Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται,
Παιδὶ τοῦ Θεοῦ γίνεται ἡ στάχτη καὶ τὸ χορτάρι
- Ο Μωυσῆς ἦταν γιὰ τοὺς Ἰσραηλίτες ὁ νομοθέτης ποὺ κατασκεύασε τὴν ἱερὴ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου, σύμφωνα μὲ τὸ ὑπόδειγμα ποὺ τοῦ ἔδειξε ὁ Θεὸς στὸ ὅρος. Σ’ αὐτὴν ἦταν ἅγιο κι ἱερό το καθένα στοιχεῖο ἀπὸ ὅσα περικλείονταν μέσα μὲ τὸ σχοινί. Στὸ ἐσώτατο ἀπ’ αὐτὰ δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ εἴσοδος.
Ἦταν ἄβατο καὶ λεγόταν Ἅγια ἁγίων. Νομίζω ὅτι ἡ ὀνομασία αὐτὴ ποὺ λέγεται μὲ τόση ἐπίταση, δείχνει πὼς τὸ τμῆμα ἐκεῖνο τῆς σκηνῆς δὲ μετέχει στὴν ἁγιότητα ἐξίσου μὲ τὰ ἀλλά, ἀλλὰ πόσο διέφερε τὸ ἀφιερωμένο κι ἅγιο, ἀπὸ τὸ κοινὸ καὶ τὸ προορισμένο νὰ πατιέται ἀπ’ ὅλους.
Τόσο πολὺ καθαρότερο κι ἱερότερο ἦταν τὸ ἄβατο ἀπὸ τὰ ἅγια ποὺ ἦταν γύρω ἀπὸ αὐτό. Ἐξίσου ἅγια κι ἱερὰ νομίζω πὼς εἶναι ὅλα, ὅσα μᾶς παρουσίασε σ’ αὐτὸ τὸ ὅρος τῶν μακαρισμῶν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πρὶν ἀπὸ λίγο. Αὐτὸ ὅμως ποὺ πρόκειται τώρα νὰ μελετήσουμε εἶναι πραγματικὰ ἄβατο κι ἅγιό των ἁγίων.
Γιατί ἂν ἡ θέα τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει τίποτε ποὺ νὰ τὴν ξεπερνάει στὸ ἀγαθό, ὁπωσδήποτε τὸ νὰ γίνεις παιδὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε ἐπιτυχία καλοῦ κλήρου. Γιατί ποιὰ φραστικὴ ἐπινόηση, ποιὰ σημασία λέξεων θὰ χωρέσει τὴ μεγάλη δωρεὰ τῆς ὑπόσχεσης.
Ὅ,τι καὶ νὰ βάλεις στὸ νοῦ σου, τοῦτο ποὺ λέγει εἶναι παραπάνω ἀπὸ κεῖνο. Ἂν ὀνομάσεις ἀγαθό, ἢ πολύτιμο, ἢ ὑψηλὸ αὐτὸ ποὺ θέτει ἐνώπιόν μας ἡ ὑπόσχεση αὐτοῦ του μακαρισμοῦ, εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴ σημασία τῶν λέξεων αὐτὸ ποὺ φανερώνεται. Ἡ ἐπιτυχία εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ ὅ,τι κανεὶς θὰ εὐχόταν. Τὸ δῶρο εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε ἐλπίδα. Ἡ χάρη εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ φύση.
Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν τὸν συγκρίνεις μὲ τὴ θεία φύση; Ποιοῦ ἁγίου ν’ ἀναφέρω τὸ λόγο, μὲ τὸν ὁποῖο ἀποδεικνύεται ἡ ἀνθρώπινη μηδαμινότητα; Κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ἀβραὰμ ὁ ἄνθρωπος εἶναι γῆ καὶ στάχτη (Γέν. 18, 27 ). Κατὰ τὸν Ἠσαΐα χορτάρι· κατὰ τὸ Δαβὶδ οὔτε καν χορτάρι, ἀλλὰ μοιάζει μὲ χορτάρι. Γιατί ὁ μὲν λέγει: «κάθε ἄνθρωπος εἶναι χόρτος», ἐνῶ ὁ ἄλλος λέγει: «ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὰν τὸ χορτάρι» (Ἡσ. 30, 6 καὶ Ψάλ. 36,2). Κατὰ τὸν Σολομώντα «ματαιότης» (Ἔκκλησ. 1, 2), καὶ κατὰ τὸν Παῦλο: «ταλαιπωρία» (Ρωμ. 8, 24). Μ’ αὐτὰ δὲ ποὺ ὀνόμασε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὁ Ἀπόστολος, μὲ τὰ ἴδια ἐλεεινολογεῖ ὅλο το ἀνθρώπινο γένος. Αὐτὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Κι ὁ Θεὸς τί εἶναι; Πῶς ὅμως νὰ πῶ τὸ τί εἶναι αὐτὸ ποῦ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὸ δεῖς, οὔτε στὴν ἀκοὴ χωράει, οὔτε στὴν καρδιὰ ἔρχεται; Μὲ ποιὰ λόγια νὰ διαλαλήσω τὴ φύση; Ποιὸ παράδειγμα, ἀπὸ ὅσα γνωρίζουμε, νὰ βρῶ γι’ αὐτὸ τὸ ἀγαθό; Ποιὲς καινούργιες λέξεις νὰ δημιουργήσω, γιὰ ν’ ἀποδώσω τὴ σημασία ἐκείνου ποὺ δὲ λέγεται καὶ δὲν ἐκφωνεῖται;
Γνωρίζω ὅτι ἡ θεόπνευστη Γραφὴ χρησιμοποιεῖ μεγάλα ὀνόματα γιὰ τὴ θεία φύση. Τί εἶναι ὅμως αὐτὰ μπροστὰ στὴν ἴδια τὴ φύση; Γιατί ὅσο ἐγὼ μποροῦσα νὰ δεχθῶ, τόσο μόνο ἀποκάλυψε ὁ Λόγος, ὄχι ὅσο εἶναι αὐτὸ ποὺ ὑποδηλώνει. Ὅπως δηλ. ὅσοι ἀναπνέουν τὸν ἀέρα, ἀνάλογα μὲ τὴν εὐρυχωρία ποὺ ἔχει ὁ καθένας στὸν ἑαυτό του, ἄλλος μὲν παίρνει περισσότερο ἀέρα, ἄλλος δὲ λιγότερο. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ κρατάει τὸν περισσότερο ἀέρα στὸν ἑαυτό του, δέχεται μέσα του ὅλο το στοιχεῖο.
