Ἀπόδοσις εἰς τὴν νέα ἑλληνικήν: Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
(Τῶν κεφαλαίων 1-26)


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1. Ὅτι τὸ θεῖο εἶναι ἀκατάληπτο καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐρευνᾶ κανεὶς καὶ νὰ περιεργάζεται αὐτὰ ποὺ δὲν μᾶς ἔχουν παραδοθεῖ ἀπὸ τοὺς ἁγίους προφῆτες καὶ ἀποστόλους καὶ εὐαγγελιστές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2. Γι’ αὐτὰ ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ λεχθοῦν καὶ γι’ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἄρρητα, καὶ γιὰ ὅσα μπορεῖ νὰ εἶναι γνωστὰ καὶ ὅσα ἄγνωστα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3. Ἀπόδειξη ὅτι ὑπάρχει Θεός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4. Γιὰ τὸ τί εἶναι ὁ Θεός. Ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἀκατάληπτος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 5. Ἀπόδειξη, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὄχι πολλοί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 6. Γιὰ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 7. Λογικὴ ἀπόδειξη γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 8. Γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 9. Γι’ αὐτὰ ποὺ λέγονται γιὰ τὸ Θεό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 10. Γιὰ τὴ θεία ἕνωση καὶ διάκριση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 11. Γι’ αὐτὰ ποὺ λέγονται γιὰ τὸ Θεὸ ἀνθρωποπαθῶς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 12. Γιὰ τὰ ἴδια θέματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 13. Γιὰ τὸν τόπο τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι τὸ θεῖο εἶναι ἀπεριόριστο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 14. Τὰ ἰδιώματα τῆς θείας φύσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 15. Γιὰ τὸν αἰώνα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 16. Γιὰ τὴ Δημιουργία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 17. Γιὰ τοὺς ἀγγέλους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 18. Γιὰ τὸ Διάβολο καὶ τοὺς δαίμονες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 19. Γιὰ τὰ ὁρατὰ δημιουργήματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 20. Γιὰ τὸν οὐρανό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 21. Γιὰ τὸ φῶς, τὴ φωτιά, τοὺς φωστῆρες, δηλαδὴ τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 22. Γιὰ τὸν ἀέρα καὶ τοὺς ἀνέμους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 23. Γιὰ τὰ νερά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 23α. Γιὰ τὰ πελάγη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 24. Γιὰ τὴ γῆ καὶ γιὰ ὅσα προέρχονται ἀπ’ αὐτήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 24α. Εἰσὶ δὲ αἳ γνωσθεῖσαι ἐπαρχίαι τῆς γῆς ἤτοι σατραπίαι αὗται·
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 25. Γιὰ τὸν Παράδεισο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 26. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
(Διά τά κεφάλαια 27-70 ΕΔΩ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 27. Γιὰ τὶς ἡδονές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 28. Γιὰ τὴν λύπη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 29. Γιὰ τὸ φόβο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 30. Γιὰ τὸ θυμό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 31. Γιὰ τὴ φαντασία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 32. Γιὰ τὴν αἴσθηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 33. Γιὰ τὸ διανοητικό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 34. Γιὰ τὸ μνημονικό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 35. Γιὰ τὸν ἐνδιάθετο καὶ προφορικὸ λόγο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 36. Γιὰ τὸ πάθος καὶ τὴν ἐνέργεια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 37. Γιὰ τὴν ἐνέργεια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 38. Γιὰ τὸ ἑκούσιο καὶ τὸ ἀκούσιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 39. Γιὰ τὴν ἐξουσία τῆς βουλήσεώς μας, δηλαδὴ γιὰ τὸ αὐτεξούσιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 40. Γι’ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 41. Γιὰ ποιὸ λόγο δημιουργηθήκαμε αὐτεξούσιοι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 42. Γι’ αὐτὰ ποὺ δὲν ἐξαρτῶνται ἀπό μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 43. Γιὰ τὴν Πρόνοια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 44. Γιὰ τὴν πρόγνωση καὶ τὸν προορισμό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 45. Γιὰ τὴ θεία οἰκονομία καὶ γιὰ τὴ φροντίδα του γιὰ μᾶς καὶ τὴ σωτηρία μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 46. Γιὰ τὸν τρόπο τῆς συλλήψεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τὴ θεία σάρκωση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 47. Γιὰ τὶς δύο φύσεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 48. Γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἀντιδόσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 49. Γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν φύσεων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 50. Ὅτι ὅλη ἡ θεία φύση μὲ μία ἀπὸ τὶς ὑποστάσεις τῆς ἑνώθηκε μὲ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ὄχι μὲ ἕνα μέρος της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 51. Γιὰ τὴ μία σύνθετη ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 52. Γι’ αὐτοὺς ποῦ ρωτοῦν· οἱ φύσεις τοῦ Κυρίου ὑπάγονται στὸ ἀδιάσπαστο ποσὸ ἢ στὸ διαχωρισμένο;
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 53. Ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα, ἂν ὑπάρχει φύση ἀνυπόστατη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 54. Γιὰ τὸν Τρισάγιο Ὕμνο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 55. Γιὰ τὴ φύση καὶ διαφορά, τὴν ἕνωση καὶ σάρκωση ποὺ θεωρεῖται στὸ γένος καὶ στὸ ἄτομο, καὶ πῶς πρέπει νὰ ἐννοοῦμε «τὴ μία φύση τοῦ Θεοῦ Λόγου σαρκωμένη».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 56. Ὅτι ἡ ἁγία παρθένος εἶναι Θεοτόκος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 57. Γιὰ τὰ γνωρίσματα τῶν δύο φύσεων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 58. Γιὰ τὰ θελήματα καὶ τὰ αὐτεξούσια του Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 59. Γιὰ τὶς ἐνέργειες ποὺ ἔχει ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 60. Ἀπάντηση σ’ αὐτοὺς ποὺ λένε: ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο φύσεις καὶ δύο ἐνέργειες, πρέπει γιὰ τὸ Χριστὸ νὰ παραδεχθοῦμε τρεῖς φύσεις καὶ ἄλλες τόσες ἐνέργειες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 61. Γιὰ τὸ ὅτι ἔχει θεωθεῖ ἡ φύση τῆς σάρκας τοῦ Κυρίου καὶ τὸ θέλημά της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 62. Καὶ ἄλλα γιὰ τὰ θελήματα, γιὰ τὸ αὐτεξούσιο, γιὰ τὶς σκέψεις, τὶς γνώσεις καὶ τὶς σοφίες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 63. Γιὰ τὴ θεανδρικὴ ἐνέργεια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 64. Γιὰ τὰ φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 65. Γιὰ τὴν ἄγνοια καὶ τὴ δουλεία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 66. Γιὰ τὴν προκοπή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 67. Γιὰ τὴ δειλία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 68. Γιὰ τὴν προσευχὴ τοῦ Κυρίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 69. Γιὰ τὴν οἰκείωση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 70. Γιὰ τὸ πάθος τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου καὶ γιὰ τὴν ἀπάθεια τῆς θείας φύσεώς του.
(Διά τά κεφάλαια 71-100 ΕΔΩ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 71. Γιὰ τὸ ὅτι ἡ θεότητα τοῦ Λόγου παρέμεινε ἀχώριστη ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ στὸ θάνατο τοῦ Κυρίου, καὶ ὅτι ἡ ὑπόσταση παρέμεινε μία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 72. Γιὰ τὴ φθορὰ καὶ τὴ διαφθορά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 73. Γιὰ τὴν κάθοδο στὸν Ἅδη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 74. Γιὰ τὰ μετὰ τὴν ἀνάσταση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 75. Γιὰ τὸ ὅτι κάθεται στὰ δεξιά του Πατέρα του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 76. Σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς λένε ὅτι, ἐὰν ὁ Χριστὸς ἔχει δύο φύσεις, τότε συμβαίνει ἕνα ἀπὸ τὰ δύο: ἢ λατρεύετε καὶ τὴν κτίση, προσυνώντας τὴν κτιστὴ φύση, ἢ θεωρεῖτε ὅτι μία φύση πρέπει νὰ προσκυνεῖται καὶ μία δὲν πρέπει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 77. Γιατί ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Υἱὸς καὶ ὄχι ὁ Πατέρας ἢ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τί πέτυχε μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 78. Ἀπάντηση σὲ ὅσους ρωτοῦν τί εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ, κτιστῆ ἢ ἄκτιστη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 79. Γιὰ τὸ πότε ὀνομάσθηκε Χριστός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 80. Ἀπάντηση σ’ αὐτοὺς ποὺ ρωτοῦν, ἐὰν ἡ ἁγία Θεοτόκος γέννησε δύο φύσεις, καὶ ἐὰν δύο φύσεις κρεμάσθηκαν πάνω στὸ σταυρό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 81. Πῶς λέγεται ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πρωτότοκος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 82. Γιὰ τὴν πίστη καὶ τὸ βάπτισμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 84. Γιὰ τὸ σταυρό, καὶ ἀκόμη γιὰ τὴν πίστη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 85. Γιὰ τὴν προσκύνηση πρὸς τὴν ἀνατολή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 86. Γιὰ τὰ ἅγια καὶ ἄχραντα μυστήρια τοῦ Κυρίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 87. Γιὰ τὴ γενεαλογία τοῦ Κυρίου καὶ γιὰ τὴν ἁγία Θεοτόκο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 88. Γιὰ τὴν τιμὴ τῶν Ἁγίων καὶ τῶν λειψάνων τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 89. Γιὰ τὶς εἰκόνες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 90. Γιὰ τὴν Ἁγία Γραφή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 91. Γι’ αὐτὰ ποὺ λέγονται γιὰ τὸ Χριστό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 92. Ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι αἴτιος τῶν κακῶν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 93. Ὅτι δὲν ὑπάρχουν δύο ἀρχές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 94. Γιὰ ποιὸ λόγο, ἂν καὶ ὁ Θεὸς γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων ὅτι αὐτοὶ ἐπρόκειτο νὰ ἁμαρτήσουν καὶ νὰ μὴ μετανοήσουν, τοὺς δημιούργησε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 95. Σχετικὰ μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ νόμο τῆς ἁμαρτίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 96. Ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων, σχετικὰ μὲ τὸ Σάββατο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 97. Γιὰ τὴν Παρθενία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 98. Γιὰ τὴν Περιτομή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 99. Γιὰ τὸν Ἀντίχριστο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 100. Γιὰ τὴν Ἀνάσταση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.  Ὅτι τὸ θεῖο εἶναι ἀκατάληπτο καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐρευνᾶ κανεὶς καὶ νὰ περιεργάζεται αὐτὰ ποὺ δὲν μᾶς ἔχουν παραδοθεῖ ἀπὸ τοὺς ἁγίους προφῆτες καὶ ἀποστόλους καὶ εὐαγγελιστές. «Τὸν Θεὸ ποτὲ κανεὶς δὲν τὸν εἶδε. Ὁ μονογενής του Υἱός, ποὺ βρίσκεται μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα του, αὐτὸς μας τὸν γνώρισε». Τὸ θεῖο λοιπὸν εἶναι ἄρρητο καὶ ἀκατάληπτο. «Διότι κανένας δὲν γνωρίζει τὸν Πατέρα παρὰ μόνον ὁ Υἱός· οὔτε τὸν Υἱὸ γνωρίζει κανεὶς παρὰ μόνον ὁ Πατέρας». Καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐπίσης γνωρίζει τὰ τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου γνωρίζει τὰ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ μετὰ τὴν πρώτη ἐκείνη καὶ μακάρια φύση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κανεὶς ποτὲ δὲν γνώρισε τὸ Θεό, παρὰ μόνον ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε· κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν τὸν γνώρισε οὔτε ἀπὸ τὶς ὑπερκόσμιες δυνάμεις, ἀκόμη, νομίζω, καὶ αὐτὰ τὰ Χερουβὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἄφησε σὲ τέλεια ἄγνοια. Διότι ἡ γνώση τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐκ φύσεως δοθεῖ σὲ ὅλους μας. Ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ κτίση καὶ ἡ συνοχὴ καὶ ἡ διακυβέρνησή της διακηρύσσει τὸ μεγαλεῖο της φύσεως τοῦ Θεοῦ. Μᾶς φανέρωσε, ὅσο εἶναι δυνατόν, τὴ γνώση τοῦ ἐαυτοῦ Τοῦ πρῶτα μὲ τὸ νόμο καὶ τοὺς προφῆτες καὶ ἔπειτα μὲ τὸν μονογενῆ Υἱό του, τὸν Κύριο καὶ Θεό μας, Σωτήρα Ἰησοῦ Χριστό. Ὅλα, λοιπόν, ποὺ μᾶς ἔχει παραδώσει ὁ νόμος, οἱ προφῆτες, οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ εὐαγγελιστὲς τὰ ἀποδεχόμαστε, τὰ γνωρίζουμε καὶ τὰ σεβόμαστε καὶ δὲν ζητᾶμε τίποτε περισσότερο ἀπ’ αὐτά. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ μᾶς παρέχει ὅλα τα ἀγαθά. Δὲν πέφτει οὔτε σὲ ζήλεια οὔτε σὲ κάποιο ἄλλο πάθος· διότι ὁ φθόνος εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴ θεία φύση, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαθὴς καὶ μόνη ἀγαθή. Ἐπειδὴ λοιπὸν γνωρίζει τὰ πάντα καὶ προνοεῖ γιὰ τὸ συμφέρον τοῦ καθένα, ἀποκάλυψε σὲ μᾶς αὐτὸ ποὺ μᾶς συνέφερε νὰ γνωρίζουμε, ἐνῶ ἀποσιώπησε αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ καταλάβουμε. Ἃς ἀρκεσθοῦμε καὶ μείνουμε σ’ αὐτά, χωρὶς νὰ μετακινοῦμε τὰ αἰώνια σύνορα καὶ χωρὶς νὰ παραβαίνουμε τὴ θεία παράδοση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2.  Γι’ αὐτὰ ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ λεχθοῦν καὶ γι’ αὐτὰ ποὺ εἶναι ἄρρητα, καὶ γιὰ ὅσα μπορεῖ νὰ εἶναι γνωστὰ καὶ ὅσα ἄγνωστα. Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ὁμιλεῖ ἢ ν’ ἀκούει γιὰ τὸ Θεὸ πρέπει νὰ γνωρίζει καλὰ ὅτι ὅσα ἀναφέρονται στὸ Θεὸ καθ’ ἐαυτὸν καὶ ὅσα στὸ ἔργο τῆς οἰκονομίας Του, οὔτε ὅλα ἀποσιωπῶνται οὔτε ὅλα λέγονται· οὔτε ὅλα εἶναι ἄγνωστα οὔτε ὅλα γνωστά. Καὶ ἄλλο εἶναι αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει γνωστὸ καὶ ἄλλο αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ λεχθεῖ, ὅπως ἄλλο εἶναι το νὰ ὁμιλεῖ κανεὶς καὶ ἄλλο το νὰ γνωρίζει κάτι. Πολλὰ λοιπὸν ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε ἀτελῶς μὲ τὸ νοῦ γιὰ τὸ Θεὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ διατυπώσουμε κατάλληλα, ἀλλὰ ἀναγκαζόμαστε μὲ δικὲς ἐκφράσεις νὰ ὁμιλοῦμε γι’ αὐτὰ ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ μᾶς (θεία)· ἔτσι ἀποδίδουμε στὸ Θεὸ ὕπνο, ὀργή, ἀμέλεια, χέρια, πόδια καὶ τὰ ὅμοια. Γνωρίζουμε καὶ ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι χωρὶς ἀρχὴ καὶ τέλος, αἰώνιος, παντοτινός, ἀδημιούργητος, ἀμετάβλητος, ἀναλλοίωτος, ἁπλός, ἀσύνθετος, ἀσώματος, ἀόρατος, ἀψηλάφητος, ἀπερίγραπτος, ἄπειρος, ἀπεριόριστος, ἀκατάληπτος, ἀχώρητος στὸ νοῦ, ἀγαθός, δίκαιος, παντοδύναμος, δημιουργὸς ὅλων των κτισμάτων,παντοκράτορας, παντεπόπτης, προνοητῆς ὅλων, ἐξουσιαστὴς καὶ κριτής. Γνωρίζουμε ἐπίσης καὶ ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, δηλαδὴ μία οὐσία· ἀποκαλύπτεται καὶ ὑπάρχει σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, ἐννοῶ τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἀκόμη ὅτι ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι σὲ ὅλα ἕνα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγεννησία, τὴ γέννηση καὶ τὴν ἐκπόρευση. Γνωρίζουμε ἀκόμη καὶ ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς ὁ ἴδιος, ἀπὸ τὴ μεγάλη του εὐσπλαγχνία καὶ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία, μὲ τὴν καλὴ θέληση τοῦ Πατέρα του καὶ τὴ συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνελήφθη ἀσπόρως καὶ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο καὶ Θεοτόκο Μαρία μὲ τὴν ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἔγινε ἀπ’αὐτὴν τέλειος ἄνθρωπος. Γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι συγχρόνως καὶ τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος· ἔχει δύο φύσεις, τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη· ὑπάρχει σὲ δύο φύσεις ποὺ ἔχουν νοῦ, θέληση, ἐνέργεια καὶ αὐτεξούσιο· καὶ γιὰ νὰ τὸ πῶ μ’ ἕνα λόγο, εἶναι μὲ δύο φύσεις, τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη, ποὺ εἶναι τέλειες ὅσον ἀφορᾶ τὰ γνωρίσματα ποὺ ἁρμόζουν στὴν καθεμία καὶ ἀποτελοῦν μία σύνθετη ὑπόσταση. Διότι ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ὅλη ἡ χορεία τῶν Ἁγίων μαρτυρεῖ ὅτι καὶ πείνασε καὶ δίψασε καὶ κουράστηκε καὶ σταυρώθηκε καὶ δοκίμασε τὸ θάνατο καὶ τὴν ταφή, ἀλλὰ ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα καὶ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, ἀπ’ ὅπου ἦλθε πάλι σὲ μᾶς καὶ θὰ μᾶς ἔλθει ἀργότερα. Ἀγνοοῦμε ὅμως καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ποιὰ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ἢ πῶς εἶναι πανταχοῦ παρὼν ἢ πῶς γεννήθηκε Θεὸς ἀπὸ Θεὸ καὶ ἔχει ἐκπορευθεῖ ἢ πῶς ταπείνωσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Θεὸς καὶ ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ παρθένο, ἀφοῦ κυοφορήθηκε μὲ ἄλλο τρόπο πέρα ἀπὸ τὸν φυσικό, ἢ πῶς περπατοῦσε πάνω στὰ νερὰ χωρὶς νὰ βραχοῦν τὰ πόδια του. Δὲν μποροῦμε, λοιπόν, οὔτε νὰ ποῦμε οὔτε νὰ ἐννοήσουμε κάτι ἄλλο ἀπ’ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ μὲ Πνεῦμα Θεοῦ ἀπὸ τὰ ἱερὰ λόγια τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, τὰ ὁποῖα καὶ ἔχουν λεχθεῖ καὶ ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3.  Ἀπόδειξη ὅτι ὑπάρχει Θεός. Κανεὶς βέβαια δὲν ἀμφισβητεῖ ὅτι ὑπάρχει Θεός, οὔτε αὐτοὶ ποὺ δέχονται τὴν Ἁγία Γραφὴ -ἐννοῶ καὶ τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη-, ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες (συγγραφεῖς). Διότι, ὅπως εἴπαμε, ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀπὸ τὴ φύση τῆς σπαρεῖ μέσα μας. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ κακία τοῦ πονηροῦ ἐπικράτησε πάρα πολὺ στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγήσει ὁρισμένους στὸ πλέον παράλογο καὶ χειρότερο ἀπ’ ὅλα τα κακὰ βάραθρο τῆς ἀπώλειας: νὰ λένε δηλαδὴ ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός· τὴν ἀφροσύνη τοὺς τὴν περιγράφει ὁ προφήτης Δαβὶδ λέγοντας: «Εἶπε ὁ ἄφρων μὲ τὴ σκέψη του· δὲν ὑπάρχει Θεός». Οἱ μαθητὲς μάλιστα καὶ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἔγιναν σοφοὶ ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα καὶ μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη τοῦ ἔκαναν θεία σημεῖα, αἰχμαλώτισαν τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὰ δίχτυα τῶν θαυμάτων καὶ τοὺς ἀνέσυραν ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας στὸ φῶς τῆς θείας γνώσεως. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ διάδοχοί τους στὴ χάρη καὶ τὴν ἀξία, οἱ πατέρες καὶ δάσκαλοι, ἀφοῦ δέχθηκαν τὴ φωτιστικὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φώτιζαν αὐτοὺς ποὺ βρίσκονταν στὴν ἄγνοια καὶ ἐπανέφεραν στὴν ἀλήθεια τοὺς πλανεμένους μὲ τὴ δύναμη τῶν θαυμάτων καὶ μὲ τὰ λόγια τῆς χάριτος. Ἐμεῖς ὅμως, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀποκτήσαμε οὔτε τὸ χάρισμα τῶν θαυμάτων οὔτε αὐτὸ τῆς διδασκαλίας -διότι γίναμε ἀνάξιοι ἐξαιτίας τῆς προσκολλήσεώς μας στὶς ἡδονὲς- ἃς ἀναπτύξουμε λίγα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἔχουν παραδώσει οἱ ἑρμηνευτὲς τῆς θείας χάριτος γιὰ τὸ θέμα αὐτό, ἀφοῦ ζητήσουμε τὴ βοήθεια τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλα τα ὄντα εἶναι ἢ κτιστὰ ἢ ἄκτιστα. Ἐὰν βέβαια εἶναι κτιστά, σίγουρα εἶναι καὶ μεταβλητά. Διότι, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἄρχισαν τὴν ὕπαρξή τους μὲ τὴ μεταβολή, αὐτὰ σίγουρα θὰ ὑπόκεινται στὴ μεταβολὴ ἢ μὲ φυσικὴ φθορὰ ἢ μὲ θεληματικὴ ἀλλοίωση. Ἐὰν ὅμως εἶναι ἄκτιστα, σύμφωνα μὲ λογικὴ ἀκολουθία, θὰ εἶναι ὁπωσδήποτε καὶ ἀμετάβλητα. Διότι αὐτὰ ποὺ ἔχουν τὸ εἶναι ἀντίθετο, ἀντίθετο ἔχουν καὶ τὸν τρόπο ὑπάρξεως, δηλαδὴ τὶς ἰδιότητες. Ποιός, λοιπόν, δὲν θὰ συμφωνήσει ὅτι ὅλα τα ὄντα, ὅσα ὑποπίπτουν στὶς αἰσθήσεις μας, ἀκόμη καὶ οἱ ἄγγελοι, μεταβάλλονται καὶ ἀλλοιώνονται καὶ μὲ ποικίλους τρόπους κινοῦνται; Διότι τὰ νοητὰ ὄντα –ἐννοῶ τοὺς ἀγγέλους, τὶς ψυχὲς καὶ τοὺς δαίμονες- κινοῦνται προαιρετικὰ εἴτε στὴν πρόοδο τοῦ καλοῦ εἴτε στὴν ἀπομάκρυνση ἀπ’ αὐτό, ἡ ὁποία ἄλλοτε αὐξάνει κι ἄλλοτε ἐλαττώνεται. Τὰ ὑπόλοιπα ὅμως ὄντα μεταβάλλονται μὲ τὴ γέννηση, τὴ φθορά, τὴν αὔξηση καὶ τὴ μείωση, μὲ τὴ μεταβολὴ στὴν ποιότητα καὶ τὴν κίνηση στὸ χῶρο. Ὄντας λοιπὸν μεταβλητά, εἶναι σίγουρα καὶ κτιστά. Καὶ ἐφόσον εἶναι κτιστά, εἶναι βέβαιο ὅτι ἀπὸ κάποιον δημιουργήθηκαν. Πρέπει ὅμως ὁ δημιουργὸς νὰ εἶναι ἄκτιστος· ἐὰν κι ἐκεῖνος δημιουργήθηκε, ἀπὸ κάποιον δημιουργήθηκε, ἕως ὅτου φθάσουμε σὲ κάποιο ὃν ἄκτιστο. Ὄντας λοιπὸν ἄκτιστος ὁ δημιουργός, ὁπωσδήποτε εἶναι καὶ ἀμετάβλητος. Αὐτὸ τὸ ἄκτιστο ὃν τί ἄλλο θὰ εἶναι παρὰ ὁ Θεός; Ἡ συνοχή, ἡ συντήρηση καὶ ἡ διακυβέρνηση τῆς κτίσεως μᾶς διδάσκει ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὁ ὁποῖος δημιούργησε σὸ σύμπαν, τὸ συγκρατεῖ, τὸ συντηρεῖ καὶ πάντοτε προνοεῖ γι’ αὐτό. Διότι, πῶς εἶναι δυνατὸν ἀντίθετα στοιχεῖα τῆς φύσεως, ὅπως ἡ φωτιὰ καὶ τὸ νερό, ὁ ἀέρας καὶ ἡ γῆ, ἐὰν δὲν τὰ συνέχει μιὰ πανίσχυρη δύναμη ποὺ τὰ κρατᾶ ἀδιάσπαστα πάντοτε, νὰ ἑνώνονται μεταξύ τους γιὰ ν’ ἀποτελέσουν μιὰ ἁρμονία καὶ νὰ μείνουν ἀδιάλυτα; Ποιὰ δύναμη εἶναι αὐτὴ ποὺ ἔφερε τὴν τάξη στὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, σὲ ὅσα πετοῦν στὸν ἀέρα καὶ ὅσα εἶναι μέσα στὸ νερό, καὶ κυρίως σὲ ὅσα ὑπῆρχαν πρὶν ἀπ’ αὐτά, δηλαδὴ τὸν οὐρανό, τὴ γῆ, τὸν ἀέρα καὶ στὴ φύση τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ νεροῦ; Ποιὸς τὰ ἀνέμιξε καὶ τὰ διαίρεσε; Ποιὰ δύναμη τὰ ἔθεσε σὲ κίνηση καὶ κατευθύνει τὴν ἀδιάκοπη καὶ ἀνεμπόδιστη κίνησή τους; Ἄραγε δὲν εἶναι ὁ δημιουργός τους ποὺ τοὺς ἔδωσε τὸν προορισμό τους, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο τὸ καθένα κινεῖται καὶ κατευθύνεται; Ποιὸς εἶναι ὁ δημιουργός τους; Δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ τὰ κατασκεύασε καὶ τὰ ἔφερε στὴν ὕπαρξη; Διότι δὲν θὰ θεωρήσουμε ὅτι ἡ τύχη ἔχει τέτοια δύναμη. Κι ἔστω ὅτι δημιουργήθηκαν ἀπὸ τύχη. Τίνος ἔργο εἶναι ἡ τάξη τους; Τίνος ἔργο εἶναι ἡ διατήρηση καὶ ἡ διαφύλαξή τους, σύμφωνα μὲ τὸν ἀρχικὸ προορισμό τους; Ἐννοεῖται κάποιου ἄλλου καὶ ὄχι τῆς τύχης. Κι τί εἶναι αὐτὸ τὸ ἄλλο παρὰ ὁ Θεός;

