1. Πίστη εἶναι νὰ πεθάνει κανεὶς γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ γιὰ χάρη τῆς ἐντολῆς Του, πιστεύοντας ὅτι ὁ θάνατος αὐτὸς θὰ τοῦ γίνει πρόξενος ζωῆς·νὰ θεωρεῖ τὴ φτώχεια σὰν πλοῦτο, τὴν εὐτέλεια καὶ τὴν ἀσημότητα σὰν ἀληθινὴ δόξα καὶ κοινωνικὴ λάμψη· καὶ νὰ πιστεύει ὅτι μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχει τίποτε, κατέχει τὰ πάντα ἡ μᾶλλον ἀπέκτησε τὸν ἀνεξερεύνητο πλοῦτο τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅλα τα ὁρατὰ νὰ τὰ βλέπει σὰν λάσπη ἡ καπνό.
  2. Πίστη στὸ Χριστὸ εἶναι ὄχι μόνο νὰ καταφρονήσομε ὅλα τα εὐχάριστά του κόσμου, ἀλλὰ καὶ νὰ ἔχομε ἐγκαρτέρηση καὶ ὑπομονὴ σὲ κάθε πειρασμὸ ποῦ μᾶς ἔρχεται καὶ μᾶς προκαλεῖ λύπες, θλίψεις καὶ συμφορές, ὥσπου νὰ εὐδοκήσει νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ Ψαλμωδός: «Μὲ κάθε ὑπομονὴ περίμενα τὸν Κύριο, καὶ Αὐτὸς μὲ ἐπισκέφθηκε».
  3. Εκεινοι ποῦ προτιμοῦν σὲ κάτι τοὺς γονεῖς τους ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχουν πίστη στὸ Χριστό, καὶ ὁπωσδήποτε καταδικάζονται ἀπὸ τὴ συνείδησή τους, ἂν βέβαια ἔχουν ζωντανὴ συνείδηση τῆς ἀπιστίας τους. Γνώρισμα τῶν πιστῶν εἶναι νὰ μὴν παραβαίνουν σὲ τίποτε ἀπολύτως τὴν ἐντολὴ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας  Ἰησοῦ Χριστοῦ.
  4. Η πίστη στὸ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεό, γεννᾶ τὴν ἐπιθυμία τῶν καλῶν καὶ τὸ φόβο τῆς κολάσεως.  Ἡ ἐπιθυμία τῶν πράγματι καλῶν καὶ ὁ φόβος τῆς κολάσεως, προξενοῦν τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν ἐντολῶν.  Ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἐντολῶν διδάσκει στοὺς ἀνθρώπους πόσο ἀδύνατοι εἶναι.  Ἡ κατανόηση τῆς πραγματικῆς ἀδυναμίας μᾶς γεννᾶ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου.  Ὁποῖος ἀπέκτησε σύνοικό του τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, θὰ ζητήσει μὲ πόνο νὰ μάθει, τί τὸν περιμένει μετὰ τὴν ἔξοδο καὶ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή. Καὶ ὁποῖος φροντίζει νὰ μάθει γιὰ τὰ μετὰ θάνατον, ὀφείλει πρῶτα ἂπ΄ ὅλα νὰ στερήσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ παρόντα· γιατί ὁποῖος εἶναι δεμένος μὲ ἐμπάθεια σ΄ αὐτά, ἔστω καὶ στὸ παραμικρό, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει τὴν τέλεια γνώση τῶν μελλόντων.  Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη, κατὰ θεία οἰκονομία, γευθεῖ κάπως τὴ γνώση αὐτή, δὲν ἀφήσει ὅμως τὸ ταχύτερο αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι δεμένος μὲ ἐμπάθεια, γιὰ νὰ παραμείνει ὁλοκληρωτικὰ στὴ γνώση αὐτή, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του νὰ σκέφτεται τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ αὐτή, τότε καὶ ἡ γνώση ποῦ νομίζει ὅτι ἔχει, θὰ τοῦ ἀφαιρεθεῖ.
  5. Η ἀπάρνηση τοῦ κόσμου καὶ ἡ τέλεια ἀναχώρηση ἀπὸ αὐτόν, μαζὶ μὲ τὴν ἀποξένωση ἂπ΄ ὅλα τα ὑλικά, τὶς συνήθειες, τὶς γνῶμες καὶ τὰ πρόσωπα τοῦ κόσμου, καὶ μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ σώματος καὶ τοῦ θελήματος, προξενεῖ μέσα σὲ λίγο καιρὸ μεγάλη ψυχικὴ ὠφέλεια σ΄ ἐκεῖνον ποῦ μὲ τόση θέρμη ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο.
  6. Εσύ ποῦ φεύγεις ἀπὸ τὸν κόσμο, πρόσεξε μὴν ἀφήσεις στὴν ἀρχὴ τὴν ψυχή σου νὰ ζήτα παρηγορία μένοντας μέσα σ΄ αὐτόν, καὶ ἃς σὲ ἀναγκάζουν ὅλοι οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι. Αὐτὰ τοὺς συμβουλεύουν οἱ δαίμονες, γιὰ νὰ σβήσουν τὴ θέρμη τῆς καρδίας σου. Γιατί καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ἐμποδίσουν ὁλότελα τὴν πρόθεσή σου, πάντως τὴν κάνουν πιὸ χαύνη καὶ ἀσθενική.
  7. Οταν σὲ ὅλα τα εὐχάριστά του βίου σταθεῖς ἀνδρεῖος καὶ ἀνυποχώρητος, τότε οἱ δαίμονες στρέφουν τοὺς συγγενεῖς σου σὲ συμπάθεια τάχα, καὶ τοὺς κάνουν νὰ κλαῖνε καὶ νὰ θρηνοῦν γιὰ σένα μπροστά σου. Θὰ καταλάβεις ὅμως αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ὅταν, ἐσὺ μὲν μείνεις ἀκλόνητος καὶ σ΄ αὐτὴ τὴ δαιμονικὴ ἐπίθεση, ἐνῶ ἐκείνους θὰ τοὺς δεῖς νὰ ἀνάβουν ξαφνικὰ ἐναντίον σου ἀπὸ μανία καὶ μίσος καὶ νὰ σὲ ἀποστρέφονται σὰν ἐχθρὸ καὶ νὰ μὴ θέλουν οὔτε νὰ σὲ δοῦν.
  8. Οταν βλέπεις τὴ θλίψη ποῦ προκαλεῖται ἐξαιτίας σου στοὺς γονεῖς, τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς φίλους, γέλα σὲ βάρος τοῦ δαίμονα ποῦ ὑποβάλλει ποικιλότροπα νὰ γίνονται ὅλα αὐτὰ ἐναντίον σου. Μὲ φόβο καὶ μεγάλη σπουδὴ ἀποτραβήξου καὶ παρακάλεσε ἐκτενῶς τὸ Θεὸ νὰ φτάσεις τὸ ταχύτερο σὲ λιμάνι καλοῦ πνευματικοῦ πατέρα, ὁπού αὐτὸς θὰ ἀναπαύσει τὴν κουρασμένη καὶ φορτωμένη ψυχή σου. Γιατί τὸ πέλαγος τοῦ βίου κρύβει πολλὰ ποῦ προξενοῦν κινδύνους καὶ τὴν πλήρη ἀπώλεια.
  9. Εκεινος ποῦ θέλει νὰ μισήσει τὸν κόσμο, ὀφείλει νὰ ἔχει ἀγάπη στὸ Θεὸ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, καὶ ἀέναη τὴ μνήμη Του. Γιατί τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, δὲν κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀφήνει τὰ πάντα μὲ χαρὰ καὶ νὰ τὰ ἀποστρέφεται σὰν σκύβαλα.
  10. Μή θελήσεις καθόλου νὰ μείνεις στὸν κόσμο γιὰ εὔλογες ἡ παράλογες αἰτίες, ἂλλ΄ ὅταν κληθεῖς, ὑπάκουσε ἀμέσως. Γιατί σὲ κανένα ἄλλο δὲν εὐαρεστεῖται ὁ Θεός, ὅσο στὴν ταχεία ἀνταπόκρισή μας. Καλύτερα σύντομα ὑπακοὴ μὲ φτώχεια, παρὰ ἀργοπορία μὲ πολλὰ ὑπάρχοντα.
  11. Αφου ὁ κόσμος καὶ τὰ τοῦ κόσμου εἶναι ὅλα πρόσκαιρα, κι ὁ Θεὸς εἶναι ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος, νὰ χαίρεστε ὅσοι γὶ΄ Αὐτὸν ἀφήσατε τὰ φθαρτά. Φθαρτὰ δὲν εἶναι μόνον ὁ πλοῦτος καὶ τὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ κάθε ἡδονὴ καὶ ἀπόλαυση τῆς ἁμαρτίας εἶναι φθορά. Μόνο οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς καὶ ζωή. Καὶ ἔτσι τὶς ὀνομάζουν ὅλοι.
  12. Αν ἔλαβες, ἀδελφέ, μέσα σου θεία φλόγα καὶ γὶ΄ αὐτὸ ἔτρεξες σὲ κοινόβιο ἥ σε πνευματικὸ πατέρα, ἂν σὲ παρακινεῖ αὐτὸς ἡ οἱ συνασκούμενοι ἀδελφοί σου νὰ ἀναπαύεσαι μὲ λουτρὰ ἡ φαγητὰ ἡ ἄλλες περιποιήσεις τοῦ σώματος, μὴ δεχτεῖς, ἀλλὰ νὰ εἶσαι πάντοτε ἕτοιμος γιὰ νηστεία, κακοπάθεια καὶ αὐστηρότατη ἐγκράτεια.  Ἔτσι, ἂν παρακινηθεῖς ἀπὸ τὸν πνευματικό σου πατέρα νὰ περιποιηθεῖς λίγο το σῶμα σου, νὰ βρεθεῖς ἕτοιμος νὰ ὑπακούσεις, χωρὶς οὔτε καὶ σ΄ αὐτὸ νὰ κάνεις τὸ δικό σου θέλημα.  Ἂν πάλι δὲ συμβεῖ αὐτό, νὰ ὑπομείνεις μὲ χαρὰ ὅ,τι θεληματικὰ προτίμησες, καὶ ἔτσι νὰ ὠφελεῖσαι ψυχικά.  Ἂν τὸ τηρεῖς αὐτό, θὰ εἶσαι πάντοτε σὲ ὅλα νηστευτὴς καὶ ἐγκρατευτὴς καὶ ὁλότελα ἀρνητὴς τοῦ δικοῦ σου θελήματος. Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ τὴ φλόγα τῆς καρδίας σου θὰ τὴν φυλάξεις ἄσβηστη, ποῦ σὲ πείθει νὰ καταφρονεῖς τὰ πάντα.
  13. Οταν οἱ δαίμονες κάνουν τὰ πάντα καὶ δὲν μπορέσουν νὰ κλονίσουν τὸν κατὰ Θεὸν σκοπό μας ἡ νὰ τὸν ἐμποδίσουν, τότε μπαίνουν κρυφὰ σ΄ αὐτοὺς ποῦ ὑποκρίνονται εὐλάβεια καὶ προσπαθοῦν μέσω αὐτῶν νὰ ἐμποδίζουν τοὺς ἀγωνιζόμενους. Καὶ στὴν ἀρχή, σὰν νὰ κινοῦνται τάχα ἀπὸ ἀγάπη καὶ συμπάθεια, τοὺς παρακινοῦν σὲ σωματικὲς ἀναπαύσεις, γιὰ νὰ μὴν ἀδυνατίσει τὸ σῶμα -λένε- καὶ πέσει σὲ ἀκηδία. Τοὺς παρασύρουν ἔπειτα σὲ ἀνώφελες συνομιλίες καὶ τοὺς κάνουν νὰ ξοδεύουν σ΄ αὐτὲς τὶς ἡμέρες τους. Καὶ ὅταν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστὲς τοὺς ἀκούσει καὶ γίνει ὁμοιός τους, αὐτοὶ ἀλλάζουν καὶ γελοῦν γιὰ τὴν ἀπώλειά του.  Ἂν πάλι δὲν ἀκούσει τὰ λόγια τους, ἀλλὰ κρατᾶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ξένο ἂπ΄ ὅλα αὐτὰ καὶ σκεφτικὸ καὶ συνεσταλμένο, ἀρχίζουν νὰ τὸν φθονοῦν καὶ κάνουν τὰ πάντα, γιὰ νὰ τὸν διώξουν καὶ ἀπὸ τὴ Μονὴ ἀκόμη. Γιατί ἡ κενοδοξία ὅταν δὲν τιμᾶται, δὲν ὑποφέρει νὰ βλέπει ἀπέναντί της νὰ ἐπαινοῦν τὴν ταπείνωση.
  14. Πνίγεται ὁ κενόδοξος βλέποντας τὸν ταπεινόφρονα νὰ χύνει δάκρυα καὶ νὰ ὠφελεῖται διπλά: ἐξιλεώνει μ΄ αὐτὰ τὸ Θεό, καὶ χωρὶς νὰ θέλει κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸν ἐπαινοῦν.
  15. Αφότου ἀναθέσεις τὸν ἑαυτό σου ὁλόκληρο στὸν πνευματικό σου πατέρα, νὰ ξέρεις ὅτι εἶσαι ξένος πλέον σὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα φέρνεις μαζί σου ἂπ΄ ἔξω: ἀνθρώπους, πράγματα καὶ χρήματα. Χωρὶς τὴ γνώμη τοῦ τίποτε μὴ θελήσεις νὰ κάνεις, ἀλλὰ μήτε νὰ ζητήσεις ἀπὸ αὐτὸν κάτι, οὔτε μεγάλο, οὔτε μικρό, ἐκτὸς ἂν ἐκεῖνος μὲ δική του γνώμη σὲ διατάξει νὰ πάρεις, ἥ σου δώσει μὲ τὰ χέρια του.
  16. Χωρίς γνώμη τοῦ πνευματικοῦ σου πατέρα οὔτε ἐλεημοσύνη νὰ δώσεις ἀπὸ τὰ χρήματα ποῦ ἔφερες, μὰ οὔτε καὶ νὰ θελήσεις νὰ λάβεις ἀπὸ αὐτὸν κάτι ἀπὸ αὐτὰ μὲ τὴ μεσολάβηση ἄλλου. Καλύτερα νὰ εἶσαι φτωχὸς καὶ ξένος καὶ νὰ ὑπακοῦς, παρὰ νὰ σκορπᾶς χρήματα καὶ νὰ δίνεις στοὺς φτωχοὺς ὅσο εἶσαι ἀρχάριος.  Ἀπόδειξη τῆς καθαρῆς πίστεώς σου εἶναι νὰ ἀναθέσεις τὰ πάντα στὸν πνευματικό σου πατέρα, σὰν νὰ τὰ ἀνέθεσες στὸ χέρι τοῦ Θεοῦ.
  17. Ουτε νερὸ νὰ ζητήσεις, καὶ ἅς σου συμβεῖ νὰ φλέγεσαι, μέχρις ὅτου μόνος του ὁ πνευματικός σου πατέρας σὲ προτρέψει. Πίεζε τὸν ἑαυτό σου καὶ βίαζε τὸν σὲ ὅλα, πείθοντας τὸ λογισμό σου μὲ τὰ λόγια: « Ἂν θέλει ὁ Θεὸς καὶ εἶσαι ἄξιος νὰ πιεῖς, θὰ τὸ φανερώσει στὸν πατέρα σου καὶ θὰ σοῦ πεῖ νὰ πιεῖς. Καὶ τότε θὰ πιεῖς μὲ καθαρὴ συνείδηση, κι ἃς μὴν εἶναι ἀκόμη ἡ ὥρα.»
  18. Κάποιος ποῦ δοκίμασε πνευματικὴ ὠφέλεια καὶ ἀπέκτησε ἀνόθευτη πίστη στὸν πνευματικό του πατέρα, βάζοντας μάρτυρα τῆς ἀλήθειας τὸ Θεὸ εἶπε: « Ἔχω πάρει μέσα μου αὐτὴ τὴν ἀπόφαση· νὰ μὴ ζητήσω ἀπὸ τὸν πνευματικό μου πατέρα οὔτε νὰ φάω οὔτε νὰ πιῶ τίποτε, ἡ νὰ γευθῶ κάτι χωρὶς νὰ μοῦ πεῖ ἐκεῖνος, ἕως ὅτου ὁ Θεὸς τὸν πληροφορήσει καὶ μὲ διατάξει ὁ ἴδιος. Καί μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο δὲν ἀστόχησα ποτέ.».
  19. Εκεινος ποῦ ἀπέκτησε καθαρὴ πίστη στὸν κατὰ Θεὸν πατέρα του, θεωρεῖ ὅτι βλέποντας αὐτόν, βλέπει τὸν ἴδιο το Χριστό. Καὶ ὅταν βρίσκεται μαζί του ἡ τὸν ἀκολουθεῖ, πιστεύει ἀκλόνητα ὅτι βρίσκεται μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ ὅτι Αὐτὸν ἀκολουθεῖ. Αὐτὸς ὁ ὑποτακτικὸς ποτὲ δὲ θὰ ἐπιθυμήσει νὰ συναναστραφεῖ μὲ κάποιον ἄλλο, οὔτε θὰ προτιμήσει κανένα ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου παραπάνω ἀπὸ τὴν μνήμη ἐκείνου καὶ τὴν ἀγάπη του. Γιατί τί εἶναι μεγαλύτερο καὶ ὠφελιμότερο καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ στὴ μέλλουσα ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι κανεὶς μαζὶ μὲ τὸ Χριστό; Καὶ τί εἶναι ὡραιότερο καὶ γλυκύτερο ἀπὸ τὴ θέα τοῦ Χριστοῦ; Κι ἂν μάλιστα ἀξιωθεῖ νὰ συνομιλεῖ μαζί Του, ἐξάπαντος ἀπὸ αὐτὸ θ΄ ἀντλήσει ζωὴ αἰώνια.
  20. Εκεινος ποῦ ἀγαπᾶ μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ ἐκείνους ποῦ τὸν ὑβρίζουν ἡ τὸν ἀδικοῦν καὶ τοῦ στεροῦν τὰ πράγματά του, καὶ προσεύχεται γὶ΄ αὐτούς, ἀνεβαίνει σὲ λίγο καιρὸ σὲ ὑψηλὸ βαθμὸ προκοπῆς. Γιατί ὅταν αὐτὸ γίνεται μὲ αἴσθηση καρδίας, κατεβάζει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἄβυσσο ταπεινώσεως καὶ σὲ πηγὲς δακρύων, ὁπού βυθίζεται τὸ τριμερές της ψυχῆς, καὶ ἀνεβάζει στὸν οὐρανὸ τῆς ἀπάθειας τὸ νοῦ καὶ τὸν κάνει θεωρητικό. Καὶ μὲ τὴ γεύση τῆς οὐράνιας ἀγαθότητας τὸν κάνει νὰ θεωρεῖ σκύβαλα ὅλα τα πράγματα αὐτῆς τῆς ζωῆς, καὶ νὰ παίρνει ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν τροφὴ καὶ τὸ νερὸ πιὸ ἀραιὰ καὶ χωρὶς ἡδονικὴ διάθεση.
  21. Ο ἀσκητὴς δὲν πρέπει νὰ ἀπέχει μόνον ἀπὸ κακὲς πράξεις, ἀλλὰ καὶ νὰ φροντίζει νὰ εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ λογισμοὺς καὶ ἔννοιες κακές, καὶ νὰ ἀσχολεῖται συνεχῶς μὲ ψυχωφελεῖς καὶ πνευματικὲς ἐνθυμήσεις, γιὰ νὰ μένει ἔτσι ἀμέριμνος ἀπὸ τὰ βιοτικά.
  22. Αν κανεὶς ξεγυμνώσει ὅλο το σῶμα του, ἔχει ὅμως κάλυμμα στὰ μάτια καὶ δὲ θελήσει νὰ τὸ πετάξει, δὲν μπορεῖ μὲ μόνη τὴ γύμνια τοῦ σώματος νὰ δεῖ τὸ φῶς.  Ἔτσι κι ἐκεῖνος ποῦ καταφρόνησε ὅλα τα ἀλλὰ πράγματα καὶ τὰ χρήματα καὶ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ πάθη του, ἂν δὲν ἐλευθερώσει καὶ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τὶς ἐνθυμήσεις τοῦ κόσμου καὶ τὶς πονηρὲς ἔννοιες, δὲ θὰ δεῖ ποτὲ τὸ νοητὸ φῶς, δηλαδὴ τὸν Κύριο καὶ Θεὸ μας  Ἰησοῦ Χριστό.
  23. Ο,τι κάνει τὸ κάλυμμα ποῦ ἐμποδίζει τὰ μάτια, τὸ ἴδιο κάνουν καὶ οἱ κοσμικοὶ λογισμοὶ καὶ οἱ βιοτικὲς ἐνθυμήσεις στὴ διάνοια, ποῦ εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς.  Ὅσον καιρὸ λοιπὸν τὶς ἔχομε, δὲν πρόκειται νὰ δοῦμε·ὅταν ὅμως ἀφαιρεθοῦν μὲ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τότε θὰ δοῦμε ὁλοκάθαρά το ἀληθινὸ Φῶς, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποῦ ἔρχεται στὸν ἄνω κόσμο.
  24. Εκεινος ποῦ εἶναι τυφλὸς ἐκ γενετῆς δὲ θὰ μάθει, οὔτε θὰ πιστέψει τὴν ἀξία τῶν γραφομένων· ἐκεῖνος ὅμως ποῦ κάποτε θ΄ ἀξιωθεῖ νὰ δεῖ, θὰ μαρτυρήσει ὅτι εἶναι ἀλήθεια τὰ λεγόμενα.
  25. Εκεινος ποῦ βλέπει μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια, ξέρει πότε εἶναι νύχτα καὶ πότε ἡμέρα, ἐνῶ ὁ τυφλὸς ἀγνοεῖ καὶ τὰ δύο. Καὶ ἐκεῖνος ποῦ θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ τύφλωση καὶ βλέπει μὲ τὰ νοερὰ μάτια, ἔχοντας δεῖ τὸ ἀληθινὸ καὶ ἄδυτο Φῶς, ὅταν ἀπὸ ραθυμία γυρίσει στὴν πρωτινή του τύφλωση καὶ στερηθεῖ τὸ φῶς, αἰσθάνεται ἔντονα τὴ στέρησή του, καὶ δὲν ἀγνοεῖ ἀπὸ ποὺ τοῦ προῆλθε αὐτή.  Ἐκεῖνος ὅμως ποῦ εἶναι τυφλὸς ἐκ γενετῆς, δὲ γνώριζει τίποτε ἀπὸ αὐτὰ οὔτε μὲ τὴν πείρα, οὔτε ἀπὸ τὴν ἐνέργειά τους, ἐκτὸς ἂν ἐξ ἀκοῆς ἀκούσει καὶ μάθει κάτι γὶ΄ αὐτὰ ποῦ ποτὲ δὲν εἶδε, καὶ διηγηθεῖ σὲ ἄλλους ἐκεῖνα ποῦ ἄκουσε· ὅμως κι αὐτὸς καὶ ὅσοι τὸν ἀκοῦνε δὲ θὰ γνωρίζουν γιὰ ποιὰ πράγματα μιλοῦνε.
  26. Ειναι ἀδύνατο καὶ στὴ σάρκα νὰ προξενεῖ κανεὶς κόρο μὲ ἄφθονα φαγητά, καὶ παράλληλα νὰ ἀπολαμβάνει πνευματικὰ τὴ νοερὴ καὶ θεία χρηστότητα.  Ὅσο ὑπηρετήσει κανεὶς τὴν κοιλιά του, τόσο θὰ στερηθεῖ τὴ θεία χρηστότητα. Καὶ στὸ βαθμὸ ποῦ θὰ ταλαιπωρήσει κανεὶς τὸ σῶμα του, ἀνάλογα θὰ χορτάσει πνευματικὴ τροφὴ καὶ παρηγορία.
  27. Ας ἀφήσομε ὅλα τα ἐπίγεια· ὄχι μόνο τὸν πλοῦτο καὶ τὸ χρυσάφι καὶ τὰ ἀλλὰ ὑλικὰ πράγματα τοῦ βίου, ἀλλὰ ἃς διώξομε τελείως καὶ τὴν ἐπιθυμία τους ἀπὸ τὶς ψυχές μας.  Ἃς μισήσομε ὄχι μόνο τὶς ἡδονὲς τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τὶς ἄλογες κινήσεις του καὶ ἃς φροντίσομε νὰ τὸ νεκρώσομε μὲ κόπους. Γιατί μὲ τὸ σῶμα ἐκδηλώνεται ἡ ἐπιθυμία καὶ καταλήγει στὴν πράξη. Καὶ ὅσο αὐτὴ ζεῖ, εἶναι ἑπόμενο ἡ ψυχή μας νὰ εἶναι νεκρὴ καὶ δυσκίνητη γιὰ κάθε θεία ἐντολή, ἡ καὶ τελείως ἀκίνητη.
  28. Οπως ἡ φλόγα στρέφεται πάντοτε πρὸς τὰ πάνω, καὶ μάλιστα ἂν ἀνακατέψεις τὰ ξύλα, ἔτσι καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ κενόδοξου δὲν μπορεῖ νὰ ταπεινωθεῖ, ἀλλὰ ἔτσι καὶ τοῦ πεῖς ἐκεῖνα ποῦ τὸν ὠφελοῦν, ὑπερηφανεύεται περισσότερο.  Ὅταν δηλαδὴ τὸν ἐλέγχουν ἡ τὸν νουθετοῦν, ἀντιλέγει ἔντονα· ἐνῶ ὅταν τὸν ἐπαινοῦν καὶ τὸν κολακεύουν, ἐπαίρεται ἄπρεπα.
  29. Εκεινος ποῦ ἀποφάσισε νὰ ἀντιλέγει, εἶναι γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ δίκοπο μαχαίρι· χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει φονεύει τὴν ψυχή του καὶ τὴν ἀποξενώνει ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή.
  30. Εκεινος ποῦ ἀντιλέγει εἶναι ὅμοιος μ΄ ἐκεῖνον ποῦ παραδίνεται θεληματικὰ στοὺς ἐχθρούς του βασιλιᾶ. Γιατί ἡ ἀντιλογία εἶναι ἀγκίστρι, μὲ δόλωμα τὴ δικαιολογία, ἀπὸ τὴν ὁποία δελεαζόμαστε καὶ καταπίνομε τὸ ἀγκίστρι τῆς ἁμαρτίας. Μ΄ αὐτὸ συνηθίζουν νὰ πιάνουν τὴ δύστυχη ψυχὴ ἀπὸ τὴ γλώσσα καὶ τὸ λαιμὸ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας, καὶ ἄλλοτε νὰ τὴν τινάζουν ψηλὰ στὴν ὑπερηφάνεια, ἄλλοτε νὰ τὴν καταποντίζουν σὲ ἀβυσσαλέο χάος ἁμαρτίας, καὶ ἔτσι νὰ τὴν καταδικάζουν μαζὶ μὲ τοὺς δαίμονες ποῦ ἔπεσαν ἀπὸ τὸν οὐρανό.
  31. Εκεινος ποῦ ὅταν δέχεται ἀτιμίες καὶ ὕβρεις αἰσθάνεται μεγάλο πόνο στὴν καρδιά, ἃς μάθει ἀπὸ αὐτὸ ὅτι κουβαλάει στὸν κόρφο τοῦ τὸ παλιὸ φίδι.  Ἂν λοιπὸν ὑπομείνει μὲ σιωπὴ ἡ ἀποκριθεῖ μὲ μεγάλη ταπείνωση, ἐξασθενίζει αὐτὸ τὸ φίδι καὶ τὸ παραλύει.  Ἂν ὅμως ἀντιπεῖ πικρόλογα ἡ μιλήσει μὲ αὐθάδεια, δίνει δύναμη στὸ φίδι νὰ χύνει τὸ δηλητήριό του μέσα στὴν καρδιά του καὶ νὰ τοῦ κατατρώει ἀνελέητά τα ἐντόσθιά του· ἔτσι αὐτὸ θὰ δυναμώνει κάθε μέρα καὶ θὰ κατατρώει τὴ βελτίωση στὸ ἀγαθὸ καὶ τὴ δύναμη τῆς ἄθλιας ψυχῆς του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ζεῖ στὸ ἕξης γιὰ τὴν ἁμαρτία, νὰ εἶναι ὅμως τελείως νεκρὸς γιὰ τὴν ἀρετή.
  32. Αν θελήσεις νὰ ἀπαρνηθεῖς τὸν κόσμο καὶ νὰ διδαχθεῖς τὸν εὐαγγελικὸ τρόπο ζωῆς, μὴν παραδώσεις τὸν ἑαυτό σου σὲ ἄπειρο ἡ ἐμπαθῆ διδάσκαλο, γιὰ νὰ μὴ διδαχθεῖς ἀντὶ εὐαγγελικὴ τὴ διαβολικὴ ζωή. Γιατί τῶν καλῶν δασκάλων εἶναι καλά τα μαθήματα, ἐνῶ τῶν κακῶν, κακά. Καί οἱ κακοὶ σπόροι ὁπωσδήποτε δίνουν κακοὺς καρπούς.
  33. Νά ἱκετεύεις τὸ Θεὸ μὲ προσευχὲς καὶ δάκρυα νὰ σοῦ στείλει ὁδηγὸ ἀπαθῆ καὶ ἅγιο.  Ἀλλὰ καὶ σὺ ὁ ἴδιος νὰ μελετᾶς τὶς θεῖες Γραφές, καὶ μάλιστα τὰ πρακτικὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων, γιὰ νὰ ἀντιπαραβάλλεις σ΄ αὐτὰ τὴ διδασκαλία καὶ τὶς πράξεις τοῦ διδασκάλου καὶ γέροντά σου, βλέποντας τὲς ὅπως σὲ καθρέφτη καὶ ἐξετάζοντας τές. Καὶ ὅσα εἶναι σύμφωνα μὲ τὶς Γραφὲς νὰ τὰ ἐγκολπώνεσαι καὶ νὰ τὰ κρατεῖς στὸ νοῦ σου, τὰ νόθα ὅμως καὶ ξένα νὰ τὰ διακρίνεις καὶ νὰ τὰ ἀπορρίπτεις, γιὰ νὰ μὴν πλανηθεῖς. Γιατί νὰ ξέρεις, πολλοὶ πλάνοι καὶ ψευδοδιδάσκαλοι ὑπάρχουν σήμερα.
  34. Εκεινος ποῦ δὲ βλέπει καὶ ὑπόσχεται νὰ ὁδηγεῖ ἄλλους, εἶναι πλάνος καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια ἐκείνους ποῦ τὸν ἀκολουθοῦν, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου: « Ὅταν ἕνας τυφλὸς ὁδηγεῖ ἄλλον τυφλό, θὰ πέσουν καὶ οἱ δύο σὲ λάκκο».
  35. Οποιος εἶναι τυφλὸς πρὸς τὸ  Ἕνα, εἶναι τελείως τυφλὸς πρὸς ὅλα.  Ὁποῖος βλέπει στὸ  Ἕνα, βρίσκεται στὴ θεωρία τῶν πάντων· ἀπέχει ἀπὸ τὴ θεωρία τῶν πάντων καὶ φτάνει στὴ θεωρία τῶν πάντων, ὀντὰς ἔξω ἀπὸ τὰ θεωρούμενα.  Ὅταν ἔτσι βρίσκεται στὸ  Ἕνα, βλέπει τὰ πάντα· καὶ ἐνῶ εἶναι στὰ πάντα, δὲ βλέπει τίποτε ἀπὸ αὐτά.  Ὁποῖος βλέπει στὸ  Ἕνα, μέσω τοὺ  Ἑνὸς βλέπει καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ ὅλα καὶ ὅλους· καὶ ὀντὰς κρυμμένος στὸ  Ἕνα, τίποτε ἀπὸ τὰ πάντα δὲν βλέπει.
  36. Εκεινος ποῦ δὲν ντύθηκε τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας  Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐπουρανίου ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, κατὰ τὸ λογικὸ καὶ νοερὸ τοῦ μέρος μὲ συναίσθηση καὶ γνώση, εἶναι μόνο σάρκα καὶ ἀ#ιμα, μὴν μπορώντας νὰ λάβει αἴσθηση τῆς πνευματικῆς δόξας μὲ τὰ λόγια, ὅπως καὶ οἱ γεννημένοι τυφλοὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐννοήσουν τὸ φῶς τοῦ ἡλίου μόνο μὲ τὰ λόγια.
  37. Οποιος ἔτσι ἀκούει καὶ βλέπει καὶ αἰσθάνεται, καταλαβαίνει τὴ σημασία τῶν λεγομένων, ἐπειδὴ φόρεσε ἤδη τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου καὶ ἔφτασε στὴν τέλεια πνευματικὴ ὡριμότητα, ποῦ μέτρο τῆς εἶναι ὁ Χριστός. Σ΄ αὐτὴ τὴν κατάσταση μπορεῖ νὰ ὁδηγεῖ καλὰ στὸ δρόμο τῶν θείων ἐντολῶν τὸ ποίμνιο τοῦ Θεοῦ.  Ἐκεῖνος ποῦ δὲν ἔχει αὐτὴ τὴ γνώση, ἀλλὰ εἶναι σὲ ἄλλη κατάσταση, εἶναι φανερὸ ὅτι οὔτε τὰ αἰσθητήρια τῆς ψυχῆς ἔχει καθαρὰ καὶ ὑγιῆ. Αὐτὸς εἶναι καλὸ νὰ ὁδηγεῖται μᾶλλον, παρὰ νὰ ὁδηγεῖ ἄλλους.
  38. Εκεινος ποῦ βλέπει τὸν πνευματικό του δάσκαλο καὶ ὁδηγὸ σὰν Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ ἀντιλέγει.  Ἂν νομίζει καὶ λέει ὅτι κάνει καὶ τὰ δύο, νὰ ξέρει πῶς ἔχει πλανηθεῖ. Γιατί δὲν ξέρει τί διάθεση πρὸς τὸ Θεὸ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
  39. Εκεινος ποῦ πιστεύει ὅτι στὸ χέρι τοῦ ὁδηγοῦ τοῦ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατός του, δὲν ἀντιλέγει ποτέ.  Ἡ ἄγνοια αὐτοῦ του πράγματος γεννᾶ τὴν ἀντιλογία, ποῦ προξενεῖ τὸ νοητὸ καὶ αἰώνιο θάνατο.
  40. Πρίν ἀκούσει τὴν ἀπόφαση ὁ ὑπόδικος, ἔχει τὴν ἄδεια νὰ ἀπολογηθεῖ καὶ νὰ μιλήσει μπροστὰ στὸ δικαστὴ γιὰ ὅ,τι ἔκανε.  Ἔπειτα ὅμως, ἀφοῦ φανερωθοῦν ὅσα ἔκανε καὶ βγάλει τὴν ἀπόφασή του ὁ δικαστής, δὲ φέρνει καμία ἀντίρρηση, εἴτε μικρὴ εἴτε μεγάλη, σ΄ ἐκείνους ποῦ τὸν τιμωροῦν.
  41. Πρίν νὰ εἰσέλθει ὁ μοναχὸς σ΄ αὐτὸ τὸ δικαστήριο καὶ φανερώσει ὅσα κρύβει στὴν καρδιά του, ἴσως νὰ τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἀντιλέγει, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια, εἴτε γιατί νομίζει ὅτι κρύβει τὶς ἁμαρτίες του. Μετὰ τὴν φανέρωση ὅμως τῶν λογισμῶν του καὶ τὴν εἰλικρινῆ ἐξομολόγηση, ποτὲ πιὰ δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἀντιλέγει στὸ δεύτερο μετὰ τὸ Θεὸ δικαστῆ του καὶ ἐξουσιαστή, μέχρι τὸ θάνατό του. Γιατί ὁ μοναχὸς ποῦ μπῆκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σ΄ αὐτὸ τὸ δικαστήριο καὶ ξεγύμνωσε ὅσα κρύβει ἡ καρδιά του, εἶναι ἀπὸ πρὶν πεπεισμένος -ἂν ἔχει κάποια πνευματικὴ γνώση- ὅτι εἶναι ἄξιος μυρίων θανάτων· καὶ πιστεύει ὅτι μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωσή του θὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ κάθε τιμωρία καὶ κόλαση. Αὐτὰ βέβαια ἂν ἀληθινὰ γνωρίζει τί σημαίνει αὐτὸ τὸ μυστήριο.
  42. Οποιος φυλάει αὐτὰ ἀνεξάλειπτα στὴ διάνοιά του, δὲ θὰ ἔχει ποτὲ καμία ἐμπαθῆ κίνηση στὴν καρδιὰ τοῦ ὅταν παιδαγωγεῖται ἡ νουθετεῖται ἡ ἐλέγχεται. Γιατί ὁποῖος πέφτει στὰ σφάλματα αὐτά, ἐννοῶ τὴν ἀντιλογία καὶ τὴν ἀπιστία στὸν πνευματικό του πατέρα καὶ διδάσκαλο, γκρεμίζεται ἀξιοθρήνητα, ἐνῶ ζεῖ ἀκόμη, στὰ βαθύτερα μέρη τοῦ ἅδη. Καὶ γίνεται κατοικία τοῦ σατανᾶ καὶ ὅλου του ἀκάθαρτου συρφετοῦ του, ἐπειδὴ εἶναι ἀπειθὴς καὶ βαδίζει στὴν ἀπώλεια.
  43. Παρακαλω ἐσένα, τὸ τέκνο τῆς ὑπακοῆς, νὰ ἔχεις συνεχῶς αὐτὰ μέσα στὸ νοῦ σου, καὶ νὰ ἀγωνίζεσαι μὲ ὅλη τὴ δύναμή σου νὰ μὴν γκρεμιστεῖς στὰ δεινά του ἅδη ποῦ ἀναφέραμε, ἀλλὰ νὰ παρακαλεῖς θερμὰ κάθε μέρα τὸ Θεὸ λέγοντας: «Θεὲ καὶ Κύριέ των ἁπάντων,  Ἐσὺ ποῦ ἔχεις ἐξουσία πάνω σε κάθε πνοὴ καὶ ψυχή, ποὺ  Ἐσὺ μόνος μπορεῖς νὰ μὲ γιατρέψεις, ἄκουσε τὴ δέησή μου τοῦ ταλαιπώρου, καὶ τὸ φίδι ποῦ φωλιάζει μέσα μου, θανάτωσέ το μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ παναγίου Σου Πνεύματος καὶ ἀφάνισέ το. Καὶ ἐμένα ποῦ εἶμαι φτωχὸς καὶ γυμνὸς ἀπὸ κάθε ἀρετή, ἀξίωσε μὲ νὰ πέσω στὰ πόδια τοῦ ἁγίου μου πατέρα μὲ δάκρυα· καὶ ἕλκυσε τὴν ἁγία του ψυχὴ σὲ συμπάθεια γιὰ νὰ μὲ ἐλεήσει. Καὶ δῶσε Κύριε ταπείνωση στὴν καρδιά μου καὶ λογισμοὺς ποῦ ἁρμόζουν σὲ ἁμαρτωλό, ὁ ὁποῖος σου ὑποσχέθηκε νὰ μετανοεῖ. Καὶ μὴν ἐγκαταλείψεις τελείως μιὰ ψυχὴ ποῦ ἦρθε μιὰ γιὰ πάντα μαζί Σου καὶ Σὲ ὁμολόγησε καὶ Σὲ διάλεξε καὶ Σὲ προτίμησε ἀντὶ ὅλο τὸν κόσμο. Γνωρίζεις Κύριε ὅτι θέλω νὰ σωθῶ, ἂν καὶ ἡ κακή μου συνήθειά μου γίνεται ἐμπόδιο.  Ἀλλὰ σὲ Σένα Κύριε εἶναι δυνατά, ὅλα ὅσα εἶναι ἀδύνατα στοὺς ἀνθρώπους».
  44. Οποιοι μὲ φόβο καὶ τρόμο ἔβαλαν τὸ καλὸ θεμέλιό της πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδας στὴν αὐλὴ τῆς εὐσέβειας, καὶ στήριξαν τὰ πόδια τοὺς ἀσάλευτα στὸ βράχο τῆς ὑπακοῆς σὲ πνευματικοὺς πατέρες καὶ ἀκοῦνε τὶς ἐντολές τους σὰν νὰ προέρχονται ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ, καὶ πάνω σ΄ αὐτὸ τὸ θεμέλιό της ὑπακοῆς τὶς κτίζουν ἀδίστακτα μὲ ταπείνωση, αὐτοὶ παρουσιάζουν ἀμέσως προκοπή. Καὶ κατορθώνουν τὸ μεγάλο καὶ πρῶτο κατόρθωμα, τὴν ἀπάρνηση τοῦ ἐαυτοῦ των. Γιατί τὸ νὰ ἐκπληρώνει κανεὶς τὸ ξένο θέλημα καὶ ὄχι τὸ δικό του, αὐτὸ προξενεῖ ὄχι μόνον ἀπάρνηση τῆς ψυχῆς του, ἀλλὰ καὶ νέκρωση πρὸς τὸν κόσμο ὅλο.
  45. Μέ αὐτὸν ποῦ ἀντιλέγει στὸν πνευματικό του πατέρα, χαίρονται οἱ δαίμονες.  Ἐκεῖνον ποῦ ταπεινώνεται μέχρι θανάτου, τὸν θαυμάζουν οἲ  Ἄγγελοι. Γιατί αὐτὸς ἐργάζεται θεϊκὸ ἔργο, καθὼς ἐξομοιώνεται μὲ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ποῦ ἔκανε ὑπακοὴ στὸν Πατέρα Τοῦ μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ.
  46. Η ὑπερβολικὴ καὶ ἄκαιρη συντριβὴ τῆς καρδίας σκοτίζει καὶ θολώνει τὴ διάνοια· ἐξαφανίζει τὴν καθαρὴ προσευχὴ καὶ τὴν κατάνυξη ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ προξενεῖ πολὺ μεγάλο πόνο στὴν καρδιά, καὶ ἂπ΄ αὐτὸ φέρνει σκληρότητα καὶ ἄπειρη πώρωση. Μ΄ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐπιχειροῦν οἱ δαίμονες νὰ ὁδηγήσουν τοὺς πνευματικοὺς σὲ ἀπόγνωση.
  47. Οταν, Μοναχέ, σοῦ συμβοῦν αὐτά, ἔχεις ὅμως στὴν ψυχή σου μεγάλο ζῆλο καὶ πόθο γιὰ τὴν τελειότητα, ὥστε νὰ ἐπιθυμήσεις νὰ ἐκπληρώσεις κάθε ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ μὴν πέφτεις καὶ ἁμαρτάνεις οὔτε ἀκόμη καὶ σὲ μάταιο λόγο, καὶ νὰ μὴν ὑπολειφθεις κανένα ἀπὸ τοὺς παλιούς  Ἁγίους στὴν πράξη, στὴ γνώση καὶ στὴ θεωρία· καὶ πὰρ΄ ὅλα αὐτὰ βλέπεις τὸν ἑαυτό σου νὰ ἐμποδίζεται ἀπὸ ἐκεῖνον ποῦ σπέρνει τὰ ζιζάνια τῆς ἀθυμίας καὶ δὲ σὲ ἀφήνει νὰ φτάσεις σὲ τέτοιο ὕψος ἁγιοσύνης ὑποβάλλοντάς σου λογισμοὺς ἀθυμίας καὶ λέγοντας: « Ἀδύνατο μέσα στὸν κόσμο νὰ σωθεῖς καὶ νὰ φυλάξεις ἀπαρασάλευτα ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ» · τότε ἐσὺ κάθισε μόνος σὲ μιὰ γωνιά, περιόρισε τὸν ἑαυτό σου, συγκέντρωσε τὸ λογισμό σου, πάρε καλὴ ἀπόφαση στὴν ψυχή σου καὶ πές: «Γιατί, ψυχή μου, εἶσαι περίλυπη; Γιατί μὲ συνταράζεις; Στήριξε τὴν ἐλπίδα σου στὸ Θεό, γιατί σ΄ Αὐτὸν θ΄ ἀνοίξω τὴν καρδιά μου. Σωτηρία μου δὲν εἶναι τὰ ἔργα μου, ἀλλὰ ὁ Θεός μου. Μὲ τὰ ἔργα τοῦ νόμου ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθεῖ; Κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δικαιώσει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἐνώπιόν του Θεοῦ. Πιστεύοντας ὅμως στὸ Θεό μου, ἐλπίζω νὰ μοῦ χαρίσει Αὐτὸς τὴ σωτηρία ἕνεκα τῆς ἀνέκφραστης εὐσπλαχνίας Του. Φύγε πίσω μου, σατανᾶ.  Ἐγὼ προσκυνῶ τὸν Κύριο καὶ Θεό μου καὶ Τὸν λατρεύω ἀπὸ τὴ νεότητά μου. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ μὲ σώσει μὲ μόνο το ἐλεός Του.  Ἀπομακρύνσου λοιπὸν ἀπὸ μένα.  Ὁ Θεὸς ποῦ μὲ ἔκανε κὰτ΄ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του, θὰ σὲ καταργήσει.»
  48. Ο Θεὸς μόνον αὐτὸ ζήτα ἀπὸ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, νὰ μὴν ἁμαρτάνομε. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἔργο νόμου, ἀλλὰ φύλαξη ἀπαράβατή της θείας εἰκόνας ποῦ ἔχομε καὶ τοῦ θείου ἀξιώματος. Μένοντας σ΄ αὐτά, ὅπως ἐπιβάλλει ἡ φύση μας, καὶ φορώντας τὸ λαμπρὸ χιτώνα τοῦ Πνεύματος, μένομε μέσα στὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς μέσα σὲ μᾶς καὶ γινόμαστε θεοὶ κατὰ χάρη καὶ υἱοὶ Θεοῦ, φωτιζόμενοι μὲ τὸ φῶς τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
  49. Η ἀκηδία καὶ ἡ αἴσθηση βάρους τοῦ σώματος ποῦ προκαλοῦνται στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν ὀκνηρία καὶ τὴν ἀμέλεια, ὁδηγοῦν σὲ ἐγκατάλειψη τοῦ συνηθισμένου κανόνα καὶ σὲ σκοτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ σὲ ἀθυμία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐμφανίζονται στὴν καρδιὰ λογισμοὶ δειλίας καὶ βλασφημίας, ὥστε οὔτε στὸ συνηθισμένο τόπο τῆς προσευχῆς νὰ μὴν μπορεῖ νὰ μπεῖ ἐκεῖνος ποῦ πειράζεται ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς ἀκηδίας, ἀλλὰ νὰ γίνεται ὀκνηρός, ἡ ἀκόμη καὶ νὰ κάνει παράλογες σκέψεις σὲ βάρος τοῦ Δημιουργοῦ των ὅλων.  Ἀφοῦ λοιπὸν ἔμαθες ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία αὐτῶν καὶ ἀπὸ πού σου προξενήθηκαν, σπεῦσε στὸ συνηθισμένο τόπο τῆς προσευχῆς σου, πέσε ἐμπρὸς στὸν φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ παρακάλεσε Τὸν μὲ στεναγμοὺς τῆς καρδίας, μὲ πόνο καὶ δάκρυα, ζητώντας νὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἀκηδίας καὶ ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμούς. Θὰ σοῦ δοθεῖ γρήγορα ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ αὐτά, καθὼς θὰ τὸ ζήτας μὲ πόνο καὶ ἐπιμονή.
  50. Οποιος ἀπέκτησε καθαρὴ καρδιά, αὐτὸς νίκησε τὴ δειλία.  Ὁποῖος βρίσκεται ἀκόμη στὸ στάδιο τῆς καθάρσεως, ἄλλοτε χτυπᾶ τὴ δειλία καὶ ἄλλοτε τὸν χτυπᾶ αὐτή.  Ἐκεῖνος ποῦ δὲν ἀγωνίζεται καθόλου, εἶναι τελείως ἀναίσθητος καὶ εἶναι φίλος των δαιμόνων καὶ τῶν παθῶν καὶ μαζὶ μὲ τὴν κενοδοξία ἔχει καὶ ὑπερηφάνεια, νομίζοντας ὅτι εἶναι κάτι ἐνῶ δὲν εἶναι τίποτε· }ἡ εἶναι δοῦλος καὶ ὑποχείριος της δειλίας καὶ ἐξαιτίας τοῦ νηπιώδους φρονήματός του τρέμει καὶ φοβᾶται ἐκεῖ ποῦ δὲν ὑπάρχει φόβος, οὔτε δειλία γιὰ ἐκείνους ποῦ φοβοῦνται τὸν Κύριο.
  51. Εκεινος ποῦ φοβᾶται τὸν Κύριο, δὲ φοβᾶται τὶς ἐπιθέσεις τῶν δαιμόνων, οὔτε τὶς ἀδύναμες ἑφόδους τους, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὶς ἀπειλὲς τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων.  Ὀντὰς ὁλόκληρος σὰν κάποια φλόγα καὶ φωτιὰ ποῦ καίει, ὅταν περπατει νύχτα ἡ ἡμέρα σὲ ἐπικίνδυνα καὶ σκοτεινὰ μέρη, διώχνει τοὺς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι, αὐτοὶ μᾶλλον τὸν ἀποφεύγουν καὶ ὄχι αὐτὸς ἐκείνους, γιὰ νὰ μὴν πυρποληθοῦν ἀπὸ τὴ φλόγα τῆς θείας φωτιᾶς ποῦ ἀκτινοβολεῖ ἀπὸ αὐτόν.
  52. Οποιος βαδίζει μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς καὶ ἂν ζεῖ ἀνάμεσά σε πονηροὺς ἀνθρώπους δὲ φοβᾶται, γιατί ἔχει μέσα του τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἀκαταμάχητο ὅπλο τῆς πίστεως, μὲ τὰ ὁποῖα ἔχει δύναμη καὶ μπορεῖ ὅλα νὰ τὰ κάνει, καὶ αὐτὰ ἀκόμη ποῦ φαίνονται στοὺς πολλοὺς δύσκολα καὶ ἀδύνατα. Εἶναι σὰν γίγαντας ἀνάμεσά σε πιθήκους ἡ σὰν βρυχόμενο λιοντάρι ἀνάμεσά σε σκύλους καὶ ἀλεποῦδες, στηρίζοντας τὴν πεποίθησή του στὸν Κύριο. Καὶ μὲ τὸ στέρεό του φρόνημα τοὺς χτυπᾶ καὶ τοὺς τρομάζει, κρατώντας σὰν σιδερένια ράβδο τὸ θεῖο λόγο τῆς σοφίας.
  53. Οχι μόνο ὁποῖος ἡσυχάζει μόνος ἡ εἶναι ὑποτακτικός, ἀλλὰ καὶ ὁ ἡγούμενος καὶ ὁ προϊστάμενος πολλῶν, καὶ ὁποῖος ἐπίσης ἐκτελεῖ διακονία, ὀφείλει χωρὶς ἀμφιβολία νὰ εἶναι ἀμέριμνος, δηλαδὴ ἐλεύθερος ἀπὸ ὅλα τα βιοτικά. Γιατί ἂν μεριμνοῦμε γινόμαστε παραβάτες τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ποῦ λέει: «Μὴ βάλετε μέριμνα στὴν ψυχὴ σᾶς τί θὰ φᾶτε ἡ τί θὰ ντυθεῖτε·αὐτὰ ὅλα τα ἐπιδιώκουν τὰ ἔθνη», καὶ πάλι: «Προσέξετε μὴ βαρύνουν οἱ καρδιές σας ἀπὸ τὴν κραιπάλη καὶ τὴ μέθη καὶ τὶς βιοτικὲς μέριμνες».
  54. Εκεινος ποῦ ἔχει τὸ λογισμό του νὰ μεριμνᾶ γιὰ τὰ πράγματα τοῦ βίου, δὲν εἶναι ἐλεύθερος. Γιατί κυριεύεται ἀπὸ τὴ μέριμνα γὶ΄ αὐτὰ καὶ ὑποδουλώνεται σ΄ αὐτήν, εἴτε γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ μέριμνα, εἴτε γιὰ τοὺς ἄλλους.  Ὁ ἐλεύθερος ἀπὸ αὐτὴ τὴ μέριμνα, δὲ θὰ μεριμνήσει γιὰ βιοτικά, εἴτε γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ πρόκειται, εἴτε γιὰ τοὺς ἄλλους, καὶ ἂν συμβεῖ νὰ εἰναι  Ἐπίσκοπος ἡ Διάκονος ἢ  Ἡγούμενος. Οὔτε ὅμως καὶ θὰ μείνει ἀργός, οὔτε θὰ καταφρονήσει κάτι, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ πιὸ εὐτελῆ καὶ πολὺ μικρά. Πράττοντας θεάρεστα ὅλα, θὰ εἶναι ἀμέριμνος σὲ ὅλα καὶ σὲ ὅλο το βίο του.
  55. Μή γκρεμίσεις τὸ δικό σου σπίτι θέλοντας νὰ χτίσεις τὸ σπίτι τοῦ πλησίον σου. Πρόσεξε πόσο ἐπικίνδυνο καὶ δύσκολο ἔργο εἶναι αὐτό·μήπως, ἐπιδιώκοντας αὐτὸ τὸ πράγμα, καὶ τὸ δικό σου σπίτι κατεδαφίσεις, καὶ τὸ σπίτι τοῦ πλησίον σου δὲν μπορέσεις νὰ χτίσεις.
  56. Αν δὲν ἀποκτήσεις τέλεια ἐλευθερία ἀπὸ ἐμπαθεῖς προσκολλήσεις στὰ πράγματα καὶ στὰ χρήματα τοῦ βίου, μὴ θελήσεις νὰ ἀναλάβεις τὴ διαχείριση πραγμάτων, γιὰ νὰ μὴν κυριευθεῖς ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἀντὶ νὰ λάβεις μισθὸ διακονίας, ὑποστεῖς καταδίκη κλέφτη καὶ ἱερόσυλου. Κι ἂν σὲ ὑποχρεώνει σ΄ αὐτὸ ὁ ἡγούμενος, ἐσὺ νὰ ἔχεις τέτοια διάθεση, σὰν νὰ μεταχειρίζεσαι φωτιὰ ποῦ μπορεῖ νὰ σὲ κάψει. Κι ἄν σου ἔρθει λογισμὸς νὰ ἀφαιρέσεις τίποτε ἀπὸ αὐτά, ἐμπόδιζε τὸν μὲ ἐξομολόγηση καὶ μετάνοια· καὶ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ἡγουμένου θὰ φυλαχθεῖς ἀβλαβής.
  57. Οποιος δὲν ἔγινε ἀπαθής, δὲ γνωρίζει οὔτε ὅτι ὑπάρχει ἀπάθεια, ἀλλὰ οὔτε πιστεύει ὅτι ὑπάρχει κανένας ἀπαθὴς πάνω στὴ γῆ. Γιατί πώς, ἐκεῖνος ποῦ δὲν ἀπαρνήθηκε πρῶτα τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν ἔχυσε τὸ ἀ#ιμα τοῦ γὶ΄ αὐτὴ τὴν πράγματι μακάρια ζωή, θὰ διανοηθεῖ ὅτι τὸ ἔκανε ἄλλος γιὰ νὰ ἀποκτήσει τὴν ἀπάθεια;  Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποῦ νομίζει ὅτι ἔχει Πνευμα  Ἅγιο, ἐνῶ δὲν ἔχει καθόλου, δὲν πιστεύει ποτὲ ὅταν ἀκούει γιὰ τὶς ἐνέργειές Του ποῦ ἐκδηλώνονται σ΄ ἐκείνους ποῦ ἔχουν τὸ  Ἅγιο Πνεῦμα. Οὔτε πιστεύει ὅτι ὑπάρχει στὴ γενεὰ αὐτὴ κανένας ποῦ νὰ δέχεται σὰν τούς  Ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλους τούς  Ἁγίους τὶς ἐνέργειες τοὺ  Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ κινεῖται ἀπὸ Αὐτό, ἡ ποῦ νὰ ἀξιώνεται νὰ Τὸ δεῖ μὲ γνώση καὶ αἴσθηση. Γιατί ὁ καθένας κρίνει τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν δική του κατάσταση, εἴτε ἀρετὴ ἔχει, εἴτε κακία.
  58. Αλλο πράγμα εἶναι ἡ ἀπάθεια τῆς ψυχῆς καὶ ἄλλο ἡ ἀπάθεια τοῦ σώματος.  Ἡ πρώτη καθαγιάζει καὶ τὸ σῶμα μὲ τὴ λαμπρότητά της καὶ τὴ φωτοχυσία τοῦ Πνεύματος.  Ἡ ἄλλη, ἀπὸ μόνη της δὲν ὠφελεῖ διόλου ἐκεῖνον ποῦ τὴν ἀπέκτησε.
  59. Αυτός ποῦ ἀπὸ τὸν τελευταῖο βαθμὸ τῆς φτώχειας ἀνυψώθηκε ἀπὸ τὸν βασιλιὰ σὲ πλοῦτο καὶ σπουδαῖο ἀξίωμα καὶ ἔλαβε ἀπὸ αὐτὸν λαμπρὴ στολὴ καὶ ἐντολὴ νὰ στέκεται δίπλα του, αὐτὸς λοιπὸν κοιτάζει μὲ πόθο τὸν βασιλιὰ καὶ τὸν ὑπεραγαπᾶ ὡς εὐεργέτη του καὶ βλέπει ὁλοκάθαρα τὴ στολὴ ποῦ φόρεσε καὶ ἔχει ἐπίγνωση τοῦ ἀξιώματος καὶ τοῦ πλούτου ποῦ τοῦ δόθηκε. Κατὰ τὸν ὅμοιο τρόπο καὶ ὁ Μοναχὸς ποῦ ἀναχώρησε ἀληθινὰ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ προσῆλθε στὸ Χριστὸ ὑπακούοντας μὲ συναίσθηση στὴν πρόσκλησή Του καὶ ἀνυψώθηκε σὲ ὑψηλὴ πνευματικὴ θεωρία μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν, βλέπει χωρὶς πλάνη τὸν ἴδιο το Θεὸ καὶ ἀντιλαμβάνεται ὁλοκάθαρα τὴν ἀλλοίωση ποῦ τοῦ ἔχει γίνει. Βλέπει δηλαδὴ πάντοτε τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος ποῦ τὸν περιλάμπει, ἡ ὁποία καὶ ἔνδυμα ὀνομάζεται καὶ βασιλικὴ πορφύρα.  Ἡ μᾶλλον ποῦ εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός, ἀφοῦ Αὐτὸν ντύνονται ὅσοι πιστεύουν σ΄ Αὐτόν.
  60. Πολλοί διαβάζουν τὶς θεῖες Γραφές, ἐνῶ ἄλλοι τὶς ἀκοῦνε ὅταν διαβάζονται. Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ μποροῦν νὰ γνωρίζουν ὀρθὰ τὴν ἀξία καὶ τὴ σημασία ὅσων διαβάζουν. Οἱ πολλοὶ ἄλλοτε ἀποφαίνονται ὅτι εἶναι ἀδύνατά τα λεγόμενα στὶς θεῖες Γραφές, κι ἄλλοτε τὰ βρίσκουν ἀπίστευτα ἥ τους δίνουν σφαλερὴ ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία. Καὶ ἐκεῖνα ποῦ λένε οἱ Γραφὲς ὅτι θὰ γίνουν στὸν παρόντα χρόνο, τὰ νομίζουν γιὰ μέλλοντα, ἐνῶ τὰ μέλλοντα, νομίζουν ὅτι ἔγιναν καὶ κάθε μέρα γίνονται. Καὶ δὲν ἔχουν ὀρθὴ κρίση μέσα τους, οὔτε ἀληθινὴ διάκριση σὲ θεία καὶ ἀνθρώπινα πράγματα.
  61. Ολους τοὺς πιστοὺς ὀφείλομε νὰ τοὺς βλέπομε σὰν ἕναν, καὶ νὰ σκεφτόμαστε ὅτι στὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ νὰ ἔχομε γιὰ τὸν καθένα τέτοια ἀγάπη, ὥστε νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ θυσιάσομε γιὰ χάρη του καὶ τὴ ζωή μας. Γιατί ὀφείλομε νὰ μὴ λέμε οὔτε νὰ θεωροῦμε κανένα ἄνθρωπο κακό, ἀλλὰ ὅλους νὰ τοὺς βλέπομε ὡς καλούς, ὅπως εἴπαμε. Κι ἂν δεῖς ἕνα ἀδελφὸ νὰ ἐνοχλεῖται ἀπὸ πάθη, μὴν τὸν μισήσεις αὐτόν· μίσησε τὰ πάθη ποῦ τὸν πολεμοῦν. Καὶ ἂν τὸν δεῖς νὰ τυραννειται ἀπὸ ἐπιθυμίες καὶ συνήθειες προηγουμένων ἁμαρτιῶν, περισσότερο σπλαχνίσου τὸν, μὴν τυχὸν δοκιμάσεις καὶ σὺ πειρασμό, ἀφοῦ εἶσαι ἀπὸ ὑλικὸ ποῦ εὔκολα γυρίζει ἀπὸ τὸ καλὸ στὸ κακό.
  62. Οποιος εἶναι κίβδηλος λόγω ὑποκρισίας, ἡ ἐπίμεμπτος γιὰ τὰ ἔργα του ἡ ραγισμένος ἀπὸ κάποιο πάθος, ἡ κάπως ἐλλιπὴς ἀπὸ ἀμέλεια σὲ κάτι, αὐτὸς δὲν συμπεριλαμβάνεται στοὺς ἀκέραιους κρίκους, ἀλλὰ ἀπορρίπτεται ὡς ἄχρηστος καὶ ἀδόκιμος. Γιατί αὐτὸς μπορεῖ νὰ γίνει αἰτία σὲ καιρὸ ἐντάσεως νὰ σπάσει ἡ συνοχὴ τῆς ἁλυσίδας, καὶ νὰ προξενήσει διαίρεση στὰ ἀδιαίρετα καὶ λύπες καὶ στὰ δύο μέρη: σ΄ ὅσους ἔχουν προχωρήσει, λύπη γιὰ κείνους ποῦ ἔμειναν πίσω· καὶ σ΄ αὐτούς, πόνο γιὰ τὸ χωρισμό τους ἀπὸ αὐτοὺς ποῦ προχωροῦν.
  63. Οπως ὅταν ρίξει κανεὶς χῶμα πάνω στὴ φλόγα ἀναμμένου καμινιοῦ, τὴ σβήνει, ἔτσι καὶ οἱ βιοτικὲς μέριμνες καὶ κάθε εἴδους ἐμπαθὴς προσκόλληση, ἔστω καὶ σ΄ ἕνα εὐτελὲς καὶ παραμικρὸ πράγμα, ἐξαφανίζει τὴ φλόγα ποῦ ἄναψε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴν καρδιά.
  64. Εκεινος ποῦ ἐγκυμονεῖ τὸ φόβο τοῦ θανάτου, σιχαίνεται κάθε φαγητὸ καὶ ποτὸ καὶ στολισμὸ στὴν ἐνδυμασία. Καὶ δὲ θὰ φάει, οὔτε νερὸ θὰ πιεῖ ἡδονικά· θὰ δώσει μόνο τα ἀπαραίτητα στὸ σῶμα, μόνο ὅσα τοῦ ἀρκοῦν γιὰ νὰ ζήσει. Θὰ ἀπαρνηθεῖ κάθε τοῦ θέλημα καὶ θὰ γίνει μὲ διάκριση δοῦλος γιὰ ὅλα ὅσα τὸν διατάζουν.
  65. Εκεινος ποῦ παρέδωσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ δοῦλο στοὺς κατὰ Θεὸν πατέρες του, ἀπὸ φόβο τῆς κολάσεως, δὲ θὰ προτιμήσει νὰ τὸν διατάζουν ἐκεῖνα ποῦ ἀνακουφίζουν τὸν πόνο τῆς καρδίας του, οὔτε ἐκεῖνα ποῦ λύνουν τὰ δεσμὰ τοῦ φόβου. Οὔτε θὰ ὑπακούσει σ΄ ἐκείνους ποῦ ἐπιδιώκουν νὰ τὸν ὁδηγήσουν σ΄ αὐτὰ μὲ τρόπο φιλικὸ ἡ κολακευτικὸ ἡ ἐπιτακτικό.  Ἀλλὰ μᾶλλον θὰ προτιμήσει ἐκεῖνα ποῦ μεγαλώνουν αὐτὸν τὸν πόνο καὶ θὰ θελήσει ἐκεῖνα ποῦ σφίγγουν τὰ δεσμὰ τοῦ φόβου καὶ θ΄ ἀγαπήσει ὅσα ἐνισχύουν αὐτὸν τὸ δήμιο. Σ΄ αὐτὰ θὰ ἐμμείνει, σὰν νὰ μὴν περιμένει ποτὲ νὰ ἐλευθερωθεῖ ὁλότελα ἀπὸ αὐτά. Γιατί ἡ ἐλπίδα τῆς ἀπαλλαγῆς κάνει ἐλαφρότερο τὸν πόνο, πράγμα ποῦ δὲν ὠφελεῖ ἐκεῖνον ποῦ μετανοεῖ θερμά.
  66. Σέ καθένα ποῦ ἀρχίζει νὰ ζεῖ κατὰ Θεόν, εἶναι ὠφέλιμος ὁ φόβος τῆς κολάσεως καὶ ὁ πόνος ποῦ γεννιέται ἀπὸ αὐτόν.  Ἐκεῖνος ποῦ φαντάζεται ὅτι μπορεῖ νὰ βάλει ἀρχὴ χωρὶς αὐτὸν τὸν πόνο καὶ τὸ δεσμό, δὲ θεμελιώνει μόνο πάνω στὴν ἄμμο τὶς πράξεις του, ἀλλὰ καὶ νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ χτίσει σπίτι στὸν ἀέρα χωρὶς θεμέλια, πράγμα τελείως ἀδύνατο. Γιατί ὁ πόνος αὐτός σε λίγο γέννα κάθε χαρά, καὶ ὁ δεσμὸς αὐτὸς συντρίβει τὰ δεσμὰ ὅλων των ἁμαρτημάτων καὶ τῶν παθῶν, καὶ ὁ δήμιος αὐτὸς προξενεῖ ὄχι θάνατο, ἀλλὰ ζωὴ αἰώνια.
  67. Οποιος δὲ θελήσει νὰ ἀποσκιρτήσει καὶ νὰ ξεφύγει τὸν πόνο ποῦ γεννᾶ ὁ φόβος τῆς αἰώνιας κολάσεως, ἀλλὰ τὸν ἀκολουθήσει μὲ τὴν προαίρεσή του καὶ σφίξει περισσότερό τα δεσμὰ τοῦ ἀνάλογα μὲ τὴν ἀντοχή του, θὰ ἔχει συντομότερο δρόμο καὶ θὰ παρουσιαστεῖ ἐμπρὸς στὸν Βασιλέα τῶν βασιλευόντων. Μόλις γίνει αὐτὸ καὶ δεῖ ἀμυδρὰ τὴ δόξα Του, παρευθὺς θὰ λυθοῦν τὰ δεσμά, ὁ δήμιος φόβος θὰ φύγει μακριά του καὶ ὁ πόνος τῆς καρδίας του θὰ γίνει χαρά· καὶ θὰ γίνει πηγή, ἡ ὁποία αἰσθητως θὰ ἀναβλύζει δάκρυα ἀέναα σὰν ποτάμι, καὶ νοητως γαλήνη, πραότητα καὶ ἀνέκφραστη γλυκύτητα. Κι ἀκόμη θὰ τοῦ δώσει ἀνδρεία καὶ προθυμία νὰ τρέχει ἐλεύθερα καὶ ἀνεμπόδιστα πρὸς τὴν ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Κάτι τέτοιο εἶναι ἀδύνατο στοὺς ἀρχαρίους· εἶναι γνώρισμα ὅσων ἔχουν προκόψει καὶ φτάσει στὸ μέσο. Γιὰ ὅσους ὅμως πλησιάζουν στὴν τελείωση, ἡ πηγὴ αὐτὴ γίνεται φῶς μὲ ξαφνικὴ ἀλλοίωση καὶ μεταβολὴ τῆς καρδίας.
  68. Εκεινος ποῦ βλέπει μέσα του τὸ φῶς τοῦ Παναγίου Πνεύματος, μὴν ἀντέχοντας νὰ τὸ βλέπει, πέφτει πρηνὴς στὴ γῆ καὶ κράζει καὶ φωνάζει μὲ ἐκπλήξη καὶ μεγάλο φόβο, γιατί εἶδε καὶ ἔπαθε κάτι ποῦ εἶναι πάνω ἀπὸ τὴ φύση καὶ ἀπὸ κάθε λόγο καὶ ἔννοια. Καὶ γίνεται σὰν ἄνθρωπος ποῦ ἄναψε μέσα στὰ σπλάχνα τοῦ φωτιά, ἀπὸ τὴν ὁποία καίγεται καὶ μὴν μπορώντας νὰ ὑποφέρει τὴν πυρπόληση αὐτή, εἶναι σὰν νὰ βρίσκεται σὲ ἔκσταση καὶ σὰν νὰ μὴν ἔχει δύναμη νὰ ἐλέγξει τὸν ἑαυτό του. Καὶ καθὼς λούζεται μὲ ἀκατάπαυστα δάκρυα καὶ δροσίζεται ἀπὸ αὐτά, ἀνάβει δυνατότερα τὴ φωτιὰ τοῦ πόθου του. Χύνει τότε περισσότερα δάκρυα καὶ μὲ αὐτὰ πλένεται καὶ ἀστράφτει πιὸ λαμπρά. Κι ὅταν πυρωθεῖ ὁλότελα καὶ γίνει φῶς, τότε ἐκπληρώνεται τὸ ρητό: « Ὁ Θεὸς ποῦ ἑνώνεται μὲ θεοὺς καὶ γίνεται γνωστὸς σ΄ αὐτούς, ἴσως στὸ βαθμὸ ποῦ ἤδη ἔχει ἑνωθεῖ μὲ ὅσους ἑνώθηκαν μαζί Του καὶ ἔχει ἀποκαλυφθεῖ σὲ ὅσους Τὸν γνώρισαν».
  69. Πρίν ἀποκτήσομε τὸ πένθος καὶ τὰ δάκρυα -ἃς μὴ μᾶς ξεγελᾶ κανεὶς μὲ ἀπατηλὰ λόγια καὶ ἃς μὴ διατηροῦμε αὐταπάτες- δὲν ὑπάρχει μέσα μας μετάνοια καὶ ἀληθινὴ μεταμέλεια, οὔτε φόβος Θεοῦ στὶς καρδιές μας, οὔτε καταδικάσαμε τοὺς ἑαυτούς μας, οὔτε ἡ ψυχὴ μᾶς ἦρθε σὲ αἴσθηση τῆς μελλοντικῆς κρίσεως καὶ τῶν αἰωνίων βασάνων. Γιατί ἂν καταδικάζαμε τοὺς ἑαυτούς μας, οὔτε ἡ ψυχὴ μᾶς ἦρθε σὲ αἴσθηση τῆς μελλοντικῆς κρίσεως καὶ τῶν αἰωνίων βασάνων. Γιατί ἂν καταδικάζαμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἀποκτούσαμε τὰ παραπάνω, εὐθὺς θὰ κυλοῦσαν καὶ τὰ δάκρυά μας. Χωρὶς αὐτὰ οὔτε ἡ σκληροκαρδία μᾶς μπορεῖ νὰ μαλακώσει ποτέ, οὔτε ἡ ψυχή μας θὰ ἀποκτήσει πνευματικὴ ταπείνωση, οὔτε θὰ βροῦμε τὴ δύναμη νὰ γίνομε ταπεινοί. Κι ἐκεῖνος ποῦ δὲν ἔφτασε σὲ τέτοια κατάσταση, δὲν μπορεῖ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ  Ἅγιο Πνεῦμα.  Ἐκεῖνος πάλι ποῦ δὲν ἑνώθηκε μὲ Αὐτὸ ἔπειτα ἀπὸ κάθαρσή του, οὔτε στὴ θεωρία καὶ στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ φτάσει, οὔτε εἶναι ἄξιος νὰ διδάσκεται μυστικὰ τὶς ἀρετὲς τῆς ταπεινώσεως.
