/ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
Κεφάλαιον ἐ’.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ο ΜΕΓΑΣ Ἀρσένιος, λέγουν οἱ βιογράφοι του, ὕψωνε τὰ χέρια του, σὰν ἄλλος Μωϋσῆς, στὴν προσευχή, ἐνῶ ὁ ἥλιος ἔδυε πίσω του καὶ τὰ κατέβαζε, ὅταν ἔλαμπε πάλι στὸ πρόσωπό του.
***
Ο ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ἑνὸς Μοναστηριοῦ ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος, ὁ Ἐπίσκοπος Κύπρου, ἐπισκέφθηκε κάποτε τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ εἶπε μὲ κάποια ἱκανοποίηση:
– Μὲ τὴν εὐχή σου, Δέσποτα, δὲν παραμελοῦμε τὸν κανόνα τῆς προσευχῆς πού μας ἔδωσες. Διαβάζομε μὲ προθυμία τὴν πρώτη ὥρα, τὴν Τρίτη, τὴν ἕκτη καὶ τὴν ἐνάτη.
– Καὶ τὶς ἄλλες ὧρες τί κάνετε; Ρώτησε μὲ ἔκπληξι ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης. Δὲν ἀσχολεῖσθε μὲ τὴν προσευχή; Τότε δὲν εἶσθε Μοναχοί.
Καὶ βλέποντας τὴν ἀπορία τοῦ Ἡγουμένου, ἐξήγησε:
– Ἐκεῖνος ποὺ ἀνήκει στὴν τάξι τοῦ Μοναχοῦ ἔχει καθῆκον ν’ ἀσχολῆται διαρκῶς μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ψαλμωδία. Ὁ προφήτης Δαυίδ, ἂν καὶ βασιλιὰς μαζὶ καὶ πολεμιστής, τὸ βράδυ προσευχόταν, τὰ μεσάνυχτα σηκωνόταν ἀπὸ τὸ στρῶμα τοῦ – τὸ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος – γιὰ νὰ δοξολογήσει μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους τὸ Θεό. Πρὶν ἀπὸ τὰ ξημερώματα τὸν βρίσκομε ἀκόμη νὰ δέεται. Μόλις ξημέρωνε, ὕψωνε τὴν καρδιά του γιὰ νὰ εὐχαριστήση τὸν Πλάστη του. Τὸ πρωὶ παρακαλοῦσε καὶ πάλι, τὸ μεσημέρι καὶ τὸ βράδυ ἔκλινε τὸ γόνυ γιὰ νὰ ἱκετεύση τὸν Θεόν. Γι’ αὐτό μας βεβαιώνει πὼς ἑπτὰ φορὲς τὴν ἡμέρα αἰνοῦσε τὸν Κύριο.
***
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ποὺ θυμᾶται νὰ συνομιλήση μὲ τὸν Θεὸν μόνον ὅταν φθάση ἡ ὠρισμένη ὥρα τῆς προσευχῆς, δὲν ἔχει ἀκόμη μάθει νὰ προσεύχεται, λέει ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατέρας.
***
ΑΠΟ ΤΟΥΤΑ τὰ τέσσερα ἔχει πιὸ πολὺ ἀνάγκη ἡ ψυχή, ἔλεγε κάποιος Γέροντας: Νὰ φοβᾶται τὴν κρίσι τοῦ Θεοῦ, νὰ μισῆ τὴν ἁμαρτία, ν’ ἀγαπᾶ τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ προσεύχεται ἀδιαλείπτως.
***
ΟΤΑΝ ἤμουν νέος, ἔλεγε στοὺς ἀδελφοὺς ὁ Ἀββᾶς Ἰσίδωρος, ὁ Πρεσβύτερός της σκήτης, δὲν εἶχα ὠρισμένο καιρὸ γιὰ προσευχή. Προσευχόμουν χωρὶς διακοπῆ ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς νύκτας.
***
ΑΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΗ ὁ Θεὸς τὴν ἀμέλειά μας στὴν προσευχὴ καὶ τὸν σκορπισμὸ τοῦ νοῦ μας στὴν ψαλμωδία, εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθοῦμε, ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Θεόδωρος.
***
ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΟΙ μοναχοὶ μίας σκήτης ἐπισκεφθήκανε ἕναν ἀπὸ τοὺς Γέροντας γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν. Ἐκεῖνος τοὺς ὑποδέχθηκε μὲ χαρὰ κι ἀφοῦ εἶπε τὴν συνηθισμένη προσευχή, κάθισε μαζί τους κι ἀπαντοῦσε σ’ ὅλες τὶς ἐρωτήσεις τους. Ὅταν πιὰ σηκώθηκαν νὰ φύγουν, εἶπαν στὸν Γέροντα νὰ κάνη προσευχή.
– Δὲν προσευχηθήκαμε; Εἶπε μ’ ἀπορία ἐκεῖνος.
– Προσευχηθήκαμε, Ἀββᾶ ὅταν ἤρθαμε• ὕστερα ὅμως ἀρχίσαμε τὴν συνομιλία.
– Συγχωρήσατε μέ, παιδιά μου, ἀλλὰ ξέρω καλὰ πὼς ἕνας ἀπό μας εἶπε ἑκατὸ εὐχᾶς στὸ διάστημα τῆς συνομιλίας.
***
Ο ΑΒΒΑΣ ΗΣΑΙΑΣ, ὁ Πρεσβύτερός του Πηλουσίου, μάλωνε τοὺς ἀδελφούς, ὅταν συνωμιλοῦσαν στὴν τράπεζα.
– Μὴ μιλᾶτε, παιδιά μου, τοὺς ἔλεγε. Ἡ τράπεζα τοῦ μοναχοῦ πρέπει νὰ εἶναι δεύτερη Ἐκκλησία. Εἶδα κάποτε ἕνα φτωχὸ ποὺ ἐνῶ ἔτρωγε ἐδῶ μαζὶ μὲ ὅλους, ἡ προσευχή του σὰν φωτεινὴ στήλη ἄγγιζε τὸν οὐρανό.
***
ΠΕΡΑΣΑΝ κάποτε ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Ἀββᾶ Λουκῖου οἱ λεγόμενοι Εὐχίται Μοναχοί. Ὁ Γέροντας τοὺς κράτησε καὶ συνωμίλησε μαζί τους.
– Ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο σας, ἀδελφοί; Τοὺς ρώτησε.
– Ἐμεῖς δὲν ἀσχολούμεθα μὲ καμμιὰ ὑλικὴ ἐργασία, ἀποκρίθησαν ἐκεῖνοι. Ἀκολουθοῦμε τὴ σύστασι τοῦ θείου Παύλου: ἀδιαλείπτως προσευχόμεθα.
– Δὲν τρῶτε καθόλου;
– Τρῶμε.
– Δὲν κοιμάσθε;
– Κοιμώμεθα λίγο.
– Ὅταν κοιμάσθε, ποιὸς προσεύχεται γιὰ σᾶς;
– …
– Μὰ τότε, ἀδελφοί μου, εἶπε ὁ Ἀββᾶς Λούκιος, δὲν κάνετε ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ λέτε. Ἐμεῖς ἐδῶ κάνομε ἐργόχειρο γιὰ νὰ μὴ ζοῦμε εἰς βάρος ἄλλων καὶ νὰ πὼς τηροῦμε τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε»:
Ὅταν ἀρχίζωμε τὸ πρωὶ τὴ δουλειά μας, λέγει ὁ καθένας μας: « ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου». Δὲν εἶναι τοῦτο προσευχή;
Ὅταν μὲ τὸ νοῦ προσεύχωμαι, τὰ χέρια μου πλέκουν. Ἀπὸ τὴν ἐργασία μου αὐτὴ κερδίζω δεκαέξι νομίσματα. Ξοδεύω ἐλάχιστα γιὰ τὸ καθημερινό μου ψωμὶ καὶ τὰ ὑπόλοιπα τὰ δίνω ἐλεημοσύνη στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀρρώστους ἀδελφούς μου, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐργασθοῦν. Τὸ ἴδιο κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί. Ὅταν λοιπὸν ἐμεῖς τρῶμε ἢ κοιμώμεθα, οἱ πτωχοὶ προσεύχονται γιά μας καὶ ἡ καρδιά μας μᾶς πληροφορεῖ πὼς ἔτσι ἐφαρμόζομε τὴ σύστασι τοῦ Ἀποστόλου.
***
…. σέλ. 210
ΜΕΓΑΛΟ κατόρθωμα γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γράφει ὁ Ἀββᾶς Εὐάγριος, νὰ προσεύχεται μὲ τὸ νοῦ συμμαζεμένο στὰ λόγια της προσευχῆς, πολὺ μεγαλύτερο ὅμως νὰ ψάλλη ἔτσι, χωρὶς καθόλου νὰ περισπᾶται.
***
ΠΩΣ ν’ ἀποκτήσω κατάνυξι στὴν προσευχή, Ἀββᾶ; ρώτησε ἕνας Ἀδελφὸς τὸν Ὅσιο Σιλουανό, ποὺ εἶχε μεγάλη πείρα στὰ πνευματικά. Καὶ τοῦ ἐμπιστεύθηκε πὼς ἔκανε μεγάλη προσπάθεια νὰ ψάλλη μελωδικὰ γιὰ ν’ ἀντιστέκεται στὸν ὕπνο ποὺ τὸν ἐνοχλοῦσε στὴν Ἀκολουθία.
– Ἡ ψυχή, παιδί μου, δὲ συγκινεῖται τόσο ἀπὸ τὴ μελωδία, ὅσο ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ ψαλμοῦ, ἐξήγησε ὁ Ὅσιος. Προσέχοντας μόνο νὰ ψάλλης μελωδικά, κινδυνεύεις νὰ πέσης σὲ κενοδοξία καὶ νὰ σκληρύνη πιὸ πολὺ ἡ καρδιά σου. Εἴτε προσεύχεσαι, εἴτε ψάλλεις, νὰ ἔχης πάντοτε βαθειὰ συναίσθησι ὅτι βρίσκεσαι μπροστὰ στὸν Ἅγιο Θεό. Μὴν ἐπιτρέπης στὸ νοῦ σου νὰ ρεμβάζη. Ἀγάπησε τὴν ταπεινοσύνη, ποὺ γεννᾶ τὴν κατάνυξι. Μὴ θέλης νὰ κάνης ἐπίδειξη τῆς σοφίας καὶ τῶν γνώσεών σου. Προτίμα νὰ διδάσκεσαι παρὰ νὰ διδάσκης. Κοντὰ στὰ παραπάνω, βλέποντας ὁ Θεὸς τὴν ἀγαθή σου προαίρεσι, θὰ σοῦ δώση τὸ χάρισμα τῆς κατανύξεως.
***
ΛΕΝ γιὰ τὸν Ὅσιο Σισώη τὸν Θηβαῖο, πώς, μόλις ἀπόλυε ἡ ἐκκλησία, ἔφευγε γιὰ τὸ κελλὶ τοῦ σχεδὸν τρέχοντας. Μερικοὶ νεοφερμένοι Μοναχοὶ στὴ σκήτη, ποὺ δὲν τὸν γνώριζαν ἀκόμη, βλέποντας τὸν, ἔλεγαν πὼς εἶχε δαιμόνιο καὶ τὸν κυνηγοῦσε. Οἱ παλαιότεροι ὅμως τοὺς ἐξήγησαν πὼς μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο συνήθιζε ὁ Ὅσιος ν’ ἀποφεύγη τὶς συνομιλίες, γιὰ νὰ μὴ ἀποσπᾶται ὁ νοῦς του ἀπὸ τὴν προσευχή.
***
ΚΑΙ ὁ Ἀββᾶς Μακάριος συνήθιζε στὸ τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας νὰ στέκεται στὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας καὶ νὰ ψιθυρίζη στοὺς Μοναχοὺς ποὺ ἔβγαιναν:
– Φεύγετε, Ἀδελφοί.
– Ποῦ θέλεις νὰ πᾶμε, Ἀββᾶ; ρωτοῦσαν οἱ νεώτεροι. Μήπως πιὸ βαθειὰ στὴν ἔρημο;
Ὁ Ὅσιος τότε ἔβαζε τὸ δάκτυλο στὸ στόμα καὶ τοὺς ἀπαντοῦσε:
– Τοῦτο δῶ νὰ φεύγετε.
Ἐννοοῦσε τὶς συνομιλίες, γιὰ νὰ μὴ σκοτίζεται ὁ νοῦς τους καὶ χάνουν τὶς καλὲς σκέψεις ποὺ κέρδισαν μὲ τὴν προσευχή.
***
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ τοῦ χριστιανοῦ, λέγει κάποιος Γέροντας, πρέπει νὰ γίνεται, πρῶτον, μὲ διάθεσι εἰρηνική, ὕστερα μὲ ἡσυχία καὶ κοσμιότητα. Ὅταν προσεύχεται μαζὶ μὲ ἄλλους στὴν ἐκκλησία, πρέπει ν’ ἀποφεύγη τὶς ἐξωτερικεύσεις τῆς εὐλαβείας του καὶ τὶς δυνατὲς φωνὲς ποὺ φέρνουν σύγχυσι καὶ στὸν ἴδιο καὶ στοὺς ἄλλους.
Ἡ προσευχὴ ὀφείλει νὰ γίνεται μὲ ἐσωτερικὸ πόνο τῆς καρδιᾶς καὶ μὲ ἤρεμο νοῦ ἀφωσιωμένο στὸ Θεό.
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ πάσχουν ἀπὸ σωματικὲς ἀρρώστειες κι ἐνῶ χειρουργοῦνται ἢ καυτηριάζονται ἀπὸ τὸ γιατρό, ὑποφέρουν καρτερικὰ τὸν πόνο, χωρὶς φωνὲς καὶ φασαρία, σιωπηλὰ καὶ ὑπομονετικά. Ἄλλοι πάλι ἀνυπόμονοι χαλοῦν τὸν κόσμο ἀπὸ τὶς φωνές, ὅταν τοὺς κάνουν θεραπεία. Μήπως ὅμως ἔτσι ἀποφεύγουν τὸν πόνο; Μᾶλλον τὸν αὐξάνουν.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν προσευχή. Οἱ πνευματικώτεροι ἄνθρωποι προσεύχονται ἀθόρυβα μὲ «στεναγμοὺς ἀλαλήτους». ΄Ἔτσι διατηροῦν τὴν ψυχική τους γαλήνη. Οἱ ἄλλοι δὲ συγκρατοῦν τὸν ἑαυτό τους. Προσεύχονται μεγαλοφώνως, μὲ ἐκδηλώσεις ἐξωτερικές, ποὺ συχνὰ σκανδαλίζουν τοὺς ἄλλους. Ὁ πραγματικὸς χριστιανὸς πρέπει ν’ ἀποφεύγη τὴν ἀκαταστασία καὶ τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα. Νὰ προτιμᾶ τὴν τάξι, τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ταπείνωσι. Αὐτὸ ζητᾶ καὶ ὁ Θεὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ Προφήτου, ποὺ λέγει: «ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ’ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἠσύχιον, τὸν τρέμοντά μου τοὺς λόγους;»
Ὅσοι χριστιανοὶ διάλεξαν αὐτὸ τὸ δρόμο, ἔγιναν παράδειγμα καὶ φῶς γιὰ πολλοὺς ἄλλους.
***
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ποὺ στὴν κοινὴ λατρεία, ἐνῶ βρίσκεται μαζὶ μὲ ἄλλους στὴν ἐκκλησία, κλείνει τὸ στόμα καὶ τὴν καρδιὰ καὶ δὲν ψάλλει καὶ δὲν προσεύχεται, ὅπως ἐκεῖνοι, μοιάζει μὲ δαίμονα, λέγει κάποιος Πατήρ. Αὐτὸς ὁ ἀκάθαρτος, μὴ ὑποφέροντας ν’ ἀκούη τὶς δοξολογίες τῆς Ἐκκλησίας στὸν Θεό, προσπαθεῖ ν’ ἀποσπάση τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ψαλμωδία καὶ τὴν προσευχή.
Κεφάλαιον στ’.
ΣΙΩΠΗ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ποὺ ἀγαπᾶ τὴ σιωπὴ κι ἀποφεύγει τὶς πολλὲς κουβέντες, ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς, μοιάζει μὲ ὥριμο σταφύλι, γεμάτο γλυκὸ χυμό• ὁ πολυλογὰς μὲ ἀγουρίδα.
***
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ἄνθρωποι, ποὺ μὲ τὰ χείλη σωπαίνουν καὶ μὲ τὸ νοῦ φλυαροῦν, λέγει ἄλλος Πατήρ. Ἄλλοι μιλᾶνε ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ κι ὅμως κρατᾶνε σιωπή, γιατί τίποτε ἀπ’ αὐτὰ ποὺ λένε δὲν εἶναι περιττὸ κι ἀνώφελο.
***
ΣΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ στιγμὲς τῆς ζωῆς τοῦ ὁ Ἀββᾶς Παμβῶ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια στοὺς Ἀδελφούς, ποὺ βρέθηκαν γύρω του:
– Ἀφ’ ὅτου ἔγινα Καλόγηρος, παιδιά μου, οὔτε μία φορᾶ δὲ μετανόησα γιὰ κουβέντα ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα μου. Κι ὅμως, τώρα πάω στὸν Κύριό μου μὲ συναίσθησι πὼς δὲν ἔχω βάλει ἀρχὴ ἀκόμη.
***
ΛΕΝΕ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ γιὰ τὸν μακάριο Παμβῶ: Ἐνῶ ἦταν πολὺ μελετημένος καὶ γνώριζε καλὰ τὴν Ἁγία Γραφή, δὲν ἔδινε ποτὲ παρευθὺς ἀπάντησι, ὅταν τύχαινε νὰ τοῦ ζητήσουν τὴν ἐξήγησι κάποιου γραφικοῦ ρητοῦ.
– Ἀφῆστε μὲ νὰ σκεφθῶ πρῶτα, ἔλεγε. Περνοῦσαν πολλὲς ἑβδομάδες προτοῦ δώσει ἀπόκρισι. Ἔτσι οἱ ἑρμηνεῖες ποὺ ἔκανε μὲ τόση περίσκεψι ἦταν γεμάτες σοφία, ποὺ τοῦ χάριζε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Οἱ Ἀδελφοὶ τὶς δέχονταν μὲ πολλὴ εὐλάβεια σὰν νὰ εἶχαν βγὴ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ παρακάλεσε τὸν Γέροντά του νὰ τοῦ ἐξηγήση ποιὸς νὰ εἶναι τάχα ὁ ἀργὸς λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ ἀπολογηθοῦμε στὸν Κριτή.
– Κάθε συζήτησι, ποὺ ἀφορᾶ μόνο τὰ γήϊνα, ἐξήγησε ὁ Γέροντας, καταντᾶ ἀργὸς λόγος. Ὅταν κουβεντιάζης γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς, δὲν ἀργολογεῖς. Ἀλλὰ κι ἀπὸ τοῦτο προτιμότερη εἶναι ἡ σιωπή. Πόσες φορές, κουβεντιάζοντας γιὰ ὠφέλιμα πράγματα, δὲν ξεγλιστρᾶ ἡ γλώσσα μας καὶ στὰ βλαβερά;
***
ΜΗ ΒΙΑΖΕΣΑΙ νὰ δώσης ἀπόκρισι προτοῦ σκεφτῆς καλὰ αὐτὸ ποὺ θὰ πῆς, συμβουλεύει ἄλλος Πατήρ.
***
ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ ποὺ πήγαινε στὴν Ἐκκλησία ὁ Ἀββᾶς Ἀμμώης, μαζὶ μὲ τὸ μαθητή του, περπατοῦσαν σὲ ἀπόστασι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο. Ἐκτός, ἂν εἶχε κάτι ὁ νέος νὰ ἐξομολογηθῆ.
– Δὲ θέλω νὰ κουβεντιάζωμε στὸν δρόμο, ἔλεγε ὁ ἀγαθὸς Γέροντας, μήπως κοντὰ στὰ χρήσιμα ποῦμε καὶ πολλὰ περιττά.
***
Ο ΑΜΜΟΥΝ, νέος κι ἀρχάριος, ἀκόμη Μοναχός, πῆγε νὰ συμβουλευθῆ τὸν ὅσιο Ποιμένα:
– Ὅταν ἔρχετια κανένας ἀπὸ τοὺς Ἀδελφοὺς στὸ κελλί μου ἢ ἐγὼ πηγαίνω στὸ δικό του γιὰ δουλειά, ἀποφεύγομε τὶς συζητήσεις ἀπὸ φόβο μὴ πέσωμε σ’ ἀργολογία, τοῦ εἶπε.
– Καλὰ κάνετε, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας. Ἡ νεότης ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὴ προσοχή.
– Τί ἔκαναν οἱ Πατέρες σὲ τέτοια περίπτωσι; Ζήτησε νὰ μάθη ὁ Ἀμμοῦν.
– Ἐκεῖνοι παιδί μου, οὔτε στὸ στόμα οὔτε στὴν καρδιὰ εἶχαν τίποτε περιττό, γιὰ νὰ συζητήσουν. Ἔτσι δὲν εἶχαν φόβο νὰ πέσουν σ’ ἀργολογία.
– Ὅταν βρεθῶ στὴν ἀνάγκη νὰ κουβεντιάσω μὲ κάποιον, ρώτησε πάλι ὁ νέος, τί εἶναι καλλίτερα νὰ πῶ; Λόγια της Γραφῆς ἢ τῶν Πατέρων;
– Ἂν δὲν μπορῆς νὰ σωπάσης, – πράγμα ὀρθότερο γιὰ τοὺς νέους – προτίμησε τοὺς λόγους τῶν Πατέρων, ποὺ εἶναι πρακτικώτεροι, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος. Τὰ λόγια της Γραφῆς, οὔτε εὔκολα οὔτε ἀντιληπτὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς πολλούς.
***
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΟΦΙΑ, γράφει ὁ Ἀββᾶς Ἠσαίας ὁ Ἀναχωρητής, νὰ ξέρη κανεὶς νὰ συζητῆ ἀριστοτεχνικά. Σοφία εἶναι νὰ ξέρης πότε πρέπει νὰ μιλήσης καὶ τί πρέπει νὰ πῆς. Δεῖχνε πὼς εἶσαι ἀμαθής, γιὰ ν’ ἀποφύγης πολλοὺς κόπους. Πολλὲς ἀνώφελες σκοτοῦρες ἔχει ἐκεῖνος ποὺ παρουσιάζει τὸν ἑαυτὸ τοῦ πολυμαθῆ. Μὴ καυχᾶσαι γιὰ πολυμάθεια, γιατί εἶναι περισσότερα ἐκεῖνα ποὺ δὲν ξέρεις ἀπὸ κεῖνα ποὺ ἔχεις μάθει.
***
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ἐξωμολογήθηκε στενοχωρημένος στὸν Ἀββᾶ Ματώη:
– Πολλὲς θλίψεις μου προξενεῖ συχνὰ ἡ γλώσσα μου, Πάτερ. Ἀδύνατο νὰ τὴ συγκρατήσω νὰ μὴ ἐλέγχη καὶ κατακρίνη τοὺς Ἀδελφούς μου.
