(Μάρκ. θ΄, 17-31)
Ὁμιλία μὲ θέμα τὸ Εὐαγγέλιον τὸ ἀναγινωσκόμενον
κατ’αὐτὴν ὅπου γίνεται λόγος καὶ γιὰ τὴν ἐπιμέλεια
τῶν ἐσωτερικῶν λογισμῶν[1]
Ἄν καὶ πολλὲς φορὲς ὡμίλησα πρὸς τὴν ἀγάπη σας περὶ νηστείας καὶ προσευχῆς, καὶ μάλιστα κατὰ τὶς ἱερὲς αὐτὲς ἡμέρες, δὲν ἤρκεσαν γιὰ νὰ πληροφορήσω τὶς φιλόθεες ψυχὲς καὶ τὶς ἀκοὲς σας ποῖα δῶρα χαρίζουν στοὺς ἐραστὰς των καὶ πόσων ἀγαθῶν γίνονται πρόξενοι σὲ ἐκείνους ποὺ τὶς ασκούν· αὐτὸ γίνεται ἰδιαιτέρως φανερὸν ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου ποὺ ἀναγινώσκονται στὸ σημερινὸν Εὐαγγέλιο. Καὶ ποῖον εἶναι αὐτό; Μεγάλο, τὸ μεγαλύτερον ἀπὸ ὅλα θά ἐλέγαμε· διότι ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἠμπορεὶ νὰ τοὺς παρέχη ἐξουσίαν ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ὥστε να τὰ ἐκβάλλουν καὶ νὰ τὰ ἐκδιώκουν, καὶ νὰ ἐλευθερώνουν τοὺς δαιμονιζομένους ἀπὸ τήν ἐπήρειά τους. Πράγματι, ὅταν οἱ μαθηταὶ εἶπαν πρὸς τὸν Κύριον περὶ τοῦ ἀλάλου καὶ κωφοῦ δαιμονίου, ὅτι «ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτὸ», ὁ Κύριος εἶπε πρὸς αὐτοὺς: «τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ».
Αὐτὸς ἦταν καὶ ὁ λόγος, ὅπως φαίνεται, γιὰ τὸν ὁποῖο κατεβαίνοντας μετὰ ἀπὸ τὴν προσευχὴ ποὺ ἔκανε στὸ ὄρος Θαβὼρ καὶ τὴν κατὰ τὴν διάρκειὰ της ἐμφάνισι τῆς θεϊκῆς αὐγῆς, ἀμέσως ἦλθε στὸν τόπο ὅπου εὑρίσκετο ὁ κατεχόμενος ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν δαίμονα. Λέγει δηλαδὴ ὅτι, ἀφοῦ παρέλαβε τοὺς προκρίτους τῶν μαθητῶν, ἀνέβη στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσευχηθῆ καὶ ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο, καὶ ἰδοὺ ἐπαρουσιάσθησαν ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας οἱ ὁποῖοι συνομιλοῦσαν μαζὶ του[2].
Αὐτοὶ οἱ δὺο εἶχαν περισσότερο ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς ανθρώπους ἀσκήσει τὴν προσευχὴ καὶ τὴν νηστεία, γι’αὐτό καὶ ἐπαρουσιάσθησαν κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία ἀγαποῦν νὰ εἶναι πὰντα μαζί, ὥστε ὅταν ἡ προσευχὴ ὁμιλῆ πρὸς τὸν Κύριο νὰ συμμετέχη καὶ ἡ νηστεία
στὴν συνομιλία. Πράγματι ἐὰν ἡ φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδικημένου Ἄβελ βοᾶ πρὸς τὸν Κύριον, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε πρὸς τὸν Κάϊν, καθὼς ἐμάθαμε ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ, ἄρα ὁπωσδήποτε καὶ ὅλα τὰ μέρη καὶ μέλη τοῦ σώματος, ὅταν κακοπαθοῦν μὲ τὴν νηστεία, θά βοήσουν πρὸς τὸν Κύριο· καὶ ἀπευθυνόμενα πρὸς τὸν Κύριον σὰν νὰ συμπροσεύχωνται μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ νηστεύοντος, δικαίως θὰ τὴν καταστήσουν πλέον εὐπρόσδεκτο, δικαιώνοντας αύτὸν ποὺ ὑφίσταται ἑκουσίως τὸν κόπο τῆς νηστείας.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Κύριος προσηυχήθη καὶ ἔλαμψε θεοπρεπῶς, κατέβη ἀπὸ τὸ ὄρος καὶ ἦλθε πρὸς τὸν ὄχλο καὶ τοὺς μαθητάς, πρὸς τοὺς ὁποίους εἶχε προσαχθῆ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε τὸ δαιμόνιον ὥστε, ὅπως ἔδειξεν ὅτι αὐτὸ ποὺ συνέβη στὸ ὅρος ἦταν βραβεῖο τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς ὄχι ἁπλῶς μεγάλο ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ μεγάλο – ἐπειδὴ ἔδειξε ὅτι ἡ θεία λαμπρότης ἦταν ἔπαθλο αὐτῶν τῶν δύο – ἔτσι καὶ τώρα ποὺ κατέβη θὰ ἐπιδείξη ὅτι αὐτῶν ἔπαθλο εἶναι καὶ ἡ ἐξουσία κατὰ τῶν δαιμόνων.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ κατὰ τὴν παροῦσα Κυριακὴν τῶν Ἱερῶν Νηστειῶν ἀναγινώσκεται στὴν Ἐκκλησία ἡ διήγησις τοῦ θαύματος αὐτοῦ, ἄς ἐξετάσωμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ὅλη τὴν εὐαγγελικὴν περικοπὴ ποὺ τὸ περιγράφει.
