Συνοπτικός βίος
Θαυμαστὲς διηγήσεις ἀπὸ τὸν βίο τῆς Ἁγίας Μακρίνας. (Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης)
Tό ὁσιακὸ τέλος καὶ ἡ ταφὴ τῆς Ὁσίας Μακρίνας. (Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης)


Συνοπτικός βίος

Καὶ ἡ ἔξω ἱστορία καὶ ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διέσωσαν ὀνόματα ὄχι μόνο μεγάλων ἀνδρῶν, ἀλλὰ καὶ μεγάλων γυναικῶν. Ἔχει καὶ ἐδῶ ἐφαρμογὴ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου, ὅτι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει ἄνδρας καὶ γυναίκα. Τὴν ἴδια ἀξία ἔχουν καὶ τὸ ἴδιο μεγάλοι καὶ θαυμαστοὶ εἶναι καὶ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα. Οἱ ἄνδρες στὰ δικά τους ἔργα καὶ οἱ γυναῖκες πάλι στὰ δικά τους. Γιατί βέβαια γιὰ ἄλλα ἔργα καὶ δραστηριότητες εἶναι πλασμένοι οἱ ἄνδρες καὶ γιὰ ἄλλα οἱ γυναῖκες. Ἀφύσικο πράγμα εἶναι, ἀλλὰ καὶ ἀσύμφορο, νὰ ἀντιστρέφονται οἱ ὅροι καὶ νὰ ἀπασχολοῦνται οἱ ἄνδρες μὲ τὰ γυναικεῖα ἔργα καὶ οἱ γυναῖκες μὲ τὰ ἀνδρικά.

Μία γυναίκα, ποὺ τὸ ὄνομά της καὶ τὸ ἔργο ἔμειναν πολὺ σεβαστὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ ὁσία Μακρίνα, τῆς ὁποίας τὴν ἱερὴ μνήμη γιορτάζουμε σήμερα. Ἡ ὁσία Μακρίνα εἶναι ἀδελφή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ πρωτότοκη σὲ μιὰ οἰκογένεια μὲ ἐννέα παιδιά, ποὺ ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία τρεῖς ἐπισκόπους. Πατρίδα της εἶναι ἡ Καππαδοκία, μία ἐπαρχία μὲ πλούσια καὶ μεγάλη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, πατρίδα πολλῶν ἁγίων καὶ μεγάλων ἱεραρχῶν. Ἡ οἰκογένεια τῆς ὁσίας Μακρίνας ἦταν ἀπὸ τὶς πιὸ ξεχωριστὲς οἰκογένειες τῆς Καππαδοκίας, μὲ προγόνους ἁγίους μάρτυρες στὰ χρόνια τῶν διωγμῶν καὶ μὲ δάσκαλο τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸ θαυματουργό.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης, ἀδελφός τῆς ὁσίας Μακρίνας, ἔγραψε τὸ βίο της, ἀλλὰ καὶ ὁ ἄλλος ἀδελφός της, ὁ Μέγας Βασίλειος, μᾶς δίνει πληροφορίες, ὥστε νὰ γνωρίζουμε πολλὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια γιὰ τὴν ὁσία τοῦ Θεοῦ. Ἀρχίζοντας τὴ βιογραφία τῆς ἀδελφῆς του, ὁ ἅγιος Γρηγόριος γράφει• «Αὐτὰ ποὺ γράφω εἶναι ἀξιόπιστα, γιατί δὲν τὰ διάβασα, ἀλλά μοῦ τὰ δίδαξε ἡ πείρα, καὶ σὲ ὅσα μὲ ἀκρίβεια ἔχω νὰ σᾶς πῶ δὲν θὰ ἐπικαλεσθῶ ξένη μαρτυρία». Ἡ Μακρίνα λοιπὸν ἦταν τὸ πρῶτο παιδὶ τῆς οἰκογένειας καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς της μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια· ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα, ἤξερε καὶ ὅλο τὸ Ψαλτήριο.

Ὁ πατέρας της σὲ μικρὴ ἀκόμα ἡλικία τὴν ἀρραβώνιασε μὲ κάποιον καλὸ νέο, ἀλλὰ ὁ νέος αὐτὸς πέθανε πρὶν νὰ ἔλθει ὁ καιρὸς γιὰ τὸ γάμο. Αὐτὸ ἦταν ἀρκετό· ἡ Μακρίνα, σὰν καὶ νὰ εἶχε γίνει ὁ γάμος, ἔμεινε πιστὴ στὴ γνώμη τοῦ πατέρα της κι ἀφοσιώθηκε νὰ βοηθήσει τὴ μητέρα της στὴν ἀνατροφὴ τῶν ἀδελφῶν της. Ὅλα τὰ ἀδέλφια στὸ σπίτι τὴ σέβονταν σὰν δεύτερη μητέρα τους, καὶ εἶναι αὐτὴ ποὺ κατόρθωσε νὰ πείσει τὸν Μέγα Βασίλειο νὰ ἀφήσει τὴ δικηγορικὴ καὶ νὰ γίνει μοναχός. Ὅταν μάλιστα πέθανε ὁ πατέρας της, ἡ Μακρίνα ἀνέλαβε νὰ ἀναθρέψει καὶ διδάξει τὸν ἔνατο ἀδελφό της Πέτρο, τὸν ἔπειτα ἐπίσκοπο Σεβαστείας.

Ἀλλὰ ἡ ὁσία Μακρίνα δὲν ὑπῆρξε μόνο γιὰ τὴν οἰκογένειά της «τοῦ βίου διδάσκαλος» καὶ «μετὰ τὴν μητέρα μήτηρ», ἀλλὰ καὶ μεγάλη ὁσία καὶ μοναχή. Ὅταν μεγάλωσαν οἱ ἀδελφοί της καὶ πῆραν ὁ καθένας τὸ δρόμο του, ἡ Μακρίνα ἀποτραβήχτηκε στὰ οἰκογενειακά τους κτήματα, στὸν Πόντο κι ἐκεῖ ἵδρυσε μεγάλο καὶ ὑποδειγματικὸ γυναικεῖο κοινόβιο μοναστήρι. Νὰ τί γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ ἐπίσκοπος Νύσσης γιὰ «τὸ φροντιστήριο» αὐτὸ τῆς ἀρετῆς, ὅπως τὸ χαρακτηρίζει. «Ἅγιες γυναῖκες, ποὺ ἔδωσαν τὸ βίο τους γιὰ νὰ κερδίσουν τὴ ζωή».

Ἡ ὁσία Μακρίνα πέθανε ἕνα χρόνο μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ της Μεγάλου Βασιλείου, δηλαδὴ τὸ 380. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ποὺ βρέθηκε στὸ θάνατό της καὶ τῆς ἔκλεισε τὰ μάτια, μᾶς περιγράφει συγκινητικὰ τὶς τελευταῖες στιγμές της. Μᾶς ἀπομνημονεύει καὶ τὴν προσευχὴ τῆς ὁσίας πρὶν παραδώσει τὸ πνεῦμα, μιὰ προσευχὴ γεμάτη πίστη καὶ ἐλπίδα. Ἡ ὁσία Μακρίνα, μὲ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως, ἔκανε τὸ πέρασμα «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Προσευχόταν μὲ πολὺ σιγανὴ φωνὴ σταυρώνοντας τὰ μάτια, τὸ στόμα καὶ τὴν καρδιά της.

πηγή


Θαυμαστὲς διηγήσεις ἀπὸ τὸν βίο τῆς Ἁγίας Μακρίνας.
(Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης)

Ὅ,τι δημοσιεύεται στην συνέχεια,ἔχει ληφθεῖ ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης -Εἰς τὸν βίον τῆς Ἁγίας Μακρίνας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἦταν κατὰ σάρκα ἀδελφός της Ὁσίας Μακρίνας. Ἤδη σὲ προηγούμενη δημοσίευση ἀπὸ τὸν ἴδιο λόγο δημοσιεύτηκε τὸ ἄρθρο-Τὸ ὀσιακὸ τέλος τῆς Ἁγίας Μακρίνας καὶ ἡ ταφή της.
ἐπιμέλεια κειμένων:π.Δημ.Ἀθανασίου.
Α.Τὸ θαυμαστὸ ὄνειρο τῆς Ἁγίας Ἐμμέλειας, λίγο πρὶν γεννηθεῖ ἡ Ὁσία Μακρίνα.
Ὅταν πλησίαζαν οἱ μέρες ποὺ θὰ ἐλευθερωνόταν ἀπὸ τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ, καθὼς ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ ἡ Ἁγία Ἐμμέλεια, εἶδε ἕνα ὄνειρο: Τῆς φάνηκε πὼς βάσταζε στὰ χέρια τῆς αὐτὸ τὸ βρέφος ποὺ εἶχε ἀκόμη στὰ σπλάχνα της καὶ κάποιος μὲ μορφὴ κι ἐνδυμασία μεγαλοπρεπέστερη ἀπ’ ὅποια ἔχει ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος, παρουσιάσθηκε καὶ κάλεσε μὲ τὸ ὄνομα «Θέκλα» τὸ βρέφος ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια της. Τὸ ὄνομα ἐκείνης τῆς Θέκλας γιὰ τὴν ὁποία πολὺς λόγος γίνεται ἀνάμεσα στὶς Μοναχές. Ἀφοῦ τὸ ἐπανέλαβε αὐτὸ τρεῖς φορές, ἐξαφανίσθηκε ἀνακουφίζοντας τὴν συγχρόνως ἀπὸ τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ. Ὅταν ξύπνησε, τὸ ὄνειρο εἶχε ἤδη γίνει πραγματικότητα. Τὸ κρυφὸ λοιπὸν ὄνομά της Μακρίνας ἦταν ἐκεῖνο. Φαίνεται ὅμως πὼς αὐτὸς ποὺ ἐμφανίσθηκε, εἶπε αὐτὸ τὸ ὄνομα, ὄχι τόσο γιὰ νὰ δώσει κάποια ὀνομασία στὴν κόρη ποὺ θὰ γεννιόταν, ὅσο γιὰ νὰ προαναγγείλει τὴ ζωὴ τῆς νέας, καὶ νὰ ὑποδηλώσει τὴν ὁμοιότητα τῆς προαιρέσεως ποὺ θὰ εἶχε μὲ τὴ «συνώνυμή» της ἁγία Θέκλα. Ἡ Θέκλα ἦταν μαθήτρια τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὅταν ἄκουσε στὸ Ἰκόνιο, τὴν ἰδιαίτερή της πατρίδα, τὴν περὶ παρθενίας διδασκαλία τοῦ διέλυσε τὴ μνηστεία της καὶ τὸν ἀκολούθησε βοηθώντας τὸν στὸ ἔργο του.
Β.Ἡ ἀνατροφή της.
Ἀνατρέφεται λοιπὸν τὸ παιδὶ καὶ ἐνῶ ὑπῆρχε ἰδιαίτερη παραμάνα γι’ αὐτό, τὶς πιὸ πολλὲς φροντίδες τὶς δέχθηκε ἀπὸ τὰ χέρια τῆς μητέρας του. Ὅταν πέρασε τὴ νηπιακὴ ἡλικία, ἔπαιρνε μὲ μεγάλη εὐκολία τὰ μαθήματα ποὺ ταιριάζουν στὰ παιδιά. Καὶ σὲ ὅποιο μάθημα ἀποφάσιζαν καὶ τὴν «ἔβαζαν» οἱ γονεῖς της καὶ σὲ ἐκεῖνο ἡ ἐξυπνάδα τῆς ξεχώριζε ἰδιαίτερα. Ἡ μητέρα εἶχε δυνατὴ τὴν ἐπιθυμία νὰ μορφώσει τὴ θυγατέρα της. Ὄχι ὅμως μὲ τὴν κοσμικὴ καὶ ἐγκύκλιο μόρφωση, ποὺ διδάσκονται συνήθως οἱ πρῶτες ἡλικίες τῶν μαθητῶν ἀπὸ τὰ «εἰδωλολατρικὰ» ποιήματα καὶ λογοτεχνήματα. Πίστευε πὼς εἶναι ντροπὴ καὶ τελείως ἄπρεπο, νὰ διδάσκονται οἱ τρυφερὲς κι εὔπλαστες παιδικὲς ψυχὲς τὶς τραγικὲς ἱστορίες γυναικὼν ποὺ ἔδωσαν ἔμπνευση καὶ θέμα στοὺς ποιητές, ἢ τὶς ἀσχήμιες τῶν κωμωδιῶν ἢ τὰ αἴσχη τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου κι ἔτσι νὰ καταμολύνονται μὲ τὶς πιὸ ἄσεμνες διηγήσεις περὶ γυναικών. Ὅσα ὅμως μέρη ἀπὸ τὴ θεόπνευστη Ἁγία Γραφὴ εἶναι περισσότερο ἀντιληπτὰ στὰ παιδιά, αὐτὰ ἦταν τὰ μαθήματα τῆς μικρῆς κόρης καὶ μάλιστα ἡ Σοφία τοῦ Σολομῶντος κι ἀπ’ αὐτὴν περισσότερο ὅσα ὁδηγοῦσαν στὴν « ἠθικὴ» ζωή.
Δὲν ἀγνοοῦσε ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὰ ψαλλόμενα μέρη τῆς Γραφῆς τίποτε. Ἀλλὰ ἔψαλλε τὸ κάθε τμῆμα στὸν κατάλληλο καιρό. Ὅταν σηκωνόταν ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ὅταν καταπιανόταν μὲ σοβαρὲς ἐργασίες, καὶ ὅταν ἀναπαυόταν, κι ὅταν ἔτρωγε, κι ὅταν σηκωνόταν ἀπὸ τὸ τραπέζι, καὶ ὅταν πήγαινε νὰ κοιμηθεῖ, κι ὅταν ξυπνοῦσε γιὰ προσευχή, παντοῦ εἶχε τὴν ψαλμωδία σὰν καλὴ συνοδοιπόρο καὶ δὲν τὴν ἄφηνε σὲ καμμιὰ περίπτωση.
Γ.Ὁ Γάμος ποὺ δὲν ἔγινε.
