε καλοί μου ἀδελφοί, ἂν ἔρθει ξαφνικὰ ὁ οὐράνιος Κριτής, ποὺ εἶπε ὅτι  «πᾶν ῥῆμα ἀργόν ὅ ἐάν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περί αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως»; Καὶ πῶς θὰ ἐπιβληθοῦμε σὲ ἄλλα, βαθύτερα πάθη, ὅταν ἔχουμε ἀσυγκράτητη γλώσσα; Ἡ σάρκα, ἔχοντας τὴ φυσική της ἐπιθυμία καὶ πύρωση, ἐπαναστατεῖ ἐναντίον τοῦ πνεύματος καὶ πολεμάει σκληρὰ τὴ ψυχή. Ἡ κοιλιὰ πάλι θέλει νὰ γεμίζει μὲ φαγητὰ καὶ μᾶς παρακινεῖ βασανιστικὰ στὸ χορτασμό. Ἂν ἑπομένως δὲν κρατήσουμε τὴ γλώσσα μας, πράγμα ποὺ εἶναι εὔκολο καὶ ἀνώδυνο, πὼς θὰ χαλιναγωγήσουμε αὐτὰ τὰ μεγάλα καὶ φοβερὰ πάθη, ποῦ στηρίζουν τὴ δύναμή τους στὴ ἴδια τὴ φύση;

Ἂς κάνουμε λοιπὸν ἀρχὴ ἀπὸ σήμερα στὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὶς ἐλαφρότερες καὶ εὐκολότερες. Ἔτσι, μὲ τὴν ἐνάρετη ζωή μας, θὰ δοξαστεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ θὰ βρεθοῦν καὶ πάλι ἄνθρωποι, ποὺ θὰ μιμοῦνται τοὺς παλαιοὺς ἁγίους, πράγμα σπάνιο σήμερα.

πηγή

 Ἀδελφοί μου, θέλω νά σᾶς μιλήσω γιά κεῖνα τά πράγματα πού συμβάλλουν στήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς,καί ντρέπομαι τήν ἀγάπη σας, γνωρίζοντας τήν ἀναξιότητά μου. Θά προτιμοῦσα νά σιωπήσω, γιατί δέν τολμῶ νά σηκώσω τά μάτια μου καί ν’ ἀντικρύσω πρόσωπο ἀνθρώπου. Ἡ συνείδησή μου μέ κατακρίνει, καί μέ πληροφορεῖ πώς εἶμαι ἀνάξιος νά γίνω ὀδηγός σας. Λυπᾶμαι πού προκρίθηκα νά ὁδηγῶ ἐσᾶς ἐγώ ὁ ταπεινός, ἐγώ πού εἶμαι κατώτερος ἀπ’ ὅλους σας καί δέν ἔχω λόγο «μεμαρτυρημένο» ἀπό τίς πράξεις μου καί τήν πολιτεία μου. Γνωρίζω καλά πώς ὁ Κύριος δέν μακαρίζει ὅποιον διδάσκει μόνο, μά ὅποιον ἐφαρμόζει πρῶτα τίς ἐντολές Του καί ὕστερα διδάσκει. «Ὁ ποιήσας καί διδάξας» λέγει, «μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳτῶν οὐρανῶν». Γιατί μόνον ὅσοι ἀκοῦνε ἕνα τέτοιο δάσκαλο, προθυμοποιοῦνται νά τόν μιμηθοῦν. Καί δέν ὠφελοῦνται ἀπό τά λόγια του τόσο, ὅσο παρακινοῦνται ἀπό τά καλά του ἔργα. Σᾶς παρακαλῶ ὅμως, νά μή βλέπετε τή δική μου ραθυμία, ἀλλά ν’ ἀκοῦτε τά προστάγματα τοῦ Θεοῦ καί τίς ὑποθῆκες τῶν ἁγίωνΠατέρων. Γιατί οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες μας δέν ἔγραφαν καμιά ἐντολή, ἄν πρῶτα δέν τήν ἐφάρμοζαν. Read more