Κεφάλαιον Α΄. ΄Η προς τον Θεόν αγάπη
ΔΕΝ ΦΟΒΟΥΜΑΙ ‘τόν Θεόν έλεγε στους μαθητές του ό Καθηγητής τής έρημου Μέγας ’Αντώνιος, διότι τόν άγαπώ. Ή τελεία άγάπη «έξω βάλλει τόν φόβον».
Ο ΑΒΒΑΣ Άμμούν ό Νιτριώτης έπεσκέφθη κάποτε τόν Μέγαν ’Αντώνιον καί έπειδή είχε μαζί του φιλική οικειότητα τόν έρώτησε:
Πώς συμβαίνει έγώ μέν νά κοπιάζω περισσότερο άπό σένα, σύ δέ νά δοξάζεσαι περισσότερα άπό τούς ανθρώπους: Φαίνεται άτι θά άγαπώ τόν Θεόν περισσότερο από σένα, του άποκρίθηκε μέ καλοκάγαθο μειδίαμα ό φίλος του Θεού.
ΕΝΑΣ ΓΕΡΩΝ ’Ερημίτης παρεκάλεσε κάποτε στήν προσευχή του τόν θεόν νά τού δείξη τους παλαιούς Πατέρας τής έρήμου. Τούς είδε λοιπόν όλους έκτός άπό τόν Μέγαν ’Αντώνιον.
Ποῦ νά εύρίσκεται άρά γε ό Άββάς ‘Αντώνιος; Έσκέπτετο μέ άπορία.
Όπου είναι ο θεός, άκουσε φωνή νά τόν βεβαιώνη.
Η ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ άγάπη. γράφει ό Άγιος Μάξιμος ό ‘Ομολογητής, είναι άγαθή διάθεσις τής ψυχής καί όποιος τήν κατέχει δέν προτιμά κανένα άπό τά δημιουργήματα περισσότερο άπό τόν θεόν. Είναι δέ άδύνατον νά τήν άποκτήση μονίμως ό άνθρωπος, όταν αισθάνεται τήν παραμικρή προσκόλλησι στά γήϊνα πράγματα. Εκείνος πού άγαπά τόν θεόν, ζή βίον αγγελικόν έπάνω στή γή. Νηστεύει, άγρυπνεί, ψάλλει, προσεύχεται καί έχει πάντοτε καλές σκέψεις γιά τούς συνανθρώπους του.
ΟΥΔΕΠΟΤΕ προτίμησα τό προσωπικό μου συμφέρον άπό τήν ώφέλεια τού άδελφού μου, έλεγε συχνά ό Μέγας ‘Αντώνιος.
ΟΤΑΝ Ο ΑΒΒΑΣ Θεόδωρος ήτο ακόμη υποτακτικός τόν έστειλε ό Γέροντάς του στό φούρνο τής Σκήτης νά ψήση τά παξιμάδια του. Έκεϊ βρήκε κάποιον άλλον πού ήθελε νά φουρνίση τά δικά του, μά δέν έβρισκε βοηθό. Ό νεαρός Θεόδωρος άφησε κάτω τόν τορβά του κι έδωσε ένα χέρι στόν ’Αδελφό. Δέν πρόλαβε νά τελειώση καί έφθασε άλλος μέ ψωμιά. Ό Θεόδωρος παρεχώρησε πάλι τή θέσι του καί πρόσφερε τή βοήθειά του. Σέ λίγο ήλθε τρίτος καί τέταρτος έως έξι. Ό Θεόδωρος έβοήθησε τούς Αδελφούς καί τελευταίος άπό όλους έψησε τά δικά του παξιμάδια. “Εδυε ό ήλιος πλέον όταν έγύριζε στό Γέροντά του. Τού είπε τό λόγο πού τόν έκανε νά καθυστερήση τόσο πολύ, χωρίς νά Οεωρή όμως ότι έκανε κάτι άξιόλογο..
ΕΡΩΤΗΣΑΝ τόν Άββά Άγάθωνα πώς έκδηλώνεται ή ειλικρινής άγάπη πρός τόν πλησίον, Κι΄ έκεϊνος ό μακάριος, πού είχε άποκτήσει τή βασίλισσα τών άρετών σέ τέλειο βαθμό, άποκρίθηκε:
— Άγάπη είναι νά βρώ ένα λεπρό καί νά τού δώσω ευχαρίστως τό σώμα μου καί, άν είναι δυνατόν, νά πάρω τό δικό του.
ΠΟΛΛΑ άνέκδοτα διηγούνται οΐ Πατέρες γιά τόν Άββά Άγάθωνα καί τήν πολλή άγάπη πού έκρυβε στήν καρδιά του γιά τόν συνάνθρωπό του.
Κάποτε κατέβηκε στήν πόλι νά πουλήση τά πανέρια του καί σκόνταψε έπάνω σ’ ένα δυστυχισμένον άνθρωπο, παραπεταμένο στό δρόμο, ξένο καί άρρωστο, πού ώς τή στιγμή έκείνη κανένας διαβάτης δέν είχε σκεφθή νά τόν βοηθήση.
Ό “Οσιος τόν έσήκωσε, τόν περιποιήθηκε καί μέ τά χρήματα πού έπήρε άπό τά πανέρια του ένοίκιασε δωμάτιο καί τόν έβαλε μέσα. Λέγουν μάλιστα πώς έμεινε άρκετό καιρό κοντά του καί τόν έφρόντιζε, ένώ συγχρόνως έργαζόταν γιά νά βγάζη τά έξοδά του. Όταν πιά ό ξένος έγινε έντελώς καλά καί ήτο σέ θέσι νά γυρίση στήν πατρίδα του, έπέστρεψε καί ό Άββάς Άγάθων στήν άγαπημένη του ήσυχία.
ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ πάλι, πού έπήγαινε στήν πόλι νά δώση τό έργόχειρό του καί νά προμηθευθή τό λίγο ψωμάκι του, βρήκε κοντά στήν άγορά ένα πτωχό γέρο άνάπηρο.
Γιά τήν άγάπη τού Θεού, Άββά, άρχισε τά παρακάλια ό γέρος μόλις είδε τόν Όσιο, μή μέ άφήσης Κι΄ έσύ άβοήθητο τόν δυστυχή, πάρε με κοντά σου.
Ό Άββάς Άγάθων τόν έβαλε νά καθίση δίπλα του έκεΐ πού όράδιασε τά καλάθια του γιά νά τά πουλήση
Πόσα λεπτά πήρες. Άββά; τόν ρωτούσε ό γέρος κάθε φορά πού έδινε ένα καλάθι.
— Τόσα, τού έλεγε ό Όσιος.
— Καλά είναι. Δέν μοΰ άγοράζεις όμως μιά μικρή πίττα, Άββά; Έτσι γιά νά δής καλό, πού έχω άπό χθές βράδυ νά φάγω.
Μετά χαράς, έλεγε ό Όσιος καί έκανε άμέσως την έπιθυμία του.
Σέ λίγο τού ζήτησε φρούτα, ύστερα ένα γλυκό. “Ετσι σέ κάθε καλάθι πού πουλούσε έξόδευε τά χρήματα, χάρι τού προστατευομένου τού, &ος δτόο έδωσε όλα τά καλάθια κάί όλα τά χρήματα ό Όσιος χωρίς νά τού μείνη γιά τόν έάυτό του ούτε δίλεπτο. Καί τό σπουδαιότερο πώς τό έκανε μέ μεγάλη προθυμία, ένώ ήξερε πώς είχε νά περάση τώρα τούλάχιστον μία έβδομάδα χωρίς ψωμί
‘Αφού έδωσε καί τό τελευταίο του καλάθι έτοτμάσθηκε νά φύγη άπό τή άγορά.
— Φεύγεις λοιπόν; τον ερωτησε ο ανάπηρος.
— Ναί τελείωσα πιά τή δουλειά μου.
ΚΑΙ τώρα θά κάνης άγάπη νά μέ πάς ώς τό σταυροδρόμι Κι΄ άπό κεί φεύγεις γιά τήν έρημο, είπε πάλι παρακαλεστικά οπαράξενος γέρος.
Ό άγαθώτατος Αγαθών τόν φορτώθηκε στήν πλάτη καί μέ πολλή δυσκολία ίόν» μετέφερε έκέΐ πού τού ζητούσε γιατί ήτο κατάκοπος άπό τήν έργασία τής ήμέρας.
Σάν έφτασαν στό σταυροδρόμι Κι΄ έτοιμάστηκε νά άποθέση κάτω τό ζωντανό φορτίο τόύ, δκουσε γλυκειά φωνή νά τού λέγή
— Ευλογημένος νά είσαι, ‘Αγάθων, άπό τόν θεόν καί στή γή καί στόν Ούρανό.
Έσήκωσε τά μάτια ό Όσιος νά ίδή έκεϊνον πού τού ώμιλοΰσε. Ό δήθεν γέρος είχε γίνει άφαντος γιατί ήτο “Αγγελος σταλμένος άπό τόν Θεόν νά δοκιμάση τήν άγάπη τού Όσιου.
