Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν κουράζεται μάταια ὁ νοῦς, μὲ τὸ νὰ ἁπλώνεται στὸ ἄπειρο, θὰ σταματήσουμε νὰ περιεργαζόμαστε τὴ φύση τῶν ὑπερκειμένων ἀγαθῶν, γιατί εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴν κατανοήσουμε. Ἀπὸ ὅσα ἐξετάσαμε, σχηματίσαμε κάποια ἔννοια τοῦ μεγέθους τους, καὶ τόσο μόνο κερδίσαμε ὅσο νὰ μὴν μπορέσουμε μ’ αὐτὸ νὰ κατανοήσουμε αὐτὸ πού ζητᾶμε.
Καὶ ὅσο ἀνώτερο ἀπὸ τὴ γνώση μας πιστεύουμε πὼς εἶναι κατὰ τὴ φύση του τὸ ἀγαθό, τόσο περισσότερο ἐπαυξάνουμε τὸ πένθος μας γι’ αὐτά, ἐπειδὴ τὸ ἀγαθό, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔχουμε χωρισθεῖ, εἶναι τέτοιο καὶ τόσο μεγάλο ὥστε νὰ μὴν μποροῦμε νὰ βαστάξουμε οὔτε τὴ γνώση του.
Καὶ ὅμως κάποτε οἱ ἄνθρωποι βρισκόμαστε σὲ τέτοια κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ποὺ ξεπερνάει κάθε δύναμη ἱκανή, γιὰ νὰ καταλαβαίνει.
Καὶ τόσο βαθιὰ μέσα στὴ φύση μας βρισκόταν τὸ ἀγαθὸ ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε ἔννοια, ὥστε διαμορφωμένος σύμφωνα μὲ τὴν πρωτότυπη εἰκόνα, ἀπὸ τὴν πανομοιότυπη ἐξομοίωση νὰ φαίνεται πὼς εἶναι ἄλλος ἄνθρωπος.
Γιατί ὅσα σκεπτόμαστε τώρα μὲ τὸν νοῦ γιὰ τὸ ἀγαθό, ὅλα αὐτὰ ὑπῆρχαν καὶ στὸν ἄνθρωπο. Εἶχε δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος καὶ τὴν ἀφθαρσία καὶ τὴ μακαριότητα καὶ τὴν αὐτοκυριαρχία καὶ τὴν ἐλευθερία. Δὲν εἶχε τὴ λύπη καὶ τὶς φροντίδες τῆς ζωῆς.
Βρισκόταν πιὸ κοντὰ στὸν Θεό, καὶ μὲ τὴν καθαρὴ καὶ ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε προπέτασμα διάνοια ἔβλεπε τὸ ἀγαθό. Ὅλα αὐτὰ ὑπαινίσσεται σὲ μᾶς ὁ λόγος τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου μὲ λίγα λόγια, ὅταν λέγει ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι ζοῦσε στὸν Παράδεισο καὶ ἀπολάμβανε τὰ ἐκεῖ φυτευμένα δένδρα.
Τῶν δένδρων δὲ ἐκείνων καρπὸς ἦταν ἡ ζωὴ καὶ ἡ γνώση καὶ τὰ παρόμοια.
Ἂν ὑπῆρχαν σὲ μᾶς αὐτά, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ θρηνήσεις γιὰ τὴ συμφορά, ὅταν παραβάλλεις καὶ συγκρίνεις τὴν τότε μακαριότητα μὲ τὴ σημερινὴ ἀθλιότητα; Αὐτὸς ποὺ ἦταν ὑψηλός, ταπεινώθηκε. Αὐτὸς ποὺ πλάσθηκε σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου, ἔγινε χῶμα.
Ὁ προορισμένος νὰ βασιλεύει, ἔγινε δοῦλος. Ὁ δημιουργημένος ἀθάνατος, καταστράφηκε ἀπὸ τὸν θάνατο. Αὐτὸς ποὺ ἀπολάμβανε τὴν τρυφὴ τοῦ Παραδείσου, μεταφέρθηκε σὲ τοῦτο τὸ νοσηρὸ καὶ κουραστικὸ μέρος. Τὴ συντροφιὰ τῆς ἀπάθειας τὴν ἀντάλλαξε μὲ τούτη τὴν κουραστικὴ καὶ θνητὴ ζωή. Ὁ ἐλεύθερος καὶ αὐτόνομος ἔχει τώρα κυριευτεῖ ἀπὸ τέτοια καὶ τόσα κακά, ὥστε νὰ μὴν εἶναι εὔκολη οὔτε ἡ ἀπαρίθμηση τῶν τυράννων μας.
Γιατί καθένα ἀπὸ τὰ πάθη, ποὺ ἔχουμε μέσα μας, ὅταν ἐπικρατήσει, ἐξουσιάζει αὐτὸν ποὺ ὑποδουλώθηκε. Καὶ ὅπως ἕνας τύραννος, ἅμα καταλάβει τὴν ἀκρόπολη τῆς ψυχῆς, κακοποιεῖ τοὺς ὑπηκόους μὲ τοὺς ἴδιους τούς ὑποδουλωμένους, χρησιμοποιώντας καταχρηστικὰ ὡς ὑπηρέτες τοὺς λογισμούς μας πρὸς τὸ συμφέρον του· ἔτσι ὁ θυμός, ἔτσι ὁ φόβος, ἡ δειλία, ἡ θρασύτητα, τὸ πάθος τῆς λύπης καὶ τῆς χαρᾶς, τὸ μίσος, ἡ φιλονικία, ἡ ἀσπλαχνία, ἡ σκληρότητα, ὁ φθόνος, ἡ κολακεία, ἡ μνησικακία, ἡ ἀπονιὰ καὶ ὅλα τα πάθη, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀντίθεσή τους πρὸς ἐμᾶς ἐννοοῦνται, εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἀπαρίθμηση μερικῶν τυράννων καὶ ἐξουσιαστῶν, ποὺ ὑποτάσσουν στὴν ἐξουσία τους τὴν ψυχὴ σὰν αἰχμάλωτη.
Ἂν θελήσει κανεὶς νὰ σκεφθεῖ καὶ τὶς σωματικὲς συμφορές, ποὺ ἔχουν συμπλεχθεῖ καὶ στριφογυρίζουν μὲ τὴ φύση μας, ἐννοῶ τὶς ποικίλες καὶ παντοειδεῖς μορφὲς τῶν ἀσθενειῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀρχικὰ δὲν εἶχε πείρα ὁ ἄνθρωπος, θὰ πλεονάσει πολὺ περισσότερό τό δάκρυ, βλέποντας παράλληλα τά λυπηρὰ καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ συγκρίνοντας τὰ κακὰ μὲ τὰ καλύτερα.
Τοῦτο, λοιπόν, φαίνεται νὰ διδάσκει μὲ τρόπο μυστικὸ ὁ Κύριος, ὅταν μακαρίζει τὸ πένθος, τὸ νὰ προσβλέπει δηλαδὴ ἡ ψυχὴ πρὸς τὸ ἀληθινὰ ἀγαθὸ καὶ νὰ μὴν καταποντίζεται μέσα στὴν πραγματικὴ ψευτιὰ τῆς ζωῆς.
Γιατί δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε νὰ ζήσει χωρὶς δάκρυα ὅποιος ἐξετάζει μὲ προσοχὴ τὰ πράγματα, οὔτε νὰ νομίζει, ὅποιος ἔχει ἀπορροφηθεῖ ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τοῦ βίου, πὼς εἶναι βυθισμένη στὰ λυπηρά, ὅπως μποροῦμε νὰ τὸ διαπιστώσουμε αὐτὸ στὰ ἄλογα ζῶα. Γι’ αὐτὰ εἶναι ἄθλια ἡ σωματική τους κατασκευή.
Γιατί τί εἶναι ἀθλιότερο ἀπὸ τὴ στέρηση τοῦ λόγου; Αὐτὰ δὲν ἔχουν καμιὰ αἴσθηση τῆς συμφορᾶς τους, ἀλλὰ ἡ ζωὴ τοὺς κυλάει μὲ κάποια ἡδονή. Ὁ ἵππος π.χ. χλιμιντρίζει περήφανα καὶ ὁ ταῦρος διασκορπίζει τὴ σκόνη μὲ τὰ πόδια του, τὸ γουρούνι σηκώνει τὸ τρίχωμα τῆς ράχης, τὰ σκυλιὰ παίζουν, τὰ μοσχάρια πηδοῦν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ. Εἶναι δυνατὸν νὰ δεῖς σὲ καθένα ἀπὸ τὰ ζῶα, νὰ δείχνει τὴν ἡδονὴ μέσα ἀπὸ μερικὰ σημάδια.
Σ’ αὐτὰ τὰ ζῶα, ἂν ὑπῆρχε ἡ κατανόηση τῆς ἀξίας τοῦ λόγου, δὲν θὰ περνοῦσαν τὴν ἄλαλη καὶ ἄθλια ζωὴ τους μέσα στὴν ἡδονή. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μέ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δὲν ἔχουν καμιὰ ἐπίγνωση τῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ἔχει ἀποστερηθεῖ ἡ φύση μας. Γι’ αὐτοὺς ἡ διασκέδαση τῆς παρούσας ζωῆς βρίσκεται στὴν ἡδονή.
Τὸ ἀληθινὸ κάλλος.
Ποιὸς λόγος μπορεῖ νὰ περιγράφει πόση εἶναι ἡ ζημιὰ ἀπὸ τὴν ἀποτυχία τῆς προσπάθειας γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ ἀγαθοῦ; Τί περισσότερο νὰ σκεφτεῖς μὲ τὸν νοῦ; Πῶς νὰ φανερώσεις καὶ νὰ περιγράψεις τὸ ἄρρητο μὲ τὸ λόγο καὶ τὸ ἀκατάληπτο μὲ τὸν νοῦ;
Ἂν ὅμως ἔχει κανεὶς καθαρίσει τόσο καλά το μάτι τοῦ νοῦ, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ βλέπει κάπως αὐτὸ ποὺ ὁ Κύριος ὑπόσχεται στοὺς Μακαρισμούς, θὰ περιφρονήσει κάθε ἀνθρώπινο λόγο, ἐπειδὴ ἀδυνατεῖ νὰ ἐκφράσει αὐτὸ ποὺ σκέφθηκε.
Ἀλλὰ ἂν παραμένει κανεὶς δεμένος ἀκόμη μὲ τὰ σωματικὰ πάθη καὶ σὰν ἀπὸ κάποια ἀσθένεια ἔχει κλειστά τα μάτια τῆς ψυχῆς ἐξαιτίας τῆς ἐμπάθειας, ἀποβαίνει καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀνώφελη ὅλη ἡ ρητορικὴ δύναμη. Γιατί γιὰ τοὺς ἀναίσθητους εἶναι τὸ ἴδιο, εἴτε μειώνεις εἴτε ὑπερτονίζεις διὰ τῶν λόγων τὰ θαύματα, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἡλιακὴ ἀκτίνα γιὰ τὸν ἐκ γενετῆς τυφλό, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶναι περιττὴ καὶ ἀνώφελη ἡ περιγραφὴ τοῦ φωτὸς μὲ λόγια· γιατί δὲν εἶναι δυνατὸ μὲ τὴν ἀκοὴ νὰ φωτίσει ἡ λάμψη τῆς ἀκτίνας.
Κατὰ παρόμοιο τρόπο χρειάζεται στὸν καθένα νὰ ἔχει εἰδικὰ μάτια προκειμένου περὶ τοῦ πνευματικοῦ καὶ ἀληθινοῦ φωτός, γιὰ νὰ ἰδεῖ ἐκεῖνο τὸ κάλλος.
Αὐτό, ἐκεῖνος ποὺ τὸ εἶδε κατὰ θεϊκὴ παραχώρηση καὶ μὲ τρόπον ἀνερμήνευτο, κρατάει στὸ βάθος τῆς συνείδησης τὴν ἔκπληξη. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν τὸ εἶδε, δὲν θὰ μπορέσει νὰ γνωρίσει τὴ ζημιὰ αὐτῶν ποὺ στερήθηκε.
Πῶς νὰ τοῦ περιγράψει κανεὶς τὸ ἀγαθὸ ποῦ τοῦ διαφεύγει; Πῶς νὰ τοῦ δείξει κανεὶς τὸ ἀνέκφραστο; Δὲν γνωρίζουμε λέξεις ἰδιαίτερες ποὺ νὰ ἀποδίδουν ἐκεῖνο τὸ κάλλος.
Δὲν ὑπάρχει μεταξύ των ὄντων κανένα ὑπόδειγμα αὐτοῦ το ὅποιο ζητᾶμε. Ἀλλὰ οὔτε μὲ τὴ σύγκριση εἶναι δυνατὸ νὰ προσδιοριστεῖ αὐτό. Ποιὸς συγκρίνει μὲ τὸν μικρὸ σπινθήρα τὸν ἥλιο; Ἢ ποιὸς παραβάλλει τὴ μικρὴ σταγόνα μὲ τοὺς ἀπέραντους ὠκεανούς;
Γιατί ἡ ἀναλογία ποὺ ὑπάρχει μεταξύ της μικρῆς σταγόνας καὶ τῶν τεράστιων ὑδάτινων ὄγκων τῶν ἀβύσσων καὶ τῆς μικρῆς σπιθούλας μὲ τὴ μεγάλη ἡλιακὴ ἀκτίνα, ἡ ἴδια διατηρεῖται καὶ γιὰ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι ὡς καλὰ σὲ σχέση μὲ ἐκείνη τὴν ὡραιότητα, ἡ ὁποία ἐννοεῖται γύρω ἀπὸ τὸ πρῶτο ἀγαθὸ καὶ τὸ πέρα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε ἀγαθό.
Μὲ ποιὸν τρόπο, λοιπόν, θὰ παραστήσει κανεὶς τὸ μέγεθος τῆς ζημιᾶς σ’ αὐτὸν ποῦ ὑπέστη αὐτὴ τὴ ζημιά; Νομίζω ὅτι ὁ Δαβὶδ μὲ τρόπο καλὸ ἐκφράζει αὐτὴ τὴν ἀδυναμία. Ἐπειδὴ κάποτε ἀνυψώθηκε διὰ τοῦ νοῦ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί, ὡσὰν νὰ ὑπερέβη ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του, εἶδε ἐκεῖνο τὸ ἀπερίγραπτο καὶ ἀσύλληπτο κάλλος στὴν κατάσταση αὐτῆς τῆς μακάριας ἔκστασης· καὶ εἶδε βέβαια ὅσο εἶναι δυνατὸ νὰ ἰδεῖ ἄνθρωπος, ὅταν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ σωματικὰ προκαλύμματα καὶ εἰσχωρήσει μὲ τὸν νοῦ μόνο στὴ θεωρία τῶν νοητῶν καὶ τῶν ἀσωμάτων.
Καὶ ἐπειδὴ λαχτάρησε νὰ πεῖ κάτι ἀντάξιο μὲ αὐτὸ ποὺ εἶδε, ἔβγαλε ἐκείνη τὴν κραυγή, ποὺ ὅλοι ἐπαναλαμβάνουν, λέγοντας ὅτι «κάθε ἄνθρωπος εἶναι ψεύτης» (Ψάλ. 115, 2).
