῾Η ἁγία μάρτυς ΔΟΜΝΑ ἦταν ἱέρεια στὸν ναὸ τοῦ Δωδεκάθεου ποὺ βρισκόταν στὸ ἀνάκτορο τῆς Νικομηδείας. ᾽Ανακάλυψε μιὰ ἡμέρα τὶς Πράξεις τῶν ᾽Αποστόλων καὶ τὶς ᾽Επιστολὲς τοῦ ᾽Αποστόλου Παύλου, καὶ διαβάζοντάς τες τόσο ἀναστατώθηκε ὥστε μόλις ἔπεσε τὸ σκοτάδι, ἔτρεξε χωρὶς νὰ τὸ μάθει κανεὶς στὸν ἐπίσκοπο Κύριλλο, τὸν προκάτοχο τοῦ ἁγίου ᾽Ανθίμου καὶ ζήτησε νὰ βαπτισθεῖ μαζί μὲ τὸν εὐνοῦχο Ἴνδη ποὺ συμμεριζόταν τὸν διάπυρο πόθο της. ῞Οταν φωτίσθηκαν ἀπὸ τὴν σωτηριώδη χάρη τοῦ Βαπτίσματος, ἡ ἁγία ἄρχισε μὲ ζῆλο τὸ ἔργο τῆς τελείωσης τῶν ἀρετῶν. ᾽Ακολουθώντας τὸ παράδειγμα τῶν πρώτων χριστιανῶν τῆς ᾽Εκκλησίας τῶν ῾Ιεροσολύμων, διεμοίρασε ὅλη τὴν περιουσία της σὲ ἐλεημοσύνες καὶ νυχθημερὸν ἀφιερωνόταν στὴν προσευχὴ καὶ στὴν μελέτη τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, μαζι μὲ τὸν ἀφοσιωμένο της Ἴνδη, χωρὶς καμία μέριμνα γιὰ τὴν τροφή, τὴν πόση καὶ τὴν ἔνδυσή τους. ῾Η βιοτή τους δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἀπαρατήρητη· τοὺς κατήγγειλε στὸν διοικητὴ τῆς Νικομηδείας ὁ ἀρχιευνοῦχος ποὺ ἕνα βράδυ τοὺς εἶχε αἰφνιδιάσει τὴν ὥρα ποὺ μοίραζαν τὰ τρόφιμά τους στοὺς πτωχούς. ῞Οταν ἔγινε ἔρευνα στὴν κατοικία τους, βρέθηκαν μοναχὰ δύο ψάθες γιὰ τὴν σύντομη ἀνάπαυσή τους, ἕνας σταυρός, οἱ Πράξεις τῶν ᾽Αποστόλων, ἕνα πήλινο θυμιατό, ἕνα λυχνάρι καὶ ἕνα ἀρτοφόριο μὲ τὴν θεία Κοινωνία. ῎Εκλεισαν τὴν Δόμνα καὶ τὸν Ἴνδη σὲ σκοτεινὴ φυλακή, ὅπου κατόρθωσαν νὰ πάρουν μαζί τους τὶς Πράξεις καὶ τὸ ἀρτοφόριο, ὥστε ἡ ῾Αγία Γραφὴ καὶ ἡ θεία Εὐχαριστία νὰ εἶναι ἡ καθημερινή τους τροφή.
῾Η ἁγία Δόμνα κατόρθωσε νὰ ἀπελευθερωθεῖ ὑποκρινόμενη ὅτι τρελάθηκε. ῾Ο διοικητὴς φοβούμενος τὸν ἐπικείμενο θάνατο τῆς ὀνομαστῆς ἱέρειας καὶ τὴν ὀργὴ τοῦ αὐτοκράτορα, ἀποφάσισε νὰ τὴν ἐμπιστευθεῖ στὴν χριστιανικὴ κοινότητα ποὺ εἶχε ἐπικεφαλῆς τὸν ἅγιο ῎Ανθιμο, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν φήμη ὅτι ἐπιτελοῦσε πολλὲς ἰάσεις. ῎Εγινε δεκτή μέ χαρά ἀπό τήν κοινότητα καί ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος τήν τοποθέτησε σὲ ἕναν οἴκο ὅπου παρθένοι ἀφοσιώνονταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. ῞Οταν λοιπὸν ἑφθασε στὴν Νικομήδεια ὁ Μαξιμιανὸς γιὰ νὰ ἑορτάσει τὸν θρίαμβό του, πληροφορήθηκε τὴν ἀπουσία τῆς ἱέρειας τῆς ᾽Αρτέμιδος καὶ τῆς ᾽Αθηνᾶς καὶ τὴν ὑποτιθέμενη τρέλα ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπασχε καὶ δίχως νὰ χάσει καιρό, ἑστειλε στρατιῶτες του στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ τὴν συλλάβουν. Φορώντας ἀντρικὰ ἐνδύματα, ἡ ἁγία κατόρθωσε νὰ διαφύγει καὶ νὰ βρεῖ καταφύγιο στὸ βουνό. ῾Εξαλλοι οἱ στρατιῶτες ποὺ ἐξαπατήθηκαν, κατέστρεψαν τὸ μοναστήρι καὶ συνεὅλαβαν τὶς παρθένους ποὺ δὲν ἐιχαν προλάβει νὰ διαφύγουν γιὰ νὰ τὶς ἀτιμάσουν. Μία ἀπὸ τὶς παρθένους, τὴν Θεοφίλη, τῆς ὁποίας ἡ ἀκτινοβολοῦσα ὡραιότητα κατεξοχὴν κίνησε τὴν λαγνεία τῶν ἀποκτηνωμένων στρατιωτῶν, τὴν ἔσυραν σὲ τόπο ἀκολασίας γιὰ νὰ τὴν ἀτιμάσουν· ὅμως, ὁ Νυμφίος της Χριστὸς ἦλθε σὲ βοήθειά της καὶ ἑπληξε μὲ θάνατο ὅλους ὅσους τολμοῦσαν νὰ τὴν πλησιάσουν. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, κατόρθωσε ἡ Θεοφίλη νὰ διαφύγει καὶ νὰ ξαναβρεῖ τοὺς πιστοὺς ποὺ ἔψαλλαν ὁλονύκτια ἀκολουθία στὸν ναό.