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4.  Γιὰ τὸ τί εἶναι ὁ Θεός; Ὅτι δηλαδὴ εἶναι ἀκατάληπτος. Εἶναι, λοιπόν, φανερὸ ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ἀλλὰ εἶναι τελείως ἀκατάληπτο καὶ ἄγνωστο τί εἶναι στὴν οὐσία καὶ τὴ φύση του. Ἐπίσης, εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι ἀσώματος. Διότι, πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἄπειρος (Θεός), ὁ ἀόριστος, ὁ ἀσχημάτιστος, ὁ ἀψηλάφητος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἁπλὸς καὶ ἀσύνθετος νὰ εἶναι σῶμα; Κι ἂν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ καὶ νὰ πάθει, πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἀμετάβλητος; Καὶ αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ στοιχεῖα καὶ διαλύεται σ’ αὐτά, πῶς θὰ εἶναι καὶ ἀπαθές. Διότι ἡ σύνθεση εἶναι αἰτία διαμάχης, ἡ διαμάχη χωρισμοῦ καὶ ὁ χωρισμὸς αἰτία τῆς διασπάσεως. Καὶ ἡ διάσπαση εἶναι τελείως ξένη πρὸς τὸ Θεό. Πῶς ὅμως θὰ ἔχει ἰσχὺ ὁ λόγος τῆς Γραφῆς «ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μέσα σ’ ὅλα καὶ ὅλα τα γεμίζει». «Λέει ὁ Κύριος: δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ γεμίζω ὅλο τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ;». Διότι εἶναι ἀδύνατό το σῶμα νὰ περνᾶ μέσα ἀπὸ σώματα χωρὶς νὰ τὰ τέμνει οὔτε τὸ ἴδιο νὰ τέμνεται ἢ νὰ συντίθεται καὶ νὰ ἀντιπαρατίθεται, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὰ ὑγρὰ ποὺ ἀναμειγνύονται καὶ ἀποτελοῦν ἕνα κράμα. Καὶ ἐὰν πάλι ὁρισμένοι ἰσχυρίζονται ὅτι ὑπάρχει ἄϋλο σῶμα, ὅπως αὐτὸ ποὺ οἱ Ἕλληνες σοφοί το ὀνόμαζουν πέμπτο σῶμα -πράγμα ποὺ εἶναι ἀδύνατο-, σίγουρα ὅμως αὐτὸ θὰ κινεῖται ὅπως ὁ οὐρανός. Διότι αὐτὸς εἶναι τὸ πέμπτο σῶμα. Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποῦ τὸ κινεῖ; Διότι καθετὶ ποὺ κινεῖται, ἀπὸ ἄλλον κινεῖται. Καὶ ἐκεῖνον ποιὸς τὸν κινεῖ; Κι ἔτσι θὰ πᾶμε ὡς τὸ ἄπειρο, ἕως ὅτου φθάσουμε σὲ κάτι ἀκίνητο. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο ἀκίνητο ποὺ κινεῖ, καὶ εἶναι τὸ θεῖον. Καὶ πῶς πάλι αὐτὸ ποῦ κινεῖται δὲν περιορίζεται σὲ τόπο; Ἑπομένως, μόνο το θεῖον εἶναι ἀκίνητο καὶ κινεῖ μὲ τὴν ἀκινησία τοῦ τὰ πάντα. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ θεωρήσουμε τὸ θεῖο ἀσώματο. Ἀλλὰ οὔτε αὐτὸ (ἡ ἀκινησία) μπορεῖ νὰ παραστήσει τὴν οὐσία του, ὅπως οὔτε ἡ ἔννοια ἀγέννητος, ἄναρχος, ἀναλλοίωτος, ἄφθαρτος καὶ ὅσα λέγονται γιὰ τὸ Θεὸ ἢ σχετικὰ μὲ τὸ Θεό. Διότι αὐτὰ δὲν φανερώνουν τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ τί δὲν εἶναι. Πρέπει βέβαια αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ὁρίσει τὴν οὐσία κάποιου ὄντος νὰ πεῖ τί εἶναι, καὶ ὄχι τί δὲν εἶναι. Ὅμως, γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ ποῦμε τί εἶναι στὴν οὐσία του. Εἶναι περισσότερο εὔκολο νὰ μιλήσουμε μὲ τὴν ἀφαίρεση ὅλων των ἰδιωμάτων του· ἐπειδὴ δὲν ταυτίζεται μὲ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα· ὄχι ὅτι τάχα δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ διότι ξεπερνᾶ ὅλα τα ὄντα καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ἔννοια τῆς ὑπάρξεως. Διότι, ἂν στὰ ὄντα ἀνήκουν οἱ γνώσεις, αὐτὸ ποὺ ξεπερνᾶ τὴ γνώση εἶναι καὶ πάνω ἀπὸ τὴν οὐσία· καὶ τὸ ἀντίστροφο, αὐτὸ ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν οὐσία, εἶναι καὶ πάνω ἀπὸ τὴ γνώση. Ἑπομένως, τὸ θεῖο εἶναι ἀπεριόριστο καὶ ἀκατάληπτο· τὸ μόνο ποὺ καταλαβαίνουμε γι’ αὐτὸ εἶναι τὸ ἀπεριόριστο καὶ ἀκατάληπτό του. Καὶ ὅσα λέμε καταφατικὰ γιὰ τὸ Θεό, δὲν φανερώνουν τὴ φύση του, ἀλλὰ τὰ σχετικὰ μ’ αὐτήν. Ἡ ἔννοια ἀγαθός, δίκαιος, σοφὸς κι ὅ,τι ἄλλο ποῦμε, δὲν ἀναφέρονται στὴ φύση τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ στὰ σχετικὰ μ’ αὐτήν. Ὑπάρχουν καὶ ὁρισμένες καταφατικὲς ἔννοιες ποὺ λέγονται γιὰ τὸ Θεὸ μὲ καθαρὴ ἀρνητικὴ ἔννοια· π.χ. λέγοντας σκοτάδι γιὰ τὸ Θεό, δὲν ἐννοοῦμε σκοτάδι, ἀλλὰ ὅτι δὲν ὑπάρχει φῶς ποὺ ξεπερνᾶ τὸ δικό Του φῶς· καὶ λέγοντας φῶς, ἐννοοῦμε ὅτι δὲν εἶναι σκοτάδι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 5. Ἀπόδειξη, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὄχι πολλοί. Ἀποδείξαμε ἱκανοποιητικὰ ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ ὅτι ἡ οὐσία τοῦ εἶναι ἀκατάληπτη. Ἐπίσης, ὅσοι πιστεύουν στὴν Ἁγία Γραφή, δὲν ἀμφισβητοῦν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας καὶ ὄχι πολλοί. Διότι τὸ λέει ὁ Κύριος στὴν ἀρχὴ τοῦ Νόμου (στὸ Μωϋσῆ): «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος καὶ Θεός σου ποὺ σ’ ἔβγαλα ἀπὸ τὴ γῆ τῆς Αἰγύπτου. Δὲν θὰ λατρεύεις ἄλλους θεοὺς ἐκτὸς ἀπὸ μένα». Καὶ πάλι λέει: «Ἄκουσε, λαὲ τοῦ Ἰσραήλ· ὁ Κύριος καὶ Θεός σου εἶναι ἕνας». Τὸ λέει καὶ μὲ τὸν προφήτη Ἠσαΐα: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ πρῶτος Θεός, ἐγὼ καὶ ὁ μετέπειτα καὶ κανένας ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ μένα. Δὲν ὑπῆρξε ἄλλος Θεὸς πρὶν ἀπὸ μένα, οὔτε θὰ ὑπάρξει μετὰ καὶ ἐκτὸς ἀπὸ μένα». Καὶ στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια ὁ Κύριος λέει τὰ ἑξῆς πρὸς τὸν Πατέρα: «Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, νὰ γνωρίσουν ἐσένα, τὸ μοναδικὸ ἀληθινὸ Θεό». Μὲ ὅσους, ὅμως, δὲν πιστεύουν στὴν Ἁγία Γραφή, θὰ συζητήσουμε ὡς ἑξῆς. Τὸ θεῖο εἶναι τέλειο καὶ δὲν τοῦ λείπει τίποτε οὔτε στὴν ἀγαθωσύνη οὔτε στὴ σοφία καὶ τὴ δύναμη· εἶναι χωρὶς ἀρχὴ καὶ τέλος, αἰώνιο, ἀπεριόριστο καὶ γενικὰ τέλειο σὲ ὅλα. Ἐάν, λοιπόν, παραδεχθοῦμε πολλοὺς θεούς, ὑποχρεωτικὰ δεχόμαστε διαφορὰ ἀνάμεσα στοὺς πολλούς. Κι ἂν δὲν ὑπάρχει καμιὰ διαφορὰ μεταξύ τους, τότε ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας καὶ ὄχι πολλοί. Ἂν πάλι ὑπάρχει διαφορά, ποῦ εἶναι ἡ τελειότητα; Διότι, ἂν ὑστερεῖ ἀπὸ τὴν τελειότητα σὲ κάτι, εἴτε στὴν ἀγαθωσύνη ἢ τὴ δύναμη ἢ τὴ σοφία ἢ τὸ χρόνο ἢ τὸν τόπο, τότε δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι Θεός. Ἡ ταύτιση ὅμως σὲ ὅλα ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μᾶλλον ἕνας καὶ ὄχι πολλοί. Κι ἂν μάλιστα εἶναι πολλοί, πῶς θὰ διατηρηθεῖ τὸ ἀπεριόριστο; Διότι ὅπου θὰ εἶναι ὁ ἕνας, δὲν θὰ βρίσκεται ὁ ἄλλος. Καὶ πῶς οἱ πολλοὶ θεοὶ θὰ διευθύνουν τὸν κόσμο καὶ δὲν θὰ τὸν διαλύσουν καὶ καταστρέψουν, ἐφόσον θὰ ἔχουν πόλεμο μεταξύ τους οἱ κυβερνῆτες; Διότι ἡ διαφορὰ ὁδηγεῖ στὴν ἔχθρα. Κι ἂν κάποιος ὑποστηρίξει ὅτι ὁ καθένας κυβερνᾶ ἕνα μέρος τοῦ κόσμου, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔβαλε αὐτὴ τὴν τάξη καὶ ἔκανε τὴ διανομή; Ἐκεῖνος θὰ εἶναι ἀσφαλῶς ὁ Θεός. Ἑπομένως, ἕνας εἶναι ὁ Θεός, τέλειος, ἀπεριόριστος, δημιουργός, προνοητῆς καὶ κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος, πρὶν καὶ πάνω ἀπ’ὅλα τέλειος. Ἐπιπλέον, ἀποτελεῖ καὶ φυσικὸ νόμο, ἡ μονάδα νὰ εἶναι ἡ βάση τῆς δυάδος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 6. Γιὰ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἕνας καὶ μοναδικὸς Θεὸς δὲν εἶναι ἄλογος. Ἐφόσον ἔχει Λόγο, δὲν θὰ εἶναι χωρὶς ὑπόσταση, οὔτε θὰ ἔχει ἀρχὴ καὶ τέλος ἡ ὕπαρξή του. Διότι, δὲν ὑπῆρχε χρόνος, ποὺ νὰ μὴν ὑπῆρχε ὁ Θεὸς Λόγος. (Ὁ Θεὸς) ἔχει πάντοτε τὸ Λόγο του, γεννημένο ἀπ’ Αὐτόν· δὲν εἶναι ἀνυπόστατος καὶ σκορπισμένος στὸν ἀέρα ὅπως ὁ δικός μας λόγος, ἀλλὰ εἶναι ἐνυπόστατος, ζωντανός, τέλειος. Δὲν προχωρεῖ ἔξω ἀπ’ Αὐτόν, ἀλλὰ εἶναι πάντοτε ἑνωμένος μαζί του. Διότι, ποῦ θὰ εἶναι, ἂν βγεῖ ἔξω ἀπ’ Αὐτόν; Ἐπειδή, δηλαδή, ἡ δική μας φύση εἶναι θνητὴ καὶ φθαρτή, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος μᾶς εἶναι ἀνυπόστατος. Ὁ Θεὸς ὅμως, ἐπειδὴ εἶναι αἰώνιος καὶ τέλειος, θὰ ἔχει καὶ τὸ Λόγο τοῦ τέλειο καὶ ἐνυπόστατο, αἰώνιο, ζωντανὸ καὶ κάτοχο ὅλων ὅσων κατέχει καὶ ὁ γεννήτοράς του. Διότι, ὅπως ἀκριβῶς ὁ δικός μας λόγος προέρχεται ἀπὸ τὸ νοῦ ἀλλὰ δὲν ταυτίζεται ἀπόλυτα μ’ αὐτὸν καὶ οὔτε εἶναι σὲ ὅλα διαφορετικὸς —διότι, ἂν καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ νοῦ εἶναι κάτι ἄλλο ἀπ’ αὐτόν· καὶ παρόλο ποὺ φανερώνει τὸ νοῦ, δὲν εἶναι σὲ ὅλα διαφορετικὸς ἀπὸ τὸ νοῦ· ἀλλά, ὄντας κατὰ τὴ φύση ὅμοιος, εἶναι διαφορετικὸς στὴν ὑποσταση— ἔτσι καὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ δική του ὑπόσταση εἶναι διαφορετικὸς μ’ Ἐκεῖνον (γεννήτορα), ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβε τὴν ὑπόσταση· ἐπειδὴ ὅμως δείχνει τὰ ἴδια ποὺ βλέπουμε στὸ Θεὸ (Πατέρα), εἶναι ὁ ἴδιος στὴ φύση μ’ ἐκεῖνον. Διότι, ὅπως βλέπουμε τὸν Πατέρα νὰ εἶναι τέλειος σὲ ὅλα, τὸ ἴδιο βλέπουμε καὶ στὸ Λόγο ποὺ γεννήθηκε ἀπ’ Αὐτόν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 7.  Λογικὴ ἀπόδειξη γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Πρέπει, ἐπίσης, ὁ Λόγος νὰ ἔχει καὶ Πνεῦμα. Ἀκόμη καὶ ὁ δικός μας λόγος δὲν στερεῖται πνεῦμα. Σέ μας, ὅμως, τὸ πνεῦμα εἶναι ξένο στὴ φύση μας· διότι πρόκειται γιὰ εἰσπνοὴ καὶ κίνηση τοῦ ἀέρα, ὁ ὁποῖος εἰσέρχεται καὶ διασκορπίζεται στὸ σῶμα, γιὰ νὰ τοῦ δώσει ζωή. Αὐτό, στὴ διάρκεια τῆς ὁμιλίας, γίνεται φωνὴ τοῦ λόγου, ποὺ φανερώνει μέσα της τὴ δύναμη τοῦ λόγου. Στὴ θεία ὅμως φύση, ποὺ εἶναι ἁπλὴ καὶ ἀσύνθετη, πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε μὲ σεβασμὸ ὅτι ὑπάρχει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι πιὸ ἐλλιπὴς ἀπὸ τὸ δικό μας λόγο· καὶ δὲν εἶναι εὐσεβὲς νὰ θεωροῦμε ὅτι τὸ Πνεῦμα εἰσέρχεται στὸ Θεὸ ἀπέξω σὰν κάτι τὸ ξένο, ὅπως συμβαίνει σὲ μᾶς ποὺ εἴμαστε σύνθετοι. Ἀλλά, ὅπως ἀκριβῶς ὅταν ἀκούσαμε γιὰ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, δὲν τὸν θεωρήσαμε χωρὶς ὑπόσταση οὔτε ὅτι εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μαθήσεως ἢ προφέρεται μὲ φωνὴ καὶ διασκορπίζεται στὸν ἀέρα καὶ χάνεται, ἀλλὰ θεωρήσαμε ὅτι ὑφίσταται μὲ οὐσία, ἐλεύθερη βούληση, ἐνέργεια καὶ παντοδυναμία· ἔτσι, ὅταν μάθαμε καὶ γιὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο συμμαρτυρεῖ γιὰ τὸ Λόγο καὶ φανερώνει τὴν ἐνέργειά του, δὲν τὸ θεωρήσαμε σὰν κάποια πνοὴ χωρὶς ὑπόσταση —διότι ἔτσι ἐξευτελίζουμε τὴ μεγαλοπρέπεια τῆς θείας φύσεως, ἐφόσον θεωροῦμε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ σχεδὸν ὅμοιο μὲ τὸ δικό μας πνεῦμα. Ἀντίθετα, τὸ θεωρήσαμε δύναμη μὲ οὐσία, ποὺ ἔχει δική της ἰδιαίτερη ὑπόσταση· προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀναπαύεται στὸ Λόγο, τὸν ὁποῖο καὶ ἀποκαλύπτει. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ στὸν ὁποῖο κατοικεῖ, οὔτε ἀπὸ τὸ Λόγο τὸν ὁποῖο συνοδεύει· οὔτε βαδίζει πρὸς τὴν ἀνυπαρξία, ἀλλὰ εἶναι ὑποστατικὴ δύναμη ὅμοια μὲ τὸ Λόγο, ζωντανή, μὲ θέληση, αὐτοκινούμενη καὶ ἐνεργητική· ἐπιθυμεῖ πάντοτε τὸ ἀγαθὸ καὶ ἡ δύναμή της συνοδεύει τὴ θέληση γιὰ κάθε καλὸ σκοπό· δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος. Διότι ποτὲ ὁ Λόγος δὲν ἀπουσίασε ἀπὸ τὸν Πατέρα οὔτε τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸ Λόγο. Ἔτσι, ἀπὸ τὴ μιά, μὲ τὴν ἑνότητα τῆς φύσεως, ἐξαφανίζεται ἡ πλάνη τῆς πολυθεΐας τῶν Ἑλλήνων, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, μὲ τὴν ὁμολογία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Λόγου καὶ τοῦ Πνεύματος, ἀνατρέπεται ἡ πίστη τῶν Ἰουδαίων. Καὶ ἀπὸ τὶς δύο αἱρετικὲς ἀποκλίσεις παραμένει ἡ ὠφέλεια: ἀπὸ τὴν ἰουδαϊκὴ ἀντίληψη ἔχουμε τὴν ἑνότητα τῆς οὐσίας, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ τὴ διάκριση τῶν ὑποστάσεων. Ἐὰν ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι ἔχουν ἀντίρρηση στὴν παραδοχὴ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Λόγου καὶ τοῦ Πνεύματος, ἡ Ἁγία Γραφὴ θὰ τοὺς ἐλέγξει καὶ ἀποστομώσει. Διότι γιὰ τὸ Λόγο λέει ὁ Δαβίδ: «Ὁ Λόγος σου, Κύριε, θὰ μένει αἰώνια στὸν οὐρανό». Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέει: «Ἔστειλε τὸ Λόγο του καὶ τοὺς θεράπευσε». Ἂν πρόκειται γιὰ λόγο προφορικό, αὐτὸς οὔτε ἀποστέλλεται οὔτε μένει αἰώνια. Ὁ ἴδιος ὁ Δαβὶδ ὁμιλεῖ καὶ γιὰ τὸ Πνεῦμα: «Θὰ στείλεις τὸ Πνεῦμα σου καὶ θὰ δημιουργηθοῦν»· καὶ ἀλλοῦ πάλι λέει: «Οἱ οὐρανοὶ σχηματίσθηκαν μὲ τὸ Λόγο τοῦ Κυρίου· ὅλη ἡ δύναμή τους εἶναι στὸ Πνεῦμα τοῦ στόματός του». Ὁ Ἰώβ, ἐπίσης, λέει: «Μὲ δημιούργησε τὸ θεῖο Πνεῦμα καὶ μὲ συγκρατεῖ ἡ πνοὴ τοῦ παντοκράτορα». Καὶ τὸ Πνεῦμα ποὺ ἀποστέλλεται, δημιουργεῖ, σταθεροποιεῖ καὶ συγκρατεῖ δὲν εἶναι ἕνας ἀέρας ποὺ χάνεται, ὅπως καὶ τὸ στόμα δὲν εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Θεοῦ· διότι καὶ τὰ δύο πρέπει νὰ τὰ ἐννοήσουμε μὲ θεοπρεπῆ τρόπο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 8.  Γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα Γι’ αὐτὸ πιστεύουμε σ’ ἕνα Θεό, τὸν πρωταρχικὸ αἴτιο, τὸν ἀδημιούργητο, ἀγέννητο, ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο, αἰώνιο, ἄπειρο, ἀπερίγραπτο, ἀπεριόριστο, παντοδύναμο, ἁπλό, ἀσύνθετο, ἀσώματο, ἀμετάβλητο, ἀπαθῆ, ἄτρεπτο, ἀναλλοίωτο, ἀόρατο· σ’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι πηγὴ ἀγαθότητος καὶ δικαιοσύνης, νοερὸ φῶς καὶ ἀπρόσιτο, δύναμη ποὺ ξεπερνᾶ κάθε μέτρο καὶ μετριέται μόνο μὲ τὸ δικό της θέλημα —διότι κατορθώνει ὅλα ὅσα θέλει—· σ’ Αὐτὸν ποὺ δημιουργεῖ ὅλα τα κτίσματα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, ποὺ ὅλα τα συνέχει, τὰ συντηρεῖ καὶ τὰ προνοεῖ· ἐξουσιάζει, κυβερνᾶ καὶ βασιλεύει πάνω σ’ ὅλα, μὲ βασιλεία ἀτέλεστη καὶ ἀθάνατη, στὴν ὁποία τίποτε δὲν ἀντιστέκεται· ὅλα τα γεμίζει καὶ ἀπὸ τίποτε δὲν περιέχεται, καὶ μᾶλλον ἡ ἴδια περικλείει τὰ σύμπαντα, τὰ συγκρατεῖ καὶ εἶναι ἀνώτερη ἀπ’ αὐτά. (Πιστεύουμε σὲ μία δύναμη) ποὺ μὲ ἄσπιλο τρόπο ζωογονεῖ ὅλα τα ὄντα καὶ εἶναι πάνω ἀπ’ αὐτά· ξεχωρίζει ἀπὸ κάθε ὅν, ἐπειδὴ εἶναι ὑπερούσια οὐσία, ἀνώτερη ἀπὸ τὰ κτίσματα, ὑπέρθεη, ὑπεράγαθη, ὑπερπλήρης· ποὺ ὁρίζει ὅλες τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες καὶ βρίσκεται πάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία, πάνω ἀπὸ κάθε οὐσία, ζωή, λόγο καὶ νόημα· εἶναι ἡ ἴδια τὸ φῶς, ἡ ἴδια ἡ ἀγαθοσύνη, ἡ ἴδια ἡ ζωή, ἡ ἴδια ἡ οὐσία, διότι δὲν δὲν ἔχει τὴν ὕπαρξη ἀπὸ ἄλλον ἢ ἀπὸ κάποιο ὑπάρχον ὅν, ἀλλὰ ἡ ἴδια εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως, ἡ ζωὴ τῶν ζώντων, ὁ λόγος ὅσων ἔχουν λογική, ἡ αἰτία κάθε καλοῦ γιὰ ὅλα. Τὰ γνωρίζει ὅλα προτοῦ δημιουργηθοῦν. Εἶναι μία οὐσία, μία θεότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ἐνέργεια, μία ἀρχή, μία ἐξουσία, μία κυριότητα, μία βασιλεία, τὴν ὁποία γνωρίζουμε σὲ τρεῖς τέλειες ὑποστάσεις καὶ τὴν προσκυνᾶμε μὲ μία συγχρόνως προσκύνηση· κάθε λογικὴ ὕπαρξη τῆς δημιουργίας πιστεύει καὶ λατρεύει (τὶς τρεῖς ὑποστάσεις) ποὺ εἶναι ἑνωμένες ἀσύγχυτα καὶ διακρίνονται ἀχώριστα. Αὐτὸ εἶναι τὸ παράδοξο (γιὰ τὴ λογική). (Πιστεύουμε) στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ στὸ ὄνομά τους ἔχουμε βαπτισθεῖ. Διότι ὁ Κύριος στοὺς ἀποστόλους αὐτὴ τὴν ἐντολὴ ἔδωσε, ὅταν βαπτίζουν. Εἶπε, «νὰ βαπτίζουν αὐτοὺς στὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». (Πιστεύουμε) σ’ ἕνα Πατέρα, τὴ δημιουργικὴ ἀρχὴ καὶ αἰτία ὅλων, ὁ ὁποῖος δὲν γεννήθηκε ἀπὸ κάποιον, ἀλλὰ εἶναι ὁ μόνος χωρὶς ἀρχικὴ αἰτία καὶ ἀγέννητος· ποὺ εἶναι δημιουργὸς ὅλων, ἀλλὰ κατὰ φύσιν Πατέρας μόνον τοῦ μονογενῆ Υἱοῦ του, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος καὶ ἐκπορεύει τὸ Πανάγιο Πνεῦμα. Πιστεύουμε καὶ σ’ ἕνα Υἱό, μονογενῆ υἱὸ τοῦ Θεοῦ (Πατέρα), τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα πρὶν ἀπ’ ὅλους τους αἰῶνες, φῶς (ὁ Υἱὸς) ἀπὸ τὸ φῶς (τοῦ Πατέρα), ἀληθινὸς Θεὸς ἀπὸ ἀληθινὸ Θεό, ποὺ γεννήθηκε καὶ δὲν δημιουργήθηκε, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, καὶ ὁ ὁποῖος δημιούργησε τὰ πάντα. Λέγοντας «πρὸ πάντων των αἰώνων» δείχνουμε ὅτι ἡ γέννησή του εἶναι ἄχρονη καὶ ἄναρχη. Διότι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν προῆλθε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, καθὼς εἶναι ἡ ἀκτινοβολία τῆς θείας δόξης, ὁ τύπος τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατέρα, ἡ ζωντανὴ σοφία καὶ δύναμη, ὁ ἐνυπόστατος λόγος, ἡ τέλεια καὶ ζωντανὴ εἰκόνα τῆς οὐσίας τοῦ ἀόρατου Θεοῦ· ἦταν πάντοτε μὲ τὸν Πατέρα στοὺς κόλπους του καὶ γεννήθηκε ἀπ’ Αὐτὸν προαιωνίως καὶ χωρὶς ἀρχή. Δὲν ὑπῆρχε χρόνος ποὺ ὁ Πατέρας ἦταν χωρὶς τὸν Υἱό, ἀλλὰ ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱός, ποὺ γεννήθηκε ἀπ’ Αὐτόν, ὑπῆρχαν συγχρόνως· διότι χωρὶς Υἱό, δὲν καλεῖται Πατέρας. Ἐὰν δὲν εἶχε Υἱό, δὲν θὰ ἦταν Πατέρας· κι ἂν ἀπόκτησε κατόπιν Υἱό, ἔγινε Πατέρας μετὰ τὴ γέννηση, χωρὶς νὰ εἶναι πρὶν ἀπ’ αὐτήν· καὶ μεταβλήθηκε ἀπὸ τὸ νὰ μὴν εἶναι Πατέρας στὴν κατάσταση νὰ γίνει Πατέρας, τὸ ὁποῖο εἶναι χειρότερο ἀπὸ κάθε βλασφημία. Διότι εἶναι ἀδύνατο νὰ ποῦμε γιὰ τὸν Πατέρα ὅτι δὲν ἔχει τὴ φυσικὴ γονιμότητα· καὶ ἡ γονιμότητα ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ γεννᾶ ὅμοιο ἀπόγονο ἀπὸ τὴν ἴδια φύση. Γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἀσέβεια νὰ λέμε ὅτι μεσολάβησε χρονικὸ διάστημα καὶ ὅτι ὁ Υἱὸς γεννήθηκε χρονικὰ μετὰ τὸν Πατέρα. Διότι ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατέρα. Καὶ ἂν δὲν δεχθοῦμε ὅτι ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ συνυπῆρχε μὲ τὸν Πατέρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ γεννήθηκε, θεσμοθετοῦμε μεταβολὴ στὴν ὑπόσταση τοῦ Πατέρα· ὅτι, δηλαδή, δὲν ἦταν στὴν ἀρχὴ Πατέρας ἀλλὰ ἔγινε κατόπιν. Μπορεῖ βέβαια ἡ κτίση νὰ ἔγινε μετέπειτα, ἀλλὰ δὲν προῆλθε ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατέρα, ἐφόσον δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη μὲ τὴ θέληση καὶ τὴ δύναμή Του· ἔτσι αὐτὸ δὲν σημαίνει μεταβολὴ στὴ φύση τοῦ Θεοῦ. Διότι, γέννηση σημαίνει προέλευση τοῦ γεννημένου ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ γεννήτορα καὶ ὁμοιότητα στὴν οὐσία· ἀντίθετα, πλάση καὶ δημιουργία σημαίνει ὅτι τὸ δημιούργημα εἶναι ἀπέξω καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ δημιουργοῦ καὶ παντελῶς ἀνόμοιο. Γιὰ τὸ Θεὸ ὅμως, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος ἀπαθής, ἀναλλοίωτος, ἀμετάβλητος καὶ παραμένει αἰώνια στὴν ἴδια κατάσταση, καὶ ἡ γέννηση καὶ ἡ δημιουργία εἶναι ἀπαθεῖς ἰδιότητες. Ἀφοῦ, σὰν ἁπλὸς καὶ ἀσύνθετος, εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τοῦ ἀπαθὴς καὶ ἀμετάβλητος· δὲν εἶναι στὴ φύση του νὰ ὑφίσταται πάθος ἢ μεταβολή, οὔτε ὅταν γεννᾶ οὔτε ὅταν δημιουργεῖ, καὶ δὲν χρειάζεται βοήθεια ἀπὸ κανέναν. Ἡ γέννησή του εἶναι χωρὶς ἀρχὴ καὶ αἰώνια, ἐπειδὴ εἶναι ἔργο τῆς φύσεως καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν οὐσία του· ἔτσι ὁ γεννήτορας δὲν ὑφίσταται μεταβολή· δὲν ὑπάρχει προηγούμενος καὶ ἑπόμενος Θεός, ὥστε νὰ δεχθεῖ προσθήκη. Ἡ κτίση, ὄντας ἔργο τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχει τὴν ἴδια οὐσία μὲ τὸ Θεό, ἐπειδὴ αὐτὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ μηδὲν δὲν γίνεται νὰ εἶναι σύγχρονο μὲ τὸ ἄναρχο καὶ αἰώνιο. Ὅπως λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ Θεὸς δὲν δημιουργοῦν μὲ ἴδιο τρόπο —διότι ὁ ἄνθρωπος τίποτε δὲν δημιουργεῖ ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀλλὰ ὅ,τι φτιάχνει, τὸ κάνει ἀπὸ προϋπάρχουσα ὕλη· καὶ τὸ κάνει ὄχι μόνο ἐπειδὴ τὸ θέλησε, ἀλλὰ καὶ ἀφοῦ σκέφτηκε καὶ σχεδίασε πρῶτα στὸ νοῦ τοῦ τὸ μελλούμενο νὰ γίνει· ἔπειτα τὸ δουλεύει μὲ τὰ χέρια καὶ ὑπομένει κόπο καὶ κούραση· καὶ πολλὲς φορὲς ἀπέτυχε, διότι δὲν ἔγινε τὸ ἔργο τοῦ ὅπως τὸ θέλει· ἀντίθετα ὁ Θεός, μόνο μὲ τὴ θέλησή του τὰ δημιούργησε ὅλα ἀπὸ τὸ μηδὲν στὴν ὑπαρξη— ἔτσι, λοιπόν, δὲν δημιουργεῖ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἄνθρωπος. Διότι ὁ Θεός, ὄντας ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ χωρὶς ἀρχή, ἀπαθής, ἀμετάβλητος, ἀσώματος, μόνος καὶ αἰώνιος, γεννᾶ ἐκτὸς χρόνου καὶ χωρὶς ἀρχή, ἀπαθῶς καὶ χωρὶς μεταβολὴ καὶ δίχως συνεργασία. Μάλιστα, ἡ ἀκατάληπτη γέννησή του δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος. Γεννᾶ χωρὶς ἀρχή, διότι εἶναι ἀμετάβλητος· γεννᾶ χωρὶς μεταβολή, διότι εἶναι ἀπαθὴς καὶ χωρὶς σῶμα· γεννᾶ, ἐπίσης, χωρὶς συνεργασία, διότι εἶναι καὶ πάλι ἀσώματος, ἕνας καὶ μοναδικὸς Θεός, χωρὶς νὰ ἔχει τὴν ἀνάγκη ἄλλου· καὶ γεννᾶ χωρὶς τέλος καὶ διακοπῆ, ἐπειδὴ εἶναι ἄναρχος, ἄχρονος, αἰώνιος καὶ ἀμετάβλητος πάντοτε. Διότι τὸ ἀπὸ τὴ φύση τοῦ χωρὶς ἀρχὴ εἶναι καὶ χωρὶς τέλος, ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ χαριστικὰ εἶναι χωρὶς τέλος δὲν εἶναι καὶ ὁπωσδήποτε χωρὶς ἀρχή, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ὁ αἰώνιος, λοιπόν, Θεὸς γεννᾶ χωρὶς ἀρχὴ καὶ τέλος τὸ Λόγο του, ποὺ εἶναι τέλειος· ἔτσι ὥστε νὰ μὴ γεννᾶ μέσα στὸ χρόνο ὁ Θεός, ποὺ ἔχει τὴ φύση καὶ τὴν ὕπαρξή του πάνω ἀπὸ τὸ χρόνο. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι φανερὸ ὅτι γεννᾶ μὲ ἀντίθετο τρόπο, διότι καὶ ὁ ἴδιος γεννιέται καὶ φθείρεται, εἶναι ρευστὸς καὶ πολλαπλασιάζεται, ἔχει σῶμα καὶ διακρίνεται ἡ φύση του σὲ ἀρσενικὸ καὶ θηλυκὸ γένος. Διότι τὸ ἀρσενικὸ γένος χρειάζεται τὴ βοήθεια τοῦ θηλυκοῦ. Ἀλλὰ ἃς μᾶς σπλαγχνισθεῖ ὁ Θεὸς ὁ ὁποῖος εἶναι πέρα ἀπ’ ὅλα καὶ ξεπερνᾶ κάθε ἔννοια καὶ ἀντίληψη. Ἡ Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι ὑπάρχει συγχρόνως ὁ Πατέρας καὶ ὁ μονογενής του Υἱός, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε ἀπ’ Αὐτὸν ἐκτὸς χρόνου, μὲ τρόπο ἀμετάβλητο, ἀπαθῆ καὶ ἀκατάληπτο, ὅπως τὸ γνωρίζει μόνον ὁ Θεὸς τοῦ σύμπαντος. Συμβαίνει τὸ ἴδιο μὲ τὴ φωτιά, ποὺ ὑπάρχει ταυτόχρονα μὲ τὸ φῶς της, καὶ ὄχι πρῶτα ἡ φωτιὰ καὶ μετὰ τὸ φῶς, ἀλλὰ ταυτόχρονα. Καὶ ὅπως τὸ φῶς προέρχεται ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ εἶναι πάντοτε μαζί της, χωρὶς καθόλου νὰ ξεχωρίζει, ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς γεννιέται ἀπὸ τὸν Πατέρα χωρὶς καθόλου νὰ χωρίζεται ἀπ’ Αὐτόν· ἀλλὰ πάντοτε εἶναι μαζί του. Τὸ φῶς ὅμως, ἂν καὶ προέρχεται χωρὶς νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ μένει πάντοτε μαζί της, δὲν ἔχει δική του ξεχωριστὴ ὕπαρξη ἀπὸ τὴ φωτιὰ —διότι εἶναι φυσικὴ ποιότητα τῆς φωτιᾶς. Ἀντίθετα, ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ γεννήθηκε ἀχώριστα καὶ ἀδιάσπαστα ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ μένει πάντοτε ἑνωμένος μαζί Του, ἔχει ἰδιαίτερη ὑπόσταση ἀπ’ αὐτὴν τοῦ Πατέρα. Ὁ Λόγος, λοιπόν, ὀνομάζεται καὶ ἀπαύγασμα (λάμψη) τοῦ Πατέρα, διότι γεννήθηκε ἀπ’ Αὐτὸν χωρὶς συνεργασία, μὲ τρόπο ἀπαθῆ, πέρα ἀπὸ τὸ χρόνο, ἀμετάβλητο καὶ ἀχώριστο. Ὀνομάζεται, ἐπίσης, Υἱὸς καὶ χαρακτήρας τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατέρα, ἐπειδὴ εἶναι τέλειος, ἔχει δική του ὑπόσταση καὶ εἶναι ὅμοιος σὲ ὅλα μὲ τὸν Πατέρα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἰδιότητα τῆς ἀγεννησίας. Ὀνομάζεται μονογενής, διότι μόνος αὐτὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα μόνο. Καμιὰ ἄλλη γέννηση δὲν ἐξομοιώνεται μὲ τὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, οὔτε ὑπάρχει ἄλλος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν γεννιέται ἀλλὰ ἐκπορεύεται. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ἄλλο τρόπο ὑπάρξεως, ἀκατάληπτο καὶ ἄγνωστο, ὅπως καὶ ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας, εἶναι καὶ δικά του, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγεννησία, ἡ ὁποία δὲν σημαίνει διαφορὰ στὴν οὐσία ἢ στὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ στὸν τρόπο ὑπάρξεως. Ὅπως καὶ ὁ Ἀδὰμ ποὺ δὲν γεννήθηκε (ἀπὸ ἄνθρωπο) διότι τὸν ἔπλασε ὁ Θεός, καὶ ὁ Σὴθ ποὺ γεννήθηκε ἀφοῦ εἶναι παιδὶ τοῦ Ἀδάμ, καὶ ἡ Εὕα ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ καθὼς δὲν γεννήθηκε, ὅλοι αὐτοὶ δὲν διαφέρουν στὴ φύση μεταξύ τους –διότι ὅλοι εἶναι τὸ ἴδιο ἀνθρωποι–, ἀλλὰ διαφέρουν στὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεως. Καὶ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ λέξη «ἀγένητο» ποὺ γράφεται μὲ ἕνα «ν» σημαίνει τὸ ἄκτιστο, δηλαδὴ τὸ ἀδημιούργητο· ἐνῶ ἡ λέξη «ἀγέννητο» μὲ δύο «ν» σημαίνει αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει γεννηθεῖ. Σύμφωνα μὲ τὴ σημασία τῆς πρώτης λέξεως διαφέρει ἡ μία οὐσία ἀπὸ τὴν ἄλλη· διότι ἄλλη οὐσία εἶναι τὸ ἄκτιστο, δηλαδὴ τὸ ἀγένητο μ’ ἕνα «ν», καὶ ἄλλη τὸ γεννητό, δηλαδὴ τὸ κτιστό. Σύμφωνα ὅμως μὲ τὴ δεύτερη σημασία τῆς λέξεως δὲν διαφέρει ἡ μία οὐσία ἀπὸ τὴν ἄλλη· διότι ἡ ἀρχικὴ ὑπόσταση κάθε εἴδους ζώου εἶναι ἀγέννητη (μὴ δημιουργημένη), ὄχι ἀγένητη (ἄκτιστη). Διότι δημιουργήθηκαν καὶ ἦλθαν στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὸ δημιουργὸ Λόγο· καὶ δὲν δημιουργήθηκαν, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε κάποιο ἄλλο ὅμοιο ὅν, ἀπὸ τὸ ὁποῖο νὰ πλασθοῦν. Συνεπῶς, μὲ τὴν πρώτη σημασία τῆς λέξεως συμφωνοῦν οἱ τρεῖς ὑπερθέες ὑποστάσεις τῆς ἁγίας θεότητος· διότι εἶναι ὁμοούσιες καὶ ἄκτιστες. Δὲν συμφωνοῦν ὅμως καθόλου μὲ τὴ σημασία τῆς δεύτερης λέξεως. Διότι μόνον ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος· δὲν προῆλθε ἡ ὕπαρξή του ἀπὸ κάποια ἄλλη ὑπόσταση. Καὶ μόνον ὁ Υἱὸς εἶναι γεννητός· διότι ἔχει γεννηθεῖ χωρὶς ἀρχὴ καὶ τέλος ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατέρα. Καὶ μόνο το Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκπορευτὸ ἀπὸ τὴν οὐσία τοῦ Πατέρα, ὄχι γεννημένο ἀλλὰ ἐκπορευόμενο. Ἔτσι μᾶς διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή, ἐνῶ ὁ τρόπος καὶ τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως παραμένει ἀκατάληπτος. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε καὶ τὸ ἑξῆς· ἡ ἰδιότητα τῆς πατρότητας, τῆς υἱότητας καὶ τῆς ἐκπορεύσεως δὲν μεταφέρθηκε στὴ μακαρία θεότητα ἀπὸ τὴ δική μας κατάσταση. Τὸ ἀντίθετο· ἀπὸ ἐκεῖ ἔχει δοθεῖ σὲ μᾶς, ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος: «Γι’ αὐτὸ λυγίζω τὰ γόνατά μου μπροστὰ στὸν Πατέρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχεται κάθε πατρότητα καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ». Ἂν μάλιστα λέμε ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι ἡ ἀρχικὴ αἰτία τοῦ Υἱοῦ καὶ μεγαλύτερος, δὲν ἐννοοῦμε ὅτι Αὐτὸς προηγεῖται ἀπὸ τὸν Υἱὸ στὸ χρόνο καὶ τὴ φύση, διότι «μ’ αὐτὸν (τὸν Υἱὸ) κατασκεύασε τὸ σύμπαν». Οὔτε ἐννοοῦμε ὅτι προηγεῖται σὲ κάτι ἄλλο, παρὰ μόνο στὴν αἰτία· δηλαδή, ὁ Υἱὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ὄχι ὁ Πατέρας ἀπὸ τὸν Υἱό· ὁ Πατέρας εἶναι αἴτιος τοῦ Υἱοῦ στὴν οὐσία, ὅπως ἡ φωτιὰ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ φῶς, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ φῶς ἀπὸ τὴ φωτιά. Ὅταν, λοιπόν, ἀκούσουμε ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι ἡ ἀρχικὴ οὐσία τοῦ Υἱοῦ καὶ μεγαλύτερός του, ἃς ἐννοήσουμε ὅτι εἶναι στὴν αἰτία. Καὶ ὅπως δὲν λέμε ὅτι εἶναι ἀπὸ ἄλλη οὐσία ἡ φωτιὰ καὶ ἀπὸ ἄλλη τὸ φῶς, ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι ἀπὸ ἄλλη οὐσία καὶ ἀπὸ ἄλλη ὁ Υἱός, ἀλλὰ εἶναι ἀπὸ τὴ μία καὶ ἴδια οὐσία. Καὶ ὅπως λέμε ὅτι ἡ φωτιὰ φωτίζει μὲ τὸ φῶς ποὺ βγαίνει ἀπ’ αὐτήν, καὶ δὲν θεωροῦμε τὸ φῶς ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴ φωτιὰ ὡς ὑπηρετικὸ ὄργανό της, ἀλλὰ μᾶλλον ὡς φυσική της ἰδιότητα, ἔτσι λέμε ὅτι ὁ Πατέρας ὅλα ὅσα κάνει, τὰ κάνει μὲ τὸ μονογενῆ του Υἱό, ὁ ὁποῖος δὲν λειτουργεῖ ὡς ὑπηρετικὸ ὄργανο, ἀλλὰ ὡς φυσικὴ καὶ ἐνυπόστατη δύναμη (τοῦ Πατέρα). Καὶ ὅπως λέμε ὅτι ἡ φωτιὰ φωτίζει καὶ ὅτι τὸ φῶς τῆς φωτιᾶς ἐπίσης φωτίζει, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο «ὅλα, ὅσα κάνει ὁ Πατέρας, τὰ ἴδια κάνει καὶ ὁ Υἱός». Ἀλλά, ἐνῶ τὸ φῶς δὲν ἔχει ἰδιαίτερη ὑπόσταση ἀπὸ τὴ φωτιά, ὁ Υἱὸς ἀποτελεῖ τέλεια ὑπόσταση καὶ εἶναι ἀχώριστος ἀπὸ τὴν ὑπόσταση τοῦ Πατέρα, ὅπως τὸ ἀποδείξαμε παραπάνω. Διότι εἶναι ἀδύνατο νὰ βρεθεῖ στὴν κτίση εἰκόνα ποὺ νὰ φανερώνει ἀπαράλλακτα μὲ τὸ περιεχόμενό της τὴν κατάσταση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Διότι, πῶς τὸ κτιστὸ καὶ σύνθετο, τὸ μεταβλητὸ καὶ τρεπτό, τὸ περιορισμένο καὶ σχηματισμένο καὶ φθαρτό, εἶναι δυνατὸν νὰ φανερώσει τὴ θεία οὐσία ποῦ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπ’ ὅλα αὐτά; Εἶναι μάλιστα φανερὸ ὅτι ὅλη ἡ κτίση εἶναι δέσμια στὰ περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ καὶ ὅτι στὴ φύση τῆς ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὴ φθορά. Πιστεύουμε, ἐπίσης, καὶ στὸ ἕνα Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Κύριο καὶ ζωοποιό, τὸ ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀναπαύεται στὸν Υἱό· τὸ προσκυνᾶμε καὶ τὸ δοξάζουμε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ ἐπειδὴ εἶναι ὁμοούσιο καὶ συναιώνιο. Εἶναι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸ εὐθές, ποὺ ἐξουσιάζει τὸ νοῦ, πηγὴ ζωῆς καὶ ἁγιασμοῦ, ποὺ συνυπάρχει καὶ τὸ ἐπικαλούμαστε μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό· ποὺ εἶναι ἄκτιστο, πλῆρες, δημιουργικό, κυριαρχικό, πανδημιουργικό, παντοδύναμο καὶ ἀπειροδύναμο· ποὺ κυριαρχεῖ σ’ ὅλη τὴν κτίση χωρὶς νὰ διευθύνεται ἀπὸ κανένα, γεμίζει χωρὶς νὰ τὸ γεμίζουν, μετέχουν σ’ αὐτὸ καὶ δὲν μετέχει τὸ ἴδιο, ἁγιάζει καὶ δὲν ἁγιάζεται, καὶ παρηγορεῖ διότι δέχεται τὶς παρακλήσεις ὅλων· εἶναι σ’ ὅλα ὅμοιο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, μεταδίδεται μέσω τοῦ Υἱοῦ καὶ τὸ δέχεται ὅλη ἡ κτίση. Μ’ αὐτὸ δημιουργεῖται καὶ λαμβάνουν οὐσία τὰ σύμπαντα, τὰ ἁγιάζει καὶ τὰ συγκρατεῖ· εἶναι ἐνυπόστατο, ἔχει δηλαδὴ δική του ὑπόσταση, ἀχώριστο καὶ συνδεδεμένο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό· τὰ ἔχει ὅλα, ὅσα ἔχει καὶ ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱός, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀγέννητου καὶ τοῦ γεννητοῦ. Διότι ὁ Πατέρας εἶναι ἀναίτιος καὶ ἀγέννητος, ἐπειδὴ δὲν προῆλθε ἀπὸ κανέναν· ἔχει τὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καί, ὅ,τι ἔχει, δὲν τὸ ἔχει ἀπὸ ἄλλον· αὐτὸς μάλιστα εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ αἰτία τῆς φυσικῆς ὑπάρξεως ὅλων των ὄντων. Ὁ Υἱὸς πάλι προέρχεται μὲ γέννηση ἀπὸ τὸν Πατέρα· καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πάλι ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὄχι ὅμως μὲ γέννηση ἀλλὰ μὲ ἐκπόρευση. Ἤδη μάθαμε ὅτι ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ γεννήσεως καὶ ἐκπορεύσεως· ποιὸς ὅμως εἶναι ἀκριβῶς ὁ τρόπος τῆς διαφορᾶς, δὲν τὸ ξέρουμε καθόλου. Τὸ ἴδιο δὲν γνωρίζουμε τί εἴδους εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τί ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλα, λοιπόν, ὅσα ἔχει ὁ Υἱός, τὰ ἔχει καὶ τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Πατέρα· ἔχει καὶ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη. Κι ἂν δὲν ὑπάρχει ὁ Πατέρας, δὲν ὑπάρχει οὔτε ὁ Υἱὸς οὔτε καὶ τὸ Πνεῦμα. Κι ἂν ὁ Πατέρας δὲν ἔχει κάτι, δὲν τὸ ἔχει οὔτε ὁ Υἱός, οὔτε καὶ τὸ Πνεῦμα. Καὶ ἐξαιτίας τοῦ Πατέρα, ἐπειδὴ δηλαδὴ ὑπάρχει ὁ Πατέρας, ὑπάρχουν ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα. Καὶ ἐξαιτίας τοῦ Πατέρα ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἔχουν ὅλα ὅσα ἔχουν· δηλαδὴ τὰ ἔχουν, ἐπειδὴ τὰ ἔχει ὁ Πατέρας, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἰδιότητα τῆς ἀγεννησίας, τῆς γεννήσεως καὶ τῆς ἐκπορεύσεως. Διότι, οἱ ἅγιες τρεῖς ὑποστάσεις διαφέρουν μεταξύ τους μόνον σ’ αὐτὲς τὶς ὑποστατικὲς ἰδιότητες· δὲν διαφέρουν στὴν οὐσία, ἀλλὰ διαιροῦνται ἀχώριστα ἀπὸ τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς καθεμιᾶς ὑποστάσεως. Ἰσχυριζόμαστε, ἐπίσης, ὅτι καθένα ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα ἔχει τέλεια ὑπόσταση, γιὰ νὰ μὴ δεχθοῦμε ὡς τέλεια μιὰ σύνθετη φύση ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ τρεῖς ἀτελεῖς ὑποστάσεις· ἀλλὰ νὰ γνωρίσουμε στὶς τρεῖς τέλειες ὑποστάσεις μία ἁπλὴ οὐσία μὲ ἄπειρη καὶ προαιώνια τελειότητα. Διότι, καθετὶ ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀτελῆ μέρη εἶναι ὁπωσδήποτε σύνθετο, ἐνῶ εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει σύνθεση ἀπὸ τέλειες ὑποστάσεις. Γι’ αὐτὸ λέμε ὅτι ἡ οὐσία δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ ὑποστάσεις ἀλλὰ ὑπάρχει σὲ ὑποστάσεις. Καὶ ὀνομάσαμε ἀτελῆ αὐτὰ ποὺ δὲν διατηροῦν τὴ μορφὴ τοῦ ἀντικειμένου ποὺ ἀποτελεῖται ἀπ’ αὐτά. Ἡ πέτρα, γιὰ παράδειγμα, τὸ ξύλο, τὸ σίδερο, τὸ καθένα εἶναι ξεχωριστὰ τέλειο στὴν ἰδιαίτερη φύση του· ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τὸ σπίτι ποὺ χτίζεται ἀπ’ αὐτά, τὸ καθένα εἶναι ἀτελές· διότι κανένα ἀπ’ αὐτὰ ἀπὸ μόνο του δὲν εἶναι σπίτι. Λέμε, λοιπόν, ὅτι οἱ ὑποστάσεις εἶναι τέλειες, γιὰ νὰ μὴ νομίσουμε ὅτι ἡ θεία φύση εἶναι σύνθετη· «διότι ἡ σύνθεση ἀποτελεῖ αἰτία διαχωρισμοῦ». Καὶ πάλι λέμε ὅτι οἱ τρεῖς ὑποστάσεις ἀλληλοϋπάρχουν, γιὰ νὰ μὴ εἰσάγουμε πλῆθος καὶ ὅμιλο θεῶν. Μὲ τὶς τρεῖς ὑποστάσεις ἐννοοῦμε τὸ ἀσύνθετο καὶ ἀσύγχυτο, ἐνῶ μὲ τὸ ὁμοούσιο καὶ τὴν ἀλληλοΰπαρξη τῶν ὑποστάσεων καὶ τὴν ταύτιση τοῦ θελήματος, τῆς ἐνέργειας, τῆς δυνάμεως, τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς κινήσεως, γιὰ νὰ τὸ πὼς ἔτσι, γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀδιαίρετος καὶ ἕνας. Ὁ Θεὸς πράγματι εἶναι ἕνας, ὁ Θεὸς Πατέρας, ὁ Λόγος καὶ τὸ Πνεῦμα του. Καὶ πρέπει κανεὶς νὰ γνωρίζει ὅτι ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ πραγματικὴ θεώρηση, καὶ ἄλλο θεώρηση μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὸ νοῦ. Στὴν περίπτωση τῶν δημιουργημάτων, ἡ διάκριση τῶν ὑποστάσεων νοεῖται πραγματικά· διότι ὁ Πέτρος εἶναι στὴν πραγματικότητα ξεχωριστὸς ἀπὸ τὸν Παῦλο. Ἀλλά, τὰ κοινὰ γνωρίσματα καὶ ἡ συγγένεια νοοῦνται μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὴν ἀντίληψη. Διότι μὲ τὸ νοῦ ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος ἔχουν τὴν ἴδια, μία καὶ κοινὴ φύση. Ὁ καθένας τοὺς εἶναι θνητὴ λογικὴ ὕπαρξη καὶ ἔχει σάρκα μὲ ψυχή, ποὺ διαθέτει λογικὴ καὶ νοῦ. Αὐτὴ ἡ κοινὴ φύση μπορεῖ νὰ γίνει ἀντιληπτὴ μὲ τὴ λογική. Καὶ οὔτε οἱ ὑποστάσεις ἀλληλοϋπάρχουν. Διότι, ἡ καθεμιὰ ὑφίσταται ἰδιαιτέρως καὶ χωριστά· ὑπάρχει, δηλαδή, μόνη της, καὶ εἶναι πάρα πολλὰ αὐτὰ ποὺ τὴν διακρίνουν ἀπὸ τὴν ἄλλη. Διαφέρουν μάλιστα στὴν ἀπόσταση καὶ στὸ χρόνο· ξεχωρίζουν ἐπίσης, στὴ γνώμη, τὴ δύναμη καὶ τὴ μορφή, δηλαδὴ στὸ σχῆμα, τὶς συνήθειες, τὴν ἰδιοσυγκρασία, τὴν ἀξία, τὸ ἐπάγγελμα καὶ ὅλες τὶς ἰδιότητες τοῦ χαρακτήρα. Περισσότερο ὅμως ἀπ’ ὅλα διαφέρουν στὸ ὅτι ζοῦν χωριστὰ καὶ ὄχι μαζί. Γι’ αὐτὸ καὶ λέμε, δύο, τρεῖς καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι. Καὶ αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ διαπιστώσουμε σ’ ὅλα τα κτίσματα. Ἀλλά, στὴν Ἁγία, ὑπερούσια, ὑπερβατικὴ καὶ ἀκατάληπτη Τριάδα παρατηροῦμε τὸ ἀντίθετο. Διότι ἐκεῖ ἡ κοινωνία καὶ ἡ ἑνότητα νοοῦνται πραγματικά, ἐπειδὴ ὑπάρχει τὸ συναΐδιο, ἡ ταυτότητα τῆς οὐσίας, τῆς ἐνέργειας καὶ θελήσεως, ἡ συμφωνία τῆς γνώμης, ἡ ταύτιση τῆς ἐξουσίας, τῆς δυνάμεως καὶ τῆς καλωσύνης καὶ ἡ ἑνιαία ἐκδήλωση τῆς κινήσεως· ἃς προσέξουμε, δὲν εἶπα ὁμοιότητα ἀλλὰ (ἀπόλυτη) ταύτιση. Διότι εἶναι μία οὐσία, μία ἀγαθότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ἐνέργεια, μία ἐξουσία· εἶναι μία καὶ ἡ ἴδια κίνηση τῶν τριῶν ὑποστάσεων, καὶ ὄχι τρεῖς ὅμοιες μεταξύ τους. Διότι ἡ καθεμία (ὑπόσταση) ἀπ’ αὐτὲς σχετίζεται μὲ τὴν ἄλλη ὄχι λιγότερο ἀπ’ ὅτι μὲ τὸν ἑαυτό της· δηλαδή, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἕνα σὲ ὅλα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγεννησία, τὴ γέννηση καὶ τὴν ἐκπόρευση· ἡ διαίρεση ὅμως θεωρεῖται μὲ τὸ νοῦ. Διότι γνωρίζουμε ἕνα Θεό· καὶ μόνο στὶς ἰδιότητες τῆς πατρότητος, τῆς υἱότητος καὶ τῆς ἐκπορεύσεως ἐννοοῦμε τὴ διαφορὰ σχετικὰ μὲ τὴν αἰτία, τὸ ἀποτέλεσμα καὶ τὴν τελειότητα τῆς ὑποστάσεως, δηλαδὴ ὅσον ἀφορᾶ στὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεως. Διότι δὲν μποροῦμε νὰ λέμε ὅτι ἰσχύει γιὰ τὸν ἀπερίγραπτο Θεὸ τοπικὴ ἀπομάκρυνση ὅπως γίνεται σὲ μᾶς –ἐφόσον οἱ ὑποστάσεις ἀλληλοϋπάρχουν, ὄχι γιὰ νὰ συγχέονται, ἀλλὰ γιὰ ἀνήκει ἡ μία στὴν ἄλλη, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ ὑπάρχω μὲ τὸν Πατέρα, καὶ ὁ Πατέρας μὲ μένα»· οὔτε μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ διαφορὰ θελήσεως ἢ γνώμης ἢ ἐνέργειας ἢ δυνάμεως ἢ κάποιου ἄλλου, τὰ ὁποῖα προξενοῦν γενικὰ σὲ μᾶς τὴν πραγματικὴ διαίρεση. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν κάνουμε λόγο γιὰ τρεῖς θεούς, γιὰ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλὰ κυρίως γιὰ ἕνα Θεό, τὴν Ἁγία Τριάδα, ἐπειδὴ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα ἀναφέρονται σὲ ἕνα αἴτιο· δὲν συνθέτουν οὔτε συγχωνεύονται, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Σαβέλλιου γιὰ συνένωση –διότι, ὅπως εἴπαμε, ἑνώνονται ὄχι γιὰ νὰ συγχέονται, ἀλλὰ νὰ ἀλληλοϋπάρχουν· καὶ ἔχουν τὴν ἀλληλοπεριχώρηση χωρὶς καμιὰ συγχώνευση ἢ ἀναμειξη–· οὔτε βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὴν οὐσία τους οὔτε χωρίζονται, σύμφωνα μὲ τὴ διαίρεση τῆς διδαχῆς τοῦ Ἀρείου. Διότι, ἂν πρέπει νὰ τὸ πῶ μὲ συντομία, ἡ θεότητα –ἂν καὶ χωρισμένη σὲ μῬρη–ειναι ἀδιαίρετη, σὰν μιὰ σύνθεση καὶ συνένωση τοῦ φωτὸς σὲ τρεῖς ἥλιους ἑνωμένους καὶ ἀχώριστους μεταξύ τους. Ὅταν, λοιπόν, γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι, στρέψουμε τὴν προσοχή μας στὴ θεότητα, στὴν πρώτη αἰτία καὶ μοναδικὴ ἀρχή, στὴν ἑνότητα καὶ ταυτότητα τῆς θεότητος, στὴν κίνηση, τὴ βούληση καὶ τὴν ταυτότητα τῆς οὐσίας, τῆς δυνάμεως, τῆς ἐνέργειας καὶ ἐξουσίας, ἕνα γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὴ φαντασία μας. Ὅταν πάλι στρέψουμε τὴν προσοχὴ σ’ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχει ἡ θεότητα, η, γιὰ νὰ τὸ πῶ μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια, σ’ αὐτὰ ποὺ ἀποτελοῦν τὴ θεότητα καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὴν πρώτη αἰτία προαιωνίως, μὲ κοινὴ συμφωνία καὶ χωρὶς διαίρεση, ἐννοῶ δηλαδὴ τὶς ὑποστάσεις τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος, τότε τρία εἶναι αὐτὰ ποὺ προσκυνᾶμε. Ἕνας εἶναι ὁ Πατέρας, ὁ Πατέρας ποὺ εἶναι ἄναρχος, δηλαδὴ χωρὶς αἰτία· διότι δὲν τὸν δημιούργησε κάποιος. Ἕνας εἶναι ὁ Υἱός, ὁ Υἱὸς ποὺ δὲν εἶναι χωρὶς ἀρχή, δηλαδὴ ἔχει αἰτία· διότι προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἂν ὅμως ὑπολογίσεις τὴν ἀρχὴ μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ χρόνου, τότε εἶναι καὶ ἄναρχος· διότι αὐτὸς δημιούργησε τὸ χρόνο, καὶ δὲν ὑπόκειται στὸ χρόνο. Ἕνα εἶναι τὸ Πνεῦμα, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὄχι ὡς υἱὸς ἀλλὰ ἐκπορευόμενο. Οὔτε ὁ Πατέρας χάνει τὴν ἀγεννησία ἐπειδὴ γέννησε, οὔτε ὁ Υἱὸς χάνει τὴ γέννηση ἐπειδὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀγέννητο. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει αὐτό; Οὔτε τὸ Πνεῦμα μεταβάλλεται σὲ Πατέρα ἢ σὲ Υἱό, ἐπειδὴ ἐκπορεύεται καὶ εἶναι Θεός· διότι ἡ ἰδιότητα μένει σταθερή. Καὶ πῶς θὰ μείνει σταθερὴ ἡ ἰδιότητα, ὅταν κινεῖται καὶ μεταβάλλεται; Διότι, ἐὰν ὁ Πατέρας εἶναι Υἱός, δὲν εἶναι κυριολεκτικὰ Πατέρας. Κι ἂν ὁ Υἱὸς εἶναι Πατέρας, δὲν εἶναι κυριολεκτικὰ Υἱός· ἐπειδὴ ἕνας εἶναι στὴν κυριολεξία ὁ Υἱὸς καὶ ἕνα το Ἅγιο Πνεῦμα. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι γιὰ τὸν Πατέρα λέμε ὅτι δὲν γεννήθηκε ἀπὸ κάποιον· λέμε ὅμως ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Πατέρας τοῦ Υἱοῦ. Γιὰ τὸν Υἱὸ λέμε ὅτι δὲν εἶναι οὔτε ὁ αἴτιος οὔτε Πατέρας· λέμε ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ εἶναι Υἱὸς τοῦ Πατέρα. Καὶ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πάλι λέμε ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ καλοῦμε Πνεῦμα τοῦ Πατέρα. Καὶ δὲν λέμε ὅτι τὸ Πνεῦμα προέρχεται ἀπὸ τὸν Υἱό· τὸ ὀνομάζουμε Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ· λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος: «ἐὰν κάποιος δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς δὲν ἀνήκει σ’ αὐτόν». Ὁμολογοῦμε ὅτι μὲ τὸν Υἱὸ μᾶς φανερώθηκε καὶ μεταδόθηκε. Λέει ὅτι «Φύσησε» καὶ εἶπε στοὺς μαθητές του: «Λάβετε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα». Ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἀκτίνα καὶ ἡ λάμψη προέρχονται ἀπὸ τὸν ἥλιο –διότι αὐτὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀκτίνας καὶ τῆς λάμψεως–, καὶ μὲ τὴν ἀκτίνα μᾶς μεταδίδεται ἡ λάμψη καὶ αὐτὴ εἶναι ποὺ μᾶς φωτίζει καὶ στὴν ὁποία μετέχουμε. Γιὰ τὸν Υἱό, βέβαια, οὔτε λέμε ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Πνεύματος οὔτε γεννήθηκε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 9. Γι’ αὐτὰ ποὺ λέγονται γιὰ τὸ Θεό. Τὸ θεῖο εἶναι ἁπλὸ καὶ ἀσύνθετο. Ἐνῶ αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὰ καὶ διάφορα στοιχεῖα εἶναι σύνθετο. Ἐὰν ὅμως θεωρήσουμε τὸ ἄκτιστο, τὸ ἄναρχο, τὸ ἀσώματο, τὸ ἀθάνατο, τὸ αἰώνιο, τὸ ἀγαθό, τὸ δημιουργικὸ καὶ τὰ παρόμοια ὡς οὐσιαστικὲς διαφορὲς γιὰ τὸ Θεό, ἐφόσον ἀποτελεῖται ἀπὸ τόσα πολλὰ στοιχεῖα, δὲν θὰ εἶναι ἁπλὸς ἀλλὰ σύνθετος, πράγμα ποὺ συνιστᾶ τὴ μεγαλύτερη ἀσέβεια. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ θεωροῦμε ὅτι καθετὶ ποὺ λέγεται γιὰ τὸ Θεὸ δὲν δηλώνει τί εἶναι κατ’ οὐσία ὁ Θεός, ἀλλὰ ἢ δείχνει τί δὲν εἶναι, ἢ δηλώνει κάποια σχέση μὲ κάτι ἀντίθετο, ἢ φανερώνει κάτι παρεπόμενο τῆς φύσεως, ἢ δείχνει κάποια ἐνέργεια. Φαίνεται, λοιπόν, ὅτι τὸ κυριότερο ἀπ’ ὅλα τα λεγόμενα ὀνόματα γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι τὸ ὄνομα «ὁ Ὧν», ὅπως τὸ λέει ὁ ἴδιος τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποκρίνεται στὸ Μωϋσῆ πάνω στὸ βουνό: «Εἶπα στὰ παιδιὰ τοῦ Ἰσραήλ· μ’ ἔστειλε ὁ Ὧν». Διότι περιέκλεισε στὸν ἑαυτό του νὰ ἔχει ὅλη τὴν ὕπαρξη, σὰν κάποιο ἄπειρο καὶ ἀπεριόριστο πέλαγος ὑπάρξεως. Καὶ ὅπως λέει ὁ ἅγιος Διονύσιος, τὸ ὄνομα «ἀγαθός». Διότι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ποῦμε γιὰ τὸ Θεὸ ὅτι πρῶτα ὑπάρχει καὶ ἔπειτα εἶναι ἀγαθός. Δεύτερο ὄνομα εἶναι τὸ «Θεός», τὸ ὁποῖο προέρχεται ἢ ἀπὸ τὴ λέξη «θέειν»(=τρέχει), διότι περιτρέχει τὰ σύμπαντα, ἢ ἀπὸ τὴ λέξη «αἴθειν», ποὺ σημαίει καίει –«διότι ὁ Θεὸς εἶναι φωτιὰ ποὺ ὅλα τα καίει», καὶ μαζὶ κάθε κακία–, ἢ προέρχεται ἀπὸ τὴ φράση «βλέπει τὰ πάντα»· διότι εἶναι ἀλάθητος καὶ ὅλα τα ἐποπτεύει. Διότι τὰ εἶδε «ὅλα προτοῦ νὰ γίνουν», ἀφοῦ τὰ εἶχε προαιώνια στὸ νοῦ του· καὶ τὸ καθετὶ δημιουργήθηκε στὸν καθορισμένο χρόνο, σύμφωνα μὲ τὸ προαιώνιο σχέδιο τῆς θελήσεώς του, τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει τὸν προορισμό, τὴν εἰκόνα καὶ τὸ παράδειγμα. Τὸ πρῶτο, λοιπόν, ὄνομα ἐκφράζει τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη καὶ τὴ φύση της, ἐνῶ τὸ δεύτερο ἐκφράζει τὴν ἐνέργεια. Τὰ ὀνόματα πάλι ἄναρχο, ἄφθαρτο καὶ ἀγένητο, δηλαδὴ ἀδημιούργητο, ἀσώματο, ἀόρατο καὶ τὰ παρόμοια, δηλώνουν τί δὲν εἶναι· δηλαδή, ὅτι ἡ ὕπαρξή του δὲν ἔχει ἀρχή, δὲν φθείρεται, δὲν ἔχει δημιουργηθεῖ, δὲν εἶναι σῶμα καὶ δὲν εἶναι ὁρατή. Τὰ ὀνόματα πάλι ἀγαθός, δίκαιος, ὅσιος καὶ τὰ ὅμοια ἔχουν σχέση μὲ τὴ φύση (οὐσία), ἀλλὰ δὲν δηλώνουν τὴν ἴδια τὴν οὐσία. Τὰ ὀνόματα Κύριος, βασιλεὺς καὶ τὰ ὅμοια δείχνουν τὴ σχέση μ’ αὐτὰ ποὺ ἀντιδιαστέλλονται· διότι ὀνομάζεται Κύριος αὐτῶν ποὺ τοὺς κυριεύει, βασιλεὺς αὐτῶν ποὺ κυβερνᾶ, δημιουργὸς αὐτῶν δημιουργεῖ καὶ ποιμένας αὐτῶν ποὺ ποιμαίνει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 10.  Γιὰ τὴ θεία ἕνωση καὶ διάκριση. Ὅλα, λοιπόν, αὐτὰ τὰ ὀνόματα πρέπει νὰ τὰ θεωρήσουμε κοινὰ καὶ τὰ ἴδια γιὰ ὅλη τὴ θεότητα μὲ ἁπλότητα, χωρὶς διαίρεση καὶ ἑνωμένα· νοοῦμε χωριστὰ μόνο τα ὀνόματα Πατέρας, Υἱὸς καὶ Πνεῦμα καθὼς καὶ τὰ ἀναίτιος, αἰτιατός, ἀγέννητος, γεννητός, ἐκπορευτό, τὰ ὁποῖα δὲν φανερώνουν τὴν οὐσία, ἀλλὰ τὴ σχέση μεταξύ τους καὶ τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς τους. Ὅταν, λοιπόν, τὰ γνωρίσουμε αὐτὰ καὶ μᾶς ὁδηγήσουν πρὸς τὴ θεία οὐσία, δὲν κατανοοῦμε τὴν ἴδια τὴν οὐσία, ἀλλὰ τὰ σχετικὰ μ’ αὐτήν. Ὅπως ἀκριβῶς, ἐὰν γνωρίσουμε ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι χωρὶς σῶμα, μέγεθος καὶ σχῆμα, δὲν σημαίνει ὅτι κατανοήσαμε ἀμέσως καὶ τὴν οὐσία της· τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸ σῶμα, ἐὰν γνωρίσουμε ὅτι εἶναι λευκὸ ἢ μαῦρο, δὲν γνωρίσαμε τὴν οὐσία του, ἀλλὰ τὰ σχετικὰ μ’ αὐτήν. Ἡ ἀληθινὴ διδασκαλία διδάσκει ὅτι τὸ θεῖο εἶναι ἁπλὸ καὶ ἔχει μιὰ ἁπλὴ ἐνέργεια, ποὺ εἶναι ἀγαθή· αὐτὴ ἐνεργεῖ τὸ καθετὶ σὲ ὅλα, ὅπως ἡ ἀκτίνα τοῦ ἥλιου, ἡ ὁποία τὰ θερμαίνει ὅλα καὶ ἐνεργεῖ στὸ καθένα ἀνάλογα μὲ τὴ φυσική του διάθεση καὶ τὴ δεκτική του ἱκανότητα· διότι ἔχει λάβει αὐτοῦ του εἴδους τὴν ἐνέργεια ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ τὸ δημιούργησε. Ἑξαιροῦνται βέβαια ὅσα γεγονότα ἀναφέρονται στὴ θεία καὶ φιλάνθρωπη ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Διότι δὲν εἶχαν συμμετάσχει σ’ αὐτὰ μὲ κανένα τρόπο οὔτε ὁ Πατέρας οὔτε τὸ Πνεῦμα, παρὰ μόνον μὲ τὴν καλή τους θέληση καὶ τὴν ἀνέκφραστη θαυματουργία, τὴν ὁποία πραγματοποίησε γιὰ μᾶς μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, σὰν ἀναλλοίωτος Θεὸς καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 11.  