Ἁπλῶς παίρνει κι αὐτὸς ἀπὸ τὸ ὅλο ὅσο μπορεῖ καὶ τὸ ὅλο παραμένει. Ἔτσι εἶναι κι οἱ διδασκαλίες τῆς ἁγίας Γραφῆς γιὰ τὸ Θεό, ποὺ μᾶς παραδωσαν οἱ θεοφόροι ἐν ἁγίω Πνεύματι κι οἱ ὁποῖες σχετικὰ μὲ τὸ μέτρο τῆς δικῆς μας διάνοιας εἶναι ὑψηλὲς καὶ μεγάλες καὶ βρίσκονται πάνω ἀπὸ κάθε μέγεθος. Καὶ δὲν προσεγγίζουν τὸ ἀληθινὸ μέγεθος.
Γιατί ὅπως λέγει ὁ προφήτης: «Ποιὸς μέτρησε τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ σπιθαμὴ καὶ τὸ νερὸ μὲ τὸ χέρι κι ὅλη τὴ γῆ μὲ τὴν παλάμη;» (Ἡσ. 40, 12). Βλέπεις τὴ μεγαλοφυία ἐκείνου ποῦ περιγράφει τὴν ἀπερίγραπτη δύναμη; Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτά σε σύγκριση μὲ τὸ ὄντως Ὃν ;
Γιατί ὁ προφητικὸς λόγος φανερώνει μ’ αὐτὰ τὰ ἐγκωμιαστικὰ λόγια ἕνα μέρος μόνο ἀπὸ τὴ θεία ἐνέργεια, ἐνῶ γιὰ τὴ δύναμη ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται ἡ ἐνέργεια, γιὰ νὰ μὴν πῶ γιὰ τὴ φύση ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπορρέει ἡ δύναμη, οὔτε λέγει τίποτα, οὔτε διανοήθηκε νὰ κάμει λόγο.
Ἀλλὰ καὶ ἐλέγχει μὲ τὸ λόγο ἐκείνους ποῦ περιγράφουν τὴ θεότητα μὲ συλλογισμούς, ἐρωτώντας ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ τὸ ἑξῆς: «Μὲ ποιὸν μὲ παρομοιάζετε;» λέγει ὁ Κύριος (Ἡσ. 40, 25). Παρόμοια συμβουλὴ δίνει κι ὁ Σολομῶν μὲ τὰ ἴδια περίπου λόγια: «Μὴ σπεύσεις νὰ προφέρεις λόγο γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς βρίσκεται πάνω στὸν οὐρανὸ κι ἔεσυ εἶσαι κάτω στὴ γῆ» (Ἐκκλησ. 5, 1).
Καὶ νομίζω ὅτι μὲ τὴν ἀπόσταση τῶν στοιχείων μεταξύ τους δείχνει πόσο ἀνώτερη εἶναι ὡς πρὸς τὸ μέγεθος ἡ φύση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὶς γήινες σκέψεις. Κι ὅμως. Αὐτὸς ὁ πραγματικὰ τόσο μεγάλος, ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸν δεῖς, οὔτε νὰ τὸν ἀκούσεις, οὔτε νὰ τὸν συλλογισθεῖς, δηλ. ὁ Θεός, δέχεται τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν ὑπολογίζεται γιὰ τίποτε ἀνάμεσα στὰ ἀλλὰ ὄντα, δηλ. τὴ στάχτη, τὸ χορτάρι, τὴ ματαιότητα, αὐτὸ δέχεται ὁ Θεὸς τῶν ὅλων καὶ τὸν συγκαταλέγει στὴν τάξη τοῦ παιδιοῦ του.
Τί μπορεῖ νὰ βρεθεῖ ἀντάξιο γιὰ εὐχαριστία γι’ αὐτὴ τὴ δωρεά; Ποιὸς λόγος, ποιὰ σκέψη, ποιὰ κίνηση τῆς μνήμης μὲ τὴν ὁποία θὰ ἐξυμνήσει τὴν ὑπερβολικὴ δωρεά; Βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὴ φύση τοῦ ὁ ἄνθρωπος καὶ γίνεται ἀπὸ θνητὸς ἀθάνατος καὶ ἀπὸ φθαρτὸς ἄφθαρτος κι ἀπὸ ἐφήμερος αἰώνιος καὶ γενικὰ ἀπὸ ἄνθρωπος θεός.
Κι ἐκεῖνος ποὺ ἀξιώνεται νὰ γίνει παιδὶ τοῦ Θεοῦ, ἀποκτάει ἀσφαλῶς μέσα του τὴν ἀξία τοῦ Πατέρα καὶ κληρονομεῖ τὰ πατρικὰ ἀγαθά. Ὢ πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δωρεὰ τοῦ πλούσιου Δεσπότη! Πόσο εὐρύχωρη ἡ παλάμη! Πόσο μεγάλο το χέρι! Πόσα εἶναι τὰ χαρίσματα τῶν μυστικῶν θησαυρῶν!
Ἀπὸ φιλανθρωπία ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἴδια σχεδὸν μὲ τὸν Ἑαυτὸ τοῦ τιμή, ποὺ ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας εἶχε χάσει. Γιατί ἂν ὁ Θεὸς χαρίζει στοὺς ἀνθρώπους τὴν οἰκείωση αὐτοῦ ποῦ ὁ ἴδιος εἶναι κατὰ τὴ φύση, τί ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ὁμοτιμία ὑπόσχεται μὲ τὴ συγγένεια;
«Τί γλυκύτερον τῆς εἰρηνικῆς ζωῆς;»
- Και τὸ μὲν βραβεῖο εἶναι τόσο μεγάλο. Ἀλλὰ ποιὸ εἶναι τὸ ἀγώνισμα; Ἂν γίνεις εἰρηνοποιός, λέγει, θὰ λάβεις ὡς στέφανο τὸ δῶρο τῆς υἱοθεσίας. Ἐγὼ νομίζω ὅτι καὶ τὸ ἔργο, γιὰ τὸ ὁποῖο ὑπόσχεται τόσο μεγάλη ἀμοιβή, εἶναι ἕνα ἄλλο δῶρο.