  70. Εκείνους ποῦ ὑποκρίνονται ὅτι ἔχουν ἀρετὴ καὶ ἄλλο δείχνει τὸ σχῆμα τους καὶ ἄλλο εἶναι τὸ ἐσωτερικό τους, γεμάτο ἀπὸ κάθε ἀδικία, ἀπὸ φθόνο, φιλονεικία καὶ δυσωδία τῶν ἡδονῶν, οἱ περισσότεροί τους τιμοῦν σὰν ἀπαθεῖς καὶ ἁγίους, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν καθαρά τα μάτια τῆς ψυχῆς καὶ δὲν μποροῦν νὰ τοὺς ἀντιληφθοῦν ἀπὸ τοὺς καρπούς τους.  Ἐκείνους ὅμως ποῦ ζοῦν μὲ εὐλάβεια καὶ ἀρετὴ καὶ ἁπλότητα στὴν καρδιὰ καὶ εἶναι πράγματι ἅγιοι, τοὺς περνοῦν γιὰ κοινοὺς ἀνθρώπους, τοὺς προσπερνοῦν μὲ καταφρόνηση καὶ τοὺς θεωροῦν γιὰ μηδέν.
  71. Τέτοιοι ἄνθρωποι θεωροῦν διδακτικὸ καὶ πνευματικό το φλύαρο καὶ ἐπιδεικτικό· ἐνῶ τὸ σιωπηλὸ ποῦ ἀποφεύγει μὲ προσοχὴ τὴν ἀργολογία, τὸν λένε ἀγροῖκο καὶ ἀμίλητο.
  72. Εκεινον ποῦ μιλᾶ μὲ τὴ χάρη τοὺ  Ἁγίου Πνεύματος, οἱ ὑπερόπτες ποῦ σὰν τὸν διάβολο νοσοῦν ἀπὸ ὑπερηφάνεια, τὸν ἀποστρέφονται ὡς ὑπερόπτη καὶ ὑπερήφανο, γιατί πληγώνονται μᾶλλον μὲ τὰ λόγια του ἀντὶ νὰ ἔρχονται σὲ κατάνυξη.  Ἀντίθετα, ἐκεῖνον ποῦ μιλάει τορνευτὰ λόγια ἀπὸ τὸ μυαλό του ἡ ἀπὸ μαθήματα καὶ ἐξαπατᾶ τοὺς ἄλλους σχετικὰ μὲ τὴ σωτηρία, αὐτὸν τὸν ὑπερεπαινοῦν καὶ τὸν παραδέχονται. Καὶ ἔτσι δὲν ὑπάρχει ἀνάμεσά τους κανεὶς ποῦ νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει καὶ νὰ δεῖ τὰ πράγματα ὅπως πράγματι εἶναι.
  73. «Μακάριοι -λέει ὁ Θεὸς- ὅσοι εἶναι καθαροὶ στὴν καρδιά, γιατί αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸ Θεό».  Ἡ καθαρὴ καρδιὰ δὲ γίνεται ἀπὸ μία ἀρετή, οὔτε δύο, οὔτε δέκα, ἀλλὰ ὅταν ὅλες μαζὶ ἀποτελέσουν μία, ἃς ποῦμε, καὶ αὐτὴ κατορθωθεῖ στὸν τέλειο βαθμό. Μὰ οὔτε καὶ τότε μποροῦν οἱ ἀρετὲς μόνες τους νὰ κάνουν καθαρὴ τὴν καρδιά, χωρὶς τὴν ἐνέργεια καὶ τὴν παρουσία τοὺ  Ἁγίου Πνεύματος.  Ὅπως ὁ χαλκιὰς ἐργάζεται τὴν τέχνη του μὲ τὰ ἐργαλεῖα του, ἀλλὰ χωρὶς τὴν ἐνέργεια τῆς φωτιᾶς δὲν μπορεῖ νὰ κατασκευάσει τὸ παραμικρό, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος κάνει τὰ πάντα καὶ μεταχειρίζεται τὶς ἀρετὲς σὰν ἐργαλεῖα, χωρὶς ὅμως τὴν παρουσία τοῦ πνευματικοῦ πυρός, ὅλα μένουν ἀνενέργητα καὶ ἀνώφελα· δὲν καθαρίζουν τὴν ἀκαθαρσία καὶ τὸ πύον τῆς ψυχῆς.
  74. Από τὸ  Ἅγιο Βάπτισμα παίρνομε τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ ἐλευθερωνόμαστε ἀπὸ τὴν παλιὰ κατάρα καὶ ἁγιαζόμαστε μὲ τὴν παρουσία τοὺ  Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν τέλεια ὅμως χάρη, σύμφωνα μὲ τὸ ρητό: «Θὰ κατοικήσω μέσα τους καὶ θὰ βαδίσω ἀνάμεσά τους», δὲν τὴν παίρνομε τότε·αὐτὴ ἀνήκει σὲ ὅσους ἔχουν βέβαιη πίστη καὶ τὴν ἐκδηλώνουν μὲ τὰ ἔργα τους. Γιατί ὅταν ἐκτραποῦμε μετὰ τὸ βάπτισμα σὲ πονηρὲς καὶ αἰσχρὲς πράξεις, χάνομε τελείως τὸν ἁγιασμὸ ποῦ πήραμε σ΄ αὐτό.  Ἔπειτα, μὲ ἀνάλογη μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση καὶ δάκρυα, παίρνομε πρῶτα τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἁγιασμὸ μαζὶ μὲ τὴν οὐράνια χάρη.
  75. Μέ τὴ μετάνοια γίνεται ἡ ἐξάλειψη τῶν αἰσχρῶν πράξεων.  Ὕστερα ἀπὸ αὐτή, χορηγεῖται τὸ  Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι βέβαια χωρὶς προϋποθέσεις, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὴν πίστη, τὴ διάθεση καὶ τὴν ταπείνωση ἐκείνων ποῦ μετανοοῦν μὲ ὅλη τὴν ψυχή τους, κι ἀφοῦ λάβουν κι αὐτοὶ τὴν τέλεια ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους ἀπὸ τὸν πνευματικό τους πατέρα καὶ ἀνάδοχο. Γὶ΄ αὐτὸ καλὸ εἶναι νὰ μετανοοῦμε κάθε μέρα, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου. Γιατί τὸ «μετανοεῖτε, ἔφτασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» μᾶς δείχνει ὅτι εἶναι ἀπεριόριστη ἡ ἐργασία τῆς μετάνοιας.
  76. Η χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος δίνεται σὰν ἀρραβώνας στὶς ψυχὲς ποῦ νυμφεύονται τὸ Χριστό. Καὶ ὅπως χωρὶς ἀρραβώνα ἡ γυναίκα δὲν ἐξασφαλίζει ὅτι θὰ γίνει σίγουρα ἡ ἑνωσή της μὲ τὸν ἄνδρα, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ποτὲ δὲ βεβαιώνεται ἐσωτερικὰ ὅτι θὰ εἶναι αἰώνια μαζὶ μὲ τὸν Κύριο καὶ Θεό της, }ἡ ὅτι θὰ ἑνώνεται μαζί Του μὲ μυστικὸ καὶ ἀνέκφραστο τρόπο καὶ θὰ ἀπολαμβάνει τὸ ἀπλησίαστο κάλλος Του, ἂν δὲν λάβει τὸν ἀρραβώνα τῆς χάρης Του καὶ δὲν τὸν ἀποκτήσει κατὰ τρόπο συνειδητὸ μέσα της.
  77. Οπως τὰ προικοσύμφωνα, ὅταν δὲν ὑπογραφοῦν ἀπὸ ἀξιόπιστους μάρτυρες, δὲν κάνουν βέβαιο τὸν ἀρραβώνα, ἔτσι καὶ ἡ ἔλλαμψη τῆς χάρης δὲν εἶναι ἀσφαλὴς πρὶν ἀπὸ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν.  Ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν καὶ οἱ ἀρετὲς εἶναι γιὰ τὸν πνευματικὸ ἀρραβώνα ὅ,τι καὶ οἱ μάρτυρες στὰ προικοσύμφωνα. Μ΄ αὐτὲς δηλαδὴ ἀποκτοῦν οἱ μέλλοντες νὰ σωθοῦν τὴν τέλεια κατοχὴ τοῦ ἀρραβώνα.
  78. Πρωτα γράφονται, ἃς ποῦμε, τὰ προικοσύμφωνα μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν, καὶ κατόπιν σφραγίζονται ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ ὑπογράφονται. Καὶ τότε δίνει ὁ Νυμφίος Χριστὸς στὴν νύμφη ψυχὴ τὸ δαχτυλίδι, δηλαδὴ τὸν ἀρραβώνα τοῦ Πνεύματος.
  79. Οπως ἡ νύμφη πρὶν ἀπὸ τὸ γάμο παίρνει μονάχα τὸν ἀρραβώνα ἀπὸ τὸ νυμφίο, τὴ συμφωνημένη ὅμως προίκα καὶ τὰ ὑποσχεμένα δῶρα περιμένει νὰ τὰ πάρει μετὰ τὸ γάμο, ἔτσι καὶ ἡ νύμφη τῶν πιστων  Ἐκκλησία καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ καθενός μας, πρῶτα παίρνει ἀπὸ τὸ Νυμφίο Χριστὸ μόνο τὸν ἀρραβώνα τοῦ Πνεύματος. Τὰ αἰώνια ὅμως ἀγαθὰ καὶ τὴν οὐράνια βασιλεία, περιμένει νὰ τὰ λάβει μετὰ τὴν ἀναχώρηση ἂπ΄ αὐτὸν τὸν κόσμο, ὅπως βεβαιώνεται ἀπὸ τὸν ἀρραβώνα, ὁ ὁποῖος τῆς δείχνει σὰν μέσα σὲ καθρέφτη τὰ αἰώνια ἀγαθὰ καὶ τὴ βεβαιώνει γιὰ τὰ συμφωνημένα μὲ τὸν Κύριο καὶ Θεό της.
  80. Αν καθυστερεῖ ὁ νυμφίος σὲ ταξίδι μακρινό, ἡ ἀπασχολεῖται μὲ ἄλλες ὑποθέσεις καὶ ἀναβάλλει τὸ γάμο, ἡ νύμφη μπορεῖ νὰ θυμώσει, νὰ κταφρονήσει τὴν ἀγάπη του καὶ νὰ σβήσει ἡ νὰ σχίσει τὸ χαρτὶ τοῦ ἀρραβώνα, ἐγκαταλείποντας ἔτσι ἀμέσως τὶς ἐλπίδες της γιὰ τὸ γάμο. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ψυχή.  Ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀγωνιζόμενους σκεφτεῖ: «ὡς πότε ὀφείλω νὰ ὑποφέρω;» καὶ παραμελήσει ὁλωσδιόλου τοὺς ἀσκητικοὺς κόπους καὶ ἀγῶνες, εἶναι σὰν νὰ σβήνει καὶ νὰ σχίζει μὲ τὴν παραμέληση τῶν ἐντολῶν καὶ τὴν ἐγκατάλειψη τῆς ἀδιάκοπης μετάνοιας τὰ συμφωνητικά, κι ἔτσι χάνει ἀμέσως καὶ τὸν ἀρραβώνα καὶ τὴν ἐλπίδα πρὸς τὸ Θεὸ ὁλότελα.
  81. Οταν ἡ νύμφη μεταθέσει τὴν ἀγάπη της ἀπὸ τὸ νυμφίο σὲ κάποιον ἄλλον καὶ κοιμηθεῖ μαζί του φανερὰ ἡ κρυφά, ὄχι μόνον δὲν παίρνει τίποτε ἀπὸ ὅσα τῆς ὑποσχέθηκε ὁ νυμφίος, ἀλλὰ περιμένει καὶ ἄξια τιμωρία καὶ κατηγορία κατὰ τὸ νόμο. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μ΄ ἐμᾶς.  Ὅταν κανεὶς μεταθέσει τὴν ἀγάπη του ἀπὸ τὸ νυμφίο Χριστὸ στὴν ἐπιθυμία κάποιου ἄλλου πράγματος φανερὰ ἡ κρυφά, καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ δεθεῖ μὲ αὐτὸ τὸ πράγμα, γίνεται μισητὴ καὶ σιχαμερὴ στὸ Νυμφίο της καὶ ἀνάξια νὰ ἑνωθεῖ μαζί Του. Γιατί Αὐτὸς εἶπε: « Ἐγὼ ἀγαπῶ ὅσους μὲ ἀγαποῦνε».
  82. Από αὐτὰ τὰ σημεῖα πρέπει ὁ καθένας νὰ κατανοεῖ ἂν ἔλαβε τὸν ἀρραβώνα τοῦ Πνεύματος ἀπὸ τὸ Νυμφίο καὶ Δεσπότη Χριστό. Καὶ ἂν τὸν ἔλαβε, ἃς φροντίζει νὰ τὸν κρατᾶ.  Ἂν ὅμως δὲν ἀξιώθηκε ἀκόμη νὰ τὸν λάβει, ἃς φροντίσει μὲ τὰ καλὰ ἔργα καὶ τὶς πράξεις καὶ τὴν ὁλοθερμὴ μετάνοια νὰ τὸν λάβει καὶ νὰ τὸν φυλάξει μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν.
  83. Τή στέγη κάθε σπιτιοῦ τὴ στηρίζουν τὰ θεμέλια καὶ οἱ τοῖχοι. Τὰ θεμέλια πάλι μπαίνουν ὡς ἀπαραίτητα καὶ χρήσιμα γιὰ νὰ σηκώσουν τὴ στέγη. Καὶ οὔτε ἡ στέγη μπορεῖ νὰ κατασκευαστεῖ χωρὶς θεμέλια, οὔτε τὰ θεμέλια χωρὶς στέγη χρησιμεύουν ἡ ὠφελοῦν στὸ παραμικρό.  Ἔτσι καὶ ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος συντηρεῖται μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν, ἐνῶ τὰ ἔργα τῶν ἐντολῶν καταβάλλονται σὰν θεμέλια γιὰ τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ οὔτε ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος παραμένει χωρὶς τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν, οὔτε ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι χρήσιμη καὶ ὠφέλιμη.
  84. Οπως τὸ δίχως σκεπὴ σπίτι ποῦ ἔμεινε ἔτσι ἀπὸ ἀμέλεια τοῦ οἰκοδόμου, ὄχι μόνον εἶναι ἄχρηστο, ἀλλὰ καὶ προκαλεῖ εἰρωνεῖες σὲ βάρος ἐκείνου ποῦ τὸ ἔκτισε, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποῦ ἔβαλε τὰ θεμέλια της ἐργασίας τῶν ἐντολῶν καὶ σήκωσε τοίχους ὑψηλῶν ἀρετῶν, ἂν δὲν λάβει καὶ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος μὲ θεωρία καὶ γνώση ψυχῆς, εἶναι ἀτελὴς καὶ ἄξιος νὰ τὸν οἰκτείρουν οἱ τέλειοι. Αὐτὸς στερήθηκε τὴ χάρη ὁπωσδήποτε ἀπὸ δύο αἰτίες.  Ἡ ἀμέλησε τὴ μετάνοια, η, βλέποντας τὸ σύνολο τῶν ἀρετῶν, ἀποθαρρύνθηκε ἀπὸ τὸ ἄπειρο πλῆθος τους καὶ παρέλειψε κάποια ἀπὸ ἐκεῖνες ποῦ ἐμεῖς τὶς θεωροῦμε πολὺ μικρές, εἶναι ὅμως ἀναγκαῖες γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ σπίτι τῶν ἀρετῶν. Γιατί χωρὶς αὐτὲς δὲν μπορεῖ νὰ στεγασθεῖ μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος.
  85. Αν γὶ΄ αὐτὸ κατῆλθε στὴ γῆ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, γιὰ νὰ μᾶς συμφιλιώσει δηλαδὴ μέσω τοῦ ἐαυτοῦ Του μὲ τὸν Πατέρα Του, μὲ τόν  Ὁποῖο ἤμαστε ἐχθροί, καὶ νὰ μᾶς ἑνώσει συνειδητὰ μὲ τὸν ἑαυτὸ Τοῦ μέσω τοὺ  Ἁγίου καὶ ὁμοουσίου Πνεύματός Του, ποιὰ ἄλλη χάρη θὰ ἐπιτύχει ἐκεῖνος ποῦ θὰ χάσει αὐτή;  Ὁπωσδήποτε οὔτε συμφιλιώθηκε μὲ Αὐτόν, οὔτε ἑνώθηκε μαζί Του μὲ τὴ μέθεξη τοὺ  Ἁγίου Πνεύματος.
  86. Εκεινος ποῦ ἔγινε μέτοχός του θείου Πνεύματος, ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὶς ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες καὶ ἡδονές, δὲν ἀποχωρίζεται ὅμως τὶς σωματικὲς ἀνάγκες τῆς φύσεως.  Ὡς ἐλευθερωμένος λοιπὸν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἐμπαθοῦς ὀρέξεως καὶ ἑνωμένος μὲ τὴν ἀθάνατη δόξα καὶ γλυκύτητα, βιάζεται ἀδιάκοπα νὰ εἶναι στὰ οὐράνια καὶ νὰ μένει μαζὶ μὲ τὸ Θεό, καὶ οὔτε γιὰ λίγο νὰ μὴν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴ θεωρία Του καὶ τὴν ἀκόρεστη ἀπόλαυσή Του.  Ἀλλὰ καὶ ὡς δεμένος μὲ τὴ φθορὰ καὶ μὲ τὸ σῶμα, κατακάμπτεται ἀπὸ αὐτὸ καὶ σέρνεται καὶ στρέφεται στὰ γήινα, καὶ ἔχει γὶ΄ αὐτὸ τόση λύπη, ὅση νομίζω ἔχει ἡ ψυχὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅταν χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα.
  87. Οπως σ΄ ἐκεῖνον ποῦ ἀγαπᾶ τὸ σῶμα του καὶ τὴ ζωή του, τὶς ἡδονὲς καὶ τὸν κόσμο, ὁ χωρισμὸς ἀπὸ αὐτὰ εἶναι θάνατος, ἔτσι καὶ σ΄ ἐκεῖνον ποῦ ἀγαπᾶ τὴν ἁγνεία καὶ τὸ Θεό, τὰ αὐλα καὶ τὴν ἀρετή, εἶναι πραγματικὸς θάνατος ἀκόμη καὶ ὁ παραμικρὸς χωρισμὸς τῆς διάνοιάς του ἀπὸ αὐτά.  Ἂν ἐκεῖνος ποῦ βλέπει τὸ αἰσθητὸ φῶς κλείσει λίγο τα μάτια του ἥ του τὰ καλύψει ἕνας ἄλλος, στενοχωρεῖται καὶ λυπεῖται καὶ δὲν μπορεῖ διόλου νὰ τὸ ἀνεχθεῖ αὐτό, καὶ μάλιστα ἂν ἔβλεπε πράγματα χρήσιμα καὶ παράξενα. Δὲ θὰ λυπηθεῖ καὶ δὲ θὰ θλίβει περισσότερο ἐκεῖνος ποῦ φωτίζεται ἀπὸ τὸ  Ἅγιο Πνεῦμα καὶ βλέπει αἰσθητὰ καὶ νοερά, στὴν ἐγρήγορση ἡ στὸν ὕπνο του, ἐκεῖνα τὰ ἀγαθὰ ποῦ μάτια δὲν τὰ εἶδαν καὶ αὐτιὰ  δὲν τ΄ ἀκοῦσαν καὶ ἄνθρωπος δὲν τὰ διανοήθηκε, τὰ ὁποῖα καὶ οἲ  Ἄγγελοι ἐπιθυμοῦν νὰ κατανοήσουν, ἂν ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὴ θεωρία ὅλων αὐτῶν ἀπὸ κάποιο ἄλλο πράγμα; Γιατί αὐτὸ τοῦ φαίνεται θάνατος καὶ ἀποξένωση ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή.
  88. Αλλοι μακάρισαν τὸν ἐρημικὸ βίο καὶ ἄλλοι τὸν κοινοβιακό, ἄλλοι το νὰ εἶναι προϊστάμενοι λαοῦ καὶ νὰ τὸν νουθετοῦν καὶ νὰ τὸν διδάσκουν καὶ νὰ συγκροτοῦν ἐκκλησίες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες πολλοὶ τρέφονται ψυχικὰ καὶ σωματικά.  Ἐγὼ κανέναν δὲν προτιμῶ ἀπὸ τὸν ἄλλον· οὔτε τὸν ἕνα ἐπαινῶ, οὔτε τὸν ἄλλο κατηγορῶ, ἀλλὰ πιστεύω ὅτι σὲ ὅλα καὶ σὲ κάθε ἔργο καὶ πράξη, ἡ ζωὴ ποῦ γίνεται γιὰ τὸ Θεὸ καὶ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι παμμακάριστη.
  89. Η ζωὴ τῶν ἀνθρώπων διατηρεῖται ἀπὸ διάφορες ἐπιστῆμες καὶ τέχνες, ὁ καθένας δηλαδὴ ἀσκεῖ τὴ δική του ἐργασία καὶ συνεισφέρει μὲ αὐτήν, καὶ ἔτσι δίνοντας ὁ ἕνας στὸν ἄλλο καὶ παίρνοντας ἀπὸ αὐτόν, ζοῦν οἱ ἄνθρωποι ἰκανοποιώντας τὶς φυσικὲς καὶ ὑλικές τους ἀνάγκες.  Ἔτσι συμβαίνει καὶ στὰ πνευματικά.  Ἀσκώντας καθένας ἄλλη ἀρετὴ καὶ ἀκολουθώντας ἄλλο δρόμο τῆς ζωῆς, κατευθύνονται ὅλοι ἀπὸ κάθε μέρος στὸν ἴδιο σκοπό.
  90. Σκοπός ὅλων ἐκεινῶν ποῦ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ εὐαρεστήσουν τὸ Χριστό, τὸ Θεό μας, νὰ ἐπιτύχουν τὴ συμφιλίωση μὲ τὸν Πατέρα μέσω τῆς μετοχῆς τοῦ Πνεύματος, καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ κερδίσουν τὴ σωτηρία τους. Γιατί αὐτὸ εἶναι ἡ σωτηρία κάθε ψυχῆς, καὶ ἂν αὐτὸ δὲ γίνει, ἄχρηστος ὁ κόπος καὶ μάταιη ἡ ἐργασία μας.  Ἀνώφελος θὰ εἶναι καὶ κάθε δρόμος ζωῆς, ὁ ὁποῖος δὲν ὁδηγεῖ σ΄ αὐτὸ ἐκεῖνον ποῦ τὸν ἀκολουθεῖ.
  91. Εκεινος ποῦ ἄφησε ὅλον τὸν κόσμο καὶ πῆγε στὸ βουνὸ τάχα γιὰ ἡσυχία, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ γράφει ἐπιδεικτικὰ στοὺς κοσμικούς, καὶ ἄλλους μὲν μακαρίζει, ἄλλους κολακεύει καὶ ἄλλους ἐπαινεῖ, μοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποῦ πῆρε διαζύγιο ἀπὸ γυναίκα πόρνη, ἄσχημη καὶ κακιὰ καὶ ἔφυγε σὲ μακρινὸ τόπο γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴ θύμησή της· κατόπιν ὅμως, ἀφοῦ ξέχασε τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο πῆγε στὸ βουνό, ὀρέγεται νὰ γράφει πρὸς ὅσους συναναστρέφονται μὲ τὴν πόρνη ἐκείνη καὶ μολύνονται, ἃς ποῦμε, μαζί της, καὶ νὰ τοὺς μακαρίζει. Αὐτός, ἐφόσον παραδέχεται μὲ τὴν πρόθεσή του τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς, συμμετέχει κατὰ κάποιο τρόπο στὴ μίξη τους μὲ ἐκείνη, ἂν ὄχι μὲ τὸ σῶμα του, ἀλλὰ ὁπωσδήποτε μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ του.