Γι’ αὐτὰ ποὺ λέγονται γιὰ τὸ Θεὸ ἀνθρωποπαθῶς. Ἐπειδὴ ὅμως βρίσκουμε στὴν Ἁγία Γραφὴ νὰ ἔχουν εἰπωθεῖ πάρα πολλὰ γιὰ τὸ Θεὸ μὲ τρόπο ἀνθρωπομορφικό, πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ἐφόσον εἴμαστε ἄνθρωποι καὶ ἔχουμε αὐτὴ τὴν παχιὰ σάρκα, ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐννοήσουμε ἢ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὶς θεῖες, ὑψηλὲς καὶ ἄϋλες ἐνέργειες τῆς θεότητος, ἐὰν δὲν χρησιμοποιήσουμε ἀνάλογες σὲ μᾶς εἰκόνες, τύπους καὶ σύμβολα. Ὅσα, λοιπόν, λέμε μὲ ἀνθρωπομορφικὸ τρόπο γιὰ τὸ Θεό, τὰ λέμε μὲ συμβολικὴ σημασία, καὶ ἔχουν κάποιο βαθύτερο νόημα· διότι τὸ θεῖο εἶναι ἁπλὸ καὶ δὲν παίρνει σχήματα. Λέγοντας μάτια, βλέφαρα καὶ ὅραση τοῦ Θεοῦ, ἃς ἐννοήσουμε συμβολικὰ τὴν ἐποπτεία τοῦ πάνω σ’ ὅλα καὶ τὸ ἀλάθητό της γνώσεώς του· διότι μ’ αὐτὴ τὴν αἴσθηση (τῆς ὁράσεως) ἀποκτᾶμε πιὸ τέλεια γνώση καὶ μάθηση. Λέγοντας αὐτιὰ καὶ ἀκοή, ἃς ἐννοήσουμε συμβολικὰ τὴ διάθεσή του νὰ μᾶς σπλαγχνιστεῖ καὶ νὰ δεχθεῖ τὴ δική μας δέηση· διότι κι ἐμεῖς μ’ αὐτὴ τὴν αἴσθηση γινόμαστε εὐδιάθετοι σ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς παρακαλοῦν καὶ τοὺς ἀκοῦμε μὲ περισσότερο ἐνδιαφέρον. Ὅταν λέμε στόμα καὶ ὁμιλία, νὰ ἐννοήσουμε τὴ φανέρωση τῆς θελήσεώς του, διότι καὶ σὲ μᾶς οἱ διαθέσεις τῆς καρδιᾶς φανερώνονται μὲ τὸ στόμα καὶ τὴν ὁμιλία. Ὅταν λέμε φαγητὸ καὶ πιοτό, ἃς ἐννοήσουμε τὴ δική μας συμμόρφωση στὸ θέλημά του· διότι κι ἐμεῖς μὲ τὴν αἴσθηση τῆς γεύσεως ἱκανοποιοῦμε τὴν ἀναγκαία ἐπιθυμία τῆς φύσεώς μας. Ὅταν λέμε ὄσφρηση, ἃς ἐννοήσουμε τὴν ἀποδοχὴ τῆς σκέψεως καὶ τῆς ἀγάπης μᾶς γι’ αὐτόν, διότι κι ἐμεῖς μ’ αὐτὴ τὴν αἴσθηση δεχόμαστε τὴν εὐωδία εὐχάριστα. Λέγοντας πάλι πρόσωπο ἃς ἐννοήσουμε τὴν ἀπόδειξη καὶ τὴν ἐμφάνισή του μὲ τὰ ἔργα του, διότι καὶ ἡ δική μας ἐμφάνιση γίνεται μὲ τὸ πρόσωπο. Λέγοντας χέρια, ἃς νοήσουμε τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς ἐνέργειάς του· κι ἐμεῖς τὰ πιὸ ἀναγκαῖα καὶ σπουδαία τα πετυχαίνουμε μὲ τὰ χέρια μας. Λέγοντας δεξὶ χέρι, ἃς ἐννοήσουμε τὴ βοήθειά του γιὰ νὰ ἔλθουν ὅλα καλά· διότι κι ἐμεῖς χρησιμοποιοῦμε τὸ δεξὶ χέρι γιὰ τὰ πιὸ ἀξιοπρεπῆ καὶ δίκαια καὶ ποὺ χρειάζονται μεγάλη δύναμη. Λέγοντας ψηλάφηση ἃς ἐννοήσουμε τὴν πιὸ ἀκριβῆ καὶ τέλεια γνώση καὶ προσβολὴ τῶν πιὸ λεπτῶν καὶ κρυφῶν λογισμῶν· διότι καὶ αὐτοὺς ποὺ ἐμεῖς ψηλαφοῦμε δὲν μποροῦν νὰ κρύψουν κάτι πάνω τους. Λέγοντας ἐπίσης πόδια καὶ βάδην ἐννοοῦμε τὸν ἐρχομὸ καὶ τὴν παρουσία του, γιὰ νὰ βοηθήσει ὅσους ἔχουν ἀνάγκη ἢ ν’ ἀντιμετωπίσουν τοὺς ἐχθροὺς ἢ γιὰ κάποια ἄλλη πράξη· διότι καὶ σὲ μᾶς ἡ ἄφιξη γίνεται μὲ τὴ χρήση τῶν ποδιῶν. Λέγοντας ὅρκο ἃς ἐννοήσουμε τὸ ἀμετακίνητό της βουλῆς του, διότι κι ἐμεῖς μὲ ὅρκο ἐπιβεβαιώνουμε τὶς συμφωνίες μεταξύ μας. Ὀργὴ καὶ θυμὸ λέγοντας ἐννοοῦμε τὴν ἀπέχθεια καὶ τὸ μίσος στὴν κακία· διότι κι ἐμεῖς θυμώνουμε, ἐπειδὴ μισοῦμε τὶς ἀντίθετες γνῶμες. Λέγοντας ἀκόμη λησμονιά, ὕπνο καὶ νυσταγμό, ἃς ἐννοήσουμε τὴν ἀμέλεια στὴν ἄμυνα ἐνάντια στοὺς ἐχθροὺς καὶ τὴ ματαίωση τῆς συχνῆς βοήθειας πρὸς τοὺς φίλους. Καὶ μ’ ἕνα λόγο, ὅλα ὅσα ἔχουν εἰπωθεῖ γιὰ τὸ Θεὸ μὲ ἀνθρωπομορφικὲς ἐκφράσεις, ἔχουν κρυμμένη κάποια σημασία ποὺ διδάσκει τὰ ὑπερφυσικὰ μὲ ἀνθρωπομορφικὲς ἐκφράσεις, ἐκτὸς μόνον ἂν εἰπωθεῖ κάτι γιὰ τὴν σωματικὴ ἔλευση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Διότι Αὐτὸς ἀνάλαβε ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση γιὰ τὴ σωτηρία μας, δηλαδὴ τὴ νοερὴ ψυχή, τὸ σῶμα καὶ τὰ χαρακτηριστικά της ἀνθρωπίνης φύσεως, ποὺ εἶναι τὰ φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα πάθη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 12.  Γιὰ τὰ ἴδια θέματα. Αὐτά, βέβαια, τὰ ἔχουμε διδαχθεῖ ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς συγγραφεῖς, ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, «ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αἰτία καὶ ἡ ἀρχὴ ὅλων, ὁ χορηγός της φύσεως στὰ ὄντα, τῆς ζωῆς στὰ ζωντανά, τῆς λογικῆς στὰ λογικὰ ὄντα καὶ τοῦ νοῦ στὰ νοερά· εἶναι ἡ ἐπαναφορὰ καὶ ἡ ἐπανόρθωση αὐτῶν ποὺ ἔχουν πέσει· ἡ ἀνακαίνιση καὶ ἀναμόρφωση ὅσων ἔχουν φθείρει τὴ φύση τους· εἶναι ἡ ἱερὴ σταθερότητα αὐτῶν ποὺ κινοῦνται μὲ μία ἀνίερη ταραχή· ἡ ἀσφάλεια αὐτῶν ποὺ στέκονται σταθεροί· καὶ ἡ ὁδὸς καὶ χειραγώγηση πρὸς τὰ ἄνω αὐτῶν ποὺ βαδίζουν πρὸς Αὐτόν. »Θὰ προσθέσω ἐπίσης ὅτι εἶναι Πατέρας αὐτῶν ποὺ δημιούργησε· καὶ τὸ σπουδαιότερο, ὁ Θεὸς μᾶς εἶναι Πατέρας μας, διότι Αὐτὸς καὶ ὄχι οἱ γονεῖς μας, μᾶς ἔφερε στὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία· καθὼς οἱ γονεῖς μᾶς ἔλαβαν ἀπ’ Αὐτὸν τὴ ζωὴ καὶ τὴ δυνατότητα νὰ γεννοῦν. Εἶναι ποιμένας αὐτῶν ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦν καὶ τοὺς ποιμαίνει· εἶναι ὁ φωτισμὸς τῶν φωτιζομένων, ὁ μύστης ὅσων μυοῦνται στὰ ἱερὰ μυστήρια, ἡ αἰτία τῆς θεώσεως τῶν θεουμένων, ἡ συμφιλίωση ὅσων ἔχουν φιλονικήσει, ἡ ἁπλότητα τῶν ἁπλοϊκῶν καὶ ἡ ἑνότητα ὅσων ἑνώνονται μεταξύ τους. Εἶναι ἡ ἐξουσία πάνω ἀπὸ κάθε ἐξουσία, ἡ ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεως καὶ ἡ ἀγαθὴ μετάδοση τῶν ἀπορρήτων μυστηρίων, δηλαδὴ τῆς γνώσεώς Του στὸν καθένα, σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ καὶ ἐφικτοῦ». Ἀκόμη πιὸ λεπτομερῶς γιὰ τὰ ὀνόματα τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ τὸ θεῖο εἶναι ἀκατάληπτο, σίγουρα θὰ εἶναι καὶ χωρὶς ὄνομα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουμε τὴν οὐσία του, ἃς μὴ ζητήσουμε τὸ ὄνομα τῆς οὐσίας του· διότι τὰ ὀνόματα φανερώνουν τὰ πράγματα. Ὁ Θεὸς ὅμως, ἐπειδὴ εἶναι ἀγαθὸς καὶ μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὸ μηδὲν στὴν ὕπαρξη γιὰ νὰ μετέχουμε στὴν ἀγαθότητά του, καὶ μᾶς ἔκαμε ὄντα μὲ γνώση, ἔτσι, ὅπως δὲν μᾶς μετάδωσε κάτι ἀπὸ τὴν οὐσία του, οὔτε μᾶς ἔδωσε καὶ τὴ γνώση τῆς οὐσίας του. Διότι δὲν εἶναι δυνατὸν μιὰ κτιστῆ φύση νὰ γνωρίσει τελείως τὴν ἀνώτερη ἀπ’ αὐτὴν φύση. Καὶ ἄν, μάλιστα, οἱ γνώσεις γιὰ τὰ ὄντα εἶναι ἐλλιπεῖς, πῶς θὰ γνωρίσουμε αὐτὸ ποῦ ξεπερνᾶ τὴν οὐσία; Ὁ Θεός, λοιπόν, ἀπὸ τὴν πολλή του ἀγαθότητα, θέλησε νὰ παίρνει δικά μας ὀνόματα, ὥστε νὰ μὴν εἴμαστε ἐντελῶς ἀμέτοχοι ἀπὸ τὴ γνώση του, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε ἔστω καὶ κάποια ἀμυδρὴ ἰδέα γι’ Αὐτόν. Ἔτσι, ὅπως εἶναι ἀκατάληπτος, εἶναι καὶ χωρὶς ὄνομα. Ὅλα τα ὄντα ὅμως ὁμολογοῦν ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ αἰτία ὅλων καὶ κατέχει ἐκ τῶν προτέρων το λόγο καὶ τὴν αἰτία κάθε ὄντος· τὸ ὁμολογοῦν ἀκόμη καὶ τὰ ἀντίθετα μεταξύ τους, ὅπως τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι, τὸ νερὸ καὶ ἡ φωτιά, γιὰ νὰ γνωρίζουμε ὅτι Αὐτὸς δὲν εἶναι στὴν οὐσία τοῦ αὐτά. Ἀλλὰ νὰ γνωρίζουμε ὅτι εἶναι ὑπερούσιος, γι’ αὐτὸ καὶ χωρὶς ὄνομα· καὶ ὅλα τα δημιουργήματά του βεβαιώνουν ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ αἴτιος κάθε ὄντος. Γι’ αὐτό, ἀπὸ τὰ θεία ὀνόματα ἄλλα χρησιμοποιοῦνται μὲ ἀποφατικὴ σημασία γιὰ νὰ δηλώσουν τὸ ὑπερούσιο, ὅπως ἀνούσιος, ἄχρονος, ἄναρχος, ἀόρατος· ὄχι ὅτι εἶναι κατώτερος ἀπὸ κάποιον ἢ τοῦ λείπει κάτι –διότι σ’ Αὐτὸν ἀνήκουν ὅλα καὶ Αὐτὸς τὰ δημιούργησε καὶ τὰ συνέστησε γιὰ τὸν ἑαυτό Του· ξεχωρίζει ἀπ’ ὅλα τα ὄντα, διότι ὑπερέχει –δὲν εἶναι σὰν κάποιο ὅν, ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα. Τὰ ὀνόματα πάλι, ποὺ χρησιμοποιοῦνται καταφατικὰ γιὰ τὸ Θεό, λέγονται ἐπειδὴ εἶναι αἴτιος ὅλων. Ὀνομάζεται ὧν καὶ οὐσία, διότι εἶναι αἴτιος κάθε οὐσίας τῶν ὄντων· ὀνομάζεται λόγος, λογικός, σοφία καὶ σοφός, διότι εἶναι αἴτιος κάθε λόγου καὶ σοφίας, δηλαδὴ τοῦ λογικοῦ καὶ τοῦ σοφοῦ. Παρόμοια λέγεται νοῦς, νοερός, ζωή, ζῶν, δύναμη καὶ δυνατός· καὶ σ’ ὅλα τα ὑπόλοιπα, ἐπίσης, θὰ κληθεῖ μὲ παρόμοια ὀνόματα, ποὺ θὰ ληφθοῦν περισσότερο ἀπὸ τὰ πιὸ ἀξιόλογα καὶ κοντινὰ σ’ Αὐτὸν ὀνόματα. Πιὸ ἀξιόλογα καὶ κατάλληλα ὀνόματα γι’ Αὐτὸν εἶναι τὰ ἄϋλα ἀπὸ τὰ ὑλικά, τὰ καθαρὰ ἀπὸ τὰ ρυπαρὰ καὶ τὰ ἅγια ἀπὸ τὰ μιασμένα, ἐπειδὴ περισσότερο μετέχουν σ’ Αὐτόν. Διότι πιὸ κατάλληλα θὰ κληθεῖ ἥλιος καὶ φῶς παρὰ σκοτάδι, ἡμέρα παρὰ νύχτα, ζωὴ παρὰ θάνατος, καὶ φωτιὰ καὶ πνεῦμα καὶ νερό, διότι ἔχουν ζωή, παρὰ γῆ. Καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα θὰ ὀνομασθεῖ ἀγαθότητα καὶ ὄχι κακό. Τὸ ἴδιο, θὰ τὸν καλέσει κανένας «ὃν» παρὰ «μὴ ὅν»· διότι τὸ ἀγαθὸ εἶναι ὕπαρξη καὶ αἴτιο τῆς ὑπάρξεως, ἐνῶ τὸ κακὸ εἶναι στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ, δηλαδὴ τῆς ὑπάρξεως. Αὐτά, λοιπόν, εἶναι τὰ ἀποφατικὰ καὶ καταφατικὰ ὀνόματα· καὶ εἶναι βέβαια πολὺ πετυχημένος ὁ συνδυασμός τους, γιὰ παράδειγμα «ὑπερούσια οὐσία, ὑπέρθεη θεότητα, ὑπεράρχια ἀρχή», καὶ τὰ παρόμοια. Ὑπάρχουν καὶ μερικὰ καταφατικὰ ὀνόματα ποὺ λέγονται γιὰ τὸ Θεὸ καὶ ἔχουν ἔννοια ὑπερβολικῆς ἀρνήσεως, ὅπως «σκοτάδι»· ὄχι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι σκοτάδι, ἀλλὰ δὲν εἶναι φῶς, ἐπειδὴ εἶναι πάνω ἀπὸ τὸ φῶς. Ὀνομάζεται, λοιπόν, ὁ Θεὸς νοῦς, λόγος, πνεῦμα, σοφία καὶ δύναμη, διότι εἶναι ὁ αἴτιος αὐτῶν καὶ ἄϋλος καὶ δημιουργός των ὅλων καὶ παντοδύναμος. Καὶ αὐτὰ τὰ ὀνόματα, καὶ τὰ ἀποφατικὰ καὶ τὰ καταφατικά, ἀποδίδονται σὲ ὅλο το κοινὸ (οὐσία) τῆς θεότητας. Τὸ ἴδιο ὅμως καὶ ἀπαράλλακτα ἀποδίδονται καὶ σὲ κάθε ξεχωριστὴ ὑπόσταση τῆς Ἁγίας Τριάδος· ὅταν ἀναλογισθῶ μία ἀπὸ τὶς ὑποστάσεις, τὴν ἀναγνωρίζω ὡς τέλειο Θεὸ καὶ τέλεια οὐσία. Καὶ ὅταν πάλι συγκεντρώσω καὶ ἀπαριθμήσω τὰ τρία (πρόσωπα), ἀναγνωρίζω ἕνα τέλειο Θεό. Διότι ἡ θεότητα δὲν εἶναι σύνθετη, ἀλλὰ εἶναι ἕνα ἀχώριστο καὶ ἀσύνθετο σὲ τρία τέλεια. Ὅταν πάλι ἀναλογισθῶ τὴ σχέση τῶν ὑποστάσεων μεταξύ τους, γνωρίζω ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι ὑπερούσιος ἥλιος, πηγὴ ἀγαθότητος, ἄβυσσος οὐσίας, λόγου, σοφίας, δυνάμεως, φωτός, θεότητος, πηγὴ ποὺ γεννᾶ καὶ προβάλλει τὸ ἀγαθὸ ποὺ κρύβει μέσα της. Ὁ ἴδιος, λοιπόν, εἶναι νοῦς, ἄβυσσος τοῦ Λόγου, γεννήτορας τοῦ Λόγου καὶ προβολέας μέσω τοῦ Λόγου τοῦ ἐκφαντορικοῦ Πνεύματος. Καὶ γιὰ νὰ τὸ πῶ μὲ δυὸ λόγια, δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸν Πατέρα λόγος, σοφία, δύναμη, θέληση, παρὰ μόνον ὁ Υἱός του, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ μοναδικὴ δύναμη τοῦ Πατέρα, ἡ πρώτη αἰτία τῆς δημιουργίας ὅλων. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὀνομάζεται Υἱός, διότι σὰν τέλεια ὑπόσταση γεννιέται ὅπως αὐτὸς γνωρίζει. Καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Πατέρα ποὺ φανερώνει τὰ κρύφια της θεότητος· δὲν γεννιέται ἀλλὰ ἐκπορεύεται μέσω τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα, ὅπως αὐτὸς γνωρίζει· γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τελειοποιεῖ τὴ δημιουργία τοῦ σύμπαντος. Ὅσα, λοιπόν, ἁρμόζουν στὸν Πατέρα ποὺ εἶναι ὁ αἴτιος, ἡ πηγὴ καὶ ὁ γεννήτορας, πρέπει νὰ τὰ ἀποδίδουμε μόνο στὸν Πατέρα· ὅσα ἁρμόζουν στὸ ἀποτέλεσμα τῆς αἰτίας, στὸ γεννητὸ Υἱό, Λόγο, δύναμη προκαταρκτική, θέληση καὶ σοφία, νὰ τ’ ἀποδίδουμε στὸν Υἱό· ὅσα ἐπίσης ταιριάζουν στὸ ἀποτέλεσμα τῆς αἰτίας, τὸ ἐκπορευτό, ἐκφαντορικὸ καὶ τελεσιουργό, νὰ τ’ ἀποδίδουμε στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Πατέρας εἶναι ἡ πηγὴ καὶ αἰτία τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος· εἶναι Πατέρας μόνον τοῦ Υἱοῦ καὶ προβολέας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Υἱὸς εἶναι Υἱός, Λόγος, σοφία καὶ δύναμη, εἰκόνα, κατοπτρισμὸς καὶ τύπος τοῦ Πατέρα· προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Τὸ Πνεῦμα εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ Πατέρα, διότι ὁ Πατέρας τὸ ἐκπορεύει καὶ διότι καμιὰ κίνηση δὲν ὑπάρχει χωρὶς τὸ Πνεῦμα· τὸ Πνεῦμα εἶναι καὶ τοῦ Υἱοῦ, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἐκπορεύεται ἀπ’ αὐτόν, ἀλλὰ μέσω αὐτοῦ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα· διότι μοναδικὸς αἴτιος εἶναι ὁ Πατέρας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 13.  Γιὰ τὸν τόπο τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι τὸ θεῖο εἶναι ἀπεριόριστο Ὁ τόπος τοῦ σώματος εἶναι τὰ ὅρια αὐτοῦ ποὺ τὸ περιέχει ὡς περιεχόμενο· γιὰ παράδειγμα, ὁ ἀέρας περιέχει, ἐνῶ τὸ σῶμα περιέχεται. Ὅλος ὁ ἀέρας ποὺ περιέχει δὲν εἶναι ὁ τόπος τοῦ σώματος ποὺ περιέχεται, ἀλλὰ τὰ ὅρια τοῦ περιέχοντος ἀέρα τὰ ὁποῖα ἀγγίζουν τὸ περιεχόμενο σῶμα. Γενικὰ ἰσχύει, αὐτὸ ποὺ περιέχει νὰ μὴ βρίσκεται μέσα στὸ περιεχόμενο. Ὑπάρχει βέβαια καὶ νοητὸς τόπος, ὅπου βρίσκεται ὁ νοῦς καὶ ἡ νοητὴ καὶ ἀσώματη φύση· εἶναι παροῦσα ἐκεῖ καὶ ἐνεργεῖ, χωρὶς νὰ περιέχεται σωματικὰ ἀλλὰ νοητά· διότι δὲν ἔχει σχῆμα, γιὰ νὰ περιληφθεῖ σωματικά. Ὁ Θεός, λοιπόν, ποὺ εἶναι ἄϋλος καὶ ἀπερίγραπτος, δὲν βρίσκεται σὲ τόπο· διότι ὁ ἴδιος εἶναι τόπος τοῦ ἐαυτοῦ του, ἀφοῦ γεμίζει τὰ πάντα καὶ εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα καὶ ὅλα τα συνέχει. Λέγεται βέβαια ὅτι βρίσκεται σὲ τόπο. Καὶ ὀνομάζεται τόπος Θεοῦ ἐκεῖνος ὅπου ἀποκαλύπτεται ἡ ἐνέργειά του. Διότι ὁ ἴδιος χωρὶς ἀνάμειξη διέρχεται μέσω ὅλων καὶ μεταδίδει σ’ ὅλα τὴν ἐνέργειά του, ἀνάλογα μὲ τὴν καταλληλότητα καὶ τὴν δεκτικὴ ἱκανότητα τοῦ καθένα· ἐννοῶ τὴν καθαρότητα τῆς φύσεως καὶ τῆς προαιρέσεως· καθὼς εἶναι πιὸ καθαρά τα ἄϋλα ἀπὸ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ ἐνάρετα ἀπὸ τὰ προσκολλημένα στὴν κακία. Γι’ αὐτό, λοιπόν, τόπος Θεοῦ ὀνομάζεται ἐκεῖνος ποὺ μετέχει περισσότερο στὴν ἐνέργεια καὶ τὴ χάρη Του. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὁ οὐρανὸς εἶναι ὁ θρόνος τοῦ –διότι σ’ αὐτὸν βρίσκονται οἱ ἄγγελοι ποὺ κάνουν τὸ θέλημά του καὶ τὸν δοξάζουν ἀσταμάτητα· ἡ δοξολογία αὐτὴ εἶναι ἡ ξεκούραση τού–. Καὶ ἡ γῆ εἶναι τὸ ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν τοῦ –διότι σ’ αὐτὴν ἔζησε μὲ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους–· καθὼς ἡ ἁγία σάρκα τοῦ λέγεται μὲ ἄλλη ὀνομασία πόδι τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία λέγεται τόπος τοῦ Θεοῦ. Γιατί τὴν προσφέραμε σὰν ἱερὸ τόπο γιὰ νὰ τὸν δοξολογοῦμε· ἐκεῖ προσευχόμαστε στὸ Θεό. Ἐπίσης, λέγονται τόποι τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ τόποι ἐκεῖνοι ὅπου φανερώθηκε ἡ ἐνέργειά του, εἴτε ἔνσαρκη εἴτε ἄσαρκη. Πρέπει μάλιστα νὰ γνωρίζουμε ὅτι τὸ θεῖο εἶναι ἀδιαίρετο· ὅλο βρίσκεται καθ’ ὁλοκληρία παντοῦ. Δὲν διαιρεῖται σὲ μέρη, ὅπως τὰ σώματα, ἀλλὰ ὅλο βρίσκεται σὲ ὅλα καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα. Γιὰ τὸν τόπο τοῦ ἀγγέλου καὶ τῆς ψυχῆς, καὶ γιὰ τὸ ἀπερίγραπτο. Ὁ ἄγγελος πάλι δὲν περιορίζεται σ’ ἕνα τόπο ὅπως τὰ σώματα, ὥστε νὰ παίρνει μορφὴ καὶ σχῆμα. Λέγεται ὅμως ὅτι βρίσκεται στὸ χῶρο, ἐπειδὴ εἶναι παρὼν νοητὰ καὶ ἐνεργεῖ σ’ ἐκεῖνο τὸ χῶρο καὶ δὲν βρίσκεται καὶ ἀλλοῦ· περιορίζεται νοητὰ ἐκεῖ ὅπου καὶ ἐνεργεῖ. Δὲν μπορεῖ ταυτόχρονα νὰ ἐνεργεῖ σὲ διαφορετικοὺς τόπους, διότι μόνον ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρὼν καὶ ἐνεργεῖ ταυτόχρονα. Ὁ ἄγγελος, δηλαδή, ἐξαιτίας τῆς φύσεως καὶ τῆς ἑτοιμότητός του, πολὺ γρήγορα μεταβαίνει καὶ ἐνεργεῖ σὲ διαφορετικοὺς τόπους· ἐνῶ ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρὼν καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα, καὶ μὲ μιὰ καὶ ἁπλὴ ἐνέργειά του ἐνεργεῖ συγχρόνως μὲ διαφορετικοὺς τρόπους. Ἡ ψυχὴ πάλι ἔχει συνδεθεῖ ὁλόκληρη μὲ ὅλο το σῶμα, καὶ ὄχι ἕνα μέρος τῆς μ’ ἕνα μέρος του· δὲν περιέχεται σ’ αὐτὸ ἀλλὰ τὸ περιέχει, ὅπως ἡ φωτιὰ τὸ σίδερο· ὄντας μέσα στὸ σῶμα ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τὴ φύση της. Αὐτὸ βέβαια ποὺ περιλαμβάνεται στὸν τόπο, τὸ χρόνο ἢ τὴν ἀντίληψη εἶναι περιορισμένο, ἐνῶ ἐκεῖνο ποὺ κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲν τὸ περιέχει εἶναι ἀπεριόριστο. Ἀπεριόριστο, λοιπόν, εἶναι μόνο το θεῖο, ἐπειδὴ εἶναι χωρὶς ἀρχὴ καὶ τέλος καὶ τὰ περιέχει ὅλα, χωρὶς νὰ περιέχεται ἀπὸ κανένα. Διότι μόνο αὐτὸ εἶναι ἀκατάληπτο καὶ ἀπροσδιόριστο· κανένα δὲν τὸ γνωρίζει, καὶ μόνον αὐτὸ γνωρίζει τὸν ἑαυτό του. Ὁ ἄγγελος ὅμως καὶ περιορίζεται ἀπὸ τὸ χρόνο –καθὼς ἔχει ἀρχὴ ὑπάρξεως– καὶ ἀπὸ τὸν τόπο, ἂν καὶ περιορίζεται νοητά, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, καὶ μὲ τὴν ἀντίληψη περιορίζεται. Ὁ ἕνας μάλιστα γνωρίζει κάπως τὴ φύση τοῦ ἄλλου, ἐνῶ ὁ δημιουργός τους τὰ προσδιορίζει πλήρως. Τὰ σώματα πάλι περιορίζονται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τους, ἀπὸ τὸ χῶρο ποὺ καταλαμβάνουν, καὶ ἀπὸ τὴν ἀντίληψη. Συλλογὴ χωρίων γιὰ τὸ Θεό, δηλαδὴ γιὰ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ σχετικὰ μὲ τὸ Λόγο καὶ τὸ Πνεῦμα. Τὸ θεῖο εἶναι τελείως ἀμετάβλητο καὶ ἀναλλοίωτο· διότι ὅλα αὐτὰ ποὺ δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ μᾶς τὰ ἀποφάσισε προηγουμένως μὲ τὴ πρόγνωσή του, τὸ καθένα στὸν ἰδιαίτερο καὶ κατάλληλο καιρὸ καὶ τόπο. Καὶ σύμφωνα μ’ αὐτό, «ὁ Πατέρας δὲν κρίνει κανέναν, ἀλλὰ ἔδωσε ὅλη τὴ κρίση στὴν ἐξουσία τοῦ Υἱοῦ»· διότι εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ κρίση ἀνῆκε στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ ὡς Θεὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ ἴδιος μάλιστα ὁ Υἱὸς θὰ κατέβει στὴ γῆ, ὡς ἄνθρωπος μὲ σῶμα, καὶ θὰ καθίσει σὲ ἔνδοξο θρόνο – ἡ κατάβαση καὶ ὁ θρόνος ἀφοροῦν περιορισμένο σώμα– καὶ ἀπὸ κεῖ θὰ κρίνει ὅλη τὴν οἰκουμένη μὲ δικαιοσύνη. Ὅλα ἀπέχουν ἀπὸ τὸ Θεό, ὄχι τοπικά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ φύση τους. Σὲ μᾶς ἡ σύνεση, ἡ σοφία καὶ ἡ σκέψη ὑπάρχουν καὶ μᾶς ἐγκαταλείπουν ὡς συνήθεια· δὲν συμβαίνει ὅμως ἔτσι μὲ τὸ Θεό. Γι’ Αὐτόν, τίποτε δὲν γίνεται καὶ τίποτε δὲν χάνεται· διότι εἶναι ἀναλλοίωτος καὶ ἀμετάβλητος, καὶ δὲν πρέπει νὰ τοῦ ἀποδίδουμε κάποιο συμβάν. Ὁ Θεὸς ἔχει συνυφασμένο στὴν οὐσία τοῦ τὸ ἀγαθό. Ὅποιος ἐπιθυμεῖ διαρκῶς τὸ Θεό, αὐτὸς τὸν βλέπει. Διότι ὁ Θεὸς ὑπάρχει σὲ ὅλα· καθόσον τὰ κτίσματα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ ὑπάρχει, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει κάτι, ἐὰν δὲν ἐξαρτᾶ τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ τὸ Θεό. Ὁ Θεὸς ἀναμειγνύεται μὲ ὅλα, διότι συγκρατεῖ τὴ φύση τους· καὶ μάλιστα ὁ Θεὸς Λόγος ἑνώθηκε μὲ τὴν ἁγία σάρκα τοῦ ὑποστατικὰ καὶ ἀναμίχθηκε χωρὶς συγχώνευση μὲ τὴ δική μας φύση. Κανεὶς δὲν βλέπει τὸν Πατέρα παρὰ μόνον ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα. Ὁ Υἱὸς εἶναι ἡ βούληση, ἡ σοφία καὶ ἡ δύναμη τοῦ Πατέρα. Καὶ δὲν πρέπει ν’ ἀποδίδουμε στὸ Θεὸ ποιότητα, γιὰ νὰ μὴν τὸν θεωρήσουμε σύνθετο, ἀπὸ οὐσία καὶ ποιότητα. Ὁ Υἱὸς προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ ὅλα, ὅσα ἔχει, τὰ ἔχει ἀπ’ αὐτόν. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν κάνει τίποτε ἀπὸ μόνος του· δὲν ἔχει ἰδιαίτερη ἐνέργεια ἀπ’ αὐτὴν τοῦ Πατέρα. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τοῦ ἀόρατος καὶ γίνεται ὁρατὸς μὲ τὶς ἐνέργειές του· αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν κατασκευὴ καὶ διακυβέρνηση τοῦ κόσμου. Ὁ Υἱὸς εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατέρα, τὸ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ· ὅταν ὁ Χριστὸς μὲ τὸ Πνεῦμα κατοικεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο, τοῦ δίνει τὸ κατ’ εἰκόνα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεός, ἐνδιάμεσό του ἀγέννητου καὶ τοῦ γεννητοῦ· συνάπτεται μὲ τὸν Πατέρα μέσω τοῦ Υἱοῦ. Λέγεται Πνεῦμα Θεοῦ, Πνεῦμα Χριστοῦ, νοῦς Χριστοῦ, Πνεῦμα Κυρίου, Αὐτοκύριος, Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἀλήθειας, ἐλευθερίας, σοφίας (διότι τὰ δημιουργεῖ ὅλα αὐτά). Εἶναι Πνεῦμα ποὺ τὰ γεμίζει ὅλα μὲ τὴν οὐσία του, ὅλα τα συνέχει, ποὺ μπορεῖ νὰ γεμίσει τὸν κόσμο μὲ τὴν οὐσία του, ἀλλὰ στὴ δύναμή του δὲν χωρᾶ στὸν κόσμο. Ὁ Θεὸς εἶναι οὐσία αἰώνια καὶ ἀμετάβλητη, δημιουργός των ὄντων· Τὸν προσκυνᾶμε μὲ αἰσθήματα εὐσεβείας. Θεὸς εἶναι καὶ ὁ Πατέρας, ὁ ὁποῖος εἶναι αἰώνια ἀγέννητος· διότι δὲν προῆλθε ἀπὸ κάποιον, ἀλλὰ γέννησε τὸν Υἱὸ συναιώνιο. Θεὸς εἶναι καὶ ὁ Υἱός, ποὺ εἶναι πάντα μὲ τὸν Πατέρα καὶ γεννήθηκε ἀπ’ Αὐτὸν ἐκτὸς χρόνου, χωρὶς μεταβολὴ ἢ πάθος ἢ χωρισμὸ ἀπ’ Αὐτόν. Θεὸς εἶναι καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἁγιαστικὴ δύναμη, ἐνυπόστατη, ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα χωρὶς ν’ ἀπομακρύνεται ἀπ’ Αὐτόν· ἀναπαύεται στὸν Υἱὸ καὶ ἔχει τὴν ἴδια οὐσία μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Ὁ Λόγος εἶναι αὐτὸς ποὺ βρίσκεται πάντοτε κατ’ οὐσίαν μὲ τὸν Πατέρα. Λόγος, ἐπίσης, εἶναι ἡ φυσικὴ κίνηση τοῦ νοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία κινεῖται, σκέφτεται καὶ συλλογίζεται, σὰν νὰ εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ λάμψη του. Λόγος εἶναι ἀκόμη ὁ ἐνδιάθετος, ποὺ λαλεῖται μέσα στὴν καρδιά. Τέλος, λόγος εἶναι αὐτὸς ποὺ μεταδίδει τὴ σκέψη. Συμπερασματικά, ὁ Θεὸς Λόγος ἔχει οὐσία καὶ ὑπόσταση, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι τρεῖς λόγοι ἀποτελοῦν δυνάμεις τῆς ψυχῆς, χωρὶς νὰ ἔχουν ἰδιαίτερη ὑπόσταση. Ἀπ’ αὐτούς, ὁ πρῶτος εἶναι γέννημα τοῦ νοῦ καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴ φύση του, ὁ δεύτερος λέγεται ἐνδιάθετος καὶ ὁ τρίτος προφορικός. Ἡ λέξη πνεῦμα ἔχει πολλὲς σημασίες. Σημαίνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Πνεύματα λέγονται καὶ οἱ δυνάμεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· πνεῦμα ἀκόμη εἶναι καὶ ὁ ἀγαθὸς ἄγγελος· πνεῦμα εἶναι καὶ ὁ διάβολος· πνεῦμα καὶ ἡ ψυχή· κάποτε πνεῦμα λέγεται καὶ ὁ νοῦς· πνεῦμα εἶναι καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ὁ ἀέρας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 14. Τὰ ἰδιώματα τῆς θείας φύσεως. Ἰδιώματα τῆς θείας φύσεως εἶναι τὸ ἄκτιστο, τὸ ἄναρχο, τὸ ἄφθαρτο, τὸ ἀθάνατο, ἄπειρο καὶ αἰώνιο, τὸ ἀγαθό, τὸ δημιουργικό, τὸ δίκαιο, τὸ φωτιστικό, τὸ ἀμετάβλητο, τὸ ἀπαθές, τὸ ἀπερίγραπτο, τὸ ἀχώρητο, τὸ ἀπεριόριστο, τὸ ἀόριστο, τὸ ἀσώματο, τὸ ἀόρατο, τὸ ἀκατανόητο, ἡ ἰδιότητα νὰ μὴν ἔχει καμία ἀνάγκη, τὸ αὐτοκυριαρχικὸ καὶ αὐτεξούσιο, τὸ ἐξουσιαστικό του σύμπαντος, τὸ ζωοποιό, τὸ παντοδύναμο, τὸ ἀπειροδύναμο, τὸ ἁγιαστικὸ καὶ μεταδοτικό, ἡ ἰδιότητα νὰ περιέχει καὶ συγκρατεῖ τὰ σύμπαντα καὶ νὰ προνοεῖ γιὰ ὅλα. Ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια ἡ θεότητα τὰ ἔχει ἀπὸ τὴ φύση της, χωρὶς νὰ τὰ ἔχει λάβει ἀπὸ ἀλλοῦ. Ἀπεναντίας, ἡ ἴδια ἡ θεότητα μεταδίδει κάθε ἀγαθὸ στὰ δημιουργήματά της, ἀνάλογα μὲ τὴ δεκτικὴ ἱκανότητα τοῦ καθένα. Ἰδίωμα τῆς θεότητος εἶναι ἡ ἀμοιβαία παραμονὴ καὶ διαμονὴ τῶν θείων ὑποστάσεων· διότι εἶναι ἀχώριστες μεταξύ τους χωρὶς νὰ λείπει ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη· ἔχουν τὴν ἀλληλοπεριχώρησή τους ἀσύγχυτη, ὥστε οὔτε νὰ συγχωνεύονται οὔτε νὰ συγχέονται, ἀλλὰ νὰ εἶναι σὲ ἁρμονία μεταξύ τους. Ὁ Υἱὸς δηλαδὴ εἶναι μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα, τὸ Πνεῦμα μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ ὁ Πατέρας μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα, χωρὶς νὰ συμβαίνει καμιὰ συγχώνευση ἢ ἀνάμειξη ἢ σύγχυση. Ἰδίωμα τῆς θεότητος ἐπίσης εἶναι ἡ ἑνότητα καὶ ταυτότητα τῆς κινήσεως· γίνεται, δηλαδή, μία ἐξόρμηση καὶ μία κίνηση τῶν τριῶν ὑποστάσεων, κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παρατηρηθεῖ στὴν κτιστὴ φύση. Καὶ ἀκόμη, ἡ θεία ἀκτινοβολία καὶ ἐνέργεια εἶναι μία, ἁπλὴ καὶ ἀδιαίρετη· προσφέρει πολλὰ ἀγαθὰ στὰ κτιστὰ ποὺ διαιροῦνται· καί, ἐνῶ μοιράζει σ’ ὅλα τα συστατικά της φύσεώς τους, ἡ ἴδια παραμένει ἁπλή· μοιράζει τὸν ἑαυτό της σὲ πολλὰ χωρὶς νὰ διαιρεῖται ἡ ἴδια· συγκεντρώνει καὶ ἐπαναφέρει τὰ διαιρεμένα στὴ δική της ἁπλότητα –διότι ὅλα τα ὄντα τὴν ποθοῦν καὶ ὀφείλουν τὴν ὕπαρξή τους σ’ αὐτήν–· καὶ αὐτὴ μεταδίδει σὲ ὅλα τὴν ὕπαρξη ἀνάλογα μὲ τὴ φύση τους· ἔτσι ἡ θεότητα ἀποτελεῖ τὴν ὕπαρξη γιὰ τὰ ὄντα, τὴ ζωὴ γιὰ τὰ ζωντανά, τὴ λογικὴ γιὰ τὰ λογικὰ καὶ τὸ νοῦ γιὰ τὰ νοερά· ἡ ἴδια βέβαια εἶναι πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὸ νοῦ, τὸ λόγο, τὴ ζωὴ καὶ τὴ φύση. Ἰδίωμά της ἀκόμη εἶναι ὅτι περνᾶ μέσα ἀπ’ ὅλα τα ὄντα, ἐνῶ ἀπ’ αὐτὴν δὲν περνᾶ κανένα ὅν. Ἐπίσης, ὅτι γνωρίζει τὰ πάντα μὲ ἁπλὴ γνώση· ὅλα τα βλέπει μὲ ἁπλὸ τρόπο, μὲ τὸ θεῖο, παντεποπτικὸ καὶ ἄϋλο βλέμμα της· βλέπει τὰ παρόντα, τὰ παρελθόντα καὶ τὰ μέλλοντα προτοῦ νὰ συμβοῦν. Ἰδίωμά της, ἐπίσης, εἶναι ἡ ἀναμαρτησία, ἡ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ σωτηρία. Καὶ ἀκόμη, ὅτι μπορεῖ νὰ πετύχει ὅλα ὅσα θέλει, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ κάνει ὅσα μπορεῖ· μπορεῖ, γιὰ παράδειγμα, νὰ καταστρέψει τὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν τὸ θέλει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 15.  Γιὰ τὸν αἰώνα. Αὐτός, ποὺ ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ τὸ χρόνο, δημιούργησε τοὺς αἰῶνες· πρὸς αὐτὸν λέει ὁ προφήτης Δαβίδ: «Πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες καὶ ἕως τὸ τέλος τοὺς ἐσὺ ὑπάρχεις». Καὶ ὁ θεῖος ἀπόστολος λέει: «Μὲ Αὐτὸν δημιούργησε τοὺς αἰῶνες». Πρέπει, λοιπόν, νὰ γνωρίζουμε ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ αἰώνα εἶναι πολύσημο· δηλαδή, ἔχει πολλὲς σημασίες. Αἰώνας ὀνομάζεται ἡ ζωὴ κάθε ἀνθρώπου· ἐπίσης, αἰώνας λέγεται καὶ ὁ χρόνος χιλίων ἐτῶν. Ἀκόμη αἰώνα καλοῦμε ὅλο τὸν παρόντα βίο, ἀλλὰ καὶ τὴν αἰώνια μέλλουσα ζωή, ποὺ εἶναι μετὰ τὴν ἀνάσταση. Τέλος, αἰώνας λέγεται ὄχι ὁ χρόνος, οὔτε κάποιο διάστημα τοῦ χρόνου ποὺ μετριέται μὲ τὴν κίνηση καὶ τὴν τροχιὰ τοῦ ἥλιου, ποὺ συνίσταται ἀπὸ ἡμερόνυχτα, ἀλλὰ ἡ κίνηση καὶ τὸ διάστημα τοῦ χρόνου ποὺ παρατείνεται μαζὶ μὲ τὰ αἰώνια. Ὅ,τι δηλαδὴ εἶναι ὁ χρόνος γι’ αὐτὰ ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ χρόνο, αὐτὸ εἶναι ὁ αἰώνας γιὰ τὰ αἰώνια. Ἀναφέρονται βέβαια ἑπτὰ αἰῶνες αὐτοῦ του κόσμου, ἀπὸ τότε δηλαδὴ ποὺ δημιουργήθηκε ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ μέχρι τὸ κοινὸ τέλος καὶ τὴν κοινὴ ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων. Διότι ὑπάρχει καὶ ἀτομικὸ τέλος, ὁ θάνατος τοῦ κάθε ἀνθρώπου· ὑπάρχει ἐπίσης καὶ κοινὸ καὶ γενικὸ τέλος, ὅταν θὰ γίνει ἡ κοινὴ ἀνάσταση ὅλων των ἀνθρώπων. Γι’ αὐτό, ὄγδοος αἰώνας εἶναι ὁ μελλοντικός. Πρὶν ἀκόμη ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, ὅταν δὲν ὑπῆρχε οὔτε ὁ ἥλιος ποὺ χωρίζει τὴν ἡμέρα ἀπὸ τὴ νύχτα, δὲν ὑπῆρχε αἰώνας ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ μετρηθεῖ, ἀλλὰ ὑπῆρχε αὐτὸ ποὺ παρατείνεται μαζὶ μὲ τὰ αἰώνια, σὰν κάποια κίνηση καὶ διάστημα τοῦ χρόνου· καὶ σύμφωνα μ’ αὐτὸ ὑπάρχει ἕνας αἰώνας· γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς λέγεται αἰώνιος ἀλλὰ καὶ προαιώνιος. Διότι ὁ ἴδιος δημιούργησε καὶ τὸν αἰώνα. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μόνος ἄναρχος, εἶναι ὁ ἴδιος δημιουργὸς ὅλων, καὶ τῶν αἰώνων καὶ ὅλων των ὄντων. Ὅταν λέω «Θεό», εἶναι φανερὸ ὅτι ἐννοῶ τὸν Πατέρα καὶ τὸ μονογενῆ του Υἱό, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα του, τὸν ἕνα Θεό μας. Λέγονται ἐπίσης «αἰῶνες αἰώνων», ἐπειδὴ οἱ ἑπτὰ αἰῶνες τοῦ παρόντος κόσμου περιλαμβάνουν πολλοὺς αἰῶνες, δηλαδὴ ζωὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐπειδὴ ὁ ἕνας αἰώνας εἶναι περιεκτικὸς ὅλων των αἰώνων. Καὶ ὀνομάζεται «αἰώνας αἰώνα» ὁ τωρινὸς καὶ ὁ μελλοντικὸς αἰώνας. Ἡ φράση πάλι «αἰώνια ζωὴ» καὶ «αἰώνια κόλαση» δείχνει τὸ ἀτελείωτό του μελλοντικοῦ αἰώνα. Διότι, μετὰ τὴν ἀνάσταση, ὁ χρόνος δὲν θὰ ἀριθμεῖται μὲ ἡμέρες καὶ νύχτες· θὰ εἶναι μᾶλλον μιὰ ἀνέσπερη ἡμέρα, ὅπου ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης θὰ καταλάμπει εὐχάριστά τους δίκαιους, ἐνῶ βαθειὰ καὶ ἀπέραντη νύχτα θὰ ἰσχύει γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς. Πῶς, λοιπόν, θὰ μετρηθεῖ τὸ χρονικὸ διάστημα τῶν χιλίων ἐτῶν γιὰ τὴν ἀποκατάσταση ποῦ εἶπε ὁ Ὠριγένης; Ἑπομένως, ἕνας δημιουργὸς ὑπάρχει γιὰ τοὺς αἰῶνες, ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος δημιούργησε καὶ τὰ σύμπαντα καὶ ὑπάρχει προαιώνια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 16. Γιὰ τὴ Δημιουργία Ἐπειδή, λοιπόν, ὁ ἀγαθὸς καὶ ὑπεράγαθος Θεὸς δὲν ἐπαναπαύθηκε στὴ θεωρία τοῦ ἐαυτοῦ του, ἀλλὰ ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγαθότητα θέλησε νὰ δημιουργηθοῦν ὁρισμένα δημιουργήματα ποὺ θὰ εὐεργετηθοῦν καὶ θὰ μετάσχουν στὴν ἀγαθότητά του· γι’ αὐτό, παράγει καὶ δημιουργεῖ ἐκ τοῦ μηδενὸς τὰ σύμπαντα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα· δημιουργεῖ, ἐπίσης, καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀποτελεῖται καὶ ἀπὸ ὁρατὴ καὶ ἀπὸ ἀόρατη φύση. Μόλις συλλαμβάνει τὴν ἰδέα, αὐτόματα δημιουργεῖ· καὶ ἡ σκέψη τοῦ γίνεται πράξη, ποὺ τὴν ὁλοκληρώνει ὁ Λόγος καὶ τὴν τελειοποιεῖ τὸ Πνεῦμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 17.  Γιὰ τοὺς ἀγγέλους. Ὁ ἴδιος εἶναι κτίστης καὶ δημιουργός των ἀγγέλων, τοὺς ὁποίους ἔφερε στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὸ μηδέν, καὶ τοὺς ἔκαμε σύμφωνα μὲ τὴ δική του εἰκόνα νὰ εἶναι ἀσώματη φύση, σὰν κάποιος ἄνεμο ἢ ἄϋλη φωτιά, ὅπως τὸ λέει ὁ θεῖος Δαβίδ: «Αὐτὸς ποὺ κάνει τοὺς ἀγγέλους ἀσώματα πνεύματα καὶ τοὺς λειτουργούς του σὰν φλόγα φωτιᾶς»· ἔτσι περιγράφει τὴν εὐκινησία, τὴ φλογερότητα, τὴ θερμότητα, τὴ διεισδυτικότητα καὶ τὴν ταχύτητά τους στὸν πόθο καὶ τὴ διακονία τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ τὴν προσήλωσή τους πρὸς τὰ ἄνω καὶ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ κάθε ὑλικὴ φροντίδα. Ὁ ἄγγελος, λοιπόν, εἶναι νοερὴ οὐσία, ἀεικίνητη, αὐτεξούσια, ἀσώματη, ποὺ διακονεῖ τὸ Θεὸ καὶ ἔλαβε κατὰ χάριν στὴ φύση τῆς τὴν ἀθανασία· τὴ μορφὴ καὶ τὴν κατάσταση αὐτῆς τῆς ὑπάρξεως μόνον ὁ δημιουργός της γνωρίζει. Σὲ σχέση μὲ μᾶς εἶναι ἀσώματη καὶ ἄϋλη· ἀλλά, κάθε τί ποὺ συγκρίνεται μὲ τὸν μόνο ἀσύγκριτο Θεὸ εἶναι παχὺ καὶ ὑλικό· διότι, μόνο το θεῖο εἶναι ὄντως ἄϋλο καὶ ἀσώματο. Ὁ ἄγγελος, λοιπόν, εἶναι φύση λογική, νοερὴ καὶ αὐτεξούσια, μεταβλητὴ στὴν προαίρεση, δηλαδὴ στὴ θέληση· διότι κάθε κτιστὸ εἶναι καὶ μεταβλητό, ἐνῶ μόνο το ἄκτιστο εἶναι ἀμετάβλητο. Κάθε λογικὸ ἐπίσης εἶναι καὶ αὐτεξούσιο. (Ὁ ἄγγελος), λοιπόν, σὰν λογικὴ καὶ νοερὴ φύση εἶναι αὐτεξούσιος· σὰν κτιστῆ φύση εἶναι μεταβλητή, ἔχοντας τὴ δυνατότητα καὶ νὰ διατηρεῖται καὶ νὰ προοδεύει στὸ ἀγαθὸ ἀλλὰ καὶ νὰ πηγαίνει πρὸς τὸ χειρότερο. (Ὁ ἄγγελος) δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ μετανοήσει, διότι εἶναι καὶ ἀσώματος. Ἀντίθετα ὁ ἄνθρωπος, ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας τοῦ σώματός του, μπορεῖ νὰ μετανοήσει. Εἶναι ἀθάνατος κατὰ χάριν καὶ ὄχι ἀπὸ τὴ φύση του· διότι ὅ,τι ἔχει ἀρχὴ ἔχει καὶ τέλος, σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς φύσεως. Καὶ μόνον ὁ Θεὸς εἶναι αἰώνιος καὶ μάλιστα πέρα ἀπὸ τοὺς αἰῶνες· διότι ὁ δημιουργός του χρόνου δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ χρόνο, ἀλλὰ τὸν ὑπερβαίνει. (Οἱ ἄγγελοι) εἶναι δεύτερα νοερὰ φῶτα, τὰ ὁποῖα δέχονται τὸ φωτισμὸ ἀπὸ τὸ πρῶτο καὶ ἄναρχο φῶς· δὲν ἔχουν γλώσσα καὶ ἀκοή, ἀλλὰ μεταδίδουν μεταξύ τους τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἀποφάσεις τοὺς χωρὶς προφορικὸ λόγο. Ὁ Λόγος δημιούργησε ὅλους τους ἀγγέλους καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὸν ἁγιασμὸ τοῦ τοὺς τελειοποίησε· μετέχουν στὸ φωτισμὸ καὶ τὴ χάρη ἀναλογικὰ μὲ τὴν ἀξία καὶ τὸ τάγμα τους. Ὁ χῶρος τοὺς περιορίζει· διότι ὅταν εἶναι στὸν οὐρανό, δὲν βρίσκονται στὴ γῆ· κι ὅταν ὁ Θεὸς τοὺς ἀποστέλλει στὴ γῆ, δὲν παραμένουν στὸν οὐρανό. Βέβαια, τὰ τείχη, οἱ πόρτες, οἱ κλειδαριὲς καὶ τὰ λουκέτα δὲν τοὺς περιορίζουν· διότι εἶναι ἀκαθόριστοι. Καὶ λέγοντας «ἀκαθόριστοι», ἐννοῶ, ὅτι φανερώνονται στοὺς ἀξίους, στοὺς ὁποίους θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἐμφανισθοῦν, ὄχι ὅπως πραγματικὰ εἶναι, ἀλλὰ μὲ ἄλλη μορφή, ἀνάλογα μὲ τὴ δυνατότητα ποὺ ἔχουν νὰ τοὺς δοῦν. Διότι, στὴν κυριολεξία, μόνο το ἄκτιστο εἶναι ἀκαθόριστο· ἐνῶ κάθε δημιούργημα ἔχει τὰ ὅριά του, ὅπως τὰ ὅρισε ὁ Θεός. Ἔχουν τὸν ἁγιασμὸ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἔξω ἀπὸ τὴν οὐσία τους· προφητεύουν μὲ τὴ θεία χάρη καὶ δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ γάμο, ἐπειδὴ δὲν εἶναι θνητοί. Ἐπειδὴ εἶναι πνευματικὰ ὄντα, ζοῦν σὲ τόπους πνευματικούς, χωρὶς νὰ περιορίζονται ὅπως τὰ σώματα· διότι δὲν παίρνουν τὸ σχῆμα τοῦ σώματος σύμφωνα μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους, οὔτε ἔχουν τρεῖς διαστάσεις, ἀλλὰ παρουσιάζονται καὶ ἐνεργοῦν πνευματικά, ὅπου διαταχθοῦν· δὲν μποροῦν βέβαια στὸ ἴδιο χρονικὸ διάστημα νὰ βρίσκονται καὶ νὰ ἐνεργοῦν ἐδῶ κι ἐκεῖ. Δὲν γνωρίζουμε ἐὰν οἱ ἄγγελοι εἶναι μεταξύ τους ἴσοι στὴν οὐσία ἢ διαφέρουν. Τὸ γνωρίζει μόνον ὁ παντογνώστης Θεός, ὁ ὁποῖος τοὺς ἔπλασε. Διαφέρουν, βέβαια, μεταξύ τους στὸ φωτισμὸ καὶ τὴ θέση· δηλαδή, ἢ βρίσκονται σὲ θέση δεκτικὴ φωτισμοῦ ἢ μετέχουν στὸ φωτισμὸ ἀνάλογα μὲ τὴ θέση τους καὶ φωτίζονται μεταξύ τους ἐξαιτίας τῆς ὑπεροχῆς τοῦ τάγματος ἢ τῆς φύσεως. Εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ ἄγγελοι ποὺ ὑπερέχουν μεταδίδουν τὸ φωτισμὸ καὶ τὴ γνώση στοὺς κατώτερους. Εἶναι ἱκανοὶ καὶ πρόθυμοι στὴν ἐκτέλεση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί, λόγω τῆς ταχύτητος τῆς φύσεώς τους, βρίσκονται ἀμέσως παντοῦ, ὅπου τους δώσει ἐντολὴ ὁ Θεός. Φυλάγουν τὰ μέρη τῆς γῆς, διοικοῦν ἔθνη καὶ τόπους, ὅπου ὁ Δημιουργός τους ἔταξε, καὶ φροντίζουν γιὰ τὰ ἀνθρώπινα καὶ μᾶς βοηθοῦν. Πάντως, εἶναι ἀνώτεροι ἀπό μας, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα καὶ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ βρίσκονται πάντοτε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δυσκίνητοι πρὸς τὸ κακό, ὄχι ὅμως ἀκίνητοι· τώρα ὅμως ἔχουν γίνει καὶ ἀκίνητοι (στὸ κακό), ὄχι ἐξαιτίας τῆς φύσεώς τους, ἀλλὰ κατὰ χάριν καὶ μὲ τὴν προσήλωσή τους στὸ μόνο ἀγαθό. Βλέπουν τὸ Θεὸ ὅσο τοὺς ἐπιτρέπεται καὶ ἔχουν τὴ θέα του σὰν τροφή. Ὡς ἀσώματοι εἶναι ἀνώτεροι ἀπό μας· ἔχουν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ κάθε πάθος τοῦ σώματος, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀπαθεῖς· διότι μόνον ὁ Θεὸς εἶναι ἀπαθής. Ἀλλάζουν τὴ μορφή τους, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, καὶ ἔτσι φανερώνονται στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀποκαλύπτουν τὰ θεία μυστήρια. Ζοῦν στὸν οὐρανὸ καὶ ἔχουν ἕνα ἔργο, νὰ ὑμνοῦν τὸ Θεὸ καὶ νὰ διακονοῦν τὸ θεῖο τοῦ θέλημα. Ἔτσι τὸ λέει καὶ ὁ ἁγιώτατος, ἱερώτατος καὶ θεολογικώτατος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης: «Ὅλη ἡ θεολογία, δηλαδὴ ἡ Ἁγία Γραφή, ἔχει ξεχωρίσει τὶς οὐράνιες δυνάμεις σὲ ἐννέα τάγματα»· ὁ θεῖος διδάσκαλος τὶς κατατάσσει αὐτές σε τρία τριαδικὰ συστήματα. «Πρώτη τριάδα», λέει, «εἶναι αὐτὴ ποὺ εἶναι πάντοτε γύρω ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ εἶναι ἕτοιμη νὰ ἑνωθεῖ μαζί του ἀμέσως, δηλαδὴ ἡ τάξη τῶν ἑξαπτέρυγων Σεραφίμ, τῶν πολυόμματων Χερουβὶμ καὶ τῶν ἁγιώτατων Θρόνων· δεύτερη τριάδα εἶναι τῶν Κυριοτήτων, τῶν Δυνάμεων καὶ τῶν Ἐξουσιῶν· καὶ τρίτη καὶ τελευταία τριάδα εἶναι τῶν Ἀρχῶν, τῶν Ἀρχαγγέλων καὶ τῶν Ἀγγέλων». Μερικοὶ λένε ὅτι δημιουργήθηκαν πρὶν ἀπ’ ὅλη τὴ δημιουργία, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ποὺ λέει: «(Ὁ Θεὸς) πρῶτα συλλαμβάνει στὸ νοῦ τὶς οὐράνιες δυνάμεις τῶν ἀγγέλων, καὶ ἡ σκέψη τοῦ ἔγινε πράξη». Ἄλλοι λένε ὅτι δημιουργήθηκαν μετὰ τὴ δημιουργία τοῦ πρώτου οὐρανοῦ. Ὅλοι βέβαια συμφωνοῦν ὅτι ἔγιναν πρὶν τὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου. Ἐγὼ συμφωνῶ μὲ τὸ Θεολόγο Γρηγόριο. Διότι ἔπρεπε πρῶτα νὰ δημιουργηθοῦν οἱ νοερὲς οὐσίες, ἔπειτα τὰ αἰσθητά, καὶ στὸ τέλος καὶ ἀπὸ τὰ δύο ὁ ἄνθρωπος. Ὅσοι τέλος ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ ἄγγελοι εἶναι οἱ δημιουργοί των διαφόρων ὑπάρξεων, αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὸ στόμα τοῦ πατέρα τους, τοῦ Διαβόλου· διότι οἱ ἄγγελοι εἶναι κτίσματα καὶ ὄχι δημιουργοί. Δημιουργός, προνοητῆς καὶ συντηρητὴς ὅλων εἶναι μόνον ὁ ἄκτιστος Θεός, ὁ ὁποῖος ὑμνεῖται καὶ δοξάζεται στὸ πρόσωπο τοῦ Πατέρα, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 18.  Γιὰ τὸ Διάβολο καὶ τοὺς δαίμονες. Ἀπ’ αὐτὲς τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις ἀρχηγὸς τῆς τάξεως γύρω καὶ πάνω στὴ γῆ, ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ ἀνάθεσε τὴ φύλαξή της, (ἦταν ὁ Διάβολος)· δὲν ἦταν πονηρὸς ἀπὸ τὴ φύση του, ἀλλὰ ἀγαθὸς καὶ μὲ προορισμὸ τὸ ἀγαθό, χωρὶς νὰ ἔχει μέσα του κανένα ἴχνος κακίας γιὰ τὸ Δημιουργό. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν δέχθηκε τὸ φωτισμὸ καὶ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ δώρησε ὁ Δημιουργός, μὲ τὴ δική του ἐλεύθερη ἐπιλογὴ ξέφυγε ἀπὸ τὴ φυσικὴ κατάσταση στὴν παρὰ φύση. Ὑπερηφανεύθηκε ἀπέναντι στὸ δημιουργό του Θεὸ καὶ θέλησε νὰ ἐπαναστατήσει ἐναντίον του· ἀφοῦ πρῶτα ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ ἀγαθό, κατάληξε στὸ κακό. Διότι τὸ κακὸ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ· ὅπως καὶ τὸ σκοτάδι εἶναι ἔλλειψη τοῦ φωτός. Τὸ ἀγαθὸ εἶναι πνευματικὸ φῶς· παρόμοια καὶ τὸ κακὸ εἶναι πνευματικὸ σκοτάδι. Παρόλο, λοιπόν, ποὺ ὁ Δημιουργὸς τὸν ἔπλασε ἀγαθὸ –σύμφωνα μέ το: «Εἶδε ὁ Θεὸς τὰ δημιουργήματα ποὺ ἔπλασε καὶ ἦταν ὅλα πολὺ καλὰ»– ἐκεῖνος ὅμως, μὲ τὴν ἐλεύθερη θέλησή του, ἔγινε σκοτεινός. Καὶ ἄπειρο πλῆθος ἀγγέλων, ποὺ εἶχε στὶς διαταγές του, ἐπαναστάτησε μαζί του καὶ τὸν ἀκολούθησε στὴν πτώση του. Καὶ παρότι ἔχουν τὴν ἴδια φύση μὲ τοὺς ἀγγέλους, ἔχουν γίνει κακοί, ἐπειδὴ ἔστρεψαν μὲ τὴ θέλησή τους τὴν προτίμηση ἀπὸ τὸ ἀγαθὸ πρὸς τὸ κακό. Δὲν ἔχουν βέβαια οὔτε ἐξουσία οὔτε δύναμη ἐναντίον κάποιου, παρὰ μόνον ὅταν τοὺς ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τῆς οἰκονομίας του, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Ἰὼβ καὶ ὅπως ἔχει γραφεῖ στὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τοὺς χοίρους. Ὅταν ὅμως τὸ ἐπιτρέψει ὁ Θεός, καὶ δύναμη ἔχουν καὶ ἀλλάζουν καὶ μεταμορφώνονται φανταστικὰ σὲ ὅποια μορφὴ θέλουν. Τὸ μέλλον δὲν τὸ γνωρίζουν οὔτε οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ οὔτε οἱ δαίμονες· κάνουν ὅμως προβλέψεις. Οἱ ἄγγελοι προβλέπουν, ἐπειδὴ τοὺς τὰ ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς καὶ προστάζει νὰ τὰ προλέγουν. Γι’ αὐτό, ὅσα λένε, ἐκπληρώνονται. Καὶ οἱ δαίμονες ὅμως προλέγουν, ἄλλοτε ἐπειδὴ βλέπουν αὐτὰ ποὺ γίνονται στὸ μακρινὸ μέλλον καὶ ἄλλοτε ἐπειδὴ τὰ φαντάζονται· γι’ αὐτὸ καὶ λένε πολλὰ ψέμματα. Κανεὶς δὲν πρέπει νὰ τοὺς πιστεύει, ἀκόμη κι ἂν λένε τὴν ἀλήθεια ὁρισμένες φορές, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔχουμε πεῖ. Διότι γνωρίζουν καλὰ καὶ τὶς Γραφές. Κάθε κακία καὶ τὰ ἀκάθαρτα πάθη εἶναι δική τους ἐφεύρεση. Τοὺς ἐπιτρέπεται βέβαια νὰ πειράζουν τὸν ἄνθρωπο, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ τὸν ἐκβιάζουν· ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται νὰ συγκατατεθοῦμε στὴν προσβολὴ ἢ ὄχι. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔχει ἑτοιμασθεῖ ἡ ἀκοίμητη φωτιὰ καὶ ἡ αἰώνια κόλαση γιὰ τὸ Διάβολο καὶ τοὺς δαίμονές του, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ θάνατος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ἡ πτώση γιὰ τοὺς ἀγγέλους. Διότι μετὰ τὴν πτώση δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτοὺς μετάνοια, ὅπως καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τὸ θάνατό τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 19.  Γιὰ τὸν οὐρανὸ Ὁ οὐρανὸς εἶναι ὁ τόπος τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων δημιουργημάτων· διότι μέσα σ’ αὐτὸν περιλαμβάνονται καὶ περικλείονται οἱ νοερὲς ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ ὅλα τα αἰσθητά. Μόνο το θεῖο εἶναι ἀπεριόριστο· τὸ θεῖο γεμίζει, περιλαμβάνει καὶ τὰ περικλείει ὅλα, ἐπειδὴ εἶναι πέρα ἀπ’ ὅλα καὶ τὰ δημιούργησε ὅλα. Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ Ἁγία Γραφὴ ὁμιλεῖ γιὰ οὐρανὸ καὶ «οὐρανὸ τοῦ οὐρανοῦ» καὶ «οὐρανοὺς τῶν οὐρανῶν» καὶ ὁ μακάριος Παῦλος λέει ὅτι ἀνέβηκε «ἕως τὸν τρίτο οὐρανό», λέμε ὅτι στὴ δημιουργία τοῦ σύμπαντος ἔχουμε τὴν παράδοση γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ οὐρανοῦ· οἱ σοφοί του κόσμου ὀνομάζουν τὸν οὐρανὸ ἄναστρη σφαίρα, ἀφοῦ οἰκειοποιήθηκαν τὴ διδασκαλία τοῦ Μωϋσῆ. Ἀκόμη ὁ Θεὸς καὶ τὸ στερέωμα τὸ ὀνόμασε οὐρανό· ἔδωσε μάλιστα τὴν ἐντολὴ νὰ σχηματισθεῖ στὸ μέσον του νεροῦ καὶ νὰ χωρίζει τὸ νερὸ ποὺ ὑπάρχει πάνω ἀπὸ τὸ στερέωμα ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ στέρεωμα. Ὁ Μέγας Βασίλειος, ποὺ ἔχει ἐντρυφήσει στὴν Ἁγία Γραφή, λέει ὅτι ἡ φύση τοῦ εἶναι λεπτὴ σὰν καπνός. Ἄλλοι πάλι λένε ὅτι εἶναι ὑδάτινη, ἐπειδὴ βρίσκεται στὸ μέσον του νεροῦ. Ἄλλοι τέλος λένε ὅτι ἀποτελεῖται ἡ φύση του ἀπὸ τέσσερα στοιχεῖα καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι πέμπτο σῶμα, διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ τέσσερα. Ὀριμένοι βέβαια νόμισαν ὅτι ὁ οὐρανὸς περικλείει τὰ πάντα κυκλικά, ὅτι εἶναι σφαιρικὸς καὶ ὅτι ἀπὸ παντοῦ αὐτὸς εἶναι τὸ πιὸ ψηλὸ σημεῖο, ἐνῶ τὸ κατώτερο μέρος τοῦ εἶναι τὸ πιὸ κεντρικὸ σημεῖο τοῦ τόπου ποὺ περικλείει· θεώρησαν ἐπίσης ὅτι τὰ πιὸ ἀβαρῆ καὶ ἐλαφρὰ σώματα ἔχουν λάβει ἀπὸ τὸ Δημιουργὸ τὶς ψηλὲς θέσεις, ἐνῶ τὰ βαριὰ καὶ μὲ ροπὴ πρὸς τὰ κάτω σώματα κατέχουν τὶς χαμηλότερες θέσεις, ποὺ εἶναι στὸ κέντρο. Ἡ φωτιὰ ἀσφαλῶς εἶναι τὸ πιὸ ἐλαφρὺ καὶ ἀνυψωτικὸ στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο, λένε, ἔχει πάρει θέση ἀμέσως μετὰ τὸν οὐρανό· καὶ τὸ ὀνομάζουν αὐτὸ αἰθέρα, μετὰ τὸν ὁποῖο κατώτερος εἶναι ὁ ἀέρας. Ἡ γῆ ὅμως καὶ τὸ νερό, σὰν βαρύτερα καὶ μὲ ροπὴ πρὸς τὰ κάτω, λένε ὅτι βρίσκονται στὸ μέσον· ἔτσι συμβαίνει νὰ εἶναι ἀντιμέτωπα στὸ κάτω μέρος ἡ γῆ καὶ τὸ νερὸ –καὶ τὸ νερὸ εἶναι πιὸ ἐλαφρὺ ἀπὸ τὴ γῆ, γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ πιὸ εὐκίνητο ἀπ’ αὐτήν– καὶ ἀπὸ πάνω κυκλικὰ ἀπὸ παντοῦ ὁ ἀέρας σὰν μανδύας καὶ γύρω ἀπὸ τὸν ἀέρα ἀπὸ παντοῦ ὁ αἰθέρας, ἐνῶ ἔξω ἀπ’ ὅλα κυκλικὰ βρίσκεται ὁ οὐρανός. Λένε, ἐπίσης, ὅτι ὁ οὐρανὸς κινεῖται κυκλικὰ καὶ συσφίγγει τὰ σώματα ποὺ εἶναι μέσα· γι’ αὐτὸ μένουν σταθερὰ καὶ ἀδιάπτωτα. Λένε ἀκόμη ὅτι ὑπάρχουν ἑπτὰ ζῶνες τοῦ οὐρανοῦ, ἡ μία πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Καὶ λένε, ἐπίσης, ὅτι ὁ οὐρανὸς ἔχει πολὺ λεπτὴ σύσταση, σὰν καπνός, καὶ στὴ κάθε ζώνη τοῦ εἶναι κι ἕνας πλανήτης· διότι εἶπαν ὅτι ὑπάρχουν ἑπτὰ πλανῆτες: ὁ Ἥλιος, ἡ Σελήνη, ὁ Δίας, ὁ Ἑρμῆς, ὁ Ἄρης, ἡ Ἀφροδίτη καὶ ὁ Κρόνος. Καὶ ὀνομάζουν Ἀφροδίτη αὐτὸν ποὺ γίνεται ἄλλοτε Ἑωσφόρος καὶ ἄλλοτε Ἕσπερος. Τοὺς ὀνόμασαν πλανῆτες, διότι ἔχουν τὴν ἀντίθετη κίνηση μ’ αὐτὴν τοῦ οὐρανοῦ· διότι, ἐνῶ ὁ οὐρανὸς καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἄστρα κινοῦνται ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ πρὸς τὴ δύση, μόνον αὐτοὶ ἔχουν τὴν κίνηση ἀπὸ τὴ δύση στὴν ἀνατολή. Καὶ αὐτὸ θὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε ἀπὸ τὴ σελήνη, ἡ ὁποία ὀπισθοδρομεῖ λίγο κάθε βράδυ. Ὅσοι, λοιπόν, εἶπαν ὅτι ὁ οὐρανὸς εἶναι σφαιρικός, ὑποστηρίζουν πιθανὸν ὅτι εἶναι μακριὰ καὶ ἀπέχει ἀπὸ τὴ γῆ, καὶ ἀπὸ πάνω καὶ ἀπὸ τὰ πλάγια καὶ ἀπὸ κάτω. Λέγοντας ἀπὸ κάτω καὶ ἀπὸ τὰ πλάγια ἐννοῶ τόσο, ὅσο ἀπέχει ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας, ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τὴ λογική, ὁ οὐρανὸς κατέχει ἀπὸ παντοῦ τὸν πάνω τόπο, ἐνῶ ἡ γῆ τὸν κάτω. Ἀκόμη λένε ὅτι ὁ οὐρανὸς κυκλώνει σφαιρικὰ τὴ γῆ καὶ περιστρέφει μαζί του μὲ τὴν ταχύτατη κίνησή του τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα· ἐπίσης, ὅταν ὁ ἥλιος εἶναι πάνω ἀπὸ τὴ γῆ, ἐδῶ γίνεται ἡμέρα, ἐνῶ, ὅταν εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, γίνεται νύχτα. Ὅταν πάλι ὁ ἥλιος βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, ἐδῶ γίνεται νύχτα, ἐνῶ ἐκεῖ ἡμέρα. Ἄλλοι πάλι φαντάσθηκαν ὅτι ὁ οὐρανὸς εἶναι ἠμισφαίριο, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη Δαβίδ: «Ὁ (Θεὸς) ἁπλώνει τὸν οὐρανὸ σὰν δέρμα», καὶ ποὺ δηλώνουν τὴ σκηνή. Σύμφωνα, ἐπίσης, μὲ τὸν Ἠσαΐα: «Ὁ Θεὸς ἔφτιαξε τὸν οὐρανὸ σὰν καμάρα». Καὶ ὅταν δύει ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα διαγράφουν κύκλο γύρω ἀπὸ τὴ γῆ, ἀπὸ τὴ δύση ἕως τὸ βορά, κι ἔτσι ἐπανέρχεται στὴν ἀνατολή. Ἀλλά, εἴτε ἔτσι, εἴτε διαφορετικά, ὅλα ἔχουν γίνει καὶ στερεωθεῖ μὲ τὴν προσταγὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔχουν ὡς ἀμετακίνητο θεμέλιό το θεῖο θέλημα καὶ τὴ θεία ἀπόφαση. «Διότι, Αὐτὸς εἶπε καὶ ἔγιναν· Αὐτὸς ἔδωσε ἐντολὴ καὶ δημιουργήθηκαν. Τὰ δημιούργησε γιὰ νὰ μένουν αἰώνια· ἔδωσε ἐντολὴ ποὺ δὲν θὰ μείνει ἐνενέργητη». Ὑπάρχει, λοιπόν, ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ, ὁ πρῶτος οὐρανός, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὸ στερέωμα. Νά, δύο οὐρανοί: «διότι καὶ τὸ στερέωμα ὁ Θεὸς τὸ ὀνόμασε οὐρανό». Ἀποτελεῖ συνήθεια γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὸν ἀέρα νὰ τὸν ὀνομάζει οὐρανό, διότι τὸν βλέπουμε πάνω. Καθὼς λέει: «Δοξολογεῖτε (τὸ Θεὸ) ὅλα τα πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ», καὶ ἐννοεῖ τὸν ἀέρα. Διότι ὁ ἀέρας εἶναι ὁ τόπος τῶν πτηνῶν καὶ ὄχι ὁ οὐρανός. Νά, ποὺ ἔχουμε τρεῖς οὐρανούς, ὅπως λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος. Κι ἂν θελήσεις πάλι νὰ θεωρήσεις καὶ τὶς ἑπτὰ ζῶνες σὰν τοὺς ἑπτὰ οὐρανούς, καθόλου δὲν θὰ ξεφύγεις ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Εἶναι μάλιστα συνήθεια τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσας νὰ ὀνομάζει τὸν οὐρανὸ στὸν πληθυντικὸ ὡς οὐρανούς. Ἀντὶ νὰ πεῖ οὐρανὸ τοῦ οὐρανοῦ, εἶπε οὐρανοὺς τῶν οὐρανῶν, πράγμα ποὺ σημαίνει οὐρανὸ τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι πάνω ἀπὸ τὸ στερέωμα· δηλώνει ὅμως καὶ τὰ νερὰ ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ἢ πάνω ἀπὸ τὸν ἀέρα καὶ ἀπὸ τὸ στερέωμα, ἢ πάνω ἀπὸ τὶς ἑπτὰ ζῶνες τοῦ στερεώματος, ἢ πάνω ἀπὸ τὸ στερέωμα, τὸ ὁποῖο σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσας λέγεται στὸν πληθυντικὸ ἀριθμὸ «οὐρανοί». Ὅλα, λοιπόν, ὅσα δημιουργοῦνται, φθείρονται σύμφωνα μὲ τὴν τάξη τῆς φύσεως· καὶ οἱ οὐρανοί, ἑπομένως, συγκρατοῦνται καὶ διατηροῦνται μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Μόνον ὁ Θεὸς εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τοῦ χωρὶς ἀρχὴ καὶ τέλος. Γι’ αὐτὸ καὶ λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Αὐτοὶ θὰ χαθοῦν, ἐσὺ ὅμως θὰ παραμένεις». Δὲν θὰ ἐξαφανισθοῦν ὅμως τελείως οἱ οὐρανοί· «διότι οἱ οὐρανοὶ θὰ παλιώσουν, θὰ τυλιχθοῦν σὰν ροῦχο καὶ θ’ ἀλλάξουν», καὶ τότε «θὰ σχηματισθεῖ καινούριος οὐρανὸς καὶ καινούρια γῆ» Στὴν ἔκταση ὁ οὐρανὸς εἶναι πολὺ μεγαλύτερος ἀπὸ τὴ γῆ. Δὲν πρέπει ὅμως ν’ ἀναζητᾶμε τὴν οὐσία τοῦ οὐρανοῦ, διότι μᾶς εἶναι ἄγνωστη. Καὶ κανεὶς νὰ μὴν θεωρεῖ ὅτι οἱ οὐρανοὶ καὶ τ’ ἀστέρια ἔχουν ψυχή· διότι εἶναι ἄψυχα καὶ χωρὶς αἰσθήσεις. Ἑπομένως, ἂν καὶ λέει ἡ Ἁγία Γραφή, «ἃς εὐφρανθοῦν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἃς χαρεῖ ἡ γῆ», ἐννοεῖ ὅτι προσκαλεῖ νὰ χαροῦν οἱ ἄγγελοι στὸν οὐρανὸ καὶ οἱ ἄνθρωποι στὴ γῆ. Διότι ἡ Ἁγία Γραφὴ γνωρίζει νὰ προσωποποιεῖ καὶ νὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὰ ἄψυχα σὰν νὰ πρόκειται γιὰ ἔμψυχα, ὅπως ὅταν λέει: «ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἀπομακρύνθηκε, ὁ Ἰορδάνης γύρισε πρὸς τὰ πίσω», καὶ ἐπίσης «γιατί, θάλασσα, ἀπομακρύνθηκες καὶ σύ, Ἰορδάνη, γύρισες πρὸς τὰ πίσω»;. Καὶ τὰ βουνὰ καὶ οἱ λόφοι παρακινοῦνται νὰ σκιρτήσουν, ὅπως κι ἐμεῖς συνηθίζουμε νὰ λέμε «συγκεντρώθηκε ἡ πόλη», χωρὶς νὰ θέλουμε νὰ δείξουμε τὰ οἰκοδομήματα ἀλλὰ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως. Καὶ λέγοντας «οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ», δὲν ἐννοοῦμε ὅτι ἀφήνουν φωνὴ ποὺ τὴν ἀκοῦν τ’ αὐτιά, ἀλλὰ ὅτι παρουσιάζουν σὲ μᾶς μὲ τὸ μέγεθός τους τὴ δύναμη τοῦ Δημιουργοῦ· ἔτσι, κατανοοῦμε τὸ κάλλος τους καὶ δοξάζουμε τὸ Δημιουργὸ σὰν ἄριστο τεχνίτη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 21. Γιὰ τὸ φῶς, τὴ φωτιά, τοὺς φωστῆρες, δηλαδὴ τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα. Ἡ φωτιὰ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα στοιχεῖα, ἐλαφρὺ καὶ ἀνυψωτικὸ σὲ σχέση μὲ τὰ ὑπόλοιπα· καυστικὴ καὶ συγχρόνως φωτιστική· τὴ δημιούργησε ὁ Δημιουργὸς τὴν πρώτη ἡμέρα. Διότι λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Καὶ εἶπε ὁ Θεός· νὰ δημιουργηθεῖ φῶς, καὶ δημιουργήθηκε». Καθόσον, ἡ φωτιὰ δὲν εἶναι κάτι τὸ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ φῶς, ὅπως λένε μερικοί. Ἄλλοι πάλι λένε ὅτι τὸ «κοσμικὸ πῦρ» εἶναι πάνω ἀπὸ τὸν ἀέρα καὶ τὸ ὀνομάζουν αἰθέρα. Στὴν ἀρχή, λοιπόν, τὴν πρώτη ἡμέρα δημιούργησε ὁ Θεὸς τὸ φῶς, σὰν στολίδι καὶ κόσμημα ὅλου του ὁρατοῦ κόσμου. Διότι, ἂν ἀφαιρέσεις τὸ φῶς, ὅλα μένουν μέσα στὸ σκοτάδι ἄγνωστα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦν νὰ φανερώσουν τὴν ὀμορφιά τους. «Καὶ ὀνόμασε ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέρα, ἐνῶ τὸ σκοτάδι νύχτα». Καὶ τὸ σκοτάδι δὲν εἶναι κάποια ὕπαρξη, ἀλλὰ κάποιο συμβάν· εἶναι ἀπουσία τοῦ φωτός. Διότι ὁ ἀέρας δὲν ἔχει μέσα στὴν οὐσία τοῦ τὸ φῶς. Ὀνόμασε, λοιπόν, ὁ Θεὸς σκοτάδι τὴ στέρηση τοῦ ἀέρα ἀπὸ τὸ φῶς. Καὶ ἡ οὐσία τοῦ ἀέρα δὲν εἶναι σκοτάδι, ἀλλὰ ἡ στέρησή του ἀπὸ τὸ φῶς, πράγμα τὸ ὁποῖο δηλώνει ἕνα γεγονὸς ποὺ συμβαίνει παρὰ μιὰ οὐσία. Καὶ δὲν ὀνόμασε πρῶτα τὴ νύχτα, ἀλλὰ τὴν ἡμέρα· ἔτσι, πρῶτα εἶναι ἡ ἡμέρα καὶ τελευταία ἡ νύχτα. Ἡ νύχτα, λοιπόν, ἀκολουθεῖ τὴν ἡμέρα, καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μιᾶς ἡμέρας ἕως τὴν ἄλλη ἡμέρα σχηματίζεται ἕνα ἡμερόνυχτο. Καὶ τὸ εἶπε ἡ Ἁγία Γραφή: «Ἔγινε βράδυ, ἔγινε πρωΐ, σχηματίσθηκε ἕνα ἡμερόνυχτο». Στὶς τρεῖς, λοιπόν, ἡμέρες καθὼς τὸ φῶς διαχεόταν καὶ συστελλόταν μὲ θεία ἐντολή, ἔγινε ἡ ἡμέρα καὶ ἡ νύχτα. Καὶ τὴν τέταρτη ἡμέρα ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸ μεγάλο ἀστέρι, δηλαδὴ τὸν ἥλιο, γιὰ νὰ ὁρίζει τὴν ἀρχὴ καὶ τὴ διεύθυνση τῆς ἡμέρας· διότι αὐτὸς συνιστᾶ τὴν ἡμέρα, καθὼς ἡμέρα ἔχουμε ὅταν ὁ ἥλιος εἶναι πάνω στὴ γῆ· καὶ διάρκεια ἡμέρας εἶναι ἡ διαδρομὴ τοῦ ἥλιου πάνω στὴ γῆ ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ μέχρι τὴ δύση του. Δημιούργησε ἀκόμη τὸ μικρότερο ἀστέρι, δηλαδὴ τὴ σελήνη, καὶ τὰ ἀστέρια γιὰ νὰ ὁρίζουν τὴν ἀρχὴ καὶ τὴ διεύθυνση τῆς νύχτας φωτίζοντας τὴν. Νύχτα ἔχουμε ὅταν ὁ ἥλιος εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ γῆ καὶ διάρκεια τῆς νύχτας εἶναι ἡ διαδρομὴ τοῦ ἥλιου κάτω ἀπὸ τὴ γῆ ἀπὸ τὴ δύση ἕως τὴν ἀνατολή του. Ἡ σελήνη, λοιπόν, καὶ τὰ ἀστέρια ὁρίσθηκαν γιὰ νὰ φωτίζουν τὴ νύχτα· αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι αὐτὰ τὴν ἡμέρα εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, διότι ὑπάρχουν καὶ τὴν ἡμέρα ἀστέρια πάνω ἀπὸ τὴ γῆ· ἀλλὰ ὁ ἥλιος μὲ τὸ λαμπρότερο φῶς τοῦ σκεπάζει καὶ τ’ ἀστέρια καὶ τὴ σελήνη, καὶ δὲν τὰ ἀφήνει νὰ φαίνονται. Σ’ αὐτὰ τ’ ἀστέρια ὁ Δημιουργὸ ἔδωσε τὸ πρωτοδημιούργητο φῶς του, ὄχι διότι δὲν εἶχε ἄλλο φῶς, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν παραμείνει ἐκεῖνο τὸ φῶς ἄχρηστο. Διότι τὸ ἀστέρι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο το φῶς, ἀλλὰ δοχεῖο τοῦ φωτός. Λένε ὅτι ἀπ’ αὐτὰ τ’ ἀστέρια προέρχονται οἱ ἑπτὰ πλανῆτες, οἱ ὁποῖοι κινοῦνται ἀντίθετα ἀπὸ τὴν κίνηση τοῦ οὐρανοῦ· γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς ὀνόμασαν πλανῆτες. Λένε, δηλαδή, ὅτι ὁ οὐρανὸς κινεῖται ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ στὴ δύση, ἐνῶ οἱ πλανῆτες ἀπὸ τὴ δύση στὴν ἀνατολή· λένε ἀκόμη ὅτι ὁ οὐρανὸς μὲ τὴν ταχύτητα τῆς κινήσεώς του συμπαρασύρει τοὺς ἑπτὰ πλανῆτες. Τὰ ὀνόματα τῶν ἑπτὰ πλανητῶν εἶναι τὰ ἑξῆς: Ἥλιος, Σελήνη, Ζεύς, Ἑρμῆς, Ἄρης, Ἀφροδίτη καὶ Κρόνος. Καὶ σὲ κάθε ζώνη τοῦ οὐρανοῦ ὑπάρχει καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ πλανῆτες. Στὴν πρώτη καὶ ψηλότερη ζώνη ὁ Κρόνος, στὴ δεύτερη ὁ Δίας, στὴν τρίτη ὁ Ἄρης, στὴν τέταρτη ὁ Ἥλιος, στὴν πέμπτη ἡ Ἀφροδίτη, στὴν ἕκτη ὁ Ἑρμῆς καὶ στὴν ἕβδομη καὶ χαμηλότερη ἡ Σελήνη. Διανύουν ἀτέλειωτη διαδρομή, ποὺ ὁ Δημιουργός τους ὅρισε, καθὼς ἔθεσε τὰ θεμέλιά τους, ὅπως τὸ λέει ὁ προφήτης Δαβίδ: «Τὴ Σελήνη καὶ τὰ ἄστρα, τῶν ὁποίων Ἐσὺ ἔθεσες τὰ θεμέλια». Λέγοντας «θεμελίωσες», ἐννοεῖ τὴ σταθερὴ καὶ ἀμετάβλητη τάξη καὶ σειρά, ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός. Διότι τὰ ἔχει τάξει νὰ ὁρίζουν τὶς ἐποχές, τὶς ἡμέρες καὶ τὰ ἔτη. Ἀπὸ τὸν ἥλιο δηλαδὴ σχηματίζονται οἱ τέσσερις ἐποχές. Πρώτη ἡ ἄνοιξη. Στὴ διάρκειά της ὁ Θεὸς ἔφτιαξε τὸ Σύμπαν· αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύει τὸ γεγονὸς ὅτι μέχρι καὶ σήμερα ἀνθίζουν τὰ φυτὰ αὐτὴ τὴν ἐποχή, ἡ ὁποία καὶ λέγεται περίοδος τῆς ἰσημερίας· διότι κάνει νὰ διαρκεῖ καὶ ἡ ἡμέρα καὶ ἡ νύχτα δώδεκα ὧρες. Αὐτὴ σχηματίζεται ἐξαιτίας τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἥλιου ἀπὸ τὸ μέσον του ὁρίζοντα, εἶναι εὔκρατη, αὐξάνει τὸ αἷμα, εἶναι θερμὴ καὶ ὑγρὴ καὶ εἶναι ἀνάμεσα στὸ χειμώνα καὶ τὸ καλοκαίρι· εἶναι πιὸ θερμὴ ἐποχὴ ἀπὸ τὸ χειμώνα, ἀλλὰ καὶ πιὸ ψυχρὴ καὶ ὑγρὴ ἀπὸ τὸ καλοκαίρι. Καὶ διαρκεῖ αὐτὴ ἡ ἐποχὴ ἀπὸ τὴν εἰκοστὴ πρώτη Μαρτίου μέχρι τὶς εἴκοσι τέσσερις Ἰουνίου. Ἔπειτα, καθὼς ἀνυψώνεται ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου πρὸς τὰ βορειοτέρα μέρη, ἀκολουθεῖ ἡ θερινὴ περίοδος, ποὺ εἶναι ἀνάμεσα στὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο· ἀπὸ τὴν ἄνοιξη ἔχει τὴ θερμότητα καὶ ἀπὸ τὸ φθινόπωρο τὴν ξηρασία· εἶναι δηλαδὴ θερμή, ξερὴ καὶ αὐξάνει τὴν ξανθὴ χολή. Καὶ ἔχει πολὺ μεγάλη ἡμέρα, διάρκειας δεκαπέντε ὡρῶν, ἐνῶ τὴ νύχτα πάρα πολὺ μικρή, διάρκειας ἐννέα ὡρῶν. Καὶ διαρκεῖ αὐτὴ ἡ ἐποχὴ ἀπὸ τὶς εἴκοσι τέσσερις Ἰουνίου ἕως τὶς εἴκοσι πέντε Σεπτεμβρίου. Ἔπειτα, μὲ τὴν ἐπάνοδο τοῦ ἥλιου στὸ μέσο της ἀνατολῆς, ἡ φθινοπωρινὴ περίοδος διαδέχεται τὴ θερινή, καὶ εἶναι ἀνάμεσα στὸ ψύχος καὶ τὴ θερμότητα, τὴν ξηρασία καὶ τὴν ὑγρασία· βρίσκεται ἀνάμεσα στὸ καλοκαίρι καὶ τὸ χειμώνα, καὶ διατηρεῖ ἀπὸ τὸ καλοκαίρι τὴν ξηρασία καὶ ἀπὸ τὸ χειμώνα τὴν ὑγρασία· εἶναι δηλαδὴ ψυχρὴ καὶ ξερὴ ἐποχὴ καὶ αὐξάνει τὴ μαύρη χολή. Αὐτή, ἐπίσης, εἶναι περίοδος τῆς ἰσημερίας· ἔχει καὶ ἡ ἡμέρα καὶ ἡ νύχτα δώδεκα ὧρες. Διαρκεῖ ἀπὸ τὶς εἴκοσι πέντε Σεπτεμβρίου μέχρι τὶς εἴκοσι πέντε Δεκεμβρίου. Ὅταν τέλος ὁ ἥλιος κατέβει στὸ πιὸ μικρὸ καὶ χαμηλὸ σημεῖο, δηλαδὴ τὴ μεσημβρινὴ ἀνατολή, φθάνει ἡ χειμερινὴ περίοδος, ποὺ εἶναι ψυχρὴ καὶ ὑγρὴ καὶ βρίσκεται ἀνάμεσα στὸ φθινόπωρο καὶ τὴν ἄνοιξη· ἀπὸ τὸ φθινόπωρο κρατάει τὴν ψύχρα, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄνοιξη τὴν ὑγρασία. Ἡ περίοδος αὐτὴ ἔχει τὴν πιὸ μικρὴ ἡμέρα, ἀπὸ ἐννέα ὧρες, καὶ τὴν πιὸ μεγάλη νύχτα, ἀπὸ δεκαπέντε ὧρες· ἔχει τὴν ἰδιότητα ν’ αὐξάνει τὰ φλέγματα. Διαρκεῖ ἀπὸ τὶς εἴκοσι πέντε Δεκεμβρίου μέχρι τὴν εἰκοστὴ πρώτη Μαρτίου. Καθόσον ὁ Δημιουργὸς μὲ πολλὴ σοφία προνόησε, νὰ μὴ μεταβαίνουμε ἀπὸ τὸ ὑπερβολικὸ ψύχος ἢ τὴ θερμότητα ἢ τὴν ὑγρασία ἢ τὴν ξηρασία στὴν ἀκριβῶς ἀντίθετη κατάσταση καὶ ἔτσι νὰ πέφτουμε στὶς πιὸ βαριὲς ἀσθένειες. Διότι ἡ λογική μας διδάσκει ὅτι οἱ ξαφνικὲς ἀλλαγὲς εἶναι ἐπικίνδυνες. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ ἥλιος σχηματίζει τὶς ἐποχὲς καὶ μὲ αὐτὲς ὁλοκληρώνει τὸ ἔτος, ἀλλὰ καὶ τὶς ἡμέρες καὶ τὶς νύχτες· τὶς ἡμέρες τὶς σχηματίζει μὲ τὴν ἀνατολή του καὶ τὴν πορεία πάνω ἀπὸ τὴ γῆ, ἐνῶ τὶς νύχτες μὲ τὴ δύση τοῦ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ καὶ μὲ τὴν παραχώρηση τοῦ φωτισμοῦ του στοὺς ἄλλους φωστῆρες, τὴ σελήνη δηλαδὴ καὶ τ’ ἀστέρια. Λένε, ἐπίσης, ὅτι ὑπάρχουν στὸν οὐρανὸ καὶ δώδεκα ζώδια ἀπὸ ἀστέρια, ποὺ ἔχουν ἀντίθετη κίνηση ἀπὸ τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη καὶ τοὺς ἄλλους πέντε πλανῆτες· καὶ ὅτι ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ δώδεκα ζώδια περνοῦν οἱ ἑπτὰ πλανῆτες. Ὁ ἥλιος, λοιπόν, συμπληρώνει ἕνα μήνα κατὰ τὴ διάρκεια κάθε ζωδίου κι ἔτσι στοὺς δώδεκα μῆνες περνᾶ μέσα ἀπὸ τὰ δώδεκα ζώδια. Τὰ ὀνόματα τῶν δώδεκα ζωδίων καὶ οἱ ἀντίστοιχοι μῆνες τοὺς εἶναι οἱ ἑξῆς: ὁ Κριός, τὴν 21η τοῦ μήνα Μαρτίου δέχεται τὸν ἥλιο, ὁ Ταῦρος τὴν 23η Ἀπριλίου, οἱ Δίδυμοι τὴν 24η Μαΐου, ὁ Καρκίνος τὴν 24η Ἰουνίου, ὁ Λέων τὴν 25η Ἰουλίου, ὁ Παρθένος τὴν 25η Αὐγούστου, ὁ Ζυγὸς τὴν 25η Σεπτεμβρίου, ὁ Σκορπιὸς τὴν 25η Ὀκτωβρίου, ὁ Τοξότης τὴν 25η Νοεμβρίου, ὁ Αἰγόκερως τὴν 25η Δεκεμβρίου, ὁ Ὑδροχόος τὴν 25η Ἰανουαρίου, οἱ Ἰχθύες τὴν 24η Φεβρουαρίου. Ἡ σελήνη ὅμως περνᾶ ἀπὸ τὰ δώδεκα ζώδια κάθε μήνα, ἐπειδὴ βρίσκεται πιὸ χαμηλὰ καὶ τὰ διατρέχει πιὸ γρήγορα. Εἶναι, δηλαδή, ὅπως ὅταν κατασκευάσεις μιὰ σφαίρα μέσα σὲ ἄλλη· τότε ἡ ἐσωτερικὴ σφαίρα θὰ εἶναι μικρότερη. Ἔτσι καὶ ἡ διαδρομὴ τῆς σελήνης, ποὺ βρίσκεται πιὸ χαμηλά, εἶναι λιγότερη καὶ διανύεται γρηγορότερα. Οἱ εἰδωλολάτρες βέβαια ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ ζωὴ μᾶς καθορίζεται ἀπὸ τὴν ἀνατολή, τὴ δύση καὶ τὴ σύγκρουση αὐτῶν τῶν ἄστρων, δηλαδὴ τοῦ ἥλιου καὶ τῆς σελήνης· καὶ μὲ αὐτὰ βέβαια ἀσχολεῖται ἡ ἀστρολογία. Ἐμεῖς ὅμως ὑποστηρίζουμε ὅτι μπορεῖ κάποια συμβάντα νὰ προέρχονται ἀπ’ αὐτά, ὅπως ἡ βροχὴ καὶ ἡ ἀνομβρία, ἡ ψύχρα καὶ ἡ ζέστη, ἡ ὑγρασία καὶ ἡ ξηρασία, οἱ ἄνεμοι καὶ τὰ παρόμοια· σὲ καμία περίπτωση ὅμως δὲν ἐξαρτῶνται οἱ πράξεις μας. Διότι ὁ Δημιουργός μας ἔπλασε αὐτεξούσιους, νὰ εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ τὶς πράξεις μας. Ἐάν, ὅ,τι κάνουμε τὸ ὀφείλουμε στὴν κίνηση τῶν ἀστέρων, τότε τὸ κάνουμε καταναγκαστικά· καὶ ὅ,τι γίνεται καταναγκαστικά, δὲν εἶναι οὔτε ἀρετὴ οὔτε κακία. Ἂν ὅμως δὲν ἔχουμε ἀποκτήσει οὔτε ἀρετὴ οὔτε κακία, τότε δὲν ἀξίζουμε οὔτε ἐπαίνους καὶ βραβεῖα, οὔτε κατηγορίες καὶ τιμωρίες· θ’ ἀποδειχθεῖ μάλιστα ὅτι καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἄδικος, διότι σ’ ἄλλους μοιράζει ἀγαθὰ καὶ σ’ ἄλλους θλίψεις. Κι ἂν ὅλα τα κατευθύνει ἡ ἀνάγκη, τότε ὁ Θεὸς δὲν θὰ χρειαστεῖ νὰ κυβερνᾶ καὶ νὰ προνοεῖ γιὰ τὰ δημιουργήματά του. Καὶ ἡ λογικὴ ἀκόμη θὰ μᾶς εἶναι περιττή· διότι ἂν δὲν εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ καμιὰ μᾶς πράξη, τότε περιττεύει ἡ λογική. Καθόσον, τὸ λογικό μας ἔχει δοθεῖ γιὰ νὰ σκεφτόμαστε· γι’ αὐτό, κάθε λογικὸ ὃν εἶναι καὶ αὐτεξούσιο (ὑπεύθυνο). Ἐμεῖς ὅμως ἰσχυριζόμαστε ὅτι τὰ ἄστρα δὲν εἶναι ἡ αἰτία κανενὸς ἀπ’ αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν, οὔτε αἰτία δημιουργίας τῶν δημιουργημάτων οὔτε αἰτία καταστροφῆς αὐτῶν ποὺ φθείρονται· ἀλλὰ μᾶλλον εἶναι προμηνύματα βροχῶν καὶ ἀλλαγῆς τῶν ἀέρων. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ ἔλεγε κάποιος ὅτι δὲν ἀποτελοῦν αἴτια τῶν πολέμων ἀλλὰ συνιστοῦν προμηνύματα. Καὶ ἡ ποιότητα τοῦ ἀέρα, ἡ ὁποία δημιουργεῖται ἀπὸ τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα, συνθέτει κάθε φορᾶ διαφορετικὲς κράσεις, συνήθειες καὶ διαθέσεις. Οἱ συνήθειες μάλιστα ἐξαρτῶνται ἀπό μας· διότι τὶς ἐξουσιάζει ἡ λογικὴ καὶ στὶς μεταβολὲς τοὺς κατευθύνονται ἀπ’ αὐτήν. Σχηματίζονται μάλιστα πολὺ συχνὰ καὶ κομῆτες, κάποια σημάδια δηλαδὴ ποὺ φανερώνουν τὸ θάνατο τῶν βασιλέων· αὐτοὶ δὲν ἀνήκουν στὰ ἄστρα ποὺ δημιουργήθηκαν ἐξαρχῆς, ἀλλὰ σχηματίστηκαν σὲ εἰδικὴ περίπτωση μὲ θεῖο πρόσταγμα καὶ πάλι διαλύονται. Ἐπειδὴ καὶ ὁ ἀστέρας ποὺ φάνηκε στοὺς μάγους στὴ φιλάνθρωπη καὶ σωτήρια κατὰ σάρκα γέννηση τοῦ Κυρίου, δὲν ἦταν ἀπὸ τὰ ἄστρα ποὺ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας. Καὶ φαίνεται αὐτὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πορεία τοῦ ἦταν ἄλλοτε ἀπὸ ἀνατολὴ στὴ δύση, ἄλλοτε ἀπὸ βορρᾶ πρὸς νότο, ἄλλοτε χανόταν καὶ ἄλλοτε φαινόταν. Τὰ χαρακτηριστικὰ δηλαδὴ αὐτὰ δὲν ἀνῆκαν στὴν τάξη ἢ τὴ φύση τῶν ἄστρων. Πρέπει ἀκόμη νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ σελήνη φωτίζεται ἀπὸ τὸν ἥλιο, ὄχι διότι δὲν εἶχε ὁ Θεὸς νὰ τῆς δώσει ἰδιαίτερο φῶς, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπάρχει ρυθμὸς καὶ τάξη μέσα στὴ δημιουργία, μὲ τὴ διαβάθμιση ἄρχοντα καὶ ὑπηκόου· γιὰ νὰ μάθουμε κι ἐμεῖς νὰ εἴμαστε κοινωνικοὶ μεταξύ μας, νὰ προσφέρουμε στοὺς ἄλλους καὶ νὰ ὑποτασσόμαστε πρῶτα στὸ Δημιουργὸ καὶ Πλάστη μας, τὸ Θεὸ καὶ Δεσπότη, καὶ ἔπειτα στοὺς ἄρχοντες ποὺ Αὐτὸς ἔχει ὁρίσει· μήτε νὰ ἐξετάζουμε, γιατί ἔχει αὐτὸς τὴν ἐξουσία καὶ ὄχι ἐγώ· ἀλλὰ ὅλα ὅσα μᾶς δίνει ὁ Θεὸς νὰ τὰ δεχόμαστε μὲ εὐχαρίστηση καὶ εὐγνωμοσύνη. Ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη παθαίνουν ἔκλειψη· κι ἔτσι ἀποδεικνύουν ὡς ἀνόητη πράξη τὴν προσκύνηση τῶν δημιουργημάτων καὶ ὄχι τοῦ Δημιουργοῦ· διότι τὰ κτίσματα τοὺς διδάσκουν ὅτι μεταβάλλονται καὶ ἀλλοιώνονται. Καὶ κάθε τί τὸ μεταβλητὸ δὲν εἶναι Θεός· διότι σύμφωνα μὲ τὴ φύση τοὺς ὅλα τα μεταβλητὰ εἶναι φθαρτά. Ὁ ἥλιος παθαίνει ἔκλειψη, ὅταν τὸ σῶμα τῆς σελήνης παρεμβάλλεται σὰν κάποιος μεσότοιχος καὶ ρίχνει τὴ σκιά της, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπει νὰ μεταδοθεῖ τὸ φῶς της σὲ μᾶς. Καὶ ὅσο διάστημα τὸ σῶμα τῆς σελήνης κρύβει τὸν ἥλιο, τόσο διαρκεῖ καὶ ἡ ἔκλειψη. Καὶ μὴν ἀπορεῖς, ἂν τὸ σῶμα τῆς σελήνης εἶναι πιὸ μικρό. Διότι καὶ ὁ ἥλιος θεωρεῖται ἀπὸ ὁρισμένους πολὺ μεγαλύτερος ἀπὸ τὴ γῆ, ἐνῶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες ἴσος πρὸς τὴ γῆ· καὶ παρ’ ὂλ’ αὐτὰ συχνὰ ἕνα μικρὸ σύννεφο ἢ ἕνας μικρὸς λόφος ἢ τοῖχος τὸν σκεπάζει. Ἡ ἔκλειψη ὅμως τῆς σελήνης προκαλεῖται ἀπὸ τὴ σκιὰ τῆς γῆς, ὅταν ἡ σελήνη γίνει δεκαπέντε ἡμερῶν καὶ βρεθεῖ στὸ ἀπέναντι ἀντίθετο ἄκρο· (σὲ μιὰ εὐθεία) δηλαδή, ὁ ἥλιος κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, ἐνῶ ἡ σελήνη πάνω ἀπὸ τὴ γῆ. Τότε ἡ γῆ ρίχνει τὴ σκιά της καὶ δὲν φθάνει τὸ φῶς τοῦ ἥλιου νὰ φωτίσει τὴ σελήνη· ἔτσι γίνεται ἡ ἔκλειψή της. Πρέπει ἐπίσης νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Δημιουργὸς ἔφτιαξε τὴ σελήνη τέλεια, δηλαδὴ δεκαπέντε ἡμερῶν· διότι ἔπρεπε νὰ δημιουργηθεῖ τέλεια. Καὶ τὴν τέταρτη ἡμέρα, ὅπως εἴπαμε, δημιουργήθηκε ὁ ἥλιος. Προηγήθηκε, δηλαδή, ἀπὸ τὸν ἥλιο ἕνδεκα ἡμέρες· καθὼς ἀπὸ τὴν τέταρτη ἕως τὴ δεκάτη πέμπτη ὑπάρχουν ἕνδεκα ἡμέρες. Καὶ γι’ αὐτό, στὸ ἔτος οἱ δώδεκα μῆνες τῆς σελήνης ὑπολείπονται ἕνδεκα ἡμέρες ἀπὸ τοὺς δώδεκα μῆνες τοῦ ἥλιου· καθὼς οἱ μῆνες τοῦ ἥλιου ἔχουν τριακόσιες ἑξήντα πέντε ἡμέρες. Γι’ αὐτὸ μὲ μὲ τὸν ὑπολογισμὸ ἑνὸς τετάρτου τῆς ἡμέρας κάθε τέσσερα χρόνια συμπληρώνεται μία ἡμέρα, ἡ ὁποία ὀνομάζεται δίσεκτος. Κι ἔτσι τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἔχει τριακόσιες ἑξῆντα ἕξι ἡμέρες. Τὰ ἔτη ὅμως τῆς σελήνης ἔχουν τριακόσιες πενήντα τέσσερις ἡμέρες· διότι ἡ σελήνη, ἀφότου γεννηθεῖ, δηλαδὴ ἐμφανισθεῖ ὡς νέα, μεγαλώνει ἕως ὅτου γίνει δεκατέσσερις καὶ μισῆ ἡμέρες· τότε ἀρχίζει νὰ μικραίνει ἕως τὴν εἰκοστὴ ἐνάτη καὶ μισῆ ἡμέρα, ὁπότε γίνεται τελείως σκοτεινή. Καὶ πάλι ὅμως ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἥλιο, ξαναγεννιέται καὶ γίνεται νέα προτυπώνοντας τὴ δική μας ἀνάσταση. Κάθε ἔτος, λοιπόν, ἐπιστρέφει στὸν ἥλιο τὶς ἕνδεκα ἡμέρες. Καὶ ἔτσι, κάθε τρία χρόνια, δημιουργεῖται ὁ ἐμβόλιμος μήνας γιὰ τοὺς Ἑβραίους· καὶ τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἔχει δεκατρεῖς μῆνες, λόγω τῆς προσθήκης τῶν ἕνδεκα ἡμερῶν. Καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα εἶναι σύνθετα, καὶ σύμφωνα μὲ τὴ φύση τοὺς πέφτουν στὴ φθορά. Δὲν γνωρίζουμε βέβαια τὴ φύση τους. Ὁρισμένοι λένε ὅτι ἡ φωτιὰ εἶναι ἀφανής, ἐπειδὴ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ὕλη· γι’ αὐτὸ καὶ χάνεται, ὅταν σβήνει. Ἄλλοι πάλι λένε ὅτι, ὅταν σβήνει, μεταβάλλεται σὲ ἀέρα. Ὁ ζωδιακὸς κύκλος κινεῖται πλάγια, διαιρεμένος σὲ δώδεκα τμήματα, τὰ ὁποῖα ὀνομάζουμε ζώδια. Τὸ κάθε ζώδιο ἔχει τρεῖς δεκανοῦς (διαίρεση τοῦ ζωδιακοῦ κύκλου: τόξο δέκα μοιρῶν ποὺ ἀντιστοιχεῖ σὲ 10 ἡμέρες), δηλαδὴ τριάντα μοῖρες· ἡ κάθε μοίρα ἔχει ἑξήντα λεπτά. Ἔτσι ὁ οὐρανὸς ἔχει τριακόσιες ἑξήντα μοῖρες, δηλαδὴ ἑκατὸν ὀγδόντα μοῖρες τὸ πάνω ἀπὸ τὴ γῆ ἠμισφαίριο καὶ ἑκατὸν ὀγδόντα το κάτω. Οἶκοι (ἀστρολογικὰ σημεῖα τοῦ ζωδιακοῦ κύκλου, στὰ ὁποῖα ὅταν εἰσέλθει ὁ πλανήτης, δέχεται ἐπίδραση) τῶν πλανητῶν Ὁ Κριὸς καὶ ὁ Σκορπιὸς εἶναι οἶκος τοῦ Ἄρη, ὁ Ταῦρος καὶ ὁ Ζυγὸς τῆς Ἀφροδίτης, οἱ Δίδυμοι καὶ ἡ Παρθένος τοῦ Ἑρμῆ, ὁ Καρκίνος τῆς Σελήνης, ὁ Λέων τοῦ Ἥλιου, ὁ Τοξότης καὶ οἱ Ἰχθεῖς τοῦ Δία, ὁ Αἰγόκερως καὶ ὁ Ὑδροχόος τοῦ Κρόνου. Ὑψώματα (ἡ ὑψηλὴ στάση τοῦ ἀστέρα στὸν ὁρίζοντα). Ὁ Κριὸς εἶναι ὕψωμα τοῦ Ἥλιου, ὁ Ταῦρος τῆς Σελήνης, ὁ Καρκίνος τοῦ Δία, ἡ Παρθένος τοῦ Ἄρη, ὁ Ζυγὸς τοῦ Κρόνου, ὁ Αἰγόκερως τοῦ Ἑρμῆ, οἱ Ἰχθεῖς τῆς Ἀφροδίτης. Τὰ σχήματα τῆς Σελήνης. Σύνοδος εἶναι ὅταν ἡ σελήνη φθάσει στὴ μοίρα ποὺ βρίσκεται ὁ ἥλιος· γέννα εἶναι ὅταν ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν ἥλιο δεκαπέντε μοῖρες· ἀνατολή, ὅταν δύο φορὲς φανεῖ ἡμισέληνος καὶ ἀπέχει ἑξήντα μοῖρες· διχοτόμοι δύο, ὅταν ἀπέχει ἐνενήντα μοίρας· ἀμφίκυρτοι δύο, ὅταν ἀπέχει ἑκατὸν εἴκοσι μοῖρες· πλήρεις φωτισμοῦ δύο, οἱ ὁποῖες λέγονται καὶ πλησιφαεῖς, ὅταν ἀπέχει ἑκατὸν πενήντα μοῖρες· πανσέληνος, ὅταν ἀπέχει ἑκατὸν ὀγδόντα μοῖρες. Εἴπαμε δύο φορές, δηλαδὴ μία ὅταν γεμίζει καὶ μία ὅταν ἀδειάζει. Ἡ σελήνη περνᾶ κάθε ζώδιο στὸ διάστημα διόμισυ ἡμερῶν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 22.Γιὰ τὸν ἀέρα καὶ τοὺς ἀνέμους. Ὁ ἀέρας εἶναι στοιχεῖο πολὺ λεπτό, ὑγρὸ καὶ θερμό, πιὸ βαρὺ ἀπὸ τὴ φωτιά, πιὸ ἐλαφρὸ ἀπὸ τὸ χῶμα καὶ τὸ νερό, αἴτιο τῆς ἀναπνοῆς καὶ τῆς ὁμιλίας· εἶναι ἀχρωμάτιστο, δηλαδὴ δὲν ἔχει ἀπὸ τὴ φύση τοῦ χρῶμα, διαυγές, διάφανο (δηλαδὴ τὸ διαπερνᾶ τὸ φῶς) καὶ ἐξυπηρετεῖ τὶς τρεῖς αἰσθήσεις μᾶς (διότι μέσω αὐτοῦ βλέπουμε, ἀκοῦμε, ὀσφραινόμαστε)· εἶναι στοιχεῖο ποὺ δέχεται τὴ θερμότητα καὶ τὴν ψυχρότητα, τὴν ξηρότητα καὶ τὴν ὑγρασία· στὸν ἀέρα ἀνήκουν ὅλες οἱ κινήσεις στὸ χῶρο· δηλαδὴ πάνω, κάτω, μέσα, ἔξω, δεξιά, ἀριστερὰ καὶ κυκλικά. Δὲν ἔχει δικό του φῶς, ἀλλὰ φωτίζεται ἀπὸ τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τὰ ἄστρα καὶ τὴ φωτιά. Καὶ αὐτὸ τὸ βεβαιώνει ὁ λόγος τῆς Γραφῆς, ὅτι «σκότος ὑπῆρχε πάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο»· πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ ἀέρας δὲν ἔχει δικό του φῶς, ἀλλὰ ἡ οὐσία τοῦ φωτὸς εἶναι κάποια ἄλλη. Ὁ ἄνεμος ἀκόμη εἶναι κίνηση τοῦ ἀέρα ἢ ρεῦμα τοῦ ἀέρα ποὺ ἀλλάζει τὶς ὀνομασίες του ἀπὸ τοὺς διαφορετικοὺς τόπους ἀπὸ τοὺς ὁποίους φυσᾶ. Ἀλλὰ καὶ ὁ τόπος ἀνήκει στὸν ἀέρα· διότι ὡς τόπος θεωρεῖται ἡ περιοχὴ κάθε σώματος. Καὶ τί ἄλλο περιέχει τὰ σώματα, παρὰ ὁ ἀέρας; Ὑπάρχουν μάλιστα διάφοροι τόποι, ἀπ’ ὅπου προέρχεται ἡ κίνηση τοῦ ἀέρα καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ ἄνεμοι παίρνουν τὶς ὀνομασίες τους· καὶ ὅλοι οἱ ἄνεμοι εἶναι δώδεκα. Λένε ἀκόμη ὅτι ὁ ἀέρας εἶναι σβήσιμο φωτιᾶς ἢ ἀτμὸς νεροῦ ποὺ ἔχει θερμανθεῖ. Ὁ ἀέρας, λοιπὸν εἶναι θερμὸς στὴ φύση του, ἀλλὰ ψύχεται ἀπὸ τὴν ἐπαφή του μὲ τὸ νερὸ καὶ τὸ ἔδαφος, μὲ ἀποτέλεσμα τὰ κάτω στρώματά του νὰ εἶναι ψυχρά, ἐνῶ τὰ πάνω θερμά.Ἄνεμοι φυσοῦν οἱ ἑξῆς: ἀπὸ τὴ θερινὴ ἀνατολὴ ὁ καικίας (=βορειοανατολικός), ποὺ ὀνομάζεται καὶ μέσης, ἀπὸ τὴν ἰσημερινὴ ἀνατολὴ ὁ ἀπηλιώτης (=ἀνατολικός), ἀπὸ τὴ χειμερινὴ ἀνατολὴ ὁ εὖρος (=ἀνατολικὸς- νοτιοανατολικός), ἀπὸ τὴ χειμερινὴ δύση ὁ λίβας (=νοτιοδυτικός), ἀπὸ τὴν ἰσημερινὴ δύση ὁ ζέφυρος (=δυτικός), ἀπὸ τὴ θερινὴ δύση ὁ ἀργέστης (=βορειοδυτικός), δηλαδὴ ὁ Ὀλυμπίας, ποὺ λέγεται καὶ Ἰάπυξ. Ἔπειτα πνέουν ἀντίθετα μεταξύ τους ὁ νότος καὶ ὁ ἀπαρκτίας (=βόρειος). Ἐνδιάμεσος πάλι μεταξύ του ἀπαρκτία καὶ τοῦ καικία πνέει ὁ βορέας (=βόρειος-βορειοανατολικός). Ἐνδιάμεσος μεταξύ του εὔρου καὶ τοῦ νότου πνέει ὁ Φοῖνιξ (=νότιος-νοτιοανατολικός), ὁ ὁποῖος λέγεται εὐρόνοτος. Ἐνδιάμεσος πάλι μεταξὺ νότου καὶ λίβα εἶναι ὁ λιβόνοτος, ποὺ λέγεται καὶ λευκόνοτος (=νότιος-νοτιοδυτικός). Ἐνδιάμεσος τέλος μεταξὺ ἀπαρκτίου καὶ ἀργέστου εἶναι ὁ θρασκίας (=βόρειος-βορειοδυτικός), ποὺ λέγεται κέρκιος ἀπὸ τοὺς γύρω κατοίκους. (Τὰ ἄκρα τοῦ κόσμου τὰ κατοικοῦν τὰ ἑξῆς ἔθνη· πρὸς τὸν ἀπηλιώτη οἱ Βακτριανοί, πρὸς τὸν εὖρο οἱ Ἰνδοί· πρὸς τὸν Φοίνικα βρίσκεται ἡ Ἐρυθρὰ θάλασσα καὶ ἡ Αἰθιοπία· πρὸς τὸν λιβόνοτο οἱ Γαράμαντες ποὺ κατοικοῦν πάνω ἀπὸ τὴ Σύρτη· πρὸς τὸ λίβα οἱ Αἰθίοπες καὶ οἱ Ὑπερμαῦροι της δύσεως· πρὸς τὸν ζέφυρο βρίσκονται οἱ Στῆλες τοῦ Ἠρακλέους καὶ οἱ ἀρχὲς τῆς Λιβύης καὶ τῆς Εὐρώπης· πρὸς τὸν ἀργέστη ἡ Ἰβηρία, ἡ σημερινὴ Ἱσπανία· πρὸς τὸν θρασκία οἱ Κέλτες καὶ τὰ γειτονικὰ ἔθνη· πρὸς τὸν ἀπαρκτία οἱ Σκύθες ποὺ κατοικοῦν πάνω ἀπὸ τὴ Θράκη· πρὸς τὸ βορρᾶ εἶναι ὁ Πόντος, ἡ Μαιώτιδα καὶ οἱ Σαρμάτες· πρὸς τὸν καικία εἶναι ἡ Κασπία θάλασσα καὶ οἱ Σάκες).