Γιατί τί εἶναι πιὸ γλυκὸ γιὰ ν’ ἀπολαύσει ὁ ἄνθρωπος, ἀπ’ ὅσα ἐπιδιώκει στὴ ζωή, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εἰρηνικὴ ζωή; Ὅποιο κι ἂν ἀναφέρεις ἀπὸ τὰ εὐχάριστά της ζωῆς, ἔχει ἀνάγκη τῆς εἰρήνης γιὰ νὰ εἶναι γλυκό.
Γιατί ἔστω κι ἂν ὑπάρχουν ὅλα ὅσα θεωροῦνται πολύτιμα στὴ ζωή, ὅπως πλοῦτος, ὑγεία, σύζυγος, παιδιά, γονεῖς, ὑπηρέτες, φίλοι, ἡ γῆ κι ἡ θάλασσα γιὰ νὰ πλουτίζει ἡ καθεμιὰ μὲ τὰ δικά της ἀγαθά, παραδεισένιοι κῆποι, κυνήγια, λουτρά, γυμναστήρια καὶ χῶροι ἄσκησης, τόποι διασκέδασης καὶ τρυφῆς γιὰ τοὺς νέους, κι ὅλα ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἐπινοήσεις τῆς ἡδονῆς.
Σ’ αὐτὰ πρόσθεσε καὶ τὰ εὐχάριστα θεάματα καὶ τὰ μουσικὰ ἀκροάματα κι ὅ,τι ἄλλο μὲ τὸ ὁποῖο γίνεται γλυκιὰ ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τῆς τρυφῆς. Ἂν ὑπῆρχαν ὅλα αὐτά, δὲν ὑπῆρχε ὅμως μαζὶ καὶ τὸ ἀγαθό της εἰρήνης, ποιὸ θὰ ἦταν τὸ κέρδος ἀπὸ κεῖνα, ἀφοῦ ὁ πόλεμος θὰ διέκοπτε τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν;
Συνεπῶς ἡ εἰρήνη εἶναι κι ἡ ἴδια γλυκιὰ γιὰ ὅσους τὴν ἀπολαμβάνουν, ἀλλὰ καὶ γλυκαίνει ὑπερβολικὰ ὅλα ὅσα θεωροῦνται πολύτιμα στὴ ζωή. Ἀλλὰ κι ἂν μᾶς βρεῖ κάποια ἀνθρώπινη συμφορά, ὅταν ζοῦμε εἰρηνικά, ἐπειδὴ ἡ συμφορὰ αὐτὴ θὰ εἶναι ἀνάμικτη μὲ τὸ καλό, (ποὺ προέρχεται ἀπ’ τὴν εἰρηνικὴ ζωὴ) θὰ εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουν αὐτοὶ ποὺ θὰ τὴν ἔχουν ὑποστεῖ (τὴ συμφορά).
Ὅταν ἡ ζωὴ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὸν πόλεμο, γινόμαστε κατὰ κάποιο τρόπο ἀναίσθητοι σὲ παρόμοιες ἀφορμὲς λυπηρῶν. Γιατί ἡ κοινὴ συμφορὰ τοῦ πολέμου ξεπερνάει τὶς ἐπὶ μέρους θλίψεις. Κι ὅπως λένε οἱ γιατροὶ γιὰ τοὺς σωματικοὺς πόνους, ἂν συμπέσουν χρονικὰ δυὸ πόνοι στὸ ἴδιο σῶμα, γίνεται αἰσθητὸς ὁ ἰσχυρότερος, γιατί ὑποκλέπτεται ὡς ἕνα βαθμὸ ἀσυναίσθητα ὁ πόνος τῆς ἐλαφρότερης ἀσθένειας ἀπὸ τὴν κυριαρχία τοῦ ἰσχυρότερου.
Ἔτσι καὶ τὰ δεινά του πολέμου, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ περισσότερο θλιβερά, κάνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν αἰσθάνονται τὶς δικές τους συμφορὲς ὁ καθένας χωριστά. Κι ἂν ἡ ψυχὴ ναρκώνεται κάπως ὡς πρὸς τὴν αἴσθηση τῶν δικῶν τῆς δοκιμασιῶν, ἐπειδὴ εἶναι χτυπημένη ἀπ’ τὰ δεινά του πολέμου, ποῦ ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ ὑπομένουν, πῶς νὰ αἰσθάνεται τὰ εὐχάριστα;
Φαντάσου νὰ γίνεται μιὰ μάχη ὅπου ὑπάρχουν τὰ ὅπλα καὶ τὰ ἄλογα κι ὁ πυρακτωμένος σίδηρος κι ἡ σάλπιγγα ποὺ ἀντηχεῖ καὶ φάλαγγες ποὺ ἀναταράσσονται μὲ τὰ δόρατα κι ἀσπίδες ποὺ δένονται σφιχτὰ καὶ κράνη ποὺ γέρνουν μπροστὰ ἀπὸ τοὺς σβέρκους φοβερά, ταυτόχρονες πτώσεις, σπρωξίματα, συμπλοκές, σκοτωμοὶ ἀνδρῶν, ὀπισθοχωρήσεις, καταδιώξεις, ὀδυρμοί, ἀλαλαγμοί, γῆ βρεμένη ἀπὸ τὰ αἵματα, νεκροὶ ποὺ ποδοπατοῦνται, τραυματίες ποὺ ἔχουν ἐγκαταλειφθεῖ, καὶ ὅλα ὅσα εἶναι μεταξύ των κακῶν συμπτωμάτων τοῦ πολέμου. Ἄραγε ὅποιος βρεθεῖ μέσα σ’ αὐτὰ τὰ δεινὰ θὰ μπορέσει νὰ στρέψει ποτὲ τὴ σκέψη του στὴν ἀνάμνηση ἐκείνων ποῦ εὐφραίνουν;
Ἐὰν δὲ ἡ μνήμη ἐξαπατήσει τὴν ψυχὴ μὲ κάποιο ἀπὸ τὰ εὐχάριστα, δὲ θὰ εἶναι πρόσθετη συμφορά το νὰ ὑπεισέλθει στὸ νοῦ ἡ ἀνάμνηση τῶν πολὺ ἀγαπητῶν στὴν περίοδο τῶν κινδύνων; Ἑπομένως ἐκεῖνος ποὺ σὲ ἀνταμείβει, ἂν ἀποχωρισθεῖς ἀπὸ τὰ δεινά του πολέμου, σοῦ ἔχει χαρίσει δυὸ δῶρα. καὶ τὸ μὲν ἕνα δῶρο εἶναι τὸ βραβεῖο, δηλ. ἡ εἰρήνη.