Αὐτὸ δέ, ὅπως ἐγὼ τὸ ἐξηγῶ, σημαίνει ὅτι κάθε ἄνθρωπος ποὺ μὲ λόγια ἐπιχειρεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὸ ἀπερίγραπτο φῶς, εἶναι πραγματικὰ ψεύτης· ὄχι γιατί μισεῖ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ γιατί ἀδυνατεῖ νὰ τὴν περιγράψει.
Ἐπειδὴ τὴν μὲν ὁρατὴ ὡραιότητα, ὅση ἐμφανίζεται ἐδῶ κάτω γύρω ἀπὸ τὴ δική μας ζωή, εἴτε στὰ ἄψυχα σώματα εἴτε στὰ ἔμψυχα μὲ κάποια χρώματα φανταχτερά, διαθέτουμε ἀρκετὰ δυνατὴ ὅραση καὶ γιὰ νὰ τὴν θαυμάσουμε καὶ γιὰ νὰ τὴν ἀποδεχθοῦμε καὶ γιὰ νὰ τὴν γνωστοποιήσουμε καὶ σὲ ἄλλον, ζωγραφίζοντας μὲ τὴν περιγραφὴ διὰ τῶν λέξεων σὰν σὲ εἰκόνα αὐτὴν τὴν ὡραιότητα μὲ τὸν λόγο.
Ἐκεῖνο ὅμως τοῦ ὁποίου τὸ ἀρχέτυπο ὑπερβαίνει τὴν κατανόηση, πὼς νὰ τὸ ἀποκαλύψει ὁ λόγος, ὅταν δὲν βρίσκει τρόπο περιγραφῆς· ἀφοῦ δὲν μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γιὰ χρῶμα, οὔτε γιὰ σχῆμα, οὔτε γιὰ μέγεθος, οὔτε γιὰ ἁρμονία μορφῆς, καὶ γενικὰ οὔτε καμιὰν ἄλλη παρόμοια φλυαρία;
Γιατί τὸ ἄμορφο καὶ ἀσχημάτιστο καὶ ξένο ἀπὸ κάθε μεγεθυντικότητα καὶ ἀπὸ ὅλα ὅσα ἐμφανίζονται γύρω ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ τὶς αἰσθήσεις, αὐτὸ ποῦ στέκεται, μακριά, πῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ γνωρίσει διὰ μέσου αὐτῶν τὰ ὁποῖα γίνονται ἀντιληπτὰ μὲ τὴν αἴσθηση μόνο;
Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι λόγος νὰ ἀπελπιζόμαστε ὅτι θὰ μείνει ἀνικανοποίητη ἡ ἐπιθυμία μας, ἐπειδὴ φαίνεται νὰ ξεπερνάει τὴν ἀντιληπτική μας δύναμη. Ἀντίθετα· ὅσο ἀνώτερο καὶ μεγάλο ἀποδείχθηκε μὲ τὴν περιγραφὴ αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦμε, τόσο περισσότερο ἐπιβάλλεται νὰ ἀνυψώνουμε τὸν νοῦ καὶ νὰ τὸν ἀναφέρουμε ἀνάλογα μὲ τὸ μέγεθος τοῦ ζητουμένου, ὥστε νὰ μὴ μείνουμε ἐντελῶς ἀμέτοχοί της κοινωνίας τοῦ ἀγαθοῦ.
Γιατί εἶναι μεγάλος ὁ κίνδυνος νὰ παύσουμε τελείως νὰ τὸ σκεπτόμαστε, γιὰ τὸ λόγο ὅτι εἶναι πολὺ ὑψηλὸ καὶ ἀπερίγραπτο, ἀφοῦ δὲν θὰ στηρίζουμε τὴ γνώση του σὲ κανένα ἀπὸ τὰ γνωστά.