Τὴν τρίτη Κυριακή των Νηστειῶν ἑορτάζουμε
τὴν προσκύνηση τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ.
Ἐπειδὴ μὲ τὴ νηστεία τῶν σαράντα ἡμερῶν καὶ ἐμεῖς κατὰ κάποιο τρόπο σταυρωνόμαστε καὶ γινόμαστε νεκροὶ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ αἰσθανόμαστε πικρία, μὲ τὸ νὰ πέφτουμε σὲ ἀκηδία καὶ νὰ ἀπογοητευόμαστε, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τοποθετεῖται μπροστὰ μας ὁ τίμιος καὶ ζωοποιὸς Σταυρός, γιὰ νὰ μᾶς ἐνισχύσει καὶ νὰ μᾶς στηρίξει καὶ νὰ μᾶς θυμίσει τὸ πάθος τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ κατὰ κάποιο τρόπο μᾶς παρηγορεῖ καὶ μᾶς λέει ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς μᾶς σταυρώθηκε γιὰ μᾶς, τί πρέπει ἐμεῖς νὰ κάνουμε γι’ αὐτόν;
Ἔτσι ἡ σύγκριση μὲ τὰ πάθη τοῦ Κυρίου καὶ ἡ ὑπενθύμισή τους καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς δόξας ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ἐλαφρώνει τοὺς κόπους τῆς νηστείας. Γιατί, ὅπως ὁ Σωτήρας μᾶς ἀνέβηκε στὸν Σταυρὸ καὶ δοξάστηκε μὲ τὴν ἀτιμωτικὴ περιφορὰ καὶ τὴν πικρὴ χολή, ἔτσι πρέπει νὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς γιὰ νὰ δοξαστοῦμε μαζί του, ἔστω καὶ ἂν γιὰ τὴν ὥρα ὑποφέρουμε κάτι δυσάρεστο.
Εἶναι καὶ ἄλλος λόγος: Ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ βαδίζουν δρόμο δύσκολο καὶ μακρὺ καὶ ἀποκάμνουν ἀπὸ τὸν κόπο, ἂν τύχει καὶ βροῦν κανένα δέντρο ποὺ νὰ κάνει καλὴ σκιά, κάθονται λίγο καὶ ξεκουράζονται, καὶ ἀνανεωμένοι σηκώνονται καὶ βαδίζουν καὶ τὸν ὑπόλοιπο δρόμο τους, ἔτσι καὶ ἐδῶ στὸν καιρὸ τῆς νηστείας καὶ στὴ μέση του κοπιαστικοῦ δρόμου τῆς φυτεύθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρες ὁ ζωηφόρος Σταυρός, γιὰ νὰ μᾶς δίνει ἄνεση καὶ ἀναψυχὴ καὶ γιὰ νὰ κάνει ἐλαφροὺς καὶ εὐκίνητους πρὸς τοὺς ὑπόλοιπους κόπους αὐτοὺς ποὺ κουράστηκαν.
Ή, ὅπως ὅταν πρόκειται νὰ ἔρθει ἕνας βασιλιάς, προπορεύονται οἱ σημαῖες καὶ τὰ σκῆπτρα του καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὰ ἔρχεται καὶ ὁ ἴδιος νικητὴς καὶ θριαμβευτής, καὶ χαίρεται μαζί του καὶ ὁ λαός, ἔτσι καὶ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἐπειδὴ πρόκειται, ὕστερα ἀπὸ λίγο, νὰ μᾶς δείξει τὴ νίκη τοῦ κατὰ τοῦ θανάτου καὶ νὰ παρουσιαστεῖ δοξασμένος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως, ἔστειλε προηγουμένως τὸ σκῆπτρο του, τὴ βασιλική του σημαία, τὸν ζωοποιὸ Σταυρό, ὁ ὁποῖος γεμίζει τὶς καρδιές μας ἀπὸ πολλὴ χαρὰ καὶ ἀναψυχὴ καὶ μᾶς ἑτοιμάζει νὰ ὑποδεχτοῦμε μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ τὸν ἴδιο τὸν Βασιλιὰ καὶ νὰ τὸν ἀνευφημήσουμε ὡς λαμπρὸ θριαμβευτή.
Καὶ αὐτὸ γίνεται στὴ μέση της ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, γιατί ἡ ἁγία Τεσσαρακοστὴ μοιάζει μὲ τὴν πικρὴ πηγὴ τῆς Μερρᾶς γιὰ τὴ συντριβὴ τοῦ σώματος καὶ γιὰ τὴν πικρία καὶ ἀκηδία, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ νηστεία.
Καθὼς λοιπὸν ὁ προφήτης Μωυσῆς ἔβαλε τὸ ξύλο ποὺ τοῦ ἔδειξε ὁ Θεὸς μέσα σ’ αὐτὴ τὴν πηγὴ καὶ τὴν γλύκανε, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς πέρασε ἀπὸ τὴ νοητὴ Ἐρυθρὰ θάλασσα καὶ τὸν νοητὸ Φαραώ, γλυκαίνει μὲ τὸ ζωοποιὸ Ξύλο τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ τὴν πικρία ἀπὸ τὴ νηστεία καὶ μᾶς παρηγορεῖ ποὺ εἴμαστε σὰν στὴν ἔρημο, ὥσπου νὰ μᾶς ἐπαναφέρει στὴ νοητὴ Ἱερουσαλὴμ μὲ τὴν ἀνάστασή του.
Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἄλλος λόγος. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ Σταυρὸς λέγεται καὶ εἶναι Ξύλο ζωῆς, καὶ ἐκεῖνο τὸ ξύλο (τὸ δέντρο) τῆς ἁγίας Γραφῆς ἦταν φυτεμένο στὴ μέση της Ἐδέμ, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ θειότατοι πατέρες ταιριαστὰ φύτεψαν τὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ στὴ μέση της ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, γιὰ νὰ ὑπενθυμίσουν τὴ λαιμαργία τοῦ Ἀδὰμ καὶ συγχρόνως νὰ παραστήσουν τὴν ἀνάκλησή του μέσω αὐτοῦ του Ξύλου· διότι τρώγοντας ἀπὸ αὐτὸ τὸ Ξύλο ὄχι μόνο δὲν πεθαίνουμε, ἀλλὰ καὶ ζωοποιούμαστε.
Μὲ τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ σου, Χριστέ, Θεέ μας, φύλαξε κι ἐμᾶς ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἀξίωσέ μας νὰ προσκυνήσουμε τὰ θεία σου πάθη καὶ τὴ ζωηφόρο ἀνάσταση, ἀφοῦ περάσουμε μὲ εὐκολία τὸ στάδιο τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, καὶ ἐλέησέ μας ὡς μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος.
Διασκευὴ γιὰ τὴν Κ.Ο. τοῦ κειμένου τοῦ Τρωδίου μὲ τὴ βοήθεια καὶ τῆς μετάφρασης τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου ποὺ περιέχεται στὸ βιβλίο Νέον Λειμωνάριον, Βενετία 1819, σέλ. 288.