«Μὲ ὅλα αὐτὰ καὶ μὲ τέτοιες ἀπασχολήσεις μεγαλώνοντας, καὶ ἰδιαίτερα ἐξασκώντας τὴν ὑφαντικὴ τέχνη, φθάνει στὰ δώδεκά της χρόνια, τότε ποὺ ἀρχίζει νὰ λάμπει ἐξαιρετικά το ἄνθος τῆς νεότητας. Εἶναι ἀξιοθαύμαστο πὼς δὲν ἔμεινε κρυμμένη ἡ ὀμορφιὰ τῆς νέας. Σ’ ὁλόκληρη τὴ χώρα δὲν ὑπῆρχε κάτι τόσο θαυμαστό, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴ χάρη καὶ τὸ κάλλος της. Ἀκόμη καὶ χέρια ζωγράφων δὲν μπόρεσαν ν’ ἀποδώσουν τέτοια ὡραιότητα. Ἡ τέχνη ποὺ τὰ πάντα ἐπιχειρεῖ καὶ τολμάει νὰ καταπιάνεται μὲ τὰ πιὸ δύσκολα θέματα, ὥστε νὰ ἀποτυπώνει, μὲ τὴν ἀπομίμηση, καὶ τὶς εἰκόνες τῶν ἄστρων ἀκόμη, δὲν κατόρθωσε μὲ ἀκρίβεια νὰ μιμηθεῖ τὴν ἁρμονία τῆς μορφῆς ἐκείνης. Γι’ αὐτὸ ἕνα μεγάλο πλῆθος μνηστήρων πολιορκοῦσε τοὺς γονεῖς της, γιὰ νὰ πετύχουν τὸ γάμο μ’αὐτή. Ὁ πατέρας μας, ὅμως, (καθὼς ἦταν συνετὸς καὶ πολὺ προσεκτικός, ὥστε νὰ διακρίνει τὸ καλὸ) ξεχώρισε ἀπὸ τοὺς ἄλλους κάποιο νέο εὐγενῆ ἀπὸ τὴ γενιά μας, γνωστὸ γιὰ τὴ σωφροσύνη του, ποὺ μόλις εἶχε γυρίσει ἀπὸ τὶς σπουδές του καὶ σ’ ἐκεῖνον ὑποσχέθηκε νὰ δώσει τὴν κόρη του, ὅταν βεβαίως θὰ ἔφθανε σὲ ἡλικία γάμου».
Στὸ διάστημα αὐτό, ὁ νέος ζοῦσε μὲ τὶς καλύτερες ἐλπίδες καὶ πρόσφερε στὸν πατέρα τῆς κόρης, σὰν νυφιάτικο δῶρο, τὴ ρητορικὴ προκοπή του, δείχνοντας στοὺς δικαστικοὺς ἀγῶνες, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῶν ἀδικουμένων, τὴ δύναμη τῶν λόγων του. Ὁ θάνατος ὅμως ξαφνικὰ ἔκοψε τὶς πιὸ γλυκὲς ἐλπίδες του, ἀρπάζοντας τὸν ἀπὸ τὴ ζωή, μέσα στ’ ἀνθισμένα νιάτα του.
Δὲν ἀγνοοῦσε βέβαια ἡ Μακρίνα τὴν ἀπόφαση τοῦ πατέρα της, ἀλλὰ ὅταν πλέον αὐτὴ ἔπαυσε νὰ ἰσχύει μὲ τὸ θάνατο τοῦ νέου, ὀνομάζοντας γάμο τὴν ἀπόφαση τοῦ πατέρα της, σὰν νὰ εἶχε δηλαδὴ γίνει στὴν πραγματικότητα, ἀξίωσε νὰ μείνει ἐλεύθερη τὴν ὑπόλοιπη ζωή της. Καὶ ἦταν αὐτή της ἡ ἀπόφαση τόσο σταθερή, ποὺ ξεπερνοῦσε τὴν ἡλικία της, σύμφωνα μὲ τὴν κρίση τοῦ ἀδελφοῦ της.
Οἱ γονεῖς τῆς πολλὲς φορὲς ἔφερναν τὴ συζήτηση στὸ θέμα τοῦ γάμου, ἐπειδὴ ἦταν πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ ἤθελαν νὰ τὴ μνηστευθοῦν ἀπὸ τὴ φήμη τῆς ὀμορφιᾶς της. Αὐτή, ὅμως, ἔλεγε πὼς εἶναι ἄπρεπο καὶ παράνομο νὰ μὴν ἀρκεσθεῖ στὸ γάμο πού, μιὰ γιὰ πάντα, καθόρισε ὁ πατέρας τῆς γι’ αὐτήν, ἀλλὰ ν’ ἀναγκάζεται νὰ προσβλέπει σὲ ἄλλον, ἐνῶ ἕνας εἶναι στὴ ζωὴ ὁ γάμος, ὅπως εἶναι μιὰ ἡ γέννηση κι ἕνας ὁ θάνατος. Ἰσχυριζόταν ἔντονα δὲ ὅτι αὐτός, ποὺ ἡ ἀπόφαση τῶν γονέων τῆς εἶχε καθορίσει γιὰ σύζυγο, δὲν πέθανε. Γιατί αὐτὸν ποὺ ζεῖ κατὰ Θεό, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, κι ἂν πεθάνει, πρέπει νὰ τὸν θεωροῦμε ἀπόδημο κι ὄχι νεκρό. Εἶναι λοιπὸν ἄπρεπο νὰ μὴ φυλᾶμε πίστη στὸν ξενιτεμένο μνηστήρα, κατὰ τὴν ἄποψη τῆς Μακρίνας.
Δ. Ἄγνωστα θαύματα τῆς Ἁγίας Μακρίνας.
Στὴν πορεία τοῦ Γρηγορίου κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀπ’ τὴν κηδεία τῆς ἀδελφῆς του, κάποιος σπουδαῖος στρατιωτικὸς ποὺ ἦταν διοικητὴς σὲ μιὰ μικρὴ πόλη τοῦ Πόντου, τὴ Σεβαστόπολη, καὶ ἔμενε ἐκεῖ μὲ τοὺς στρατιῶτες του, τὸν ὑποδέχτηκε μὲ φιλοφροσύνη. Μόλις ἄκουσε γιὰ τὴ συμφορὰ τοῦ στενοχωρήθηκε πολύ, γιατί ἦταν συγγενὴς καὶ φίλος της οἰκογένειας. Αὐτὸς στὴ συνέχεια τοῦ διηγήθηκε ἕνα θαῦμα ποὺ εἶχε κάνει ἡ Μακρίνα: Κάποτε, μαζὶ μὲ τὴ σύζυγό του, ἐπιθύμησαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ μοναστήρι τῆς Μακρίνας, αὐτὸ τὸ φροντιστήριο τῆς ἀρετῆς. Εἶχαν μαζί τους καὶ τὸ κοριτσάκι τους ποὺ εἶχε μιὰ σοβαρὴ λοιμώδη ἀρρώστια στὸ μάτι. Παρουσίαζε θέαμα φοβερὸ καὶ ἀξιοθρήνητο. Εἶχε πρησθεῖ ὁ «χιτώνας» γύρω ἀπὸ τὴν κόρη τοῦ ματιοῦ καὶ ἄσπριζε ἀπὸ τὴν πάθηση. Ὅταν ἡ οἰκογένεια ἔφθασε στὸν ἱερὸ χῶρο, χωρίστηκε προκειμένου νὰ ἐπισκεφθεῖ ἀντίστοιχα ὅσους ἀσκήτευαν στὰ κοινόβια. Ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς πῆγε στὸ ἀνδρικὸ μοναστήρι ποὺ ἦταν ἡγούμενος ὁ Πέτρος, ὁ ἀδελφός του Γρηγορίου, καὶ ἡ σύζυγός του μπῆκε στὸν «Παρθενώνα» κι ἐπισκέφθηκε τὴ Μακρίνα. Ἐνῶ εἶχε ἔρθει ὁ καιρὸς νὰ ἀναχωρήσουν καὶ ἡ Μακρίνα φιλοῦσε τὸ παιδὶ κοντὰ στὰ μάτια του, παρατήρησε τὴν ἀσθένεια γύρω ἀπ’ τὴν κόρη τοῦ ματιοῦ. Τότε τοὺς ἀποκάλυψε πὼς μποροῦσε νὰ βρεῖ τὸ κατάλληλο φάρμακο καὶ πραγματικὰ θεράπευσε τὸ κοριτσάκι.
Ὁ Γρηγόριος ἀφηγεῖται ἕνα ἀκόμη θαῦμα τῆς μεγάλης του ἀδελφῆς: πὼς κατὰ τὴν περίοδο μεγάλης πείνας ἡ Μακρίνα προκάλεσε ἐκείνη τὴν ἀπίστευτη καρποφορία, γιατί τὸ στάρι, ποὺ ἔβγαινε ἀπ’ τὴν ἀποθήκη γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ μοναστηριοῦ καὶ τῆς περιοχῆς του, δὲ φαινόταν νὰ λιγοστεύει καθόλου, παραμένοντας στὸν ἴδιο ὄγκο, καὶ πρὶν νὰ διανεμηθεῖ γιὰ τὶς ἀνάγκες αὐτῶν ποὺ ζητοῦσαν καὶ μετὰ τὴ διανομή. Ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος λιμὸς συνέβη στὴν Καππαδοκία κατὰ τὰ ἔτη 367-369, μαρτυρούμενος ἀπὸ πολλοὺς συγγραφεῖς. Ο Μ. Βασίλειος μιλᾶ γι’ αὐτὸν στὶς «κατὰ τοκιζόντων» καὶ «κατὰ πλεονεκτούντων» ὁμιλίες του.
Ὁ Γρηγόριος, στὴ συνέχεια τῆς ἐξιστόρησής του, δηλώνει πὼς ἐπιφυλάσσεται ν’ ἀναφέρει ἄλλα, φοβερότερα θαύματα τῆς Μακρίνας, ὅπως θεραπεῖες ἀσθενειῶν, καθαρισμοὺς ἀπὸ δαιμόνια καὶ προφητεῖες ποὺ ἐπαληθεύτηκαν, γιὰ νὰ μὴ βλαφτοῦν-σκανδαλιστοῦν οἱ πιὸ ἄπιστοι καὶ ὑλόφρονες , ποὺ ἀμφιβάλλουν γιὰ τὰ ὑπερφυσικὰ χαρίσματα τῶν ἁγίων.

πηγή


Tό ὁσιακὸ τέλος καὶ ἡ ταφὴ τῆς Ὁσίας Μακρίνας.
(Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης)

(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν λόγο -Εἰς τὸν βίον τῆς Ὁσίας Μακρίνας)
…Ὀδεύοντας ὁ συγγραφέας Γρηγόριος Νύσσης στὴν ἀφήγηση τοῦ τέλους τῆς ζωῆς τῆς Μακρίνας, μᾶς πληροφορεῖ πὼς εἶδε κάποιο ὄνειρο ποὺ τοῦ δημιούργησε φοβερὲς ἀνησυχίες γιὰ τὸ μέλλον: τοῦ φάνηκε πὼς κρατοῦσε στὰ χέρια τοῦ λείψανα μαρτύρων κι ἔβγαινε ἀπ’ αὐτὰ λάμψη σὰν ἀπὸ καθαρὸ καθρέφτη ποὺ βρίσκεται ἀπέναντι στὸν ἥλιο, ὥστε νὰ θαμπώνουν τὰ μάτια του ἀπ’ τὴν ἀκτινοβολία τῆς λάμψεως. Καὶ συνέβη νὰ δεῖ τὴν ἴδια νύχτα τρεῖς φορὲς αὐτὸ τὸ ὄνειρο, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει καθαρὰ τί ὑπονοοῦσε. Αἰσθανόταν κάποια λύπη στὴν ψυχή του καὶ περίμενε νὰ κρίνει τὸ ὄνειρο ἀπὸ τὴν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων. Ὅταν πλησίασε σ’ ἐκείνη τὴν ἐρημιὰ ποὺ κατοικοῦσε ἡ Μακρίνα, ζωντας ἀγγελικὴ καὶ οὐράνια ζωή, ρώτησε, κατ’ ἀρχήν, γιὰ τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο ἕναν ἀπὸ τοὺς συνασκητές του, ἐὰν ἦταν ἐκεῖ. Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε πὼς ἐδῶ καὶ τέσσερις ἡμέρες εἶχε φύγει γιὰ νὰ ἔρθει σ’ αὐτόν. Κατάλαβε τί συνέβη, εἶχε πάει ἀπὸ ἄλλο δρόμο νὰ τὸν συναντήσει.
Ὅταν ἔφθασε στὸν τόπο τῆς Μακρίνας, παρατήρησε πὼς ἡ συνοδεία τῶν Μοναστριῶν περίμενε μὲ κοσμιότητα τὴν εἴσοδό του στὴν ἐκκλησία. Μόλις τελείωσε ἡ καθιερωμένη εὐχὴ κι εὐλογία, οἱ Μοναχὲς παίρνοντας μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι τὴν εὐλογία, ὅπως ἔπρεπε, ἔφευγαν πρὸς τὰ κελιά τους.
Ἡ Μακρίνα βασανιζόταν σκληρὰ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Ἦταν ξαπλωμένη ὅμως ὄχι πάνω σε κρεβάτι ἢ σὲ στρῶμα, ἀλλὰ κατὰ γῆς, ἔχοντας μιὰ σανίδα κάτω ἀπὸ τὸ σάκο της. Μιὰ ἄλλη σανίδα πάλι, λοξὰ τοποθετημένη, στήριζε τὸ κεφάλι της ἀντὶ γιὰ προσκέφαλο, ὑποβαστάζοντας ἀνακουφιστικὰ τὸν αὐχένα.
Στύλωσε τὰ χέρια στὸ ἔδαφος κι ἔβγαλε τὸ σῶμα της ἔξω ἀπ’ τὰ στρωσίδια τῆς ὅσο μποροῦσε, ἀποδίδοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὴν τιμὴ τῆς ὑποδοχῆς. Ὅπως ἀκριβῶς μαθαίνουμε ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ Ἰώβ, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἂν καὶ ἕλιωνε ἀπὸ τὴν σαπίλα τῶν τραυμάτων σ’ ὁλόκληρ τό σῶμα του, δὲν ἔστρεψε τὸ λογισμὸ στὸν πόνο του, ἀλλὰ παρ’ ὅλο ποὺ βασανιζόταν σωματικὰ ἀπὸ τοὺς πόνους, δὲ χαλάρωνε τὴν ἐσωτερική του «ἐργασία», οὔτε σταματοῦσε ἡ σκέψη του ν’ ἀνεβαίνει στὶς ὑψηλότερες ἀλήθειες, κάτι τέτοιο ἔβλεπε νὰ συμβαίνει καὶ μ’ ἐκείνη τὴ Μεγάλη. Ἐνῶ, δηλαδή, ὁ πυρετὸς τῆς εἶχε καταμαράνει ὅλη τὴ δύναμη καὶ τὴν ἔσερνε στὸ θάνατο, ἐκείνη, σὰν νὰ τῆς ἀνακούφιζε κάποια δροσιὰ τὸ σῶμα, ἔστρεφε τὸ νοῦ της ἀνεμπόδιστο στὴ θεωρία τῶν ὑψηλῶν ἀληθειῶν, χωρὶς νὰ ἐπηρεάζεται καθόλου ἀπὸ τὴ βαριὰ ἀρρώστια.
Ὁ Γρηγόριος, ἀφοῦ βρῆκε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς κοντινοὺς κήπους ἕτοιμο κάποιο καλοφτιαγμένο κατάλυμα, ξεκουράστηκε κάτω ἀπὸ τὴ σκιὰ τῶν ἀγριοκλημάτων.
Πράγματι, ὅπως ἕνας δρομέας ποὺ ξεπέρασε τὸν ἀντίπαλό του καὶ φθάνει πιὰ στὸ τέρμα τοῦ σταδίου, καθὼς πλησιάζει τὸ βραβεῖο καὶ βλέπει τὸ στεφάνι τῆς νίκης χαίρεται σὰν νὰ τὰ κέρδισε ἤδη καὶ ἀναγγέλλει πανηγυρικὰ στοὺς φίλους θεατὲς τὴ νίκη του, ἀπὸ τὴν ἴδια διάθεση κι ἐκείνη τὸν παρακινοῦσε νὰ ἐλπίζει τὰ καλύτερα γι’ αὐτήν. Ἀφοῦ λοιπὸν χάρηκε ἀπὸ τὸ εὐχάριστο μήνυμά της, ἄφησε τὸν ἑαυτὸ του ν’ ἀπολαύσει ὅ,τι εἶχε μπροστά του. Ἦταν δὲ αὐτὰ πολλὰ καὶ διάφορα καὶ ἡ ἑτοιμασία τοὺς εἶχε γίνει μὲ πολλὴ ἀγάπη, ἐπειδὴ ἡ φροντίδα τῆς Μεγάλης εἶχε φθάσει καὶ μέχρι αὐτὰ ἀκόμη.
Ὁ Γρηγόριος εἶχε σκοπὸ μ’ αὐτὴ τὴν ἐξιστόρησή του νὰ «εὐχαριστήσει» τὸ Θεό, ὅπως ὁ ἴδιος δηλώνει. Γιατί τὴ ζωὴ τῶν γονέων του μᾶς τὴν παρουσίασε λαμπρὴ καὶ περίβλεπτη γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὄχι τόσο ἐξ’ αἰτίας τῆς περιουσία τους, ὅσο γιατί ἔγινε μεγάλη ἀπὸ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Οἱ γονεῖς τοῦ πατέρα του, γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς τους στὸ Χριστό, εἶχαν ὑποστεῖ δήμευση τῆς περιουσίας τους. Ἐνῶ ὁ παπποὺς ἀπὸ τὴ μητέρα τους θανατώθηκε ἀπὸ βασιλικὴ ἀγανάκτηση καὶ ἡ μεγάλη του περιουσία παραδόθηκε σὲ ἄλλα ἀφεντικά. Κι ὅμως, μὲ τὴν πίστη στὸ Θεό, τὰ ἀγαθά τους αὐξήθηκαν τόσο πολύ, ὥστε στὰ χρόνια ἐκεῖνα νὰ μὴν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ τοὺς ξεπερνᾶ. Ὅταν πάλι μοιράσθηκε ἡ περιουσία τους σὲ ἐννέα μέρη, ὅσα δηλαδὴ ἦταν τὰ παιδιά τους, τόσο αὐξήθηκε στὸ κάθε παιδὶ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ τὸ μερίδιό του, ὥστε ἡ κληρονομιὰ χωριστὰ καθ’ ἑνὸς παιδιοῦ νὰ ξεπερνάει τὴ μεγάλη περιουσία τῶν γονέων τους. Στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς διήγησης εἶναι ἐμφανὴς ἡ σύνδεση ἀνάμεσα στὴ μεγάλη περιουσία καὶ τὸ ἄφθονο χρῆμα ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, καὶ στὴ Θεοσέβεια ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τὰ πρῶτα προκύπτουν ὡς φυσικὰ ἐπακόλουθα, ὡς ἀγαθὰ ἀποτελέσματα καὶ καρποὶ τῆς δεύτερης. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ πρώιμη «προτεσταντικὴ» ἠθικὴ ἐπεκτείνεται στὴ συνέχεια τῆς ἀφήγησής μας.
Ἀπ’ ὅσα δόθηκαν στὴν ἴδια τὴ Μακρίνα, κατὰ τὴ διανομὴ σὲ ὅλα τα ἀδέλφια, τίποτε δὲν κράτησε, ἀλλὰ ὅλα τα παρέδωσε νὰ τακτοποιηθοῦν, κατὰ τὴ θεία ἐντολή, ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἱερέως. Ἔγινε δὲ τόση ἡ περιουσία της, ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴ σταματοῦν ποτὲ τὰ χέρια της νὰ ἀπεργάζονται τὶς ἐντολές. Οὔτε ποτὲ ἀπέβλεψε σὲ ἀνθρώπινη βοήθεια, οὔτε ποτὲ ἀπὸ κάποια ἀνθρώπινη εὐεργεσία πῆρε ἀφορμὴ νὰ ἐνεργεῖ φιλάνθρωπα ἡ ἴδια. Ἀλλὰ οὔτε ὅσους ζητοῦσαν βοήθεια ἀποστράφηκε, οὔτε ἐπιζητοῦσε ὅσους ἔδιναν χρήματα, γιατί ὁ Θεὸς μυστικὰ μὲ τὴν εὐλογία Του, αὔξανε ὅπως τὰ σπέρματα καὶ τοὺς μικροὺς πόρους ἀπὸ τὴν ἐργασία της σὲ πλούσιο καρπό. Ἀπ’ τὸν τρόπο ποὺ σχετίζονται στενά, στὸ σημεῖο αὐτὸ τοῦ λόγου τοῦ Γρηγορίου, ἡ αὔξηση τῆς περιουσίας μὲ τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐργασία, κατανοεῖ ὁ ἀναγνώστης τὰ μυστικὰ νήματα ποὺ συνδέουν τὴν αἰτία μὲ τὸ ἀποτέλεσμα σ’ αὐτὸ τὸ βασικὸ σχῆμα τῆς πρωτοβυζαντινῆς κοινωνικῆς σκέψης.
Ὅταν, ἔπειτα, ἄρχισε ἐκεῖνος νὰ τῆς διηγεῖται τὰ βάσανά του, πρῶτα τὴν ἐξορία ἀπὸ τὸ βασιλιὰ Οὐάλη, ἔπειτα τὴ σύγχυση στὶς Ἐκκλησίες ἀπὸ τὶς αἱρέσεις ποὺ τοὺς καλοῦσαν σὲ ἀγῶνες καὶ κόπους, τοῦ εἶπε: «Στὸν κόσμο αὐτὸ γι’ αὐτὸν τὸ λόγο κυρίως καυχόμαστε, γιατί εὐτυχοῦμε καὶ γιατί ἡ καταγωγὴ μᾶς εἶναι ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς. Ὁ πατέρας μᾶς θεωρεῖτο σπουδαῖος βέβαια γιὰ τὴν ἐποχή του, ὡς πρὸς τὴ μόρφωσή του, ἀλλ’ ὅμως ἡ φήμη τοῦ σταματοῦσε στὰ τοπικὰ δικαστήρια. Κι ἂν ἀκόμη τοὺς ὑπόλοιπούς τους ξεπερνοῦσε στὴ ρητορικὴ δύναμη, δὲ βγῆκε ἀπὸ τὸν Πόντο ἡ φήμη του. Τοῦ ἔφθανε ὅμως ὅτι ἦταν στὴν πατρίδα τοῦ φημισμένος. Ἐσύ, ὅμως, εἶσαι ὀνομαστὸς σὲ πόλεις, σὲ δήμους καὶ σὲ ἔθνη, κι ἐσένα, γιὰ βοήθεια καὶ διόρθωση, Ἐκκλησίες σὲ στέλνουν καὶ Ἐκκλησίες σὲ προσκαλοῦν. Καὶ σὲ ὅλα αὐτὰ δὲ βλέπεις τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ; Οὔτε καταλαβαίνεις τὴν αἰτία τῶν τόσο μεγάλων δωρεῶν, ὅτι δηλαδὴ ἡ εὐχὴ τῶν γονέων μας σὲ ἀνεβάζει τόσο ψηλά, παρ’ ὅτι ἀπὸ μόνος σου δὲν εἶχες καμιὰ ἢ ἔστω μικρὴ προετοιμασία γιὰ ἕνα τέτοιο ἔργο;».