ΘΑ ΕΛΕΓΕ κανείς πώς αυτός ό Άγάθων έζοῦσε Κι΄ έκινείτο μόνο καί μόνο γιά ν’ άναπαύη τόν πλησίον του. Όταν έτύχαινε νά περνά τόν ποταμό μαζί μέ τούς άλλους Αδελφούς, έπαιρνε πρώτος στά χέρια του τά κουπιά τής βάρκας. Όταν έπήγαιναν ξένοι στό κελλί του. μέ τό ένα χέρι τούς χαιρετούσε καί μέ τό άλλο άρχιζε νά στρώνη τράπεζα γιά νά τούς φιλοξενήση.
Κάποτε τού έχάρισαν ένα σκαλιστήρι γιά νά καλλιεργή τόν κήπο του.
Τί όμορφο σκαλιστηράκι! έκανε ένας ‘Αδελφός πού έτυχε νά τό ίδή στά χέρια του μιά μέρα.
Ό Άββάς Άγάθων δέν τόν άφηνε μέ κανένα τρόπο νά φύγη. άν δέν έπαιρνε μαζί του τό σκαλιστήρι πού τού άρεσε.
Ο ΑΒΒΑΣ ΑΠΟΛΛΩ έπίσης. λέγουν πώς είχε τόση άγάπη γιά τόν πλησίον του. ώστε ουδέποτε στή ζωή του άρνήθηκε σέ άνθρωπο βοήθεια ή όποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη έξυπηρέρησι.
Όταν οί Αδελφοί ζητούσαν τή συνεργασία του. τήν προσέφερε ευχαρίστως, λέγοντας πάντα μέ χαμόγελο
— Μαζί μέ τόν Κύριόν μου θά έργασθώ σήμερα γιά τήν ωφέλεια τής ψυχής μου.
ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΙΣΤΟΡΙΑ μάς τήν διηγείται ό ’Επίσκοπος Έλενουπόλεως Παλλάδιος
[ Ό Σεραπίων ήτο Αίγύπτιος Συγγραφέας βίων μαρτύρων, όμολογητών και μοναχών Έγεννήθη έν Γαλατία ώ 368. Νεώτατος έπεσκέφθη τούς έν Αιγύχτω μοναχούς τής Νιτρίας. Άργότερον μετέβη εις Παλαιστίνην, είς τά όρος τών ‘Ελαιών. Τό 400 χειροτονείται ύκό τού Ιερού Χρυσοστόμου Έχίσκοχος τής έν Βυθινϊφ Έλενουχόλεως Συμμετέχων είς τάς χεριχετειας τού Άγιου Χρυσοστόμου μετέβη είς Ρώμην διά νά ένεργήαη ΰπέρ αυτού χαρά τω Όνωριω καί τω τάχα Ίννοκεντίω. Εκεί έγραφε τόν βίον τού Χρυσοστόμου. Έπιστρέψας είς Κωνσταντινούχολιν. έξωπτιος Ασκητής τελείως άκτήμων καί πολύ έλεήμων. Πολλές φορές τόν είχαν Ιδεϊ νά γυρίζη μ’ ένα σεντόνι τυλιγμένο γύρω άπό τό γυμνό του σώμα, γιατί τά ένδύματά του τά είχε δώσει έλεημοσύνη. “Ετσι του έμεινε καί τό όνομα Σινδόνιος.]
Κάποτε πουλήθηκε σάν δούλος σ’ ένα είδωλολάτρη ήθοποιό γιά είκοσι νομίσματα. “Αρχισε μέ μεγάλη προθυμία νά ΰπηρετή τόν κύριόν του καί όλη του τήν οίκογένεια. Εργαζόταν άδιάκοπα χωρίς άπαιτήσεις. Τό φαγητό του άποτελεΐτο μόνο άπό ψωμί καί νερό. ’Ενώ τά χέρια του δούλευαν, ό νοῦς του ήτο άπασχολημένος μέ τήν προσευχή. Τά λόγια τής Γραφής δέν έλειπαν ποτέ άπό τά χείλη του. Σκοπός του ήτο νά μεταδώση τό φώς τού Χριστού στούς κυρίους του καί δέν άργησε νά τό έπιτύχη. Τούς προσείλκυσε στήν πίστι, πρώτα άπό όλα μέ τό παράδειγμα τού χριστιανικού βίου του καί ύστερα μέ τή διδασκαλία τού Εύαγγελίου, πού πέφτει σάν βάλσαμο παρηγοριάς στίς ταλαιπωρημένες άπό τήν κοσμική ματαιότητα ψυχές.
“Οταν ό μίμος — έτσι έλεγαν τότε τούς ήθοποιούς , ή σύζυγος καί τά παιδιά του έπήραν τή χάρι τού Αγίου Βαπτίσματος. άφησαν τό έπάγγελμά τους πού δέ συμφωνούσε πιά μέ τή νέα ζωή καί έγιναν ένεργά μέλη τής Εκκλησίας. Μιά μέρα έπήρε Ιδιαιτέρως τόν Σινδόνιο ό κύριός του καί τού είπε
Είναι καιρός, ‘Αδελφέ, νά σοΰ άνταποδώσω τήν ευεργεσία πού μοΰ έκανες νά έλευθερώσης καί μένα καί τήν οίκογένειά μου άπό τό σκοτάδι τής είδωλοτρίας. Πάρε καί σύ γιά άντάλλαγμα τήν έλευθερία σου.
Τότε ό Σινδόνιος κατάλαβε πώς είχε έλθει ή ώρα νά του άποκαλύψη τήν άλήθεια. Τού είπε λοιπόν πώς δέν ήτο δούλος καί πώς μέ τήν θέλησί του πουλήθηκε σ’ αύτόν, γιά νά τόν όδηγήση στόν Χριστό.
‘Αφού έπλήρωσε ό θεός τήν έπιθυμία μου, Ας πάω τώρα νά βοηθήσω Κι΄ άλλους.
’Επέστρεψε τά είκοσι νομίσματα στόν κύριό του καί έφυγε γιά Αλλη χώρα. ‘Εκεί πουλήθηκε σέ οίκογένεια αίρετικών. Μέ τόν ίδιο τρόπο έφερε Κι΄ αύτήν πολύ γρήγορα στους κόλπους τής Εκκλησίας.
Μέχρι τέλους τής ζωής του ό Σινδόνιος ύπηρετούσε σωματικά καί ψυχικά τούς συνανθρώπους του.
··
ΓΙΑΤΙ, Άββά. οί σημερινοί Μοναχοί, ένώ κοπιάζουν, δέν παίρνουν από τόν θεόν τά χαρίσματα πού έπαιρναν οί παλαιοί Πατέρες; έρώτησε ένα Γέροντα κάποιος Αδελφός.
Τόν παλαιό καιρό, τέκνον μου, άποκρίθηκε ό σεβάσμιος Γέρων, υπήρχε άγάπη μεταξύ τών Μοναχών καί καθένας προθυμοποιείτο νά βοηθήση τόν Αδελφόν του νά άνεβή πρός τά έπάνω. Τώρα ή άγάπη έψυχράνθη καί ό ένας παρασύρει τόν άλλον πρός τά κάτω καί γιά τόν λόγον αύτόν δέν χορηγεί πλέον ό θεός χαρίσματα πνευματικά.
ΤΟΝ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟ καιρό έλεγε ό ΆββΑς Ιωάννης σ’ ένα νέο Μοναχό, πού έπήγε νά τόν συμβουλευθή — ή πνευματική άπασχόλησις ήτο τό κύριο έργο τού Μοναχού καί ή έργασία πάρεργο. Σήμερα άντεστράφησαν οΐ Αροι καί θεωρείται πάρεργο τό έργο τής ψυχής καί έργο τό έργόχειρο.
Ποιό είναι τό έργο τής ψυχής; ρώτησε ό Αδελφός.
Εκείνο πού γίνεται χάριν τής θείας έντολής, έξήγησε ό Γέρων. Μαθαίνεις, λόγου χάριν, πώς είμαι άρρωστος καί ή συνείδησί σου σοΰ λέγει πώς είναι καθήκον σου νά μέ έπισκεφθής. Έσύ όμως κάθεσαι καί σκέπτεσαι Αν πάω, θά μείνη πίσω τό έργόχειρό μου. γιατί 0ά χάσω χρόνο. Δέν έρχεσαι καί παραβαίνεις τήν έντολή τής άγάπης. “Η. κάποιος σοΰ ζητεί νά τόν βοηΟήσης στην έργασία του. ‘Εσύ μονολογείς: Είναι άνάγκη τώρα ν’ άφήσω τη δική μου δουλειά στή μέση, γιά νά βοηθήσω άλλον; ΆρνεΤσαι. παραβλέποντας τήν έντολή τοΟ θεού, πού είναι έργον τής ψυχής, καί προσηλώνεσαι στό έργόχειρό σου, πού είναι πάρεργο.
ΕΠΗΓΕ ΜΙΑ φορά ό Όσιος Μακάριος νά κάνη συντροφιά σ’ έναν άρρωστο ’Ερημίτη. Ρίχνοντας μιά ματιά γύρω στό γυμνό κελλάκι του, είδε πώς δέν υπήρχε πουθενά ούτε ίχνος φαγητού.
Τί θά ήθελες νά φάς, ‘Αδελφέ, έρώτησε ό Όσιος.
Ό άρρωστος έδίστασε ν’ άπαντήση. Τί νά ζητούσε τάχα, αφού δέν υπήρχε τίποτε σ’ έκείνη τήν έρημιά; Τέλος, έπειδή έπέμενε νά τόν έρωτά ό Όσιος, είπε πώς είχε έπιθυμήσει λίγη άλευρόσουπα. Αλλά πού νά βρεθή άλεύρι;
Ό Όσιος Μακάριος, γιά ν’ άναπαύση τόν άρρωστο άδελφό του, κατέβηκε στήν ‘Αλεξάνδρεια κάνοντας πενήντα μίλια μέ τά πόδια γιά νά βρή άλεύρι.
Ο ΟΣΙΟΣ Ποιμήν άσκήτευε μαζί μέ τούς τέσσερεις άδελφούς του στήν Αιγυπτιακή έρημο. Ό Παίσιος, ό νεώτερος άδελφός, δέν είχε ακόμη κατορθώσει νά διορθώση τις άδυναμίες του Κι΄ έστενοχωρούσε μέ τις όταξίες του τούς άλλους.
— Αυτός ό μικρός δέν μάς άφήνει σέ ησυχία, είπε μιά μέρα στενοχωρημένος στόν μεγαλύτερο άδελφό του ό Άββάς Ποιμήν. “Ελα νά φύγωμε άπό τό μέρος αυτό, νά ήρεμήση ό λογισμός μας.
Έπήραν τό δρόμο κι έψαχναν νά βροῦν τόπο κατάλληλο γιά νά μείνουν. Ό Παίσιος όμως κατάλαβε πώς τ’ όδέλφια του τόν άφησαν Κι΄ έφυγαν Κι΄ έβγήκε νά τούς γυρεύη.
Ό Άββάς Ποιμήν τόν είδε άπό μακριά νά έρχεται καί είπε στόν Άββά Άνούβ, τόν μεγαλύτερο
“Ας περιμένωμε τόν ’Αδελφό πού κοπιάζει νά μάς φθάση.
Τέλος έπλησίασε έκεϊνος καί τούς παραπονέθηκε
Πού πηγαίνετε καί μέ άφήνετε μόνο;
Φεύγομε νά βρούμε ησυχία. Έσύ διαρκώς μάς θλίβεις μέ τίς άπερισκεψίες σου, τού είπε ό Άββάς Ποιμήν.
Ναί, ναί, πάμε όλοι μαζί όπου θέλετε, είπε μέ άφέλεια ό νέος.
Βλέποντας τήν ακακία του ό Άββάς Ποιμήν, είπε στόν μεγάλο του άδελφό’
“Ας γυρίσωμε πίσω, Άνούβ. Νομίζω πώς άθελά του άτακτε! ό νεαρός αυτός ή ό Θεός έπιτρέπει έτσι γιά νά ίδή τήν υπομονή μας.
Έπέστρεψαν λοιπόν στό κελλί τους καί έζησαν όλοι μαζί μέχρι τέλους.
Ο ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ κάποιου Γέροντος έμενε σέ μιά καλύβα δέκα μιλιά μακριά άπό τή σκήτη. Μιά μέρα θέλησε νά τόν είδοποιήση ό Γέρων νά έλθη νά πάρη τό ψωμί του. Ύστερα όμως σκέφθηκε: Γιά λίγα ψωμιά νά κάνω τόν Άδελφό νά περπατήση δέκα μιλιά; “Ας τού τά πάω μόνος. “Εβαλε τό ταγάρι στόν (δμο καί ξεκίνησε. Πηγαίνοντας, σκόνταψε σέ μιά πέτρα Κι΄ έκανε τέτοια πληγή στό πόδι, πού ήταν άδύνατον νά σταματήση τό αίμα. Άπό τόν υπερβολικό πόνο πού ένοιωσε άρχισε νά κλαίη.
Γιατί κλαΐς, Άββά; “Ακούσε πίσω του μιά γλυκειά φωνή νά τόν έρωτά.
“Εστρεψε τό κεφάλι καί είδε έναν ώραΐον “Αγγελο. Δέν φοβήθηκε όμως, άλλά τού έδειξε μέ τό δάκτυλο τήν πληγή.
Παύσε νά κλαΐς γι’ αύτό τό τιποτένιο πράγμα, τόν έπρόσταξε ό Άγγελος Τά βήματα πού κάνεις γιά τήν άγάπη τοΰ Άδελφοΰ τά έχω μετρημένα καί θά πάρης τήν όμοιβή σου άπό τόν θεόν.
Ό Γέροντας πήρε θάρρος καί χαρούμενος συνέχισε τό δρόμο του. ‘Από τότε προθυμοποιήθηκε νά έξυπηρετή τούς ‘Αδελφούς.
Μιά μέρα πήρε πάλι ψωμιά νά τά πάη σ’ άλλον Ερημίτη πού έμενε πολύ πιό μακριά. Συνέβη όμως νά έρχεται Κι΄ έκεΐνος μέ τόν Ιδιο σκοπό καί συναντήθηκαν στό δρόμο.
Αδελφέ μου, είπε πρώτος ό Γέροντας, μέ κόπο άπέκτησα ένα μικρό θησαυρό καί πρόλαβες έσύ νά μοΰ τόν πάρης.
Μήπως ή στενή πύλη χωράει μόνο έσένα, Άββά; Κάνε λίγο τόπο νά περάσωμε κι έμεΐς, τοΰ άποκρίθηκε ό ‘Αδελφός.
’Ενώ έλεγαν αυτά, ήλθε πάλι ό “Αγγελος καί τούς είπε:
Αυτή ή φιλονικία σάν ευωδιαστό λιβάνι άνεβαίνει στόν ουρανό.
ΟΤΑΝ ό “Οσιος Σάββας ό Ηγιασμένος ήτο υποτακτικός στό Μοναστήρι τοΰ Αγίου Ευθυμίου, πολύ νέος άκόμη στήν ήλικία, τοΰ είχαν όναθέσει νά έτοιμάζη τό ψωμί τών Αδελφών. Μία βροχερή ημέρα, ένώ ζύμωνε, μπήκε ένας Αδελφός στό φοΰρνο Κι΄ άφησε τά βρεγμένα ροΰχα του νά στεγνώσουν. Ο Σάββας πού δέν είχε ιδή τί είχε κάνει ό άλλος, άναψε τό φοΰρνο. Έν τώ μεταξύ ήλθε Κι΄ έκεΐνος νά τά πάρη καί σάν είδε τό φοΰρνο άναμμένο, άπό τή λύπη του κόντευε νά κλάψη, γιατί δέν είχε άλλα ροΰχα Κι΄ έκεΐνα πού φοροΰσε ήσαν δανεικά
Βλέποντας ό Σάββας τή στενοχώρια τοΰ ‘Αδελφού δέν έχασε καιρό. Μ’ ένα πήδημα βρέθηκε μέσα στό φοΰρνο καί μάζεψε τά ροΰχα.
Καί τί θαΰμα! Ούτε τά ροΰχα είχαν πειραχθή καθόλου άπό τή φωτιά, ούτε ό συμπαθέστατος νέος έπαθε τίποτε. Δέν τόν έθιξαν οί φλόγες όχι γιά τήν εύσέβειά του, όπως τούς τρεις Παϊδας, άλλά γιά τήν φιλαδελφία του.
ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΟΙ συμφώνησαν νά θερίσουν έξήντα στρέμματα χωράφι. Τήν πρώτη ήμέρα όμως πού έπιασαν δουλειά έτυχε ν’ άρρωστήση ό ένας άπό τούς τρεις καί άναγκάστηκε νά γυρίση πίσω στήν σκήτη.
Οί άλλοι δύο πού έμειναν είπαν μεταξύ τους
Δέν κάνομε μιά μικρή προσπάθεια νά θερίσωμε Κι΄ έκεΐνο πού άναλογεΐ στόν ‘Αδελφό; Μέ τήν εύχή του θά τό κατορθώσουμε.
Τό είπαν καί τό έκαναν ‘Οταν τέλειωσε τό θέρισμα, έκάλεσαν τόν ‘Αδελφό νά πάρη τό μισθό του.
Ποτό μισθό; έλεγε έκείνος. Άφοῦ δέν πρόλαβα νά θερίσω.
Μέ τήν εύχή σου έγινε όπως πρέπει ή δουλειά, τού άπαντοΰσαν οί δύο άλλοι. ‘Ελα τώρα νά πληρωθής.
’Επειδή έκεϊνος δέν έδέχετο νά πάρη μισθό καί οί άλλοι έπέμεναν νά τού δώσουν, γιά νά μή φιλονικούν έπήγαν σ’ ένα γείτονά τους Γέροντα νά τούς λύση τή διαφορά.