Τὸ δὲ ἄλλο, αὐτὸ τὸ ἴδιο το ἀγώνισμα. Ὥστε αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ εἰρήνη γιὰ τὸν ἑαυτὸ τῆς εἶναι προτιμότερη ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐπιδίωξη, γιὰ ὅσους βέβαια ἔχουν νοῦ, ἀκόμη κι ἂν δὲν ὑπῆρχε ἐλπίδα γιὰ κανένα ἀπ’ αὐτὰ τὰ ἀγαθά. Στὸ σημεῖο αὐτὸ μποροῦμε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν ὑπερβολικὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ποὺ χαρίζει τὶς ἀγαθὲς ἀνταμοιβές, ὄχι γιὰ κόπους καὶ ἱδρῶτες, ἀλλὰ κατὰ κάποιο τρόπο γιὰ ἀνέσεις καὶ χαρές.
Εἶναι, λοιπόν, ἡ εἰρήνη ἡ κορωνίδα τῶν τερπνῶν. Καὶ ὁ Κύριος θέλει νὰ ὑπάρχει στὸν καθένα, ὥστε ὄχι μόνο ὁ ἴδιος νὰ τὴν κατέχει, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἄφθονο ἀπόκτημα, νὰ μοιράζει καὶ σὲ κείνους ποὺ δὲν ἔχουν.
Εἰρήνη καὶ θυμὸς
- «Μακάριοι, λέγει, εἶναι οἱ εἰρηνοποιοί». Εἰρηνοποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δίνει τὴν εἰρήνη στὸν ἄλλο. Ἀλλὰ κανεὶς δὲ θὰ μπορέσει νὰ δώσει στὸν ἄλλο αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος δὲν ἔχει. Θέλει, λοιπόν, ὁ Κύριος νὰ εἶσαι πρῶτα σὺ γεμάτος ἀπὸ τὰ ἀγαθά της εἰρήνης κι ἔπειτα νὰ προσφέρεις αὐτὸ τὸ ἀπόκτημα σὲ ὅσους τὸ χρειάζονται.
Κι ἃς μὴ λεπτολογεῖ ὑπερβολικὰ ὁ λόγος τὴ βαθύτερη ἔννοια τῆς λέξης. Γιατί κι ἡ πρόχειρη κι ἐπιφανειακὴ ἐξήγησή της μᾶς εἶναι ἀρκετὴ γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ ἀγαθοῦ.
Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί. Αὐτὸς ὁ λόγος μὲ τὴ συντομία τοῦ χαρίζει τὴ θεραπεία πολλῶν ἀσθενειῶν, ἐπειδὴ σ’ αὐτὴ τὴν περιληπτικὴ καὶ γενικότερη ὀνομασία περικλείει καὶ τὰ ἐπὶ μέρους καλά. Ἃς ἐννοήσουμε πρῶτα τί εἶναι ἡ εἰρήνη.
Τί ἄλλο ἀπὸ κείνη τὴν ἐπιθυμία τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ συνάνθρωπο; Καὶ τί εἶναι τὸ ἀντίθετο πρὸς τὴν ἀγάπη; Τὸ μίσος, ἡ ὀργή, ὁ θυμός, ὁ φθόνος, ἡ μνησικακία, ἡ ὑπόκριση, ἡ πολεμικὴ συμφορά. Βλέπεις πόσων καὶ ποίων ἀσθενειῶν εἶναι ἀντίδοτο ἡ μία λέξη;
Γιατί ἡ εἰρήνη ἀντικαθιστᾶ ἐξίσου καθένα ἀπ’ ὅσα ἀναφέραμε, καὶ μὲ τὴ δική της παρουσία ἐξαφανίζει τὸ κακό. Ὅπως δηλ. ἐξαφανίζεται ἡ ἀσθένεια, ὅταν ἀποκατασταθεῖ ἡ ὑγεία, κι ὅταν φανεῖ τὸ φῶς, δὲν παραμένει τὸ σκοτάδι, ἔτσι κι ὅταν ἐμφανισθεῖ ἡ εἰρήνη, ἐξαφανίζονται ὅλα τα πάθη ποὺ ἀποτελοῦνται ἀπὸ τὸ ἀντίθετο.
Πόσο σημαντικὸ εἶναι αὐτὸ τὸ ἀγαθό, νομίζω πὼς δὲν χρειάζεται νὰ τὸ ἀναπτύξω ἐγὼ μὲ λόγια. Σὺ μόνος σου σκέψου πάνω σ’ αὐτὸ τὸ θέμα, ποιὰ εἶναι ἡ ζωὴ ἐκείνων ποὺ ὑποψιάζονται ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ μισοῦνται μεταξύ τους.
Δυσάρεστες οἱ συναντήσεις, ἀηδιαστικὰ γι’ αὐτοὺς ὅλα τα μεταξύ τους. Τὰ στόματα ἀμίλητα καὶ τὰ βλέμματα στραμμένα στὴν ἄλλη πλευρά. Κι ἡ ἀκοὴ φραγμένη γιὰ τὴ φωνὴ ἐκείνου ποὺ μισεῖ κι ἐκείνου ποὺ μισεῖται.