– Ἄν σου φαίνεται ἀδύνατο νὰ δαμάσης τὴ γλώσσα σου, τότε ἀπόφευγε τὶς συναναστροφές, τὸν συμβούλεψε ὁ Γέροντας. Περιορίσου στὸν ἑαυτό σου. Ἡ ἀκράτεια τῆς γλώσσης εἶναι ἠθικὴ ἀρρώστια μεταδοτική, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπικίνδυνη. Ἐγώ, καθὼς βλέπεις, ζῶ ὁλομόναχος, ὄχι ἀπὸ ἀρετή, ἀλλὰ ἀπὸ ἀδυναμία. Πρέπει νὰ νοιώθη πολὺ δυνατὸς ὁ Καλόγερος, ποὺ συναναστρέφεται τοὺς ἀνθρώπους.
***
ΑΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗΣ τὴν ἀρετὴ τῆς σιωπῆς, λέγει κάποιος Ἀββᾶς, μὴ καυχηθῆς πὼς κατώρθωσες κάτι σπουδαῖο. Πεῖσε καλλίτερα τὸν ἑαυτό σου πὼς δὲν εἶσαι ἄξιος οὔτε νὰ μιλᾶς.
***
ΕΝΑΣ ἀπὸ τοὺς Γέροντας σὲ κάποια σκήτη εἶχε διορατικὸ χάρισμα. Ὅταν γινόταν σύναξι καὶ συζήτουσαν ζητήματα πνευματικὰ οἱ Πατέρες, ὁ Γέροντας ἔβλεπε γύρω τοῦ Ἀγγέλους νὰ τοὺς χειροκροτοῦν. Ὅταν ἡ συζήτησι γύριζε στὰ γήϊνα, οἱ Ἄγγελοι ἀπομακρύνονταν λυπημένοι.
***
ΕΛΕΓΑΝ συχνὰ γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ὢρ οἱ συνασκηταί του πὼς ποτὲ ψέμα δὲ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του οὔτε ὅρκος. Δὲν κατέκρινε ποτὲ τοῦ ἄνθρωπο οὔτε τὸν ἄκουσαν καμμιὰ φορᾶ νὰ ὁμιλῆ χωρὶς νὰ ὑπάρχη ἀπόλυτη ἀνάγκη. Στὸ νέο μαθητὴ τοῦ συνήθιζε νὰ λέγη:
– Πρόσεξε καλά, Παῦλε, μὴ φέρης ποτὲ ξένη κουβέντα σὲ τοῦτο τὸ κελλί.
***
– ΠΟΣΟ δυσκολεύομαι νὰ συγκρατῶ τὴ γλώσσα μου! ἔλεγε μία μέρα ἕνας νέος Μοναχὸς στὸν Ἀββᾶ Νισθερῶ πολὺ στενοχωρημένος.
– Ὅταν κουβεντιάζης, βρίσκεις ξεκούρασι;
– Ποτέ.
– Τότε γιὰ ποιὸ λόγο κουβεντιάζεις; Μάθε νὰ σωπαίνης. Προτίμα καλλίτερα ν’ ἀκοῦς τοὺς ἄλλους νὰ μιλοῦν, ὅταν πρόκειται γιὰ κάτι ὠφέλιμο, τὸν συμβούλεψε ὁ σοφὸς Γέροντας.
***
– ΟΠΟΙΟ ἔχει μάθει νὰ σωπαίνει, βρίσκει παντοῦ ἀνάπαυσι, λέγιε κι ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν.
***
ΛΕΝΕ πὼς τρία χρόνια κρατοῦσε συνεχῶς στὸ στόμα τοῦ ἕνα βότσαλο ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων γιὰ νὰ συνηθίση τὴ γλώσσα του στὴν τελεία σιωπή.
***
ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποτε τὸν Ἀββᾶ Παμβῶ, ἂν εἶναι καλὸ νὰ ἐπαινῆ κανεὶς τὸν ἄλλον.
– Καλλίτερο ἀπ’ ὅλα εἶναι ἡ σιωπή, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος.
***
ΑΝ ΘΥΜΑΤΑΙ συχνὰ ὁ ἄνθρωπος τὸ γραφικὸ ρητὸ ποὺ λέγει: «ἐκ τῶν λόγων σου δικαιωθήση καὶ ἐκ τῶν λόγων σου κατακριθήση», θὰ προτιμᾶ χίλιες φορὲς νὰ σωπαίνη, ἔλεγε καὶ ὁ Ὅσιος Ποιμήν.
***
ΘΕΡΙΖΕ κάποτερ μαζὶ μὲ ἄλλους ἀδελφοὺς ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς κι ἄκουσε ξαφνικὰ ἕναν ἀπ’ αὐτοὺς νὰ λέη θυμωμένος στὸ διπλανό του:
– Οὒφ κι ἐσύ.
Τότε παράτησε στὴ μέση τη δουλειὰ ὁ φιλήσυχος Γέροντας καὶ γύρισε ἀμέσως στὸ κελλί του μήπως γίνει φιλονικία κι ἀναγκαστῆ νὰ μιλήση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ’.
ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
Ἐρώτησαν κάποτε τὸν Ἀββᾶ Λογγίνο ποιὰ ἀρετὴ θεωρεῖ σπουδαιότερη ἀπ’ ὅλες. Ὁ σοφὸς Γέροντας ἀποκρίθηκε:
– Καθὼς ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο ἀπὸ ὅλα τὰ κακά, ἀφοῦ κατώρθωσε νὰ ρίξη τοὺς Ἀγγέλους ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ στὴν ἄβυσσο, ἔτσι καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετές. Αὐτὴ ἔχει τὴ δύναμι κι’ ἀπὸ τὴν ἄβυσσο ἀκόμη ν’ ἀνεβάση στὸν Οὐρανὸ τὸν ἁμαρτωλό. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Κύριος μακαρίζει πρὶν ἀπ’ ὅλους τους πτωχοὺς τῷ πνεύματι.
***
Προτιμῶ πτῶσι μὲ ταπεινοφροσύνη, παρὰ νίκη μὲ ὑπερηφάνεια, λέγει ἄλλος Πατήρ.
***
ΚΑΙ Ο ΑΒΒΑΣ Σαρματίας:
– Προτιμῶ ἄνθρωπο ἁμαρτωλό, ποὺ ἀναγνωρίζει τὸ σφάλμα του καὶ ταπεινώνεται, παρὰ ἐνάρετο μὲ αὐταρέσκεια.
***
Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ χωρὶς μεγάλο κόπο ἔσωσε πολλούς, λέγει ἄλλος Γέροντας. Τὸ πιστοποιοῦν ὁ Τελώνης καὶ ὁ Ἄσωτος, ποὺ μὲ δυὸ λόγια ταπεινά, ποὺ εἶπαν, τοὺς δέχτηκε ὁ Θεός.
***
Η ΧΑΝΑΝΑΙΑ μιλάει κι’ ἀκούγεται. Ἡ αἱμορροοῦσα σωπαίνει καὶ μακαρίζεται. Ὁ τελώνης δὲν τολμᾶ ν’ ἀνοίξη τὸ στόμα του καὶ δικαιώνεται. Ὁ Φαρισαῖος φωνάζει καὶ κατακρίνεται, ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Ἐπιφάνιος.
***
ΠΡΙΝ ἀπὸ κάθε τί ἄλλο, ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, γράφει ὁ Ἀββᾶς Ἠσαίας ὁ Ἀναχωρητής. Ἂς εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ λέμε ἀμέσως στὸν ἀδελφό μας σὲ κάθε περίστασι «συγχώρεσε μέ». Ἡ ταπεινοφροσύνη ἐξαφανίζει ὅλες τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου.
***
ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ ΠΑΤΗΡ: Ὁ ταπεινόφρων ταπεινώνει τοὺς δαίμονας. Ὁ ὑπερήφανος περιπαίζεται ἀπ’ αὐτούς.
***
Ο ΑΒΒΑΣ ΥΠΕΡΕΧΙΟΣ ὀνομάζει τὴν ταπεινοφροσύνη δένδρο ζωῆς, ποὺ ἀνεβαίνει σὲ ὕψος.
***
ΣΤΕΦΑΝΟ τοῦ Μοναχοῦ λέγουν τὴν ταπεινοφροσύνη ὅλοι οἱ Πατέρες.
***
ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποιο Γέροντα, πότε ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος ταπείνωσι.
Ὅταν θυμᾶται τὶς ἁμαρτίες τοῦ συνεχῶς, ἀποκρίθηκε.
***
ΑΛΗΘΙΝΗ ταπείνωσι ἔχει ἐκεῖνος ποὺ βάζει πρῶτος μετάνοια, ἐνῶ τοῦ φταίει ὁ ἄλλος, λέγει ἄλλος Πατήρ.
***
ΡΩΤΗΣΑΝ κάποιον ἀπὸ τοὺς Πατέρας, ποιὰ νομίζει πὼς εἶναι ἡ ἀληθινὴ πρόοδος τοῦ ἀνθρώπου.
– Ἡ ταπεινοφροσύνη, ἀποκρίθηκε χωρὶς δισταγμό. Ὅσο πιὸ πολὺ κατεβαίνει ἡ ψυχὴ σὲ βάθος ταπεινοφροσύνης, τόσο ἀναβαίνει σ’ ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές.
***
ΟΤΑΝ παύουν τὰ πάθη νὰ μᾶς πολεμοῦν, λέγουν οἱ Πατέρες, τότε πρέπει νὰ ταπεινοφρονοῦμε, γιὰ νὰ μᾶς σκεπάζη ὁ Θεός, ποὺ ξέρει τὴν ἀδυναμία μας. Ἂν καυχηθοῦμε πὼς εἴμεθα νηφάλιοι, ἀφαιρεῖ παρευθὺς τὴ χάρι Του καὶ τότε κυριευόμεθα πάλι ἀπὸ τὰ πάθη.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ Ἐρημίτης, ποὺ συνήθιζε νὰ φορῆ μόνο ἕνα τρίχινο μανδύα, πῆγε μία φορᾶ νὰ ἐξομολογηθῆ στὸν Ἀββᾶ Ἀμμωνά.
– Αὐτὸ μόνο δὲ σὲ ὠφελεῖ σὲ τίποτε, Ἀδελφέ, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας, δείχνοντας τοῦ τὸν τρίχινο μανδύα.
– Μὲ βασανίζουν τρεῖς λογισμοί, Ἀββᾶ, εἶπε ὁ Ἐρημίτης. Ὁ ἕνας μου λέγει νὰ κατοικήσω πολὺ βαθειὰ στὴν ἔρημο, ὁ ἄλλος νὰ πάω ξένος κι ἄγνωστος σὲ μακρινὸ τόπο κι ὁ τρίτος νὰ κλειστῶ στὴν καλύβα μου, χωρὶς νὰ βλέπω ἄνθρωπο καὶ νὰ τρώγω κάθε δυὸ μέρες. Τί νὰ διαλέξω ἀπ’ ὅλα αὐτά;
– Κανένα δὲν σὲ ὠφελεῖ, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας. Ἂν θὲς ν’ ἀκούσης τὴ συμβουλή μου, μεῖνε στὸ κελλί σου, τρῶγε λίγο κάθε μέρα καὶ κράτα διαρκῶς στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά σου τὰ λόγια του τελώνη: «ὁ Θεός, ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ». Μόνο μὲ τὴν ταπείνωσι θὰ βρὴς σωτηρία.
***
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ Μοναχὸς πῆγε στὸν Ἀββᾶ Θεόδωρο τῆς Φέρμης νὰ τοῦ πῆ τὴν στενοχώρια του.
– Στὸν κόσμο νήστευα πιὸ πολύ, Ἀββᾶ, ἔκανα συχνὲς ἀγρυπνίες, εἶχα στὴν προσευχή μου κατάνυξι καὶ δάκρυα κι’ ἔκρυβα στὴν καρδιά μου πολλὴ φλόγα γιὰ κάθε θεάρεστο ἔργο. Ἐδῶ στὴν ἔρημο τὰ ἔχασα ὅλα αὐτὰ καὶ φοβᾶμαι πὼς δὲ θὰ σωθῆ ἡ ψυχή μου.
– Ἐκεῖνα ποὺ ἔκανες στὸν κόσμο, παιδί μου, τοῦ εἶπε ὁ σοφὸς Γέροντας, δὲν ἦταν παρὰ ἔργο κενοδοξίας, γιὰ τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο. Ὁ Θεὸς δὲν τὰ δεχότανε. Ἐκεῖ ὁ διάβολος δὲν σὲ πολεμοῦσε, οὔτε τὴν προθυμία σου ἐμπόδιζε, ἀφοῦ δὲν εἶχες καμμιὰ ὠφέλεια ἀπ’ αὐτή. Τώρα ὅμως, ποὺ κατατάχτηκες πιὰ ὁριστικὰ στοῦ Χριστοῦ μας τὸν στρατό, ὠπλίστηκε κι’ ἐκεῖνος ἐναντίον σου. Μάθε ὅμως πὼς ἀρέσει πιὸ πολὺ στὸν Κύριό μας ἕνας μόνο ψαλμός, ποὺ λὲς ἐδῶ στὴν ἔρημο μὲ ταπείνωση, ἀπὸ χίλιους ποὺ ἔλεγες ἐκεῖ μὲ κενοδοξία καὶ δέχεται μὲ περισσότερη εὐχαρίστησι τὴ νηστεία μίας ἡμέρας ποὺ κάνεις ἐδῶ κρυφά, παρὰ ὅσες ἔκανες φανερὰ ὁλόκληρες ἑβδομάδες.
– Τώρα δὲν κάνω τίποτε, ἐπέμενε ὁ νέος. Ἐκεῖ ἤμουν καλλίτερος.
– Καὶ ποὺ νομίζεις ἀκόμη πὼς στὸν κόσμο ἤσουν πιὸ καλός, τοῦ εἶπε αὐστηρὰ ὁ Ἀββᾶς Θεόδωρος, εἶναι ὑπερηφάνεια. Τὴν ἴδια γνώμη γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ εἶχε κι ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς καὶ κατακρίθηκε. Λέγε, παιδί μου, πὼς ποτὲ δὲν κατόρθωσες κανένα καλό, γιὰ νὰ σωθῆς. Ἔτσι δικαιώθηκε κι ὁ τελώνης. Πιὸ ἀρεστὸς εἶναι στὸ Θεὸ ὁ ἁμαρτωλός, μὲ τὴ συντριμμένη καρδιὰ καὶ τὶς ταπεινὲς σκέψεις, ἀπὸ τὸν ὑψηλόφρονα ἐνάρετο.
Ἡ γεμάτη πείρα διδασκαλία τοῦ Γέροντα συνέτισε τὸ νέο Μοναχό.
– Χάρι σὲ σένα, Ἀββᾶ, τοῦ εἶπε μ’ εὐγνωμοσύνη, καθὼς τὸν ἀποχαιρετοῦσε γιὰ νὰ φύγη, σώθηκε ἡ ψυχή μου σήμερα.
***
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ κάποιας ἐπαρχίας ἔπεσε μία φορᾶ σὲ μεγάλη ἁμαρτία. Τὴν ἄλλη μέρα ἦταν γιορτὴ κι ἐπρόκειτο νὰ λειτουργήση σὲ μιὰν ἐκκλησία, ποὺ πανηγύριζε καὶ ποὺ πήγαινε συνήθως ὁλόκληρη ἡ πόλις.
Μόλις μπῆκε στὴν ἐκκλησία ὁ Ἐπίσκοπος, ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα, φανέρωσε μπροστὰ στὸ πλῆθος τὴν ἁμαρτία του, ἔβγαλε τὸ ὠμοφόριό του, τὸ ἔδωσε στὸ Διάκονό του, καὶ εἶπε μὲ πολλὴ συντριβὴ δυνατὰ γιὰ ν’ ἀκουστὴ ἀπ’ ὅλους:
– Ὕστερα ἀπὸ τέτοια ἁμαρτία, δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι πιὰ Ἐπίσκοπός σας. Διαλέξτε κάποιον ἄξιο.
– Ἔκανε νὰ φύγη, ὁ κόσμος ὅμως, ποὺ τὸν ἀγαποῦσε, τὸν ἐμπόδισε.
– Μεῖνε στὴ θέσι σου κι ἂς εἶναι ἐπάνω μας ἡ ἁμαρτία σου, φώναξαν ὅλοι μὲ μία φωνή.
Συγκινημένος ὁ Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ λαοῦ, ἀνέβηκε πάλι στὸν ἄμβωνα καὶ φώναξε:
– Ἂν θέλετε νὰ μείνω στὴ θέσι, ποὺ ἀνάξια κατέχω, θὰ κάνετε ὅτι σας εἰπῶ.
Πρόσταξε νὰ κλειστοῦν ἀμέσως οἱ πόρτες τῆς ἐκκλησίας καὶ νὰ μείνη μόνο μία μικρὴ ἔξοδος. Ἔπεσε κατάχαμα μπροστὰ σ’ αὐτὴ καὶ εἶπε δυνατὰ στὸ ἐκκλησίασμα γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν ὅλοι:
– Δὲν θὰ ἔχη μέρος μὲ τὸν Θεὸ ὅποιος δὲν μὲ πατήση, προτοῦ βγὴ ἀπὸ ἐδῶ.
Οἱ χριστιανοί, γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὸν Ἐπίσκοπό τους, ὑπήκουσαν. Ἕνας-ἕνας, ποὺ ἔβγαινε, πατοῦσε ἀπὸ πάνω του. Ὅταν πέρασε καὶ ὁ τελευταῖος, ἀκούστηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ λέγη:
– Γιὰ τὴ μεγάλη του ταπείνωσι, συγχωρήθηκε ἡ ἁμαρτία του.
***
ΕΙΔΑ κάποτε, ἔλεγε ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ἁπλωμένες στὴ γῆ ὅλες τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ τρόμαξα.
– Ποιὸς τάχα μπορεῖ νὰ τὶς ξεφύγη; Ἔλεγα στενάζοντας. Ἄκουσα τότε μυστηριώδη φωνὴ νὰ μοῦ ἀποκρίνεται:
– Ὁ ταπεινόφρων.
***
ΝΕΟΣ Μοναχὸς ἀκόμη ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν, ζήτησε νὰ μάθη ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀντώνιο τί ἔπρεπε νὰ κάνη γιὰ νὰ βρῆ τὴ σωτηρία του:
– Νὰ παραδέχεσαι τὰ σφάλματά σου, μὲ συντριμμένη καρδιά, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Πατὴρ τῶν Πατέρων, καὶ νὰ ταπεινώνεσαι μπροστὰ στὸν Θεό. Νὰ ὑπομένης ἐπίσης καρτερικά τους πειρασμούς, πού σου συμβαίνουν, καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος πὼς θὰ σωθῆς.
***
ΒΡΗΚΑΝ κάποτε τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο μεγάλοι πειρασμοί. Μία μέρα τὸν ἄκουσαν οἱ Ἀδελφοὶ νὰ προσεύχεται μ’ αὐτὰ τὰ λόγια:
– Θεέ μου, τολμῶ ὁ ἀνάξιος νὰ Σὲ παρακαλέσω νὰ μὴ μ’ ἀφήσης μόνο σὲ τόση θλίψι. Ἀναγνωρίζω πὼς δὲν ἔχω κάνει στὴ ζωή μου τίποτε ποὺ νὰ Σὲ ἔχει εὐχαριστήσει, ἀλλὰ ἡ ἄπειρη εὐσπλαχνία Σου μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει νὰ βάλω ἀρχή.
***
ΕΝΑΣ φιλόπονος νέος περπατοῦσε νηστικὸς στὴν ἔρημο ἀρκετὲς ἡμέρες γιὰ νὰ συναντήση τὸν Ἀββᾶ Ἀμμώη νὰ τὸν συμβουλευθῆ. Ὁ Γέροντας τὸν κράτησε κοντά του μία ὁλόκληρη βδομάδα, ἀλλὰ δὲν τοῦ εἶπε τίποτε στὸ διάστημα αὐτό. Ὅταν πιὰ ὁ νεὸς ἑτοιμάστηκε νὰ φύγη, τὸν συνώδεψε ὡς τὴν πόρτα ὁ ἀγαθὸς Ἀββᾶς καὶ τότε τοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια:
Οἱ ἁμαρτίες μου, παιδί μου, ἔχουν γίνει ψηλὸ τεῖχος ποὺ μὲ χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεόν.
Ὁ εὐσεβὴς νέος εὐχαρίστησε τὸν ἅγιο Γέροντα κι’ ἔφυγε ὠφελημένος ἀπὸ τὴ μεγάλη του ταπείνωσι.
***
Η ΘΥΓΑΤΕΡΑ κάποιου πλούσιου στὴν Ἀλεξάνδρεια κυριεύτηκε ξαφνικὰ ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα καὶ βασανιζόταν σκληρά. Ὁ πατέρας τῆς ξόδεψε πολλὰ χρήματα γιὰ νὰ τὴν κάνη καλά. Ἀνώφελα ὅμως. Ἡ κατάστασις τῆς νέας ὅλο καὶ χειροτέρευε. Κάποτε ἔμαθε πὼς ἕνας Ἐρημίτης, ποὺ ἀσκήτευε πάνω στὸ βουνό, εἶχε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα νὰ διώχνη τὰ διαμόνια. Τοῦ εἶπαν ὅμως πὼς ἦταν τόσο ταπεινός, ποὺ ποτὲ δὲν θὰ δεχόταν νὰ κάνη μία τέτοια θεραπεία. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ βρῆ κάποια ἄλλη πρόφασι ὁ ἄρχοντας γιὰ νὰ τὸν φέρη στὸ σπίτι του.
Μία μέρα κατέβηκε στὴν πόλι ὁ Ἐρημίτης νὰ πουλήση τὰ πανέρια του. Ὁ πατέρας τῆς κόρης ἔστειλε ἕνα ὑπηρέτη ν’ ἀγοράση μερικὰ καὶ νὰ τὸν προσκαλέση στὸ σπίτι γιὰ νὰ πληρωθῆ. Ἀνύποπτος ἐκεῖνος πῆγε. Μόλις ὅμως πάτησε μέσα τὸ πόδι του, ἡ δαιμονισμένη, ποὺ ἦταν κρυμμένη πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα, ὤρμησε πάνω του καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα δυνατὸ μπάτσο στὸ πρόσωπο. Ὁ Ἅγιος Ἐρημίτης, χωρὶς νὰ χάση καθόλου τὴν ἠρεμία του, ἔστρεψε ταπεινὰ καὶ τὸ ἄλλο μέρος, ἐκτελώντας ἔτσι τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου.
Τότε ἔγινε αὐτὸ τὸ ξαφνικό: Τὸ δαιμόνιο ἄρχισε νὰ σπαράζη ἄγρια καὶ νὰ βγάζη ἀπελπιστικὲς κραυγές:
– Ὤ, βία! Φεύγω, δὲν μπορῶ νὰ μείνω πιά, μὲ διώχνει ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ.