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 23.  Γιὰ τὰ νερά. Καὶ τὸ νερό, ἐπίσης, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα στοιχεῖα τὸ πιὸ ὡραῖο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ νερὸ εἶναι στοιχεῖο ὑγρὸ καὶ ψυχρό, βαρὺ καὶ μὲ ροπὴ πρὸς τὰ κάτω, ποὺ εὔκολα χύνεται. Αὐτὸ ὑπενθυμίζει ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅταν λέει: «Ὑπῆρχε σκοτάδι πάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσο καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ βρισκόταν πάνω ἀπὸ τὰ νερά». Ἡ ἄβυσσος δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὰ πολλὰ νερά, ποὺ τὸ τέλος τοὺς εἶναι ἀσύλληπτο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Στὴν ἀρχή, βέβαια, τὸ νερὸ κυριαρχοῦσε σ’ ὅλη τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς. Καὶ ὁ Θεὸς δημιούργησε πρῶτα το στερέωμα, ποὺ χωρίζει τὸ νερὸ ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὸ στερέωμα ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ στερέωμα· διότι, μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Δεσπότου Θεοῦ, δημιουργήθηκε τὸ στερέωμα στὸ μέσον της ἀβύσσου τῶν νερῶν. Καὶ γι’ αὐτό, εἶπε ὁ Θεὸς νὰ γίνει τὸ στερέωμα, καὶ ἔγινε. Γιὰ ποιὸ λόγο, ὅμως, ὁ Θεὸς τοποθέτησε νερὸ πάνω ἀπὸ τὸ στερέωμα; Λόγω τῆς ὑπερβολικῆς θερμότητος τοῦ ἥλιου καὶ τοῦ αἰθέρα· καθώς, ἀμέσως μετὰ τὸ στερέωμα, ἁπλώνεται ἀπὸ κάτω ὁ αἰθέρας. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα βρίσκονται στὸ στερέωμα. Κι ἂν δὲν εἶχε τοποθετηθεῖ νερὸ πάνω ἀπ’ αὐτό, τὸ στερέωμα θὰ εἶχε ἀνάψει ἀπὸ θερμότητα. Κατόπιν, ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ συγκεντρωθοῦν τὰ νερὰ σὲ μία συναγωγή. Ἡ φράση «μία συναγωγὴ» δὲν σημαίνει ὅτι αὐτὰ συγκεντρώθηκαν σ’ ἕνα τόπο, –διότι λέει, στὴ συνέχεια, «τὰ συστήματα τῶν νερῶν τὰ ὀνόμασε θάλασσες»–· ἡ φράση δηλώνει ὅτι τὰ νερὰ συγκεντρώθηκαν ὅλα μαζί, ξεχωριστὰ ἀπὸ τὴν ξηρά. «Τὰ νερά, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν στὶς δεξαμενές τους καὶ φάνηκε ἡ ξηρά». Ἔτσι σχηματίστηκαν οἱ δύο θάλασσες ποὺ περιβρέχουν τὴν Αἴγυπτο –καθόσον αὐτὴ βρίσκεται ἀνάμεσά σε δύο θάλασσες. (Οἱ θάλασσες) περιέχουν διάφορα πελάγη, βουνά, νησιά, κόλπους καὶ λιμένες, ποὺ περιλαμβάνουν αἰγιαλοὺς καὶ ἀκτὲς –αἰγιαλὸς λέγεται ἡ παραλία ποὺ ἔχει ἄμμο, ἐνῶ ἀκτὴ λέγεται αὐτὴ ποὺ ἔχει πέτρες καὶ εἶναι ἀπότομη, δηλαδὴ αὐτὴ ποὺ ἔχει βάθος ἀπὸ τὴν ἀρχή της. Παρόμοια, σχηματίσθηκε θάλασσα στὰ ἀνατολικὰ καὶ λέγεται Ἰνδική, καθὼς καὶ βόρεια καὶ λέγεται Κασπία· ἀλλὰ καὶ οἱ λίμνες σχηματίσθηκαν ἀπὸ τότε. Ὁ Ὠκεανός, λοιπόν, εἶναι σὰν ποταμὸς ποὺ περικυκλώνει ὅλη τὴ γῆ· γι’ αὐτόν, ὅπως νομίζω, εἶπε ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι «ἕνα ποτάμι πηγάζει ἀπὸ τὸν Παράδεισο» τὸ ὁποῖο ἔχει πόσιμο καὶ γλυκὸ νερό. Αὐτὸς χύνει στὶς θάλασσες τὸ νερό του, τὸ ὁποῖο, ὅταν μείνει στάσιμο στὶς θάλασσες γιὰ πολὺ χρόνο, γίνεται πικρό, ἐπειδὴ ὁ ἥλιος καὶ οἱ σίφωνες ἀντλοῦν πάντοτε τὸ πιὸ ἐλαφρὸ μέρος του· ἔτσι σχηματίζονται τὰ σύννεφα καὶ πέφτουν οἱ βροχές, ἐνῶ ταυτόχρονά το νερὸ γίνεται γλυκὸ καὶ καθαρίζεται. Αὐτὸς (ὁ Ὠκεανὸς) διαιρεῖται σὲ τέσσερα μέρη, δηλαδὴ σὲ τέσσερις ποταμούς. Τὸ ὄνομα τοῦ πρώτου εἶναι Φεισῶν, δηλαδὴ ὁ Γάγγης στὴν Ἰνδία. Τὸ ὄνομα τοῦ δευτέρου εἶναι Γηῶν· αὐτὸς εἶναι ὁ Νεῖλος, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν Αἰθιοπία καὶ χύνεται στὴν Αἴγυπτο. Τὸ ὄνομα τοῦ τρίτου εἶναι Τίγρης καὶ τοῦ τετάρτου Εὐφράτης. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ πολλὰ ἄλλα μεγάλα ποτάμια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἄλλα χύνονται στὴ θάλασσα καὶ ἄλλα σκορπίζουν στὴν ξηρά. Γι’ αὐτὸ ὅλη ἡ ξηρὰ εἶναι διάτρητη καὶ ἔχει ὑπόγεια νερὰ σὰν φλέβες, μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες παίρνει τὰ θαλάσσια νερὰ καὶ ἀναβλύζει τὶς πηγές. Καὶ τὸ νερὸ τῶν πηγῶν εἶναι ἀνάλογο μὲ τὴν ποιότητα τῆς γῆς. Διότι, τὸ θαλασσινὸ νερὸ καθαρίζει καὶ διϋλίζεται μέσα στὴ γῆ, καὶ ἔτσι γίνεται γλυκό. Ἂν ὅμως τὸ ἔδαφος τοῦ τόπου, ἀπ’ ὅπου πηγάζει τὸ νερό, εἶναι πικρὸ ἢ ἁλμυρό, τότε καὶ τὸ νερὸ εἶναι ἀνάλογο μὲ τὸ χῶμα. Συχνά, ἐπίσης, ἐπειδὴ τὸ νερὸ συμπιέζεται καὶ ἐκτινάσσεται μὲ πίεση, γίνεται ζεστό, καὶ ἔτσι πηγάζουν τὰ φυσικὰ θερμὰ νερά. Μὲ ἐντολή, λοιπόν, τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν κοιλώματα στὴ γῆ, καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ νερὰ συγκεντρώθηκαν στὶς δεξαμενές τους· ἀπὸ ἐκεῖ δημιουργήθηκαν καὶ τὰ βουνά. Πρῶτα στὸ νερό, λοιπόν, ἔδωσε ἐντολὴ ὁ Θεὸς νὰ βγάλει ζωντανοὺς ὀργανισμούς, ἐπειδὴ ἐπρόκειτο ν’ ἀνακαινίσει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ νερὸ καὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας κινοῦνταν πάνω ἀπὸ τὰ νερά. Αὐτὸ βέβαιά το εἶπε ὁ Μέγας Βασίλειος. Καὶ ἔβγαλε τὸ νερὸ μικρὰ καὶ μεγάλα ζῶα, θαλάσσια κήτη, δράκοντες, ἰχθεῖς ποὺ ἕρπουν μέσα στὰ νερὰ καὶ πτηνὰ ποὺ πετοῦν. Μὲ τὰ πτηνὰ συνδέονται τὸ νερό, ἡ ξηρὰ καὶ ὁ ἀέρας· διότι αὐτὰ προῆλθαν ἀπὸ τὰ νερά, ζοῦν στὴν ξηρὰ καὶ πετοῦν στὸν ἀέρα. Τὸ νερὸ μάλιστα εἶναι τὸ πιὸ ὡραῖο στοιχεῖο τῆς φύσεως καὶ πολὺ χρήσιμο· καθαρίζει, ὄχι μόνον τὴ σωματικὴ βρωμιά, ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχική, ἐφόσον δεχθεῖ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 23.  Γιὰ τὰ πελάγη Ὁ Ἑλλήσποντος, ποὺ τελειώνει στὴν Ἄβυδο καὶ τὴ Σηστό, διαδέχεται τὸ Αἰγαῖο πέλαγος. Ἔπειτα εἶναι ἡ Προποντίδα, ἡ ὁποία καταλήγει στὴ Χαλκηδόνα καὶ τὸ Βυζάντιο, ὅπου εἶναι τὰ στενὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀρχίζει ὁ Πόντος. Ἀκολουθεῖ ἡ λίμνη Μαιώτις. Ἐπίσης, στὴν ἄκρη τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Λιβύης εἶναι τὸ Ἰβηρικὸ πέλαγος, ἀπὸ τὶς Στῆλες τοῦ Ἡρακλῆ ἕως τὰ Πυρηναία Ὅρη. Μετὰ εἶναι τὸ Λιγυστικὸ πέλαγος, ποὺ φθάνει στὰ πέρατα τῆς Τυρηνίας. Μετὰ εἶναι τὸ Σαρδόνιο πέλαγος, πάνω ἀπὸ τὴν Σαρδηνία, καὶ ἐκτείνεται κάτω πρὸς τὴ Λιβύη· τὸ Τυρρηνικὸ πέλαγος ἐπίσης, ποὺ καταλήγει στὴ Σαρδηνία καὶ ἀρχίζει ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Λιγυστικῆς· ἔπειτα τὸ Λυβικὸ πέλαγος· κατόπιν τὸ Κρητικό, τῆς Σικελίας, τὸ Ἰόνιο, τῆς Ἀδριατικῆς, ποὺ ἁπλώνεται στὸ πέλαγος τῆς Σικελίας καὶ ποὺ τὸ ὀνομάζουν Κορινθιακὸ κόλπο ἢ Ἁλκυονίδα θάλασσα. Μετὰ εἶναι τὸ Σαρωνικὸ πέλαγος, μεταξύ του Σουνίου καὶ τοῦ Σκυλλαίου· ἀκολουθεῖ τὸ Μυρτῶο καὶ Ἰκάριο πέλαγος, ὅπου βρίσκονται οἱ Κυκλάδες. Ἔπειτα εἶναι τὸ Καρπάθιο, Παμφύλιο καὶ Αἰγυπτιακὸ πέλαγος. Ὁ παράπλους τῆς Εὐρώπης ἀπὸ τὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Τάναη (=Δὸν) ἕως τὶς Ἡράκλειες στῆλες εἶναι ἑξακόσια ἐννέα χιλιάδες ἑπτακόσια ἐννέα στάδια· ὁ παράπλους τῆς Λιβύης ἀπὸ τὴ Τίγγη (=Ταγγέρη) ἕως τὴν εἴσοδο τοῦ Κανώβου (=Ἀβουκὶρ) εἶναι διακόσια ἐννέα χιλιάδες διακόσια πενήντα δύο στάδια. Ὁ περίπλους τῆς Ἀσίας ἀπὸ τὸν Κάνωβο ἕως τὸν ποταμὸ Τανάη μὲ τὶς ἀκτὲς τῶν κόλπων εἶναι τέσσερις χιλιάδες ἑκατὸν ἕνδεκα στάδια. Παρόμοια, ὁ περίπλους ὅλης της οἰκουμένης μαζὶ μὲ τὸ μῆκος τῶν ἀκτῶν εἶναι ἕνα ἑκατομμύριο τριακόσιες ἐννέα χιλιάδες καὶ ἑβδομήντα δύο στάδια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 24.  Γιὰ τὴ γῆ καὶ γιὰ ὅσα προέρχονται ἀπ’ αὐτήν. Ἡ γῆ εἶναι ἕνα ἀπὸ τέσσερα στοιχεῖα τῆς φύσεως· εἶναι ξηρό, ψυχρό, βαρὺ καὶ ἀκίνητο. Ὁ Θεὸς τὴ δημιούργησε ἀπὸ τὸ μηδὲν τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας. Διότι, (ἡ Γραφὴ) λέει «ὁ Θεὸς δημιούργησε στὴν ἀρχὴ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ»· καὶ κανεὶς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίζει τὴ θέση καὶ τὴ βάση τῆς γῆς. Ἄλλοι λένε ὅτι ἔχει στηριχθεῖ καὶ σταθεροποιηθεῖ πάνω στὰ νερά, ὅπως λέει ὁ προφήτης Δαβίδ: «Αὐτὸς ποὺ τὴ στερέωσε πάνω στὰ νερά»· ἄλλοι πάλι λένε ὅτι στηρίζεται στὸν ἀέρα. Καὶ ἄλλος λέει: «Αὐτὸς ποὺ στήριξε τὴ γῆ πάνω στὸ τίποτε». Καὶ πάλι ὁ προφήτης Δαβὶδ λέει γιὰ λογαριασμὸ τοῦ Δημιουργοῦ: «Ἐγὼ στήριξα τοὺς στύλους τῆς γῆς»· καὶ μὲ τὴ λέξη «στύλοι» ἐννοεῖ τὰ θεμέλιά της ποὺ τὴν συγκρατοῦν. Ἡ φράση πάλι «θεμελίωσε τὴ γῆ στὶς θάλασσες» ἐννοεῖ ὅτι ἡ γῆ περιβάλλεται ἀπὸ παντοῦ μὲ νερά. Ἔτσι, εἴτε δεχθοῦμε ὅτι ἡ γῆ στηρίζεται στὸν ἑαυτό της, εἴτε στὸν ἀέρα, εἴτε στὰ νερά, εἴτε πάνω σε τίποτε, πρέπει νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ λογισμό, ἀλλὰ νὰ ὁμολογοῦμε ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Δημιουργοῦ εἶναι ποὺ τὰ συγκρατεῖ ὅλα καὶ τὰ συντηρεῖ. Στὴν ἀρχή, λοιπόν, ὅπως μᾶς λέει ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ γῆ καλυπτόταν ἀπὸ νερὰ καὶ ἦταν ἀδιαμόρφωτη, δηλαδὴ ἀστόλιστη. Ὅταν ὅμως ἔδωσε ἐντολὴ ὁ Θεός, σχηματίσθηκαν οἱ δεξαμενὲς τῶν νερῶν καὶ τότε φάνηκαν τὰ βουνά. Μὲ τὴ θεία ἐντολή, ἡ γῆ πῆρε τὸν κατάλληλο στολισμό της, ἀφοῦ ὀμόρφυνε μὲ κάθε εἴδους χόρτα καὶ φυτά. Μέσα σ’ αὐτὰ ὁ Θεός, μὲ ἐντολή του, ἔβαλε τὴν αὐξητική, θρεπτικὴ καὶ ἀναπαραγωγικὴ δύναμη, ποὺ γεννᾶ τὰ ἴδια εἴδη. Ἐπίσης, μὲ πρόσταγμα τοῦ Δημιουργοῦ, ἡ γῆ ἔδωσε κάθε εἴδους ζῶα, ἑρπετά, θηρία καὶ κτήνη. Ὅλα, βέβαια, ἔγιναν γιὰ νὰ τὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀναγκαία χρήση· ἄλλα ἀπ’ αὐτὰ νὰ τὰ ἔχει γιὰ φαγητό, ὅπως ἐλάφια, πρόβατα, ζαρκάδια καὶ παρόμοια· ἄλλα νὰ τὰ ἔχει γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν, ὅπως καμῆλες, βόδια, ἄλογα, γαϊδούρια καὶ τὰ ὅμοια· καὶ ἄλλα νὰ τὰ ἔχει γιὰ διασκέδαση, ὅπως τοὺς πίθηκους καὶ ἀπὸ τὰ πτηνὰ τὶς καρακάξες, τοὺς παπαγάλους καὶ τὰ παρόμοια. Ἀπὸ τὰ φυτὰ καὶ τὰ βότανα, ἄλλα εἶναι καρποφόρα καὶ φαγώσιμα, ἄλλα εὐωδιαστὰ καὶ ἀνθοστόλιστα, τὰ ὁποῖα μᾶς ἔχουν δοθεῖ ὡς δῶρα ὅπως τὰ τριαντάφυλλα καὶ τὰ ὅμοια, καὶ ἄλλα γιὰ θεραπεία ἀπὸ ἀσθένειες. Διότι δὲν ὑπάρχει κανένα ζῶο οὔτε φυτό, μέσα στὸ ὁποῖο ὁ Δημιουργὸς δὲν ἔβαλε κάποια χρήσιμη ἐνέργεια γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων. Διότι ὁ Θεός, ἐπειδὴ τὰ γνώριζε ὅλα πρὶν τὰ δημιουργήσει καὶ γνώριζε ἐπίσης ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρόκειται θεληματικὰ νὰ γίνει παραβάτης καὶ νὰ παραδοθεῖ στὴ φθορά, τὰ δημιούργησε ὅλα –αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν στὸ στερέωμα, στὴ γῆ καὶ τὸ νερὸ– γιὰ νὰ χρησιμοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος κατάλληλα. Πρίν, λοιπόν, ἀπὸ τὴν παράβαση, ὅλα ἦταν στὴν ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς ὁ Θεὸς τὸν εἶχε καταστήσει ἄρχοντα ὅλων των κτισμάτων καὶ τῆς γῆς καὶ τῶν ὑδάτων. Καὶ τὸ φίδι μάλιστα ἦταν ἐξοικειωμένο μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν πλησίαζε περισσότερο ἀπὸ τὰ ἄλλα ζῶα καὶ μὲ εὐχάριστες κινήσεις τοῦ σώματός του τὸν διασκέδαζε. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀρχέκακος Διάβολος μέσω αὐτοῦ εἰσηγήθηκε στοὺς προπάτορες τὴ χειρότερη συμβουλή. Ἡ γῆ πάλι αὐτόματα παρήγαγε καρποὺς γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ζώων ποὺ ἦταν στὴν ἐξουσία του, καὶ οὔτε βροχὴ ὑπῆρχε στὴ γῆ οὔτε κακοκαιρία. Μετὰ τὴν παράβαση ὅμως, ὅταν «μπλέχτηκε μὲ τὰ ἀνόητα ζῶα καὶ ἔγινε ὅμοιος μ’ αὐτά», ἔκανε ὥστε ἡ παράλογη ἐπιθυμία νὰ ἐξουσιάζει τὸ λογικὸ νοῦ του, διότι παράκουσε τὴν ἐντολὴ τοῦ Δεσπότου. Τότε, ἡ κτίση ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς εἶχε ὁρισθεῖ ἄρχοντάς της ἀπὸ τὸ Δημιουργό, ἐπαναστάτησε ἐναντίον του· ἔτσι πῆρε τὴν ἐντολὴ νὰ ἐργάζεται μὲ ἱδρώτα τὴ γῆ, ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθε. Ἀλλὰ καὶ ἡ τωρινὴ χρησιμότητα τῶν θηρίων δὲν εἶναι χωρὶς ὠφέλεια, διότι μᾶς προκαλοῦν φόβο καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἐπίκληση τῆς βοήθειας τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὰ ἀγκάθια ἀκόμη πού, σύμφωνα μὲ ἀπόφαση τοῦ Κυρίου, φύτρωσαν ἀπὸ τὴ γῆ μετὰ τὴν παράβαση, μετὰ ἀπ’ αὐτὴν συνδέθηκαν μὲ τὴν ἀπόλαυση τῶν τριαντάφυλλων, γιὰ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζουν τὴν παράβαση, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας ἡ γῆ τιμωρήθηκε νὰ βγάζει γιὰ μᾶς ἀγκάθια καὶ τριβόλια. Καὶ ὅτι αὐτὰ ἔτσι εἶναι, πρέπει νὰ τὸ πιστεύουμε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μέχρι καὶ σήμερα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἐνεργεῖ τὴ διατήρησή τους· διότι εἶπε: «Ν’ αὐξάνεσθε καὶ νὰ πολλαπλασιάζεσθε καὶ νὰ γεμίσετε τὴ γῆ». Ὁρισμένοι λένε ὅτι ἡ γῆ εἶναι σφαιρική, ἐνῶ ἄλλοι κωνική. Εἶναι βέβαια πολὺ πιὸ μικρὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, σὰν μιὰ κουκίδα ποὺ αἰωρεῖται στὸ μέσον του. Ἀλλάκαι αὐτὴ θὰ παρέλθει καὶ θὰ μεταβληθεῖ. Καὶ εἶναι μακάριος αὐτὸς ποὺ κληρονομεῖ τὴ γῆ τῶν πράων ἀνθρώπων· διότι ἡ μέλλουσα γῆ ποὺ θὰ ὑποδεχθεῖ τοὺς ἁγίους εἶναι ἀθάνατη. Ποιός, λοιπόν, μπορεῖ νὰ ἐκφράσει θαυμασμὸ ὅπως ἀξίζει γιὰ τὴν ἄπειρη καὶ ἀκατάληπτη σοφία τοῦ Δημιουργοῦ; Ή, ποιὸς μπορεῖ νὰ εὐχαριστήσει ἐπάξια τὸν δοτήρα τόσων μεγάλων ἀγαθῶν;

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 24. Εἰσὶ δὲ αἳ γνωσθεῖσαι ἐπαρχίαι τῆς γῆς ἤτοι σατραπίαι αὗται· Εὐρώπης μὲν ἐπαρχίαι λ?, πίνακες ἴ· ἃ Ἰουβερνία, νῆσος Βρετανικὴ ΄ Ἀλουίωνος νῆσος Βρετανικὴ ΄ Ἱσπανία Βαιτικὴ ΄ Ἱσπανία Λουσιτανία ἒ Ἱσπανία Ταρακωνησία ΄ Γαλλία Ἀκουιτανία ΄ Γαλλία Λουγδονησία ἢ Γαλλία Κελτικὴ ΄ Γαλλία Ναρβωνησία ἲ Γερμανία μεγάλη ἰὰ Ραιτία καὶ Οὐινδελικία ἰ΄ Νωρικὸν ἰ΄ Παννονία ἡ ἄνω ἰ΄ Παννονία ἡ κάτω ἰὲ Ἰλλυρὶς ἰ΄ Δελματία ἰ΄ Ἰταλία ἰὴ Κύρνος νῆσος ἰ΄ Σαρδῶ νῆσος ΄ Σικελία νῆσος κὰ Σαρματία ἡ ἐν Εὐρώπη κ΄ Ταυρικὴ Χερσόνησος κ΄ Ἰάζυγες Μετανάσται κ΄ Δακία κὲ Μυσία ἡ ἄνω κ΄ Μυσία ἡ κάτω κ΄ Θράκη κὴ Χερσόνησος κ΄ Μακεδονία ΄ Ἤπειρος λὰ Ἀχαΐα λ΄ Εὔβοια νῆσος λ΄ Πελοπόννησος λ΄ Κρήτη νῆσος. Λιβύης ἐπαρχίαι ἰ?, πίνακες ἤ· ἃ Μαυριτανία Τιγγιτανῆ ΄ Μαυριτανία Καισαρηνσία ΄ Νουμιδία ΄ Ἀφρικὴ ὅλη ἒ Κυρηναϊκῆ πεντάπολις ΄ Μαρμαρικὴ ΄ Λιβύη ἢ Αἴγυπτος ἡ κάτω ΄ Αἴγυπτος Θηβαΐς ἲ ἡ ἐντὸς Ἀφρικῆς Λιβύη ἰὰ ἡ ἄνω Αἰγύπτου Αἰθιοπία ἰ΄ ἡ ἐντὸς τούτων πάντων νωτιωτάτη Αἰθιοπία. Ἀσίας ἠπείρου μεγάλης ἐπαρχίαι μή, κανόνες ἰ΄· ἃ Βιθυνία Πόντου ΄ Ἀσία ἡ ἰδίως, πρὸς τὴ Ἐφέσω ΄ Φρυγία μεγάλη ΄ Λυκία ἒ Γαλατία ΄ Παφλαγονία ΄ Παμφυλία ἢ Καππαδοκία ΄ Ἀρμενία μικρὰ ἲ Κιλικία ἰὰ Σαρματία ἡ ἐντὸς Ἀσίας ἰ΄ Κολχὶς ἰ΄ Ἰβηρία ἰ΄ Ἀλβανία ἰὲ Ἀρμενία μεγάλη ἰ΄ Κύπρος νῆσος ἰ΄ Συρία κοίλη ἰὴ Συρία Φοινίκη ἰ΄ Συρία Παλαιστίνη ΄ Ἀραβία Πετραία κὰ Μεσοποταμία κ΄ Ἀραβία ἔρημος κ΄ Βαβυλωνία κ΄ Ἀσσυρία κὲ Σουσιανὴ κ΄ Μηδία κ΄ Περσὶς κὴ Παρθία κ΄ Καρμανία ἔρημος ΄ Καρμανία ἑτέρα λὰ Ἀραβία εὐδαίμων λ΄ Ὑρκανία λ΄ Μαργιανὴ λ΄ Βακτριανὴ λὲ Σογδιανὴ λ΄ Σακῶν λ΄ Σκυθία ἡ ἐντὸς Ἰμάου ὅρους λῆ Σκυθία ἡ ἐκτὸς Ἰμάου ὅρους λ΄ Σηρικῆ ΄ Ἀρεία μὰ Παροπανισάδαι μ΄ Δραγγιανῆ μ΄ Ἀραχωσία μ΄ Γεδρωσία μὲ Ἰνδικὴ ἡ ἐντὸς Γάγγου τοῦ ποταμοῦ μ΄ Ἰνδικὴ ἡ ἐκτὸς Γάγγου τοῦ ποταμοῦ μ΄ Σίναι μὴ Ταπροβάνη νῆσος. Ὁμοὺ γίνονται Εὐρώπης μὲν πίνακες ἴ, ἐπαρχίαι λ?, πόλεις ἐπίσημοι ριῆ Λιβύης δὲ πίνακες μὲν ἤ, χῶραι δὲ ἰ?, πόλεις ἐπίσημοι ν΄ Ἀσίας δὲ μεγάλης πίνακες μὲν ἰ?, ἐπαρχίαι δὲ μή, πόλεις ἐπίσημοι ρ΄ αἳ πᾶσαι τῆς οἰκουμένης χῶραι ??, πόλεις τ?. Ἔθνη δὲ οἰκεῖ τὰ πέρατα· κὰτ  ἀπηλιώτην Βακτριανοί, κὰτ  εὗρον Ἰνδοί, κατὰ Φοίνικα Ἐρυθρὰ θάλασσα καὶ Αἰθιοπία, κατὰ λευκόνοτον οἱ ὑπὲρ Σύρτιν Γεράμαντες, κατὰ λίβα Αἰθίοπες καὶ δυσμικοὶ Ὑπερμαῦροι, κατὰ ζέφυρον Στῆλαι καὶ ἀρχαὶ Λιβύης καὶ Εὐρώπης, κατὰ ἀργέστην Ἰβηρία ἡ νῦν Ἱσπανία, κατὰ δὲ θρασκίαν Κελτοὶ καὶ τὰ ὅμορα, κατὰ ἀπαρκτίαν οἱ ὑπὲρ Θράκην Σκύθαι, κατὰ βορρᾶν Πόντος Μαιώτις καὶ Σαρμᾶται, κατὰ καικίαν Κασπία θάλασσα καὶ Σάκες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 25. Γιὰ τὸν Παράδεισο. Ἐπειδὴ ἐπρόκειτο ὁ Θεὸς νὰ πλάσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη φύση, σύμφωνα μὲ τὴ δική του εἰκόνα καὶ ὁμοιότητα, σὰν κάποιο βασιλιὰ καὶ ἄρχοντα ὅλης της γῆς καὶ τῶν ἀγαθῶν της, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο προετοιμάζει γι’ αὐτὸν κάτι σὰν παλάτι, μέσα στὸ ὁποῖο ἂν κατοικεῖ θὰ ἔχει μακάρια καὶ τρισευτυχισμένη ζωή. Αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι ὁ θεῖος παράδεισος, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔχει φυτέψει μὲ τὰ χέρια του, ταμεῖο κάθε χαρᾶς καὶ εὐχαριστήσεως. Διότι ἡ λέξη Ἐδὲμ σημαίνει ἀπόλαυση. Ἦταν βέβαια στὴν ἀνατολὴ καὶ βρισκόταν πιὸ ψηλὰ ἀπ’ ὅλη τὴ γῆ, ἀλλὰ εἶχε εὔκρατο κλίμα καὶ ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ λεπτὸ καὶ πολὺ καθαρὸ ἀέρα· ἦταν κατάφυτος ἀπὸ ἀειθαλῆ φυτά, γεμάτος ἀπὸ εὐωδία καὶ φῶς, ὁ ὁποῖος ξεπερνᾶ στὴ φαντασία κάθε ἐποχὴ τοῦ ἔτους καὶ ὀμορφιά· εἶναι πράγματι θεῖος τόπος καὶ ἄξια κατοικία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πλάσθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, μέσα στὸν ὁποῖο δὲν σύχναζε κανένα ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα, ἀλλὰ μόνον ὁ ἄνθρωπος, τὸ πλαστούργημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὸ μέσον του Παραδείσου ὁ Θεὸς φύτευσε τὸ δένδρο τῆς ζωῆς καὶ τὸ δένδρο τῆς γνώσεως. Τὸ δένδρο τῆς γνώσεως δόθηκε ὡς ἀφορμή, δοκιμασία καὶ ἄσκηση τῆς ὑπακοῆς καὶ παρακοῆς τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆρε τὸ ὄνομα «ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ»· διότι ἔδινε σὲ ὅσους τὸ δοκίμαζαν τὴ δύναμη νὰ γνωρίσουν τὴ φύση τους· αὐτὸ ὅμως ἦταν καλὸ γιὰ τοὺς τέλειους, ἀλλὰ κακὸ γιὰ τοὺς ἀτελεῖς καὶ τοὺς ἐπιρρεπεῖς στὶς ἐπιθυμίες· ἀκριβῶς ὅπως ἡ ξηρὰ τροφὴ κάνει κακὸ στὰ βρέφη ποὺ τρέφονται ἀκόμη μὲ γάλα. Διότι ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἔπλασε δὲν ἤθελε νὰ μεριμνᾶμε καὶ ν’ ἀσχολούμαστε μὲ πολλά, οὔτε ἀκόμη νὰ φροντίζουμε καὶ νὰ προνοοῦμε γιὰ τὴ δική μας τὴ ζωή. Ἐδῶ ὅμως τὴν ἔπαθε ὁ Ἀδάμ· διότι, μόλις γεύθηκε τὸν καρπὸ τοῦ δένδρου, αἰσθάνθηκε τὴ γύμνια του καὶ φρόντισε νὰ βάλει ἔνδυμα· πῆρε δηλαδὴ φύλλα συκιᾶς καὶ ντύθηκε. Ἐνῶ, πρὶν ἀπὸ τὴ γεύση, καὶ οἱ δύο, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα, ἦταν γυμνοί, ἀλλὰ δὲν ντρέπονταν. Διότι, τόσο πολὺ ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ εἴμαστε ἀπαθεῖς (διότι ἡ γυμνότητα εἶναι χαρακτηριστικό της τέλειας ἀπάθειας). Ἤθελε ἀκόμη νὰ εἴμαστε ἀμέριμνοι, ἔχοντας ἕνας ἔργο, τὸ ἀγγελικό, νὰ δοξολογοῦμε δηλαδὴ ἀκατάπαυστα τὸν Πλάστη μας, νὰ ἐντρυφοῦμε στὴ δική του θεωρία καὶ νὰ ἐμπιστευόμαστε σ’ Αὐτὸν τὴ φροντίδα τοῦ ἐαυτοῦ μας. Αὐτὸ μας τὸ εἶπε καὶ μὲ τὸν προφήτη Δαβίδ, μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: « Ἄφησε τὴ μέριμνά σου στὸν Κύριο καὶ Αὐτὸς θὰ σὲ ἀναθρέψει». Ἀλλὰ καὶ στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια δίδασκε τοὺς μαθητές του μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια: «Μὴ φροντίσετε γιὰ τὴν ψυχὴ σᾶς τί θὰ φάει, καὶ γιὰ τὸ σῶμα τί θὰ φορέσει». Καὶ συνεχίζει: «Ζητᾶτε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δικαίωση ποὺ Αὐτὸς προσφέρει, καὶ τὰ ὑπόλοιπα θὰ ἔλθουν στὴ ζωή σας». Καὶ πρὸς τὴ Μάρθα λέει: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καὶ ἀσχολεῖσαι μὲ πολλά, ἀλλὰ ἕνα εἶναι ἀναγκαῖο· ἡ Μαρία ἔκανε τὴν καλὴ ἐπιλογή, τὴν ὁποία δὲ θὰ τὴ χάσει ποτέ». Ὡς ἐπιλογὴ τῆς ἐννοοῦσε βέβαια ὅτι καθόταν στὰ πόδια του καὶ ἄκουγε τὰ λόγια του. Τὸ δένδρο ὅμως τῆς ζωῆς ἦταν δένδρο ποὺ εἶχε ζωοπάροχη ἐνέργεια καὶ ἦταν φαγώσιμο μόνον ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἦταν ἄξιοί της ζωῆς καὶ δὲν ὑποκεινταν στὸ θάνατο. Ὁρισμένοι βέβαια θεωροῦσαν αἰσθητὸ τὸν παράδεισο, ἐνῶ ἄλλοι νοητό. Ἐγὼ ὅμως ἔχω τὴ γνώμη ὅτι, ὅπως ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε καὶ αἰσθητὸς καὶ νοητός, ἔτσι καὶ τὸ ἱερώτατο τέμενός του δημιουργήθηκε ταυτόχρονα αἰσθητὸ καὶ νοητὸ καὶ μὲ διπλὴ ὄψη. Διότι, ὅπως ἐξιστορήσαμε, κατοικοῦσε μὲ τὸ σῶμα στὸ θεϊκὸ καὶ πανέμορφο τόπο, ἐνῶ μὲ τὴν ψυχὴ ζοῦσε σὲ ἀκόμη ἀνώτερο καὶ ἀσύγκριτο καὶ πανέμορφο τόπο, ἔχοντας ὡς ἔνοικο τῆς κατοικίας τοῦ τὸ Θεὸ καὶ ὡς ἔνδοξο ἔνδυμα τὸν ἴδιο το Θεό· ἦταν ντυμένος μὲ τὴ Χάρη του καὶ ἀπολάμβανε τὸ μοναδικὸ γλυκύτατο καρπό, τὴ θεωρία τοῦ προσώπου του, ἡ ὁποία τὸν ἔτρεφε σὰν ἄλλο ἄγγελο. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, πανάξια πῆρε τὸ ὄνομα «δένδρο τῆς ζωῆς». Διότι ἡ γλυκύτητα τῆς κοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ μεταδίδει στοὺς μετόχους της ζωὴ ποὺ δὲν διακόπτεται ἀπὸ τὸ θάνατο. Ὁ Θεὸς αὐτὸ τὸ ὀνόμασε «κάθε δένδρο» καὶ εἶπε: «Ἀπὸ κάθε δένδρο ποὺ βρίσκεται στὸν Παράδεισο θὰ τρῶτε»· διότι ὁ Ἴδιος εἶναι τὸ πᾶν καὶ μὲ τὴ δύναμή του σχημάτισε τὰ πάντα. Τὸ δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ διάκριση τῆς κάθε εἴδους παρατηρήσεως. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ τέλεια γνώση τῆς φύσεως, ἡ ὁποία εἶναι βέβαια καλὴ γιὰ τοὺς τέλειους καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν τὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ, διότι τοὺς καθιστὰ γνωστὴ τὴν παντοδυναμία τοῦ Δημιουργοῦ καὶ δὲν φοβοῦνται τὴν πτώση, καθὼς μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἔχουν φθάσει σὲ κάποιο βαθμὸ αὐτῆς τῆς θεωρίας· δὲν εἶναι ὅμως καλὴ γιὰ τοὺς νέους καὶ ἐπιρρεπεῖς στὶς ἐπιθυμίες, διότι ἡ φροντίδα γιὰ τὸ σῶμα τοὺς τραβὰ τὴν προσοχὴ καὶ τοὺς ἀποσπᾶ, καθὼς εἶναι ἀσταθεῖς στὴν παραμονὴ στὸ ἀγαθὸ καὶ δὲν σταθεροποιήθηκαν ἀκόμη στὴν ἀφοσίωση στὸ μοναδικὸ καλό. Θεωρῶ, λοιπόν, ὅτι ὁ θεῖος Παράδεισος ἔχει δύο ἔννοιες. Καὶ οἱ θεοφόροι Πατέρες μᾶς παρέδωσαν τὴν ἀλήθεια, εἴτε δίδαξαν τὴ μία εἴτε τὴν ἄλλη ἔννοια. Μποροῦμε μάλιστα νὰ ἑρμηνεύσουμε ὅτι ἡ ἔκφραση «πᾶν ξύλον» σημαίνει τὴν τέλεια γνώση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ δημιουργήματα τῆς θείας δυνάμεως, ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος: «Ὁ ἀόρατος κόσμος γίνεται ἀντιληπτὸς ἀπὸ τὰ κτιστὰ δημιουργήματα». Καὶ ἀπ’ ὅλες τὶς ἔννοιες καὶ παρατηρήσεις πιὸ σπουδαία εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀναφέρεται σὲ μᾶς, στὴ δική μας σύσταση, ὅπως λέει ὁ προφήτης Δαβίδ: «Ἀπὸ τὴν γνώση τοῦ ἐαυτοῦ μου θαυμάζω τὴ σοφία σου»· δηλαδή, ἀπὸ τὴν παρατήρηση τῆς φύσεώς μου. Αὐτὴ ὅμως ἡ γνώση ἦταν ἐπικίνδυνη γιὰ τὸν Ἀδάμ, ποὺ ἦταν ἄπειρος, γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἐκθέσαμε. Ἢ πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὡς δένδρο τῆς ζωῆς τὴν πιὸ βαθιὰ ἔννοια γιὰ τὸ Θεὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ κτιστά, καὶ τὴν ἀναγωγὴ μέσω αὐτῶν στὸν Πλάστη, Δημιουργὸ καὶ Αἴτιο ὅλων των ὄντων· καὶ αὐτὸ τὸ ὀνόμασε «πᾶν ξύλον», ἐννοώντας δηλαδὴ τὴν πληρότητα καὶ τὴν ἑνότητα, ποὺ μᾶς παρέχει τὴν μοναδικὴ μετοχὴ τοῦ καλοῦ· καὶ «δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ» ὀνόμασε τὴν αἰσθητὴ καὶ ἡδονικὴ βρώση, ἡ ὁποία φαίνεται γλυκιά, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ὁδηγεῖ αὐτὸν ποὺ τὴν γεύεται στὴν μετοχὴ τῶν κακῶν· διότι λέει ὁ Θεός: «Ἀπὸ κάθε δένδρο τοῦ Παραδείσου μπορεῖς νὰ φᾶς»· νομίζω εἶναι σὰν νὰ λέει ὁ Θεός, «μὲ ὅλα τα κτιστὰ ὁδηγήσου σὲ μένα τὸν Πλάστη καὶ δοκίμασε τὸν μοναδικὸ καρπό, ἐμένα,τὴν ὄντως ζωή. Ὅλα ἅς σου προσφέρουν ὡς καρπὸ τὴν ζωή, καὶ τὴν κοινωνία μαζί μου νὰ τὴν κάνεις συστατικό της ὑπάρξεώς σου· διότι ἔτσι θὰ γίνεις ἀθάνατος». «Καὶ δὲν θὰ φᾶτε ἀπὸ τὸ δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ φᾶτε ἀπ’ αὐτό, θὰ πεθάνετε». Διότι ἡ αἰσθητὴ τροφὴ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τῆς ἀναπλήρωση αὐτῶν ποὺ ἀποβάλλονται καὶ πηγαίνει στὸν ἀφεδρώνα καὶ χάνεται· καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ μένει ἄφθαρτος αὐτὸς ποὺ καταναλώνει τὴν αἰσθητὴ τροφή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 26.  Γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι, λοιπόν, δημιούργησε ὁ Θεὸς τὶς νοητὲς ὑπάρξεις, ἐννοῶ τοὺς ἀγγέλους καὶ ὅλα τα οὐράνια τάγματα –διότι αὐτὰ ὁλοφάνερα ἔχουν νοερὴ καὶ ἀσώματη φύση· λέγοντας «ἀσώματη φύση», τὴν ἐννοῶ σὲ σύγκριση μὲ τὴν παχύτητα τῆς ὕλης· διότι μόνον τὸ θεῖο εἶναι πραγματικὰ ἄϋλο καὶ ἀσώματο. Δημιούργησε ἀκόμη τὴν αἰσθητὴ φύση, δηλαδὴ τὸν οὐρανό, τὴ γῆ καὶ τὰ ἐνδιάμεσά τους· καὶ δημιούργησε ἀπὸ τὴ μιὰ τὴν νοητὴ φύση πλησιέστερη στὸ Θεὸ (διότι ἡ λογικὴ φύση εἶναι οἰκεία στὸ Θεὸ καὶ γίνεται ἀντιληπτὴ μόνο μὲ τὸ νοῦ) καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὴν αἰσθητὴ φύση ἐντελῶς μακριά του, ἐπειδὴ γίνεται ἀντιληπτὴ μόνο μὲ τὶς αἰσθήσεις. Ἀλλὰ ἔπρπε νὰ δημιουργηθεῖ καὶ σύνθεση ἀπὸ τὶς δύο φύσεις, ὡς γνώρισμα μεγαλύτερης σοφίας καὶ γενναιοδωρίας πρὸς τὶς φύσεις, ὅπως λέει ὁ θεῖος Γρηγόριος: σὰν κάποιος σύνδεσμος «τῆς ὁρατῆς καὶ ἀόρατης φύσεως». Καὶ λέω «ἔπρεπε», θέλοντας νὰ δηλώσω τὴ θέληση τοῦ Δημιουργοῦ· διότι αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸν πιὸ κατάλληλο θεσμὸ καὶ νόμο, καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ στὸν Πλάστη: «Γιατί μ’ ἔφτιαξες ἔτσι;». Διότι ὁ ἀγγειοπλάστης ἔχει τὴ δύναμη νὰ φτιάχνει ἀπὸ τὴν ἴδια λάσπη διάφορα σκεύη, γιὰ νὰ δείξει τὴ σοφία του. Ὅταν λοιπὸν αὐτὰ ἦταν ἔτσι, ὁ Θεὸς δημιουργεῖ μὲ τὰ χέρια τοῦ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ ὁρατὴ καὶ ἀπὸ ἀόρατη φύση, ν’ ἀποτελεῖ δική του εἰκόνα καὶ ὁμοίωση· τὸ σῶμα τὸ ἔπλασε ἀπὸ τὴ γῆ, ἐνῶ μὲ τὸ δικό του φύσημα ἔδωσε τὴ λογικὴ καὶ νοερὴ ψυχή, πράγμα τὸ ὁποῖο τὸ ὀνομάζουμε θεία εἰκόνα. Διότι τὸ νοερὸ καὶ τὸ αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου δείχνει τὸ «κατ’ εἰκόνα», ἐνῶ ἡ, ὅσο εἶναι δυνατόν, ὁμοιότητα στὴν ἀρετὴ δείχνει τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν». Καὶ πλάσθηκαν συγχρόνως τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή· ὄχι τὸ ἕνα πρῶτα καὶ τὸ ἄλλο ἔπειτα, σύμφωνα μὲ τὶς φλυαρίες τοῦ Ὠριγένη. Ὁ Θεός, λοιπόν, ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἄκακο, ἁπλό, ἐνάρετο, χαρούμενο, ἀμέριμνο, στολισμένο μὲ κάθε ἀρετή, προικισμένα μὲ ὅλα τα ἀγαθά, σὰν κάποιον δεύτερο κόσμο, μικρὸ κόσμο μέσα σὲ μεγάλο, ἄλλο ἄγγελο, σύνθετο προσκυνητή, ἐπόπτη τῆς ὁρατῆς δημιουργίας, γνώστη τῶν μυστηρίων τῆς ἀόρατης, ἐπίγειο βασιλιὰ ποὺ τὸν κυβερνᾶ ἀπὸ ψηλά, ταυτόχρονα ἐπίγειο καὶ οὐράνιο, πρόσκαιρο καὶ ἀθάνατο, ὁρατὸ καὶ νοητό, ἐνδιάμεσο μεταξὺ μεγαλείου καὶ μικρότητος, τὸν ἴδιο καὶ πνεῦμα καὶ σάρκα. Εἶναι σάρκα ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειας καὶ πνεῦμα ἐξαιτίας τῆς χάρης· τὸ ἕνα, γιὰ νὰ ὑποφέρει καὶ ὑποφέροντας νὰ θυμᾶται καὶ νὰ γίνεται συνετός, καὶ τὸ ἄλλο, γιὰ νὰ μένει σταθερὸς καὶ νὰ δοξάζει τὸν εὐεργέτη τοῦ φιλοτιμούμενος ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο του· τὸν ἔπλασε ζῶσα ὕπαρξη ποὺ κατ’ οἰκονομία ζεῖ ἐδῶ, δηλαδὴ στὴν παροῦσα ζωή, ἀλλὰ ποὺ προορίζεται γιὰ ἀλλοῦ, νὰ μετοικήσει στὴ μέλλουσα ζωή· καὶ τὸ τέλος τοῦ μυστηρίου εἶναι ὅτι θεώνεται μὲ τὴν κίνησή του πρὸς τὸ Θεό· θεώνεται μάλιστα μὲ τὴν μετοχὴ στὸ θεῖο φωτισμό, ἀλλὰ χωρὶς νὰ μεταβάλλεται σὲ θεία οὐσία. Καὶ τὸν ἔπλασε ἀναμάρτητο στὴ φύση του καὶ αὐτεξούσιο στὴ θέλησή του. Λέγοντας «ἀναμάρτητο» δὲν ἐννοῶ ὅτι δὲν εἶναι δεκτικὸς ἁμαρτίας –μόνον ὁ Θεὸς εἶναι ἀνεπίδεκτος ἁμαρτίας–, ἀλλὰ ἐννοῶ ὅτι δὲν ἔχει τὴν ἁμαρτία στὴ φύση του, ἀλλὰ μᾶλλον στὴν προαίρεσή του· δηλαδή, ἔχει τὴ δύναμη νὰ διατηρεῖται καὶ νὰ προοδεύει στὸ ἀγαθό, μὲ τὴ βοήθεια τῆς θείας χάριτος· καὶ ἐπίσης, μπορεῖ νὰ παρεκτραπεῖ ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὸ κακό, μὲ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἐξαιτίας τοῦ αὐτεξουσίου του· διότι, ὅ,τι γίνεται ἐξαναγκαστικά, δὲν εἶναι ἀρετή. Ἡ ψυχή, ἐπίσης, εἶναι ζῶσα ὕπαρξη, ἁπλή, ἀσώματη· ἡ φύση τῆς εἶναι ἀόρατη μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος· εἶναι λογικὴ καὶ νοερή, χωρὶς σχῆμα· κατοικεῖ σὲ ὀργανικὸ σῶμα καὶ τοῦ παρέχει ζωή, ἀνάπτυξη, ἀντίληψη καὶ γέννηση· δὲν ἔχει τὸν νοῦ σὰν κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ σὰν τὸ πιὸ καθαρὸ στοιχεῖο της· διότι, ὅπως εἶναι τὸ μάτι στὸ σῶμα, ἔτσι εἶναι καὶ ὁ νοῦς γιὰ τὴν ψυχή. Εἶναι αὐτεξούσια καὶ ἔχει θέληση καὶ ἐνέργεια· εἶναι μεταβλητή, δηλαδὴ μεταβάλλεται σύμφωνα μὲ τὴ θέλησή της, διότι εἶναι κτιστή. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχει λάβει μὲ φυσικὴ τάξη ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Δημιουργοῦ της, ἡ ὁποία τῆς ἔδωσε καὶ τὴν ὕπαρξη καὶ τὴ φύση. Μὲ πόσους τρόπους νοεῖται τὸ ἀσώματο. Ἀντιλαμβανόμαστε τὰ ἀσώματα, τὰ ἀόρατα καὶ τὰ ἄμορφα μὲ δύο τρόπους: ἄλλα κατ’ οὐσίαν καὶ ἄλλα κατὰ χάριν· διότι τὰ πρῶτα εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τους, ἐνῶ τὰ δεύτερα σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν παχύτητα τῆς ὕλης. Γιὰ τὸ Θεὸ βέβαια λέμε «ἀσώματος ἀπὸ τὴ φύση του», ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀγγέλους, τοὺς δαίμονες καὶ τὶς ψυχὲς λέμε «ἀσώματοι χαριστικὰ καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν παχύτητα τῆς ὕλης». Σῶμα εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχει τρεῖς διαστάσεις, δηλαδὴ μῆκος, πλάτος καὶ βάθος ἢ πάχος. Καὶ κάθε σῶμα συνίσταται ἀπὸ τέσσερα στοιχεῖα, ἐνῶ τὰ σώματα τῶν ζώων ἀποτελοῦνται ἀπὸ τέσσερις χυμούς. Πρέπει μάλιστα νὰ γνωρίζουμε ὅτι τὰ τέσσερα στοιχεῖα εἶναι: ἡ γῆ, ποὺ εἶναι ξερὴ καὶ ψυχρή· τὸ νερό, ποὺ εἶναι ψυχρὸ καὶ ὑγρό· ὁ ἀέρας, ποὺ εἶναι ὑγρὸς καὶ θερμός· ἡ φωτιά, ποὺ εἶναι θερμὴ καὶ ξερή. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ χυμοὶ εἶναι τέσσερις καὶ ἀναλογοῦν στὰ τέσσερα στοιχεῖα: ἡ μαύρη χολή, ποὺ ἀναλογεῖ στὴ γῆ (διότι εἶναι ξερὴ καὶ ψυχρή)· τὸ φλέγμα, ποὺ ἀναλογεῖ στὸ νερὸ (διότι εἶναι ψυχρὸ καὶ ὑγρό)· τὸ αἷμα, ποὺ ἀναλογεῖ στὸν ἀέρα (διότι εἶναι ὑγρὸ καὶ θερμό)· ἡ ξανθὴ χολή, ποὺ ἀναλογεῖ στὴ φωτιὰ (διότι εἶναι θερμὴ καὶ ξερή). Οἱ καρποί, λοιπόν, ἀποτελοῦνται ἀπὸ τὰ στοιχεῖα, οἱ χυμοὶ πάλι ἀπὸ τοὺς καρπούς, ἐνῶ τὰ σώματα τῶν ζώων ἀποτελοῦνται ἀπὸ τοὺς χυμούς, καὶ ἀναλύονται σ’ αὐτά· διότι καθετὶ ποὺ εἶναι σύνθετο, ἀναλύεται στὰ μέρη ἀπὸ τὰ ὁποῖα συντίθεται. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετέχει καὶ στὰ ἄψυχα καὶ τὰ ἄλογα καὶ τὰ λογικὰ ὄντα. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει κοινὰ γνωρίσματα μὲ τὰ ἄψυχα· ἀκόμη μετέχει στὴ ζωὴ τῶν ἀλόγων ζώων καὶ ἔχει πάρει τὴ νόηση ἀπὸ τὰ λογικὰ ὄντα. Τὰ κοινά, δηλαδή, γνωρίσματα μὲ τὰ ἄψυχα εἶναι στὸ σῶμα καὶ στὴ σύνθεσή του ἀπὸ τέσσερα στοιχεῖα· μὲ τὰ φυτὰ ἔχει κοινὰ στοιχεῖα τὴ θρεπτικὴ δυνατότητα, τὴν αὐξητικὴ καὶ τὴν σπερματική, δηλαδὴ τὴν ἀναπαραγωγική· μὲ τὰ ἄλογα ζῶα ἔχει καὶ τὰ παραπάνω, ἀλλὰ ἐπιπλέον καὶ τὸν πόθο, δηλαδὴ τὸ θυμὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία, καὶ ἀκόμη τὴν αἴσθηση καὶ τὴν ὁρμέμφυτη κίνηση. Οἱ αἰσθήσεις βέβαια εἶναι πέντε· ἡ ὅραση, ἡ ἀκοή, ἡ ὄσφρηση, ἡ γεύση, ἡ ἁφή. Στὴν ὁρμέμφυτη ὅμως κίνηση ἀνήκει ἡ ἱκανότητα νὰ μεταβαίνει ἀπὸ τόπο σε σὲ τόπο, ἡ ἱκανότητα τῆς κινήσεως ὅλου του σώματος καὶ ἡ ἱκανότητα τῆς φωνῆς καὶ τῆς ἀναπνοῆς· διότι ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται νὰ τὰ κάνουμε ἢ νὰ μὴν τὰ κάνουμε. Ὁ ἄνθρωπος συνδέεται μὲ τὸ λογικό του μὲ τὶς ἀσώματες καὶ νοερὲς φύσεις, διότι συλλογίζεται, σκέφτεται καὶ κρίνει τὸ καθετί· ἐπιδιώκει τὶς ἀρετὲς καὶ ποθεῖ τὴν κορωνίδα τῶν ἀρετῶν, ἐννοῶ τὴν εὐσέβεια· γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνας μικρὸς κόσμος. Πρέπει ἀκόμη νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἀποκλειστικὰ χαρακτηριστικὲς ἰδιότητες τοῦ σώματος εἶναι ἡ τομή, ἡ ρεύση καὶ ἡ μεταβολή. Μεταβολὴ βέβαια εἶναι αὐτὴ ποὺ γίνεται σχετικὰ μὲ τὴν ποιότητα, δηλαδὴ ἡ θέρμανση, ἡ ψύξη καὶ τὰ παρόμοια. Ρεύση πάλι εἶναι αὐτὴ ποὺ γίνεται μὲ τὸ ἄδειασμα· ἀδειάζουν δηλαδὴ τὰ στερεά, τὰ ὑγρὰ καὶ τὰ ἀέρια, καὶ χρειάζεται ἡ ἀναπλήρωσή τους· ἑπομένως, ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα εἶναι φυσιολογικὲς μεταβολές. Τομὴ πάλι εἶναι ὁ διαχωρισμὸς τῶν χυμῶν μεταξύ τους καὶ ἡ διαίρεσή τους σύμφωνα μὲ τὴ μορφὴ καὶ τὴν ὑλική τους σύσταση. Χαρακτηριστικὲς πάλι ἰδιότητες τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ νόηση. Ἐνῶ οἱ ἀρετὲς ἀποτελοῦν κοινὲς ἰδιότητες τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος· ἀποδίδονται ὅμως στὴν ψυχή, διότι ἡ ψυχὴ κυβερνᾶ τὸ σῶμα. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι τὸ λογικὸ ἀπὸ τὴ φύση τοῦ κυβερνᾶ τὸ ἄλογο· διότι οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς διαιροῦνται σὲ λογικὸ καὶ ἄλογο. Τὰ μέρη μάλιστα τοῦ ἀλόγου εἶναι δύο· τὸ ἕνα εἶναι κουφὸ στὴ φωνὴ τοῦ λογικοῦ, δὲν ὑπακούει δηλαδὴ στὴ λογική, ἐνῶ τὸ ἄλλο εἶναι προσεκτικὸ καὶ ὑπάκουο στὴ λογική. Ἀνυπάκουο βέβαια καὶ ἀπείθαρχο στὴ λογικὴ εἶναι τὸ ζωτικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται καὶ σφυγμικό· ἐπίσης καὶ τὸ σπερματικὸ μέρος, δηλαδὴ τὸ ἀναπαραγωγικὸ καὶ τὸ φυτικό, τὸ ὁποῖο λέγεται καὶ θρεπτικό· σ’ αὐτὸ ἀνήκει καὶ τὸ αὐξητικὸ μέρος, τὸ ὁποῖο καὶ διαπλάθει τὸ σῶμα. Αὐτὰ δὲν τὰ ἐξουσιάζει ἡ λογική, ἀλλὰ ἡ φύση. Τὸ μέρος πάλι τῆς ψυχῆς ποὺ εἶναι προσεκτικὸ καὶ ὑπάκουο στὴ λογικὴ διαιρεῖται σὲ ἐπιθυμία καὶ θυμό. Μάλιστα, τὸ ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς ὀνομάζεται παθητικὸ καὶ ὀρεκτικὸ (αὐθόρμητο). Καὶ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ ὁρμέμφυτη κίνηση ἀνήκει στὸ μέρος τῆς ψυχῆς ποὺ ὑπακούει στὴ λογική. Σ’ αὐτὸ ὅμως ποὺ δὲν ὑπακούει στὴ λογικὴ ἀνήκει τὸ θρεπτικό, τὸ γεννητικὸ καὶ τὸ σφυγμικό. Τὸ αὐξητικό, τὸ θρεπτικὸ καὶ τὸ γεννητικὸ ὀνομάζονται «φυτικό», ἐνῶ τὸ σφυγμικὸ καλεῖται «ζωτικό». Τὸ θρεπτικὸ ἔχει τέσσερις δυνάμεις: τὴν ἑλκτική, ποὺ ἕλκει τὴν τροφή· τὴν καθεκτικὴ ποὺ κρατεῖ τὴν τροφὴ καὶ δὲν τῆς ἐπιτρέπει νὰ ἀποβληθεῖ ἀμέσως· τὴν ἀλλοιωτική, ποὺ μεταβάλλει τὴν τροφὴ σὲ χυμούς· τὴν ἀποκριτική, ἡ ὁποία ἀποβάλλει τὰ περιττώματα μέσω τοῦ ἀφεδρώνα καὶ τὰ ἀπορρίπτει ἀπὸ τὸν ὀργανισμό. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἀπὸ τὶς δυνάμεις ποὺ ὑπάρχουν στὰ ὄντα ἄλλες εἶναι ψυχικές, ἄλλες φυσικὲς καὶ ἄλλες ζωτικές. Ψυχικὲς εἶναι αὐτὲς ποὺ ἀνήκουν στὴν προαίρεση, δηλαδὴ ἡ ἐπιθυμία καὶ ἡ αἴσθηση. Στὴν ἐπιθυμία ἀνήκει ἡ ἱκανότητα μεταβάσεως ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ἡ κίνηση ὅλου του σώματος, ἡ φωνητικὴ καὶ ἀναπνευστικὴ ἱκανότητα· ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται νὰ τὰ ἐνεργοῦμε αὐτὰ ἢ νὰ μὴν τὰ ἐνεργοῦμε. Φυσικὲς καὶ ζωτικὲς δυνάμεις εἶναι αὐτὲς ποὺ ἐνεργοῦν χωρὶς τὴ θέλησή μας. Φυσικὲς εἶναι ἡ θρεπτική, ἡ αὐξητικὴ καὶ ἡ ἀναπαραγωγική· ζωτικὴ εἶναι ἡ σφυγμική. Αὐτὲς ἐνεργοῦν εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι. Ἐπίσης, πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἄλλα ἀπὸ τὰ πράγματα εἶναι ἀγαθὰ καὶ ἄλλα κακά. Τὸ ἀγαθὸ ποὺ προσδοκᾶμε γεννὰ τὴν ἐπιθυμία, ἐνῶ αὐτὸ ποὺ ἔχει πραγματοποιηθεῖ γεννὰ τὴν εὐχαρίστηση. Παρόμοια, τὸ προσδοκώμενο κακὸ δημιουργεῖ φόβο, ἐνῶ τὰ πραγματοποιημένο λύπη. Καὶ νὰ γνωρίζουμε ὅτι λέγοντας ἀγαθὸ ἐννοοῦμε καὶ τὸ ἀληθινὸ ἀγαθὸ καὶ τὸ θεωρούμενο· τὸ ἴδιο ἐννοῦμε καὶ μὲ τὸ κακό.

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *