Πρέπει νὰ κατηγορῇ κανεὶς τὸν ἑαυτό του πάντοτε γιὰ κάθε πρᾶγμα
Μοῦ διηγήθηκε ἕνας Γέροντας κάτι τέτοιο:
«Κάποτε κάθισα γιὰ λίγο καιρὸ στὴν Λαύρα τοῦ ἁγίου Γερασίμου κι ἀπόκτησα κάποιο φίλο. Καθὼς καθόμασταν λοιπὸν μιὰ μέρα καὶ συζητούσαμε ὠφέλιμα, θυμήθηκα τὸ λόγο τοῦτο τοῦ ἀββᾶ Ποιμένα, τὸ νὰ κατηγορεῖ δηλαδὴ κανεὶς τὸν ἑαυτό του πάντοτε γιὰ κάθε πράγμα.
Καὶ μοῦ λέει:
῾῾᾿Εγὼ πάτερ, ἔχω πείρα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια καὶ τὴν ὠφέλεια ποὺ ἐνεργοῦν. Γιατὶ κάποτε εἶχα ἕνα Διάκονο γνήσιο φίλο ἀπὸ τὴ Λαύρα καὶ δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ εἶχε ὑπόνοια ἐναντίον μου γιὰ κάποια ὑπόθεση ποὺ τοῦ ἔφερνε λύπη κι ἄρχισε νὰ μοῦ
κατσουφιάζει. Βλέποντάς τον ἐγὼ σκυθρωπό, ρώτησα νὰ μάθω τὴν αἰτία. Καὶ μοῦ λέει:
— ῎Εκανες τὸ τάδε πράγμα.
᾿Εγὼ ὅμως ἐπειδὴ δὲν εἶχα συνείδηση ὅτι ἔπραξα μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο τέτοια πράξη, ἄρχισα νὰ τὸν πληροφορῶ ὅτι δὲν ἔχω συνείδηση ὅτι τὸ ἔκανα. Μοῦ λέει:
— Συμπάθα με, δὲν πληροφοροῦμαι.
᾿Αναχώρησα τότε ἐγὼ στὸ κελλί μου κι ἄρχισα νὰ ἐρευνῶ τὴν καρδιά μου ἂν ἔκανα κανένα τέτοιο πράγμα καὶ δὲν ἔβρισκα. Τὸν βλέπω λοιπὸν νὰ κρατᾶ τὸ ἅγιο Ποτήριο καὶ νὰ δίνει τὴ Θεία Μετάληψη καὶ τοὺ ὁρκίζομαι μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ ὅτι δὲν ἔχω συνείδηση ὅτι ἔκανα τοῦτο καὶ δὲν τὸν ἔπεισα.
῞Οταν βρέθηκα ξανὰ μόνος καὶ θυμήθηκα αὐτὰ τὰ λόγια τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τοὺς ἔδειξα ἐμπιστοσύνη, ἄλλαξα λίγο τὸ λογισμό μου καὶ λέω μέσα μου:
— ῾Ο Διάκονος μὲ ἀγαπᾶ γνήσια· καί, κινούμενος ἀπὸ ἀγάπη, πῆρε τὸ θάρρος νὰ μοῦ πεῖ αὐτὸ ποὺ εἶχε ἡ καρδιά του γιὰ μένα, γιὰ νὰ ἀνανήψω καὶ νὰ φυλαχτῶ ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα καὶ νὰ μὴν τὸ κάνω. ῞Ομως, ἄθλια ψυχή μου, ποὺ λὲς δὲν ἔκανα αὐτὴν τὴν πράξη, δὲν ἔπραξες μύρια κακὰ καὶ τὰ ξέχασες; Ποῦ εἶναι αὐτὰ ποὺ ἔκανες χθὲς ἢ προχθὲς ἢ πρὶν δέκα μέρες; Τὰ θυμᾶσαι; Λοιπὸν κι αὐτὸ ἔκανες ὅπως ἐκεῖνα καὶ τὸ ξέχασες ὅπως τὰ πρῶτα.
Καὶ προκάλεσα τέτοια διάθεση στὴν καρδιά μου, ὅτι δηλαδὴ πράγματι ἔκανα αὐτό, ἀλλά, ὅπως ἀκριβῶς ξέχασα τὰ πρῶτα, ἔτσι κι αὐτό. ῎Αρχισα λοιπὸν νὰ εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ καὶ τὸ Διάκονο, γιατὶ δι· αὐτοῦ μὲ ἀξίωσε ὁ Κύριος νὰ γνωρίσω τὸ σφάλμα μου καὶ μετανόησα γι· αὐτό.
Σηκώθηκα λοιπὸν μὲ τέτοιους λογισμοὺς καὶ πῆγα νὰ βάλω μετάνοια στὸ Διάκονο καὶ νὰ τὸν εὐχαριστήσω, ἐπειδὴ δι· αὐτοῦ γνώρισα τὸ σφάλμα μου. Καί, μόλις χτύπησα τὴ θύρα του, ἄνοιξε καὶ μοῦ βάζει πρῶτος μετάνοια καὶ λέει:
— Συγχώρα με, γιατὶ χλευάστηκα ἀπὸ τοὺς δαίμονες μὲ τὸ νὰ σὲ ὑποψιαστῶ γιὰ τὸ πράγμα ἐκεῖνο. Γιατὶ πράγματι μὲ πληροφόρησε ὁ Θεὸς ὅτι δὲν ἔχεις κάνει τίποτε.
Κι ἔλεγε ὅτι οὔτε μὲ ἄφησε νὰ τὸν πληροφορήσω, ἀλλὰ ἔλεγε:
— Δὲν εἶν᾿ ἀνάγκη.
Κι ὠφελήθηκα πάρα πολὺ καὶ δόξασα Πατέρα, Υἱὸ καὶ ῞Αγιο Πνεῦμα, τὴν ῾Αγία Τριάδα, στὴν ὁποία ἁρμόζει ἡ ἐξουσία κι ἡ μεγαλοπρέπεια στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν᾿᾿».
᾿Ιωάννου Μόσχου, Λειμωνάριον, Κεφάλαιο 219, Μετάφραση Θεολόγου
Σταυρονικητιανοῦ.