Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν,
Ἡ γῆ τῶν ζώντων
- Ὄσοι ἀνεβαίνουν πρὸς τὰ ψηλότερα χρησιμοποιώντας κάποια σκάλα, ἀφοῦ ἀνεβοῦν τὸ πρῶτο σκαλοπάτι, πατοῦν σ’ αὐτὸ καὶ ἀνέρχονται στὸ παραπάνω, καὶ πάλι τὸ δεύτερο προωθεῖ τὸν ἀνερχόμενο στὸ τρίτο κι αὐτὸ πάλι στὸ ἑπόμενο κι αὐτὸ στὸ μετὰ ἀπ’ αὐτό. Ἔτσι ὁ ἀνερχόμενος ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται, ἀνεβαίνοντας συνεχῶς πρὸς τὸ παραπάνω, φθάνει στὸ ἀνώτατο σημεῖο τῆς ἀνάβασης.
Σὲ τί ἀποβλέπω κάνοντας τοῦτο ἐδῶ το προοίμιο; Νομίζω πὼς ἡ σειρὰ τῶν μακαρισμῶν εἶναι βαλμένη σὰν τὰ σκαλοπάτια καὶ μὲ τὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς κάνει εὔκολη τὴν ἀνάβαση μὲ τὴ βοήθεια τοῦ λόγου.
Γιατί, ἐκεῖνον ποὺ ἀνέβηκε μὲ τὴ διάνοια τὸν πρῶτο μακαρισμό, τὸν περιμένει ὁ ἑπόμενος, ἀπὸ κάποια ἀναπόφευκτη συνέπεια τῶν νοημάτων, ἔστω κι ἂν φαίνεται παράδοξος ὁ λόγος στὴν πρώτη ματιά.
Γιατί ἴσως ἰσχυρισθεῖ ὁ ἀκροατὴς τὸ ἑξῆς: Εἶναι δυνατόν, ὅπως στὴ σειρὰ τῶν σκαλοπατιῶν, μετὰ ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, νὰ ἔρχεται ἡ κληρονομιὰ τῆς γῆς; Ἀλλὰ ἂν ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσει ὁ λόγος τὴ φυσικὴ σειρὰ τῶν πραγμάτων, μήπως ἦταν συνεπέστερο νὰ προηγηθεῖ ἡ γῆ ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιατί ἀπὸ ἐδῶ θὰ γίνει γιὰ μᾶς ἡ ἀνάβαση σὲ κεῖνον; Κι ὅμως ἂν μπορούσαμε νὰ ἀναπτερωθοῦμε κάπως μὲ τὸ λόγο καὶ νὰ σταθοῦμε πάνω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ οὐράνιου θόλου, θὰ βρίσκαμε ἐκεῖ τὴν ὑπερουράνια γῆ, ποὺ ἀποκεῖται γιὰ νὰ τὴν κληρονομήσουν ὅσοι ζήσουν ἐνάρετο βίο.
Κι ἔτσι δὲ φαίνεται νὰ εἶναι λανθασμένη ἡ σειρὰ ποὺ ἀκολουθοῦν οἱ μακαρισμοί, ὅταν ὁ Θεὸς στὶς ὑποσχέσεις ποὺ κάνει γιὰ μᾶς, προτάσσει τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατόπιν θέτει τὴ γῆ. Γιατί αὐτὸ ποὺ φαίνεται μὲ τὰ σωματικὰ αἰσθητήρια, συγγενεύει ὅλο μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἀκόμη κι αὐτὸ ποὺ φαίνεται ὑψηλὸ ὡς πρὸς τὴν τοπικὴ διάσταση, παρὰ ταῦτα βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴ νοερὴ οὐσία, τὸ Θεό, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπερβεῖ ὁ λογισμός, ἂν δὲν ξεπεράσει πρωτύτερα μὲ τὸ λόγο αὐτά, ποὺ συλλαμβάνουν τὰ αἰσθητήρια.
Μὴν ἀπορεῖς δὲ καθόλου, ἂν ὀνομάζεται ἡ ἀνώτατη κατάληξη μὲ τὴν προσωνυμία τῆς γῆς. Γιατί ὁ Κύριος ποὺ γιὰ μᾶς κατέβηκε γιὰ τὸ λόγο αὐτό, κατεβαίνει στὸ χαμηλὸ ἐπίπεδό της δικῆς μας ἀκοῆς, ἐπειδὴ ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ ἀνυψωθοῦμε πρὸς Αὐτόν.