Μόλις λοιπόν, λέγει, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς μαθητὰς καὶ τοὺς παρευρισκομένους μαζί τους καὶ τοὺς ἠρώτησε τί συζητοῦν, κάποιος ἀπὸ τὸν ὄχλον ἀπεκρίθη: «διδάσκαλε, ἤνεγκα (ἔφερα) τὸν υἱόν μου πρὸς σὲ ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον, καὶ ὅπου ἄν αὐτὸν καταλάβη, ῥήσσει (τὸν συγκλονίζει) καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ καὶ ξηραίνεται». Πῶς λοιπόν αὐτὸς ἄφριζε καὶ ἔτριζε τὰ δόντια καὶ ἐξηραίνετο; Τοῦ δαιμονιζομένου πρῶτον καὶ περισσότερον ἀπὸ τὰ ἄλλα ὄργανα τοῦ σώματος πάσχει ὁ ἐγκέφαλος· διότι ὁ δαίμων χρησιμοποιεῖ τὸ ψυχικὸν πνεῦμα ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ ὡς ὄχημα καὶ ἀπὸ αὐτό, σὰν ἀπὸ κάποιαν ἀκρόπολι, καταδυναστεύει ὅλο τὸ σῶμα. Καὶ ὅταν πάσχη ὁ ἐγκέφαλος, ἐκκρίνεται ἀπὸ ἐκεῖ ἕνα ἀφρῶδες καὶ φλεγματῶδες ὑγρὸν πρὸς τὰ νεῦρα καὶ τοὺς μῦς τοῦ σώματος, τὸ ὁποῖον φράσσει τὶς διεξόδους τοῦ ψυχικοῦ πνεύματος· ἀπὸ αὐτὸ προκαλεῖται σπασμὸς καὶ τρόμος καὶ ἀκούσιες κινήσεις σὲ κάθε μέλος ποὺ ὑἐπειδπόκειται στὴν βούλησι, καὶ ἰδιαιτέρως στὶς γνάθους, ἐπειδὴ αὐτὲς εὑρίσκονται πλησιέστερα στὸ ὄργανο ποὺ ἐπλήγη πρῶτο. Καθὼς δὲ τὸ περισσότερον ὑγρὸ ρέει πρὸς τὸ στόμα λόγῳ τῆς χωρητικότητος τῶν κοιλοτήτων του καὶ τῆς ἐγγύτητος πρὸς τὸν ἐγκέφαλο καὶ ἡ ἐκπνοὴ δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνη ἐλεύθερα ἐξ αἰτίας τῆς ἀτάκτου κινήσεως τῶν ὀργάνων, ὁ ἐκπνεόμενος ἀέρας ἀναμιγνύεται μὲ τὸ πλῆθος τοῦ ὑγροῦ καὶ δημιουργεῖται στοὺς πάσχοντες ἀφρός. Με αὐτὸν τὸν τρόπο ἐκεῖνο τὸ δαιμόνιο προεκάλεσε τὸν ἀφρὸ στὸ στόμα καὶ τὸν τριγμὸ στὰ δόντια τοῦ νέου, τὰ ὁποῖα κτυποῦσε φοβερὰ καὶ ἔσφιγγε μὲ μανία. Ὅπως οἱ ἀτμοὶ κινούμενοι ἀπὸ τὴν θερμότητα τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων, καὶ ἰδίως ὁταν αὐτὴ εἶναι πολὺ ὑψηλή, διασκορπίζονται καὶ ἐξατμίζονται ἐντελῶς, ἔτσι καὶ ἡ ὑγρότης τῶν σπλάχνων καταναλώνεται ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ δαίμονος· ὅταν δὲ αὐτὴ εἶναι σφοδροτέρα, δαπανᾶται σὲ λίγο καὶ ἡ φυσικὴ ὑγρασία τοῦ σώματος καὶ ὁ δαιμονιζόμενος καταξηραίνεται.