Μετὰ τὴν πυρπόληση τοῦ ναοῦ καὶ τὸν ἔνδοξο θάνατο τόσων καὶ τόσων μαρτύρων, ὁ αἱμοδιψὴς τύραννος διέταξε νὰ συλληφθοῦν ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ βρίσκονταν ἀκόμη στὴν Νικομήδεια. Πληροφορούμενη τὴν εἴδηση καὶ τὸν θάνατο τοῦ πιστοῦ ὑπηρέτη της Ἴνδη, ἡ Δόμνα, ποὺ ἀπὸ καιρὸ ἀφιερωνόταν καθημερινὰ στὸ ἄνευ αἵματος μαρτύριο τῆς ἄσκησης καὶ τῆς προσευχῆς, ἀποφάσισε νὰ ἀφήσει τὸ κρησφύγετό της καὶ νὰ παραδοθεῖ. Ἔφθασε στὴν παραλία καὶ τὴν ὥρα ποὺ βοηθοῦσε κάποιους ψαράδες νὰ σηκώσουν τὰ δίχτυα τους, βρῆκε τὶς σοροὺς τῶν ἁγίων Ἴνδη, Γοργονίου καὶ Πέτρου καὶ μὲ ἀγαλλίαση τὶς ἐνταφίασε κοντὰ στὰ τείχη, πρὶν παρουσιασθέι ἐνώπιον τοῦ Μαξιμιανοῦ. ῾Ο Κύριος πραγματοποίησε τὸν ὑπέρτατο πόθο της, ἐπιτρέποντάς της νὰ στολίσει μὲ τὸ αἶμα της τὸν χιτώνα τῆς παρθενίας ποὺ καθημερινῶς λεύκαινε μὲ τὶς ροὲς τῶν δακρύων της. ᾽Ετελειώθη μὲ ἀποκεφαλισμό, καὶ κατόπιν οἱ δήμιοί της ἔρριξαν τὸ σῶμα της στὴν φωτιά, γιὰ νὰ μὴν μπορέσουν οἱ χριστιανοὶ νὰ τὸ τιμήσουν.
῞Οταν συνελήφθη ὁ ἅγιος Ἴνδης ὁ εὐνοῦχος, συναθλητὴς τῆς ἁγίας Δόμνης, τοῦ ἔδεσαν γύρω στὸν λαιμὸ μιὰ βαρειὰ πέτρα καὶ τὸν ἔρριξαν στὴν θάλασσα μαζι μὲ τὸν ἅγιο Πέτρο καὶ τὸν ἅγιο Γοργόνιο.
῾Ο ἅγιος Ζήνων, προχωρώντας ἄφοβα ἐν μέσῳ τῶν εἰδωλολατρῶν ἀσέβειά τους καὶ τὴν τύφλωσή τους μπροστὰ στὸ κάλλος τῆς κτίσης ποὺ διακηρύσσει τὴν δόξαν τοῦ Δημιουργοῦ. Μὲ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα, τοῦ ἔσπασαν δόντια καὶ σαγόνια χτυπώντας τον μὲ πέτρες καὶ κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη.
Οἱ ἅγιοι Δωρόθεος, Μαρδόνιος καὶ Μυγδόνιος, ἄνδρες ὑψηλοῦ ἀξιώματος, κατεῖχαν σημαντικὲς θέσεις στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλή. Τοὺς κατήγγειλαν ὡς χριστιανοὺς καὶ τοὺς ἔφεραν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα· ἀφαίρεσαν τὶς ζῶνες καὶ τὰ διακριτικὰ τοῦ ἀξιώματος καὶ ὁμολόγησαν ὅτι ἦσαν ὑπηρέτες τοῦ μόνου Βασιλέως τοῦ σύμπαντος. Μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ τοὺς ξυλοκοποῦσαν καὶ οὔτε ἕνα βογγητὸ δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ἁγίων. Τοὺς θανάτωσαν λίγες ἡμέρες μετὰ τὴν πυρπόληση: ὁ Δωρόθεος ἐτελειώθη μὲ ἀποκεφαλισμό, ὁ Μαρδόνιος ἐκάη ζωντανὸς καὶ ὁ Μυγδόνιος ἐτάφη ζωντανὸς σὲ λάκκο.
῾Ο ἅγιος πρεσβύτερος Γλυκέριος, ἀφοῦ δήλωσε στὸν τύραννο μὲ θαυμαστὴ τοαμη ὅτι καὶ τὰ πλέον φρικτὰ μαρτύρια ἦσαν γιὰ τοὺς χριστιανοὺς πηγὴ χαρᾶς καὶ ἁπειρης ἀπο7αυσης, ξυλοκοπήθηκε ἄγρια μέχρι ποὺ ἐξαντλήθηκαν οἱ δήμιοί του· ἐτελειώθη διὰ πυρὸς έκτὸς τῆς ποιλεως
῾Ο ἅγιος διάκονος Θεόφιλο, ἐτελειώθη λιθοβοληθεὶς ἀφοῦ προηγουμένως τοῦ ἀπέκοψαν τὴν γλώσσα.
Νέος Συναξαριστής, Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!