Καὶ γι’ αὐτὸ ἀποκαλύπτει τὰ ἱερὰ μυστήρια μὲ τὶς γνωστὲς σὲ μᾶς λέξεις καὶ ὀνομασίες, χρησιμοποιώντας αὐτὲς τὶς λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦν καθημερινὰ οἱ ἄνθρωποι (Λουκᾶ 8, 9-10). Ἄλλωστε καὶ μὲ τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε πρὶν ἀπὸ τούτη, βασιλείαν ὀνόμασε τὴν ἀπερίγραπτη ἐκείνη μακαριότητα στοὺς οὐρανούς.
Ἑπομένως μὲ τὸ λόγο φανέρωσε κάτι παρόμοιο μὲ αὐτὸ ποῦ κλείνει μέσα της ἡ ἐπίγεια βασιλεία; Στέμματα δηλ. ποῦ ἀστράφτουν ἀπὸ τὶς λάμψεις τῶν πολύτιμων λίθων καὶ ἀνθοκεντημένες πορφύρες, ποὺ ἀφήνουν μίαν εὐχάριστη ἀνταύγεια γιὰ τὰ ἄπληστα μάτια, καὶ προπύλαια καὶ παραπετάσματα καὶ θρόνους ὑψηλοὺς καὶ παρατάξεις στρατιωτῶν ποὺ στέκονται γύρω κρατώντας δόρατα, καὶ ὅσα ἄλλα κοντὰ σ’ αὐτὰ διεκτραγωδοῦν γύρω ἀπὸ τὴν ὑπόθεση αὐτή, ἐκεῖνοι ποῦ ἐπαυξάνουν τὴν ἀλαζονεία τῆς ἐξουσίας μὲ αὐτά; (Ἀσφαλῶς ὄχι).
Ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸ ὄνομα τῆς βασιλείας εἶναι μεγάλο καὶ ἀπὸ τὰ πιὸ ζηλευτὰ ἀνάμεσα στὰ ἀνθρώπινα πράγματα, γι’ αὐτό, χρησιμοποιεῖ τὸ ὄνομα γιὰ νὰ δηλώσει τὰ ἀγαθὰ ποὺ βρίσκονται πολὺ ψηλά. Κι ἂν ὑπῆρχε κάτι ἄλλο ἀνώτερο ἀπὸ τὴ βασιλεία ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, ἀσφαλῶς μὲ τὸ ὄνομα ἐκεῖνο κυρίως θὰ ἀναπτέρωνε τὴν ψυχὴ τοῦ ἀκροατῆ, γιὰ νὰ ἐπιθυμήσει τὴν ἀνέκφραστη μακαριότητα. Γιατί δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποκαλυφθοῦν στοὺς ἀνθρώπους μὲ δικές τους ὀνομασίες τὰ ἀγαθὰ ἐκεῖνα, ποὺ ξεπερνοῦν τὴν αἴσθηση καὶ τὴ γνώση τοῦ ἀνθρώπου.
Γιατί, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος (Ἃ’ Κορ. 2, 9), «οὔτε ὀφθαλμὸς εἶδε, οὔτε αὐτὶ ἄκουσε, οὔτε καρδιὰ ἀνθρώπου ἐπιθύμησε». Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ διαφύγει τελείως ἀπὸ τὴ σκέψη ἡ μακαριότητα ποὺ ἐλπίζουμε, ἀκοῦμε, ἀνάλογα μὲ τὴ δεκτικότητα τῆς ταπεινῆς μας φύσης, ὅσα δὲν μποροῦν νὰ ἐκφωνηθοῦν.
Ἡ συνωνυμία τῆς γῆς, λοιπόν, ἃς μὴν τραβάει τὴ σκέψη σου μετὰ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ πάλι στὴ γῆ. Ἀλλά, ἂν ἀνυψώθηκες μὲ τὸν προηγούμενο μακαρισμὸ πρὸς τὸν Κύριο καὶ ἀνέβηκες στὸ ὄχημα τῆς οὐράνιας ἐλπίδας, ἐκείνη τὴ γῆ σὲ θέλω νὰ πολυσκέφτεσαι, τὴν ὁποία δὲν τὴν κληρονομοῦν ὅλοι, ἀλλὰ ὅσοι θεωροῦνται ἄξιοί της ἐπαγγελίας ἐκείνης, μὲ κριτήριο τὴν πραότητα ποὺ ἔδειξαν στὴ ζωή.