Ὁ δὲ πατέρας τοῦ δαιμονιζομένου προσέθεσε στὸν Κύριον ὅτι εἶπε στοὺς μαθητὰς νὰ ἐκβάλουν τὸ δαιμόνιο καὶ δὲν ἠμπόρεσαν· καὶ ὁ Κύριος ἀποτεινόμενος ὄχι μόνον πρὸς αὐτὸν ἀλλὰ καὶ πρὸς ὅλους, λέγει: «ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι, ἕως πότε ἀνέξομαι ὐμῶν;». Μοῦ φαίνεται πώς οἰ τότε παρόντες Ἰουδαῖοι παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν νὰ ἐκδιώξουν τὸν δαίμονα, κάποιαν βλασφημία θὰ ἐξεστόμισαν· τὶ δὲν θὰ εἶπαν τώρα ποὺ ηὗραν ἀφορμὴν, αὐτοὶ πού, καὶ ὅταν ἐτελοῦντο θαύματα, δὲν ἄφηναν τὴν βλασφημία; Γνωρίζοντας λοιπὸν ὁ Κύριος τοὺς γογγυσμοὺς καὶ τοὺς ὀνειδισμούς των, τοὺς ἐλέγχει καὶ τοὺς καταισχύνει παντοιοτρόπως, ὄχι μόνο μὲ λόγους ἐπιτιμητικούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔργα καὶ λόγια γεμᾶτα φιλανθρωπία. Πράγματι, προστάσσει λέγοντας «φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε. Καὶ ἤνεγκαν (τὸν ἔφεραν), καὶ ἰδὸν τὸν Κύριον τὸ δαιμόνιον ἐσπάραξε τὸν ἄνθρωπον καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων»· διότι τοῦ ἐπετράπη νὰ φανερώση τὴν κακία του. Ὁ δὲ Κύριος ἠρώτησε τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ, «πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ». Αὐτὴν τὴν ἐρώτησι τὴν κάμει ὁ Κύριος ἀπὸ φιλανθρωπία, γιὰ νὰ τὸν βοηθήση νὰ πιστεύση καὶ νὰ παρακαλέση μὲ πίστι. Ἐπειδὴ τόσον ἀπεῖχεν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς απὸ τὴν πἰστι, ὥστε δὲν ἱκέτευε οὔτε γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ παιδιού του· γι’αὐτό δὲν παρεκάλεσε κἄν οὔτε τοὺς μαθητάς· τοὺς εἶπα, λέγει, νὰ τὸ ἐκβάλουν. Δὲν προσέπεσε, δὲν ἱκέτευσε, δὲν παρεκάλεσε, ἀλλὰ οὔτε τὸν Κύριο φαίνεται νὰ παρεκάλεσε ἀκόμη. Γι’αὐτὸ, ἀφήνοντας ὁ Κύριος τὸ παιδὶ νὰ κείτεται ἐλεεινῶς ἐμπρὸς στὰ μάτια του, ἀπευθύνεται σ’ἐκεῖνον, ἐρωτῶντας τὸν χρόνο τοῦ πάθους καὶ προκαλῶντας τον πρὸς αἴτησι· ἐκεῖνος ἀπεκρίθη ὅτι τοῦ συμβαίνει αὐτὸ ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ πολλὲς φορὲς τὸν ἔρριψε στὸ πῦρ καὶ στὰ ὕδατα γιὰ νὰ τὸν σκοτώση, καὶ προσθέτει «ἀλλ’εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν, σπλαχνισθεὶς ἐφ’ἡμᾶς».