  92. Οσο ἀξιέπαινοι καὶ μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ ζοῦν μέσα στὸν κόσμο καὶ διατηροῦν καθαρὲς τὶς αἰσθήσεις καὶ τὶς καρδιές τους ἀπὸ κάθε πονηρὴ ἐπιθυμία, τόσο ἀξιοκατηγόρητοι καὶ ἀξιοκαταφρόνητοι εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ ζοῦν σὲ ὅρη καὶ σπήλαια καὶ ἐπιθυμοῦν τοὺς ἐπαίνους καὶ τοὺς μακαρισμοὺς τῶν ἀνθρώπων. Γιατί αὐτοὶ θεωροῦνται μοιχοὶ ἀπὸ τὸ Θεὸ ποῦ ἐρευνᾶ τὶς καρδιές μας.  Ἐκεῖνος ποῦ ἐπιθυμεῖ νὰ ἀκουστεῖ ὁ βίος του καὶ τὸ ὀνομά του καὶ ἡ πολιτεία του στὸν κόσμο, γίνεται πόρνος καὶ μοιχὸς στὴ σχέση του μὲ τὸ Θεό, σύμφωνα μὲ τὸν Δαβίδ, ὅπως παλιὰ ὁ λαὸς των  Ἰουδαίων.
  93. Εκεινος ποῦ μὲ ἀνεπιφύλακτη πίστη στὸ Θεὸ ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, πιστεύει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι φιλάνθρωπος καὶ σπλαχνικὸς καὶ δέχεται ὅσους ἔρχονται πρὸς Αὐτὸν μὲ μετάνοια. Ξέροντας ὅτι ὁ Θεὸς τιμᾶ τοὺς δούλους Τοῦ ἐπιτρέποντας νὰ δεχτοῦν ἀτιμώσεις, καὶ τοὺς πλουτίζει μέσα ἀπὸ τὴ φτώχειά τους, καὶ τοὺς δοξάζει μέσα ἀπὸ ὕβρεις καὶ ἐξευτελισμούς, καὶ μέσα ἀπὸ τὸ θάνατο τοὺς καθιστὰ μετόχους καὶ κληρονόμους τῆς αἰώνιας ζωῆς, τρέχει βιαστικὰ μέσω ὅλων αὐτῶν πρὸς τὴν ἀθάνατη πηγὴ σὰν τὸ διψασμένο ἐλάφι. Καὶ μὲ αὐτὰ ἀνεβαίνει πρὸς τὰ ἐπάνω σὰν μὲ σκάλα, τὴν ὁποία ἀνεβαίνουν καὶ κατεβαίνουν  Ἄγγελοι γιὰ νὰ βοηθοῦν τοὺς ἀνερχομένους, καὶ στὴν κορυφὴ τῆς κάθεται ὁ Θεὸς περιμένοντας νὰ δείξομε ὅσο μποροῦμε τὴ διάθεση καὶ τὴν προθυμία μας·ὄχι ὅτι εὐχαριστεῖται νὰ μᾶς βλέπει νὰ κοπιάζομε, ἀλλὰ γιατί ὡς φιλάνθρωπος θέλει νὰ μᾶς δίνει τοὺς μισθούς, σὰν νὰ μᾶς τοὺς ὀφείλει.
  94. Ο Θεὸς δὲν ἀφήνει ποτὲ ἐκείνους ποῦ προσέρχονται ἀνεπιφύλακτα σ΄ Αὐτόν, νὰ πέσουν χωρὶς σηκωμό, ἀλλὰ ὅταν βλέπει ὅτι δὲν ἔχουν δύναμη, συμπράττει καὶ βοηθεῖ, τοὺς προσφέρει ἐνίσχυση ἀπὸ ψηλὰ καὶ τοὺς φέρνει κοντά Του· συνεργεῖ καὶ φανερὰ καὶ κρυφά, καὶ ἔτσι ποῦ αὐτοὶ νὰ μὴν τὸ συνειδητοποιοῦν, καὶ ἀλλιῶς, μὲ τρόπο συνειδητό, ἕως ὅτου ἀφοῦ ἀνέβουν ὅλη τὴν κλίμακα, προσεγγίσουν σ΄ Αὐτὸν καὶ ἑνωθοῦν ἐξ ὁλοκλήρου μὲ Αὐτόν, καὶ λησμονήσουν ὅλα τα ἐπίγεια καὶ βρεθοῦν μαζί Του ἐκεῖ ψηλὰ -εἴτε μὲ τὸ σῶμα τους, εἴτε χωρὶς τὸ σῶμα, δὲν γνωρίζω- νὰ ζοῦν μαζί Του καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν τὰ ἀπόρρητα ἀγαθά.
  95. Ειναι δίκαιο πρῶτα νὰ βάζομε τὸν τράχηλό μας κάτω ἀπὸ τὸ ζυγὸ τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ οὔτε νὰ ἀφηνιάζομε, οὔτε νὰ ὀπισθοχωροῦμε, ἀλλὰ ὀρθὰ καὶ μὲ προθυμία νὰ βαδίζομε πάνω στὰ ἴχνη τοὺς μέχρι θανάτου καὶ μὲ αὐτὲς νὰ καλλιεργοῦμε τὸν ἑαυτό μας, ποῦ εἶναι πράγματι ὁ νέος του Θεοῦ Παράδεισος, ὥσπου ὁ Υἱὸς μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα διὰ μέσου τοὺ  Ἁγίου Πνεύματος ἔρθει καὶ κατοικήσει μέσα μας. Καὶ τότε, ὅταν Τὸν ἀποκτήσομε ὁλοκληρωτικὰ ἐνοικό μας καὶ διδάσκαλο, ὁποῖον ἀπὸ μᾶς προστάξει καὶ ὁποία ὑπηρεσία τοῦ ἐμπιστευθεῖ θὰ τὴν ἀναλάβει καὶ θὰ τὴν ἐκτελέσει πρόθυμα ὅπως θέλει  Ἐκεῖνος. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ τὴ ζητοῦμε πρὶν τὴν ὥρα, μὰ καὶ οὔτε ὅταν μᾶς τὴν ἀναθέτουν ἄνθρωποι νὰ τὴ δεχόμαστε, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε σταθεροὶ στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μας καὶ Θεοῦ καὶ νὰ ἀναμένομε τὸ δικό Του πρόσταγμα.
  96. Οταν μᾶς ἀνατεθεῖ μιὰ διακονία θείων πραγμάτων καὶ διαπρέψομε σ΄ αὐτή, ἂν μᾶς κατευθύνει τὸ Πνεῦμα νὰ στραφοῦμε σὲ ἄλλη διακονία ἡ ἐργασία ἡ πράξη, ἃς μὴ φέρομε ἀντίρρηση. Γιατί ὁ Θεὸς δὲ θέλει οὔτε ἀργοὶ νὰ εἴμαστε, οὔτε στὴν ἴδια ἐργασία ποῦ ἀρχίσαμε νὰ μείνομε ὡς τὸ τέλος, ἀλλὰ νὰ προοδεύομε καὶ νὰ εἴμαστε ἀεικίνητοι γιὰ νὰ ἐπιτύχομε τὰ ἀνώτερα, καθὼς θὰ συμμορφωνόμαστε μὲ τὸ θεῖο θέλημα καὶ ὄχι μὲ τὸ δικό μας.
  97. Εκεινος ποῦ φροντίζει νὰ νεκρώσει τὸ δικό του θέλημα, ὀφείλει νὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί στὴ θέση τοῦ δικοῦ του νὰ ἀντεισάγει μέσα του τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸ φυτεύει καὶ νὰ τὸ μπολιάζει μέσα στὴν καρδιά του.  Ὀφείλει ἀκόμη νὰ προσέχει μὲ ἀκρίβεια ἐκεῖνα ποῦ φυτεύει καὶ μπολιάζει, ἂν δηλαδὴ τὰ φυτὰ ρίζωσαν βαθιὰ καὶ ἐπίασαν, καὶ ἂν στὰ μπόλια ἔκλεισε ἡ πληγὴ καὶ αὐτὰ ἑνώθηκαν καὶ ἔγιναν ἕνα δέντρο· ἂν μεγάλωσαν καὶ ἂν ἔβγαλαν ἄνθη καὶ ἂν ἔκαναν ὡραῖο καὶ γλυκὸ καρπό. Τότε θὰ λησμονήσει καὶ τὴ γῆ ποῦ δέχθηκε πρωτύτερά το σπόρο καὶ τὴ ρίζα πάνω στὴν ὁποία μπολιάστηκε τὸ ἀκατανόητο καὶ ἀπερίγραπτο ἐκεῖνο φυτὸ ποῦ φέρνει ζωή.
  98. Σ΄ ἐκεῖνον ποῦ κόβει τὸ θέλημά του ἀπὸ φόβο Θεοῦ, ὁ Θεὸς χαρίζει τὸ δικό Του θέλημα χωρὶς ἐκεῖνος νὰ τὸ ξέρει ἡ νὰ τὸ συνειδητοποιεῖ, καὶ τὸ κρατάει ἀνεξάληπτο μέσα στὴν καρδιά του· ἀκόμη, ἀνοίγει τὰ μάτια τῆς διάνοιάς του ὥστε νὰ τὸ γνωρίζει καθαρά, καὶ τοῦ δίνει δύναμη νὰ τὸ ἐκπληρώνει. Αὐτὰ τὰ ἐνεργεῖ ἡ χάρη τοὺ  Ἁγίου Πνεύματος, καὶ χωρὶς αὐτὴν δὲν γίνεται τίποτε.
  99. Αν ἔλαβες τὴν ἄφεση ὅλων των ἁμαρτημάτων σου, εἴτε μὲ τὴν ἐξομολόγηση, εἴτε μὲ τὴν περιβολὴ τοῦ ἁγίου καὶ ἀγγελικοῦ Σχήματος, γιὰ πόση θερμὴ ἀγάπη, εὐχαριστία καὶ ταπείνωση εἶναι αἰτία αὐτό; Γιατί ἐνῶ ἤσουν ἄξιος γιὰ μύριες τιμωρίες, ὄχι μόνον ἀπαλλάχθηκες ἀπὸ αὐτές, ἀλλὰ καὶ ἀξιώνεσαι υἱοθεσία καὶ δόξα καὶ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτὰ στρέφοντας στὸ νοῦ σου καὶ ἔχοντας πάντα στὴ μνήμη σου, νὰ εἶσαι ἕτοιμος καὶ νὰ προπαρασκευάζεσαι νὰ μὴν προσβάλεις  Ἐκεῖνον ποῦ σὲ ἔπλασε καὶ σὲ τίμησε καὶ συγχώρησε τὰ ἀναρίθμητα ἁμαρτήματά σου, ἀλλὰ νὰ Τὸν δοξάσεις καὶ νὰ Τὸν τιμήσεις μὲ ὅλα τα ἔργα σου, γιὰ νὰ σὲ δοξάσει καὶ Αὐτὸς περισσότερο, ἐσένα ποῦ σὲ τίμησε παραπάνω ἀπὸ ὅλη τὴν ὁρατὴ κτίση, καὶ νὰ σὲ ὀνομάσει γνήσιο φίλο Του.
  100. Οσο ἡ ψυχὴ εἶναι πολυτιμότερη ἀπὸ τὸ σῶμα, τόσο ὁ λογικὸς ἄνθρωπος εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση. Μὴ βλέπεις λοιπόν, ἄνθρωπε, τὰ μεγέθη τῶν κτισμάτων καὶ τὰ νομίζεις πιὸ πολύτιμα ἀπὸ σένα.  Ἀλλὰ βλέποντας τὴ χάρη ποῦ σου δόθηκε καὶ κατανοώντας τὴν ἀξία τῆς νοερης καὶ λογικῆς ψυχῆς σου, νὰ ἀνυμνεῖς τὸ Θεὸ ποῦ σὲ τίμησε παραπάνω ἀπὸ ὅλα τα ὁρατά.
  101. Ας σκεφτοῦμε πὼς θὰ δοξάσομε τὸ Θεό.  Ὁ Θεὸς δοξάζεται ἀπό μας, ὄχι μὲ ἄλλον τρόπο, ἀλλὰ ὅπως δοξάστηκε ἀπὸ τὸν Υἱό. Μ΄ ἐκεῖνα δηλαδὴ ποῦ δόξασε ὁ Υἱὸς τὸν Πατέρα, δοξάστηκε μὲ αὐτὰ κὶ  Ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν Πατέρα. Αὐτὰ κι ἐμεῖς ἃς φροντίσομε νὰ πράξομε μὲ ἐπιμέλεια, γιὰ νὰ δοξάσομε  Ἐκεῖνον ποῦ καταδέχθηκε νὰ ὀνομαστεῖ Πατέρας μᾶς ἐπουράνιος καὶ νὰ δοξαστοῦμε ἀπὸ Αὐτὸν μὲ τὴ δόξα ποῦ εἶχε ὁ Υἱὸς ἀπὸ Αὐτὸν προτοῦ δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος. Αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα δόξασε ὁ Υἱὸς τὸν Πατέρα εἶναι ὁ σταυρός, δηλαδὴ ἡ νέκρωση ὅλου του κόσμου, οἱ θλίψεις, οἱ πειρασμοὶ καὶ τὰ λοιπὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ.  Ὅταν τὰ ὑποφέρομε αὐτὰ μὲ μεγάλη ὑπομονή, μιμούμαστε τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ καὶ δοξάζομε μὲ αὐτὰ τὸν Πατέρα καὶ Θεό μας ὡς κατὰ χάρη παιδιά Του καὶ συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ.
  102. Η ψυχὴ ποῦ δὲν ἔνιωσε ὅτι ἐλευθερώθηκε τελείως ἀπὸ τὴ σύνδεση καὶ τὴν ἐμπαθῆ προσκόλληση στὰ ὁρατά, δὲν μπορεῖ νὰ ὑποφέρει χωρὶς λύπη τὰ λυπηρὰ ποῦ τῆς συμβαίνουν καὶ τὶς βλάβες ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ δαίμονες.  Ἀλλὰ καθὼς εἶναι δεμένη γερὰ μὲ τὴν ἐμπαθῆ προσκόλληση στὰ ἀνθρώπινα πράγματα, ὑποφέρει στὶς οἰκονομικὲς ζημίες καὶ στενοχωρεῖται ἀπὸ στερήσεις πραγμάτων καὶ νιώθει σφοδρὴ ὀδύνη ὅταν δέχεται πληγὲς στὸ σῶμα.
  103. Οποιος ἀπέσπασε τὴν ψυχή του ἀπὸ τὴ σχέση καὶ τὴν ἐπιθυμία τῶν αἰσθητῶν καὶ τὴ συνέδεσε μὲ τὸ Θεό, ὄχι μόνο θὰ καταφρονήσει τὰ χρήματα καὶ κτήματά του καὶ δὲ θὰ λυπηθεῖ ἂν τὰ χάσει, σὰν νὰ εἶναι ξένα, ἀλλὰ καὶ τὰ λυπηρὰ ποῦ πλήττουν τὸ σῶμα του, θὰ τὰ ὑπομείνει μὲ χαρὰ καὶ τὴν πρέπουσα εὐχαριστία, βλέποντας διαρκῶς, ὅπως λέει ὁ θειος  Ἀπόστολος, τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο νὰ φθείρεται, ἐνῶ τὸν ἐσωτερικὸ νὰ ἀνανεώνεται καθημερινά. Διαφορετικὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποφέρομε μὲ χαρὰ τὶς θλίψεις ποῦ παραχωρεῖ ὁ Θεός. Τοῦτο χρειάζεται τέλεια γνώση καὶ πνευματικὴ σοφία.  Ἐκεῖνος ποῦ τὰ στερεῖται αὐτά, βαδίζει πάντοτε σὲ σκοτάδι ἀπελπισίας καὶ ἄγνοιας καὶ δὲν μπορεῖ διόλου νὰ δεῖ τὸ φῶς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρηγόριας.
  104. Κάθε δοκησίσοφος λόγω ἀνθρώπινης ἐπιστήμης, δὲν θὰ ἀξιωθεῖ ποτὲ νὰ ἐμβαθύνει στὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὰ δεῖ, ὥσπου νὰ θελήσει πρῶτα νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ γίνει μωρός, ἀποβάλλοντας μαζὶ μὲ τὴν ὑπεροψία καὶ τὶς γνώσεις ποῦ κατέχει. Γιατί ἐκεῖνος ποῦ κάνει ἔτσι καὶ ἀκολουθεῖ ἐκείνους ποῦ εἶναι σοφοὶ στὰ θεία μὲ ἀνεπιφύλακτη πίστη καὶ χειραγωγεῖται ἀπὸ αὐτούς, μπαίνει μαζί τους στὴν πόλη τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Καὶ ὁδηγούμενος καὶ φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ θεῖο Πνεῦμα, βλέπει καὶ διδάσκεται ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ δεῖ καὶ νὰ μάθει. Καὶ τότε γίνεται διδαγμένος ἀπὸ τὸ Θεό.
  105. Τούς διδαγμένους ἀπὸ τὸ Θεό, οἱ μαθητὲς τῶν σοφῶν αὐτοῦ του κόσμου τοὺς θεωροῦν μωρούς. Στ΄ ἀλήθεια ὅμως οἱ μωροὶ εἶναι αὐτοί, καθὼς εἶναι κορεσμένοι μὲ τὴν ἀπομωραμένη κοσμικὴ σοφία, τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἀπέδειξε μωρία, σύμφωνα μὲ τὸ θειο  Ἀπόστολο. Τὴν ἴδια ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τὴν ὀνομάζει ἐπίγεια, ψυχική, δαιμονιώδη, γεμάτη ἐριστικότητα καὶ φθόνο. Καθὼς λοιπὸν αὐτοὶ στεροῦνται τὸ θεῖο φῶς καὶ δὲν μποροῦν νὰ δοῦν τὰ θαύματα ποῦ αὐτὸ φανερώνει, θεωροῦν πλανεμένους ἐκείνους ποῦ ζοῦν μέσα στὸ φῶς καὶ βλέπουν καὶ διδάσκουν ὅσα εἶναι σ΄ αὐτό, ἐνῶ οἱ πλανεμένοι εἶναι αὐτοί, οἱ ἄγευστοί των ἀπορρήτων ἀγαθῶν του Θεοῦ.
  106. Οτι καὶ τώρα ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας ἀπαθεῖς καὶ ἅγιοι καὶ γεμάτοι θεῖο φῶς, οἱ ὁποῖοι τόσο νέκρωσαν τὰ γήινα μέλη τους ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσία καὶ ἐμπαθῆ ἐπιθυμία, ὥστε ὄχι μόνο οἱ ἴδιοι νὰ μὴ σκέφτονται ἡ νὰ κάνουν κανένα κακό, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἂν τοὺς ὠθοῦν, νὰ μὴν παθαίνουν καμιὰ ἀλλοίωση τῆς ἀπάθειάς τους· ὅτι λοιπὸν ὑπάρχουν καὶ τώρα, θὰ τὸ }ἤξεραν ἐκεῖνοι ποῦ τοὺς κατηγοροῦν ὅτι ἔχουν ἀδιαφορία καὶ ποῦ ἀπιστοῦν ἀκούγοντάς τους νὰ διδάσκουν περὶ θείων πραγμάτων μὲ τὴ σοφία τοῦ Πνεύματος, ἂν βέβαια εἶχαν κατανοήσει τὰ θεία λόγια ποῦ διαβάζουν καὶ ψάλλουν καθημερινά. Γιατί ἂν εἶχαν ἀποκτήσει τὴν τέλεια γνώση τῆς θείας Γραφῆς, θὰ πίστευαν στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ στὰ ἀγαθὰ ποῦ Αὐτὸς μας χάρισε.  Ἐπειδὴ ὅμως στεροῦνται αὐτὰ τὰ καλὰ ἀπὸ ὑψηλοφροσύνη καὶ ἀμέλεια, γὶ΄ αὐτὸ καὶ διαβάλλουν ἀπὸ ἀπιστία ἐκείνους ποῦ μετέχουν σ΄ αὐτὰ καὶ διδάσκουν γὶ΄ αὐτά.
  107. Εκεινοι ποῦ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τέλειοι στὴν οὐράνια γνώση καὶ σοφία, θέλουν νὰ ἐπισκέπτονται καὶ νὰ βλέπουν τοὺς κοσμικοὺς γιὰ τοῦτο μόνο, γιὰ νὰ τοὺς προξενήσουν κάποιο μισθὸ μὲ τὴν ὑπόμνηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν ἀγαθοεργία, ἂν βέβαια ἀκούσουν καὶ ἂν ἐννοήσουν καὶ πεισθοῦν. Γιατί ὅσοι δὲν ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, βαδίζουν στὸ σκοτάδι καὶ δὲν γνωρίζουν ποὺ πηγαίνουν, οὔτε σὲ ποιὲς ἐντολὲς πρέπει νὰ προχωρήσουν· εἶναι ὅμως ἐνδεχόμενο νὰ ἀνανήψουν κάποτε ἀπὸ τὴν ὑψηλοφροσύνη ποῦ τοὺς κατέχει καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν ἀληθινὴ διδασκαλία τοὺ  Ἁγίου Πνεύματος καί, ἀφοῦ ἀκούσουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀνόθευτα καὶ ἀκαπήλευτα, νὰ μετανοήσουν καὶ μὲ τὴν ἐκπλήρωσή του νὰ λάβουν κάποιο πνευματικὸ χάρισμα.  Ἂν τελικὰ δὲν μπορέσουν νὰ προξενήσουν στοὺς κοσμικοὺς τέτοια ὠφέλεια, τότε θρηνώντας τὴν πώρωση τῆς καρδίας τους, γυρίζουν στὰ κελιά τους καὶ παρακαλοῦν μέρα καὶ νύχτα γιὰ τὴ σωτηρία τους. Γιατί ἐκεῖνοι ποῦ εἶναι πάντοτε μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ γεμάτοι ἀπὸ κάθε καλό, γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν θὰ λυπηθοῦν ποτέ, παρὰ μόνο γὶ΄ αὐτό.
  108. Ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ἐνσαρκης Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος διακηρύσσεται σ΄ ὅλη τὴ θεία Γραφή, ἀλλὰ ἐμεῖς μένομε στὴν ἀνάγνωση, χωρὶς νὰ φτάνομε στὴν ἐπίγνωσή του; Πάντως αὐτὸς ὁ σκοπὸς εἶναι, ἀφοῦ μετασχει  Ἐκεῖνος στὰ δικά μας, νὰ μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῶν δικῶν Του.  Ὁ Υἱὸς δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ, ἔγινε υἱὸς ἀνθρώπου, γιὰ νὰ κάνει υἱοὺς Θεοῦ τοὺς ἀνθρώπους, ἀνεβάζοντας τὸ γένος μᾶς κατὰ χάρη σ΄ ἐκεῖνο ποῦ εἶναι ὂ  Ἴδιος κατὰ φύση, ἀναγεννώντας μας μὲ τὸ  Ἅγιο Πνεῦμα καὶ εἰσάγοντάς μας εὐθὺς στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.  Ἡ μᾶλλον μᾶς χαρίζει νὰ ἔχομε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέσα μας, ὥστε νὰ μὴν ἐλπίζομε ἁπλῶς ὅτι θὰ μποῦμε σ΄ αὐτήν, ἀλλὰ κατέχοντας τὴν νὰ διαλαλοῦμε: « Ἡ ζωὴ μᾶς εἶναι κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ μέσα στὸ Θεό».
  109. Τό βάπτισμα δὲν ἀφαιρεῖ τὸ αὐτεξούσιο καὶ τὴν ἐλευθερία τῆς προαιρέσεώς μας, ἀλλὰ μᾶς χαρίζει ἐλευθερία νὰ μὴν ἐξουσιαζόμαστε πιὰ χωρὶς νὰ θέλομε ἀπὸ τὸ διάβολο. Μετὰ τὸ βάπτισμα, ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται ἡ νὰ μένομε μὲ τὴ θέλησή μας στὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, στοὺ  Ὁποίου τὸ ὄνομα βαπτιστήκαμε, καὶ νὰ βαδίζομε στὸ δρόμο τῶν προσταγμάτων Του, ἡ νὰ ἀφήνομε τὸν ἴσιο αὐτὸ δρόμο καὶ νὰ ἐπιστρέφομε στὸν πολέμιο καὶ ἐχθρό μας διάβολο.