Ὅ,τι εἶναι ἀγαπητὸ στὸν καθένα ἀπ’ αὐτούς, αὐτὸ στὸν ἄλλο δὲν εἶναι ἀγαπητό. Κι ἀντίθετα, κάθε ἐχθρικὸ καὶ πολέμιο, αὐτὸ εἶναι ἐπιθυμητὸ στὸν ἐχθρό. Ὅπως τὰ εὐώδη ἀρώματα γεμίζουν μὲ τὴν καλή τους μυρουδιὰ τὸν γύρω ἀέρα, ἔτσι θέλει ὁ Κύριος νὰ πλεονάζει μὲ ἀφθονία σὲ σένα τὸ χάρισμα τῆς εἰρήνης, ὥστε ὁ δικός σου τρόπος ζωῆς νὰ γίνεται φάρμακο τῆς ξένης ἀσθένειας.
Θ’ ἀντιλαμβανόσουν καλύτερα πόσο μεγάλο εἶναι αὐτὸ τὸ ἀγαθό, ἂν ὑπολόγιζες τὶς συμφορὲς τῶν παθῶν ποὺ σημειώνονται στὴν ψυχὴ τοῦ καθενὸς ἀπὸ τὴν ἐχθρικὴ διάθεση. Ποιὸς θὰ μποροῦσε ν’ ἀναπτύξει ἐπάξια τα πάθη τῆς ὀργῆς;
Ποιὸς λόγος θὰ περιγράψει τὴν ἀσχήμια αὐτῆς τῆς ἀρρώστιας; Βλέπεις τὰ πάθη τῶν δαιμονιζομένων ποὺ φαίνονται πάνω σε κείνους ποὺ ἔχουν κυριευθεῖ ἀπ’ τὸ θυμό. Σκέψου τὰ συμπτώματα καὶ τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θυμοῦ παράλληλα καὶ ποιὰ ἡ διαφορά τους.
Κατακόκκινο καὶ γυρισμένο τὸ μάτι τῶν δαιμονιζομένων, παραφέρεται ἡ γλώσσα, σκληρὸς ὁ λόγος, διαπεραστικὴ κι ὅμοια μὲ γαύγισμα σκύλου ἡ φωνή. Αὐτὰ τὰ γνωρίσματα εἶναι κοινὰ καὶ τοῦ δαιμονιζομένου κι ἐκείνου ποὺ θυμώνει: τράνταγμα τῆς κεφαλῆς, ἀπερίσκεπτες κινήσεις τῶν χεριῶν, ἀναβρασμὸς ὅλου του σώματος, ἀσταθῆ τα πόδια, μιὰ ἡ περιγραφὴ μ’ αὐτὰ καὶ τῶν δύο ἀσθενειῶν.
Τόσο μόνο διαφέρουν μεταξύ τους τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, ὅσο τὸ μὲν ἕνα εἶναι ἑκούσιο κακό, ἐνῶ τὸ ἄλλο προσβάλλει χωρὶς τὴ θέλησή τους ἐκείνους, στοὺς ὁποίους παρουσιάζεται. Πόσο ἀθλιότερο εἶναι νὰ βρεθεῖς θεληματικὰ σὲ συμφορά, ἀπὸ τὸ νὰ σὲ βρεῖ ἀθέλητα!
Κι ὅποιος εἶδε τὴν ἀρρώστια ποὺ προκαλεῖ ὁ δαίμονας ὁπωσδήποτε λυπήθηκε, ἐνῶ τὴν παραφροσύνη τοῦ θυμοῦ, μόλις τὴν εἶδε, ἀμέσως καὶ τὴ μιμήθηκε, ἐπειδὴ ξεχωρίζει τὴ βλάβη γιὰ νὰ μὴν τὸν ξεπεράσει μὲ τὸ πάθος τοῦ ἐκεῖνος ποὺ πρὶν ἀπ’ αὐτὸν ἀρρώστησε.
Κι ὅταν ὁ δαίμονας διαστρεβλώνει τὸ σῶμα τοῦ ἀρρώστου, περιορίζει τὸ κακὸ ὡς αὐτό, τινάζοντας συνεχῶς μὲ ὁρμὴ στὸν ἀέρα ἄσκοπά τα χέρια τοῦ μανιακοῦ. Ὁ δαίμονας ὅμως τοῦ θυμοῦ δὲν ἐκτελεῖ μὲ ἀργὸ ρυθμὸ τὶς κινήσεις τοῦ σώματος.
Γιατί ἅμα κυριαρχήσει τὸ πάθος καὶ ὑπερθερμανθεῖ τὸ γύρω ἀπὸ τὴν καρδιὰ αἷμα κι ἡ μαύρη χολή, ὅπως λένε, διασκορπισθεῖ σ’ ὁλόκληρό το σῶμα μὲ τὴ διάθεση τοῦ θυμοῦ, τότε ἀπὸ τοὺς ἀτμοὺς ποὺ συμπιέζονται στὸ ἐσωτερικό, στενοχωροῦνται τὰ αἰσθητήρια ποὺ βρίσκονται γύρω ἀπ’ τὸ κεφάλι.
Τὰ μάτια πετιοῦνται ἔξω ἀπ’ τὰ ὅρια τῶν βλεφάρων καὶ κυττάζουν ματωμένα κι ὅμοια μὲ δράκου, πρὸς αὐτὸ ποὺ προκαλεῖ τὴ λύπη. Τὰ σπλάγχνα ὑποφέρουν ἀπὸ δύσπνοια. Φουσκώνουν οἱ φλέβες γύρω ἀπὸ τὸν αὐχένα κι ἡ γλώσσα γίνεται χονδρὴ κι ἡ ὁμιλία θεληματικὰ ὀξεία, ἐπειδὴ στενεύει ἡ ἀρτηρία.