Νομίζω πὼς καὶ ὁ Δαβίδ, γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ Ἁγία Γραφὴ βεβαιώνει ὅτι ἦταν ὁ πιὸ πράος κι ἀνεξίκακος ἀπ’ ὅλους τους συγχρόνους του, μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος πρῶτα σκέφθηκε καὶ μὲ τὴν πίστη κατάκτησε αὐτὸ ποὺ ἔλπιζε, γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε: «Πιστεύω ὅτι θὰ δῶ τ’ ἀγαθά του Κυρίου στὴ γῆ τῶν ζώντων» (Ψάλμ. 26,13).
Καὶ δὲν νομίζω πὼς θὰ ἀπέδιδε ὁ Προφήτης τὸ ὄνομα ζώντων στὴ γῆ αὐτὴ ποὺ βλαστάνει ὅλα τα θνητά, καὶ πάλι διαλύει μέσα της καθετὶ ποὺ γεννήθηκε ἀπ’ αὐτήν. Ἀλλὰ ἀναγνωρίζει ὡς γῆ ζώντων ἐκείνην ποὺ δὲν πάτησε ὁ θάνατος καὶ στὴν ὁποία δρόμος ἁμαρτωλῶν δὲν ἀνοίχθηκε καὶ δὲν δέχθηκε πάνω της ἴχνος κακίας, αὐτὴν ποὺ δὲν τὴν ὄργωσε μὲ τὸ ἀλέτρι τῆς πονηρίας ὁ σποριὰς τῶν ζιζανίων κι ἡ ὁποία εἶναι ἄγονη σ’ ἀγκάθια καὶ σὲ τριβόλους.
Σ’ αὐτὴν ὑπάρχει τὸ νερὸ ποὺ ξεκουράζει, ὁ χλοερὸς τόπος κι ἡ πηγὴ ποὺ χωρίζεται στὰ τέσσαρα (Γέν. 2,10) καὶ τ’ ἀμπέλι ποὺ καλλιεργεῖ ὅ των ὅλων Θεὸς (Ἰωάν. 15,1) κι ὅσα ἀλλὰ μὲ παρομοιώσεις ἀκοῦμε ἀπ’ τὴ θεόπνευστη διδασκαλία τῶν Γραφῶν. Ἂν ἀντιληφθήκαμε τὸ νόημα τῆς ὑψηλῆς γῆς ποὺ φαίνεται πιὸ πάνω ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, στὴν ὁποία εἶναι κτισμένη μαζὶ καὶ ἡ πόλη τοῦ βασιλιά, γιὰ τὴν ὁποία λέγονται τὰ ἔνδοξα, καθὼς λέγει ὁ Προφήτης (Ψάλμ. 86, 3), εἶναι ἑπόμενο νὰ μὴν παραξενευόμαστε ἀπὸ τὴ σειρὰ ποὺ ἀκολουθοῦν οἱ μακαρισμοί.
Νομίζω πὼς θὰ ἦταν ἀφύσικο, νὰ προοριζόταν τούτη ἡ γῆ ὡς εὐλογία στὶς ἐλπίδες ἐκείνων, ποὺ θὰ ἁρπαχτοῦν στὰ σύννεφα, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος (Ἃ’ Θεσ. 4, 16), γιὰ νὰ συναντήσουν τὸν Κύριο στὸν ἀέρα καὶ νὰ μείνουν ἔτσι γιὰ πάντα μαζὶ μὲ τὸν Κύριο. Ποιὰ ἀνάγκη ὑπάρχει πλέον τῆς κάτω γῆς γιὰ κείνους, ποῦ ἡ ζωὴ τοὺς εἶναι μετέωρη μὲ τὶς ἐλπίδες; Γιατί θὰ ἁρπαχτοῦμε στὰ σύννεφα γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν Κύριο στὸν ἀέρα κι ἔτσι θὰ βρισκόμαστε διαρκῶς μαζὶ μὲ τὸν Κύριο.
«Τί τὸ πράον»
- Ας δοῦμε ὅμως, γιὰ ποιὰ ἀρετὴ προορίζεται ὡς βραβεῖο ἡ κληρονομιὰ τῆς γῆς ἐκείνης; Γιατί ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι «Μακάριοι οἱ πραεῖς, γιατί αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴ γῆ». Τί εἶναι ἡ πραότητα; Καὶ ὡς πρὸς τί μακαρίζει τὴν πραότητα ὁ Κύριος; Γιατί μου φαίνεται ὅτι δὲν πρέπει νὰ θεωροῦμε ὡς ἀρετὴ ἐξίσου ὅλα, ὅσα μπορεῖ νὰ γίνονται μὲ πραότητα, ἐκτὸς καὶ ἂν ὑποδηλώνεται μὲ τὴ λέξη αὐτὴ μόνο ἡ ἠρεμία κι ἡ βραδύτητα.