  110. Οποιοι μετὰ τὸ ἅγιο βάπτισμα ὑποχωροῦν στὰ θελήματα τοῦ πονηροῦ καὶ πράττουν ὅσα ὑποβάλλει ἐκεῖνος, ἀποξενώνουν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ τὴν ἁγία μήτρα τοῦ θείου βαπτίσματος, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Δαβίδ. Γιατί καθένας ἀπό μας, δὲν ἀλλοιώνεται, οὔτε ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴ φύση του, κατὰ τὴν ὁποία πλάσθηκε· ἀλλὰ ἔχοντας πλαστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀγαθὸς (γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἔκανε κανένα κακό), καὶ ὀντὰς ἀμετάτρεπτος στὴ φύση ποῦ πλάσθηκε κατὰ τὴν οὐσία του, πράττει ἐκεῖνα ἀκριβῶς ποῦ μὲ ἑκούσια γνώμη προαιρεῖται καὶ θέλει, εἴτε ἀγαθά, εἴτε κακά.  Ὅπως δηλαδὴ τὸ μαχαίρι, εἴτε σὲ καλό, εἴτε σὲ κακὸ χρησιμοποιηθεῖ, δὲ μεταβάλλεται κατὰ τὴ φύση του, ἀλλὰ παραμένει σίδερο, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος: ἐνεργεῖ καὶ πράττει ὅσα θέλει, ὅπως εἴπαμε, δὲν ξεφεύγει ὅμως ἀπὸ τὴ φύση του.
  111. Δέ σώζει τὸν ἄνθρωπό το νὰ ἐλεήσει ἕναν· ἀντίθετα, τὸ νὰ καταφρονήσει ἕναν, τοῦ προξενεῖ τὴν κόλαση. Γιατί τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Πείνασα καὶ δίψασα κλπ.» δὲν ἀναφέρονται σὲ μιὰ φορά, οὔτε σὲ μιὰ ἡμέρα, ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴ ζωή. Καὶ τὸ νὰ δοθεῖ τροφή, νερό, ἔνδυμα καὶ τὰ ὅμοια στὸ Χριστό, δὲν εἶναι γιὰ μιὰ φορά, ἀλλὰ ὁ Κύριος καὶ Θεὸς μᾶς διακήρυξε ὅτι πάντοτε καὶ σὲ κάθε περίπτωση τὰ δέχεται ἀπὸ τοὺς δούλους Του.
  112. Εκεινος ποῦ ἔδωσε ἐλεημοσύνη σὲ ἑκατὸ ἀνθρώπους καὶ μποροῦσε νὰ δώσει καὶ σὲ ἄλλους, καὶ νὰ ξεδιψάσει καὶ νὰ θρέψει πολλοὺς ποῦ τὸν παρακαλοῦσαν καὶ φώναζαν κι ὡστόσο τοὺς ἐδίωξε, θὰ κριθεῖ ἀπὸ τὸ Χριστὸ ὅτι δὲν ἔθρεψε Αὐτὸν τὸν ἴδιο. Γιατί καὶ σ΄ ὅλους ἐκείνους βρίσκεται Αὐτός, ποῦ τρέφεται ἀπὸ μᾶς στὸ πρόσωπο καθενὸς ἀπὸ τοὺς ἐλαχίστους.
  113. Εκεινος ποῦ σήμερα ἔδωσε σὲ ὅλους ὅλα τα ἀναγκαῖα του σώματος, ἀλλὰ αὔριο, ἐνῶ μπορεῖ νὰ κάνει τὸ ἴδιο, παραμελήσει κάποιους ἀδελφοὺς καὶ τοὺς ἀφήσει νὰ χαθοῦν ἀπὸ πείνα καὶ δίψα καὶ κρύο, στὴν πραγματικότητα ἐγκατέλειψε στὸ θάνατο καὶ καταφρόνησε  Ἐκεῖνον ποῦ εἶπε: « Ἀφοῦ τὰ κάνατε αὐτὰ γιὰ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἐλαχίστους, τὰ κάνατε γιὰ μένα».
  114. Γι΄ αὐτὸ ὁ Χριστὸς καταδέχθηκε νὰ πάρει τὴ μορφὴ κάθε φτωχοῦ καὶ ἐξομοίωσε τὸν ἑαυτό Του μὲ κάθε φτωχό, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται κανεὶς ἂπ΄ ὅσους πιστέψουν σ΄ Αὐτόν, ἀπέναντί του ἀδελφοῦ του.  Ἀλλὰ βλέποντας καθένας τὸν ἀδελφό του καὶ τὸν πλησίον του σὰν νὰ βλέπει τὸ Θεό του, νὰ λογαριάζει τὸν ἑαυτὸ τοῦ πιὸ ἐλάχιστο ἀπὸ αὐτόν, ἀφοῦ θὰ τὸν βλέπει σὰν τὸ Δημιουργό του, καὶ σὰν τέτοιο νὰ τὸν δέχεται καὶ νὰ τὸν τιμᾶ καὶ νὰ διαθέτει ὅλα τα ὑπάρχοντά του γιὰ νὰ τὸν περιποιηθεῖ, ὅπως ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς μᾶς διέθεσε τὸ ἀ#ιμά Τοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας.
  115. Εκεινος ποῦ διατάχθηκε νὰ ἔχει τὸν πλησίον ὅπως τὸν ἑαυτό του, ὀφείλει ὁπωσδήποτε νὰ τὸν ἔχει ἔτσι ὄχι γιὰ μιὰ ἡμέρα, ἀλλὰ γιὰ ὅλη του τὴ ζωή. Καὶ ἐκεῖνος ποῦ πῆρε προσταγὴ νὰ δίνει σὲ καθένα ποῦ τοῦ ζητεῖ, προστάζεται νὰ τὸ πράττει σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Καὶ ἐκεῖνος ποῦ θέλει νὰ κάνουν οἱ ἄλλοι σ΄ αὐτὸν ἀγαθά, τὰ ἴδια θὰ ἀπαιτηθεῖ νὰ κάνει καὶ αὐτὸς στοὺς ἄλλους.
  116. Εκεινος ποῦ ἔχει τὸν πλησίον του ὅπως τὸν ἑαυτό του, δὲν ἀνέχεται νὰ ἔχει τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸν πλησίον του.  Ἂν τώρα ἔχει, ἀλλὰ δὲν τὰ μοιράζει ἄφθονα, ὥστε νὰ γίνει καὶ ὁ ἴδιος φτωχὸς καὶ νὰ ἐξομοιωθεῖ μὲ τοὺς πλησίον, δὲν εἶναι ἐκπληρωτὴς τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου. Τὸ ἴδιο κι ἐκεῖνος ποῦ θέλει νὰ δίνει σὲ ὅλους ὅσοι τοῦ ζητοῦν, ἂν συμβεῖ νὰ ἔχει ἔστω καὶ ἕνα νόμισμα ἡ ἕνα κομμάτι ψωμὶ καὶ ἀρνηθεῖ σὲ κάποιον ποῦ τοῦ ζητεῖ.  Ἐπίσης κι ἐκεῖνος ποῦ δὲν κάνει στὸν πλησίον ὅσα καὶ αὐτὸς θέλει νὰ τοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι.  Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποῦ ἔθρεψε, ξεδίψασε καὶ ἕντυσε κάθε φτωχὸ καὶ ἐλάχιστο καὶ τοῦ ἔκανε καὶ ὅλα τα ἀλλά, ἂν καταφρονήσει καὶ παραβλέψει ἕνα μόνο ἀπὸ αὐτούς, θὰ θεωρηθεῖ ὅτι παρέβλεψε πεινασμένο καὶ διψασμένο τὸν ἴδιο το Χριστό, τὸ Θεό.
  117. Βαριά ἴσως νὰ φανοῦν σὲ ὅλους τα παραπάνω. Γὶ΄ αὐτὸ καὶ θὰ νομίσουν πῶς τάχα εἶναι εὔλογο νὰ ἀναρωτιουνται: «Ποιὸς ἄραγε μπορεῖ νὰ ἐκτελέσει ὅλα αὐτά, ὥστε νὰ τοὺς φροντίσει καὶ νὰ τοὺς θρέψει ὅλους καὶ νὰ μὴν παραβλέψει κανέναν;».  Ἀλλὰ ἃς ἀκούσουν τὸν Παῦλο ποῦ διακηρύττει: « Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μᾶς διακατέχει, ἀφοῦ σχηματίσαμε τὴν πεποίθηση ὅτι, ἐφόσον ἕνας -ὁ Χριστὸς- πέθανε γιὰ χάρη ὅλων, ἄρα πέθαναν ὅλοι».
  118. Οπως οἱ περιεκτικὲς ἐντολὲς περιέχουν μέσα τους καὶ ὅλες τὶς ἐπιμέρους ἐντολές, ἔτσι καὶ οἱ περιεκτικὲς ἀρετὲς συμπεριλαμβάνουν τὶς μερικὲς ἀρετές. Γιατί ὁποῖος πούλησε τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τὰ διαμοίρασε στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔγινε μεμιᾶς φτωχός, ἐκπλήρωσε μὲ μία του πράξη ὅλες τὶς μερικὲς ἐντολές, δηλαδὴ δὲν ἔχει πλέον ἀνάγκη νὰ δίνει σ΄ ἐκεῖνον ποῦ τοῦ ζητεῖ, ἡ νὰ μὴν ἀποστραφεῖ ἐκεῖνον ποῦ θέλει νὰ δανειστεῖ ἀπὸ αὐτόν.  Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποῦ προσεύχεται ἀδιαλείπτως, μέσα σ΄ αὐτὸ ἔχει κλείσει τὰ πάντα, καὶ δὲν ὑποχρεώνεται πλέον νὰ δοξολογεῖ τὸν Κύριο ἑπτὰ φορὲς τὴν ἡμέρα ἡ κατὰ τὸ βράδυ, τὸ πρωὶ καὶ τὸ μεσημέρι, ἀφοῦ ἔχει ἤδη ἐκπληρώσει ὅλα ὅσα κανονικὰ καὶ σὲ τακτὲς #ὧρες προσευχόμαστε καὶ ψάλλομε.  Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποῦ συνειδητὰ δέχθηκε μέσα του τὸ Θεὸ ποῦ δίνει γνώση στοὺς ἀνθρώπους, διέξηλθε ὅλη τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ καρπώθηκε ὅλη τὴν ὠφέλειά της, καὶ δὲν ἔχει πλέον ἀνάγκη ἀπὸ βιβλία. Πῶς νὰ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ βιβλία ἐκεῖνος ποῦ ἔχει ἀχώριστο σύντροφο τοὺ  Ἐκεῖνον ποῦ ἐνέπνευσε τοὺς συγγραφεῖς τῶν ἁγίων Γραφῶν, καὶ μυεῖται ἀπὸ  Ἐκεῖνον στὰ ἀπόρρητα καὶ ἀπόκρυφα μυστήρια; Θὰ εἶναι ὁ ἴδιος βιβλίο θεόπνευστο γιὰ τοὺς ἄλλους, ποῦ περιέχει καινούργια καὶ παλαιὰ μυστήρια, γραμμένα μέσα του μὲ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἐκπλήρωσε τὰ πάντα καὶ ἀναπαύθηκε ἀπὸ ὅλα τα ἔργα του στὸ Θεό, στὴν ἀρχικὴ Τελειότητα.
  119. Η ρεύση ποῦ συμβαίνει στὸν ὕπνο γίνεται ἀπὸ πολλὲς ἀφορμές: ἀπὸ γαστριμαργία, ἀπὸ κενοδοξία καὶ ἀπὸ φθόνο τῶν δαιμόνων. Γίνεται ἐπίσης ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀγρυπνία, ὅταν κυριεύεται ἀπὸ τὸν ὕπνο τὸ σῶμα, ἔχοντας τὸ φόβο μήπως τὸ πάθει αὐτό.  Ἡ τὴν παραμονὴ τῆς θείας λειτουργίας ἂν εἶναι κανεὶς ἱερέας, ἥ της θείας Κοινωνίας, ὅταν ξαπλώσει κανεὶς μὲ λογισμοὺς δειλίας, μήπως δηλαδὴ τὸ πάθει, ἀποκοιμιέται καὶ τὸ παθαίνει· πράγμα ποῦ κι αὐτὸ ὀφείλεται σὲ φθόνο τῶν δαιμόνων.  Ἀκόμη, ἂν δεῖ κανεὶς τὴν ἡμέρα ἕνα ὄμορφο πρόσωπο καὶ ἔπειτα ἀναπολώντας τὸ νοερὰ κοιμηθεῖ μὲ αὐτοὺς τοὺς πορνικοὺς λογισμοὺς ποῦ ἀπὸ χαυνότητα δὲν ἐδίωξε, τὸ παθαίνει στὸν ὕπνο του· ἡ καὶ ξύπνιος ἴσως, ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι του. Συμβαίνει κι ἀλλιῶς· εἶναι μερικοὶ σὰν καὶ μένα ράθυμοι, ποῦ κάθονται καὶ συζητοῦν γιὰ ἐμπαθῆ πράγματα, εἴτε μ΄ ἐμπάθεια, εἴτε ὄχι. Πηγαίνοντας ἔπειτα γιὰ ὕπνο, ἐνῶ τὰ κλώθουν στὸ μυαλό τους καὶ συνομιλοῦν νοερὰ μ΄ αὐτά, κοιμοῦνται καὶ τὸ παθαίνουν.  Ἴσως κι ἐκεῖ ποῦ συνομιλοῦν, ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο παθαίνει τὴ βλάβη. Γὶ΄ αὐτὸ πρέπει νὰ προσέχομε τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς πάντοτε καὶ νὰ μελετοῦμε τὸ λόγο τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Βλέπω τὸν Κύριο πάντοτε ἐμπρός μου, ὅτι εἶναι στὰ δεξιά μου γιὰ νὰ μὴν κλονιστῶ», καὶ νὰ κλείνομε τ΄ αὐτιά μας σὲ τέτοια λόγια. Πολλὲς φορὲς πάλι, μόλις ἄφησαν τὴν προσευχὴ μερικοί, ὠθήθηκαν σὲ σαρκικὰ σκιρτήματα, ὅπως εἴπαμε καὶ στὸ κεφάλαιο περὶ προσευχῆς.
  120. Αδελφέ, φρόντισε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀποταγῆς σου νὰ φυτέψεις μέσα σου καλὲς ἀρετές, ὥστε καὶ στὴν ἀδελφότητα νὰ γίνεις χρήσιμος, καὶ νὰ σὲ ἀνυψώσει στὰ τέλη σου ὁ Κύριος. Μὴν ἀποκτήσεις ποτὲ θάρρος μὲ τὸν ἡγούμενο, ὅπως καὶ ἄλλοτε εἴπαμε, μήτε νὰ ζητεῖς ἂπ΄ αὐτὸν νὰ σὲ τιμήσει. Μὴν ἀποκτήσεις φιλία μὲ τοὺς προϊσταμένους, μήτε νὰ συχνάζεις στὰ κελιά τους, ξέροντας ὅτι ἂν τὸ κάνεις, ὄχι μόνον τὸ πάθος τῆς κενοδοξίας θ΄ ἀρχίσει νὰ ριζώνει μέσα σου, ἀλλὰ καὶ θὰ γίνεις μισητὸς στὸν ἡγούμενο. Πῶς θὰ γίνει αὐτό, ὁ νοῶν νοείτω. Νὰ κάθεσαι εἰρηνικὸς στὸ κελί σου, ὁποῖο καὶ ἂν εἶναι αὐτό. Καὶ ἐκεῖνον ποῦ θέλει νὰ σοῦ μιλήσει μὴν τὸν ἀποστραφεῖς, ἀπὸ εὐλάβεια τάχα.  Ἀλλὰ μὲ πατρικὴ γνώμη ἂν τοῦ μιλήσεις, δὲν θὰ βλαφθεῖς ποτέ, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸς εἶναι ἀπὸ τοὺς ἐναντίους σου. Καὶ ἂν δὲν τὸ βλέπεις αὐτὸ συμφέρον, ὡστόσο πρέπει νὰ συμμορφώνεσαι μὲ τὸ σκοπὸ αὐτοῦ ποῦ ὠφελεῖται.
  121. Πρέπει νὰ ἔχεις ἀκατάπαυστά το φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀνακρίνεις κάθε μέρα τὸν ἑαυτό σου, τί καλὸ ἡ τί κακὸ ἔπραξες. Καὶ τὰ καλὰ νὰ τὰ λησμονεις, μὴν τυχὸν πέσεις στὸ πάθος τῆς κενοδοξίας. Γιὰ τὰ κακὰ ὅμως νὰ χύνεις δάκρυα, νὰ ἐξομολογεῖσαι καὶ νὰ προσεύχεσαι θερμά.  Ἡ ἀνάκριση αὐτὴ νὰ γίνεται κατὰ τὸν ἕξης τρόπο.  Ἀφοῦ τελειώσει ἡ ἡμέρα καὶ ἔρθει τὸ βράδυ, νὰ συλλογίζεσαι: «Πῶς ἄραγε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πέρασα τὴν ἡμέρα; Μήπως κατέκρινα κανένα, ἡ πρόσβαλα, ἡ σκανδάλισα, ἡ κοίταξα ἄλλον μὲ ἐμπάθεια, ἡ παράκουσα ἐκεῖνον ποῦ ἐπιστατεῖ στὴ διακονία καὶ ἀμέλησα τὸ διακόνημά μου, ἡ ὀργίσθηκα ἐναντίον κανενός, ἡ ἐκεῖ ποῦ στεκόμουν στὴν ἀκολουθία ἀπασχόλησα τὸ νοῦ μου σὲ ἀνώφελα πράγματα, ἡ βάρυνα ἀπὸ τὴ ραθυμία καὶ ἄφησα τὴν ἐκκλησία καὶ τὸν κανόνα;»  Ὅταν βρεῖς σ΄ ὅλα αὐτὰ τὸν ἑαυτό σου ἀνεύθυνο (πράγμα ἀδύνατο, γιατί κανεὶς δὲν εἶναι καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτία οὔτε μιὰ ἡμέρα τῆς ζωῆς του καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ ὅτι ἔχει ἁγνὴ καρδιά), τότε φώναξε στὸ Θεὸ μὲ πολλὰ δάκρυα: «Κύριε συγχώρησέ μου ὅσα ἁμάρτησα μὲ πράξεις καὶ λόγια, μὲ γνώση μου ἡ μὲ ἄγνοια». Γιατί σὲ πολλὰ φταῖμε χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζομε.
  122. Πρέπει καθημερινὰ νὰ ἐξομολογεῖσαι κάθε λογισμὸ στὸν πνευματικὸ πατέρα, καὶ ἐκεῖνο ποῦ σου λέει νὰ τὸ δέχεσαι σὰν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ μὲ ἐσωτερικὴ βεβαιότητα. Νὰ μὴν τὰ κοινολογεῖς αὐτά σε κανένα, ὅτι δηλαδὴ «ρώτησά το καὶ τὸ τὸν πνευματικὸ πατέρα καὶ μοῦ εἶπε τοῦτο·ἄραγέ μου εἶπε καλὰ ἡ ὄχι; Καὶ τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ τὴ διόρθωσή μου;». Γιατί αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι γεμάτα ἀπὸ ἀπιστία πρὸς τὸν πατέρα κι ἐπιζήμια γιὰ τὴν ψυχή. Αὐτὸ συνήθως συμβαίνει κυρίως στοὺς ἀρχαρίους.
  123. Ολους τοὺς ἀδελφούς του κοινοβίου πρέπει νὰ τοὺς βλέπεις ὡς ἁγίους καὶ μόνο τὸν ἑαυτό σου νὰ θεωρεῖς ἁμαρτωλὸ καὶ τελευταῖο ἂπ΄ ὅλους καὶ ὅτι, ἐνῶ ὅλοι θὰ σωθοῦν, μόνο ἐσὺ θὰ κολασθεῖς. Καὶ ὅταν στέκεσαι στὴν ἀκολουθία, αὐτὰ νὰ συλλογίζεσαι καὶ νὰ μὴν παύεις νὰ κλαῖς θερμὰ καὶ μὲ κατάνυξη, χωρὶς νὰ ἐπηρεάζεσαι ἀπὸ ἐκείνους ποῦ γιὰ τὴ στάση σου σκανδαλίζονται ἡ περιγελοῦν.  Ἂν ὅμως βλέπεις ὅτι ἂπ΄ αὐτὸ γλιστρᾶς στὴν κενοδοξία, τότε νὰ βγεῖς ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, νὰ κλάψεις κάπου κρυφὰ καὶ πάλι νὰ ἐπιστρέψεις γρήγορα στὴ θέση σου. Αὐτὸ εἶναι πάρα πολὺ καλὸ γιὰ τοὺς ἀρχαρίους, καὶ περισσότερο στὸν ἑξάψαλμο, στὴ στιχολογία τοῦ ψαλτηρίου, στὴν ἀνάγνωση καὶ στὴ θεία λειτουργία. Πρόσεχε ἀκόμη νὰ μὴν κατακρίνεις κανένα, ἀλλὰ νὰ σκέφτεσαι ὅτι «ὅσοι μὲ βλέπουν νὰ θρηνῶ καὶ νὰ ὀδύρομαι, θὰ καταλάβουν ὅτι ἔχω πάρα πολλὲς ἁμαρτίες καὶ θὰ προσεύχονται γιὰ τὴ σωτηρία μου». Καὶ ὁπωσδήποτε, ἂν πάντοτε αὐτὸ συλλογίζεσαι καὶ ἐκτελεῖς ἀκατάπαυστα, θὰ ὠφεληθεῖς πολὺ καὶ θὰ ἑλκύσεις πάνω σου τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ γίνεις μέτοχός του θείου μακαρισμοῦ.
  124. Μήν πηγαίνεις στὸ κελὶ κανενός, ἐκτὸς ἀπὸ τοῦ ἡγουμένου, καὶ ἐκεῖ πάλι σπάνια.  Ἂν θέλεις νὰ τὸν ρωτήσεις γιὰ κάποιο λογισμό, ρώτησε τὸν στὴν ἐκκλησία. Μετὰ τὴν ἀκολουθία ν΄ ἀποσύρεσαι ἀμέσως στὸ κελί σου, καὶ κατόπιν στὸ διακόνημά σου.  Ὕστερα ἀπὸ τὸ ἀπόδειπνο, ἀφοῦ βάλεις μετάνοια ἔξω ἀπὸ τὸ ἡγουμενεῖο καὶ ζητήσεις τὴν εὐχὴ τοῦ ἡγουμένου, τρέχα σιωπηλὸς καὶ μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι στὸ κελί σου. Γιατί εἶναι καλύτερο νὰ πεῖς ἕνα τρισάγιο μὲ προσοχὴ καὶ νὰ κοιμηθεῖς, παρὰ νὰ ἀγρυπνήσεις τέσσερις #ὧρες μὲ ἀνώφελες συνομιλίες.  Ὀμως  ὁπού ὑπάρχει κατάνυξη καὶ πνευματικὸ πένθος, ἐκεῖ ἀκολουθεῖ θεία ἔλλαμψη.  Ὅταν αὐτὴ ἐπιφοιτήσει, διώχνει τὴν ἀκηδία καὶ τὴ νόσο.
  125. Ιδιαίτερη ἀγάπη νὰ μὴν ἔχεις μὲ κανένα πρόσωπο, καὶ μάλιστα μὲ ἀρχάριο, ἀκόμη καὶ ἄν σου φαίνεται ὅτι ἔχει ἄριστο βίο, καὶ πολὺ περισσότερο φυσικὰ ἂν ἔχει βίο ὕποπτο. Γιατί συνήθως αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἀπὸ πνευματικὴ μετατρέπεται μέσα σου σὲ ἐμπαθῆ καὶ σὺ πέφτεις σὲ ἀνώφελες θλίψεις. Αὐτὸ μάλιστα συμβαίνει συχνὰ στοὺς ἀγωνιστές.  Ὅμως ἡ ταπείνωση καὶ ἡ συνεχὴς προσευχὴ θὰ σὲ διδάξουν γὶ΄ αὐτό.  Ὁ καιρὸς δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐπεκταθοῦμε στὸ θέμα.  Ὁ νοῶν νοείτω.