Άββά, άρχισε πρώτος ό Αδελφός πού είχε άρρωστήσει. πήγαμε οί τρεϊς μας νά θερίσωμε ’Εγώ άμως, προτού πιάσω δρεπάνι στό χέρι, άρρώστησα καί έφυγα. ΟΙ Αδελφοί έδφ μέ άναγκάζουν τώρα νά πάρω μισθό, πού δέν έργάστηκα. Τό βρίσκεις δίκαιο αυτό;
Άββά, έπενέβησαν oi άλλοι, οί τρεις μαζί άναλάβαμε έξήντα στρέμματα χωράφι. ‘Αν θερίζαμε όλοι, είναι άπίθανο νά τελειώναμε στήν ώρισμένη προθεσμία. “Ομως μέ τήν εύχή τού Αδελφού ο! δύο μας τό βγάλαμε είς πέρας πολύ πιό γρήγορα. Δέν είναι λοιπόν δίκαιο vq πάρη τό μισθό του;
Ό Γέροντας έθαύμασε τήν άγάπη τών ‘Αδελφών έκείνων. Έπήρε εύθύς τό ξύλο Κι΄ έκρουσε γιά νά μαζευτούν όλοι οί Μοναχοί τής σκήτης σέ σύναξι.
Ελάτε. Πατέρες καί ’Αδελφοί, νά κά^ωμε σήμερα μιά δίκη, τούς είπε, όταν συγκεντρώθηκαν, καί διηγήθηκε τήν ύπόθεσι.
Τό άποτέλεσμα ήτο νά άναγκάσουν τόν Αδελφό νά πάρη τό μισθό του. ‘Εκείνος τόν έπήρε κλαίγοντας Κι΄ έλεγε διαρκώς, πώς την ημέρα έκείνη οί Αδελφοί τόν είχαν άδικήσει.
··
ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ φίλοι συμφώνησαν ν’ άσκητεύσουν. ΟΙ τρεϊς ήσυχαζαν κι ό τέταρτος άνέλαβε νά τούς ύπηρετή. “Εδινε τά έργόχειρά τους στήν άγορά τού γειτονικού χωριού Κι΄ άνέβαζε στό ήσυχαστήριο τά άναγκαΐα τρόφιμα.
“Υστερα άπό λίγα χρόνια άπέθαναν οί δύο Κι΄ έμειναν μόνοι ό διακονητής Κι΄ ένας άπό τούς ήσυχαστάς. Κάποτε ό διακονητής, πού ήτο καί πιό νέος, έκεΐ στό χωριό πού κατέβαινε βρέθηκε σέ πειρασμό Κι΄ έπεσε σέ μεγάλη άμαρτία.
Κοντά στό ήσυχαστήριο είχε στήσει τήν καλύβα του Κι΄ ένας “Αγιος ‘Ερημίτης, πού είχε λάβει άπό τόν Θεό διορατικό χάρισμα Κι΄ έβλεπε μέ τά μάτια τής ψυχής του έκεΐνα πού δέν μπορεί νά διακρίνη ό άνθρωπος μέ τά σωματικά του μάτια. Σ’ αυτόν τόν άγιον άνθρωπο άπεκαλύφθη πώς οί δύο ήσυχασταί στόν Ουρανό παρακαλούσαν τόν Θεόν νά παραχώρηση νά φαγωθή άπό άγριο θηρίο ό Αδελφός πού έπεσε, γιά νά ξεπλύνη μέ τό αίμα του τήν άμαρτία. μή χάση τόν Παράδεισο καί χωριστούνε.
Καθώς λοιπόν έπέστρεφε ό διακονητής άπό τό χωριό, τού έπετέθηκε ξαφνικά ένα άγριο λιοντάρι έτοιμο νά τόν κατασπαράξη. Ό άλλος Αδελφός πού τόν έπερίμενε έπάνω στό ήσυχαστήριο είδε άπό μακριά τόν κίνδυνο καί κατατρογμένος έπεσε στά γόνατα καί παρακαλούσε τόν Θεόν νά γλυτώση τόν Αδελφό του άπό τά δόντια τού θηρίου.
Οί δύο στόν Ουρανό, έβλεπε πάντα ό διορατικός Γέρων, έλεγαν μέ θέρμη
Κύριε, κάνε έλεος νά κατασπαραχθή άπό τό θηρίο, γιά νά έξιλεωθή
Κύριε, σώσε τόν δούλο σου άπό τά δόντια τού θηρίου, φώναζε κάθιδρος άπό άγωνία κάτω ό ησυχαστής.
Τότε έγινε κάτι άπροσδόκητο: ‘Ενώ τό φοβερό ’Αφρικανικό λιοντάρι είχε σχεδόν άρπάξει μέ τά μπροστινά του πόδια τό θύμα του άπό τό λαιμό, έκανε ξαφνικά μεταβολή Κι΄ έξαφανίστηκε στην κοντινή ζούγκλα, σάν νά τό έδιωχνε άκατανίκητη δύναμι.
Καί ό Άγιος Ερημίτης άκουσε φωνή νά λέγη στους δύο στόν Ουρανό”
Είναι δίκαιο νά γίνη τό αίτημα εκείνου πού άγωνίζεται άκόμη μέ τή σάρκα κάτω στήν γή. Σέ σάς άρκεΐ ή έδώ άνάπαυσις καί μακαριότης.
Γεμάτος συντριβή καί μετάνοια γιά τήν πτώσι του, ύστερα μάλιστα άπό τέτοιο κίνδυνο πού είδε μέ τά μάτια του, γύρισε στόν Αδελφό του ό διακονητής καί άφοῦ έξωμολογήθηκε τήν άμαρτία του κλείσθηκε στό κελλί του καί έκλαιε μέχρι τέλους τής ζωής του.
Ύστερα άπό μερικά χρόνια άπέΟαναν καί ο! δύο πού είχαν άπομείνη καί είδε τούς τέσσερεις μαζί στόν Ουρανό ό Άγιος ’Ερημίτης.
ΔΥΟ ΝΕΟΙ Μοναχοί κατέβηκαν στήν πόλι νά πουλήσουν τά πανέρια τους. Χωρίστηκαν γιά λίγο καί στό διάστημα αύτό ό ένας έπεσε σέ μεγάλο σαρκικό άμάρτημα. Ύστερα, σκοτισμένος άπό τήν άπόγνωσι. δέν ήθελε μέ κανένα τρόπο νά γυρίση πίσω στήν έρημο.
Πήγαινε μόνος. Έγώ Οά μείνω έδώ, είπε στόν άλλον μόλις συναντήθηκαν.
Γιατί. Αδελφέ μου. τί σού συμβαίνει; τόν έρωτούσε μέ καλωσύνη έκεΐνος. χωρίς νά ύποπτεύεται τήν αιτία.
Α. νά λοιπόν, άφοῦ έπιμένεις νά μάθης.όταν χωριστήκαμε. έπήγα σέ γυναίκα Τώρα έχασα πιά τήν ψυχή μου. Τί νά κάνω στήν έρημο;
Ό άγνός νέος ταράχτηκε στό άκουσμα τής άμαρτίας πού είχε πέσει ό αδελφός του. Δέν τό έδειξε όμως. Γιά νά γλυτώση μάλιστα από τ’ άρπαχτικά νύχια τής άπελπισίας, προσποιήθηκε πώς είχε πάθει τό Ιδιο Κι΄ αυτός.
“Ας πάμε πίσω στήν Ερημο. ’Αδελφέ, τού είπε μέ δάκρυα στά μάτια, καί άς κοπιάσωμε Κι΄ οΐ δυό μαζί. Ό θεός σάν φιλάνθρωπος Πατέρας θά ίδή τή μετάνοιά μας καί θά μάς συγχωρήση.
Μ’ αύτά καί άλλα λόγια παρηγορητικά τόν έπεισε νά τόν άκολουθήση. Όταν άνέβηκαν στή σκήτη έξωμολογήθηκαν μαζί Κι΄ έκανονίστηκαν αύστηρά άπό τούς Πατέρας.
“Ενα όλόκληρο χρόνο μετανοούσε Κι΄ άγωνιζόταν ό άθώος γιά χάρι τού ένόχου, παίρνοντας έπάνω του όλη τήν έντροπή μιάς σοβαράς Αμαρτίας, πού δέν είχε ούτε κάν διανοηθή. Ό θεός έδέχθη τήν προσφορά του καί τόν Ικανοποίησε μ’ αυτόν τόν τρόπο:
Μιά νύκτα, ένώ προσηύχετο ένας άπό τούς μεγάλους Γέροντας έκεϊ στήν σκήτη, όκουσε φωνή νά τού λέγη
— Διά τήν πολλήν άγάπην τού άθώου συγχωρώ τόν ένοχο.
Ύστερα άπ’ αυτή τή διαβεβαίωσι οΙ Πατέρες έλυσαν και τούς δύο άπό τό έπιτίμιο. χωρίς νά μάθουν ποτέ ποιός ήτο ό πραγματικός φταίχτης.
· ·
ΔΥΟ ΣΥΝΑΣΚΗΤΑΙ άγωνίζονταν στήν έρημο τής θηβαΐδος. Μά ήσαν νέοι Κι΄ άπειροι Κι΄ ό διάβολος τούς έστηνε ένα σωρό παγίδες.
Ό πιό νέος κάποτε πολεμήθηκε πολύ δυνατά στή σάρκα. “Εχασε γι’ αυτό τήν ψυχραιμία του καί τήν υπομονή του καί είίιε μιά μέρα αποφασιστικά στόν μεγαλύτερο.
Δέν άντέχω πιά. θά γυρίσω στόν κόσμο.
’Εκείνος πάλι καταστενοχωρημένος γιά τόν πειρασμό πού βρήκε τόν άδελφό του, προσπαθούσε νά τόν συγκρατήση.
— Δέ θά σ’ όφήσω νά φύγης άπ’ έδώ. τού έλεγε, νά χάσης όλους σου τούς κόπους καί τήν άγνότητά σου.
Πού νά τόν πείση όμως!
Δέν κάθομαι, έπέμενε, θά φύγω, θά ΐά δοκιμάσω όλα Κι΄ ύστερα βλέπομε. “Αν θέλης, όλα μαζί μου καί γυρίζομε πάλι πίσω Κι΄ οΐ δύο ή μένω γιά πάντα στόν κόσμο.
Ό μεγαλύτερος Αδελφός τότε, μ ή ξεύροντας τί νά κάνη, έπήγε νά συμβουλευθή ένα γείτονά τους Γέροντα.
Πήγαινε μαζί του, τοῦ είπε έκεΐνος. όταν άκουσε τήν ύπόθεσι. Ό θεός γιά χάρι σου έλπίζω πώς δέν θά τόν άφήση νά ζημιωθή.
“Ετσι ξεκίνησαν οί δύο συνασκηταί μαζί, νά κατεβούν στήν πόλι. Καθώς όμως πλησίαζαν, έκεΐνος πού έπειράζετο. είπε ξαφνικά στόν άδελφό του·
Άς ύποθέσωμε πώς έκανα τήν έπιθυμία μου. Τί κέρδισα μέ τούτο; “Ελα, άδελφέ, νά γυρίσωμε πίσω στήν ησυχία μας.
Εκείνος τόν έβλεπε σαστισμένος καί δέν έπίστευε στ’ αύτιά του. Ύστερα θυμήθηκε τά λόγια τού άγιου Γέροντος
θά ίδή ό θεός τόν κόπο σου καί δέν θά τόν άφήση νά βλαβή.
Καί πράγματι, ό Αδελφός είχε άνακουφισθή Από τό δυνατό πόλεμο Κι΄ έγύρισσαν ευχαριστημένοι Κι΄ οί δύο στά κελλιά τους.
ΟΥΔΕΠΟΤΕ έπλάγιασα νά κοιμηθώ, έχοντας λύπη στήν καρδιά μου γιά τόν πλησίον μου. έλεγε ό Άββάς Άγάθων. Καί όσο πάλι έξαρτδτο Από μένα, δέν άφησα άνθρωπο νά κοιμηθή στενοχωρημένος μαζί μου.
Ο ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ έπίσης συνήθιζε νά λέγη Δέν άφησα νά μπή ποτέ σ’ αύτό έδώ τό κελλί λογισμός έναντίον Αδελφού, πού νά μέ στενοχώρησε. Έφρόντισα όμως νά μήν άφήσω καί τόν άδελφό μου νά πάη στό κελλί του έχοντας λογισμόν έναντίον μου.
···
Ο ΑΒΒΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ μέ μερικούς άκόμη άδελφούς έπήγαιναν νά έπισκεφθοΰν κάποια πολύ μακρινή σκήτη. Περπατώντας νυχτωθήκανε Κι΄ ό Μοναχός πού τούς είχαν δώσει γιά όδηγό έχασε τό δρόμο. ΟΙ αδελφοί τό κατάλαβαν Κι΄ έρώτησαν τόν Γέροντα ιδιαιτέρους.
Τι πρέπει νά κάνωμε τώρα, Άββά; Άν έξακολουθήσωμε νά προχωρούμε, κινδυνεύουμε νά χαθούμε σ’ αυτήν έδώ τήν απέραντη έρημο.
“Αν δείξωμε πώς καταλάβαμε ότι έχασε τό δρόμο θά ντραπή καί Οά στενοχωρεθή ό άδελφός, είπε ό άγαθός Γέροντας. θά προφασιστώ καλλίτερα πώς είμαι κουρασμένος καί δέν μπορώ νά περπατήσω άλλο καί άς μείνωμε έδώ νά ξημερώση.
Έτσι Κι΄ έκανε γιά νά μή λυπήση τόν άφηρημένο όδηγό τους.
···
ΚΑΠΟΙΟΣ άναχωρητής έμενε στή σκήτη προτού έγκατασταθή έκεϊ ό Όσιος Ποιμήν μέ τούς τέσσερεις άδελφούς του.
Ήτο καλός Πνευματικός καί πολλοί χριστιανοί άπό τίς γύρω πόλεις έπήγαιναν σ’ αύτόν νά έξομολογηθοῦν καί νά πάρουν τίς συμβουλές του. Άφ’ ότου όμως έμεινε ό “Οσιος Ποιμήν στή σκήτη, άφησαν οΙ άνθρωποι τόν άναχωρητή Κι΄ έπήγαιναν σ’ έκεΐνον. Αυτό στενοχωρούσε τόν Όσιο καί έλεγε συχνά στούς άδελφούς του
Τί νά κάνωμε μέ τόν μεγάλο τούτο Γέροντα; ΟΙ άνθρωποι μέ βάζουν σέ έννοια. Πρέπει νά βρούμε τρόπο νά τόν εύχαριστήσωμε.
Μιά μέρα έτοίμασαν καλομαγειρευμένο φαγητό, έβαλαν καί λίγο κρασί σέ μιά καράφα Κι΄ έπήγαν όλοι μαζί νά έπισκεφθούν τόν γείτονά τους άναχωρητή. Εκείνος όμως, όταν τούς είδε άπό μακριά, κρύφτηκε καί έδωσε έντολή στον υποτακτικό του νά είπή πώς δέν ευκαιρούσε νά δεχθή έπισκέψεις.
Πές στόν Άββά σου. άδελφέ. είπε τότε στόν ύποτακτικό ό “Οσιος Ποιμήν, ότι εΐμεθα αποφασισμένοι νά τόν περιμένωμε έδώ έξω όλη τήν ήμέρα. Δέν γυρίζομε στό κελλί μας. άν δέν άξιωθοΰμε νά πάρωμε τήν εύχή του.
Βλέποντας ό άναχωρητής τήν άγάπη καί τήν ταπεινοφροσύνη τους, έβγήκε καί τούς υποδέχθηκε μέ χαρά. ‘Εκείνοι τού έβαλαν μετάνοια καί τόν παρακάλεσαν νά καταδεχτή νά φάγουν μαζί από τό φαγητό τους. Συγκινημένος ό άναχωρητής άπό τήν καλωσύνη τών άδελφών, τήν ώρα τού γεύματος, άντί γιά άλλη πρόποσι. τούς είπε
Οφείλω νά όμολογήσω. πώς όχι μόνο όσα έχω άκούσει γιά σάς είναι άληθινά. άλλ’ ότι διαπιστώνω πολύ περισσότερα μέ τά μάτια μου. Είσθε πράγματι άνθρωποι τού Θεού, όχι στήν θεωρία, αλλά στήν πράξι.
Άπό τότε ό άναχωρητής καί ό Όσιος Ποιμήν έγιναν πολύ στενοί φίλοι.
ΔΩΔΕΚΑ Μοναχοί περνούσαν γιά πρώτη φορά μιάν άγνωστη έρημο. Όταν ένύκτωσε. παραπλανήθηκε ό όδηγός τους Κι΄ έτράβηξε τόν άντίθετο δρόμο. ΟΙ άδελφοί τό κατάλαβαν γρήγορα. άλλ’ ό καθένας τους ξεχωριστά άγωνίστηκε όλόκληρη τή νύχτα νά μή τό φανερώση, γιά νά μή λυπήση τόν όδηγό. Όταν ξημέρωσε, είδε πιά τό λάθος του έκεΐνος.
Συγχωρήστε με. άδελφοί. είπε σαστισμένος. Μοΰ φαίνεται πώς έπήρα τόν άντίθετο δρόμο.
Τό ξεύρομε. τού άποκρίθηκαν έκεΐνοι. άλλά μή στενοχωρήσαι γυρίζομε πίσω.
Καί χωρίς νά δείξουν καμμία άπολύτως δυσαρέσκεια, πού είχαν περπατήσει όλη νύχτα άσκοπα μιάν άπόστασι δώδεκα μιλιών, άρχισαν καινούργια πορεία.
Ό όδηγός. θαυμάζοντας τήν εύγένειά τους, έλεγε καί ξανάλεγε
Μέχρι θανάτου μπορούν νά συγκροτηθούν οί άνθρωποι τού Θεού, γιά νά μή λυπήσουν τόν όδελφό τους.
ΑΝ ΦΙΛΟΝΙΚΗΣΟΥΝ δύο άδελφοί, λέγει ό “Οσιος Έφραίμ ό Σύρος, έκεϊνος πού θά ζητήση συγγνώμη πρώτος, θά κερδίση τόν στέφανο τής νίκης, θά γίνη συγκατάβασις καί γιά τόν άλλον, άν δέν περιφρονήση τόν άδελφό του, άλλά προθυμοποιηθή νά είρηνεύσουν μεταξύ τους.
ΕΝΑΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ έστειλε μιά μέρα στήν πόλι τόν υποτακτικό του ν’ άνεβάση στή σκήτη μιά καμήλα γιά νά μεταφέρουν τά καλάθια τους στήν άγορά.
Έπιστρέφοντας, τόν συνήντησε κάποιος άλλος ’Ερημίτης, γείτονάς των, καί τού είπε·
— Τί κρίμα νά μή πάρω είδησι πώς κατέβαινες στήν πόλι! Θά σοΰ ζητούσα νά έφερνες μιά καμήλα καί γιά μένα, νά πάω τά πανέρια μου στήν άγορά.
Ό υποτακτικός τό είπε στόν Γέροντά του. Εκείνος τόν πρόσταζε νά δώση παρευθείς τήν καμήλα στόν γείτονά καί νά τού είπή πώς τό δικό τους φορτίο είναι τακτοποιημένο.
— Πήγαινε μαζί του στήν πόλι κι όταν τελειώση έκεϊνος, φέρε πίσω τό ζώο νά φορτώσουμε Κι΄ έμεϊς.
Ό ύποτακτικός έκανε πρόθυμα τήν προσταγή τού Γέροντος. Όταν τελείωσε ό γείτονας τή δουλειά του έπήρε πάλι τήν καμήλα.
— Πού πηγαίνεις, Αδελφέ; Τόν έρώτησε έκεϊνος.
— Πίσω στή σκήτη νά μεταφέρω τά καλάθια μας. Τήν εύχή σου, Άββά, είπε ό νέος κι έφυγε τρεχάτος νά προλάβη.
Λυπήθηκε πολύ ό γείτονας σάν άκουσε πώς είχαν άφήσει στή μέση τή δουλειά τους, γιά νά τόν έξυπηρετήσουν καί, όταν έπέστρεψε στήν έρημο, έβαλε μετάνοια στόν Γέροντα λέγοντας
— Συγχώρησέ με, ‘Αδελφέ, άλλ’ ή πολλή σας άγάπη κέρδισε τόν καρπό τού κόπου μου.
ΕΝΑΣ ΑΔΕΛΦΟΣ, ένώ έπιασε νά ράψη τά χερούλια στά ζεμπύλια, πού είχε έτοιμα γιά τήν άγορά Ακούσε τόν γείτονά του νά μονολογή
Τί νά κάνω πού έφθασε ή άγορά καί δέν έχω έτοιμάσει άκόμη τά χερούλια γιά τά ζεμπύλια μου ό Αμελής.
Τότε ό ‘Αδελφός έπήρε τά δικά του χερούλια καί τά έπήγε στόν γείτονά του.
Αύτά μού περισσεύουν, τού είπε. Μήπως σου χρειάζονται;
Εκείνος τά δέχτηκε μέ άνακούφισι, σάν δώρο σταλμένο άπό τόν θεόν, χωρίς νά ύποπτεύεται κδν πώς ό άδελφός του άφησε άτέλειωτο τό έργόχειρό του γιά νά τόν άναπαύση.
ΔΥΟ συνασκηταί Αγρυπνούσαν μιά νύχτα στό έργόχειρό. “Εφτιαχναν κλωστή Από καννάβι γιά νά πλέξουν Οστερα σχοινί. Μά ή κλωστή τού ένός διαρκώς κοβόταν. “Αρχισε Κι΄ αύτός νά χάνη τήν υπομονή του καί νά θυμώνη μέ τόν Αλλον πού ή δουλειά του προχωρούσε όμαλά. Εκείνος όμως τό κατάλαβε καί γιά νά μή στενοχωρήται ό άδελφός του, κάθε φορά πού τού έσπαζε ή κλωστή, έκοβε μέ τρόπο τή δική του. “Ετσι έμεναν στό ίδιο σημείο καί οί δύο καί ή δουλειά τελείωσε χωρίς νά συμβή μεταξύ τους δυσαρέσκεια.
ΕΝΑΣ ΑΡΧΑΡΙΟΣ Μοναχός έπήγε σέ κάποιον Γέροντα, νά πάρη όδηγίες. Συνωμίλησαν πολύ ώρα γιά πολλά πράγματα γύρω άπό τή ζωή τους. Ωφελημένος ό νέος καί μέ ψυχική Ικανοποίησι σηκώθηκε νά φύγη.
— Συγχώρησέ με. Άββά, είπε, καθώς έβαζε μετάνοια στόν Γέροντα, σ’ έμπόδισα άπό τήν προσευχή σου μέ τήν έπίσκεψή μου σήμερα.
Δική μου προσευχή, τέκνον, άποκρίθηκε μέ καλωσύνη ό άγαθός Γέροντας, είναι νά σέ Αναπαύσω καί νά σέ στείλω ωφελημένο ψυχικά πίσω στό κελλί σου.
··
Ο ΟΣΙΟΣ ΑΒΡΑΜΙΟΣ άπό πολύ νέος είχε άφήσει τόν κόσμο Κι΄ έκανε κατοικία του την έρημο. Έκεϊ μέ τούς ασκητικούς αγώνας καί μέ τήν βοήθεια τής Χάριτος έφθασε σέ μεγάλα μέτρα άρετής.
‘Υστερα άπό πολλά χρόνια πού είχε νά μάθη νέα άπό τούς δικούς του πληροφορήθηκε πώς ό μοναδικός του άδελφός πέθανε κι άφησε στους δρόμους μιά μικρή θυγατέρα, όχι μεγαλύτερη άπό έξη ή έπτά χρόνων. ‘Ενας φίλος του Όσιου περιμάζεψε τό όρφανό καί μιά μέρα τό έπήγε στήν έρημο.
Ό ‘Ερημίτης, παρ’ όλη τή σκληρή ζωή πού έκανε, είχε πολύ τρυφερή καρδιά. Συμπόνεσε τήν πεντάρφανη παιδούλα, πού δέν βρισκόταν σπλαγχνική ψυχή νά τήν προστατεύση καί τήν έκράτησε κοντά του, άψηφώντας όλες τίς δυσκολίες πού είχε ν’ άντιμετωπίση, γιά νά τή μεγαλώση σ’ έκεΐνον τόν άπρόσιτο τόπο. Άφ ότου λοιπόν πήρε τήν άπόφασι νά τήν υΐοθετήση. έγινε γιά χάρι της τρυφερή μητέρα, πατέρας φιλόστοργος. καλός παιδαγωγός καί σοφός διδάσκαλος. “Εκτισε γι’ αυτήν ένα μικρό βολικό σπιτάκι δίπλα στό έρημικό κελλί του. Έφρόντιζε νά μή λείπη τίποτε άπό έκεΐνα πού χρειάζεται ένα μικρό παιδί γιά νά μεγαλώση. ύγιεινή τροφή καί κατάλληλη ένδυμασία. Τής μάθαινε γράμματα καί τήν άνέτρεφε χριστιανικά, καλλιεργώντας τήν άπλαστη ψυχή της μέ καθημερινή διδασκαλία. Τήν άγάπησε πολύ μέ τόν καιρό Κι΄ έπιθυμοΰσε νά τήν κάνη πρότυπο άρετής καί εύσεβείας, γιά νά τήν Ιδή μιά μέρα πραγματική όσκήτρια. δεύτερη Όσια Σάρρα, πού ήτο τότε ξακουστή σ’ όλόκληρη τήν Αίγυπτο γιά τή σοφία καί τήν άγιότητα τού βίου της.
Τά χρόνια κυλούσαν γρήγορα καί ή Μαρία έτσι έλεγαν τήν όρφανή παιδούλα — μεγάλωνε καί έδειχνε πώς θά γινόταν, όπως περίμενε τουλάχιστον ό καλός της θείος, μιά συνετή κοπέλλα.
Μά ό διάβολος έφθόνησε τό φιλάνθρωπο έργο τού Όσιου Άβραμίου κι έβαλε ιά δυνατά του νά κάνη τήν ίδια τήν προστατευομένη του νά τόν ποτίση μέ τό πιό πικρό φαρμάκι, γιά νά μετανοήση γιά τήν καλωσύνη του καί νά χάση τόν μισθό του.
Ένας νεαρός υποκριτής άρχισε νά συχνάζη στό ησυχαστήριο τοῦ Όσιου, γιά νά παίρνη δήθεν τις σοφές συμβουλές του. Στήν πραγματικότητα όμως έσύχναζε, γιατί είχε ίδή κάποτε τήν όμορφη κόρη καί ήταν βέβαιος πώς. άπονήρευτη καθώς φαινόταν, δέν ήθελε πολύ νά τήν ξεγελάση. Καί τό κακό δέν άργησε νά γίνη.