Βλέπετε πόση εἶναι ἡ ἀπιστία τοῦ ἀνδρός; Διότι αὐτὸς ποὺ λέγει: «ἄν ἠμπορῆς» φανερώνει βεβαίως ὅτι δὲν πιστεύει πὼς ὁ ἄλλος ἔχει τὴν δυνατότητα. Ὁ δὲ Κύριος εἶπε τὸ «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι»· καὶ αὐτὸ τὸ λέγει ὄχι ἐπειδὴ ἀγνοεῖ τὴν ἀπιστίαν ἐκεῖνου, ἀλλὰ προάγοντάς τον βαθμιαίως πρὸς τὴν πίστι καὶ συγχρόνως δεικνύοντας ὅτι ἡ αἰτία ποὺ καὶ οἱ μαθηταὶ δὲν ἐξέβαλαν τὸν δαίμονα ἦταν ἡ ἰδική του ἀπιστία. Πρόσεχε τὸν Εὐαγγελιστή· δὲν εἶπε ὅτι ὁ Κύριος μὲ τὰ λόγια «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι» ἐζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ πίστι γιὰ τὴν θεραπεία, ὅπως πάντοτε σχεδὸν ἀπαιτεῖ τὴν πίστι άπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐπιζητοῦν τὶς ἰάσεις· ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι καὶ τῶν ψυχῶν Δεσπότης καὶ κηδεμών, προσπαθοῦσε νὰ τὶς θεραπεύση κι αὐτὲς μὲ τὴν πίστι. Καὶ έκεῖνος ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ, καθὼς ἤκουσε ὅτι ἡ θεραπεία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν πίστι του, ἔλεγε μὲ δάκρυα:«πιστεύω, Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Βλέπετε ἀρίστην προκοπήν ἠθῶν; Ὄχι μόνον ἐπίστευσε περὶ τῆς θεραπείας τοῦ υἱοῦ του, ἀλλὰ καὶ ὅτι ὁ Κύριος ἠμπορεῖ νὰ κατανικήση καὶ τὴν ἀπιστία του, ἐὰν τὸ θελήση. Ἐπειδὴ δὲ μὲ τὸν διάλογον αὐτὸν εἶχε ἀρχίσει νὰ συγκεντρώνεται κόσμος, ἐπετίμησε, λέγει, ὁ Κύριος τὸ ἁκάθαρτον πνεῦμα λέγοντάς του: «τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ, καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν».
Ὅλα δεικνύουν ὅτι αὐτὸ τὸ δαιμόνιον εἶναι φοβερώτατο και θρασύτατο· διότι ἠ σφοδρότης τῆς ἐπιτιμήσεως καὶ ἡ παραγγελία νὰ μὴ εἰσέλθη πλέον, φανερώνει ἀκριβῶς τὴν θρασύτητα τοῦ δαιμονίου, τὸ οποῖο φαίνεται πώς, ἄν δὲν τὸ ἐπιτιμοῦσε, θὰ ἐπανήρχετο. Διότι εἶχε σὲ μεγάλο βαθμὸν κυριεύσει τὸν ἄνθρωπο καὶ δύσκολα ἠμποροῦσε νὰ ἀποσπασθῆ, ἦταν δὲ καὶ κωφὸ καὶ ἄλαλον, ὥστε νὰ ἀδυνατῆ νὰ ἀμυνθῆ κάπως ἡ φύσις στὴν ὑπερβολικὴν μανία του, γι’αὐτὸ καὶ εἶχε καταντήσει σὲ σχεδὸν τελείαν ἀναισθησία· ἔπειτα προσθέτει ὅτι «καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν, ἐξῆλθε, ὁ δὲ ἄνθρωπος ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν». Ἡ κραυγὴ δὲν ἀντίκειται στὸ γεγονὸς ὅτι το δαιμόνιον ἦταν ἄλαλο· ἐπειδὴ ἠ μὲν λαλιὰ εἶναι φωνὴ ποὺ ἐκφράζει κάποιαν ἔννοια, ἐνῶ ἡ κραυγὴ εἶναι φωνὴ χωρὶς νόημα. Ἀφήνεται δὲ τὸ δαιμόνιο καὶ νὰ σπαράξη τὸν ἄνθρωπο τόσο καὶ νὰ τὸν ἀφήση σὰν νεκρό, γιὰ νὰ φανερωθῆ ὅλη του ἡ κακία. Ὁ Κύριος ὅμως, παίρνοντας τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ χέρι, τὸ ἀνήγειρε καὶ αὐτὸ ἐσηκώθη, δεικνύοντας ἔτσι ὅτι ἔχει πολλὴν ἐνέργεια· τὸ ὅτι ἐκράτησε τὸν νέο ἀπὸ τὸ χέρι ἦταν τῆς ἰδικῆς μας κτιστῆς ἐνεργείας, ἐνῶ τὸ νὰ ἀνεγερθῆ ἀπηλλαγμένος ἀπὸ κάθε κακὸν ἦταν τῆς ἀκτίστου καὶ θεϊκῆς καὶ ζωαρχικῆς ἐνεργείας.