Γιατί οὔτε ἀνάμεσα στοὺς δρομεῖς εἶναι καλύτερος ὁ πράος ἀπὸ τὸ βιαστικό, οὔτε ὁ δυσκίνητος στὴν πυγμαχία παίρνει τὸ στεφάνι, παλεύοντας μὲ τὸν ἀντίπαλο. Ἀλλὰ ἀκόμη κι ἂν ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὸ βραβεῖο τῆς θεϊκῆς κλήσης, ὁ ἄπ. Παῦλος μᾶς συμβουλεύει νὰ αὐξάνουμε τὴν ταχύτητα, λέγοντας: «Ἔτσι νὰ τρέχετε βιαστικὰ γιὰ νὰ κερδίσετε» (Ἃ’ Κορ. 9, 24).
Ἐπειδὴ κι ὁ ἴδιος πάντοτε μὲ γοργότερο βῆμα ἔτρεχε πρὸς τὰ ἐμπρός, ξεχνώντας ὅσα ἄφηνε πίσω του. Κι ὅταν ἀγωνιζόταν ἦταν εὐκίνητος, γιατί διέβλεπε τὴν ἐπίθεση τοῦ ἐχθροῦ. Καὶ γύρω ἀπὸ τὴ βάση ἦταν ἀσφαλισμένος καὶ στὰ χέρια ὁπλισμένος καλὰ καὶ δὲν ἄδειαζε τὸ ὅπλο ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια στὸ κενὸ καὶ στὸ ἀνύπαρκτο, ἀλλὰ χτυποῦσε στὰ κυριότερα σημεῖα τὸν ἐχθρὸ καὶ τοῦ κατέφερε τὰ πλήγματα πάνω στὸ ἴδιο του τὸ σῶμα.
Θέλεις νὰ μάθεις τὶς πυγμαχικὲς ἱκανότητες τοῦ Παύλου; Δὲς τὰ τραύματα τοῦ ἐχθροῦ, δὲς τὶς πληγὲς στὸ πρόσωπο τοῦ ἀντιπάλου, δὲς τὰ σημάδια τοῦ νικημένου. Ἀσφαλῶς δὲ θὰ ἀγνοεῖς τὸν ἐχθρὸ ποὺ τὸν πολεμοῦσε μὲ τὴ σάρκα. Αὐτήν, δηλ. τὴ σάρκα του, τὴν πλήγωνε μὲ πυγμές, τὴν ξέσχιζε μὲ τὰ νύχια τῆς ἐγκράτειας, νέκρωνε τὰ μέλη της μὲ τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα καὶ τὸ κρύο καὶ τὴ γύμνωση.
Σ’ αὐτὴν χαράσσει τὰ σημάδια τοῦ Κυρίου, τὴν καταβάλλει μὲ τὸ τρέξιμο, ἀφήνοντας τὴν πίσω του, γιὰ νὰ μὴ θολώνονται τὰ μάτια ὅταν ὁ ἐχθρὸς τρέχει μπροστά. Ἄν, λοιπόν, ὁ ἄπ. Παῦλος ἦταν εὐκίνητος καὶ γρήγορος στοὺς ἀγῶνες καὶ ὁ Δαβὶδ (Ψάλμ. 17, 37 κ. ε.) μεγάλωνε τὰ βήματά του τρέχοντας ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, καὶ ὁ Νυμφίος στὸ Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων (κέφ. 2, 8-9) παρομοιάζεται μὲ ζαρκάδι γιὰ τὴν εὐκινησία του, ποὺ πηδάει ὅρη καὶ βουνά, (καὶ ἀλλὰ πολλὰ παρόμοια μπορεῖ νὰ πεῖ κανείς, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα ἡ ταχύτητα ὡς πρὸς τὴν κίνηση θεωρεῖται προτιμότερη ἀπὸ τὴν πραότητα)· πῶς ἐδῶ ὁ Κύριος μακαρίζει τὴν πραότητα σὰν ἀπόδειξη κάποιου κατορθώματος; Γιατί λέγει: «Μακάριοι εἶναι οἱ πραεῖς, γιατί αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴ γῆ». Ἐκείνη βέβαια τὴ γῆ ποὺ εἶναι γόνιμη καὶ εὔφορη γιὰ καλοὺς καρπούς, ποὺ τρέφει τὸ ξύλο τῆς ζωῆς, ποὺ ποτίζεται ἀπὸ τὰ πολλὰ νερὰ τῶν πηγῶν τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, στὴν ὁποία καλλιεργεῖται ἡ ἀληθινὴ ἄμπελος τῆς ὁποίας γεωργός, καθὼς ἀκοῦμε (Ἰωάν. 15, 1), εἶναι ὁ Πατέρας τοῦ Κυρίου.
