Διηγήθηκε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες γιὰ ἕναν ἐπίσκοπο ὁ ὁποῖος ἄφησε τὴν ἐπισκοπή του καὶ πῆγε στὴ Θεούπολη καὶ δούλευε βοηθώντας τοὺς κτίστες.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἦταν κόμης τῆς Ἀνατολῆς ὁ Ἐφραίμιος, ἄνδρας ἐλεήμων καὶ πονόψυχος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀνοικοδομοῦνταν τὰ δημόσια κτίρια, ἐπειδὴ εἶχε πέσει ὅλη ἡ πόλη ἀπὸ τὸ σεισμό. Μία νύχτα λοιπὸν βλέπει ὁ Ἐφραίμιος στὸν ὕπνο του τὸν ἐπίσκοπο νὰ κοιμᾶται κι ἕνα στύλο πύρινο νὰ κατεβαίνει πάνω του ἀπὸ τὸν οὐρανό. Τὸ εἶδε αὐτὸ ὄχι μία καὶ δυό, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς κι ἔμεινε ἔκθαμβος. Γιατί τὸ θαῦμα ἦταν φοβερὸ καὶ σὲ γέμιζε ἔκπληξη. Καὶ συλλογιζόταν τί νὰ εἶναι ἄραγε τοῦτο; Γιατί δὲν ἤξερε ὁ Ἐφραίμιος ὅτι ὁ ἐργάτης ἦταν ἐπίσκοπος. Καὶ πὼς ἦταν δυνατὸ νὰ τὸ ξέρει ὅτι ἦταν ἐπίσκοπος, ὅταν ἔβλεπε μαλλιὰ ἄγρια καὶ βρώμικα ροῦχα καὶ ἄνθρωπο ἀσήμαντο, φτωχὸ καὶ ταλαιπωρημένο ἀπὸ τὴν πολλὴ ὑπομονή, τὴν ἄσκηση καὶ ἐργασία κι ἀπὸ τὴν ἐξάντληση πού φέρνει ὁ κόπος ὁ πολύς;
Μία μέρα λοιπὸν καλεῖ ὁ Ἐφραίμιος τὸν ἐργάτη, τὸν πρώην ἐπίσκοπο, θέλοντας νὰ μάθει ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ ποιὸς εἶναι• κι ἄρχισε νὰ τὸν ρωτᾶ ἰδιαιτέρως ἀπὸ ποὺ εἶναι καὶ τὸ ὄνομά του. Αὐτὸς τοῦ λέει: «Ἐγὼ εἶμαι κάποιος ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς αὐτῆς τῆς πόλεως καί, μὴ ἔχοντας ἀπὸ ποὺ νὰ τραφῶ, δουλεύω ἐργάτης καὶ μὲ τρέφει ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς κόπους μου».
Παρακινημένος ὅμως ἀπὸ τὸ Θεὸ ὁ Ἐφραίμιος ἀποκρίνεται καὶ τοῦ λέει: «Σὲ βεβαιώνω ὅτι δὲν θὰ σ’ ἀφήσω, μέχρι νὰ μοῦ πεῖς τὴν ἀλήθεια γιὰ ὅλη τη ζωή σου». Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ κρυφτεῖ, τοῦ λέει: «Δῶσε μου τὸ λόγο σου ὅτι, ὅσο βρίσκομαι σ’ αὐτὴν τὴ ζωή, δὲν θὰ ἀποκαλύψεις σὲ κανένα τὴν ἱστορία μου κι ἐγὼ θὰ σοῦ ἀνακοινώσω τὰ δικά μου, ἕκτος ἀπὸ τὸ ὄνομά μου καὶ τὴν πόλη». Τότε τοῦ ὁρκίστηκε ὁ θεῖος Ἐφραίμιος ὅτι «δὲν θὰ πῶ τίποτε ἀπὸ τὰ δικά σου, μέχρι ποὺ θὰ θελήσει ὁ Θεὸς νὰ σὲ πάρει ἀπ’ αὐτὴν τὴ ζωή». Αὐτὸς τότε τοῦ λέει: «Ἐγὼ εἶμαι ἐπίσκοπος καὶ ἄφησα τὴν ἐπισκοπή μου γιὰ τὸ Θεὸ κι ἦρθα ἐδῶ, στὸν ἄγνωστο τόπο, ταλαιπωρούμενος καὶ δουλεύοντας ἐργάτης. Κι ἀπὸ τὸν κόπο μου ἐξοικονομῶ τὸ λίγο ψωμί μου. Ἐσὺ ὅμως, ὅσο μπορεῖς, αὔξανε τὴν ἐλεημοσύνη. Γιατί, αὐτὲς τὶς μέρες, ὁ Θεὸς σὲ ἀνεβάζει στὸν ἀποστολικὸ θρόνο αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Θεουπολιτῶν, γιὰ νὰ ποιμάνεις τὸ λαό Του, γιὰ τὸν ὁποῖο φρόντισε μὲ τὸ ἴδιο Του τὸ αἷμα ὁ Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός μας. Ὅπως λοιπόν σᾶς εἶπα, ὑπὲρ τῆς ἐλεημοσύνης καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγωνιστεῖτε. «Τοιαύταις γὰρ θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός». Καὶ σὲ λίγες μέρες ἔτσι ἔγινε. Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἐφραίμιος, δόξασε τὸ Θεὸ καὶ εἶπε: «Πόσους κρυφοὺς δούλους ἔχει ὁ Θεός, οἱ ὁποῖοι μόνο σ’ Αὐτὸν εἶναι γνώριμοι!».
Ἰωάν, Μόσχου «Λειμωνάριον», ἔκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Ἅγ. Ὅρος
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!