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἐλευθέρωσε τὸ βασανισμένο πλάσμα. Ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια, μαζὶ μὲ τὴν κόρη ποὺ βρῆκε πιὰ τὰ λογικά της, δόξασαν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ μεγάλο θαῦμα ποὺ εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους καὶ ζήτησαν τὸν Ἅγιο Γέροντα γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀποφεύγοντας τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο, εἶχε κιόλας ἐξαφανισθῆ.
Ὅταν οἱ Πατέρες στὴν ἔρημο πληροφορήθηκαν τὰ γεγονότα, ἔλεγαν μεταξύ τους, πὼς τίποτε ἄλλο δὲν καταβάλλει τὴν ὑπερηφάνεια τοῦ διαβόλου, ὅσο ἡ ταπεινοσύνη καὶ ἡ ὑποταγὴ στὶς θεῖες ἐντολές.
***
ΩΜΟΛΟΓΟΥΣΕ συχνὰ στοὺς συνασκητὲς τοῦ ὁ Ἀββᾶς Καρίων, πὼς εἶχε κοπιάσει πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὸ γυιὸ τοῦ Ζαχαρία στὴν ἄσκησι, μὰ δὲν εἶχε κατορθώσει ἀκόμη νὰ φτάση στὰ μέτρα ἐκείνου, ποὺ τὸν στόλιζαν δυὸ μεγάλες ἀρετές• ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ σιωπή.
Ὅταν ὁ Ζαχαρίας ἦταν ἀκόμη πολὺ νέος, σχεδὸν παιδί, μιὰ νύχτα ποὺ προσηύχετο, ἔπεσε σὲ ἔκστασι καὶ εἶδε θεία ὀπτασία. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ φανέρωσε στὸν πατέρα του. Ἐκεῖνος ὅμως, σὰν πρακτικὸς ποὺ ἦταν, τὸν μάλωσε καὶ τὸν ἀποπῆρε, λέγοντάς του πὼς ὅλα αὐτὰ ἤσαν πλάνη καὶ φαντασία δαιμονική. Ἀλλ’ ὁ νέος ἐξακολουθοῦσε νὰ γίνεται πιὸ θερμὸς στὴν προσευχὴ καὶ νὰ δέχεται θεῖες ἀποκαλύψεις. Ἀφοῦ ὅμως ὁ πατέρας του δὲν ἤθελε μὲ κανένα τρόπο νὰ τὸν ἀκούση, ἀποφάσισε νὰ τὰ ἐμπιστευθῆ στὸν Ἀββᾶ Ποιμένα.
Ὁ Ὅσιος τὸν ἄκουσε μὲ προσοχὴ καὶ βλέποντας τὸν νὰ φλέγεται ἀπὸ θεϊκὸ ἔρωτα, κατάλαβε πὼς τὸν εἶχε ἐπισκεφθῆ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ γιὰ μεγαλύτερη ἀσφάλεια τὸν ἔστειλε νὰ συμβουλευθῆ πιὸ ἔμπειρο σ’ αὐτὰ Γέροντα.
Ὁ Ζαχαρίας ἔκανε ὅπως τοῦ εἶπε ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν, προτοῦ προλάβει ὅμως νὰ ἐξομολογηθῆ, ὁ Γέροντας ἐκεῖνος τοῦ φανέρωσε τοὺς λογισμούς του.
– Σὲ ἔχει ἐπισκεφθῆ ἡ θεία Χάρις, τέκνον μου, τοῦ εἶπε. Γύρισε ὅμως πίσω στὸν πατέρα σου καὶ νὰ ὑποτάσσεσαι ταπεινὰ σ’ αὐτὸν γιὰ νὰ παραμείνη στὴν καρδιά σου.
Ὁ νέος ἀκολούθησε πιστὰ τὴν ὑπόδειξι τοῦ Ἁγίου καὶ ὠφελήθηκε.
***
ΚΑΠΟΤΕ ρώτησε ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς τὸ νεαρὸ Ζαχαρία:
– Τί νὰ κάνω, παιδί μου, γιὰ νὰ σωθῶ;
– Ἐμένα τὸν ἀνίδεο ρωτᾶς, Ἀββᾶ; τοῦ εἶπε ἐκεῖνος συνεσταλμένος.
– Πίστεψε μέ, Ἀδελφέ, εἶδα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον νὰ σ’ ἐπισκιάζη κι αὐτὸ μ’ ἀναγκάζει νὰ σὲ συμβουλευτῶ, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας.
Ὁ Ζαχαρίας τότε ἔβγαλε ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ τὸν καλογερικὸ σκοῦφο του, τὸν πέταξε κατὰ γῆς κι ἄρχισε νὰ τὸν ποδοπατᾶ λέγοντας:
– Ἂν ὁ καλόγερος δὲν ποδοπατηθῆ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, Ἀββᾶ, δὲν βρίσκει σωτηρία.
***
Ο ΘΕΟΣ κάλεσε γρήγορα κοντά Του τὸν ἐπίγειο ἐκεῖνο Ἄγγελο. Στὶς τελευταῖες του στιγμὲς τὸν εἶχαν περικυκλώσει πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς σκήτης. Ἀνάμεσα τοὺς ἦταν ὁ Ἀββᾶς Ἰσίδωρος, ὁ Πρεσβύτερος, ὁ Ὅσιος Ποιμὴν κι ὁ Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοψ, ποὺ εἶχε στενὸ πνευματικὸ σύνδεσμο μὲ τὸν μακάριο Ζαχαρία.
Ὁ ἑτοιμοθάνατος εἶχε ὑψώσει τὰ μάτια στὸν Οὐρανό. Ἦταν φανερὸ πὼς ἔβλεπε μόνο τὸν ἄϋλο κόσμο.
– Τί κυττάζεις τόσο ἐπίμονα, τέκνον; τὸν ρωτοῦσε κάθε τόσο ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς, ποὺ μόλις μποροῦσε νὰ συγκρατήση τὰ δάκρυα γιὰ τὴ στέρηση τοῦ μικροῦ του φίλου.
Δὲν εἶναι προτιμότερο νὰ σωπαίνω, Ἀββᾶ; ψιθύρισε ἐκεῖνος.
– Ναί, παιδί μου. Ἐσὺ πάντα προτιμοῦσες τὴν ταπεινὴ σιωπή.
Ὅταν πιὰ ξεψύχησε τὸ πρόσωπο τοῦ ἄστραψε, λὲς κι ἔβλεπες μορφὴ Ἀγγέλου. Τότε ὁ Ἀββᾶς Ἰσίδωρος, ποὺ στεκόταν ἀμίλητος παράμερα, σήκωσε τὰ δακρυσμένα μάτια του στὸν Οὐρανὸ καὶ ψιθύρισε:
– Εὐφραίνου, τέκνον Ζαχαρία. Ἀνοίγονται τώρα γιὰ σένα οἱ πύλες τῆς αἰωνιότητος.
***
ΞΕΚΙΝΗΣΕ κάποτε νὰ πάη νὰ ἐπισκεφθῆ τοὺς ἀσκητᾶς τῆς Νιτρίας ὁ Πατριάρχης τῆς Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος. Στὸ δρόμο τοῦ συνάντησε ἕνα γέροντα Ἀσκητῆ.
– Τί κέρδισες, Ἀββᾶ ζώντας σ’ αὐτὴ τὴ μοναξιά; ρώτησε ὁ Πατριάρχης.
– Γνώρισα καλὰ τὸν ἑαυτό μου, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας, κι ἔμαθα νὰ τὸν μέμφωμαι.
Μεγαλύτερο κέρδος ἀπ’ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο ν’ ἀποκτήση στὴ ζωὴ τοῦ ὁ ἄνθρωπος, παραδέχτηκε ὁ Πατριάρχης.
Σὰν ἔφθασε στὴ σκήτη, βγῆκαν οἱ Πατέρες νὰ τὸν ὑποδεχτοῦν κι ὁ καθένας ἔβρισκε κάποιο καλὸ λόγο νὰ τοῦ εἰπῆ. Μόνο ὁ Ὅσιος Παμβῶ στεκόταν παράμερα ἀμίλητος.
– Δὲν θὰ πῆς κι ἐσὺ τίποτε στὸν Πατριάρχη γιὰ νὰ τὸν ὠφελήσης; τὸν ρώτησαν οἱ Γέροντες.
– Ἂν δὲν ὠφεληθῆ ἀπὸ τὴ σιωπή μου, Ἀδελφοί, οὔτε ὁ λόγος μου πρόκειται νὰ τὸν ὠφελήση, ἀποκρίθηκε ὁ σοφὸς Πατήρ.
***
ΑΡΧΗ σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, γράφει ὁ Εὐάγριος, εἶναι ἡ ἀκριβὴς γνῶσις τοῦ ἑαυτοῦ του.
***
ΚΑΘΗΣΕ κάποτε νὰ φάγη μὲ τοὺς ἀδελφοὺς ὁ Ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Φέρμης καὶ πρόσεξε πὼς ἔπιναν νερὸ χωρὶς νὰ εἰποῦν προηγουμένως τὸ «εὐλόγησον», ὅπως ἦταν παλιὰ συνήθεια στοὺς Μοναχούς. Ἀναστέναξε τότε βαθειὰ ὁ Γέροντας καὶ εἶπε:
– Ἔχασαν οἱ σημερινοὶ Καλόγεροι τὴν εὐγένειά τους.
***
ΡΩΤΗΣΕ κάποιος ἀδελφὸς τὸν ἴδιο Ἀββᾶ Θεόδωρο τί ἔπρεπε νὰ κάνη γιὰ νὰ τηρῆ πάντοτε τὶς θεῖες ἐντολές.
– Τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐπιθυμία εἶχε κι ὁ συνασκητής μου Ἀββᾶς Θεωνᾶς, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας, καὶ ἄκουσε τί ἔκανε: Πῆγε στὸ φοῦρνο ἕνα πρωὶ νὰ ψήση τὰ ψωμιά του. Μόλις τὰ ἔβγαλε ζεστά-ζεστά, ἔτυχε νὰ περάσουν ἀπὸ κεῖ μερικοὶ ζητιάνοι. Χωρὶς δισταγμὸ ὁ Ἀββᾶς Θεωνᾶς τοὺς τὰ μοίρασε ὅλα. Γυρίζοντας στὸ κελλί του, βρῆκε ἄλλους στὸ δρόμο κι ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἄλλα ψωμιά, τοὺς ἔδωσε τὰ καλάθια. Πιὸ πέρα συνάντησε κάποιον γυμνὸ καὶ τὸν λυπήθηκε. Ἔβγαλε ἀμέσως τὰ ροῦχα του καὶ τὸν ἕντυσε. Φθάνοντας ὁ ἴδιος γυμνὸς στὸ κελλί του, μεμφόταν πάλι τὸν ἑαυτό του κι ἔλεγε:
– Ἀλλοίμονό μου, ποτὲ δὲν τηρῶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ ἄλλος ἀδελφὸς πῆγε στενοχωρημένος στὸν Ἀββᾶ Θεόδωρο:
– Βοήθησε μέ, Πάτερ, τὸν παρακάλεσε. Χάνεται ἡ ψυχή μου.
Ὁ Γέροντας κούνησε λυπημένος τὸ κεφάλι του:
– Ἐγὼ ὁ ἴδιος, παιδί μου, κινδυνεύω, τοῦ εἶπε, κι ἐσὺ γυρεύεις ἀπὸ μένα ἐνίσχυσι;
Ἡ ταπεινοσύνη τοῦ ὅμως ἦταν ἀρκετὴ νὰ ὠφελήση τὸν ἀδελφό.
***
Η ΟΣΙΑ Θεοδώρα συνήθιζε νὰ λέγη στὶς μαθήτριες τῆς πολὺ συχνά, πὼς οὔτε ἡ μεγάλη ἄσκησις, οὔτε ὁ ὑπερβολικὸς κόπος, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη κακοπάθεια μπορεῖ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, ὅσο ἡ ἀληθινὴ ταπεινοφροσύνη τῆς καρδιᾶς. Διηγεῖτο καὶ τὸ ἀκόλουθο ἀνέκδοτο:
Κάποιος Ἐρημίτης εἶχε χάρισμα ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ διώχνη τὰ πονηρὰ πνεύματα. Μία φορᾶ ζήτησε νὰ μάθη τί φοβοῦνται περισσότερο κι ἀναγκάζονται νὰ φύγουν.
– Μήπως τὴ νηστεία; Ρώτησε ἕνα ἀπ’ αὐτά.
– Ἐμεῖς, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνο, οὔτε τρῶμε, οὔτε πίνομε ποτέ.
– Τὴν ἀγρυπνία τότε;
– Ἐμεῖς δὲν κοιμώμεθα καθόλου.
– Τὴν φυγὴ τοῦ κόσμου;
Τὸ δαιμόνιο γέλασε περιφρονητικά:
– Σπουδαῖο πράγμα τάχα. Ἐμεῖς περνᾶμε τὸν περισσότερο καιρό μας τριγυρίζοντας στὶς ἐρημιές.
– Σ’ ἐξορκίζω, νὰ ὁμολογήσης τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ μπορεῖ νὰ σᾶς δαμάση, ἐπέμενε ὁ Γέροντας.
Τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἀναγκασμένο ἀπὸ ὑπερκόσμια δύναμι, βιάστηκε νὰ ἀπαντήση.
– Ἡ ταπείνωσις, ποὺ δὲν μποροῦμε ποτὲ ν’ ἀποκτήσωμε.
***
ΨΗΛΟΤΕΡΑ ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετές, συνήθιζε νὰ λέγη ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός, στέκονται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη.
Κάποτε ρώτησε ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτας του, ποιὸς νόμιζε πὼς πούλησε τὸν Ἰωσήφ.
– Τ’ ἀδέλφια του, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος.
– Ὄχι, εἶπε ὁ Γέροντας. Ἡ μεγάλη ταπεινοφροσύνη. Δὲν μποροῦσε τάχα, τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν πουλοῦσαν, νὰ διαμαρτυρηθῆ καὶ νὰ φωνάξη πῶς εἶναι ἀδελφός τους; Σώπασε ὅμως κι ἄφησε νὰ τὸν δώσουν στοὺς ἐμπόρους. Αὐτή του ἡ ταπείνωσις τὸν ἔκανε ἄρχοντα στὴν Αἴγυπτο.
Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε:
– Τί ἀνόητοι ποὺ εἴμεθα ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι! Πετᾶμε μακριὰ τὸ ἐλαφρότερο φορτίο, τὴν παραδοχὴ τοῦ λάθους μας καὶ τὸ «συγχώρεσε μέ», καὶ φορτωνόμαστε τὸ πιὸ βαρύ, τὴ δικαιολογία.
Ὁ ἴδιος ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ἦταν τόσο ταπεινός, ποὺ οἱ Πατέρες τῆς σκήτης συνήθιζαν νὰ λένε γι’ αὐτόν:
Ὁ Κολοβὸς μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ ἔχει κρεμάσει τὴ σκήτη ὁλόκληρη στὸ μικρό του δακτυλάκι.
***
ΝΑ ΤΙ ΛΕΓΕΙ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Θηβαῖος:
– «Πρὶν ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετὲς ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πρέπει ν’ ἀποκτήση ταπεινοφροσύνη. Αὐτὴν ὑπέδειξε πρῶτα ἀπ’ ὅλα ὁ Θεῖος Διδάσκαλος. «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματί – μας εἶπε – ὅτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ποιοὺς ὀνομάζει πτωχοὺς τῷ πνεύματι; Τοὺς ταπεινόφρονας βεβαίως».
***
ΟΣΟ ΠΙΟ πολὺ πλησιάζει τὸν Θεὸν ὁ ἄνθρωπος, τόσο πιὸ ἐλεεινὸ νοιώθη τὸν ἑαυτό του, ἔλεγε καὶ ὁ Ἀββᾶς Ματόης. Ὁ Προφήτης Ἠσαίας, ὅταν ἀξιώθηκε νὰ ἰδῆ τὸν Κύριό της δόξης, ὠνόμασε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ταλαίπωρο καὶ ἀκάθαρτο.
Ἄλλη φορᾶ πάλι ἔλεγε στοὺς ἀδελφούς:
Ὅταν ἤμουν πιὸ νέος περνοῦσε πότε-πότε ἀπὸ τὸ μυαλό μου ἡ σκέψι πὼς ἔκανα κάτι τὸ ἀξιόλογο. Τώρα ποὺ γέρασα, βλέπω πὼς δὲν ἔχω κάνει τίποτε ποὺ ν’ ἀξίζη.
Πῶς κατώρθωσαν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Πατέρας νὰ ξεπεράσουν κι αὐτὴ ἀκόμη τὴ θεία ἐντολή, Ἀββᾶ.; ρώτησε κάποιος ἀδελφός. Ἀκοῦμε αἴφνης πὼς ἀγαποῦσαν τοὺς ἐχθρούς τους περισσότερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους.
– Ἀλλοίμονο σὲ μένα τὸν δυστυχῆ! Εἶπε τότε ἀναστενάζοντας ὁ Ἀββᾶς Ματόης. Οὔτε ἐκείνους ποὺ μὲ ἀγαποῦν δὲν ἀγαπῶ σὰν τὸν ἑαυτό μου.
Πῆγε κάποτε νὰ ἰδῆ τὸν Ἀββᾶ Ματόη ὁ Ἀββᾶς Ἰάκωβος καὶ τοῦ εἶπε πὼς σκόπευε νὰ ἐπισκεφθῆ καὶ νὰ συνομιλήση μὲ ὅλους τους Πατέρας σ’ ἐκείνη τὴν ἔρημο.
– Χαιρέτησέ μου τὸν Ἀββᾶ Ἰωάννη, τοῦ παρήγγειλε ὁ Γέροντας.
Σὰν ἔφθασε στὸν Ἀββᾶ Ἰωάννη, ὁ Ἀββᾶς Ἰάκωβος, τοῦ ἔδωσε τοὺς χαιρετισμοὺς τοῦ Ἀββᾶ Ματόη.
– Ὁ Ματόης, εἶπε ἐκεῖνος εὐχαριστημένος, εἶναι πραγματικὰ ἄδολος Ἰσραηλίτης.
Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ ξαναπέρασε ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ματόη ὁ Ἀββᾶς Ἰάκωβος καὶ τοῦ εἶπε τὰ λόγια ποὺ εἶχε εἰπεῖ γι’ αὐτὸν ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης.
– Δὲν μοῦ ἀξίζει τέτοιος ἔπαινος, ἀποκρίθηκε ταπεινὰ ἐκεῖνος. Ἀλλὰ μάθε τοῦτο ἀδελφέ: Ὅταν ὁ ἄνθρωπος τιμᾶ τὸν πλησίον τοῦ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἔχει φτάσει σὲ μεγάλα μέτρα ἀρετῆς.
Συμβουλεύοντας κάποτε ἕνα ἀδελφὸ Ἀββᾶς Ματόης, τοῦ ἔλεγε:
– Δυὸ πράγματα ζήτησε ἀπὸ τὸ Θεό, τέκνον μου, μὲ θερμὴ προσευχή, νὰ σοῦ χαρίση τὸ σωτήριο πένθος γιὰ νὰ θυμᾶσαι διαρκῶς τὶς ἁμαρτίες σου καὶ νὰ βάλη ταπείνωσι στὴν καρδιά σου, νὰ νοιώθης τὸν ἑαυτό σου χειρότερο ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ νὰ μὴ κατακρίνης ποτὲ ἄλλον.
Ἀπόφευγε τὴν καταραμένη παρρησία καὶ περιώριζε ὅσο μπορεῖς τὴ γλώσσα σου. Μὴ φιλονικεῖς στὶς συζητήσεις. Ἂν ὁ συνομιλητής σου λέγη πράγματα σωστά, συμφώνησε μαζί του. Ἂν ὄχι, μὴν ἀντιλογήσης, πὲς τοῦ μόνο, «σὺ ξέρεις, ἀδελφέ». Αὐτὰ ὅλα εἶναι γνωρίσματα τῆς ταπεινοφροσύνης.
***
Ο ΣΚΥΛΟΣ ΜΟΥ, ἔλεγε κάποτε ὁ Ἀββᾶς Ἰσίδωρος, βρίσκεται σὲ πιὸ πλεονεκτικὴ θέσι ἀπὸ μένα, γιατί καὶ ἀγάπη ἔχει καὶ ἀπολογία γιὰ τὶς πράξεις του δὲν ἔχει νὰ δώση.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ ἀδελφὸς ζήτησε νὰ μάθη τί εἶναι ἡ αὐτοεξουθένωσις.
– Τὸ νὰ θεωρῆς τὸν ἑαυτό σου, τοῦ ἐξήγησε ὁ Ἀββᾶς Ἁλώνιος, χειρότερο ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα, ποὺ ἔχουν τὸ πλεονέκτημα νὰ μὴ λογοδοτοῦν γιὰ τὶς πράξεις τους.
***
ΕΛΕΓΕ ὁ ὅσιος Ποιμὴν γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ἰσίδωρο, τὸν πρεσβύτερό της σκήτης, πὼς περνοῦσε τὸ περισσότερο μέρος τῆς ἡμέρας τοῦ σκυμμένος πάνω στὸ ἐργόχειρό του. Οἱ ἀδελφοὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μὴ βασανίζη τόσο τὸ γερασμένο σῶμα του.
– Ἂν μὲ πιάσουν καὶ μὲ κάψουν ζωντανό, τοὺς ἔλεγε ἐκεῖνος, καὶ σκορπίσουν τὴ σκόνη μου στοὺς τέσσερεις ἀνέμους, δὲ θὰ εἶναι σπουδαία θυσία μπροστὰ σ’ ἐκείνη τὴν ἀπέραντη ποὺ ἔκανε γιὰ μένα ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Καμμιὰ φορᾶ τὸν πολεμοῦσε ὁ λογισμός του νὰ καυχηθῆ γιὰ κάποια τοῦ ἀρετή. Τότε ὁ μακάριος Ἰσίδωρος ἔλεγε στὸν ἑαυτό του:
– Μήπως νομίζεις, πῶς ἔγινες κανένας Μέγας Ἀντώνιος ἢ κὰν ἴδιος μὲ τὸν Ἀββᾶ Παμβῶ ἢ μὲ τοὺς ἄλλους Πατέρας, ποῦ εὐηρέστησαν στὸ Θεό;
Ὅταν πάλι ὁ διάβολος δοκίμαζε νὰ τὸν ρίξη στὴν μικροψυχία καὶ τοῦ ψιθύριζε στὴ διάνοια, πὼς παρ’ ὅλους τους κόπους, δὲν ἐπρόκειτο νὰ σωθῆ, ἀλλὰ θὰ καταδικαζότανε στὴν αἰώνια κόλαση, ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρινόταν μὲ θυμό:
– Καὶ στὴν κόλασι νὰ πάω, κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου θὰ σ’ ἔχω διάβολε.