Ἀλλὰ καὶ τὰ χείλη παγώνουν καὶ μαυρίζουν γύρω-γύρω ἀπὸ τὴ διάχυση ἐκείνης τῆς κρύας χολῆς. Δύσκολα κάνουν τὸ φυσικὸ ἄνοιγμα καὶ κλείσιμο, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν νὰ συγκρατήσουν στὸ στόμα οὔτε κι αὐτὸ τὸ πλεόνασμα τοῦ σάλιου, ἀλλὰ κι αὐτὸ τὸ βγάζουν μαζὶ μὲ τὶς λέξεις, ἐπειδὴ παράλληλα μὲ τὴ βιαστικὴ προφορὰ φτύνεται κι ὁ ἀφρός.
Τότε, λοιπόν, μπορεῖς νὰ δεῖς νὰ κινοῦνται τὰ χέρια ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ πόδια. καὶ κινοῦνται τὰ μέλη αὐτά, ὄχι πιὰ ἄσκοπα, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς δαιμονιζόμενους, ἀλλὰ γιὰ κακὸ σκοπὸ ἐκείνων ποὺ συμπλέκονται μεταξύ τους ἐξαιτίας τῆς νόσου τοῦ θυμοῦ.
Κι εὐθὺς ἀμέσως οἱ ἐπιθέσεις ἐκείνων, ποὺ διαπληκτίζονται μεταξύ τους, στρέφονται πρὸς τὰ πιὸ εὐαίσθητα ἀπὸ τὰ αἰσθητήρια. Κι ἂν τὸ στόμα πλησιάσει σῶμα σὲ κάποιο σημεῖο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς συμπλοκῆς, δὲ μένουν ἀδρανῆ οὔτε τὰ δόντια, ἀλλὰ μπήχνονται σὰν τοῦ θηρίου σὲ κείνους ποὺ θὰ πλησιάσουν.
Καὶ ποιὸς θὰ μποροῦσε ν’ ἀναφέρει τὸ καθένα ἀπ’ τὰ κακὰ ποῦ προέρχονται ἀπ’ τὸ θυμό; Ἐκεῖνος, λοιπόν, ποὺ ἐμποδίζει αὐτὴ τὴν ἀσχημία, δικαιολογημένα θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομασθεῖ, γιὰ τὴν ὑπερβολικὰ μεγάλη εὐεργεσία, μακάριος καὶ ἔντιμος.
Ἂν ὅμως, ἐκεῖνος ποὺ ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάποια σωματικὴ δυσαρέσκεια εἶναι ἔντιμος, πολὺ περισσότερο ἔντιμος θὰ θεωρηθεῖ ἀπὸ τοὺς συνετοὺς ὡς εὐεργέτης τοῦ βίου, ἐκεῖνος ποὺ ἐλευθερώνει τὴν ψυχὴ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀρρώστια. Γιατί ὅσο ἀνώτερη εἶναι ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, τόσο πιὸ πολύτιμος εἶναι αὐτὸς ποὺ γιατρεύει τὶς ψυχές, ἀπὸ κείνους ποὺ γιατρεύουν τὰ σώματα.
Φοβερότερα τὰ κρυφὰ ἀπὸ τὰ φανερὰ
- Κι ἃς μὴ φαντασθεῖ κανεὶς ὅτι ἀπ’ ὅλα τα κακὰ ποὺ προκαλοῦνται ἀπ’ τὸ μίσος, θεωρῶ πὼς τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ εἶναι τὸ φοβερότερο. Πιστεύω πὼς τὸ πάθος τοῦ φθόνου καὶ τῆς ὑποκρισίας εἶναι πολὺ φοβερότερο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἀναφέραμε, ὅσο εἶναι φοβερότερο τὸ κρυμμένο ἀπ’ τὸ φανερό.
Γιατί κι ἀπ’ τὰ σκυλιὰ προσέχουμε περισσότερο ἐκεῖνα ποὺ οὔτε τὸ γαύγισμα φανερώνει τὴν ἀγριότητα, οὔτε ἡ κατὰ πρόσωπο ἐπίθεση, ἀλλὰ μὲ τὴν πραότητα καὶ τὴν ἠρεμία στὴ μορφὴ παραμονεύουν νὰ μᾶς βροῦν ἀπρόσεκτους καὶ ξένοιαστους.
Τέτοιο εἶναι τὸ πάθος τοῦ φθόνου καὶ τῆς ὑποκρισίας, γιὰ ὅσους ὑποβόσκει μέσα στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς τὸ μίσος, σὰν ἄλλη ξεχασμένη φωτιὰ ποὺ κρυφοκαίει, ἐνῶ μεταμορφώνεται σὲ φίλο ὡς πρὸς τὸ παρουσιαστικὸ μὲ τὴν ὑποκρισία.
Ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ἄχυρα. Ἂν ἡ φωτιὰ πιάσει ἀπὸ κάτω κρυφά, στὴν ἀρχὴ μὲν κατατρώγει καίγοντας ὅσα βρίσκει γύρω, φλόγα ὅμως δὲν βγαίνει στὴν ἐπιφάνεια, ἀλλὰ ἕνας δυνατὸς καπνὸς πετάγεται βίαια, ἐπειδὴ συμπιέζεται ἀπὸ μέσα.
Κι ἂν τύχει νὰ φυσήξει κάποιο ἀεράκι, τότε ξαναζωηρεύει ἡ φλόγα καὶ γίνεται φανερὴ καὶ λαμπερή. Ἔτσι κι ὁ φθόνος κατατρώγει μὲν ἐσωτερικὰ τὴν καρδιά, σὰν τὴ φωτιὰ ποὺ κατακαίει κάποιο συμπιεσμένο σωρὸ ἀπὸ ἄχυρα.
Καὶ κρύβει μὲν ἀπὸ ντροπὴ τὴν ἀρρώστια, ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸς γιὰ νὰ τὴν κρύψει παντοτινά. Γιατί σὰν ἄλλος δυνατὸς καπνὸς ἔρχεται στὴν ἐπιφάνεια ἡ πικρία ἀπὸ τὸ φθόνο μὲ τὶς ἐκδηλώσεις στὸ παρουσιαστικό.