Ὅταν δὲ τὸν ἠρώτησαν ἔπειτα οἱ μαθηταὶ ἰδιαιτέρως: «διατί οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;» τοὺς εἶπε ὅτι αὐτὸ τὸ δαιμόνιον «ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Καὶ ὡρισμένοι λέγουν ὅτι αὐτὴ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία πρέπει νὰ γίνεται ἀπὸ τὸν πάσχοντα· δὲν εἶναι ὅμως ἔτσι· διότι αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖται ἀπὸ πονηρὸν πνεῦμα, καὶ μάλιστα τόσο φοβερόν, ἀφοῦ εἶναι ὄργανον ἐκείνου καὶ ἀπὸ εκεῖνο καταδυναστεύεται, πῶς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ προσευχηθῆ ἤ νὰ πιστεύση πρὸς ὄφελος τοῦ ἐαυτοῦ του;
Φαίνεται δὲ ὅτι αὐτὸ τὸ δαιμόνιον εἶναι τῆς ἀκολασίας, τὸ οποῖον ἄλλοτε ρίπτει αὐτὸν ποὺ κατέλαβε στὸ πῦρ – τέτοιοι εἶναι οἱ ἀλλόκοτοι καὶ ἀνέραστοι ἔρωτες – ἄλλοτε τὸν καταβυθίζει στὰ ὕδατα διὰ τῆς ἀδηφαγίας καὶ τῶν ἀμέτρων ποτῶν καὶ συμποσίων. Εἶναι δὲ καὶ σ’αὐτοὺς κωφὸ καὶ ἄλαλο τὸ δαιμόνιον τοῦτο· διότι ὅποιος πείθεται στὶς ὑποβολές του δὲν ὑπομένει εὔκολα οὔτε νὰ ἀκούη οὔτε νὰ λαλῆ τὰ θεῖα. Ἐὰν ὅμως κάποιος δὲν ἔχει αὐτὸ τὸ πονηρὸν πνεῦμα ὡς ἔνοικον, ἀλλὰ ἄγεται καὶ φέρεται ἀπὸ τὶς ὑποβολές του, ὅταν συνέλθη καὶ θελήση νὰ ἐπιστρέψη (ἐπειδὴ ἔχει ἀκόμη τὸ αὐτεξούσιον[i]) ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ προσευχὴν καὶ νηστεία, ὥστε μὲ τὴν μὲν νηστεία νὰ χαλιναγωγήση τὸ σῶμα καὶ νὰ καταστείλη τὶς ἐπαναστάσεις του, μὲ τὴν προσευχὴ δὲ νὰ ἀδρανοποιήση καὶ νὰ κατευνάση τὶς χαραγμένες στὴν ψυχή του ἐμπειρίες καὶ παραστάσεις καὶ τοὺς λογισμοὺς ποὺ ἐρεθίζουν πρὸς τὸ πάθος· καὶ ἔτσι ἀπελαύνοντας μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν νηστεία τὴν σατανικὴν ἐπίθεσι καὶ ἐπήρεια νὰ κυριαρχήση στὸ πάθος. Ὅταν ὅμως δὲν ἐνεργεῖται ἁπλῶς ἀπὸ τὴν ὑποβολὴν τοῦ δαίμονος, ἀλλὰ ἔχει ἔνοικο τὸν ἴδιο, τότε δὲν πάσχει πλέον ἀνθρωπίνως οὔτε ἠμπορεῖ νὰ πράξη κάτι ὁ ἴδιος πρὸς θεραπείαν του, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ θὰ ἔκανε ἐκεῖνος, ἄν εἶχε τὸν νοῦ του ἐλεύθερο, αὐτὸ πραττόμενο γιὰ χάρι του ἀπὸ τοὺς ἐλευθέρους καὶ μάλιστα αὐτοὺς ποὺ εἶναι μέτοχοι Θείου Πνεύματος, πάρα πολὺ θὰ συντελέση στὸ νὰ ἐκβληθῆ τὸ δαιμόνιο.