Τὴν εἶχε ὅμως καταλάβει, ἤδη, ἐλαφρὰ καὶ συνεχὴς δύσπνοια. Τὸ κοινὸ καμάρι τῆς γενιᾶς τους θὰ «ἔφευγε». Ὁ Γρηγόριος σχεδὸν ἐνθουσιαζόταν ἀπὸ τὰ ὅσα ἔβλεπε, καθὼς διαισθανόταν ὅτι ἡ Μακρίνα ἔχει ξεπεράσει τὴν ἀνθρώπινη φύση. Γιατί θεωροῦσε ὅτι ἦταν πάνω ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα ἡ τέλεια ἀταραξία τῆς ἀκόμη καὶ τώρα, ποὺ βρισκόταν στὶς τελευταῖες της στιγμὲς καὶ περίμενε τὸ θάνατο. Καὶ τὸ ὅτι δὲ δείλιασε μπροστὰ στὸν ἀποχωρισμὸ τῆς ζωῆς, ἀλλ’ ἀντιμετώπισε μὲ γενναῖο φρόνημα, μέχρι τὴν τελευταία της ἀναπνοή, ὅσα εἶχαν ἀποφασιστεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ τὴν ἐπίγεια ζωή της.
Ἔβλεπε τότε ὅτι ἐξωτερίκευε στοὺς παρόντες τὸ θεῖο ἐκεῖνο καὶ καθαρὸ ἔρωτα πρὸς τὸν ἀόρατο Νυμφίο, ποὺ ἔτρεφε μυστικὰ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς της καὶ «δημοσιοποιοῦσε» τὴ διάθεση τῆς καρδιᾶς της. Φαινόταν πὼς βιάζεται νὰ φθάσει πρὸς τὸν «Ποθούμενο» λυτρωτή, ὥστε νὰ βρεθεῖ κοντά Του ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα, ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ σώματος. Στ’ ἀλήθεια σὰν πρὸς ἐραστὴ πορευόταν, γιατί τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ εὐχάριστά της ζωῆς δὲν μποροῦσε νὰ τραβήξει τὸ ἐνδιαφέρον της.
Εὐθύς, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ συναντήθηκαν τὰ δυὸ ἀδέλφια, ἡ Μακρίνα του εἶπε πὼς θέλει τὰ δικά του χέρια νὰ τῆς κλείσουν τὰ μάτια κι ἀπὸ ἐκεῖνον νὰ γίνουν οἱ κανονισμένες φροντίδες γιὰ τὸ νεκρό της σῶμα. Πλησίασε τότε τὸ παγωμένο ἀπὸ τὴ λύπη χέρι τοῦ πάνω στὸ πρόσωπό της, ὅσο γιὰ νὰ μὴ φανεῖ πὼς ἀδιαφόρησε στὴν ἐντολή της. Γιατὶ τὰ μάτια της δὲν εἶχαν ἀνάγκη νὰ τὰ τακτοποιήσει κανείς. Εἶχαν σκεπασθεῖ κόσμια μὲ τὰ βλέφαρά της, ὅπως γίνεται στὴν ὥρα τοῦ φυσικοῦ ὕπνου. Τὰ χείλη τῆς ἦταν κλεισμένα ὅπως ἔπρεπε. Καὶ τὰ χέρια τῆς ἦταν εὐπρεπῶς στὸ στῆθος τοποθετημένα. Καὶ ὅλο το σῶμα τῆς ἔλαβε ἀπὸ μόνο του τὴν ἁρμόζουσα θέση, ὥστε δὲ χρειαζόταν καθόλου ξένο χέρι νὰ τὸ εὐπρεπίσει.
Ἦταν δύσκολο νὰ παραμείνει κανεὶς ἀσυγκίνητος στοὺς γοεροὺς θρήνους τῶν Μοναζουσῶν. Γιατί ἐνῶ μέχρι πρὸ ὀλίγου ἐκεῖνες ὑπέμεναν μὲ ἡσυχία, κλείνοντας βαθιὰ στὴν ψυχὴ τοὺς τὸν πόνο τους, καὶ κατέπνιγαν τὴν ὁρμή τους γιὰ θρήνους, ἀπὸ τὸ σεβασμὸ ποὺ τῆς εἶχαν, σὰν νὰ φοβοῦνταν τὴν ἐπιτίμησή της καὶ τώρα ἀκόμη ποὺ τὸ πρόσωπό της ἔπαψε νὰ μιλάει, τὴ φοβερὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου τῆς ξέσπασαν. Πρὶν φοβόντουσαν μήπως, ἂν ξέσπαγε καμιὰ κραυγὴ θρήνου, παρὰ τὴν ἐντολὴ ποὺ εἶχαν, λυπηθεῖ ἡ Διδάσκαλός τους. Ὅταν πλέον δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ξεπερασθεῖ μὲ ἡσυχία ἡ λύπη, γιατί ὁ πόνος κατέκαιγε ἀπὸ μέσα τὶς ψυχές τους, τότε ξαφνικὰ ξέσπασε ἕνας πικρὸς κι ἀσταμάτητος θρῆνος, ὥστε δὲν μπόρεσε οὔτε καὶ αὐτὸς πλέον νὰ συγκρατηθεῖ. Ὁ θρῆνος σὰν ἕνας πλημμυρισμένος χείμαρρος τὸν παρέσυρε κάτω ἀπὸ τὰ νερά του, κι ἀμελώντας τὶς ὑποχρεώσεις του γιὰ τὴν ταφή, παραδόθηκε ὁλόκληρος στὴ θρηνωδία.
Πιὸ βαριὰ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ὑπέφεραν αὐτὲς ποὺ τὴν ἀποκαλοῦσαν μητέρα καὶ προστάτη τους. Ἦταν δὲ αὐτές, ὅσες στὴν περίοδο τῆς πείνας σκορπισμένες στοὺς δρόμους τὶς μάζεψε, τὶς τάισε, τὶς ἀνέθρεψε καὶ τὶς ὁδήγησε στὴν καθαρὴ κι ἁγνὴ ζωή.
Ἀνάμεσα στὶς μονάζουσες ἦταν μιὰ γυναίκα εὐγενής, ποὺ γιὰ τὰ πλούτη καὶ τὴν ὀμορφιά της καὶ γενικῶς γιὰ ὅλη της τὴ λαμπρότητα ἦταν ἀξιοζήλευτη στὰ νιάτα της. Αὐτὴ εἶχε παντρευτεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀξιωματούχους ἀλλὰ ἔζησε λίγο χρόνο μαζί του. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀκόμη χώρισε κι ἀφοῦ ἔκαμε φύλακα καὶ καθοδηγητὴ στὴ «χηρεία» τῆς τὴ Μεγάλη Μακρίνα, ζοῦσε τὸν περισσότερο καιρὸ μὲ τὶς παρθένες, μαθητεύοντας κοντά τους στὴ ζωὴ τῆς ἀρετῆς. Τὸ ὄνομά της ἦταν Οὐετιανῆ κι ὁ πατέρας της, Ἀράξιος, ἦταν βουλευτής. Σ’ αὐτή, λοιπόν, ὁ Γρηγόριος εἶπε πὼς τώρα πιὰ δὲν προκαλεῖ φθόνο νὰ βάλουν πάνω στὸ νεκρὸ σῶμα τῆς τὰ λαμπρότερα στολίδια καὶ νὰ κατακοσμήσουν μὲ τὰ μὲ τὰ ὡραιότερα ὑφάσματα τὸ καθαρὸ καὶ ἀκηλίδωτο σκήνωμά της.