Ἂν συμβεῖ μάλιστα νὰ βρεῖ συμφορὰ ἐκεῖνον ποὺ φθονεῖται, τότε ξεσκεπάζει τὸ πάθος, μὲ τὸ νὰ βρίσκει τὴ λύπη τοῦ ἄλλου εὐκαιρία χαρᾶς καὶ ἀγαλλίασης. Κατακρίνει τὰ ἀπόκρυφα πάθη, γιὰ ὅσο χρόνο νομίζει ὅτι ξεφεύγει τὴν προσοχὴ τῶν ἄλλων μὲ τὰ φανερὰ σημάδια στὸ πρόσωπο.
Ὅμως τὰ σημεῖα ποὺ προδίδουν τὸν ἐπικείμενο θάνατο ἐκείνων γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχει χαθεῖ κάθε ἐλπίδα ζωῆς, εἶναι αὐτὰ ποὺ πολλὲς φορὲς ἐμφανίζονται σ’ αὐτὸν ποὺ λιώνει ἀπὸ τὸ φθόνο. Εἶναι δηλ. τὰ σβηστὰ μάτια, ποὺ βαθουλώνουν ἀπὸ τὰ ἀποξεραμένα βλέφαρα, φρύδι πεσμένο μαζὶ μὲ τὰ βλέφαρα, κόκκαλα ποὺ διακρίνονται ἀπὸ τὴν ἔλλειψη σαρκῶν.
Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἀρρώστιας; Τὸ νὰ ζεῖ λυπημένα ὁ ἀδελφὸς ἢ ὁ οἰκεῖος, ἢ ὁ γείτονας. Ὢ τί πρωτοφανῆ ἀδικήματα εἶναι αὐτά! Θεωρεῖ ἔγκλημά το ὅτι δὲ δυστυχεῖ ἐκεῖνος, γιὰ τὶς ἐπιτυχίες τοῦ ὁποίου ὑποφέρει.
Καὶ δὲν κρίνει τὴν ἀδικία μὲ κριτήριο κάποιο κακό, ἀπὸ κεῖνα ποὺ ἔπαθε ἐξαιτίας του, ἀλλὰ μὲ βάση αὐτὰ ποὺ ἐκεῖνος χωρὶς καμιὰ ἀδικία ζεῖ μέσα στὶς ἐπιτυχίες. Θὰ ἔλεγα σ’ αὐτόν: Ταλαίπωρε, τί ἔπαθες; Γιὰ ποιὸ λόγο ὑποφέρεις καὶ λιώνεις, βλέποντας μὲ δυσπιστία καὶ μὲ θλίψη τὶς ἐπιτυχίες τοῦ γείτονα; Γιὰ ποιὸ πράγμα μπορεῖς νὰ τὸν κατηγορήσεις; Μήπως εἶναι κομψὸς στὸ σῶμα ἐκεῖνος; Μήπως ἔχει τὸ χάρισμα τοῦ λόγου; Μήπως εἶναι ἀνώτερος ὡς πρὸς τὴν καταγωγή; Μήπως φαίνεται σπουδαῖος μὲ τὸ ἀξίωμα σὲ κάποια ἐξουσία; Μήπως ἀπόκτησε κάποια οἰκονομικὴ ἄνεση; Μήπως εἶναι μετρημένος στὰ λόγια ἐξαιτίας τῆς φρόνησης; Μήπως ἔγινε πασίγνωστος ἐξαιτίας τῆς ἀγαθοεργίας; Μήπως χαίρεται γιὰ τὰ παιδιά του; Μήπως ζεῖ εὐτυχισμένος μὲ τὴ σύζυγό του; Μήπως δοξάζεται ὅταν εἰσέρχεται στὸ σπίτι του; Αὐτὰ γιατί τ’ ἀφήνεις νὰ πληγώνουν τὴν καρδιά σου σὰν τὶς αἰχμὲς τῶν βελῶν; Χτυπᾶς τὶς παλάμες, συμπλέκεις τὰ δάχτυλα, στενοχωρεῖσαι μὲ τοὺς λογισμούς, ἀρχίζεις νὰ στενάζεις γιὰ κάτι τὸ μύχιο κι ὀδυνηρό.
Σοῦ προκαλεῖ ἀηδία ἡ ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἔχεις. Θλίψη σὲ γεμίζει τὸ τραπέζι. Σκυθρωπὴ ἡ μορφή. Πρόθυμό το αὐτὶ γιὰ ν’ ἀκούσει τὴ συκοφαντία γιὰ κεῖνον ποὺ εὐτυχεῖ. Ἂν ὅμως λεγόταν κάτι ἀπὸ τὰ εὐχάριστα, ἔχει κλεισθεῖ ἡ ἀκοὴ στὸ λόγο.
Κι ὅταν βρίσκεσαι σ’ αὐτὴ τὴν ψυχικὴ κατάσταση πρὸς τί νὰ προσπαθεῖς μὲ τὴν ὑποκρισία νὰ συγκαλύψεις τὴν ἀρρώστια; Πῶς νὰ πέσει πάνω στὸ πρόσωπό σου ἡ μάσκα τῆς φιλίας μὲ τὴν ὑπερβολικὰ πλασματικὴ ἐπίδειξη εὔνοιας;
Τί νόημα ἔχει νὰ εὔχεσαι χαρὰ καὶ ὑγεία στοὺς ἄλλους μὲ τὰ κατάλληλα ἐπαινετικὰ λόγια, ὅταν καταριέσαι τ’ ἀντίθετα στὰ βάθη τὴ ψυχῆς σου; Τέτοιος ὑπῆρξε ὁ Κάϊν, ποὺ παραφρόνησε ἐξαιτίας τῆς εὐτυχίας τοῦ Ἄβελ. Ἀπὸ μέσα ὁ φθόνος προέτρεπε γιὰ τὴ δολοφονία.
Κι ἡ προτροπὴ γίνεται δολοφόνος, μὲ κεῖνο τὸ φιλικὸ κι εὐπροσήγορο ὕφος ποὺ πῆρε κι ὁδήγησε στὸ χωράφι, μακριὰ ἀπὸ τὴν προστασία τῶν γονέων. Κι ἔπειτα, ἔτσι μὲ τὸ ἔγκλημα ἀποκάλυψε τὸ φθόνο (Γέν. 4, 3-8).