Τὸ νὰ ἐκδιώκωμε ὅμως τὰ δαιμόνια δὲν μᾶς ἀπαιτεῖται, καὶ ἄν ἠμπορέσωμε νὰ τὸ κάνωμε, καθόλου δὲν θὰ ὠφεληθοῦμε, ἐὰν ὁ βίος μας εἶναι ἀπρόσεκτος. Διότι λέγει «πολλοὶ ἐροῦσι μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν; Καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτοὺς, οὐκ οἶδα ὑμᾶς, ἀποχωρεῖτε ἀπ’ἐμοῦ οἱ έργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν»[3]. Ὥστε πολὺ πιὸ κερδισμένοι θὰ εἴμεθα, ὅταν σπεύσωμε νὰ ἐκβάλωμε ἀπὸ τὴν ψυχή μας τὸ πάθος τῆς πορνείας καὶ τῆς ὀργῆς καὶ τοῦ μίσους καὶ τῆς ὑπερηφανείας, ἀπὸ τὸ νὰ ἐκβάλωμε δαιμόνια. Διότι δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀπαλλαγοῦμε μόνον ἀπὸ τὴν σωματικὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀποκαθαίρωμε καὶ τὴν ἐνέργεια ἡ ὁποία εἶναι ἐγκατεστημἐνη μἐσα στὴν ψυχή· διότι ἀπὸ τὴν καρδία μας ἀνεβαίνουν οἱ κακοὶ διαλογισμοί, οἱ μοιχεῖες, οἱ πορνεῖες, οἱ φόνοι, οἱ κλοπές, οἱ πλεονεξίες καὶ τὰ παρόμοια – αὐτὰ τὰ ἐσωτερικὰ εἶναι ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο[4] – καὶ «ὁ ἐμβλέψας γυναικὶ πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῆ καρδίᾳ αὑτοῦ»[5]. Διότι καὶ ὅταν τὸ σῶμα ἀπρακτῆ, ὑπάρχει ἡ δυνατότης νὰ ἐνεργῆται ἡ ἁμαρτία μὲ τὸν λογισμόν· ἐὰν ὅμως ἡ ψυχὴ ἀποκρούση τὴν ἐσωτερικήν προσβολὴ τοῦ πονηροῦ μὲ προσευχὴ καὶ προσοχή, μὲ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τὴν κατὰ Θεὸν λύπη καὶ τὸ πένθος, γίνεται καὶ τὸ σῶμα μέτοχον τῆς ἁγιωσύνης καὶ ἀποκτᾶ τήν ἁπραξία τῶν κακῶν. Αὐτὸ εἶναι ποὺ λέγει ὁ Κύριος ὅτι δὲν ἔχει καθαρίσει καὶ τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ποτηρίου αὐτὸς ποὺ ἐκαθάρισε τὸ ἐξωτερικόν, ἀλλὰ τί; «ποιήσατε τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου καθαρόν, καὶ οὕτως ἔσται καθαρὸν ὅλον»[6]. Πράγματι, ἐὰν ὅλη σου ἡ προσπάθεια ἐντοπισθῆ στὸ νὰ εἶναι κατὰ Θεὸν ἡ ἐσωτερική σου ἐργασία, τότε θὰ νικήσης καὶ τὰ ἐξωτερικὰ πάθη· ἐπειδὴ ἐὰν ἡ ρίζα εἶναι ἁγία, θὰ εἶναι καὶ ὅλο τὸ φύραμα· «πνεύματι περιπατεῖτε» λέγει ὁ Παῦλος, «καὶ ἐπιθυμίαν σαρκὸς οὐ μὴ τελέσητε»[7].