***
ΟΤΑΝ μάθη ὁ ἄνθρωπος νὰ μέμφεται τὸν ἑαυτό του, ὅπου κι ἂν βρεθῆ, ἔχει δύναμι νὰ ὑπομένη, ἔλεγε συχνὰ ὁ ὅσιος Ποιμήν.
Καὶ ἄλλοτε πάλι:
– Γιὰ νὰ νοιώση καλὰ τὸ γραφικὸ ρητό, «πάντα καθαρὰ τοὶς καθαροίς» πρέπει νὰ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτὸ τοῦ χειρότερο ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα.
– Πῶς μπορῶ νὰ νοιώσω τὸν ἑαυτό μου χειρότερο ἀπὸ τὸ φονιά; ρώτησε κάποιος ἀδελφός.
– Ὅταν εἰπῆς στὸ λογισμό σου, ἐξήγησε ὁ Γέρων, πὼς αὐτὸς ἔκανε μόνο αὐτὴν τὴν ἁμαρτία, ἐνῶ ἐγὼ σκοτώνω κάθε μέρα συνανθρώπους μου μὲ τὴν προαίρεσι.
***
ΟΠΟΙΟΣ ἔχει μάθει νὰ κατηγορῆ τὸν ἑαυτό του, λέγει καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἀνούβ, βρίσκει εὔκολα δικαιολογίες γιὰ τὰ σφάλματα τοῦ ἄλλου.
***
ΩΜΟΛΟΓΟΥΣΑΝ οἱ Πατέρες τὴν ταπεινότητα τοῦ Ἀββᾶ Ποιμένος σ’ ὅλη του τὴ συμπεριφορά. Ὅταν αἴφνης συζητοῦσε μὲ τοὺς Γέροντας, ποτὲ δὲν ὑποστήριζε τὴ δική του γνώμη. Ὑποχωροῦσε κι ἐπαινοῦσε τὴν γνώμη τῶν ἄλλων. Τοὺς ἀδελφούς, ποὺ πήγαιναν νὰ τὸν συμβουλευτοῦν, τοὺς ἔστελνε πρῶτα στὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του, τὸν Ἀββᾶ Ἀνούβ. Ἐκεῖνος πάλι τοὺς ξανάστειλε πίσω στὸν Ἀββᾶ Ποιμένα, λέγοντάς τους, πὼς σ’ ἐκεῖνον ἔχει δώσει ὁ Θεὸς τὸ χάρισμα νὰ ξεκουράζη τὶς ψυχές.
Μπροστὰ στὸ μεγαλύτερό του ἀδελφὸ δὲν ἄνοιγε ποτὲ τὸ στόμα τοῦ ὁ Ἀββᾶς Ποιμὴν νὰ μιλήση σὲ ἄνθρωπο. Στεκόταν παράμερα μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι ἀπὸ συστολὴ καὶ σεβασμό.
***
ΑΠΟ τοῦτο διακρίνεις τὸ δυνατὸ χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου, ἔλεγε ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος, ὅταν παραδέχεται τὰ σφάλματά του καὶ ὑπομένει ὡς τὴν τελευταία του πνοὴ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ τὸν βρίσκουν.
Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε μὲ στεναγμό:
Ὅλες οἱ ἀρετὲς μπῆκαν σὲ τούτη τὴν καλύβα ἐκτὸς ἀπὸ μία• ἀλλὰ χωρὶς αὐτὴ πῶς νὰ προκόψω ὁ δυστυχής;
– Ποιὰ εἶναι αὐτή, Ἀββᾶ; ρωτοῦσαν οἱ ἀδελφοί.
– Ἡ αὐτομεμψία, ἀποκρινόταν ὁ Μέγας Πατήρ.
***
ΣΤΟΝ τόπο ποὺ θὰ καταδικασθῆ ὁ διάβολος, θὰ πάω κι ἐγώ, ἔλεγε ταπεινώνοντας τὸν ἑαυτόν του, ὁ Ὅσιος Ποιμήν.
Καὶ ἄλλη φορᾶ:
– Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ταπεινοφροσύνη καὶ φόβο Θεοῦ, ὅπως κι’ ἀπὸ τὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέει.
Σὲ ἄλλη πάλι περίστασι:
– Τὰ πιὸ χρήσιμα ἐργαλεῖα τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ αὐτοεξουθένωσις καὶ ἡ περιφρόνησις τοῦ ἰδίου θελήματος.
***
– ΔΕΝ ἔφτασες ἀκόμη στὰ μέτρα τοῦ διδασκάλου σου, Ἀββᾶ; ἐρώτησε κάποτε ἕνας ἀδελφὸς τὸν Ἀββᾶ Σισώη, τὸν μαθητὴ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου.
– Ἂν εἶχα ἕνα μόνο λογισμὸ τοῦ Ἀντωνίου, τέκνον μου, θὰ ἤμουν ὅλος φλόγα, ἀποκρίθηκε ταπεινὰ ὁ Ὅσιος.
***
ΕΤΡΩΓΑΝ κάποτε μαζὶ σὲ κοινὸ τραπέζι ὅλοι οἱ Γέροντες τῆς σκήτης. Ὁ Ἀββᾶς Ἁλώνιος, σὰν νεώτερος ποὺ ἦταν, στεκόταν καὶ τοὺς ὑπηρετοῦσε. Οἱ Πατέρες εἶπαν γι’ αὐτὸν λόγια ἐπαινετικά. Ἐκεῖνος ἔσκυψε τὸ κεφάλι ταπεινά, χωρὶς ν’ ἀποκριθῆ καθόλου.
– Γιατί δὲν μίλησες, Ἀββᾶ, ὅταν σ’ ἐγκωμίαζαν οἱ Γέροντες; τὸν ρώτησε ὕστερα κάποιος ἀδελφός, ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκεται μπροστά.
– Ἂν μιλοῦσα, θὰ ἔδειχνα πὼς δέχτηκα τὸν ἔπαινο, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα τὸν ἀποστρέφεται ἡ ψυχή μου.
Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ εἶναι ἡ γῆ ποὺ πρόσταξε ὁ Θεὸς νὰ γίνεται ἡ θυσία, ἔλεγε ὁ Ὅσιος Ποιμήν.
***
ΕΝΑΣ ἀρχάριος Μοναχὸς ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ποιμένα νὰ τὸν διδάξη πὼς νὰ ἡσυχάζη στὸ κελλί του.
– Ἐγώ, παιδί μου, τοῦ εἶπε ὁ Ὅσιος, στὴν ἡσυχία τοῦ κελλιοῦ μου ἐξετάζω καλὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ βρίσκω πὼς εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, βυθισμένος μέχρι τὸ λαιμὸ στὸ βοῦρκο τῆς ἀσωτίας καὶ φορτωμένος δυσβάστακτο βάρος. Γι’ αὐτὸ δὲν παύω νὰ φωνάζω μ’ ὅλη τη δύναμη τῆς ψυχῆς μου στὸν Πανοικτίρμονα Θεόν: «Κύριε, ἐλέησε μέ». Ὁ Μοναχός, ποὺ ἔχει τὸν Θεὸ διαρκῶς μπροστὰ στὰ μάτια του, καὶ στὸ κελλὶ τοῦ ἀκόμη κάθεται μὲ συστολὴ καὶ εὐλάβεια καὶ δὲν πέφτει ποτὲ σὲ σοβαρὸ παράπτωμα.
– Ἂν ἔλθη στὸ κελλί μου κάποιος ἀδελφός, ποῦ ἡ συναναστροφή του δὲν μὲ ὠφελεῖ, τί πρέπει νὰ κάνω; ζήτησε νὰ μάθη ὁ Μοναχός.
Ἐξέτασε καλὰ τὸν ἑαυτό σου, τὸν συμβούλεψε ὁ Ὅσιος, νὰ ἰδῆς τί σκέψεις εἶχες προτοῦ σ’ ἐπισκεφθῆ ὁ ἀδελφός, καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν ἀνακαλύψης πὼς ἐσὺ εἶσαι ὁ αἴτιος ποὺ δὲν οἰκοδομεῖται καὶ ὁ ἄλλος. Ἂν κάνης αὐτὸ πάντοτε μ’ ἀληθινὴ ταπεινοφροσύνη, δὲν θὰ κατηγορῆς τὸν πλησίον σου, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό σου μόνον.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ Μοναχός, εἶπε ἐμπιστευτικὰ στὸν Ἀββᾶ Σισώη, πὼς εἶχε κατορθώσει τὸν τελευταῖο καιρὸ νὰ ἔχη διαρκῶς τὸ νοῦ τοῦ στὸ Θεό.
– Αὐτό, παιδί μου, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ διακριτικὸς Γέροντας, οὔτε μεγάλο κατόρθωμα, οὔτε δικό σου εἶναι, ἀλλὰ τῆς θείας Χάριτος. Μεγάλο πράγμα εἶναι νὰ νοιώθης τὸν ἑαυτό σου χειρότερο ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους. Αὐτὸ λέγεται ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ.
***
ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ ἀπὸ τὴν καλύβα κάποιου ἀναχωρητῆ ὁ ὅσιος Σισώης, τὸν χαιρέτησε καὶ τὸν ἐρώτησε πὼς περνοῦσε.
– Νά, τὸν καιρὸ σπαταλῶ, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος.
– Μακάρι νὰ μποροῦσα κι ἐγὼ νὰ σπαταλῶ τὸν καιρό μου, ἀδελφέ μου, χωρὶς νὰ προσθέτω ἁμαρτίες, εἶπε ἀναστενάζοντας ὁ ταπεινὸς Γέροντας.
***
ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ κάποτε ἀπὸ πολὺ μακριὰ τρεῖς Ἐρημίτες νὰ βροῦν τὸν Ὅσιο Σισώη καὶ νὰ συνομιλήσουν μαζί του. Καθένας εἶχε κάποια ἀπορία νὰ τοῦ λύση:
– Πῶς θὰ ξεφύγω, Ἀββᾶ, τὸν πύρινο ποταμό; ρώτησε ὁ πρῶτος.
Ὁ Γέροντας τὸν ἄκουσε, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἔδωσε ἀπόκρισι.
– Πῶς θὰ γλιτώσω τάχα ἀπὸ τὸ βρυγμὸ τῶν ὀδόντων καὶ τὸν ἀκοίμητο σκώληκα; ἔκανε ὁ δεύτερος.
Οὔτε σ’ αὐτὸν ἀπάντησε ὁ Ἀββᾶς Σισώης.
– Τί νὰ κάνω, Ἀββᾶ ποῦ ἡ ἐνθύμησις τοῦ ἐξωτέρου σκότους δὲν μ’ ἀφήνει στιγμὴ ἥσυχο; Εἶπε ὁ τρίτος.
– Ἐγὼ ἀδελφοί μου, εἶπε τότε ὁ Ὅσιος τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν συλλογίζομαι. Ἐλπίζω μόνο πὼς ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου μου, θὰ μὲ σώση.
Στενοχωρημένοι οἱ Ἐρημίτες, ποὺ ἔμειναν ἄλυτες οἱ ἀπορίες τους, σηκώθηκαν νὰ φύγουν. Τότε ὁ ἅγιος Γέροντας τοὺς εἶπε:
– Εἶσθε πραγματικὰ εὐτυχισμένοι ἀδελφοί, καὶ ὁμολογουμένως σας ζηλεύω, γιατί μὲ τὶς σκέψεις ποὺ κάνετε εἶναι ἀδύνατο νὰ παρασυρθῆτε στὴν ἁμαρτία. Ἀλλοίμονο ἀπὸ μένα τὸ σκληρόκαρδο, ποὺ οὔτε βάζω στὸ νοῦ μου πὼς ὑπάρχει κόλασις γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀμέριμνος ἁμαρτάνω κάθε στιγμή.
Θαυμάζοντας τὴν ταπεινοσύνη τοῦ Ὁσίου οἱ Ἐρημίτες, τοῦ ἔβαλαν μετάνοια κι ἔλεγαν μεταξύ τους:
– Ὅτι ἀκούσαμε γι’ αὐτόν, τὰ εἴδαμε καὶ στὴν πραγματικότητα.
***
Ο ΔΡΟΜΟΣ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ ταπείνωσι, ἔλεγε ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος, εἶναι ἡ ἐγκράτεια, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ αὐταπάρνησι.
Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε: Ἡ Ἁγία Γραφή μας λέγει γιὰ τὰ εἴδωλα πὼς «στόμα ἔχουσι καὶ οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐ βλέπουσιν, ὦτα ἔχουσι καὶ οὐκ ἀκούουσι». Ὤ, νὰ μποροῦσε νὰ γίνη ἔτσι κι ὁ Μοναχός! Καὶ ἐκτὸς τούτων τὰ εἴδωλα ἐθεωροῦντο βδέλυγμα. Ἂς νοιώθη κι ὁ Μοναχὸς βδέλυγμα τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ βρῆ σωτηρία.
***
Ο ΑΒΒΑΣ Κρόνιος θεωρεῖ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ μέσον ποὺ ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ στὴν πραγματικὴ ταπεινοσύνη.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ Ἅγιος Γέροντας εἶδε κάποτε μὲ τὰ μάτια τοῦ τὸν διάβολο καὶ τὸν ρώτησε θαρρετά:
– Γιατί μὲ πολεμᾶς μὲ τόση ἐπιμονή;
– Ἐπειδή μου ἀντιστέκεσαι διαρκῶς μὲ τὴν ταπείνωσί σου, ἀποκρίθηκε ὁ διάβολος κι ἔγινε ἄφαντος.
***
ΚΑΘΩΣ γύριζε μία μέρα στὸ κελλὶ τοῦ ὁ Ὅσιος Μακάριος, φορτωμένος φοινικόφυλλα γιὰ τὸ ἐργόχειρό του, τὸν σταμάτησε ὁ διάβολος, ἕτοιμος νὰ τοῦ ἐπιτεθῆ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Μία ἀκατανίκητη δύναμι τὸν ἐμπόδιζε.
– Πολὺ μ’ ἔχεις βασανίσει, Μακάριε, τοῦ φώναξε ἄγρια. Τόσα χρόνια σὲ πολεμῶ καὶ δὲν μπορῶ νὰ σὲ ρίξω. Καὶ τί περισσότερο ἀπὸ μένα κατορθώνεις ἐσύ; Νηστεύεις τάχα; Ἀμ’ ἐγὼ ποτὲ δὲν τρώγω. Ἀγρυπνεῖς; Ἐγὼ οὔτε κὰν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ ὕπνο. Ἕνα μόνο φοβερὸ ἔχεις ποὺ μὲ τρομάζει.
– Ποιὸ εἶναι αὐτό; ρώτησε μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον ὁ Ὅσιος.
– Ἡ ταπεινοφροσύνη, ὠμολόγησε θέλοντας καὶ μὴ ὁ διάβολος κι ἐξαφανίστηκε.
***
ΓΙΑΤΙ πολεμᾶ μὲ τόση μανία τοὺς Μοναχοὺς ὁ διάβολος; ρώτησαν οἱ Ἀδελφοὶ ἕνα πνευματικὸ Γέροντα. Πῶς ἔχει τόση τόλμη;
– Ἂν ἤξεραν οἱ Μοναχοὶ νὰ προβάλουν ἀμέσως τὰ ἀμυντικά τους ὅπλα, τὴν ταπείνωσι, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν ὑπομονή, δὲ θὰ τολμοῦσε ποτὲ ὁ διάβολος νὰ τοὺς πλησιάση, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας.
***
ΜΗ ΣΥΝΗΘΙΖΗΣ νὰ ταπεινολογής, συμβουλεύει ἄλλος Γέρων, ἀλλὰ νὰ ταπεινοφρονής. Χωρὶς ταπεινοσύνη δὲ μπορεῖς νὰ προοδεύσης στὰ πνευματικὰ καὶ νὰ τηρῆς τὸ θεῖο θέλημα.
***
Ο ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΩΝ, λέγει ἄλλος Πατήρ, οὔτε ὁ ἴδιος ποτὲ ὀργίζεται, οὔτε τὸν πλησίον τοῦ παροργίζει.
***
ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ πῆγαν μαζὶ στὴν ἔρημο κι’ ἀσκήτευαν στὴν ἴδια καλύβη. Ὁ διάβολος φθονώντας τὴν ἀγάπη τους, βάλθηκε νὰ τοὺς χωρίση.
Ἕνα βράδυ ὁ νεώτερος πῆγε ν’ ἀνάψη τὸ λυχνάρι, ἔσπρωξε ἄθελά του τὸ λυχνοστάτη, τὸν ἀναποδογύρισε καὶ χύθηκε τὸ λάδι. Ὁ μεγαλύτερος θύμωσε καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα μπάτσο. Τότε ὁ πιὸ μικρός, χωρὶς νὰ ταραχτῆ, ἔσκυψε, τοῦ ἔβαλε μετάνοια καὶ εἶπε ταπεινά:
– Συγχώρησε τὴν ἀπροσεξία μου, Ἀδελφέ. Τώρα ἀμέσως θὰ ἑτοιμάσω ἄλλο.
Τὴν ἴδια νύχτα ἕνας εἰδωλολάτρης ἱερεύς, ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκεται μέσα στὸ εἰδώλειο, ἄκουσε τὰ δαιμόνια νὰ κάνουν δικαστήριο μεταξύ τους. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ὠμολόγησε ντροπιασμένο στὸν ἀρχηγό του:
– Πηγαίνω καὶ κάνω ἄνω κάτω τοὺς Μοναχούς. Μὰ τί φταίω, ὅταν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς γυρίζη καὶ βάζη στὸν ἄλλο μετάνοια καὶ μοῦ καταστρέφη ὅλη τη δουλειά.
Ἀκούγοντας αὐτὰ ὁ εἰδωλολάτρης, ἔγινε εὐθὺς χριστιανὸς κι ἀποτραβήχτηκε στὴν ἔρημο. Σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ κράτησε στὴν καρδιὰ τοῦ τὴν ταπείνωσι καὶ στὸ στόμα τοῦ εἶχε διαρκῶς πρόχειρο τὸ «συγχώρησον μέ».
***
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ἀπὸ τὴ Θηβαίδα ἔφεραν ἁλυσοδεμένο κάποιο δαιμονισμένο σ’ ἕνα Γέροντα Ἐρημίτη νὰ τὸν κάνη καλά. Ὁ Ὅσιος ἐξώρκισε τὸ πονηρὸ πνεῦμα νὰ φύγη ἀπὸ τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ.
– Δὲ βγαίνω, φώναξε ἐκεῖνο, ἂν δέ μου εἰπῆς πρῶτα ποιοὶ εἶναι τὰ ἐρίφια καὶ ποιοὶ τὰ ἀρνία, ποὺ λέει ὁ Χριστός.
– Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὰ ἐρίφια, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας. ’Ὅσο γιὰ τὰ ἀρνία Του, Ἐκεῖνος τὰ γνωρίζει.
– Ἡ ταπείνωσί σου μὲ διώχνει, φώναξε φοβισμένο τὸ δαιμόνια, καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸν δυστυχισμένο, ποὺ εἶχε τόσο βασανίσει.
***
ΜΙΛΩΝΤΑΣ γιὰ ταπεινοφροσύνη κάποιος σοφὸς Γέροντας, ἔλεγε τ’ ἀκόλουθα ἀξιοπρόσεχτα:
– Ὅταν βάλης μετάνοια στὸν ἀδελφό σου καὶ ζητήσης ταπεινὰ συγχώρησι, διώχνεις παρευθὺς κάθε ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ ἐναντίον σου. Ὁ μυλωνὰς δένει τὰ μάτια τοῦ ζώου ποὺ γυρίζει τὸ μύλο γιὰ νὰ μὴ στρέψη καὶ τοῦ φάγη τὸ μισθό του. Ἂς κάνωμε κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο. Δένοντας τὰ μάτια μας μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, δὲ θὰ βλέπωμε τὰ λίγα καλά μας ἔργα γιὰ νὰ ὑπερηφανευώμαστε καὶ νὰ χάνωμε τὸ μισθό μας.
Ὁ Θεὸς παραχωρεῖ νὰ μᾶς προσβάλουν καμιὰ φορᾶ ἀκάθαρτοι λογισμοί, γιὰ νὰ μὴ ὑψηλοφρονοῦμε, ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς καὶ μόνο νὰ κατακρίνωμε τὸν ἑαυτό μας. Κάτι τέτοιοι λογισμοὶ γίνονται σκεπάσματα τοῦ μικροῦ καλοῦ ποὺ ἔχομε τυχὸν κάνει. Ἐκεῖνος ποὺ κατηγορεῖ διαρκῶς τὸν ἑαυτό του δὲν χάνει τὸ μισθό του.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ ἀδελφὸς ρωτοῦσε ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγάλους Γέροντας, τί εἶναι ταπεινοφροσύνη.
– Ταπεινοφροσύνη, τέκνον μου, εἶναι νὰ νοιώθης πάντοτε τὸν ἑαυτό σου ἁμαρτωλὸ καὶ χειρότερο ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους, ἐξήγησε ὁ Γέροντας. Εἶναι μεγάλο κατόρθωμα αὐτὸ καὶ δύσκολο. Μπορεῖς ὅμως νὰ τὸ ἀποκτήσης, βάζοντας τὸν ἑαυτό σου σὲ ἀκατάπαυστο κόπο.
– Μὰ πῶς εἶναι δυνατὸν ἂν βλέπης διαρκῶς τὸν ἑαυτό σου χειρότερο ἀπ’ ὅλους; ἀπόρησε ὁ ἀδελφός.
– Μάθε νὰ βλέπης τὰ προτερήματα τῶν ἄλλων καὶ τὰ δικά σου σφάλματα καὶ ζήτει κάθε μέρα γι’ αὐτὰ συγχώρησι ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ θὰ τὸ κατορθώσης, συμβούλεψε ὁ Ὅσιος.
***
ΕΝΑΣ νέος Μοναχὸς εἶχε φθάσει σὲ τόση ταπείνωσι, ποὺ στὴν προσευχὴ τοῦ ἔλεγε αὐτὰ μόνο τὰ λόγια στὸν Θεό:
– Κύριέ μου, ρίξε στὴν κεφαλή μου κεραυνὸ νὰ μ’ ἐξαφανίση ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς, γιατί ὅσο ζῶ σὲ παρακούω.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ εὐέξαπτος ἄνθρωπος, τυφλωμένος κάποτε ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ, τραυμάτισε ἕνα χριστιανὸ χωρὶς λόγο. Ὁ τραυματισμένος, πνιγμένος σχεδὸν στὸ αἷμα του, ἔβαλε μετάνοια καὶ φιλώντας τὸ χέρι τοῦ φονιά του, τοῦ εἶπε ταπεινά:
– Ἔσφαλα, ἀδελφέ, συγχώρησε μέ.