Αμέριμνος ό Όσιος έπήγε γιά λίγες μέρες πολύ βαθειά στήν έρημο. ΓΙαληά συνήθειά του. Έκεϊ έκανε τις πνευματικές του άσκήσεις προσευχή καί ψυχική άνάτασι ’Ωστόσο ή Μαρία έμεινε όλομόναχη. Τό όργανο τού σατανά άπό τήν άλλη μεριά καιροφυλακτούσε. Βρήκε τήν πιό κατάλληλη περίστασι καί μέ δόλο, όπως τήν Εΰα ό δφις, τήν έκανε υποχείριό του. ‘Υστερα, όπως συμβαίνει πάντα, ό ένοχος φρόντισε νά έξαφανιστή Τότε ή νέα ήλθε στόν έαυτό της καί είδε πώς είχε κυλιστή στή λάσπη. Μά ήταν πιά άργά Άναλογιζόταν πού είχε πέσει καί τήν έπιανε άνατριχίλα. Καί αντί νά μετανοήση ή δυστυχισμένη καί νά καταφυγή μέ ταπείνωσι στό θείο έλεος, ρίχτηκε όλόκληρη στήν αγκαλιά τής μαύρης άπελπισίας. “Εβλεπε γύρω της τήν άγιότητα νά τήν κρίνη αμείλικτα, τήν έρημο νά τήν έλέγχη, Κι΄ άκουγε τό Σατανά νά ψιΟυρίζη διαρκώς στόν ταραγμένο λογισμό της
Σωτηρία δέν υπάρχει πιά γιά σένα. Είσαι όριστικά χαμένη.
“Ω. άν μπορούσε νά μή άκουγε αύτή τή φωνή νά τής έπαναλαμβάνη διαρκώς, μονότονα, χαιρέκακα, χωρίς οίκτο
Είσαι όριστικά χαμένη.
Κι΄ ή τραγική κοπέλλα αναζήτησε τή λύτρωσι στή φυγή. Χάθηκε μέσα στή μαύρη νύκτα, χωρίς ν’ άφήση ίχνη πουθενά.
Στό διάστημα αύτό ό Όσιος είχε άποξενωθή όλωσδιόλου άπό κάθε γήΙνη φροντίδα. Τό πνεύμα του άνέβηκε στόν άθλο κόσμο. Ή ψυχή του βρισκόταν σέ διαρκή έκστασι.
Τήν τρίτη ήμερα άρχισε νά αίσθάνεται κόπωσι στό σώμα καί στό πνεύμα. Άφησε γιά λίγο τήν προσευχή, έκάθισε σέ μιά μεγάλη πέτρα, άκούμπησε τό κεφάλι του στά γόνατα Κι΄ αποκοιμήθηκε. Πόση ώρα πέρασε δέν κατάλαβε. Ξαφνικά τινάχτηκε όρθιος κατατρομαγμένος. Ένα παράξενο όνειρο τόν συνεκλόνισε. Τού φάνηκε πώς ήτο στόν μικρό κήπο τής Μαρίας καί τήν περίμενε κάτω άπό τήν αμυγδαλιά νά τή διαβάση. όπως έκανε τόν καιρό πού ήτο μικρή. Λίγο πιό πέρα έπάνω στό φράκτη χοροπηδούσε άμέριμνο ένα κάτασπρο περιστέρι. Φαινόταν νά καμαρώνη τήν άσπράδα του, πού φεγγοβολούσε κάτω άπό τις όλόλαμπρες άκτϊνες τού μεσημεριανού ήλιου. Μά ξαφνικά, έκεϊ πού δέν τό περίμενε κανείς, πετάχτηκε άπό τήν τρύπα του ένα μεγάλο φίδι. Μ’ ένα έπιδέξιο έλιγμό άρπαξε στό τεράστιο στόμα του τό άμέριμνο περιστεράκι, τό κατάπιε μέ μιας δλόκληρο Κι΄ έξαφανίστηκε πάλι στήν φωλιά του.
Ά. έκανε λυπημένος ό πονετικός Γέροντας.
Καί παίρνοντας τό ραβδί του στό χέρι όνασκάλεψε τήν τρύπα τού φοβερού έρπετοΰ. Έκεΐνο τότε, σάν νά πιεζόταν άπό μυστηριώδη δύναμι, πετάχτηκε πάλι έξω Κι΄ έβγαλε άπ’ τά σπλάγχνα του ζωντανό τό περιστέρι. Ακέραιο καί κάτασπρο σάν πρώτα, μόνο μέ τίς όμορφες φτεροΰγες του λίγο τσαλακωμένες.
Επηρεασμένος άπό τό όνειρο ό Όσιος, ένοιωσε άνησυχία στήν ψυχή του. Άθελά του ό λογισμός του έτρεξε στή Μαρία «Κάτι κακό θά τής συμβαίνη» μονολογούσε στενοχωρημένος.
Χωρίς νά χάση καιρό πήρε τό ραβδί του καί ξεκίνησε γιά τήν κατοικία του. Μόλις έφθασε, έπήγε κατ’ ευθείαν Κι΄ έκτύπησε τήν πόρτα τής Μαρίας. Μέσα στό μικρό σπιτάκι βασίλευε άπόλυτη σιωπή. Ανήσυχος έσπρωξε τήν πόρτα Κι΄ έμπήκε μέσα. Τό σπιτάκι ήτο έρημο. Πήγε στόν κήπο, έψαξε παντού. όπου συνήθιζε νά συχνάζη έκείνη. Τίποτε. Παντού έρημιά. Απόλυτη σιγή. Πέρασε ή νύκτα έκείνη μέ όγωνία. Τήν έπομένη περίμενε μέ βεβαιότητα τόν ερχομό της. Τό ίδιο καί τήν άλλη. Έκείνη όμως δέν φαινόταν πουθενά. Τώρα πιά δέν ύπήρχε αμφιβολία, ότι ή Μαρία είχε φύγει. Ή παιδούλα πού μέ τόση στοργή είχε μεγαλώσει έπεσε στά δίχτυα τού νοητού δράκοντα. Τό φίδι καί τό περιστέρι δέν έφευγαν άπό τό νοΰ τού πονεμένου Γέροντα.
Ήταν άπαρηγόρητος. Δυό όλόκληρα χρόνια τό δάκρυ δέ στέγνωσε στά μάτια του. Σπάραζε ή τρυφερή καρδιά του καθώς έφερνε στ ή σκέψι του τούς ψυχικούς καί σωματικούς κινδύνους, στους όποιους ήτο έκτεθειμένη ή άπροστάτευτη κόρη. Έστειλε σέ πολλούς τόπους γνωστούς του άνθρώπους νά τήν αναζητήσουν. Ό ίδιος κλείστηκε στό κελλί του Κι΄ έβρισκε άνακούφισι μόνο στήν προσευχή. Τριπλάσιασε τούς ασκητικούς του άγώνες. Καταπονούσε τό γεροντικό του κορμί, γιά νά τόν λυπηθή ό Χριστός, νά τόν άκούση καί νά έπαναφέρη στή μάντρα του τό χαμένο πρόβατο.
“Υστερα άπό δύο χρόνια φάνηκε μιά μέρα στό κελλί του ένας φίλος του. άπ’ έκείνους πού συμμερίζονταν τόν πόνο του Κι΄ έρευνούσαν γιά τή κόρη. Τά νέα πού τού έφερε ήταν όσο δέν μπορούσε νά φαντασθή ό άγαθός Γέροντας δυσάρεστα. Ή Μαρία βρέθηκε στήν Αίσό Πολύ μακρινή πόλι κλεισμένη σ’ ένα σπίτι άμαρτίας. Είχε γίνει γυναίκα τού δρόμου, μ’ άλλα λόγια.
Δίκοπο μαχαίρι άν περνούσε μέσα άπό τήν καρδιά του, δέ θά τήν έκανε τόσα κομμάτια όσο ή είδησις αύτή. Προσπάθησε όμως νά δώση κουράγιο στόν έαυτό του, γιά νά μή συντριβή όριστικά.
— “Ας είναι, ψιθύρισε. Τούλάχιστον βρέθηκε.
Κι΄ έπήρε τή μεγάλη άπόφασι: Θά πήγαινε νά τήν τραβήξη άπό τό βούρκο, έστω Κι΄ άν έπρεπε νά μπή Κι΄ ο ίδιος μέσα καί ν άναπνεύση όλη τή δυσοσμία του. Έπρεπε νά τή σώση, να τή φέρη πίσω στό λιμάνι τής ήσυχίας, στήν άγιασμένη Ερημο.
Χριστέ μου. Συ πού κατέβηκες στή γή γιά τούς παραστρατημένους, βοήθησέ με στή δύσκολη αποδημία μου. προσευχήθηκε μέ τήν ψυχή του.
Χωρίς νά σπαταλά καιρό σέ σχέδια καί σκέψεις, δανείστηκε από τό φίλο του λίγα νομίσματα καί μιά παλιά στρατιωτική φορεσιά, νοίκιασε Κι΄ ένα γοργό άλογο καί κατέβηκε στήν πόλι. ’Εκείνος πού γιά πενήντα όλόκληρα χρόνια δέν είχε βγή άπό τήν πόρτα τού κελλιού του, παρά γιά ν’ άποτραβιέται μόνο στήν πιό βαθειά έρημο, περιπλανάτο τώρα μέσα ατούς δρόμους τής άγνωστης πολιτείας Κι΄ έρωτούσε τούς διαβάτες ώ πόση είναι ή δύναμις τής άγάπης! πού ήτο τό σπίτι τής άμαρτίας. Όταν τό βρήκε, πήρε ύφος σαρκολάτρη γέροντα, πήγε κατ’ εύθείαν στό διευθυντή, τού έδωσε κάμποσα νομίσματα καί παρήγγειλε πλούσιο γεύμα μέ τήν όμορφη κοπέλλα. ’Εκείνος τόν κύτταξε άπό τά νύχια ώς τήν κορφή μέ φανερή αηδία.