Νομοθετεῖ «τὸν ἐνδεχόμενον τῆς ἀρετῆς ὄρον»
- Αλλά φαίνεται πὼς ὁ Κύριος διδάσκει τὸ ἑξῆς: ὅτι εἶναι μεγάλη ἡ εὐκολία πρὸς τὸ κακὸ κι ὅτι εὔκολα ρέπει πρὸς τὸ χειρότερο ἡ ἀνθρώπινη φύση. Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὰ βαριὰ σώματα ποὺ παραμένουν τελείως ἀκίνητα πρὸς τὰ ἄνω, ἐνῶ ἂν τὰ κυλίσεις ἀπὸ τὴν κορυφὴ ἑνὸς ψηλοῦ βουνοῦ πρὸς τὴν πλαγιά, φέρονται πρὸς τὰ κάτω μὲ τόση βοή, ἐπειδὴ τὸ βάρος τοὺς ἐπαυξάνει τὴν κίνηση καὶ ἡ ταχύτητα γίνεται ὑπερβολικὰ μεγάλη.
Ἐπειδή, λοιπόν, τὸ ἀπότομο στὸ κακὸ εἶναι πράγμα δυσάρεστο, ὁπωσδήποτε μακάριο θὰ ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἐννοοῦμε ἀπὸ τὴν ἀντίθετη πλευρά. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ πραότητα, δηλ. ἡ ἀργὴ καὶ δυσκίνητη συνήθεια γιὰ τὶς ἀπότομες κινήσεις τῆς φύσης.
Ὅπως ἀκριβῶς ἡ φωτιὰ κινεῖται μὲ εὐκολία, πάντοτε πρὸς τὰ πάνω φυσικά, ἐνῶ εἶναι ἀκίνητη πρὸς τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση, ἔτσι κι ἡ ἀρετὴ ἐνῶ εἶναι γρήγορη πρὸς τὰ πάνω καὶ τὰ ψηλότερα καὶ δὲ μειώνει ποτὲ τὴν ταχύτητα, ὅμως εἶναι δεμένη πρὸς τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση.
Ἐπειδή, λοιπόν, πλεονάζει μέσα στὴ φύση μας ἡ ταχύτητα πρὸς τὰ κακά, καλῶς μακαρίζεται ἡ ἠρεμία ὡς πρὸς αὐτά. Γιατί ἡ ἡσυχία ὡς πρὸς αὐτὰ εἶναι ἀπόδειξη τῆς κίνησης πρὸς τὰ πάνω. Θὰ ἦταν ὅμως καλύτερα ν’ ἀποσαφηνίσω τὸ λόγο μὲ τὰ ἴδια τὰ παραδείγματα τῆς ζωῆς. Ἡ ροπὴ τῆς διάθεσης τοῦ καθενὸς εἶναι διπλή.
Κι ἀπαιτεῖ νὰ πάει πρὸς αὐτὸ ποὺ νομίζει· ἀπὸ ἐδῶ, πρὸς τὴ σωφροσύνη, ἀπὸ κεῖ πρὸς τὴν ἀκολασία. Αὐτὸ ποὺ λέμε ξεχωριστὰ γιὰ κάθε εἶδος ἀρετῆς καὶ κακίας, αὐτὸ ἃς τὸ ἐννοοῦμε καὶ γενικότερα. Γιατί διχάζεται ἐξάπαντος ὁ ἀνθρώπινος χαρακτήρας πρὸς τὶς ἀντίθετες τάσεις, καὶ διαιρεῖται ὁ θυμὸς πρὸς τὴν ἀντίθετη ἐπιείκεια, ἡ περηφάνια πρὸς τὴ μετριοφροσύνη, ὁ φθόνος πρὸς τὴν εὔνοια, ἡ δυσμένεια πρὸς τὰ συναισθήματα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης.
Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ εἶναι βουτηγμένη στὴν ὕλη, γύρω δὲ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ βρίσκονται τὰ πάθη καὶ κάθε πάθος ἔχει σφοδρὴ καὶ ἀκατανίκητη τὴν ὁρμὴ γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐπιθυμίας, (γιατί ἡ ὕλη εἶναι βαριὰ καὶ φέρεται πρὸς τὰ κάτω), γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος μακαρίζει ὄχι ὅσους ζοῦν χωρὶς νὰ ἔχουν πάθη πάνω τους, (γιατί εἶναι ἀδύνατο, νὰ ἐπιτευχθεῖ ὁ ἐντελῶς ἄυλος καὶ ἀπαθὴς βίος μέσα στὴν ὑλικὴ ζωή), ἀλλὰ μακαρίζει τὸ ἐφικτὸ ὅριο τῆς ἀρετῆς μέσα στὴν ἐν σαρκὶ ζωή, κι ἐννοεῖ τὴν πραότητα.
Καὶ ἰσχυρίζεται πὼς εἶναι ἀρκετὴ ἡ πραότητα γιὰ τὴ μακαριότητα. Δὲ νομοθετεῖ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀπάθεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γιατί δὲ δείχνει δίκαιο νομοθέτη ἡ ἐπιβολὴ νόμων τέτοιων, ποὺ τὸ βάρος τοὺς εἶναι ἀσήκωτο γιὰ τὴ φύση. Κάτι τέτοιο θὰ ἔμοιαζε μὲ τὸ νὰ μεταφέρει κάποιος τὰ ἔνυδρα ζῶα στὴν ἐναέρια ζωή, η, τὸ ἀντίθετο, μέσα στὸ νερό, ὅσα ζοῦν στὸν ἀέρα. Ἀλλὰ ὁ νόμος πρέπει νὰ εἶναι ἀνάλογος μὲ τὴν ἀτομικὴ καὶ τὴ φυσικὴ δύναμη.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μακαρισμὸς ἐπιβάλλει τὴ μετριοφροσύνη καὶ τὴν πραότητα, ὄχι τὴν πλήρη ἀπάθεια. Γιατί αὐτή, ἡ πλήρης ἀπάθεια, βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς φύσης, ἐνῶ ἡ πραότητα κατορθώνεται μὲ τὴν ἀρετή. Av ὁ μακαρισμὸς καθόριζε τὴν ἀταραξία τῆς ἐπιθυμίας, ἡ εὐλογία αὐτὴ θὰ ἦταν ἀνώφελη κι ἄχρηση γιὰ τὴ ζωή.
Γιατί ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ φτάσει κάτι τέτοιο, τὴ στιγμὴ ποὺ εἶναι ζυμωμένος μὲ σάρκα καὶ αἷμα; Ἐδῶ ὅμως ἰσχυρίζεται πὼς εἶναι ἀξιοκατάκριτος ὄχι ὅποιος ἐπιθυμεῖ κάτι συμπτωματικά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἐκ προμελέτης σέρνει πάνω του τὸ πάθος.
Γιατί τὸ νὰ γεννηθεῖ μέσα σου συμπτωματικὰ μιὰ τέτοια ἐπιθυμία κάποτε, πολλὲς φορὲς τὸ προκαλεῖ ἀθέλητα ἡ ἀνάμικτη μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀδυναμία. Τὸ νὰ μὴν παρασυρθεῖς ὅμως ἀπὸ τὴν ὁρμὴ τοῦ πάθους, σὰν ἀπὸ ἄλλο χείμαρρο, ἀλλὰ νὰ ἀντισταθεῖς σὰν ἄνδρας σ’ αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία καὶ μὲ τὶς σκέψεις νὰ ἀποκρούσεις τὸ πάθος, αὐτὸ εἶναι ἔργο τῆς ἀρετῆς.
Θυμός: τὸ βδελυκτὸ κι ἐλεεινὸ πάθος
- Μακάριοι, λοιπόν, δὲν εἶναι οἱ εὐερέθιστοι ἀπὸ τὰ ἐμπαθῆ σκιρτήματα τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν στολισθεῖ μὲ τὸ λογικό. Σ’ αὐτοὺς ὁ λογισμός, σὰν ἄλλο χαλινάρι, ἀνακόπτει τὶς ὁρμὲς καὶ δὲν ἀφήνει τὴν ψυχὴ νὰ ἐκτρέπεται πρὸς τὴν ἀταξία.