  126. Πρέπει νὰ κρατᾶς τὸν ἑαυτό σου ξένο πρὸς κάθε ἀδελφό του κοινοβίου, καὶ περισσότερο πρὸς τοὺς γνωστοὺς ποῦ εἶχες στὸν κόσμο.  Ὅλους ὅμως νὰ τοὺς ἀγαπᾶς ἐξίσου, καὶ τοὺς εὐλαβεῖς καὶ ἀγωνιστὲς νὰ τοὺς βλέπεις ὡς ἁγίους. Γιὰ ἐκείνους πάλι ποῦ εἶναι σὰν καὶ μένα ράθυμοι, νὰ προσεύχεσαι ἐκτενῶς.  Ὅμως, ὅπως προεῖπα, θεωρώντας τοὺς ὅλους ἁγίους, σπεῦδε μὲ τὸ πένθος νὰ καθαρθεῖς ἀπὸ τὰ πάθη, γιὰ νὰ φωτιστεῖς ἀπὸ τὴ χάρη, ὁπότε θὰ τοὺς βλέπεις ὅλους ἴσους καὶ θὰ ἐπιτύχεις τὸ μακαρισμὸ τῶν καθαρῶν στὴν καρδιά.
  127. Νά φρονεῖς, ἀδελφέ, ὅτι ἡ τέλεια ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο εἶναι καταρχὴν ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀπονέκρωση τοῦ θελήματός σου, καὶ ἔπειτα ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὸν σύνδεσμο καὶ ἡ ἀπάρνηση τῶν γονέων, συγγενῶν καὶ φίλων.
  128. Επίσης, τὸ νὰ ἀπογυμνωθεῖς ἂπ΄ ὅλα τα ὑπάρχοντά σου καὶ νὰ τὰ μοιράσεις στοὺς φτωχούς, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου: «Πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δῶσε τα στοὺς φτωχούς».  Ἀκόμη, νὰ λησμονήσεις ὅλα τα πρόσωπα ποῦ ἀγαποῦσες εἴτε σωματικως, εἴτε πνευματικως.
  129. Επίσης, νὰ ἐξομολογηθεῖς ὅλα τα μυστικά της καρδίας σου, ὅσα ἔπραξες ἀπὸ τὴ βρεφική σου ἡλικία μέχρι τώρα, στὸν πνευματικὸ πατέρα ἡ στὸν ἡγούμενο, σὰν νὰ ἐξομολογεῖσαι στὸν ἴδιο το Θεό, ὁ ὁποῖος ἐξετάζει «καρδίας καὶ νεφρούς». Γνωρίζεις πῶς ὅταν ὂ  Ἰωάννης βάπτιζε βάπτισμα μετανοίας, πήγαιναν ὅλοι σ΄ αὐτὸν καὶ ἐξομολογοῦνταν τὶς ἁμαρτίες τους. Γιατί ἀπὸ τὴν ἐξομολόγηση γίνεται χαρὰ μεγάλη στὴν ψυχὴ καὶ ἀνακούφιση στὴ συνείδηση, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Προφήτη: «Λέγε πρῶτος ἐσὺ τὶς ἁμαρτίες σου, καὶ θὰ δικαιωθεῖς».
  130. Νά βάλεις ἐπίσης στὸ λογισμό σου, μετὰ τὴν ἐνταξή σου στὸ κοινόβιο, τὴ βεβαιότητα, ὅτι πέθαναν ὅλοι, καὶ οἱ γονεῖς καὶ οἱ φίλοι σου. Καὶ νὰ θεωρεῖς πατέρα καὶ μητέρα τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἡγούμενο. Μὴ ζητήσεις ποτὲ ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ φίλους κάτι ποῦ σου χρειάζεται.  Ἂν τώρα αὐτοὶ προνοήσουν καὶ σοῦ στείλουν τίποτε, δέξου το καὶ προσευχήσου γὶ΄ αὐτοὺς ποῦ σὲ θυμοῦνται, δῶσε ὅμως ὅ,τι σου ἔστειλαν στὸν ξενώνα ἡ στὸ νοσοκομεῖο τῆς μονῆς. Καὶ αὐτὸ νὰ τὸ κάνεις μὲ ταπείνωση· γιατί δὲν εἶναι ἔργο τῶν τελείων, ἀλλὰ τῶν πολὺ μικρῶν.
  131. Κάθε τί ποῦ εἶναι καλό, νὰ τὸ κάνεις μὲ ταπείνωση, ἔχοντας στὸ νοῦ σου τὸν Κύριο ποῦ εἶπε: « Ὅταν τὰ πράξετε ὅλα, νὰ λέτε ὅτι εἴμαστε ἄχρηστοι δοῦλοι καὶ κάναμε ὅ,τι ὀφείλαμε νὰ πράξομε».
  132. Νά φυλάγεσαι νὰ μὴν κοινωνήσεις ποτὲ ἔχοντας τίποτε ἐναντίον ἄλλου, ἀκόμη καὶ ἁπλὸ λογισμό, ἕως ὅτου ἐπιτύχεις τὴ συνδιαλλαγὴ μὲ τὴ μετάνοια.  Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ θὰ τὸ μάθεις ἀπὸ τὴν προσευχή.
  133. Νά εἶσαι κάθε μέρα ἕτοιμος νὰ δεχθεῖς κάθε θλίψη. Νὰ σκέφτεσαι ὅτι μ΄ αὐτὲς θ΄ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὶς πολλές σου ἁμαρτίες, καὶ νὰ εὐχαριστεῖς τόν  Ἅγιο Θεό. Γιατί ἂπ΄ αὐτὸ ἀποκτᾶ κανεὶς παρρησία ποῦ δὲν ντροπιάζει, σύμφωνα μὲ τὸν μέγα  Ἀπόστολο ποῦ λέει: « Ἡ θλίψη ὁδηγεῖ στὴν ὑπομονή, ἡ ὑπομονὴ στὴν σταθερότητα, καὶ ἡ σταθερότητα στὴν ἐλπίδα. Καὶ ἡ ἐλπίδα δὲ θὰ ντροπιάσει αὐτὸν ποῦ ἐλπίζει». Γιατί αὐτὰ ποῦ μάτια δὲν τὰ εἶδαν καὶ αὐτιὰ δὲν τὰ ἀκοῦσαν καὶ νοῦς ἀνθρώπου δὲν τὰ διανοήθηκε, αὐτὰ εἶναι ποῦ θὰ δοθοῦν σύμφωνα μὲ τὴν ἀδιάψευστη ὑπόσχεση σ΄ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ συνέργεια τῆς χάρης δείχνουν ὑπομονὴ στὶς θλίψεις. Γιατί χωρὶς τὴ χάρη τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ κατορθωθεῖ.
  134. Νά μὴν ἔχεις στὸ κελί σου τίποτε ὑλικό, μέχρι καὶ βελόνα, ἔξω ἀπὸ μία ψάθα, μιὰ προβειά, ἕνα ράσο καὶ ὅ,τι φορᾶς.  Ἂν εἶναι δυνατόν,  νὰ μὴν ἔχεις οὔτε σκαμνὶ ν΄ ἀκουμπᾶς τὰ πόδια σου. Γιατί καὶ γὶ΄ αὐτὸ ὑπάρχει λόγος.  Ὁ νοῶν νοείτω.
  135. Ουτε πάλι νὰ ἀπαιτεῖς ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τίποτε ἂπ΄ ὅσα σου χρειάζονται, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κανονισμένα, καὶ αὐτὰ ὅταν αὐτός σε καλέσει καὶ σοῦ τὰ δώσει. Οὔτε νὰ πείθεσαι στὸ λογισμὸ ποῦ σου ἔρχεται νὰ ἀλλάξεις κάτι ἀπὸ ἐκεῖνα ποῦ σου δίνει.  Ἀλλὰ ὅ,τι λογης καὶ ἂν εἶναι, νὰ τὰ δέχεσαι μὲ εὐχαριστία σὰν ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ μὲ αὐτὰ νὰ πορεύεσαι. Δὲν πρέπει ἀκόμη νὰ προμηθεύεσαι ἄλλο μὲ ἀγορά.  Ὅταν λερώνεται τὸ ζωστικό σου, δύο φορὲς τὸ χρόνο νὰ τὸ πλένεις, ζητώντας μὲ σχῆμα φτωχοῦ καὶ ταπεινοῦ καὶ μὲ κάθε ταπείνωση, ζωστικὸ ἀπὸ ἄλλο ἀδελφό, μέχρις ὅτου πλυθεῖ καὶ στεγνώσει τὸ δικό σου, κι ἔπειτα πάλι μὲ εὐχαριστία νὰ τὸ ἐπιστρέφεις. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸ ράσο καὶ μὲ ὅ,τι ἄλλο.
  136. Νά κοπιάζεις ὅσο μπορεῖς στὴ διακονία. Μέσα στὸ κελί σου νὰ καρτερεῖς στὴν προσευχὴ μὲ κατάνυξη καὶ προσοχὴ καὶ ἀδιάκοπα δάκρυα. Μὴ βάλεις στὸ νοῦ σου ὅτι, σήμερα κοπίασα πάρα πολὺ κι ἃς ἀφαιρέσω κάτι ἀπὸ τὴν προσευχὴ ἐξαιτίας τοῦ σωματικοῦ κόπου. Γιατί σου λέω, ὅτι ὅσο καὶ ἂν βιάσει κανεὶς τὸν ἑαυτό του στὴ διακονία, ἂν στερηθεῖ τὴν προσευχή, πρέπει νὰ θεωρεῖ ὅτι κάτι μεγάλο ἔχασε. Καὶ πράγματι ἔτσι εἶναι.
  137. Νά πηγαίνεις πρῶτος στὶς ἐκκλησιαστικὲς συνάξεις καὶ νὰ φεύγεις τελευταῖος, ἐκτὸς μεγάλης ἀνάγκης, καὶ κυρίως στὸν ὄρθρο καὶ στὴ θεία λειτουργία.
  138. Νά ἔχεις πλήρη ὑποταγὴ στὸν ἡγούμενο ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔγινες μοναχός, καὶ νὰ ἐκτελεῖς ἀνεπιφύλακτα μέχρι θανάτου ὅσα σὲ προστάζει, καὶ ἂν ἀκόμη σου φαίνονται ἀδύνατα. Γιατί μὲ αὐτὸ μιμεισαι  Ἐκεῖνον ποῦ ὑπάκουσε μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα σταυρικοῦ. Κι ὄχι μόνο τὸν ἡγούμενο, ἀλλὰ καὶ ὅλη τὴν ἀδελφότητα καὶ ἐκεῖνον ποῦ ἔχει ἀναλάβει νὰ κατανέμει τὶς διακονίες, δὲν πρέπει νὰ παρακούσεις σὲ τίποτε, ἀλλὰ καὶ ἂν εἶναι παραπάνω ἀπὸ τὴ δύναμή σου αὐτὸ ποῦ σὲ διατάζει, ἀφοῦ βάλεις μετάνοια, ζήτησε συγχώρηση.  Ἂν ὅμως αὐτὸς δὲν ἀποσύρει τὴ διαταγή, τότε νὰ βιάζεις τὸν ἑαυτό σου νὰ τὴν ἐκτελέσεις, ἔχοντας ὑπόψη ὅτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι γιὰ ὅσους ἀσκοῦν βία στὸν ἑαυτό τους, καὶ αὐτοὶ τὴν ἁρπάζουν.
  139. Ακόμη, νὰ κυλιέσαι μὲ συντετριμμένη καρδιὰ στὰ πόδια ὅλης της ἀδελφότητας, σὰν ἀφανὴς καὶ ἄγνωστος καὶ τελείως ἀνύπαρκτος.  Ὁποῖος στὴ ζωὴ τοῦ φέρεται ἔτσι, τολμῶ νὰ πῶ ὅτι θὰ γίνει διορατικὸς καὶ πολλὰ θὰ προλέγει μὲ τὴ συνέργεια τῆς χάρης.  Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θρηνεῖ καὶ γιὰ τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων, μένοντας ἀπερίσπαστος καὶ μὴ προσηλωμένος στὰ ὑλικά, καθὼς δὲν τὸν ἀφήνει νὰ γλιστρήσει σ΄ αὐτὰ ὁ πνευματικὸς καὶ θεῖος ἔρωτας. Δὲν εἶναι βέβαια θαυμαστό το νὰ προλέγει κανείς· αὐτὸ πολλὲς φορὲς προέρχεται καὶ ἀπὸ τοὺς δαίμονες.  Ὅμως ἐκεῖνος ποῦ ἔχει νοῦ θὰ τὸ ἐννοήσει. Πλὴν ὅμως ἂν κανεὶς ἀρχίσει νὰ δέχεται ἐξομολογήσεις, ἴσως στερηθεῖ τὰ παραπάνω, μὲ τὸ ν΄ ἀπασχολεῖται στὴν ἐξέταση ξένων λογισμῶν.  Ἂν ὅμως ἀπὸ μεγάλη ταπείνωση πάψει νὰ τὸ κάνει, δηλαδὴ νὰ λέει καὶ νὰ ἀκούει, ἐπιστρέφει πάλι στὴν προηγούμενη κατάσταση. Τὴν πλήρη γνώση βέβαια γὶ΄ αὐτὰ τὴν ἔχει μόνο ὁ Θεός· ἐγὼ εἶμαι γεμάτος φόβο καὶ δὲν τολμῶ νὰ ἔχω γνώμη γιὰ τέτοια.
  140. Νά ἔχεις πάντοτε στὸ νοῦ σου τὸ Θεό, εἴτε κοιμᾶσαι εἴτε εἶσαι ξυπνητός, καὶ στὸ φαγητὸ καὶ στὴ συνομιλία καὶ στὸ ἐργόχειρο καὶ σὲ κάθε ἄλλη πράξη, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Προφήτη: « Ἔβλεπα πάντοτε τὸν Κύριο ἐνώπιόν μου». Καὶ νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους. Γιατί ὅταν πολυκαιρίζει αὐτὸς ὁ λογισμός, συνήθως ἀκολουθεῖ στὴ διάνοια κάποια ἔλλαμψη σὰν ἀκτίνα. Καὶ ὅσο περισσότερο τὴν ἐπιζητεῖς μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ ἀπερίσπαστη διάνοια, μὲ μεγάλο κόπο καὶ δάκρυα, τόσο φαίνεται λαμπρότερα. Καὶ ὅταν φαίνεται, ἀγαπιέται·καθὼς ἀγαπιέται, προκαλεῖ κάθαρση· καθαίροντας, κάνει τὸν ἄνθρωπο ὅμοιο μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὸν φωτίζει καὶ τὸν διδάσκει νὰ διακρίνει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό.  Ἀλλά, ἀδελφέ, χρειάζεται πολὺς κόπος, μαζὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ κατοικήσει μόνιμα στὴν ψυχή σου καὶ νὰ τὴν καταφωτίσει ὅπως ἡ σελήνη τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. Πρέπει ἀκόμη νὰ προσέχεις καὶ τὶς προσβολὲς τῶν λογισμῶν τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς οἰήσεως καὶ νὰ μὴν κατακρίνεις κανένα ποῦ θὰ δεῖς νὰ κάνει μιὰ ἀπρέπεια. Γιατί οἱ δαίμονες παρουσιάζουν τέτοιους λογισμοὺς στὴν ψυχή, ἂν τὴ δοῦν ὅτι ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τοὺς πειρασμοὺς μὲ τὴν ἐνοίκηση τῆς χάρης καὶ τὴν εἰρηνικὴ κατάσταση.  Ὅμως ἡ βοήθεια ἔρχεται ἀπὸ τὸ Θεό.  Ἐπίσης, νὰ σοῦ γίνει τὸ πένθος ἀκατάπαυστο καὶ νὰ μὴ χορταίνεις ἀπὸ τὰ δάκρυα. Πρόσεχε ὅμως νὰ μὴν πάθεις τίποτε ἀπὸ τὴν πολλὴ χαρὰ καὶ κατάνυξη, οὔτε νὰ πιστέψεις ὅτι τὰ δάκρυά σου ἦρθαν ἀπὸ δικό σου κόπο καὶ ὄχι ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ· ἀλλιῶς θὰ σοῦ ἀφαιρεθοῦν καὶ θὰ τὰ ζητήσεις πολὺ μὲ προσευχὴ καὶ δὲν θὰ τὰ βρεῖς, καὶ θὰ μάθεις πόσο μεγάλο δῶρο ἔχασες.  Ἀλλὰ Κύριε, εἴθε ποτὲ νὰ μὴ στερηθοῦμε τὴ χάρη Σου. Πλήν, ἀδελφέ, ἂν καὶ αὐτὸ συμβεῖ, ἄφησε στὸ Θεὸ τὴν ἀσθένειά σου καὶ ἀφοῦ σηκωθεῖς ἅπλωσε τὰ χέρια σου καὶ προσευχήσου λέγοντας: «Κύριε, ἐλέησον μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀδύναμο καὶ ταλαίπωρο, καὶ στεῖλε μου τὴ χάρη Σου. Μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ πειρασθω παραπάνω ἂπ΄ ὅτι μπορῶ.  Ἰδοὺ Κύριε, οἱ πολλὲς ἁμαρτίες μου σὲ πόση ἀθυμία καὶ σὲ τί λογισμοὺς μὲ ἔφεραν.  Ἐγώ, Κύριε, καὶ νὰ θελήσω νὰ ἀποδώσω στοὺς δαίμονες ἡ στὴν οἴηση τὴ στέρηση τῆς δίκης Σου παρηγορίας, δὲν μπορῶ. Γιατί γνωρίζω ὅτι οἱ δαίμονες πολεμοῦν ἐναντίον αὐτῶν ποῦ ἐκτελοῦν θερμως τὸ θέλημά Σου.  Ἐγὼ ὅμως ποῦ ἐκτελῶ κάθε μέρα τὸ θέλημά τους, πῶς θὰ δεχθῶ πειρασμὸ ἂπ΄ αὐτούς;  Ὁπωσδήποτε πειράζομαι ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου. Καὶ τώρα Κύριε, Κύριέ μου, ἂν εἶναι θέλημά Σου καὶ συμφέρον μου, εὐδόκησε νὰ ἔρθει πάλι ἡ χάρη Σου σ΄ ἐμένα τὸν δοῦλο Σου· νὰ τὴν βλέπω καὶ νὰ χαίρομαι γεμάτος κατάνυξη καὶ κλαυθμό, φωτιζόμενος ἀπὸ τὴν ἀέναη ἐλλαμψή της· νὰ μὲ φυλάγει ἀπὸ ἀκάθαρτους λογισμοὺς καὶ ἀπὸ κάθε πονηρὸ πράγμα καὶ ἀπὸ τὰ σφάλματά μου, ποῦ διαπράττω κάθε μέρα, μὲ ἔργα καὶ μὲ λόγια, μὲ γνώση ἡ μὲ ἀγνοιά μου. Καὶ νὰ βεβαιώνομαι, Κύριε, ὅτι ἔχω παρρησία ἐνώπιόν Σου, ἀπὸ τὶς θλίψεις ποῦ πέφτουν καθημερινὰ πάνω σ΄ ἐμένα τὸν δοῦλο Σου καὶ ποῦ τὶς προξενοῦν οἱ δαίμονες καὶ οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἀπὸ τὴν ἐκκοπὴ τοῦ θελήματός μου, ἔχοντας στὸ νοῦ μου καὶ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ ποῦ περιμένουν ὅσους σὲ ἀγαποῦν. Γιατὶ  Ἐσύ, Κύριε, εἶπες ὅτι ὁποις αἰτεῖ, παίρνει· καὶ ὁποῖος ζήτα, βρίσκει· καὶ σ΄ ὁποῖον χτυπᾶ, τοῦ ἀνοίγεται ἡ θύρα».  Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ἀδελφέ, καὶ μὲ ὅσα ἀλλά σου βάλει ὁ Θεὸς μέσα στὴ διάνοιά σου, ἐπίμενε νὰ παρακαλεῖς, χωρὶς νὰ χαλαρώνεις ἀπὸ ἀκηδία. Καὶ ὁ ἀγαθὸς Θεὸς δὲ θὰ σὲ ἐγκαταλείψει.
  141. Στό κελὶ ποῦ ἔλαβες στὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὸν ἡγούμενο, ἐκεῖ καρτέρησε μέχρι τέλους.  Ἂν εἶναι παλιὸ ἡ ἑτοιμόρροπο καὶ σοῦ προξενεῖ ἀνησυχία, βάλε μετάνοια στὸν ἡγούμενο μὲ ταπείνωση καὶ ὑπενθύμισέ τού τὸ. Καὶ ἂν ἀκούσει, νὰ χαρεῖς· ἂν ὄχι, καὶ πάλι εὐχαρίστησε, ἐνθυμούμενος τὸν Κύριό σου, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε ποὺ νὰ γείρει τὸ κεφάλι. Γιατί ἂν τὸν ἐνοχλήσεις δύο φορὲς ἡ τρεῖς ἡ τέσσερις γὶ΄ αὐτὸ τὸ θέμα, ἀποκτᾶς ἀπέναντί του παρρησία, κατόπιν ἀπιστία καὶ τέλος καταφρόνηση.  Ἂν λοιπὸν θέλεις νὰ ζήσεις ἤρεμη καὶ ἡσυχαστικὴ ζωή, μὴ ζητεῖς τίποτε γιὰ σωματική σου ἄνεση ἀπὸ τὸν ἡγούμενο. Γιατί στὴν ἀρχὴ δὲν ὑποσχέθηκες τοῦτο, ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ σὲ καταφρονοῦν καὶ νὰ σὲ ἐξουθενώνουν ὅλοι καὶ ἐσύ, κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, νὰ τὰ ὑποφέρεις αὐτὰ μὲ γενναιότητα.  Ἂν λοιπὸν θέλεις νὰ διατηρεῖς τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη στὸν ἡγούμενο καὶ νὰ τὸν βλέπεις σὰν ἅγιο, φύλαξε αὐτὰ τὰ τρία: μὴ ζητεῖς τίποτε γιὰ τὴν ἀνεσή σου, μὴν ἔχεις θάρρος μαζί του, καὶ μὴν πηγαίνεις συχνὰ σ΄ αὐτόν, ὅπως κάνουν μερικοί, ἐπειδὴ τάχα ἐξυπηρετοῦνται ἂπ΄ αὐτόν, πράγμα ἀβέβαιο σὰν ὅλα τα ἀνθρώπινα. Δὲν κατακρίνω καὶ τὸ νὰ φανερώνεις σ΄ αὐτὸν κάθε λογισμὸ ποῦ σου ἔρχεται.  Ἂν τὰ τηρήσεις αὐτά, θὰ περάσεις χωρὶς τρικυμίες τὴ θάλασσα τοῦ βίου καὶ τὸν πνευματικό σου πατέρα, ὁποῖος καὶ ἂν εἶναι, θὰ τὸν θεωρεῖς ἅγιο.  Ἂν μέσα στὴν ἐκκλησία τὸν πλησιάσεις γιὰ νὰ τὸν ἐρωτήσεις σχετικὰ μὲ κάποιον λογισμὸ καὶ τὸν βρεῖς ἀπασχολημένο μὲ ἄλλον ἀδελφὸ γιὰ τὴν ἴδια αἰτία ἡ κάποια ἄλλη, καὶ σὲ ἀφήσει γὶ΄ αὐτὸ νὰ περιμένεις λίγο, μὴ δυσανασχετήσεις καὶ μὴ σκεφτεῖς τίποτε κακό· ἀλλὰ στάσου στὴν ἄκρη μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα μέχρις ὅτου τελειώσει ὁ ἄλλος καὶ προσκαλεσθεῖς ἐσύ. Γιατί αὐτὸ τὸ συνηθίζουν οἱ πατέρες ἴσως ἐπίτηδες, γιὰ δοκιμὴ καὶ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες μας.
  142. Νά νηστεύεις τὶς τρεῖς σαρακοστές. Τὴ μεγάλη Σαρακοστὴ νὰ τρῶς κάθε δύο ἡμέρες, ἐκτὸς ἂν εἶναι μεγάλη ἑορτή, Σάββατο ἡ Κυριακή. Τὶς δύο ἄλλες, μέρα παρὰ μέρα. Τὶς ὑπόλοιπες μέρες τοῦ χρόνου, νὰ τρῶς μία φορὰ τὴν ἡμέρα, ἐκτὸς ἂν εἶναι Σάββατο, Κυριακὴ ἡ ἑορτή, ἀλλὰ καὶ τότε νὰ μὴ χορταίνεις.