***
ΕΝΑΣ πολὺ ταπεινὸς σὲ κάποιο Κοινόβιο, ἀκολουθώντας πιστὰ τὴν προτροπὴ τοῦ ἀποστόλου «ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε», ὅταν ἔσφαλλε κανένας ἀπὸ τοὺς Μοναχούς, ἔπαιρνε αὐτὸς τὴν εὐθύνη, κατηγοροῦσε τὸν ἑαυτό του καὶ δεχόταν εὐχαρίστως τὶς τιμωρίες ποὺ τοῦ ἐπέβαλλαν.
Μερικοὶ Καλόγεροι ὅμως ποὺ δὲν ἔβλεπαν τὴν ἀρετὴ τοῦ ἀδελφοῦ, ἀλλὰ κάποια ἀδεξιότητα ποὺ εἶχε στὸ ἐργόχειρο – ἦταν λίγο ἀργός, τὸν κατηγοροῦσαν συχνὰ καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους:
– Κύτταξε κεῖ πόσα σφάλματα κάνει διαρκῶς καὶ γιὰ τίποτε δὲν εἶναι ἱκανός.
Ὁ Ἡγούμενος ὅμως, ποὺ ἤξερε καλὰ πόσο ἐνάρετος ἦταν ὁ ἀδελφός, ἔλεγε σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν κατηγοροῦσαν:
– Προτιμῶ ἕνα δικό του ψαθί, πλεγμένο μὲ ταπεινοσύνη, ἀπὸ ὅσα φτιάχνετε ἐσεῖς μὲ ὑπερηφάνεια.
Μία μέρα, ποὺ ἔπιασε πάλι ὁ Ἡγούμενος τοὺς καλογήρους νὰ κατακρίνουν τὸν ἀδελφὸ γιὰ τὴν ἀδεξιότητά του, πῆρε ἀπὸ τὰ χέρια τοὺς τὰ καλάθια ποὺ ἔπλεκαν καὶ τὰ πέταξε στὴ φωτιά, ποὺ ἦταν ἀναμμένη στὴ μέση της αὐλῆς. Πέταξε μαζὶ καὶ τὸ καλάθι τοῦ ταπεινοῦ ἀδελφοῦ. Ὅλων τῶν ἄλλων ἔγιναν σὲ λίγο στάχτη, τὸ δικό του βγῆκε ἀκέραιο ἀπὸ τὴ φωτιά.
Βλέποντας αὐτὸ τὸ θαῦμα οἱ φιλοκατήγοροι καλόγεροι, ἔβαλαν μετάνοια στὸν ἀδελφὸ καὶ τοῦ ζήτησαν συγνώμη. Ἀπὸ τότε τὸν τιμοῦσαν σὰν πνευματικὸ Πατέρα.
***
ΕΝΑΣ νέος εὐσεβῆς πῆγε νὰ ἐπισκεφθῆ κάποιον Γέροντα Ἐρημίτη.
– Πῶς περνᾶς, Ἀββᾶ; τὸν ρώτησε.
– Πολὺ ἄσχημα, παιδί μου.
– Γιατί, Ἀββᾶ;
– Ἔχω σαράντα χρόνια ἐδῶ, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας στενάζοντας βαθειά, ποὺ δὲν κάνω τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ καταριέμαι κάθε μέρα τὸν ἴδιο μου τὸν ἑαυτό, ἀφοῦ στὴν προσευχή, ποὺ κάνω, λέω στὸν Θεό: «ἐπικατάρατοι οἱ ἐκκλίνοντες ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου».
Ἀκούοντας τὸν Ἐρημίτη νὰ μιλάη ἔτσι γιὰ τὸν ἑαυτό του, θαύμασε τὴν ταπεινοσύνη τοῦ ὁ νέος κι ἀποφάσισε νὰ τὸν μιμηθῆ.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας, μὲ μεγάλη πείρα στὰ πνευματικά, συμβουλεύει ἔτσι τοὺς Ἀναχωρητᾶς:
– Ἂν πῆγες νὰ μείνης σ’ ὅλη σου τὴ ζωὴ στὰ βάθη τῆς ἐρήμου, μὴν ἀφήσης ποτὲ τὸ λογισμό σου νὰ σὲ ξεγελάση πὼς ἔκανες κάτι σπουδαῖο. Πεῖσε μᾶλλον τὸν ἑαυτό σου πὼς εἶσαι ἕνα ἀγρίμι, διωγμένο ἀπὸ τὴν πόλι καὶ δεμένο στὴν ἐρημιά, γιὰ νὰ μὴ δαγκώνη τοὺς ἀνθρώπους.
***
ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ ΠΑΤΗΡ κάνει αὐτὴ τὴν ὑπόδειξι στοὺς Ἐρημίτας:
– Ἂν κατοικῆς στὴν ἔρημο μόνος καὶ δὴς φανερὰ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ ἐπάνω σου, μὴν ὑψηλοφρονήσης καὶ τὴν χάσης. Πὲς στὸν ἑαυτό σου πὼς γιὰ τὴν ἀνυπομονησία καὶ τὴν ἀδυναμία σου σ’ ἐλεεῖ ὁ Θεός, διὰ νὰ μὴ γογγύσης καὶ χάσης τὴν ψυχή σου.
***
ΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ περιστατικὸ διηγήθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς γέροντας στοὺς νεωτέρους ἀδελφούς:
Δυὸ φίλοι συμφώνησαν ν’ ἀσκητέψουν. Πῆγαν στὴν ἔρημο κι ἐφτίαξαν μία καλύβα, ἀλλὰ δὲν κύτταξαν νὰ βροῦν Πνευματικὸ γιὰ νὰ τοὺς καθοδηγῆ. Ἔτσι παρανόησαν τὸ σχετικὸ μὲ τὸν πνευματικὸ εὐνουχισμὸ ρητὸ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ αὐτοευνουχίσθησαν γιὰ νὰ πᾶνε εὐκολώτερα στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ὄχι μόνο τοὺς ἐπετίμησε αὐστηρότατα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ θεία Κοινωνία τοὺς ἐχώρισε. Ἐκεῖνοι ὅμως, ἐξακολουθώντας νὰ νομίζουν τὴν πράξι τοὺς θεάρεστη, δὲ δέχτηκαν τὸ ἐπιτίμιο. Ἀγανακτισμένοι, πῆγαν στὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων νὰ βροῦν τὸ δίκαιό τους. Σὰν τ’ ἄκουσε ἐκεῖνος, τοὺς μάλωσε πιὸ πολὺ καὶ τοὺς εἶπε πὼς δὲν ἤσαν ἄξιοι νὰ κοινωνήσουν. Ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα πῆγαν στὴ Ρώμη γιὰ νὰ διαμαρτυρηθοῦν στὸν Πάπα, ἀλλὰ τὰ ἴδια ἄκουσαν κι ἐκεῖ.
Τέλος στὴν ἀπελπισία τοὺς σκέφτηκαν τὸν Ἐπίσκοπό της Κύπρου τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο.
– Οἱ Ἀρχιεπίσκοποι, ἔλεγαν μεταξὺ τοὺς οἱ τιμωρημένοι, ἔχουν συμφέρον νὰ ὑποστηρίζη ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὁ Κύπρου ὅμως εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος καὶ φωτισμένος ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὸς δὲν χαρίζεται σὲ κανένα καὶ θὰ μᾶς δικαιώση.
Μόλις ὅμως βγῆκαν στὴν Κύπρο, προτοῦ ἀκόμα φθάσουν ἀπὸ τὸ λιμάνι στὴν Ἐπισκοπή, ἀποκαλύφθηκε στὸν Ἅγιο ὁ ἐρχομός τους. Ἔστειλε τότε ἄνθρωπο νὰ τοὺς πῆ νὰ μὴ τολμήσουν νὰ παρουσιασθοῦν μπροστά του, ἀλλὰ νὰ φύγουν ἀμέσως ἀπὸ τὴ νῆσο.
Γιὰ πρώτη φορᾶ τότε ἐκεῖνοι οἱ δυστυχισμένοι κατάλαβαν τὴν πλάνη τους κι εἶπαν μεταξύ τους:
– Πρέπει νὰ ἔχωμε σφάλλει καὶ νὰ εἴμαστε πολὺ ἔνοχοι. Γιατί, ἂν οἱ ἄλλοι Ἀρχιερεῖς μας ἀδικοῦν, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μᾶς ἀδικῆ κι αὐτὸς ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, χωρὶς ἀκόμη νὰ φανοῦμε μπροστά του;
Σὰν ταπεινώθηκε ἡ καρδιά τους κι εἶδαν τὸ λάθος τους, ὁ Θεὸς πληροφόρησε τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο κι ἔστειλε πάλι ἀπεσταλμένο νὰ τοὺς φέρη κοντά του. Τοὺς συμβούλεψε, τοὺς ἐξωμολόγησε, τοὺς παρηγόρησε καὶ τοὺς ἔλυσε τὸν κανόνα. Ὕστερά τους ἔστειλε πίσω στὴν Αἴγυπτο μαζὶ μὲ συστατικὸ γράμμα γιὰ τὸν Πατριάρχη, στὸν ὁποῖο ἔγραψε μεταξὺ ἄλλων κι αὐτὰ τὰ συγκινητικὰ λόγια: «Δέξου, τίμιε Πάτερ, τὰ τέκνα σου ἐν μετανοίᾳ καὶ ταπεινώσει».
– Ὅταν ταπεινωθῆ ὁ ἄνθρωπος κι ἀναγνωρίση τὸ σφάλμα του, κατέληξε ὁ Γέροντας ποὺ διηγήθηκε τὴν ἱστορία, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ πληροφορεῖ καὶ τοὺς ἄλλους νὰ γίνωνται ἐπιεικεῖς.
***
ΑΝ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ τὴν ὑψηλὴ πολιτεία τῶν Ἁγίων, κινηθῆς ἀπὸ θεῖο ζῆλο καὶ ἐπιθυμήσης νὰ τὴ μιμηθῆς, βάλε ἀρχὴ καὶ ζήτει ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σ’ ἐνισχύση, συμβουλεύει κάποιος Πατήρ. Ἂν τελειώσης τὸ ἔργο ποὺ ἄρχισες, χρεώστα εὐγνωμοσύνη σ’ Ἐκεῖνον πού σου ἐχάρισε τὴ δύναμι. Ἂν πάλι δὲν τὰ καταφέρης νὰ τελειώσης, ἀναγνώρισε τὴν ἀδυναμία σου καὶ ταπεινώσου. Θεώρησε τὸν ἑαυτό σου ἀνίκανο, φτωχό, σὲ ἀρετὴ κι ἀνυπόμονο. Κατάκρινε τὸν, ποὺ ἄρχισε κάτι καλὸ καὶ δὲν κατώρθωσε νὰ τὸ τελειώση. Ἔτσι ταπεινωμένος, τουλάχιστον, ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ σωθῆς.
***
ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ ἐπίσκεψή του στὰ βουνὰ τῆς Νιτρίας, ποὺ ζοῦσαν χιλιάδες Ἐρημίται, οἱ Προεστῶτες παρακάλεσαν τὸν Ὅσιο Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο νὰ εἰπῆ λίγα ὠφέλιμα λόγια στοὺς Ἀδελφούς.
– Ἐγὼ δὲν ἔχω γίνει ἀκόμα Μοναχός, τοὺς εἶπε ὁ περίφημος Ἀσκητής, μὰ ὁ Θεὸς μὲ ἀξίωσε νὰ ἰδῶ καὶ νὰ συνομιλήσω μὲ πραγματικοὺς Μοναχούς.
Οἱ ἀδελφοὶ τότε κάθισαν γύρω τοῦ κι ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ τοὺς διηγῆται τὶς ἀναμνήσεις του:
-Πᾶνε πολλὰ χρόνια τώρα οὔ, ἐνῶ ἤμουν κλεισμένος στὸ κελλί μου, ἄρχισε νὰ μὲ βιάζη ὁ λογισμὸς νὰ προχωρήσω πολὺ βαθειὰ στὴν ἔρημο, νὰ ἰδῶ τί ὑπάρχει ἐκεῖ. Πέντε ὁλόκληρα χρόνια ἀντιστεκόμουν, πιστεύοντας πὼς ἤθελε ἔτσι ὁ διάβολος νὰ μὲ ρίξη σὲ καμμιὰ παγίδα. Ὅταν ἀποεῖδα πὼς ἐπέμειναν οἱ λογισμοί, ἀποφάσισα νὰ ξεκινήσω. Βάδιζα πολλὲς μέρες, οὔτε λογάριασα πόσες, σὲ μέρη ἄγνωστα, σ’ ἄγρια ἐρημιὰ καὶ μόννο ἀγρίμια καὶ παράξενα πουλιὰ συναντοῦσα στὸ δρόμο μου.
Ἔφτασα κάποτε σὲ μία μεγάλη λίμνη, ποὺ εἶχε στὴ μέση μία μικρὴ νησίδα….
***
ΠΕΡΑΣΕ κάποτε ἀπὸ τὸ λογισμὸ τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου σὲ τίνος τάχα ἁγίου μέτρα νὰ εἶχε φτάσει. Ὁ Θεὸς ὅμως, ποὺ ἤθελε νὰ τοῦ ταπεινώση τὸ λογισμό, τοῦ φανέρωσε μία νύχτα στ’ ὄνειρό του πὼς καλύτερός του ἦταν ὁ μπαλωματής, ποὺ εἶχε ἕνα μικρομάγαζο σ’ ἕνα παράμερο δρόμο τῆς Ἀλεξανδρείας.
Μόλις ξημέρωσε, ὁ Ὅσιος πῆρε τὸ ραβδάκι του καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴν πόλι. ’Ἤθελε νὰ γνωρίση ἀπὸ κοντὰ τὸν περίφημο μπαλωματὴ καὶ νὰ ἰδῆ τὶς ἀρετές του. Μὲ πολλὴ δυσκολία ἀνακάλυψε τὸ μαγαζάκι του, μπῆκε μέσα, κάθισε πλάϊ του στὸν πάγκο κι ἄρχισε νὰ τὸν ρωτᾶ γιὰ τὴ ζωή του.
Ὁ ἁπλοϊκὸς ἄνθρωπος, ποὺ δὲ τοῦ πήγαινε ὁ νοῦς ποιὸς μποροῦσε νὰ ἦταν ἐκεῖνος ὁ γερό-καλόγερος ποὺ ἦλθε τόσο ξαφνικὰ νὰ τὸν ἐξετάση, χωρὶς νὰ πάρη τὰ μάτια του ἀπὸ τὸ παπούτσι ποὺ μπάλωνε, τοῦ ἀποκρίθηκε ἀργά-ἀργὰ μὲ ἠρεμία:
– Δὲν ξέρω, Ἀββᾶ μου, νὰ ἔχω κάνει ποτὲ κανένα καλό. Κάθε πρωϊ σηκώνομαι, κάνω τὴν προσευχή μου κι ἀρχίζω τὴ δουλειά μου. Λέω ὅμως πρῶτα στὸ λογισμό μου, πὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σ’ αὐτὴ τὴν πόλι, ἀπὸ τὸν πιὸ μικρὸ ὡς τὸν πιὸ μεγάλο, θὰ σωθοῦν καὶ μόνο ἐγὼ θὰ καταδικαστῶ γιὰ τὶς πολλές μου ἁμαρτίες. Κι ὅταν τὸ βράδυ πάω νὰ πλαγιάσω, πάλι τὸ ἴδιο συλλογίζομαι.
Ὁ Ὅσιος σηκώθηκε μὲ θαυμασμό, τὸν ἀγκάλιασε, τὸν φίλησε καὶ τοῦ εἶπε μὲ συγκίνηση:
– Σύ, ἀδελφέ μου, σὰν καλὸς ἔμπορος, κέρδισες τὸν πολύτιμο μαργαρίτη ἄκοπα. Ἐγὼ γέρασα στὴν ἔρημο, ἵδρωσα καὶ κόπιασα, μὰ δὲν ἔφτασα τὴν ταπεινοσύνη σου.
***
ΤΟ ΑΝΘΟΣ εἶναι ἀπαρχὴ τῆς καρποφορίας, γράφει ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ, κι ἡ ὑποταγή, ἀρχὴ τῆς ταπεινώσεως. Ὁ ταπεινόφρων εἶναι κατὰ κανόνα εὐπειθὴς ὑποτακτικός, σέβεται μικροὺς καὶ μεγάλους κι ἔχει ἐπιείκια καὶ καλωσύνη.
***
ΕΝΑΣ εὐλαβὴς Μοναχός, ὅταν κάποιος τοῦ ζητοῦσε μία ἐξυπηρέτησι, γιὰ νὰ εἶναι πρόθυμος νὰ τὴν δώση, ἔλεγε στὸν ἑαυτό του:
– Ὁ Κύριος σου σὲ διατάζει• κάνε ἀμέσως αὐτὸ ποὺ ζητεῖ.
Ἂν ἐρχόταν σὲ λίγο ἄλλος, νὰ τὸν ἐπιφορτίση μὲ πιὸ δύσκολη δουλεία, ψιθύριζε:
– Εἶναι ὁ ἀδελφός του Κυρίου σου• πρέπει νὰ τὸν ἀκούσης.
Καμμιὰ φορᾶ συνέβαινε νὰ τὸν προστάζη κι ὁ μικρότερός του. Τότε γινόταν πιὸ πρόθυμος.
– Ὑπάκουσε γρήγορα στὸν γυιὸ τοῦ Κυρίου σου, ταπεινέ, ἔλεγε στὸν ἑαυτό του.
Ἔτσι ἐξυπηρετοῦσε ὅλους μὲ πολλὴ ταπείνωσι κι ἔφτασε σὲ μεγάλα μέτρα ἀρετῆς.
***
ΟΠΟΙΟΣ ἀπόκτησε ταπεινοφροσύνη, γράφει ὁ Ἀββᾶς Ἠσαΐας, ὁ Ἀναχωρητής, δὲν ἔχει γλώσσα γιὰ νὰ ἐλέγχη τὸν πλησίον τοῦ οὔτε μάτια γιὰ νὰ κυττάζη τὰ ἐλαττώματά του οὔτε αὐτιὰ γιὰ ν’ ἀκούση ὅσα δὲν ὠφελοῦν τὴν ψυχή του. Ὁ ταπεινόφρων δνὲ ἔχει μὲ κανένα διαφορές, προσέχει τὸν ἑαυτό του καὶ κλαίει τὶς ἁμαρτίες του. Εἶναι εἰρηνικὸς καὶ τηρεῖ μὲ ἀκρίβεια ὅλες τὶς θεῖες ἐντολές.
Ἀλλοῦ πάλι συμβουλεύει:
Συνήθισε τὴ γλώσσα σου, ἀδελφέ, νὰ λέγη εὔκολα «συγχώρησον» καὶ γρήγορα θὰ γεννηθῆ στὴν καρδιά σου ταπεινοσύνη. Ἀγάπησε αὐτὴ τὴν ἀρετὴ καὶ εἶναι ἱκανὴ νὰ σὲ προφυλάξη ἀπὸ πολλὲς ἁμαρτίες.
Γράφει ἀκόμη καὶ τοῦτο τὸ χαρακτηριστικό:
Ἂν κατορθώσης νὰ τρῶς μόνο μία φορᾶ τὴν ἑβδομάδα, Μοναχέ, καὶ νὰ βασανίζης τὸ σῶμα σου μὲ ὑπερβολικὲς ἀσκήσεις, χωρὶς ταπείνωσι, πᾶνε χαμένοι ὅλοι σου οἱ κόποι.
***
ΝΑ ΤΙ ΓΡΑΦΕΙ γι’ αὐτὴ τὴν ἀρετὴ καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής:
Ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀδιάκοπη προσευχὴ μὲ πόνο καὶ δάκρυα. Αὐτὴ γυρεύει πάντοτε ἐνίσχυσι ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ θαρρέψη ἀπερίσκεπτα στὴ δική του δύναμι καὶ σοφία, οὔτε νὰ ἐξυψώνη τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τὸν θεωρῆ καλλίτερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, γιατί ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς, ποὺ αἰτία τοὺς ἔχουν τὴν καταραμένη ὑπερηφάνεια.
***
Ο ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ὁ Σύρος, ὁ περίφημος διδάσκαλος τοῦ ἀσκητισμοῦ, ἀποφάσισε κάποτε ν’ ἀφήση γιὰ λίγο τὴν πολυπόθητη ἡσυχία του στὴν ἔρημο καὶ νὰ κατέβη στὴν πόλι. Εἶχε ἐπιθυμία νὰ προσκυνήση τὰ ἅγια λείψανα, ποὺ βρίσκονταν τότε στὴν ΄Ἐδεσσα, ἀλλὰ καὶ νὰ συναντηθῆ μὲ ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες, γιὰ νὰ συζητήση μαζί τους δογματικὲς ἀλήθειες. Ζοῦσε σὲ μία ἐποχή, ποὺ ἡ ὀρθὴ πίστι χτυπιόταν ἀπ’ ὅλες τὶς μεριὲς ἀπὸ φοβερὲς αἱρέσεις.
– Κύριε, προσευχήθηκε προτοῦ ξεκινήσει, στεῖλε μου μπροστά μου, καθὼς θὰ περνῶ τὴν πύλη τῆς πόλεως, ἕναν ἄνθρωπο ποὺ νὰ μὲ διδάξη.
Μὰ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔμπαινε στὴν πολυάνθρωπη Ἔδεσσα, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ βρέθηκε στὸ δρόμο του, ἦταν μία κοινὴ γυναίκα, ποὺ στάθηκε καὶ τὸν κύτταζε ἀδιάντροπα. Ὁ Ὅσιος παραπονέθηκε στὸν Κύριο, ποὺ παραχώρησε νὰ βρῆ τὸ ἀντίθετο ἀπ’ ὅτι εἶχε ζητήσει. ’Ὕστερα γύρισε αὐστηρὸ τὸ βλέμμα του στὴ γυναίκα καὶ τῆς εἶπε ἀπότομα, γιὰ νὰ τῆς προκαλέση κάποια συστολή:
– Ἀπορῶ πὼς δὲν κοκκινίζεις ἀπὸ ντροπὴ ποὺ τολμᾶς νὰ μὲ κυττάζης μὲ τόση ἐπιμονή.
– Ἐγὼ τοῦ ἀποκρίθηκε ἐκείνη μ’ ἑτοιμότητα, κάνω αὐτὸ πού μου ταιριάζει. Ἀπὸ τὴν πλευρά σου πλάστηκα, ἐσένα πρέπει νὰ κυττάζω. Τοῦ λόγου σου ὅμως, ποὺ πλάστηκες ἀπὸ τὸ χῶμα, καλὰ θὰ κάνης νὰ ἔχης διαρκῶς τὸ βλέμμα σου ριγμένο σ’ αὐτό.
Παίρνοντας τόσο σωστὴ ἀπάντησι ὁ μέγας ΄Ὅσιος, εὐχαρίστησε μ’ εὐγνωμοσύνη τὸν Θεό. Πιὸ ὠφέλιμη διδασκαλία ἀπ’ αὐτὴ δὲν τοῦ χρειαζόταν πλεόν.