Μπορεῖ κανεὶς ν’ ἀντιληφθεῖ καλύτερά το λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ πραότητα εἶναι μακάρια, ἂν τὴ συγκρίνει μὲ τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ. Συνήθως ἕνας λόγος ἢ μιὰ πράξη ἢ μιὰ σκέψη ἀπὸ τὶς πιὸ δυσάρεστες, ἀναζωογονοῦν τὸ πάθος καὶ κάνουν τὸ αἷμα νὰ βράζει στὴν καρδιὰ καὶ ξεσηκώνουν τὴν ψυχὴ γιὰ ν’ ἀμυνθεῖ.
Κι ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρουν οἱ μύθοι, ὅτι μὲ τὴ χρήση κάποιου φαρμάκου ἀλλοιώνονται τὰ φυσικὰ χαρακτηριστικὰ σὲ μορφὲς ἄλογων ζώων, ἔτσι μπορεῖ νὰ δεῖς ξαφνικὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ γίνεται γουρούνι, ἢ σκυλί, ἢ πάρδαλη, ἢ κάποιο ἄλλο παρόμοιο θηρίο, ἐξαιτίας τοῦ θυμοῦ.
Κατακόκκινο μάτι, μαλλιὰ σηκωμένα καὶ ἀκατάστατα, φωνὴ ἄγρια ποὺ γίνεται ἀκόμη πιὸ ἄγρια μὲ τὰ λόγια, γλώσσα ναρκωμένη ἀπὸ τὸ πάθος ποὺ δὲν ὑπακούει στὶς ἐσωτερικὲς παρορμήσεις, χείλη παγωμένα, ποὺ δὲν κάνουν εὐδιάκριτη τὴν ὁμιλία καὶ οὔτε συγκρατοῦν στὸ στόμα τὸν ὑγρὸ ἀφρὸ ποὺ γεννάει τὸ πάθος, ἀλλὰ τὸν φτύνουν κατὰ τρόπον ἀηδιαστικὸ καθὼς μιλοῦν.
Τέτοια τὰ χέρια, τέτοια τὰ πόδια, τέτοια ὅλη ἡ κατάσταση τοῦ σώματος, ἀφοῦ καθένα ἀπὸ τὰ μέλη βοηθάει στὴν ἔξαψη τοῦ πάθους. Ἄν, λοιπόν, ὁ θυμώδης εἶναι ὅπως τὸν περιγράψαμε, ὁ δὲ ἄλλος ποὺ ἀποβλέπει στὸν μακαρισμό, κατεβάζει τὸν πυρετό, γαληνεύοντας τὸ βλέμμα καὶ ἠρεμώντας τὴ φωνή, μὲ τὶς σκέψεις, καὶ σὰν ἄλλος γιατρὸς θεραπεύει μὲ ἐπιδεξιότητα ἐκεῖνον ποὺ ἀσχημονεῖ μανιασμένος, μήπως καὶ σὺ κάνοντας τὴ σύγκριση τούτου μὲ κεῖνον, δὲ θὰ παραδεχτεῖς πὼς ἐκεῖνος εἶναι ἀξιολύπητος καὶ ἄξιος ἀποστροφῆς, ἐνῶ ὁ πράος εἶναι μακάριος, ποῦ δὲν ἀλλοίωσε κι αὐτὸς τὴν εὐπρέπεια πρὸς τὴν κακία τοῦ ἄλλου;
Ἡ κόρη κι ἡ μάνα
- Και ὅτι ὁ Κύριος ἀποβλέπει κυρίως στὸ πάθος τοῦ θυμοῦ, μὲ ὅσα λέγει γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀμέσως μετὰ τὴν ταπεινοφροσύνη νομοθετεῖ γιὰ μᾶς τὴν πραότητα. Γιατί φαίνεται πὼς ἡ μιὰ ἀρετὴ συγγενεύει μὲ τὴν ἄλλη, καὶ τὸ ταπεινὸ φρόνημα, σὰν ἄλλη μάνα, εἶναι αὐτὸ ποὺ γεννάει τὸν πράο χαρακτήρα.
Γιατί ἂν ἀποβάλεις τὴν περηφάνια ἀπὸ τὸ χαρακτήρα, δὲ βρίσκει τόπο γιὰ ν’ ἀναπτυχθεῖ μέσα σου τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ. Γιατί αἰτία τῆς ἀρρώστιας αὐτῆς, γιὰ ὅσους ὀργίζονται, εἶναι ἡ αὐθάδεια κι ἡ περιφρόνηση.