Δέν ντρέπεσαι τουλάχιστον τ’ άσπρα του μαλλιά; σιγομουρμούρισε.
Γιά νά μή χάση τόν πελάτη όμως, προθυμοποιήθηκε νά τόν περιποιηθή. Ό Άγιος είδε στό βλέμμα τού παράνομου αυτού άνΟρώπου όλη τήν περιφρόνησι Κι΄ ή ψυχή του έκλαψε.
— Χριστέ μου. προσευχήθηκε Ενδόμυχα, ιδέ τήν ταπείνωσί μου καί κάνε νά έπιτύχη ή δύσκολη άποστολή μου.
Γιά νά μή δώση καμμιά υποψία, κάθησε Κι΄ έφαγε τό κρέας καί τ’ άλλα φαγητά πού τού είχαν Ετοιμάσει καί ήπιε όλο τό κρασί. Καί νά σκεφθή κανείς πιός τόσα χρόνια τώρα στήν έρημο τρεφόταν μέ ξερό ψωμί Κι΄ άλάτι Κι΄ έπινε τό νερό μέ μέτρο. Τέλος τόν ώδήγησαν στό δωμάτιο τής άμαρτωλής.
Εκείνη τόν υποδέχτηκε μέ όλη τήν άναίδεια τών γυναικών του είδους της καί μέ αρκετή δόσι ειρωνείας. Τής έκαναν Εντύπωσι τά κάτασπρα μαλλιά καί γένεια του. Εκείνος πάλι, βλέποντάς την στήν Ελεεινή αύτή κατάστασι. αγωνιζόταν νά καταπιή τά δάκρυά του. γιά νά μή φανερωθή παράκαιρα. Αύτό τό πέρασε για δισταγμό ή άμαρτωλή καί γιά νά τόν ένθαρρύνη πήγε νά τόν άγκαλιάση. Τότε έμεινε σάν κεραυνόπληκτη άπό τήν κατάπληξι. ‘Ο Άγιος είχε διάχυτη έπάνω του τήν άγνή ευωδία τής έρήμου, τήν τόσο γνώριμη στήν ίδια. Ή εύωδία αύτή σκέπαζε έκείνη τήν στιγμή όλη τήν κακοσμία τών δικών της τεχνικών άρωμάτων.
Ό ‘Οσιος κατάλαβε ευθύς τί γινόταν μέσα της Κι΄ αφήνοντας κατά μέρος τήν προσποίησι, τής μίλησε μέ πολύ πόνο στήν ψυχή του
Μαρία, παιδί μου, δέ μέ γνώρισες; Γιά χάρι σου άφησα τήν έρημο, τήν ησυχία. Κι΄ ήλθα σ’ αύτό τό καταγώγιο, γιά νά σού δείξω τό δρόμο τής μετάνοιας καί τής έπιστροφής. Λυπήσου με τόν γέροντα καί μή πικραίνης άλλο τά τελευταία χρόνια τής ζωής μου. Μ ή παραβλέψης τόν κόπο καί τόν έξευτελισμό πού πέρασα γιά σένα.
Ή παραστρατημένη κόρη ευχόταν ν’ άνοιγε τήν ώρα έκείνη ή γή νά τήν κατάπινε παρά νά στέκη άντικρυστά σ’ έκεϊνον πού τήν είχε διδάξει τήν άγνότητα καί τή συστολή. Δέν τολμούσε άπό τήν ντροπή της νά σηκώση τά μάτια της νά τόν ίδή, ούτε καί λέξι νά άρθρώση. “Εμεινε άκίνητη, άμίλητη, πολλή ώρα. Σωστό άνάγλυφο έκπλήξεως καί πόνου. Τό τί συντελέστηκε στόν έσωτερικό της κόσμο δέν περιγράφεται. Όταν συνήλθε άπό τόν πρώτο κλονισμό, έπεσε στά πόδια τού Αγίου Γέροντος καί. σάν τήν πόρνη τού Ευαγγελίου, τά έβρεχε μέ τά δάκρυά της. Ή καρδιά της συντρίφτηκε. “Ω. πώς ήθελε τό λυτρωμό!
‘Υπάρχει γιά όλους σωτηρία. Κανένα ώμάρτημα. καμμία πτώσις δέν είμπορεΐ νά ξεπεράση τή δύναμι τής Ουσίας Εκείνου πού σήκωσε στους ώμους Του τήν άνΟρώπινη άθλιότητα, γιά νά τήν έξιλεώση. είπε ό Γέροντας. Καί είχε τόσα πολλά ακόμα νά τής είπή, άλλά δέν είχαν καιρό γιά χάσιμο. Πριν γίνουν άντιληπτοί άπό τούς άνθρώπους τής άσωτίας, έβγήκαν κρυφά άπό μιά μικρή μυστική πορτούλα. πού ήταν γνωστή στη Μαρία, Κι΄ έπήραν τό δρόμο τής έπιστροφής.
Η μετάνοια τής κόρης ήτο ειλικρινής. Μέ τή χάρι τού Θεού καί τήν καθοδήγησι τού ‘Αγίου Γέροντος. όχι μόνο στα πρώτα μέτρα τής άρετής επανήλθε, ύλλά κατά πολύ τά ξεπέρασε. “Ετσι πραγματοποιήθηκε σ’ αύτή ό παρηγορητικός γιά όλους τούς άμαρτωλούς λόγος τού Αποστόλου, «ού δέ έπλεόνασεν ή όμαρτία, ΰπερεπερίσσευσεν ή χάρις».
Ό Όσιος Άβράμιος έπέρασε ήσυχος τά τελευταία χρόνια τής ζωής του καί εύχαριστημένος γιά τήν πρόοδο τού πνευματικού του τέκνου.
ΕΝΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ πολύ άπλός καί άπλαστος έπήγαινε συχνά στόν Αββά ’Ιωάννη τόν Κολοβό γιά νά ώφελήται άπό τίς σοφές συμβουλές του. ‘Εκείνος τόν δεχόταν μέ αγάπη καί δέν έπαυε νά τόν διδάσκη. Κάθε φορά πού πήγαινε καί κάτι καινούργιο είχε νά τού είπή γύρω άπό τήν πνευματική ζωή. Ό Μοναχός όμως πολύ λίγα καταλάβαινε άπό όσα τού έλεγε ό Γέροντας καί άπ’ αύτά τά περισσότερα τά λησμονούσε. “Ετσι ρωτούσε καί ξαναρωτούσε όλο γιά τά ίδια πράγματα.
Κάποτε σταμάτησε τίς έπισκέψεις του. Ό γέροντας άπόρησε γι’ αυτό. Μιά Κυριακή λοιπόν πού συναντήθηκαν στήν ’Εκκλησία τόν ρώτησε
“Εχω πολύν καιρό νά σέ ίδώ. Αδελφέ. Τί σού συμβαίνει; Μήπως άρρωστησες;
Όχι, Αββά. άποκρίθηκε μέ συστολή ό Μοναχός, άλλ’ όπως βλέπεις, ό νούς μου είναι παχύς καί δέν παίρνει εύκολα τίς συμβουλές σου καί ντρέπομαι νά σ’ ένοχλώ διαρκώς γιά τά ίδια πράγματα.
Πάρε αυτό, τού είπε τότε ό Άββάς ’Ιωάννης, καί τού έδειξε ένα λυχνάρι, πού βρισκόταν στή γωνιά τής ’Εκκλησίας καί άναψε το.
Ό αδελφός τό Αναψε.
Πήγαινε τώρα καί φέρε τά λυχνάρια τών Αδελφών καί άναψέ τα όλα παίρνοντας φώς άπό τούτο εδώ. Ό άπλαστος μοναχός έκανε παρευθύς τήν προσταγή του Γέροντος.
Μήπως λιγόστεψε τό φώς τού λυχναριού, ρώτησε ό Γέροντας, έπειδή άναψες μ’ αύτό τόσα άλλα λυχνάρια;
Όχι. βέβαια, είπε χαμογελώντας ό αδελφός.
Ούτε Κι΄ ό Ιωάννης χάνει τίποτε, έστω καί άν συμβουλεῦη όλόκληρη τή σκήτη. Νά έρχεσαι λοιπόν Κι΄ έσΰ χωρίς δισταγμό.
Άπό τότε ό άδελφός έπήγαινε τακτικά στό Γέροντα καί μέ τήν βοήθειά του έγινε άριστος Μοναχός.
Γεροντικόν (Σταλαγματιές ἀπό τήν Πατερική Σοφία) – Πίνακας Περιεχομένων
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!