***
Ο ΟΣΙΟΣ Παχώμιος εἶχε συνήθεια μία ἢ καὶ περισσότερες φορὲς τὴν ἑβδομάδα νὰ συγκεντρώνη τοὺς Μοναχούς του Κοινοβίου του καὶ νὰ τοὺς διδάσκη τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Κάποτε, ἀντὶ νὰ διδάξη ὁ ἴδιος, πρόσταξε τὸν Θεόδωρο, νέο ἀκόμη στὴν ἡλικία κι ἀρχάριο στὴ μοναχικὴ ζωή, νὰ μιλήση στοὺς ἀδελφούς. Ἤθελε μ’ αὐτὸ νὰ δοκιμάση τὴν ὑπακοή του. Ὁ καλὸς ὑποτακτικός, χωρὶς ἀντιρρήσεις καὶ ταπεινολογίες, ἔκανε εὐθὺς τὴ προσταγὴ τοῦ Ἡγουμένου του. Σηκώθηκε κι ἄρχισε νὰ διδάσκη τὸ θεῖο λόγο. Αὐτὸ ὅμως δὲν καλοφάνηκε στοὺς γεροντότερους. Θύμωσαν κι ἐπιδεικτικὰ ἄφησαν τὴ συγκέντρωσι κι ἔφυγαν γιὰ τὰ κελλιά τους. Σὰν τελείωσε ἡ διδασκαλία, ἔστειλε ὁ Ὅσιος καὶ τοὺς κάλεσε νὰ παρουσιαστοῦν μπροστά του.
– Γιατί φύγατε ἀπὸ τὴ σύναξι; τοὺς ρώτησε αὐστηρά.
– Τί ἤθελες νὰ κάνωμε Ἀββᾶ, ἀποκρίθηκαν μὲ ἀγανάκτησι ἐκεῖνοι, ἀφοῦ ἔβαλες ἕνα παιδὶ νὰ διδάξη τοὺς γέρους;
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἀναστέναξε βαθειὰ καὶ δάκρυα ἀνέβηκαν στὰ μάτια του.
– Καλὰ λένε πὼς ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν καὶ γκρεμίζει ὅλα τὰ καλά, ποὺ χτίζει ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος μὲ τόσους κόπους. Φεύγοντας ἀπὸ τὴ σύναξι δὲν καταφρονήσατε, ἄθλιοι, τὸν Θεόδωρο, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ποὺ ὡμιλοῦσε δι’ αὐτοῦ. Δὲν εἴδατε ἐμένα, τὸν πνευματικό σας Πατέρα καὶ διδάσκαλο, μὲ πόση προσοχὴ παρακολουθοῦσα; Καὶ σᾶς βεβαιώνω πὼς πιὸ ὠφέλιμη διδασκαλία δὲν εἶχα ἀκούσει ἕως σήμερα.
Λέγοντας αὐτά, τοὺς ἔδωσε αὐστηρὸ ἐπιτίμιο γιὰ νὰ συντρίψη τὸν ἐγωισμό τους.
***
ΠΡΟΣΚΑΛΕΣΕ κάποτε ἐπισήμως στὴν κωνσταντινούπολι τὸν Ὅσιο Ἀντώνιο ὁ αὐτοκράτωρ Μέγας Κωνσταντῖνος. Ὁ Ὅσιος ἔπεσε σὲ μεγάλη συλλογή. Δὲν ἤξερε τί ν’ ἀποφασίση ν’ ἀρνηθῆ στὸν αὐτοκράτορα ἢ νὰ θυσιάση τὴν ἀγαπημένη τοῦ ἐρημία. Τελικὰ σκέφτηκε νὰ ρωτήση τὸ μαθητή του, τὸν Παῦλον τὸν Ἁπλοῦν.
– Τί λές, παππούλη – ἔτσι τὸν ἔλεγε συνήθως, γιατί ἔγινε στὰ γεράματα τοῦ Μοναχός- πρέπει νὰ πάω στὴν Κωνσταντινούπολι;
– Ἂν πᾶς, τοῦ ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ τὸν χαρακτήριζε, θὰ εἶσαι Ἀντώνιος, ἂν ὅμως ἀρνηθῆς νὰ πᾶς, θὰ εἶσαι Μέγας Ἀντώνιος.
Κι ὁ Μέγας Πατήρ, ἀκολουθώντας ταπεινὰ τὴν ὑπόδειξι τοῦ ὑποτακτικοῦ του, ἀρνήθηκε νὰ πάη.
***
Ο ΑΒΒΑΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ φιλοξένησε μία ἡμέρα στὸ κελλὶ τοῦ ἕναν εἰδωλολάτρη ἱερέα, ποὺ εἶχε παραπλανηθῆ στὴν ἔρημο. Ὁ ξένος θαύμασε τὴ σκληρὴ ζωὴ τοῦ ἐρημίτου καὶ τοῦ εἶπε:
– Ὕστερα ἀπὸ τόσες θυσίες ποὺ κάνετε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σας, σεῖς οἱ Μοναχοί, φαντάχομαι πόσες ἀποκαλύψεις καὶ τί μυστήρια θὰ σᾶς δείχνη κάθε μέρας.
– Ὄχι, ἀποκρίθηκε ὁ Ἀββᾶς, τέτοιο πράγμα δὲν συμβαίνει.
– Ὤ, ἔκανε ἔκπληκτος ὁ εἰδωλολάτρης, τότε θ’ ἀφήνετε πονηροὺς λογισμοὺς στὴν καρδιά σας, πού σας χωρίζουν ἀπὸ τὸν Θεό, γι’ αὐτὸ δέ σας φανερώνει μυστήρια.
Ἀργότερα φανέρωσε στοὺς Γέροντας ὁ Ἀββᾶς Ὀλύμπιος τὰ λόγια του ξένου του κι ἐκεῖνοι παραδέχτηκαν πὼς εἶχε δίκιο.
***
ΟΤΑΝ ἤμουν νεώτερος, διηγεῖτο στοὺς ἀδελφοὺς ὁ Ἀββᾶς Μακάριος, ἔπεσα κάποτε σὲ ἀκηδία. Βγῆκα λοιπὸν ἀπὸ τὴν καλύβα μου καὶ περιπλανώμουν ἄσκοπα στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ διασκεδάσω τὴ θλίψι μου. Ἐπιθυμοῦσα νὰ βρῶ κάποιον ἄνθρωπο νὰ μοῦ εἰπῆ δυὸ λόγια ὠφέλιμα. Ξαφνικὰ εἶδα μπροστά μου ἕνα μικρὸ τσοπανόπουλο, ποὺ ἔβοσκε πιὸ κάτω τὶς ἀγελάδες του. Μοῦ ἦλθε τότε στὸ λογισμὸ νὰ τὸ ρωτήσω:
– Τί νὰ κάνω, παιδί μου, ποῦ πεινῶ;
– Καὶ δὲ τρῶς; Μοῦ ἀποκρίθηκε, σηκώνοντας μ’ ἀδιαφορία τοὺς ὤμους του.
– Ἔφαγα, γυιέ μου, μὰ ξαναπείνασα.
– Φάγε πάλι, μοῦ εἶπε.
– Ἔφαγα καὶ ξανάφαγα ὁ δόλιος, μὰ πάλι πεινῶ.
– Μὰ βόϊδι εἶσαι, Ἀββᾶ, ποὺ θὲς διαρκῶς νὰ μασουλίζης, μοῦ εἶπε, ξεσπώντας σ’ ἕνα περιπαιχτικὸ γέλιο.
– Καλά σου λέει τὸ παιδί, εἶπα στὸ λογισμό μου, καὶ γύρισα διδαγμένος στὸ κελλί μου.
***
ΕΝΑΣ σοφὸς Γέροντας, στὸν ὁποῖον πήγαιναν πολλοὶ γιὰ συμβουλές, συνήθιζε νὰ λέγη:
– Πόσο καλλίτερα θὰ ἦταν γιὰ μένα νὰ διδάσκωμαι παρὰ νὰ κάνω τὸ δάσκαλο στοὺς ἄλλους.
***
– ΠΟΙΟ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Μοναχοῦ; Ρώτησε μία μέρα τὸ νεαρὸ ὑποτακτικό του, ὁ Ὅσιος Μακάριος.
– Σὺ ρωτᾶς ἐμένα, Ἀββᾶ, εἶπε ντροπαλὰ ὁ νέος;
– Γιατί ὄχι, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος. Μυαλὸ ἔχεις νὰ σκεφτῆς.
– Νομίζω πὼς ὁ Μοναχὸς δὲν ἔχει ἄλλο ἔργο ἀνώτερο ἀπὸ τὸ νὰ βιάζη διαρκῶς τὸν ἑαυτό του νὰ κάνη τὸ καλό, εἶπε τότε ὁ ὑποτακτικός.
Ὁ Γέροντας συμφώνησε πὼς ἦταν πολὺ ὀρθὴ ἡ ἀπάντησί του.
***
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ταπείνωσις, Ἀββᾶ; ρώτησαν κάποιον Γέροντα οἱ ἀδελφοί της σκήτης.
– Ταπείνωσις, παιδιά μου, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, εἶναι νὰ σοῦ φταίξη ὁ ἄλλος καὶ σὺ νὰ τὸν συγχωρέσης παρευθύς, χωρὶς νὰ περιμένης νὰ σοῦ ζητήση συγνώμη.
Πιὸ σύντομο δρόμο γιὰ τὸν Οὐρανὸ ἀπὸ τὴν ταπεινοσύνη δὲ μπορεῖς νὰ βρής, ἔλεγε ἄλλος Πατήρ.
***
ΔΥΟ Ἐπίσκοποι σὲ γειτονικὲς ἐπαρχίες, ὁ ἕνας πλούσιος καὶ ἰσχυρός, ὁ ἄλλος φτωχὸς καὶ ταπεινός, παρεξηγήθηκαν κάποτε γι’ ἀσήμαντη ἀφορμή. Ἀπὸ τότε ζητοῦσε ὁ πλούσιος εὐκαιρία νὰ ἐκδικηθῆ τὸ φτωχό. Ἐκεῖνος ὅμως δὲ φοβήθηκε κι ἔλεγε συχνὰ στοὺς κληρικούς του:
– Κάνετε ὑπομονή, Ἀδελφοί, ἐμεῖς θὰ νικήσωμε στὸ τέλος.
Σ’ ἕνα μεγάλο πανηγύρι, ποὺ ὁ πλούσιος Ἐπίσκοπος μὲ πομπὴ ἀτέλειωτη λιτάνευε τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίουπου γιόρταζε, ὁ γείτονας τοῦ πῆρε ὅλους τους κληρικούς του καὶ πῆγε στὴν ἐπαρχία του.
– Θὰ κάνετε ὅτι κάνω ἐγώ, τοὺς εἶχε εἰπῆ, καὶ σήμερα, μὲ τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ, θὰ τὸν νικήσωμε.
– Τί ἔχει στὸ νοῦ τοῦ τάχα νὰ κάνη; Ἔλεγαν μὲ ἀπορία ἐκεῖνοι μεταξύ τους.
Σὰν ἔφτασαν στὴ γειτονικὴ πόλι, ἡ πομπὴ βρισκόταν στὸν πιὸ κεντρικὸ δρόμο. Τότε ὁ ταπεινὸς Ἐπίσκοπος, μὲ ὅλο του τὸν κλῆρο, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ἀντιπάλου του καὶ εἶπε δυνατὰ γιὰ ν’ ἀκουστὴ ἀπ’ ὅλους:
– Συγχώρεσέ μας, δέσποτα, δοῦλοι σου εἴμαστε ὅλοι.
Ὁ ἰσχυρὸς Ἐπίσκοπος ἐκάμφθηκε καί, διώχνοντας τὴ σκληρότητα ἀπὸ τὴν καρδιά του, ἀγκάλιασε τὸν ἀδελφό του καὶ τοῦ εἶπε ταπεινά:
– Σὺ εἶσαι Πατέρας καὶ δεσπότης μου.
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἀπόκτησαν μεγάλη φιλία μεταξύ τους.
Δὲν σᾶς ἔλεγα, τέκνα μου, πῶς θὰ τὸν νικήσωμε; Ἔλεγε ὁ φτωχὸς Ἐπίσκοπος στοὺς κληρικούς του. Ἡ ταπεινοσύνη εἶναι ἀληθινὴ δύναμι στὴ ζωή.
***
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ εὐσεβὴς πῆγε νὰ συμβουλευθῆ τὸν Ὅσιο Μακάριο, πὼς ν’ ἀποκτήση ταπεινοφροσύνη.
Ν’ ἀποφεύγης τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο, τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας, καὶ ν’ ἀγαπᾶς τὴν καταφρόνια.
– Δύσκολο πράγμα, ἔκανε ὁ νέος, πολὺ δύσκολο.
– Ἄκουσε, παλληκάρι μου, τοῦ εἶπε τότε ὁ σοφὸς Γέροντας, ἐδῶ πιὸ κάτω εἶναι τὸ κοιμητήρι. Πετάξου μία στιγμὴ ἕως ἐκεῖ, καί, μ’ ὅσες πέτρες βρής, πετροβόλησε τὰ μνήματα. Πὲς κι ὅσες βρισιὲς θέλεις στοὺς νεκρούς.
Ὁ νέος ἔκανε ὅπως τοῦ εἶπε ὁ Ἀββᾶς κι ὅταν γύρισε πίσω στὴν καλύβα, τὸν ρώτησε ἐκεῖνος τί τοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ πεθαμένοι.
– Τίποτε, εἶπε ὁ νέος.
– Κάνε τὸν κόπο ἄλλη μία φορᾶ νὰ πᾶς νὰ τοὺς ἐπαινέσης.
– Ξαναπῆγε τὸ παλληκάρι κι ἄρχισε μὲ τὰ πιὸ κολακευτικὰ λόγια νὰ ἐγκωμιάζη τοὺς νεκρούς.
– Τί σου εἶπαν τώρα, τὸν ρώτησε ὁ Γέροντας, σὰν γύρισε.
– Τίποτε.
– Κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο γιὰ ν’ ἀποκτήσης ταπεινοσύνη, τὸν συμβούλεψε ὁ Ὅσιος. Γίνου νεκρὸς τόσο γιὰ τὴν τιμή, ὅσο καὶ γιὰ τὴν καταφρόνια τῶν ἀνθρώπων.
***
ΑΛΛΟΙΜΟΝΟ στὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἡ φήμη τοῦ ξεπερνᾶ τὶς πράξεις του, ἔλεγε κάποιος Γέροντας.
Καὶ ἄλλοτε πάλι:
– Μὴν ἀποφεύγης, ἀδελφέ, τὴν καταφρόνια.
***
ΚΑΘΩΣ προσηύχετο μία Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησία τῆς σκήτης ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κολοβός, ἔβγαλε βαθὺ ἀναστεναγμό. Ὅταν ὅμως ἀντελήφθηκε πὼς τὸν ἄκουσε ὁ ἀδελφός, ποὺ στεκόταν πίσω του, γύρισε καὶ τοῦ ἔβαλε ταπεινὰ μετάνοια.
– Συγχώρεσε μέ, ἀδελφέ, τοῦ εἶπε, εἶμαι ἀκόμη ἀκατήχητος.
***
ΕΛΕΓΕ στοὺς ἀδελφοὺς ὁ Ἀββᾶς Ἰωσὴφ τοῦ Πηλουσίου, πὼς τὸν καιρὸ ποὺ ἀσκήτευε στὸ ὅρος Σινά, πῆγε νὰ μείνη ἐκεῖ κάποιος ξένος Μοναχὸς πολὺ ὄμορφος στὴν ὄψι. Στὴν ἐκκλησία ὅμως τὴν Κυριακὴ τὸν ἔβλεπαν ὅλοι μ’ ἕνα παλιὸ κουρελιασμένο μανδύα κι ἀποροῦσαν.
Ὁ Ἀββᾶς Ἰωσὴφ πῆρε θάρρος μία μέρα καὶ τὸν ρώτησε:
– Γιατί, ἀδελφέ, ἔρχεσαι στὴ Λειτουργία μ’ αὐτὸ τὸ σκισμένο ροῦχο; Αὐτὸ εἶναι ἀσέβεια. Δὲ βλέπεις πόσο εὐτρεπισμένοι εἶναι οἱ ἄλλοι ἀδελφοί;
– Συγχώρεσε μέ, Ἀββᾶ, τοῦ ἀποκρίθηκε ταπεινὰ ὁ ἀδελφός, βάζοντας μετάνοια ἕως κάτω, δὲν ἔχω δεύτερο ἔνδυμα.
Ὁ Ἀββᾶς Ἰωσὴφ τὸν πῆρε ἀμέσως στὸ κελλί του καὶ τοῦ χάρισε ἕνα δικό του μανδύα καὶ μερικὰ ἄλλα ἐνδύματα. Τὴν Κυριακὴ θαύμασαν ὅλοι ποὺ τὸν εἶδαν νὰ μπαίνη μὲ τὰ καινούργια ροῦχα στὴν Ἐκκλησία. Ἔμοιαζε σὰν Ἄγγελος.
Χρειάστηκε κάποτε νὰ στείλουν οἱ Πατέρες τοῦ Σινᾶ στὸν Αὐτοκράτορα μία ἀντιπροσωπεία ἀπὸ μερικοὺς ἀδελφοὺς γιὰ νὰ πετύχουν κάποια χάρι. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ὤρισαν νὰ πάη κι ὁ παραπάνω ἀδελφός.
Σὰν τ’ ἄκουσε ἐκεῖνος, ἔπεσε στὰ πόδια τῶν Γερόντων καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ στείλουν ἄλλον στὴ θέσι του.
– Εἶμαι δοῦλος κάποιου ἄρχοντα στὴν Κωνσταντινούπολι, δικαιολογεῖτο, κι ἔφυγα κρυφὰ γιὰ νὰ ἔλθω. Ἂν τώρα μὲ γνωρίση, θὰ μὲ κρατήση νὰ τοῦ δουλεύω μὲ τὴ βία.
Ἔτσι δὲν πῆγε μὲ τοὺς ἄλλους. Οἱ ἀδελφοὶ ὅμως, ποὺ ἔφτασαν στὴ Βασιλεύουσα, ἔμαθαν πὼς ἦταν ὁ ἴδιος ὁ ἄρχοντας μὲ μεγάλη θέσι στὰ βασιλικὰ παλάτια καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶχε ταπεινώσει τόσο τὸν ἑαυτό του.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ νέος, ποὺ ἑτοιμαζόταν ν’ ἀκολουθήση τὴ μοναχικὴ ζωή, πῆγε νὰ συμβουλευτῆ τὸν Ἀββᾶ Φώτιο, πὼς ἔπρεπε νὰ συμπεριφέρεται στὴν Ἀδελφότητα. Ὁ σοφὸς Γέροντας, ἐκτὸς ἀπ’ τ’ ἄλλα, τοῦ εἶπε κι αὐτὰ τὰ ὠφέλιμα:
– Ἀπόφευγε, ὅσο μπορεῖς, παιδί μου, νὰ δημιουργῆς θόρυβο γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομά σου. Μὴ πῆς ποτέ: Ἐγὼ δὲν πηγαίνω στὶς συνάξεις ἢ δὲν τρώγω στὴν κοινὴ τράπεζα τῶν ἀδελφῶν τὴν Κυριακὴ στὴν ἀγάπη. Προσπάθησε νὰ μὴ ξεχωρίζης ἀπὸ τοὺς ἄλλους σὲ τίποτε καὶ κύττα νὰ μιμῆσαι τοὺς πιὸ εὐλαβεῖς. Ἔτσι θ’ ἀποφεύγης τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο καὶ θ΄ ἀποκτήσης ταπεινοσύνη.
***
ΠΗΓΑΝ κάποτε στὴν καλύβα τοῦ μεγάλου Ἀρσενίου, γιὰ νὰ συνομιλήσουν μαζί του, ὁ Πατριάρχης Θεόφιλος κι ὁ Ἔπαρχος τῆς Ἀλεξανδρείας. Τὸν παρακάλεσαν λοιπὸν νὰ τοὺς εἰπῆ κανένα ὠφέλιμο λόγο.
– Ἄν σας πῶ, δίνετε ὑπόσχεσι πῶς θὰ τὸν τηρήσετε; Τοὺς εἶπε ὁ Μέγας Ἡσυχαστής.
– Ναί, ἔχιες τὸ λόγο μας, τοῦ ἀποκρίθηκαν ἐκεῖνοι.
– Αἵ, τότε ἀκοῦστε καλά, ὅπου μάθετε πὼς βρίσκεται ὁ ἁμαρτωλὸς Ἀρσένιος, φεύγετε μακριὰ καὶ μὴν ἐπιχειρεῖτε νὰ κουβεντιάζετε μαζί του.
Οἱ ἐπίσημοι ἐπισκέπται, ὄχι μόνον δὲν δυσαρεστηθήκανε, ἀλλὰ ἔδειξαν τὸν θαυμασμό τους γιὰ τὴ μεγάλη ταπείνωση τοῦ Γέροντος.
***
ΑΛΛΟΤΕ πάλι μήνυσε στὸν παραπάνω Ὅσιο ὁ πατριάρχης πὼς θὰ πήγαινε στὸ κελλί του νὰ τὸν ἐπισκεφθῆ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν δεχθῆ.
– Ἂν δεχτῶ τὴν ἁγιοσύνη σου, τοῦ παρήγγειλε ὁ Ὅσιος, θὰ πρέπει ν’ ἀρχίσω νὰ δέχωμαι κι ὅλους τους ἄλλους ποὺ θὰ ἔρχωνται ἐδῶ. Ἔτσι θ’ ἀναγκαστῶ ν’ ἀφήσω τὸν τόπο τοῦτο, ποὺ δὲ θὰ εἶναι πιὰ ἔρημος, καὶ νὰ βρῶ ἄλλον ἀπόκρυφο.
Ὅταν πῆρε τὴν ἀπάντηση αὐτὴ ὁ Θεόφιλος, δὲν ἐπεχείρησε πιὰ νὰ ἐνοχλήση τὸν Ὅσιο.
***
ΑΚΟΥΟΝΤΑΣ ὁ εὐσεβὴς Ἔπαρχος τῆς Ἀλεξανδρείας τὴν καλὴ φήμη τοῦ Ἀββᾶ Μωϋσέως τοῦ Αἰθίοπος, ἀνέβηκε κάποτε στὴ σκήτη νὰ τὸν γνωρίση ἀπὸ κοντά. Σὰν τὸ ἔμαθε ὅμως ἐκεῖνος, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὴν καλύβα του καὶ πῆγε κατὰ τὸ ἕλος. Στὸ δρόμο συνάντησε τὸν ἄρχοντα καὶ τὴν ἀκολουθία του, ποὺ ἔτυχε νὰ περνᾶνε ἀπὸ κεῖ. Οἱ ξένοι, ποὺ δὲν τὸν γνώριζαν, τὸν σταμάτησαν καὶ τὸν ἐρώτησαν νὰ τοὺς δείξη τὴν καλύβα τοῦ Ἀββᾶ Μωϋσέως.