Ἐκεῖνος, λοιπόν, ποὺ διώχνει αὐτὴ τὴν ἀρρώστια ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εἰρήνη συνδέει τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ ὁδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ φιλικὴ συμφωνία, δὲν ἐπιτελεῖ ἄραγε ἔργο πραγματικὰ θεϊκῆς δύναμης, ὅταν ἀπ’ τὸ ἕνα μέρος περιορίζει τὶς ἀνθρώπινες κακίες, κι ἀπὸ τ’ ἄλλο βάζει στὴ θέση τοὺς τὴ μετοχὴ τῶν ἀγαθῶν; Νὰ γιὰ ποιὸ λόγο ἀποκαλεῖ τὸν εἰρηνοποιὸ παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ γίνεται μιμητὴς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ποὺ χαρίζει αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.
Μιμητὴς τῶν χαρισμάτων τοῦ Χριστοῦ
- «Μακάριοι, λοιπόν, εἶναι οἱ εἰρηνοποιοί, γιατί αὐτοὶ θὰ ὀνομασθοῦν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ». Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοί; Ὅσοι ἀπομιμοῦνται τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ ποὺ δείχνουν στὸ δικό τους βίο τὸ ἰδιαίτερο γνώρισμα τῆς θεϊκῆς ἐνέργειας.
Ὁ Κύριος των ἀγαθῶν ποὺ εἶναι εὐεργετικός, ἐκτοπίζει γενικὰ καὶ ἐξαφανίζει καθετὶ ποὺ εἶναι ἀλλόφυλο καὶ ξένο πρὸς τὸ ἀγαθό. Αὐτὴ τὴν ἐνέργεια νομοθετεῖ καὶ γιὰ σένα. Νὰ διώχνεις δηλ. τὸ μίσος, νὰ σταματᾶς τὸν πόλεμο, νὰ ἐξαφανίζεις τὸ φθόνο, ν’ ἀποτρέπεις τὴ διαμάχη, νὰ ξεσκεπάζεις τὴν ὑποκρισία, νὰ σβήνεις ἀπὸ τὴν καρδιά σου τὴ μνησικακία ποὺ κρυφοκαίει ἐσωτερικά.
Νὰ βάζεις μέσα στὴν καρδιά σου, ἀντὶ γι’ αὐτὰ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μὲ τὴν ἀφαίρεση τῶν ἀντιθέτων παίρνουν τὴ θέση τους. Κι ὅπως μὲ τὴν ὑποχώρηση τοῦ σκότους ἐπακολουθεῖ τὸ φῶς, ἔτσι καὶ σ’ ἀντικατάσταση τοῦ καθενὸς ἀπ’ αὐτά, εἰσχωρεῖ ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματος, ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ καλοσύνη, ἡ μακροθυμία κι ὅλος ὁ κατάλογος τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο (Γαλ. 5,22).
Πῶς, λοιπόν, νὰ μὴν εἶναι μακάριος ἐκεῖνος ποῦ μοιράζει τὰ θεϊκὰ δῶρα; Ἐκεῖνος ποῦ μιμεῖται τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ; Ἐκεῖνος ποῦ ἐξομοιώνει τὶς δικές του ἀγαθοεργίες μὲ τὶς μεγάλες θεϊκὲς δωρεές; Εἶναι ὅμως πιθανὸν αὐτὸς ὁ μακαρισμὸς νὰ μὴν ἀποβλέπει μόνο στὸ καλό το ξένο, δηλ. στὴν εἰρήνευση τῶν ἄλλων.
Γιατί πιστεύω ὅτι στὴν κυριολεξία εἰρηνοποιὸς λέγεται κεῖνος, ποὺ φέρνει σὲ εἰρηνικὴ συμφωνία τὴν ἐπανάσταση, ποὺ κάνει μέσα του ἡ σάρκα κατὰ τοῦ πνεύματος κι ὁ ἐσωτερικὸς πόλεμος τῆς ἀνθρώπινης φύσης.
Κι αὐτὸ κατορθώνεται, ὅταν πλέον μένει ἀνενέργητος ὁ νόμος τοῦ σώματος, ποὺ ἀντιμάχεται τὸ νόμο τοῦ πνεύματος, κι ὅταν ὑποταχθεῖ στὴν ἀνώτερη βασιλεία, ὑπηρετεῖ τὶς θεϊκὲς παραγγελίες. Κυρίως ὅμως μᾶς συμβουλεύει ὁ μακαρισμὸς νὰ μὴν πιστεύσουμε τοῦτο, τὸ ὅτι δηλ. ὁ βίος τῶν ἐναρέτων εἶναι διπλός, σωματικὸς καὶ πνευματικός.
Γιατί ὅταν φύγει ἀπὸ τὴ μέση ὁ μεσότοιχος τῆς κακίας, ποὺ τώρα μᾶς ἐμποδίζει, γίνονται κι οἱ δυὸ ἕνας, ἀφοῦ συναφθοῦν μὲ τὴν ἀνάμιξη πρὸς τὸ ἀνώτερο. Ἐπειδή, λοιπόν, καθὼς ἔχουμε πιστέψει, εἶναι ἁπλὸ κι ἀσύνθετο καὶ χωρὶς σχῆμα τὸ θεῖο, κατὰ συνέπεια κι ὁ ἄνθρωπος ὅταν βρεθεῖ μ’ αὐτὴ τὴν εἰρηνοποιία ἔξω ἀπὸ τὴ διπολικότητα σώματος καὶ ψυχῆς καὶ ξαναγυρίσει τελείως στὸ ἀγαθό, θὰ γίνει ἀληθινὰ ἕνας ἁπλὸς καὶ χωρὶς σχῆμα, ὥστε αὐτὸς ποὺ φαίνεται, νὰ εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν κρυπτόμενο κι ὁ κρυπτόμενος μὲ τὸν φαινόμενο.
Τότε ἐπικυρώνεται ἀληθινὰ ὁ μακαρισμός. Κι αὐτοὶ κυριολεκτικὰ ὀνομάζονται παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ χαρακτηρίστηκαν μακάριοι, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.