Γι’αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς δὲν κατήργησε τὴν ἰουδαϊκὴν περιτομὴν ἀλλὰ τὴν τελειοποίησε· διότι αὐτὸς εἶναι ποὺ λέγει «οὐκ ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἀλλὰ πληρῶσαι»[8]. Πῶς λοιπὸν τὸν τελειοποίησε; Ἐκεῖνος ὁ νόμος ἦταν σφραγὶς καὶ φανέρωσις καὶ συμβολικὴ διδασκαλία τῆς περιτομῆς τῶν λογισμῶν ποὺ γίνεται μέσα στὴν καρδία· οἱ Ἰουδαῖοι αὐτὴν τὴν φροντίδα δὲν τὴν εἶχαν καὶ ὠνειδίζοντο ἀπὸ τοὺς Προφῆτες ὡς ἀπερίτμητοι στὴν καρδία καὶ ἐμισοῦντο ἀπὸ αὐτὸν ποὺ βλέπει μέσα στὴν καρδία καὶ κατήντησαν νὰ γίνουν τελείως ἀπόβλητοι· διότι ὁ ἄνθρωπος βλέπει στὸ πρόσωπον, ἐνῶ ὁ Θεὸς στὴν καρδία, καὶ ἄν αὐτὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀκαθάρτους ἤ πονηροὺς λογισμοὺς, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος γίνεται ἄξιος τῆς θείας ἀποστροφῆς. Γι’αὐτὸ πάλιν ὁ Ἀπόστολος παραινεῖ νὰ κάνωμε τὶς προσευχὲς χωρὶς ὀργὴν καὶ διαλογισμούς[9].
Θέλοντας δὲ ὁ Κύριος νὰ μᾶς διδάξη νὰ φροντίζωμε γιὰ τὴν πνευματικὴν περιτομὴ τῆς καρδίας, μακαρίζει τοὺς «καθαροὺς τῇ καρδίᾳ» καὶ τοὺς «πτωχοὺς τῷ πνεύματι», καὶ ἀφ’ἑνὸς μὲν διαβεβαιώνει πὼς ἔπαθλον αὐτῆς τῆς καθαρότητος εἶναι ἡ θεοπτία, ἀφ’ἑτέρου δὲ στοὺς πτωχοὺς ὑπόσχεται τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν· πτωχοὺς ἐννοεῖ ἐκεῖνους οἱ ὁποῖοι ζοῦν μέσα σὲ ἔνδεια καὶ εὐτέλεια. Καὶ δὲν μακαρίζει ἁπλῶς τοὺς πτωχοὺς, ἀλλὰ τοὺς πτωχοὺς στὸ φρόνημα, δηλαδὴ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχοντας τὴν ἐσωτερικὴν ταπείνωσι τῆς καρδίας καὶ τὴν ἀγαθὴν προαίρεσι, συμπεριφέρονται ἀναλόγως καὶ ἐξωτερικῶς. Καὶ ἀπαγορεύει ὄχι μόνο τὸν φόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀργή, καὶ προστάζει νὰ συγχωροῦμε ἀπὸ τὴν καρδία μας αὐτοὺς ποὺ μᾶς πταίουν· καὶ δὲν δέχεται τὸ δῶρο ποὺ τοῦ προσφέρουμε, ἐὰν προηγουμένως δὲν συνδιαλλαγοῦμε μὲ αὐτοὺς καὶ ἀφήσωμε τὴν ὀργή.
Τὸ ἴδιο διδάσκει καὶ γιὰ τὰ πορνικὰ πάθη· καὶ αὐτὴν τὴν ἀπὸ περιέργειαν θέα καὶ τὴν ἀπὸ αὐτὴν ἐπιθυμία διεκήρυξε ὅτι τὴν θεωρεῖ μοιχεία διαπραττομένην στὴν καρδία· καὶ ἐξετάζοντας γενικώτερα τὸ θέμα λέγει: ἐὰν τὸ φῶς ποὺ ἔχεις μέσα σου, ὁ νοῦς δηλαδὴ καὶ ἡ διάνοια, εἶναι σκότος, γεμᾶτα ἀπὸ τὶς ἀλαμπεῖς προσβολὲς τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους, πόσο μᾶλλον τὸ σκότος, δηλαδὴ τὸ σῶμα καὶ ἡ αἴσθησις, τὰ ὁποῖα καθ’ἑαυτὰ δὲν ἔχουν φέγγος νοερὸν ποὺ γεννᾶ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀπάθεια; Ἐὰν ὅμως τὸ φῶς ποὺ ἔχεις μέσα σου εἶναι καθαρὸν καὶ δὲν τὸ συσκοτίζουν τὰ σαρκικὰ φρονήματα, θὰ εἶσαι ὁλοκληρωτικὰ φωτεινὸς στὴν ψυχή, καθὼς ὅταν σὲ φωτίζη ὁ λύχνος μὲ τὴν λάμψι του. Τοιαύτη εἶναι ἡ πνευματικὴ περιτομὴ ποὺ πραγματοποιεῖται στὴν καρδία, διὰ τῆς ὁποῖας ἐτελειοποίησε ὁ Κύριος τὴν νομικὴν περιτομὴ τῆς σαρκὸς ποὺ εδόθη στοὺς Ἰουδαίους γιὰ νὰ φανερώνη ἐκείνην καὶ νὰ ὁδηγῆ πρὸς ἐκείνην. Ἐπειδὴ δὲ αὐτοὶ δὲν ἐφρόντισαν νὰ τὴν ἀποκτήσουν, ἡ περιτομὴ τους ἔγινε ἀκροβυστία, ὅπως λέγει ὁ Παῦλος[10], καὶ ἀπεξενώθησαν ἀπὸ τὸν Θεὸν ὁ ὁποῖος δὲν βλέπει στὸ πρόσωπο, δηλαδὴ στὰ φανερὰ δικαιώματα τῆς σαρκὸς, ἀλλὰ στὴν καρδία, στὶς ἀφανεῖς κινήσεις τῶν λογισμῶν ποὺ συμβαίνουν μέσα μας.