– Τί γυρεύετε ἀπ’ αὐτόν; ἔκανε μ’ ἀποστροφὴ ὁ Γέροντας. Αὐτὸς εἶναι ἄνθρωπος μωρός.
Ὁ ἄρχοντας λυπήθηκε ποὺ εἶχε κάνει ἄδικα τόσο κόπο. Ὅταν ἔφτασε στὴν ἐκκλησία τῆς σκήτης, εἶπε στοὺς κληρικούς:
– Κάτω στὴν πόλι λένε τόσα καλὰ γιὰ τὸν Ἀββᾶ Μωϋσῆ, γι’ αὐτὸ ξεκίνησα νὰ τὸν συναντήσω. Μὰ πρὶν ἀπὸ λίγο συναντήθηκα μ’ ἕνα Καλόγερο κι ἔμαθα ἀπὸ λόγου του πὼς πρόκειται γιὰ ἀνόητο ἄνθρωπο.
– Τί ἄνθρωπος ἦταν αὐτός; Ρώτησαν ἀγανακτισμένοι οἱ κληρικοί, ποὺ τόλμησε νὰ μιλήση ἔτσι γιὰ τὸν Ἅγιο.
– Ἕνας μελαμψὸς Καλόγερος, πολὺ ψηλός, μὲ τριμμένα ροῦχα.
Οἱ κληρικοὶ γέλασαν μὲ τὴν καρδιά τους.
– Ἂμ αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς.
Ὁ ἄρχοντας θαύμασε τὴν ταπεινοσύνη τοῦ Γέροντος καὶ γύρισε στὴν πόλι ὠφελημένος.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ ἄλλος ἄρχοντας πῆγε στὴν ἔρημο νὰ ἰδῆ τὸν Ἀββᾶ Σίμωνα. Σὰν τὸ ἔμαθε ἐκεῖνος, κατέβηκε στὴν πλαγιὰ τοῦ λόφου καὶ ἔψαχνε γιὰ φοινικόφυλλα, γιὰ νὰ μὴ τὸν βροῦνε. Μὰ ὁ ἄρχοντας ἔτυχε νὰ περνᾶ ἀπὸ ἐκεῖ.
– Ποῦ εἶναι ἡ καλύβα τοῦ ἀναχωρητῆ, Ἀββᾶ; ρώτησε τὸν Γέροντα, χωρὶς νὰ ὑποπτεύεται πὼς ἦταν ὁ ἴδιος.
– Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ Ἀναχωρητής, ἔχεις κάνει λάθος, γυιέ μου, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος, χωρὶς νὰ σηκώση τὸ κεφάλι ἀπὸ τὴ δουλειά του.
Ἄλλοτε πάλι πῆγε ὁ ἴδιος ὁ Ἔπαρχος νὰ ἰδῆ τὸν Ἀββᾶ Σίμωνα.
– Ἑτοιμάσου νὰ ὑποδεχθῆς τὸν ἄρχοντα, τοῦ εἶπαν οἱ ἀδελφοί.
– Τώρα ἀμέσως, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος.
Πῆρε ἀπὸ τὴν καλύβα τοῦ ἕνα κομμάτι ψωμὶ καὶ λίγο τυρὶ στὸ χέρι, κάθησε στὸ κατώφλι τῆς πόρτας κι ἄρχισε νὰ τρώγη λαίμαργα. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ πρόβαλε κι ὁ ἄρχοντας καί, βλέποντας τὸν Γέροντα νὰ τρώη ἔτσι, τὸν καταφρόνησε.
– Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀναχωρητής, ποῦ ἔχει τόση φήμη; Εἶπε στὸ συνοδό του καὶ γύρισε πίσω, χωρὶς νὰ τοῦ εἰπῆ λέξι.
Αὐτὸ ἤθελε κι ὁ Ὅσιος
***
ΤΡΙΑ ὁλόκληρα χρόνια, λέγουν οἱ Πατέρες, προσηύχετο ὁ Ὅσιος Παμβῶ καὶ ἔλεγε:
– Κύριε, μὴ μὲ δοξάσης ἐδῶ στὴ γῆ.
Καὶ τόσο τὸν ἐδόξασε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ταπείνωσί του, ποὺ τὸ πρόσωπο τοῦ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιο καὶ πολλὲς φορὲς δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν βλέπουν οἱ συνασκηταί του.
Τὸ ἴδιο χάρισμα, νὰ λάμπουν οἱ μορφές τους, εἶχαν ὁ Ὅσιος Σισώης καὶ ὁ Ἀββᾶς Σιλουανός.
***
ΔΙΗΓΕΙΤΟ ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς γιὰ κάποιο Γέροντα Πνευματικό, ποὺ εἶχε μεγάλη φήμη στὴν πόλι, πὼς πῆγε καὶ κλείστηκε σὲ μία σπηλιὰ πολὺ βαθειὰ στὴν ἔρημο γιὰ ν’ ἀποφύγη τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων. Κάποτε τὸν εἰδοποίησαν πὼς ἕνας ἑτοιμοθάνατος φίλος τοῦ τὸν γύρευε νὰ ἐξομολογηθῆ.
– Ἂς ἀφήσω νὰ νυχτώση, συλλογίστηκε ὁ Γέροντας, γιὰ νὰ μὴ μὲ ἰδοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ μὲ τιμήσουν.
Σὰν βράδυασε καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴ σπηλιά του, δυὸ Ἄγγελοι παραστάθηκαν δεξιὰ κι ἀριστερά του μὲ λαμπάδες ἀναμμένες καὶ τὸν συνώδευαν σ’ ὅλη του τὴν ὁδοιπορία. Οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως, ποὺ εἶδαν τὸ παράξενο ἐκεῖνο φῶς – τοὺς Ἀγγέλους δὲν τοὺς ἔβλεπαν – βγῆκαν ἀπὸ τὰ σπίτια τους καὶ ὑποδέχτηκαν τὸν Ὅσιο μὲ ζωηρὲς ἐκδηλώσεις.
Ὅσο ἐκεῖνος ἀπὸ ταπεινοφροσύνη ἀπόφευγε τὴ δόξα, τόσο τὸν τιμοῦσε ὁ Θεός.
***
ΤΟΝ καιρὸ ποὺ ἔμενε στὴ σκήτη ὁ Ὅσιος Μακάριος, τόσο πολὺ ταπείνωνε τὸν ἑαυτό του, ποὺ θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς ἦταν ὁ τελευταῖος ἀπὸ ὅλους τους Μοναχούς.
– Γιατί τὸ κάνεις αὐτό; τὸν ρωτοῦσαν οἱ γεροντότεροι.
– Δώδεκα χρόνια κοπίασα γιὰ νὰ μοῦ δώση ὁ Κύριός μου αὐτὸ τὸ χάρισμα, ἀποκρινόταν ἐκεῖνος, καὶ τώρα θέλετε νὰ τὸ παραμερίσω.
***
ΜΑΘΕ νὰ ἐξευτελίζης τὸν ἑαυτό σου καὶ σ’ ὅποιο τόπο κι ἂν κατοικήσης, θὰ βρὴς ἀνάπαυσι, λέγει ὁ Ὅσιος Ποιμήν.
***
Ο ΑΒΒΑΣ ΠΕΤΡΟΣ κι ὁ Ἀββᾶς Ἐπίμαχος ἤσαν συνασκηταὶ στὴ Ραϊθῶ. Κάποτε, σὲ μία μεγάλη γιορτή, κάθησαν ὅλοι οἱ Μοναχοὶ νὰ φάγουν σὲ κοινὸ τραπέζι στὸ Κυριακό της σκήτης. Τότε οἱ Γέροντες κάλεσαν τοὺς δυὸ Ἀββάδες στὴ δική τους τράπεζα. Ὕστερα ἀπὸ μεγάλη βία, κάθησε μόνο ὁ Ἀββᾶς Πέτρος.
– Πῶς τόλμησες νὰ φᾶς στὸ τραπέζι τῶν Γερόντων; Τὸν ρώτησε, σὰν ἔφευγαν γιὰ τὴν καλύβα τους, ὁ Ἀββᾶς Ἐπίμαχος.
– Νὰ σοῦ εἰπῶ, ἀδελφέ, ἐξήγησε ἐκεῖνος. Ἂν καθόμουν στὸ τραπέζι τῶν ἀδελφῶν, θὰ μ’ ἔβλεπαν σὰν Γέροντα ἐκεῖνοι καὶ θὰ μὲ τιμοῦσαν. Ἀνάμεσα στοὺς Πατέρας ὅμως, ἔνοιωθα πὼς εἶμαι εὐτελέστερος ἀπὸ ὅλους κι ἔμεινα ταπεινωμένος.
***
ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ποὺ τοῦ περνοῦσε τὸ φελόνι, τὴν ἡμέρα ποὺ τὸν χειροτονοῦσε Πρεσβύτερο, εἶπε φιλικὰ στὸν Ἀββᾶ Μωϋσῆ, τὸν Αἰθίοπα, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας:
– Ἀϊ Μωϋσῆ, τώρα ἔγινες κατάλευκος σὰν περιστέρι.
– Ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ κρίνει ὁ δεσπότης μου ἢ ἀπὸ τὸ ἐσωτερικό; Εἶπε ἐκεῖνος ταπεινά.
Θέλοντας ὕστερα νὰ τὸν δοκιμάση ὁ Πατριάρχης, ἂν ἔχη πραγματικὴ ταπεινοσύνη, εἶπε κρυφὰ στοὺς κληρικοὺς νὰ τὸν διώχνουν ἀπὸ τὸ σκευοφυλάκιο. Ἔτσι μόλις παρουσιάστηκε μέσα, μετὰ τὴ Λειτουργία, τοῦ φώναξαν ὅλοι μαζὶ ἀποδοκιμαστικά:
– Τί θέλεις ἐδῶ, Ἀράπη, πήγαινε ἔξω.
Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ποὺ κρυφὰ τὸν ἀκολούθησε γιὰ νὰ ἰδῆ ἂν τοῦ κακοφάνηκε, τὸν ἄκουσε νὰ μονολογῆ:
– Καλά σου κάνανε, μελανέ. Ἀφοῦ δὲν εἶσαι ἄνθρωπος, τί γυρεύεις μὲ τοὺς ἀνθρώπους;
***
ΑΛΛΟΙΜΟΝΟ σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν τιμοῦν πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἀξία του, λέγει κάποιος Πατήρ. Ἡ ψυχικὴ ζημιὰ ποὺ παθαίνει εἶναι ἀνεπανόρθωτη. Εὐτυχισμένος ἐκεῖνος ποὺ καταφρονεῖται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, γιατί τὸν περιμένει δόξα στὸν Οὐρανό.
***
ΕΝΑΣ ἀρχάριος ἀδελφὸς ζήτησε μία συμβουλὴ ἀπὸ κάποιο Γέροντα, γιὰ νὰ τὴν κρατήση σ’ ὅλη του τὴ ζωή.
– Μάθε νὰ δέχεσαι εὐχαρίστως τὶς προσβολὲς καὶ τὶς περιφρονήσεις τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ εἶναι ταπεινοσύνη καὶ ξεπερνᾶ ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Γέρων.
***
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ταπεινὸς στ’ ἀλήθεια ἐκεῖνος ποὺ ἐξευτελίζει τὸν ἑαυτὸ τοῦ μόνος του, λέγει ἄλλος Πατήρ. Αὐτὸ δὲν εἶναι τόσο δύσκολο. Ταπεινοσύνη εἶναι νὰ δέχεσαι μ’ εὐχαρίστησι νὰ σὲ ἐξευτελίζουν ἄλλοι.
Ὁ ἴδιος πάλι συμβουλεύει:
Ἂν σ’ ἐπαινέσουν, μὴ δεχθῆς τὸν ἔπαινο. Θυμίσου παρευθὺς πόσες ἁμαρτίες ἔχεις, ποὺ ἂν τὶς γνώριζαν οἱ ἄνθρωποι, ὅπως τὶς γνωρίζει ὁ Θεός, δὲ θὰ σ’ ἐγκωμίαζαν καθόλου. Παρακάλεσε τὸν Κύριο, μὲ τὴν καρδιά σου, νὰ σὲ σκεπάση, γιὰ νὰ μὴ ζημιωθῆς ἀπὸ τὸν ἔπαινο.
***
ΚΑΘΟΤΑΝ μία Κυριακὴ στὸ κατώφλι τῆς Ἐκκλησίας ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς ὕστερα ἀπὸ τὴ θεία Λειτουργία. Οἱ ἀρχάριοι Μοναχοὶ τῆς σκήτης τὸν περικυκλώσανε καὶ τοῦ ἔκαναν διάφορες ἐρωτήσεις γύρω ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ζωή.
Ἕνας ὅμως ἀπὸ τοὺς γεροντότερους Μοναχοὺς φαίνεται πὼς φθόνησε καὶ εἶπε πικρόχολα στὸν Ὅσιο:
– Τὸ σκεῦος σου, Ἰωάννη, εἶναι γεμάτο δηλητήριο.
– Δίκαιο ἔχεις, ἀδελφέ, τοῦ ἀποκρίθηκε ταπεινὰ ὁ Ὅσιος, καὶ κρίνεις μόνο ἀπὸ τὰ ἔξω. Τί θὰ ἔλεγες ἄραγε, ἂν μποροῦσες νὰ ἰδῆς καὶ τὰ πιὸ μέσα;
***
ΕΓΙΝΕ σύναξι στὴ σκήτη καὶ πῆγε τελευταῖος ὁ Ἀββᾶς Μωϋσῆς. Οἱ Πατέρες, γιὰ νὰ τὸν δοκιμάσουν, εἶπαν τάχα μεταξύ τους, ἀλλὰ δυνατὰ γιὰ ν’ ἀκουστή:
– Τί γυρεύει ἀνάμεσά μας τοῦτος ὁ Ἀράπης;
Ὁ Μωϋσῆς δέχτηκε σιωπηλὰ τὴν προσβολή. Ἔμεινε ὅμως στὴ θέσι τοῦ ἤρεμος.
– Δὲν ταράχτηκες καθόλου Μωϋσῆ; Τὸν ρώτησαν ὕστερα οἱ Γέροντες.
– Ταράχτηκα, εἶπε ἐκεῖνος ταπεινά, ἀλλὰ ἀγωνίστηκα νὰ μὴ μιλήσω.
***
ΟΠΟΙΟΣ πειρασμὸς κι ἂν βρὴ τὸν ταπεινόφρονα, λέγει ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν, νικᾶ γιατί σωπαίνει.
***
ΛΕΝΕ γιὰ κάποιο Γέροντα, πὼς ἔδειχνε ἐξαιρετικὴ ἀγάπη σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν καταφρονοῦσαν καὶ μὲ κάθε τρόπο τὸν ἀτίμαζαν.
Αὐτοὶ εἶναι φίλοι μας, συνήθιζε νὰ λέγη• γιατί μας ὁδηγοῦνε στὴν ταπείνωσι. Ἐκεῖνοι πού μας τιμοῦν καὶ μᾶς ἐγκωμιάζουν ζημιώνουν τὴν ψυχή μας. Τὸ λέει καὶ ἡ Γραφή: «οἱ μακαρίζοντες ὑμᾶς, πλανώσιν ὑμᾶς».
***
ΕΦΕΡΑΝ κάποτε ξερὰ σύκα στὴ σκήτη κι ὁ Πρεσβύτερος τὰ μοίρασε στοὺς ἀδελφούς. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἤσαν τόσο καλά, δὲν ἔστειλε στὸν Ὅσιο Ἀρσένιο, γιὰ νὰ μὴν τὸν προσβάλη. Ἐκεῖνος ὅμως, σὰν τὸ ἔμαθε, παραπονέθηκε:
– Γιατί μὲ χώρισες ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μου καὶ δέ μου ἔστειλες εὐλογία; Εἶπε τὴν Κυριακὴ στὸν Πρεσβύτερο. Ἴσως νὰ σὲ πληροφόρησε ὁ Θεὸς πὼς δὲν ἤμουν ἄξιος νὰ πάρω.
Ὁ Πρεσβύτερος, θαυμάζοντας τὴν ταπεινοσύνη τοῦ Ἁγίου, τοῦ ζήτησε συγνώμη κι ἀπὸ τότε τοῦ ἔστελνε κι ἀπὸ τὰ πιὸ τιποτένια πράγματα, ποὺ τύχαινε νὰ φέρνουν οἱ ἐπισκέπται στὴ σκήτη.
***
ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ σύναξι τῶν Γερόντων, γιὰ μία σοβαρὴ ὑπόθεσι, ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς ὁμιλητᾶς πῆρε τὸ λόγο κι ὁ Ἀββᾶς Εὐάγριος, ποὺ ἦταν νεοφερμένος στὴ σκήτη. Κακοφάνηκε ὅμως στὸν Πρεσβύτερο καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἀποτομία:
– Τὸ ξέρομε δὰ πὼς ἂν ἔμενες στὸν τόπο σου, Ἀββᾶ, θὰ ἤσουν τώρα Ἐπίσκοπος, ἐπικεφαλῆς πολλῶν ἀνθρώπων. Ἐδῶ ὅμως καλὰ θὰ κάνης νὰ φέρνεσαι σὰν ξένος.
Ὁ Ἀββᾶς Εὐάγριος δὲν ταράχτηκε καθόλου, ὕστερα ἀπὸ τέτοια προσβολή. Ἔσκυψε ταπεινὰ τὸ κεφάλι του καὶ ἀποκρίθηκε:
– Ἔχεις δίκιο, Πάτερ, ἔτσι πρέπει νὰ συμπεριφέρωμαι. Συγχώρεσέ μου τὴν ἀπερισκεψία. Ἄλλη φορᾶ θὰ εἶμαι πιὸ προσεκτικός.
***
ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ἱστορία μας τὴ διηγεῖται ὁ Παλλάδιος.
Στὴ γυναικεία μονὴ τῆς Ταβέννης, ποὺ μόναζαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη περισσότερες ἀπὸ τετρακόσιες καλόγρηες, ἔλαμψε μὲ τὴν ἀρετή της καὶ ἡ παρθένος Ἰσιδώρα. Αὐτὴ ἡ μακαρία, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὑποκρινόταν τὴν σαλή, ἐξευτελίζοντας κάθε μέρα τὸν ἑαυτό της. Φοροῦσε κουρέλια κι ἔκανε τὶς πιὸ ταπεινωτικὲς δουλειὲς τοῦ Μοναστηριοῦ, ἐξυπηρετώντας σὰν ἀγορασμένη δούλη, ὅλες τὶς ἀδελφές, χωρὶς ἐξαίρεσι. Ἐκεῖνες πάλι, σὰν νὰ γύρευαν μ’ αὐτὸ νὰ τὴν ἀνταμείψουν, τὴν περιφρόνησαν τόσο, ποὺ κι ἀπὸ τὴν τράπεζα κι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀκόμη τὴν ἔδιωχναν. Ἔτσι ἡ Ἰσιδώρα ἔτρωγε τ’ ἀποφάγια ποὺ περίσσευαν στὰ πιάτα, ζαρωμένη στὸ τζάκι τοῦ μαγειριοῦ κι ἄκουγε τὴν ἀκολουθία τῆς χειμώνα-καλοκαίρι στὰ σκαλοπάτια τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν ἀδύνατο νὰ περάση ἡμέρα χωρὶς νὰ τὴ βρίσουν, νὰ τὴν κτυπήσουν, ἢ τὸ λιγώτερο νὰ τὴν περιπαίξουν οἱ ἄλλες καλόγρηες. Κι αὐτὴ τὰ δεχόταν ὅλα αὐτά, σὰν δροσάτη ἀνθοδέσμη μὲ τὴν ὁποία ἔπλεκε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τῆς δόξης της. Ποτὲ δὲν ἀντιλόγησε, δὲ φιλονίκησε, δὲν ἔδειξε σημάδι ἀνυπομονησίας.
Καὶ νὰ πὼς ὁ Θεὸς ἔκανε φανερὴ σ’ ὅλους τὴν ἀρετή της:
Στὸ ἀπέναντι βουνὸ ἀσκήτευε ἕνας Ἅγιος Ἐρημίτης, ὁ Ἀββᾶς Πιτηροῦν. Περνοῦσε μὲ μεγάλη στέρησι καὶ παίδευε πολὺ τὸ σῶμα του. Θὰ ἦταν αὐτὸ ἴσως ἀφορμὴ ποῦ τοῦ ἦλθε κάποτε λογισμός: Ἄραγε εἶναι ἄλλος σ’ αὐτὸ τὸν τόπο ποῦ νὰ σὲ φτάνη στὴν ἀρετή;
Τὴν νύχτα εἶδε στὸν ὕπνο τοῦ Ἄγγελο Κυρίου.
– Σήκω καὶ πήγαινε στὸ γυναικεῖο Μοναστήρι, τὸν πρόσταξε. Ἐκεῖ θὰ βρὴς μία παρθένο μὲ διάδημα στὸ κεφάλι. Αὐτὴ εἶναι ἀσύγκριτα ἀνώτερή σου.
Ὁ Ἀββᾶς Πιτηροῦν δὲν ἔχασε καιρό. Μόλις ξημέρωσε, πῆρε τὸ ραβδάκι του καὶ τράβηξε γιὰ τὸ γυναικεῖο Μοναστήρι. Οἱ καλόγρηες τοῦ ἔκαναν μεγάλη ὑποδοχή, γιατί εἶχε φήμη Ἁγίου σ’ ὄλον ἐκεῖνο τὸν τόπο. Ὁ Ἀββᾶς πῆγε στὴν Ἐκκλησία καὶ ζήτησε ἀπὸ τὴν Προεστώσα νὰ τοῦ παρουσιάση ὅλες τὶς ἀδελφέςς, νὰ τὶς γνωρίση προσωπικά. Τοῦ ἔγινε ἀμέσως ἡ ἐπιθυμία. Μία-μία περνοῦσαν μπροστὰ ἀπ’ τὸν Ἀββᾶ ὅλες οἱ καλόγρηες, ἔβαζαν μετάνοια καὶ στέκονταν στὰ στασίδια τους. Ἐκεῖνος παρατηροῦσε προσεκτικά, μὰ δὲν ἔμεινε εὐχαριστημένος. Δὲν εἶδε ἀνάμεσα τοὺς ἐκείνη, ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Ἄγγελος, καὶ λυπήθηκε.
Σὰν πέρασε κι ἡ τελευταία, ρώτησε ὁ Ἀββᾶς, ἂν ὑπῆρχε ἄλλη.
– Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν, ἐδῶ εἴμαστε ὅλες.
– Ἀδύνατον, εἶπε ζωηρὰ ὁ Ἀββᾶς. Πρέπει νὰ ὑπάρχη ἀκόμα μία. Ἐκείνη, χάριν τῆς ὁποίας ἔκανα ὅλη αὐτὴ τὴν ὁδοιπορία.