Κάποια διακόνισσα ποὺ ὀνομαζόταν Λαμπαδία ἐξέφρασε τὴν ἀντίθεσή της στὴ σκέψη τοῦ φιλόστοργου ἀδελφοῦ λέγοντάς του: « Δὲν πρέπει νὰ καταστολίσουμε μὲ κοσμικὸ τρόπο τὸ ἱερό της λείψανο. Γιατί, νά, στὰ χέρια σου ἔχεις ὅλο το θησαυρό της. Νὰ τὸ ἔνδυμα, νὰ τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς της, νὰ τὰ λειωμένα παπούτσια της. Αὐτὸς εἶναι ὁ πλοῦτος της. Αὐτὴ εἶναι ἡ περιουσία της. Τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπ’ ὅσα βλέπεις δὲν ὑπάρχει σὲ κάποια κρυφὰ κιβώτια ἢ σὲ θαλάμους ἀσφαλισμένο. Μιὰ ἀποθήκη γνώριζε γιὰ τὸν πλοῦτο της, τὸ θησαυροφυλάκιο τοῦ οὐρανοῦ. Ἐκεῖ ἔχοντας τὰ πάντα ἀποθέσει, δὲν τῆς ἔμεινε τίποτε πάνω στὴ γῆ». Ὡστόσο, στὸ τέλος κι αὐτή, παρὰ τὴν αὐστηρότητά της, συγκατανεύει, ἐν μέρει, στὴν ἐπιθυμία τοῦ Γρηγορίου νὰ στολίσει κάπως τὸ νεκρό της σῶμα, προσθέτοντας τὰ παρακάτω λόγια ποὺ θυμίζουν σκηνὴ ἀρχαίας τραγωδίας: «Θὰ δεχόταν καὶ ζωντανὴ τὴν τιμὴ αὐτὴ ἀπὸ σένα γιὰ δυὸ λόγους. Καὶ γιὰ τὴν ἱεροσύνη σου, ποὺ πάντοτε τιμοῦσε, καὶ γιὰ τὴ συγγένεια. Οὔτε βεβαίως θὰ θεωροῦσε ἀταίριαστο γιὰ τὸν ἑαυτὸ τῆς κάτι ποὺ προσφέρεται ἀπ’ τὸν ἀδερφό της. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε παρακάλεσε ἀπὸ τὰ δικά σου χέρια νὰ στολισθεῖ τὸ νεκρὸ σῶμα της».
Ἀπ’ τὸ λαιμὸ τῆς νεκρῆς Μακρίνας διαπιστώθηκε πὼς κρεμόταν, ὡς εὐτελὲς περιδέραιο, ἕνας σιδερένιος σταυρὸς κι ἕνα σιδερένιο δαχτυλίδι(σημάδι παράδοξου, πνευματικοῦ ἀρραβώνα) ἀπὸ λεπτὸ σπάγκο, σύμβολα καὶ τὰ δυό της ὁλοκληρωτικῆς της ἀφοσίωσης στὸν οὐράνιο Νυμφίο. Τὸ αὐτοσχέδιο αὐτὸ φυλαχτὸ κληρονόμησαν ὁ ἀδελφός της καὶ ἡ Οὐετιανή, παίρνοντας ὁ ἕνας το σταυρὸ καὶ ὁ ἄλλος τὸ δαχτυλίδι, ποὺ εἶχε πάνω του χαραγμένο τὸ σύμβολο τοῦ σταυροῦ καὶ στὸ βαθουλωτὸ μέρος τῆς πέτρας τοῦ κομμάτι-τεμάχιο ἀπὸ Τίμιο Ξύλο («Ξύλο τῆς Ζωῆς»).
Ἡ Μακρίνα στὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς τῆς ἀντιμετώπισε τὸν καρκίνο τοῦ μαστοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ στὸ σῶμα της, στὸ μέρος τοῦ στήθους, ὑπῆρχε ἕνα σημάδι σὰν στίγμα ἀπὸ ψιλὴ βελόνα. Ἡ Οὐετιανὴ πληροφόρησε σχετικὰ τὸν Γρηγόριο γιὰ τὴν ἀσθένεια τῆς ἀδελφῆς του: «Αὐτὸ ἔχει ἀπομείνει στὸ σῶμα της γιὰ νὰ θυμίζει τὴ μεγάλη βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Παρουσιάστηκε δηλαδὴ κάποτε στὸ μέρος αὐτὸ κάποια φοβερὴ ἀρρώστια. Ὑπῆρχε μάλιστα κίνδυνος ἢ νὰ ἀφαιρεθεῖ μὲ ἐγχείρηση ὁ ὄγκος ἢ νὰ προχωρήσει παντοῦ καὶ νὰ γίνει ἀθεράπευτό το κακό, ἂν πλησίαζε στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς. Τὴν παρακαλοῦσε λοιπὸν ἡ μητέρα σᾶς πολὺ καὶ τὴν ἱκέτευε νὰ δεχθεῖ τὴ θεραπεία τοῦ γιατροῦ, ἀφοῦ καὶ αὐτὴ ἡ τέχνη ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀποκαλύφθηκε στοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴ σωτηρία τους. Αὐτή, ὅμως, τὸ νὰ ἀποκαλύψει ἕνα μέρος τοῦ σώματός της σὲ ξένα μάτια τὸ θεωροῦσε φοβερότερο. Μπῆκε στὸ Ἅγιο Βῆμα καὶ γονατιστὴ ὅλη τὴ νύχτα, ἱκέτευε τὸ Θεὸ ποὺ μόνος παρέχει τὴ θεραπεία. Χύνοντας τὰ δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια τῆς πάνω στὴ γῆ, ἔκανε πηλὸ ποὺ τὸν χρησιμοποίησε σὰν φάρμακο γιὰ τὴν ἀρρώστια της. Ἐπειδὴ ἡ μητέρα τῆς στενοχωριόταν καὶ πάλι τὴν παρακαλοῦσε νὰ δεχθεῖ τὸ γιατρό, τῆς ἀπάντησε πὼς εἶναι ἀρκετὸ γιὰ τὴ θεραπεία της, ἂν ἡ μητέρα μὲ τὸ ἴδιο της τὸ χέρι σφραγίσει μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ τὸ ἄρρωστο μέρος. Μόλις ἐκείνη ἔβαλε τὸ χέρι της καὶ σταύρωσε τὴν περιοχή, ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ ἔκανε τὸ θαῦμα καὶ ἡ ἀσθένεια ἐξαφανίσθηκε. Ὅμως ἔμεινε τότε στὴ θέση αὐτή, ἀντὶ γιὰ τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο ὄγκο, τὸ μικρὸ αὐτὸ σημάδι καὶ διατηρήθηκε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς της, γιὰ νὰ θυμίζει, πιστεύω, τὴ θεϊκὴ ἐπέμβαση καὶ νὰ δίνει ἀφορμὴ καὶ αἰτία ἀσταμάτητης εὐχαριστίας πρὸς τὸ Θεό».
Ὅταν τελείωσαν τὶς φροντίδες καὶ στόλισαν ὅπως μποροῦσαν καλύτερά το νεκρὸ σῶμα, εἶπε πάλι ἡ διακόνισσα ὅτι δὲν πρέπει νὰ φαίνεται στὰ μάτια τῶν ἀδελφῶν νυφικὰ στολισμένο. «Ἔχω, ὡστόσο, εἶπε, φυλαγμένο ἕνα σκοῦρο φόρεμα τῆς μητέρας σας, ποὺ σκέπτομαι πὼς καλὸν εἶναι νὰ τοποθετηθεῖ ἀπὸ πάνω, γιὰ νὰ μὴ φαίνεται ὅτι λαμπρύνεται ἀπὸ τὸν κοσμικὸ στολισμὸ τοῦ φορέματος τὸ ἱερὸ αὐτὸ κάλλος».
Αὐτὴ ἡ γνώμη ἐπεκράτησε κι ἔτσι τοποθετήσαμε τὸ φόρεμα. Τὸ ἅγιο λείψανο ὅμως ἔλαμπε καὶ μέσα στὸ σκοῦρο χρῶμα. Ἦταν δῶρο τῆς θείας δυνάμεως, προσθέτει ὁ Γρηγόριος, νὰ προστεθεῖ κι αὐτὴ ἡ χάρη στὸ σῶμα ὥστε νὰ ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ τὴν ὀμορφιά, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε δεῖ στὸ ὅραμα.