Ἀλλὰ ἡ περιφρόνηση δὲ θίγει ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει διαπαιδαγωγήσει τὸν ἑαυτό του στὴν ταπεινοφροσύνη. Γιατί, ἂν κάποιος εἶχε καθαρό το νοῦ του ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ψευτιά, θὰ μποροῦσε νὰ ἰδεῖ τὴν ἀσημότητα τῆς φύσης ποὺ ἔλαβε σὰν κλῆρο νὰ φέρει πάνω του, ἀπὸ ποὺ ξεκινάει ἡ ὑπόσταση ποὺ πῆρε καὶ σὲ ποιὸ τέρμα κατευθύνεται ἡ σύντομη καὶ θνητὴ αὐτὴ ἐδῶ ζωή.
Θὰ μποροῦσε ἀκόμη νὰ δεῖ καὶ τὴ βρωμιὰ τὴ ζυμωμένη μὲ τὴ σάρκα, καὶ τὴ φτώχεια τῆς φύσης, ἐπειδὴ δὲν εἶναι αὐτάρκης ἡ ἴδια γιὰ τὴ συντήρησή της, ἂν δὲν συμπληρώσει τὶς ἐλλείψεις μὲ τὴ δυναμικὴ ὑπεροχὴ τῶν ἀλόγων ζώων.
Κοντὰ σ’ αὐτά, πρέπει νὰ προσθέσουμε καὶ τὶς λύπες καὶ τὰ πένθη καὶ τὶς δοκιμασίες καὶ τὶς πολύμορφες καὶ παντοειδεῖς ἀσθένειες, στὶς ὁποῖες ὑπόκειται ἡ ἀνθρώπινη ζωή. Κι ἀπ’ αὐτὲς κανεὶς δὲν εἶναι ἀπὸ τὴ φύση ἀπαλλαγμένος κι ἐλεύθερος.
Βλέποντας αὐτὰ προσεκτικὰ μὲ καθαρισμένο τὸ μάτι τῆς ψυχῆς, δὲ θὰ ἀγανακτοῦσε εὔκολα ἀπὸ τὶς παραλείψεις, σχετικὰ μὲ τὴν ἀπόδοση τιμῶν. Ἀντίθετα μάλιστα, θὰ θεωροῦσε ψευτιὰ τὴν τιμή, ποὺ τοῦ ἀποδίδει ὁ ἄλλος γιὰ κάτι, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει γιὰ μᾶς μέσα στὴ φύση κάτι παρόμοιο, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ἔχει σχέση μὲ τὸ πολύτιμο, παρὰ μόνο ἡ ψυχή, τῆς ὁποίας ἡ τιμὴ δὲν ἔγκειται σ’ αὐτὰ ποὺ ἐπιζητοῦν oι ἄνθρωποι σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο.
Γιατί τὸ νὰ περηφανεύεσαι γιὰ τὸν πλοῦτο, ἢ νὰ καμαρώνεις γιὰ τὴν καταγωγή σου, ἢ νὰ ἀποβλέπεις στὴ δόξα, ἢ τὸ νὰ νομίζεις πὼς εἶσαι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, πράγματα μὲ τὰ ὁποῖα συμπληρώνονται οἱ ἀνθρώπινες ἀξίες, εἶναι ἀφαίρεση τῆς ψυχικῆς ἀξίας καὶ καταλήγουν στὴ ντροπή.
Γιατί ὁ λογικὸς ἄνθρωπος δὲ θὰ προτιμοῦσε γιὰ κάτι τέτοιο νὰ κατασπιλώνει τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Τὸ νὰ σκέπτεσαι ὅμως ἔτσι, ὅτι δηλ. ἡ τιμὴ δὲ βρίσκεται στὰ πράγματα τοῦ κόσμου, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, ἀπὸ τὸ νὰ βρίσκεσαι σὲ κατάσταση βαθιᾶς ταπεινοφροσύνης, ποὺ ὅταν τὴν πετύχεις μὲ κανένα τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ στὴν ψυχή σου ὁ θυμός.
Κι ὅταν ὁ θυμὸς ἀπουσιάζει, πετυχαίνεται ἡ ἤρεμη καὶ ἥσυχη ζωή, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἢ πραότητα, τῆς ὁποίας τὸ τέλος εἶναι ἡ μακαριότητα κι ἡ κληρονομία τῆς γῆς τῶν οὐρανῶν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Σ’ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα κι ἡ ἐξουσία στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.