  143. Φρόντισε νὰ γίνεις ὠφέλιμο ὑπόδειγμα γιὰ ὅλη τὴν ἀδελφότητα σὲ κάθε ἀρετή, στὴν ταπείνωση, στὴν πραότητα, στὴν ἐλεημοσύνη, στὴν ὑπακοὴ ἀκόμη καὶ στοὺς πιὸ ἀσήμαντους, στὴν ἀοργησία, στὴν ἀποδέσμευση ἀπὸ πάθη, στὴν ἀκτημοσύνη, στὴν κατάνυξη, στὴν ἀκακία, στὴν ἀπεριέργεια, στὴν ἁπλότητα, στὴν ἀποξένωση ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, στὴν ἐπίσκεψη ἀσθενῶν, στὴν παρηγορία τῶν θλιβομένων, στὸ νὰ μὴν ἀποστραφεῖς κανέναν ποῦ ἔχει ἀνάγκη νὰ τοῦ φανεῖς ὠφέλιμος, μὲ δικαιολογία τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεὸ -γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν προσευχή.  Ἀκόμη, νὰ δείχνεις συμπάθεια σὲ ὅλους, νὰ σοῦ λείπει ἡ κενοδοξία, ἡ παρρησία καὶ ἡ ἐλεγκτικότητα πρὸς τοὺς ἄλλους, νὰ μὴ ζητεῖς τίποτε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο ἡ ἀπὸ τὸν διακονητή, νὰ τιμᾶς ὅλους τους ἱερεῖς, νὰ εἶσαι προσεκτικὸς στὴν προσευχὴ καὶ ἀνεπιτήδευτος στοὺς τρόπους καὶ νὰ δείχνεις ἀγάπη σὲ ὅλους. Νὰ μὴ δείχνεις σπουδὴ νὰ περιεργάζεσαι καὶ νὰ ἐρευνᾶς τὶς Γραφὲς μὲ στόχο νὰ σὲ δοξάζουν. Αὐτὰ θὰ σοῦ τὰ διδάξει ἡ προσευχὴ ποῦ γίνεται μὲ δάκρυα καὶ ἡ ἔλλαμψη τῆς χάρης.  Ὅταν λοιπὸν ἐρωτηθεῖς γιὰ κάτι ὠφέλιμο, νὰ διδάσκεις μὲ πολλὴ ταπείνωση γιὰ τὶς ὑψηλὲς πνευματικὲς καταστάσεις ὅπως σὲ φωτίζει ἡ χάρη, ἀναφέροντας περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωή σου σὰν νὰ ἀνήκουν σὲ ἄλλον, μὲ ἀκενόδοξο λογισμό, ὁποῖος καὶ ἂν εἶναι ἐκεῖνος ποῦ ἔρωτα ἐπιθυμώντας νὰ ὠφεληθεῖ. Καὶ ἐκεῖνον ποῦ θέλει νὰ σὲ συμβουλευτεῖ γιὰ ἕναν λογισμό, μὴ τὸν ἀποστραφεῖς, ἀλλὰ πάρε πάνω σου τὰ σφάλματά του, ὁποία καὶ ἂν εἶναι, καὶ κλάψε καὶ προσευχήσου γὶ΄ αὐτόν. Γιατί αὐτὸ μαρτυρεῖ ἀγάπη καὶ τέλεια συμπάθεια. Μὴν τὸν διώξεις ἀπὸ φόβο μήπως βλαφθεῖς ἂπ΄ ὅσα ἀκούσεις, γιατί μὲ τὴ συνέργεια τῆς χάρης δὲν θὰ πάθεις τίποτε.  Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ βλαφθοῦν ἄλλοι, νὰ τὸν ἀκούσεις σὲ ἀπόκρυφο τρόπο.  Ἴσως βέβαια, ὡς ἄνθρωπος, νὰ ὑποστεῖς προσβολὴ λογισμοῦ, ἂν ὅμως ἔχεις τὴ χάρη, οὔτε αὐτὸ δὲ θὰ τὸ πάθεις. Γιατί ἔχομε διδαχθεῖ νὰ μὴ ζητοῦμε τὸ δικό μας συμφέρον, ἀλλὰ τῶν ἄλλων, γιὰ νὰ σωθοῦν.  Ὅπως προείπαμε, πρέπει νὰ ζεῖς βίο ἀμέριμνο καὶ ἀκτήμονα. Καὶ τότε θὰ καταλάβεις ὅτι ἡ χάρη ἐνεργεῖ μέσα σου, ὅταν θεωρεῖς ἀληθινὰ τὸν ἑαυτό σου πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους. Τὸ πὼς γίνεται αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ τὸ πῶ, ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει.
  144. Κατά τὴν ἀγρυπνία, ὀφείλεις νὰ ἀφιερώνεις δύο #ὧρες στὴν ἀνάγνωση, καὶ ἄλλες δύο νὰ προσεύχεσαι μὲ κατάνυξη καὶ μὲ δάκρυα· νὰ κάνεις ὁποῖον κανόνα θέλεις, καὶ ψαλμούς, ἂν θέλεις, νὰ λὲς τοὺς δώδεκα καὶ τόν  Ἄμωμο καὶ τὴν εὐχὴ τοῦ ἁγίου Εὐστρατίου*. Αὐτά, τὶς μεγάλες νύχτες. Στὶς μικρὲς νύχτες νὰ κάνεις συντομότερη ἀκολουθία, ἀνάλογα μὲ τὴ δύναμη ποῦ σου δίνει ὁ Θεός. Γιατί χωρὶς Αὐτὸν κανένα ἀγαθὸ δὲν κατορθώνεται, ὅπως λέει ὁ Προφήτης: « Ἀπὸ τὸν Κύριο κατευοδώνονται τὰ ὅσα κάνει ὁ ἄνθρωπος», καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας: «Χωρὶς ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε».

                        Χωρὶς δάκρυα νὰ μὴν κοινωνήσεις ποτέ.

  1. Νά τρῶς ὅ,τι σου παραθέτουν ὅ,τι καὶ ἂν εἶναι.  Ἐπίσης νὰ πίνεις κρασὶ μὲ ἐγκράτεια χωρὶς γογγυσμό.  Ἂν κάθεσαι μόνος σου διότι εἶσαι ἀσθενής, τρῶγε ὠμὰ λαχανικὰ μὲ ἐλιές.  Ἂν κανεὶς ἀδελφός σου στείλει κάτι φαγώσιμο, δέξου το μὲ εὐχαριστία καὶ ταπείνωση σὰν ξένος· φάγε ἀπὸ αὐτό, ὅ,τι καὶ ἂν εἶναι, καὶ τὸ ὑπόλοιπο στεῖλε το σὲ ἄλλον ἀδελφὸ φτωχὸ καὶ εὐλαβῆ.  Ἂν σὲ καλέσει κανεὶς νὰ σὲ φιλέψει, φάγε ἀπὸ ὅλα ποῦ προσφέρει, ἀλλὰ λίγο, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή, φυλάγοντας τὴν ἐγκράτεια.  Ἀφοῦ σηκωθεῖς καὶ τοῦ βάλεις μετάνοια σὰν ξένος καὶ φτωχός, εὐχαρίστησε τὸν λέγοντας: « Ὁ Θεός, πάτερ ἅγιε, νὰ σοῦ τὸ ἀνταποδώσει». Πρόσεχε ὅμως μὴν πεῖς τίποτε, ἀκόμη καὶ ἄν σου φανεῖ ὠφέλιμο.
  2. Ἂν κανένας ἀδελφὸς στενοχωρήθηκε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο ἡ τὸν οἰκονόμο ἡ ἀπὸ ἄλλον καὶ ἔρθει σὲ σένα, παρηγόρησε τὸν καὶ πές του: «Πίστεψε μὲ ἀδελφέ, γιὰ δοκιμή σου ἔγινε αὐτό.

 * Εἶναι ἡ εὐχή: «Μεγαλύνων μεγαλύνω σε, Κύριε…» ποῦ λέγεται στὸ Μεσονυκτικὸ τοῦ Σαββάτου. Βλ. στὸ Μέγα  Ὡρολόγιο.

Καὶ σὲ μένα ἔχει συμβεῖ αὐτὸ μὲ διάφορους τρόπους, καὶ ἀπὸ μικροψυχία λυπόμουνα.  Ὅταν ὅμως βεβαιώθηκα ὅτι εἶναι γιὰ δοκιμή μου, ὑποφέρω εὐχαρίστως. Καὶ σὺ λοιπὸν ἔτσι κᾶνε, καὶ μᾶλλον θὰ χαρεῖς γιὰ τέτοιες θλίψεις».  Ἂν πάλι ἀρχίσει νὰ κακολογεῖ, οὔτε τότε νὰ τὸν ἀποστραφεῖς, ἀλλὰ παρηγόρησε τὸν ὅπως σὲ φωτίζει ἡ χάρη. Γιατί ἡ διάκριση εἶναι πολλῶν εἰδῶν, καὶ ὅπως ἐννοεῖς τὴν κατάσταση τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τοὺς λογισμούς του, πλησίασε τὸν ἀνάλογα καὶ μὴν τὸν ἀφήσεις νὰ φύγει ἀθεράπευτος.

  1. Αν κάποιος ἀδελφὸς εἶναι ἄρρωστος καὶ συμβεῖ νὰ μὴ τὸν ἐπισκεφθεῖς πολὺν καιρό, στεῖλε τοῦ πρωτύτερα κάτι καὶ μήνυσέ του: «Πίστεψε, ἅγιε πάτερ, σήμερα ἔμαθα ὅτι εἶσαι ἄρρωστος καὶ ζητῶ συγχώρηση». Κατόπιν πήγαινε καὶ ἀφοῦ βάλεις μετάνοια καὶ κάνετε προσευχή, πές του: «Πῶς ὁ Θεὸς σὲ βοήθησε πάτερ ἅγιε;». Καὶ ἀφοῦ καθίσεις μὲ σταυρωμένα χέρια, μεῖνε σιωπηλός.  Ἂν εἶναι παρόντες καὶ ἄλλοι ἐπισκέπτες, πρόσεχε μὴν πεῖς τίποτε, εἴτε ἁγιογραφικό, εἴτε ἄλλο, καὶ μάλιστα ἂν δὲν ἐρωτηθεῖς, γιὰ νὰ μὴν στενοχωρηθεῖς ὕστερα. Γιατί αὐτὸ τὸ παθαίνουν συνήθως οἱ πιὸ ἁπλοὶ ἀδελφοί.
  2. Αν τύχει καὶ καθίσεις γιὰ φαγητὸ μαζὶ μὲ εὐλαβεῖς ἀδελφούς, πρέπει νὰ τρῶς ἀπὸ τὰ παρατιθέμενα, ὅ,τι καὶ ἂν εἶναι αὐτά.  Ἂν ἔχεις ἐντολὴ νὰ μὴν τρῶς κάτι, ψάρι ἃς ποῦμε ἡ κάτι τέτοιο, καὶ ἔχουν παρατεθεῖ στὸ τραπέζι καὶ αὐτά, ἂν εἶναι κοντὰ ἐκεῖνος ποῦ σου ἔδωσε τὴν ἐντολή, πήγαινε καὶ πεῖσε τὸν νὰ σοῦ ἐπιτρέψει νὰ φᾶς.  Ἂν ὅμως δὲν εἶναι, ἡ ἂν γνωρίζεις ὅτι δὲν σοῦ τὸ ἐπιτρέπει, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος δὲ θέλεις νὰ τοὺς σκανδαλίσεις, φάγε καὶ κατόπιν ἀνάφερε αὐτὸ ποῦ ἔκανες, ζητώντας συγχώρηση.  Ἂν κανένα ἂπ΄ αὐτὰ δὲν θέλεις νὰ κάνεις, καλύτερα νὰ μὴν πᾶς στὸ τραπέζι. Γιατί ἔτσι θὰ ἔχεις διπλὸ κέρδος: καὶ τὸν δαίμονα τῆς κενοδοξίας θὰ ἀποφύγεις καὶ αὐτοὺς θὰ τοὺς γλυτώσεις ἀπὸ σκανδαλισμὸ καὶ στενοχώρια.  Ἂν τὰ φαγητὰ εἶναι ἀπὸ τὰ παχύτερα, φύλαξε τὸν κανόνα. Καλύτερο ὅμως εἶναι καὶ τότε νὰ φᾶς ἂπ΄ ὅλα λίγο.  Ὁμοίως καὶ ὅταν τύχεις σὲ ἑορταστικὸ τραπέζι, σύμφωνα μὲ τόν  Ἀπόστολο ποῦ νομοθετεῖ. « Ὅ,τι σᾶς παραθέτουν νὰ τὸ τρωτέ, χωρὶς νὰ ἐξετάζετε τίποτε καὶ νὰ δημιουργεῖτε προβλήματα στὴ συνείδησή σας».
  3. Αν προσεύχεσαι μέσα στὸ κελί σου καὶ χτυπήσει κανεὶς τὴν πόρτα, ἀνοιξέ του. Καὶ ἀφοῦ καθίσεις, μίλησέ του μὲ ταπείνωση, γιὰ ὁποῖο ὠφέλιμο θέμα σὲ ρωτήσει. Καὶ ἂν τὸν βαραίνει κάποια στενοχώρια, φρόντισε νὰ τὸν ἀνακουφίσεις ἡ μὲ λόγο ἡ μὲ ἔργο. Καὶ ὅταν φύγει, κλεῖσε καὶ συνέχισε τὴν προσευχή σου. Γιατί τὸ ἴδιο σπουδαία μὲ τὴν ἐξιλέωση τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ ἀνακούφιση τῶν προσερχομένων. Στοὺς κοσμικοὺς ὅμως δὲν πρέπει νὰ κάνεις ἔτσι, ἀλλὰ ἀφοῦ τελειώσεις τὴν προσευχή, κατόπιν νὰ συνομιλεῖς μαζί τους.
  4. Οταν προσεύχεσαι, ἂν νιώσεις δειλία, ἡ ἀκούσεις κτύπο, ἡ δεῖς φῶς ἡ κάτι ἄλλο, μὴν ταραχθεῖς, ἀλλὰ μᾶλλον καρτέρησε στὴν προσευχὴ πιὸ ἐπίμονα. Γιατί εἶναι οἱ δαίμονες ποῦ προξενοῦν ταραχὴ καὶ φρίκη καὶ ἔκσταση γιὰ νὰ χάσεις τὴν ψυχραιμία σου καὶ ν΄ ἀφήσεις τὴν προσευχή, καὶ κατόπιν ὅταν συνηθίσεις σ΄ αὐτὸ νὰ σὲ ἔχουν ὑποχείριο.  Ἂν ὅμως ἐκεῖ ποῦ κάνεις τὴν προσευχή σου, λάμψει ἄλλο φῶς, ποῦ δὲν μπορῶ νὰ τὸ παραστήσω, καὶ γεμίσει ἡ ψυχή σου ἀπὸ χαρὰ καὶ κυριευθεῖς ἀπὸ ἐπιθυμία τῶν ἐπουρανίων καὶ δάκρυα πολλὰ μὲ κατάνυξη, γνώριζε ὅτι αὐτὸ εἶναι θεία ἐπίσκεψη καὶ βοήθεια. Καὶ ἂν ἐπιμένει αὐτὴ ἡ κατάσταση πολύ, ἐπειδὴ δὲ θὰ ἀντέξεις περισσότερο στὰ πολλὰ δάκρυα, αἰχμαλώτισε τὸ νοῦ σου σὲ κάτι τὸ σωματικὸ καὶ μὲ αὐτὸ θὰ κατέβεις ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὕψος. Πρόσεχε ὅμως μὴν ἀφήσεις τὴν προσευχὴ ἀπὸ τὰ φοβερίσματα τῶν δαιμόνων· ἀλλὰ ὅπως τὸ μικρὸ παιδί, ποῦ ὅταν τὸ φοβερίζουν καταφεύγει στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας ἥ του πατέρα καὶ διώχνει τὸ φόβο, ἔτσι καὶ σὺ τρέξε μὲ τὴν προσευχὴ στὸ Θεὸ καὶ θὰ ἀποφύγεις τὸ φόβο τῶν δαιμόνων.
  5. Αν ἐκεῖ ποῦ κάθεσαι στὸ κελί σου, ἔρθει ἀδελφὸς καὶ σὲ ρωτήσει ἐπειδὴ ἔχει σαρκικὸ πόλεμο, μὴν τὸν διώξεις, ἀλλὰ μὲ κατάνυξη, ὅπως σὲ φωτίσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ ὅ,τι γνωρίζεις ἀπὸ τὴν πείρα σου, ὠφέλησε τὸν καὶ ἔτσι ἀφησὲ τὸν νὰ φύγει.  Ὅταν φεύγει, βάλε τοῦ μετάνοια καὶ πές του: «Πίστεψε μὲ ἀδελφέ, ἐλπίζω στὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὅτι θὰ φύγει ἀπὸ σένα αὐτὸς ὁ πόλεμος· μόνο μὴν ὑποχωρήσεις ἡ χαλαρώσεις». Μόλις φύγει, σήκω ἐπάνω καί, ἀφοῦ ἀναλογιστεῖς τὸν πόλεμό του, σήκωσε τὰ χέρια σου πρὸς τὸ Θεὸ καὶ προσευχήσου μὲ δάκρυα καὶ στεναγμοὺς γιὰ τὸν ἀδελφό, λέγοντας: «Κύριε ὁ Θεός, ἐσὺ ποῦ δὲν θέλεις τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, οἰκονόμησε γιὰ τὸν ἀδελφὸ ὅπως γνωρίζεις καὶ συμφέρει σ΄ αὐτόν». Καὶ ὁ Θεὸς ποῦ γνωρίζει τὴν πίστη τοῦ ἀδελφοῦ πρὸς ἐσένα καὶ τὴ δική σου συμπάθεια ἀπὸ ἀγάπη καὶ τὴν εἰλικρινῆ προσευχή σου γιὰ τὸν ἀδελφό, θὰ ἀνακουφίσει τὸν σαρκικό του πόλεμο.
  6. Ολα αὐτά, ἀδελφέ, εἶναι κατάλληλα γιὰ κατάνυξη, καὶ πρέπει νὰ τὰ ἐπιτελεῖς μὲ συντετριμμένη καρδιά, ὑπομονὴ καὶ εὐχαριστία, γιατί φέρνουν δάκρυα, καταργοῦν τὰ πάθη καὶ προξενοῦν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανουν. Γιατί ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνήκει σ΄ αὐτοὺς ποῦ βιάζουν τὸν ἑαυτό τους, καὶ αὐτοὶ τὴν ἁρπάζουν. Καὶ ἂν τὰ κατορθώσεις αὐτά, θὰ ἀπαλλαγεῖς ὁλότελα ἀπὸ τὶς παλιές σου συνήθειες, ἴσως ἀκόμη καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς προσβολὲς τῶν λογισμῶν. Γιατί εἶναι φυσικὸ νὰ ὑποχωρεῖ τὸ σκοτάδι μπροστὰ στὸ φῶς καὶ ἡ σκιὰ στὸν ἥλιο.  Ἂν ὅμως δείξει κανεὶς στὴν ἀρχὴ ἀμέλεια σ΄ αὐτά, καὶ χαλαρώσει τὸ φρόνημά του καὶ περιεργάζεται ἀλλά, θὰ στερηθεῖ τὴ χάρη·καὶ τότε, ἀφοῦ πέσει σὲ κακὰ πάθη, θὰ γνωρίσει τὴν ἀδυναμία του καὶ θὰ κυριευθεῖ ἀπὸ δειλία.  Ἐκεῖνος πάλι ποῦ τὰ κατορθώνει, δὲν πρέπει νὰ τὰ ἀποδίδει σὲ δικό του κόπο, ἀλλὰ στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Προηγουμένως δέ, πρέπει νὰ καθαρίζει τὸν ἑαυτό του, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου: «Πρῶτα θὰ καθαρθεῖ κανεὶς κι ἔπειτα θὰ πλησιάσει τὸν Καθαρό».  Ἀπὸ τὰ πολλὰ δηλαδὴ δάκρυα καθαίρεται ὁ νοῦς καὶ δέχεται ἔλλαμψη τοῦ θείου φωτός, τὸ ὁποῖο ἀγαπᾶ νὰ σκηνώνει σὲ ὅσους φροντίζουν γὶ΄ αὐτό, καὶ δὲ λιγοστεύει ἀκόμη καὶ ἂν τὸ λάβει ὅλος ὁ κόσμος.

(153.)  Ερώτησαν κάποτε αὐτὸν τὸν ἅγιο καὶ μακάριο Συμεών, πὼς πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἱερέας· κι αὐτὸς ἀποκρίθηκε: « Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ εἶμαι ἱερέας, ἀλλὰ γνωρίζω ἀκριβῶς πὼς πρέπει νὰ εἶναι ἐκεῖνος ποῦ μέλλει νὰ ἱερουργεῖ ἐνώπιόν του Θεοῦ. Πρέπει λοιπὸν ἐν πρώτοις νὰ εἶναι ἁγνὸς ὄχι μόνο στὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή, καὶ ἀκόμη νὰ εἶναι ἀμέτοχος ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Δεύτερον, νὰ εἶναι ταπεινὸς καὶ στὴν ἐξωτερικὴ διαγωγὴ καὶ στὴν ἐσωτερικὴ στάση τῆς ψυχῆς. Κατόπιν, ὅταν στέκεται μπροστὰ στὴν ἱερὴ καὶ ἁγία Τράπεζα, ὀφείλει, βλέποντας αἰσθητὰ τὰ ἅγια Δῶρα ποῦ εἶναι μπροστά του, νὰ βλέπει νοερὰ τὴ Θεότητα, χωρὶς νὰ ἔχει καμιὰ ἀμφιβολία.  Ὄχι δὲ μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ Αὐτὸν τὸν Κύριο ποῦ εἶναι παρὼν στὰ Τίμια Δῶρα ἀοράτως, ὀφείλει νὰ Τὸν ἔχει ἔνοικο στὴν καρδιὰ τοῦ ἐνσυνείδητα, γιὰ νὰ μπορεῖ μὲ παρρησία νὰ προσφέρει τὶς ἱκετευτικὲς εὐχές, καὶ μιλώντας σὰν φίλος πρὸς φίλο, νὰ λέει: «Πάτερ ἠμων ὁ ἐν τοῖς οὐρανοις ἁγιασθήτω τὸ ὀνομά Σου», σὲ τρόπο ὥστε ἡ προσευχὴ αὐτὴ νὰ φανερώνει ὅτι τὸν φύσει Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν ἔχει ἔνοικο μέσα του μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ  Ἅγιο Πνεῦμα. Τέτοιοι λοιπόν, καθὼς γνωρίζω, πρέπει νὰ εἶναι οἱ πρεσβύτεροι. Συγχωρηστε μέ, πατέρες καὶ ἀδελφοί».

(154.)  Ελεγε καὶ τοῦτο, γιὰ ἄλλον τάχα, κρύβοντας τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀναγκαζόμενος ἀπὸ φιλανθρωπία φανερώνεται ἀπὸ τὰ λόγια του: «Μοῦ εἶπε κάποιος  Ἱερομόναχος, ἀπὸ θάρρος διότι μὲ ἀγαποῦσε, ὅτι ¨ποτὲ δὲ λειτούργησα χωρὶς νὰ δῶ τὸ  Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως τὸ εἶδα ὅταν χειροτονήθηκα καὶ ὁ Μητροπολίτης ἔλεγε τὴν εὐχὴ τῆς χειροτονίας ἔχοντας τὸ Εὐχολόγιο πάνω στὴν ἀθλία μου κεφαλή΄΄.  Ἐγὼ τὸν ρώτησα πὼς εἶδε τὸ  Ἅγιο Πνεῦμα καὶ σὲ ποιὰ μορφή. Καὶ μοῦ ἀποκρίθηκε: ¨Τὸ εἶδα ἁπλό, χωρὶς μορφή, ἀλλὰ σὰν φῶς. Καὶ καθὼς ἀποροῦσα στὴν ἀρχὴ βλέποντας ἐκεῖνο ποῦ ποτὲ δὲν εἶχα δεῖ, καὶ συλλογιζόμουν τί νὰ εἶναι, Αὐτό μου ἔλεγε μυστικὰ σὰν νὰ μοῦ μιλοῦσε μὲ γνωστὴ φωνή:  Ἐγὼ ἔτσι ἐπιφοιτῶ σὲ ὅλους τους Προφῆτες καὶ  Ἀποστόλους καὶ στοὺς τωρινοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ ἁγίους του Θεοῦ. Γιατί ἐγὼ εἶμαι τὸ  Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ΄΄. Σ΄ Αὐτὸ ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες.  Ἀμήν.»

πηγή