Δὲν κατάλαβε πὼς πρόλαβε νὰ ξεχυθεῖ ἡ φήμη παντοῦ γύρω καὶ κατέφθαναν οἱ περίοικοι γιὰ τὴν κηδεία, ὥστε δὲν ἦταν δυνατὸν πλέον νὰ τοὺς χωρέσει τὸ προαύλιο. Ὄταν τελείωσε ἡ ἀγρυπνία ποὺ τελέσθηκε πρὸς τιμήν της μὲ ὑμνωδίες, ὅπως γίνεται σὲ πανηγύρεις Μαρτύρων, κατὰ τὸν ὄρθρο τὰ πλήθη τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν γυναικών, ποὺ εἶχαν καταφθάσει ἀπὸ ὅλα τα γύρω μέρη, κάλυπταν μὲ τοὺς θρήνους τοὺς τὴν ψαλμωδία. Τότε αὐτός, ἂν καὶ βρισκόταν σὲ κακὴ ψυχικὴ κατάσταση ἐξ αἰτίας τῆς συμφορᾶς, φρόντιζε ὅσο ἦταν δυνατὸ νὰ μὴν παραληφθεῖ τίποτε ἀπ’ ὅσα ἔπρεπαν σὲ μιὰ τέτοια κηδεία. Ἀφοῦ λοιπὸν χώρισε τὸν κόσμο ποὺ εἶχε κατακλύσει τὸν τόπο κι ἔβαλε τὶς γυναῖκες μὲ τὸ χορὸ τῶν παρθένων καὶ τοὺς ἄνδρες μὲ τὸ τάγμα τῶν Μοναχῶν, φρόντισε ὥστε ν’ ἀκούγεται μιὰ ψαλμωδία ἀπὸ κάθε πλευρά, μὲ ρυθμὸ καὶ ἁρμονία σὰν ἀπὸ χορούς, μὲ τὴν κοινὴ καὶ κόσμια συμμετοχὴ στὴν ὑμνωδία. Καθὼς προχωροῦσε σιγὰ-σιγὰ ἡ ἡμέρα καὶ γέμιζε ἀσφυκτικὰ ὅλος ὁ τόπος ἀπὸ τὸ πλῆθος ποὺ μαζεύτηκε σ’ ἐκείνη τὴν ἐρημιά, ἔφθασε καὶ ὁ Ἐπίσκοπός της περιοχῆς ἐκείνης, ὀνομαζόμενος Ἀράξιος, μὲ ὅλο το ἱερατεῖο του. Αὐτὸς τοὺς παρακινοῦσε νὰ μεταφέρουν σιγὰ-σιγὰ τὸ σκήνωμα, γιατί καὶ ὁ τόπος τοῦ ἐνταφιασμοῦ ἦταν μακριὰ καὶ τὸ πλῆθος θὰ ἐμπόδιζε τὸ ρυθμὸ τῆς πορείας. Ἐνῶ ἔλεγε αὐτά, συγχρόνως προσκαλοῦσε ὅσους εἶχαν τὸ βαθμὸ της ἱεροσύνης νὰ τὸν βοηθήσουν, ὥστε νὰ μεταφέρει τὸ σκήνωμα. Γιατί καθὼς εἶχε πυκνώσει ὁ κόσμος γύρω ἀπὸ τὸ φέρετρο κι ὅλοι ἀχόρταγα παρατηροῦσαν τὸ «ἱερὸ» ἐκεῖνο θέαμα, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ διανύσουν μὲ εὐκολία τὸ δρόμο. Προπορευόταν δὲ ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τὴν ἄλλη πλευρὰ πολὺ πλῆθος διακόνων καὶ ὑπηρετῶν, ποὺ κρατοῦσαν ἀναμμένες λαμπάδες καὶ ἀποτελοῦσαν τὴν τιμητικὴ προπομπὴ τοῦ σκηνώματος. Ὅλα ἔδιναν τὴν ἐντύπωση μιᾶς ἱερῆς λιτανείας, καθὼς τὸ πλῆθος ἔψελνε μ’ ἕνα στόμα, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τοὺς τελευταίους, ὅπως ἀκριβῶς ἔψελναν τὸν ὕμνο τῶν Τριῶν Παίδων. Ἔτσι, ἂν καὶ ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ ἐρημητήριο ὡς τὸ ναὸ τῶν ἁγίων Μαρτύρων, ὅπου ἦταν θαμμένα καὶ τῶν γονέων τοὺς τὰ σώματα, ἦταν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ στάδια, μόλις καὶ μετὰ βίας, ὅλη τὴν ἡμέρα βαδίζοντας, διένυσαν τὸ δρόμο. Γιατί τὸ πλῆθος ποὺ συνόδευε κι ἐκεῖνο ποὺ ἀσταμάτητα προσετίθετο, δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ προχωρήσουν ὅπως θὰ ἤθελαν. Ὅταν ἔφθασαν πλέον μέσα στὸ ναό, ἀπέθεσαν τὸ νεκροκρέβατο καὶ ἔκαναν κατ’ ἀρχὴν δέηση. Ἡ προσευχὴ ὅμως ἔγινε στὸ λαὸ ἀφορμὴ γιὰ θρήνους.
Ὅταν ἡ προσευχὴ τελείωσε, ὅπως ἔπρεπε, τὸν Γρηγόριο ἐπίασε ἕνας φόβος ἀπὸ τὴ θεία ἐκείνη ἐντολὴ ποὺ ἐμποδίζει νὰ ξεσκεπάσουν τὰ παιδιὰ τὴν ἀσχήμια τῶν σωμάτων τῶν γονέων τους. «Πῶς, ἔλεγε μέσα του, θὰ γλιτώσω ἀπὸ ἕνα τέτοιο κατακρίμα, βλέποντας στα σώματα τῶν γονέων μου τὴν κοινὴ ἀσχήμια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, τώρα πού, ὅπως εἶναι φυσικό, ἀφοῦ κατέπεσαν, διαλύθηκαν, καὶ μεταβλήθηκαν σὲ ἀπαίσια κι ἀποκρουστικὴ ἀσχήμια»; Ἐνῶ σκεπτόταν αὐτὰ καὶ τοῦ μεγάλωνε τὸ φόβο ἡ ἀγανάκτηση τοῦ Νῶε κατὰ τοῦ παιδιοῦ του, ἡ ἴδια ἡ ἱστορία τοῦ Νῶε τὸν δίδαξε τί ἔπρεπε νὰ κάνει. Σκεπάσθηκαν δηλαδὴ τὰ σώματα τῶν γονέων του μὲ καθαρὸ σεντόνι, πρὶν προλάβουν νὰ τὰ δοῦν, μόλις σηκώθηκε τὸ σκέπασμα τοῦ τάφου καὶ πέρασαν τὸ σεντόνι ἀπὸ κάτω. Ἀφοῦ ἔτσι κρύφτηκαν τὰ σώματα μὲ τὸ σεντόνι, σήκωσαν τὸ ἱερό λειψανο, ὁ Γρηγόριος καὶ ὁ Ἐπίσκοπός της περιοχῆς, καὶ τὸ τοποθέτησαν δίπλα στῆς μητέρας της, ἐκπληρώνοντας ἔτσι κοινὴ εὐχὴ καὶ τῶν δύο. Γιατί σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ αὐτὸ ζητοῦσαν καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὸ Θεό, νὰ ἑνωθοῦν καὶ μετὰ τὸ θάνατο τὰ σώματά τους καὶ νὰ μὴ διασπαστεῖ μὲ τὸ θάνατο ἡ ἑνότητα ποὺ εἶχαν στὴν ἐπίγεια ζωή τους.

πηγή