Ἄς προσέχωμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ἀδελφοὶ, παρακαλῶ, καὶ ἄς καθαρίσωμε ἀπὸ κάθε μολυσμὸν τὴν καρδία μας, γιὰ νὰ μὴν παρασυρθοῦμε μαζὶ μ’αὐτοὺς ποὺ κατεκρίθησαν· «εἰ γὰρ ὁ διὰ Μωσέως λαληθεὶς νόμος ἐγένετο βέβαιος καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τῆς ἡμετέρας ἀμελήσαντες σωτηρίας, ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι παρὰ τοῦ Κυρίου, διὰ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη (ἐπεβεβαιώθη), συνεπιμαρτυροῦντος τοῦ Θεοῦ σημείοις καὶ τέρασι καὶ ποικίλαις δυνάμεσι καὶ Πνεύματος ἁγίου μερισμοῖς;»[11]. Ἄς φοβηθοῦμε λοιπὸν αὐτὸν ποὺ ἐξετάζει τὶς καρδίες καὶ τοὺς νεφροὺς· ἄς ἐξιλεώσωμε τὸν Κύριο τῶν ἐκδικήσεων· ἄς κάνωμε μέσα μας ἔνοικο τὴν εἰρήνη, τὸν ἁγιασμόν, τὴν κατανυκτικὴν προσευχήν, χωρὶς τὰ ὁποῖα κανεὶς δὲν θὰ ἰδῆ τὸν Κύριον. Ἄς ποθήσωμε μὲ βεβαίαν πίστι τὴν θέαν ἐκείνη ποὺ ἔχει προαναγγελθῆ γιὰ τοὺς «καθαροὺς τῇ καρδίᾳ»[12], καὶ ἄς πράξωμε τὰ πάντα γιὰ νὰ ἐπιτύχωμε αὐτὴν, μὲ τὴν ὁποία συνυπάρχει ἡ αἰώνιος ζωή, τὸ ἄφθαρτον κάλλος, ὁ ἀδαπάνητος πλοῦτος, ἡ ἀναλλοίωτος καὶ ἀπέραντος τρυφὴ[ii] καὶ δόξα καὶ βασιλεία. Αὐτὰ εἴθε ὅλοι μας νὰ ἐπιτύχωμε «ἐν αὐτῷ τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων Χριστῷ· ᾧ μόνῳ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, σὺν τῷ ἀνάρχῳ αὐτοῦ Πατρὶ καὶ τῷ Παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Πνεύματι, εἰς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν».
Ἐπιμέλεια: Ρerseas Persiadis
[1] 13ος-14ος αἰὼν – ΕΠΕ, Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τόμ.9, σελ. 328.
[2] Ματθ. ιζ΄2,3.
[3] Ματθ. ζ΄22.
[4] Μάρκ. ζ΄21.
[5] Ματθ. ε΄28.
[6] Πρβλ. Ματθ. κγ΄25.
[7] Γαλ. ε΄16.
[8] Ματθ. ε΄17.
[9] Α΄Τιμ. β΄8.
[10] Ρωμ. β΄25.
[11] Πρβλ. Ἐβρ. β΄2-4.
[12] Ματθ. ε΄8.
[i] Αὐτεξούσιον = ἡ κυριότης, ἡ ἐξουσία ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ ἐλευθερία
[ii] Τρυφή =μαλθακότης, ἡδυπάθεια, καλοπέρασις