– ’Ἔχομε ἀκόμη μία καλόγρηα στὸ Μοναστήρι, ἀναγκάστηκε νὰ φανερώση ἡ προεστώσα μπροστὰ στὴν ἐπιμονὴ τοῦ Γέροντος, ἀλλὰ εἶναι σαλῆ, γι’ αὐτὸ δὲν τὴν λογαριάζομε μὲ τὴν Ἀδελφότητα.
Ἂς ἔλθη κι αὐτή, εἶπε ὁ Ἀββᾶς.
Μὲ πολλὴ βία ὠδήγησαν τὴν ταπεινὴ Ἰσιδώρα μπροστὰ στὸν Ὅσιο, ξυπόλυτη, κουρελιασμένη, κατάμαυρη ἀπὸ τοὺς καπνοὺς τοῦ μαγειριοῦ. Μόλις τὴν ἀντίκρυσε ἐκεῖνος, ἔμεινε σὰν μαρμαρωμένος ἀπὸ τὴν ἔκπληξι. Τὸ παλιομάντηλο ποὺ σκέπαζε τὴν κεφαλή της καὶ ποὺ οἱ ἀδελφές της τὸ ἀηδίαζαν, ἔλαμψε στὰ μάτια του σὰν ὁλόχρυση κορῶνα. Ὕστερα ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ τῆς εἶπε, μὲ φωνὴ ποὺ ἔτρεμε ἀπὸ συγκίνησι:
– Εὐλόγησε μέ, Ὁσία.
Ἀλλὰ ἡ ταπεινὴ Ἰσιδώρα ἔσκυψε καὶ τοῦ φίλησε τὰ πόδια.
– Ἐσὺ εὐλόγησε μέ, Ἅγιε Πάτερ.
Παραξενεμένες οἱ καλόγρηες ἀπ’ ὅσα ἔβλεπαν μπροστά τους, εἶπαν στὸν Ἀββᾶ.
– Μὴν ἐξευτελίζης ἔτσι τὸν ἑαυτό σου. Αὐτὴ εἶναι σαλή.
Ἐκεῖνος ὅμως τὶς κατακεραύνωσε μὲ τὸ αὐστηρό του βλέμμα:
– Σεῖς ὅλες εἶσθε σαλὲς καὶ ἀνόητες. Αὐτὴ ἐδῶ εἶναι πολὺ ἀνώτερη κι ἀπό σας κι ἀπὸ μένα. Τῆς ἀξίζει νὰ λέγεται Ἀμμᾶς. Εἴθε νὰ μᾶς ἀξιώση ὁ Θεὸς νὰ βρεθοῦμε στὸ πλευρό της στὴ Δευτέρα Παρουσία.
Κατόπιν διηγήθηκε τί τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὁ Θεὸς γιὰ τὴν μακαρία Ἰσιδώρα.
Σὰν τ’ ἄκουσαν οἱ καλόγρηες, ἔπεσαν στὰ γόνατα κι ἐζήτησαν συγχώρησι ἀπὸ τὴν Ἀδελφή τους κι ἐξωμολογήθηκαν στὸν Ὅσιο τὰ μαρτύρια ποὺ ὡς τὴ στιγμὴ ἐκείνη τῆς εἶχαν κάνει.
Ἄλλη τὴν κοροΐδευε ἀπὸ τὸ πρωϊ ὡς τὸ βράδυ, ἄλλη τὴν περιέλουζε μὲ ἀκάθαρτα νερά, ἄλλη τῆς ἔτριβε τὴ μύτη μὲ σινάπι. Δὲν βρέθηκε οὔτε μία, ποὺ νὰ μὴν τὴν εἶχε μὲ κάποιο τρόπο βασανίσει.
Ὁ Ὅσιος ἔκανε προσευχὴ γι’ αὐτὲς νὰ συγχωρήση ὁ Θεὸς τὶς ἀπερισκεψίες τους.
’Ὕστερα γύρεψε τὴν Ὁσία Ἰσιδώρα νὰ τὴν παρακαλέση νὰ δώση κι αὐτὴ τὴ συγχώρησι στὶς Ἀδελφές της, μὰ δὲν τὴν βρῆκαν πουθενά. Πρόλαβε κι ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, γιὰ ν’ ἀποφύγη τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο, καὶ κανεὶς δὲν ἔμαθε ποτὲ ποὺ τελείωσε τὴ ζωή της.
***
ΝΑ ΠΩΣ δοκίμαζαν τοὺς ὑποτακτικοὺς τῶν οἱ παλαιοὶ ἅγιοι Γέροντες, ὥσπου νὰ μορφωθοῦν μέσα τοὺς οἱ ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ πάνω ἀπ’ ὅλες ἡ ταπεινοφροσύνη. Τὸ ἀκόλουθο περιστατικό μας τὸ διηγεῖται ὁ Ὅσιος Κασσιανός:
Ἕνα ἀρχοντόπουλο ἀπὸ τὴν πόλι πῆγε σ’ ἕνα γειτονικὸ Κοινόβιο καὶ ζήτησε νὰ γίνη Καλόγερος. Ὁ Ἡγούμενος, γιὰ νὰ τὸν δεχτῆ, τοῦ ἔκανε αὐτὴ τὴ δοκιμασία: Τοῦ φόρεσε κουρέλια, τοῦ φόρτωσε στὴν πλάτη καμμιὰ εἰκοσαριὰ πανέρια καὶ τὸν ἔστειλε νὰ τὰ πουλήση στὴν πόλι. Τὸν πρόσταξε νὰ μὴν τὰ δώση ὅλα μαζὶ σὲ κανένα μαγαζί, μὰ ἕνα-ἕνα, γυρνώντας καὶ διαλαλώντας τὸ ἐμπόρευμά του στοὺς πιὸ κεντρικοὺς δρόμους.
Τὸ ἀρχοντόπουλο ἔκανε κατὰ γράμμα τὴν προσταγὴ τοῦ Ἡγουμένου του. Ἔτσι τὸν εἶδαν οἱ συγγενεῖς κι οἱ φίλοι του καὶ τὸν ρεζίλεψαν μὲ τὴν καρδιά τους. Μὰ σὰν γύρισε τὸ βράδυ στὸ Κοινόβιο, ὁ Ἀββᾶς τὸν κούρεψε ἀμέσως μοναχό. Ἦταν ἄξιος, γιατί ἔδειξε ταπεινοσύνη.
***
ΕΝΑΣ νέος Μοναχὸς ρώτησε κάποιο γέροντα, πὼς θὰ μποροῦσε νὰ γίνη μωρὸς γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος τότε τοῦ διηγήθηκε αὐτὸ τὸ περιστατικό:
Ἕνας γείτονάς μου Ἐρημίτης περιμάζεψε ἕνα ἐγκατελιμμένο παιδὶ στὴν καλύβα του καὶ τὸ μεγάλωσε. Μία μέρα τὸν ἄκουσα νὰ τὸ συμβουλεύη:
– Ἂν τύχη νὰ σὲ βρίσει κανείς, γυιέ μου, ἐσὺ εὐλόγησε τὸν. Ὅταν σὲ προσκαλέσουν σὲ τραπέζι, φάγε τὰ χειρότερα κι ἄφησε γιὰ τοὺς ἄλλους τὰ καλλίτερα. Ἂν πρέπει νὰ διαλέξης μόνος τὰ φορέματά σου, προτίμησε τὰ παλιὰ κι ἄφησε στοὺς ἄλλους τὰ καινούργια. Ἂν σὲ στείλουν…
Δὲν πρόφτασε νὰ τελειώση τὴ φράσι τοῦ ὁ Γέροντας, τὸ παιδὶ βιάστηκε νὰ τὸν διακόψη:
– Μὰ γιὰ κουτὸ μὲ περνᾶς, Ἀββᾶ, νὰ κάνω ὅλα τοῦτα ποῦ μου ἀραδιάζεις;
– Ναί, παιδί μου, ἀποκρίθηκε ὁ καλὸς Ἀββᾶς, γίνε μωρός, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας, νὰ βρῆς γαλήνη στὴ ζωή σου.
***
ΘΕΛΟΝΤΑΣ νὰ βεβαιωθοῦν οἱ Γέροντες, ἂν πραγματικὰ ἦταν τόσο ταπεινὸς καὶ πράος ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθων, ὅσο τουλάχιστον φημιζόταν, πῆγαν μία μέρα τάχα θυμωμένοι στὸ κελλί του καὶ τοῦ φώναξαν:
– Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων, ὁ φαῦλος κι ὑπερήφανος;
– Ναί, Πατέρες μου, τέτοιος εἶμαι, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, χωρὶς κὰν νὰ ταραχθῆ.
– Καὶ τολμᾶς νὰ φλυαρῆς καὶ νὰ κατακρίνης τοὺς ἀδελφούς; Ἐξακολούθησαν οἱ ἄλλοι.
– Δίκιο ἔχετε, ἀλλὰ παρακαλέστε τὸν Θεὸ νὰ μ’ ἐλεήση, εἶπε πάλι ὁ ταπεινὸς Ἀγάθων.
– Καὶ δὲν φτάνουν ὅλα αὐτά, ἔγινες τώρα κι αἱρετικός.
– Ἅ, ὄχι, αἱρετικὸς δὲν ἔγινα ἀκόμη, ὕψωσε ζωηρὰ τὴ φωνὴ ὁ Ἀββᾶς, πρὸς μεγάλη ἔκπληξι τῶν ἀνακριτῶν του.
– Γιὰ ἐξήγησέ μας, Ἀγάθων, τοῦ εἶπαν χαμογελώντας οἱ Γέροντες, γιατί δέχτηκες εὐχαρίστως ὅλες τὶς ἄλλες κατηγορίες καὶ τούτη τὴν τελευταία δὲν θέλησες νὰ τὴν παραδεχτῆς;
– Καλὸ εἶναι γιὰ τὴν ψυχή μου, κι οὔτε κανένα βλάπτει, νὰ μὲ νομίζουν οἱ ἄλλοι φαῦλο καὶ φλύαρο, ὑπερήφανο καὶ φιλοκατήγορο, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος. Ἀλλὰ νὰ μὲ νομίζουν αἱρετικὸ ζημιώνονται, καὶ μένα χωρίζουν ἀπὸ τὸν Κύριό μου.
Οἱ Γέροντες θαύμασαν τὴ διάκρισί του καὶ παραδέχτηκαν πὼς εἶχε δίκιο.
***
ΟΠΟΙΟΣ ἐπαινεῖ μπροστὰ τοῦ ἄνθρωπο, ἔλεγε κάποιος Γέροντας, τὸν παραδίνει στὸ διάβολο γιὰ νὰ τὸν πολεμάη.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ ἐπισκέπτης μία μέρα ἐπαίνεσε τὸ ἐργόχειρο τοῦ Ἀββᾶ Ἰωάννη. Ἐκεῖνος ἔκανε πὼς δὲν ἄκουσε κι ἐξακολούθησε τὴ δουλειά του. Ὁ ξένος τὸν ἐπαίνεσε γιὰ δεύτερη φορᾶ καὶ πάλι ὁ Γέροντας σιώπησε. Μὰ σὰν πῆγε γιὰ Τρίτη φορᾶ νὰ τὸν ἐγκωμιάση, παραμέρισε τὸ ἐργόχειρο τοῦ ὁ Ἀββᾶς καὶ τοῦ εἶπε ἐνοχλημένος:
– Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπῆκες ἐδῶ μέσα, ἄνθρωπέ μου, κοντεύεις νὰ διώξης τὸ Θεό.
***
Η ΤΑΠΕΙΝΟΣΥΝΗ εἶναι ἡ πύλη τ’ οὐρανοῦ, συνήθιζε νὰ λέγη ὁ παραπάνω Ἀββᾶς Ἰωάννης. Διὰ μέσου αὐτῆς μπῆκαν οἱ Πατέρες μας στὴν πόλι τοῦ Θεοῦ.
***
ΛΕΝΕ πὼς ὁ Ἀββᾶς Μακάριος φερνόταν μὲ ψυχρότητα καὶ σπάνια μιλοῦσε σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν τιμοῦσαν καὶ τὸν ἐγκωμίαζαν. Οἱ ἀδελφοὶ ποὺ τὸν ἤξευραν σὰν ἤθελαν νὰ τὸν συμβουλευτοῦν, τοῦ ἔπιαναν ἔτσι κουβέντα:
– Τί ἔκανες, Ἀββᾶ, τὸν καιρὸ ποὺ ἤσουν καμηλιέρης κι ἔκλεβες νίτρο καὶ τὸ πούλαγες κρυφά; Ἔτρωγες πολὺ ξύλο ἀπὸ τοὺς φύλακες;
Ὁ Γέροντας χαμογελοῦσε εὐχαριστημένος, γιὰ τὰ προσβλητικὰ λόγια, καὶ συνωμιλοῦσε μὲ τοὺς ἀδελφούς.
***
ΠΡΟΣΚΑΛΕΣΑΝ στὴν πόλι ἕναν Ἅγιο Ἐρημίτη νὰ θεραπεύση μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ ἕνα δαιμονισμένο νέο. Σὰν τὸν εἶδαν νὰ πλησιάζη, οἱ συγγενεῖς του ἀρρώστου, βγῆκαν μὲ λαμπάδες ἀναμμένες νὰ τὸν ὑποδεχτοῦν. Αὐτὸ ὅμως κακοφάνηκε στὸν ταπεινὸ Γέροντα καὶ βρῆκε αὐτὸ τὸ τέχνασμα νὰ τοὺς διώξη: Ἔβγαλε ὅλα του τὰ ροῦχα κι ἔμεινε γυμνός. Ὕστερα κάθησε νὰ τὰ πλένη στὸ ποτάμι. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν εἶδαν, ἔφυγαν σκανδαλισμένοι.
– Πῶς τὸ ἔκανες αὐτό, Ἀββᾶ; τὸν ρώτησε ἀργότερα κάποιος φίλος του. Ὅσοι σὲ εἶδαν νὰ γυμνώνεσαι, εἶπαν πὼς ἔχεις δαιμόνιο.
– Αὐτὸ γύρευα κι ἐγώ, ἀποκρίθηκε ὁ ταπεινὸς Γέροντας.
***
Η ΤΑΠΕΙΝΟΛΟΓΙΑ δὲν εἶναι ταπεινοφροσύνη, ἔλεγεν ὁ Ἀββᾶς Σεραπίων, καὶ διηγεῖτο στοὺς ἀδελφοὺς τὸ παρακάτω περιστατικό:
Ἦλθε κάποτε στὸ κελλί μου ἕνας νέος Μοναχὸς νὰ μὲ συμβουλευτῆ. Θέλησα νὰ τοῦ πλύνω τὰ πόδια, ὅπως ἔκανα σ’ ὅλους τους ξένους μου. Στάθηκε ὅμως ἀδύνατο νὰ τὸν πείσω. Ἐξευτέλιζε τὸν ἑαυτό του κι ἔλεγε πὼς δὲν εἶναι ἄξιος νὰ τὸν ἀγγίσω. Στὴν τράπεξα τὸν παρακάλεσα νὰ εἰπῆ τὴν προσευχή.
– Εἶμαι ἁμαρτωλός, μοῦ ἔλεγε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ εὐλογήσω τὸ τραπέζι.
Σὰν ἀποφάγαμε, μοῦ εἶπε πὼς εἶχε ἐπιθυμία νὰ γυρίση ὅλη τὴν ἔρημο νὰ συνομιλήση μὲ τοὺς ἀναχωρητᾶς.
– Εἶσαι πολὺ νέος ἀκόμυη γιὰ τέτοιες περιοδεῖες, ἀδελφέ. Ἂν θὲς τὴ σωτηρία σου, κλείσου στὸ κελλί σου καὶ πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου τὸν συμβούλεψα. Καμμιὰ ὠφέλεια δὲν ἔχεις νὰ γυρίζης στὴν ἔρημο.
Πρόσεξα πὼς μὲ ἄκουε ἐνοχλημένος. Ἡ ὄψι τοῦ ἄρχισε ν’ ἀγριεύη. Νόμιζε ὁ δυστυχὴς πὼς ἤθελα νὰ τὸν ἐλέγξω μ’ αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔλεγα καὶ μέσα τοῦ ἀγανακτοῦσε.
– Μέχρι τώρα, ἀδελφέ, ἀναγκάστηκα τότε νὰ τοῦ εἰπῶ, κατηγοροῦσες τὸν ἑαυτό σου γιὰ ἁμαρτωλὸ κι ἀνάξιο γιὰ νὰ ζῆς ἀκόμη. Καὶ τώρα, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη σου ἔκανα αὐτὴ τὴ μικρὴ ὑπόδειξι, ἀναστατώθηκες. Μάθε νὰ ἔχης ταπεινοσύνη στὴν καρδιὰ κι ὄχι στὰ λόγια μόνο.
Ὁ ἀδελφὸς ἔνοιωσε εὐτυχῶς τὸ σφάλμα του κι ἔφυγε ὠφελημένος.
***
ΟΤΑΝ σὲ τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι, τότε νὰ ταπεινώνεσαι περισσότερο καὶ νὰ λὲς στὸ λογισμό σου • ἂν ἤξεραν ποιὸς εἶμαι στ’ ἀλήθεια, δὲ θὰ μοῦ ἔδειχναν καμμιὰ ὑπόληψι. Ἔτσι δὲ θὰ ζημιωθῆ ἡ ψυχή σου, ἔλεγε σοφὸς Πατήρ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’.
ΥΠΟΜΟΝΗ
ΕΝΑΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ ποὺ βασανιζόταν συχνὰ ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς ἀκηδίας, ἔλεγε στὸν ἑαυτὸ τοῦ κάθε φορὰ ποὺ ἐκεῖνος τοῦ ψιθύριζε νὰ κατεβαίνη στὴν πολιτεία καὶ νὰ συναναστρέφεται τοὺς ἀνθρώπους:
– Γιατί χάνεις τὴν ὑπομονή σου, ἄθλιε, καὶ ζητᾶς νὰ τρέχης ἄσκοπα ἐδῶ κι ἐκεῖ; Ἀρκεῖ ποὺ δὲν εἶσαι ἱκανὸς γιὰ τίποτε• τουλάχιστον δόξαζε τὸν Θεὸν ποὺ μένοντας ἐδῶ δὲ σκανδαλίζεις καὶ δὲ στενοχωρεῖς τοὺς συνανθρώπους σου. Οὔτε σὺ θλίβεσαι καὶ σκανδαλίζεσαι ἀπ’ αὐτούς. Ἀναλογίσου τὰ κακὰ ἀπὸ τὰ ὁποία σ’ ἔχει προφυλαγμένο ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἀργολογεῖς, δὲν ἔρχονται στ’ αὐτιά σου ἀνώφελες κουβέντες, τὰ μάτια σου δὲν βλέπουν βλαβερὲς εἰκόνες. Ἕνα κακὸ σὲ πολεμᾶ, ἡ ἀκηδία. Ἀλλ’ ὁ Κύριος σου εἶναι Παντοδύναμος καὶ θὰ σὲ λυτρώση ἀπὸ τὴν ἀδυναμία σου καὶ δὲ θὰ ἐπιτρέψη ποτὲ νὰ δοκιμάσης πιὸ μεγάλο πειρασμὸ ἀπὸ τὴ δύναμί σου.
Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Ἐρημίτης δίδασκε τὸν εὐατό του κι ἀντιστεκόταν μὲ πεῖσμα στὶς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθρούς, ἕως ὅτου ὁ Θεὸς βλέποντας τὴν ὑπομονὴ τοῦ τὸν ἀπάλλαξε ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἀκηδία.
***
ΟΙ ΜΑΘΗΤΑΙ τοῦ κάποτε ἐρώτησαν ἕνα μεγάλο Γέροντα πὼς εἶχε κατορθώσει νὰ μὴ χάση ποτὲ τὴν ὑπομονή του, οὔτε στοὺς πιὸ δυνατοὺς πειρασμούς.
– Κάθε ἡμέρα ποὺ περνᾶ, τέκνα μου, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, περιμένω μὲ βεβαιότητα τὸ θάνατο.
***
ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΓΕΡΟΣ Ἐρημίτης δοκιμαζότανε συχνὰ ἀπὸ βασανιστικὲς ἀρρώστιες. Κάποτε ὅμως πέρασε ἕνας χρόνος ὁλόκληρος, χωρὶς οὔτε μία μέρα ν’ ἀρρωστήση. Ἄρχισε τότε νὰ θλίβεται ὁ Γέροντας καὶ νὰ λέη μὲ δάκρυα στὸν Κύριο:
– Γιστὶ μ’ ἐγκατέλειψες, Θεέ μου, κι ἔπαυσες νὰ μ’ ἐπισκέπτεσαι πιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ μὲ τὴν ἀρρώστια;
***
Ο ΟΣΙΟΣ ΠΟΙΜΗΝ δίδει τὴν ἴδια ἀξία στὸν καλὸ ἡσυχαστή, στὸν ὑπομονετικὸ ἀσθενῆ καὶ σ’ ἐκεῖνον ποὺ ὑπηρετεῖ τὸν ἀδελφό του μὲ ἄδολη καρδιά.
***
ΑΝ ΣΟΥ συμβῆ ἀσθένεια σωματική, συμβουλεύει σοφὸς Γέρων, μὴ χάνης τὴν ὑπομονή σου καὶ μὴ γογγύζης. Ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ βασανίζεται τὸ σῶμα σου, γιατί δυσανασχετεῖς; Ἐκεῖνος δὲ φροντίζει γιὰ σένα; Μήπως μπορεῖς νὰ ζήσης στιγμὴ χωρὶς τὸ θέλημά Του; Γίνου ὑπομονετικὸς καὶ προσεύχου νὰ σοῦ δίνη ὁ Θεὸς ὅ,τι εἶναι συμφέρον τῆς ψυχῆς σου. Αὐτὸ θέλει ἀπὸ σένα.
Ὅταν στὴν ἀρρώστια σου οἱ Ἀδελφοὶ δείχνουν τὴν ἀγάπη τους μὲ δῶρα, δέχου τὰ μ’ εὐγνωμοσύνη καὶ προσεύχου γι’ αὐτούς.
***
Ο ΑΒΒΑΣ Μάρκος ἐρώτησε κάποτε τὸν Ὅσιο Ἀρσένιο γιατί οἱ περισσότεροι εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι νὰ φεύγουν ἀπὸ τὸν κόσμο μὲ πολλὲς θλίψεις καὶ στερήσεις.
– Αἳ θλίψεις γιὰ κείνους ποὺ τὶς δέχονται μὲ ὑπομονή, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος, εἶναι τὸ ἁλάτι ποὺ προλαβαίνει τὴ σῆψι τῆς ἁμαρτίας, καὶ κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ παρουσιάζωνται στὸν Οὐρανὸ καθαροί.
***
ΤΡΙΣΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ὁ μοναχὸς ποὺ ὑπομένει κόπους καὶ δοκιμασίες εὐχαριστώντας τὸν Θεό, συνήθιζε νὰ λέγη ὁ Ἀββᾶς Κόπρις.
Κάποτε ἀρρώστησε ὁ ἴδιος πολὺ βαρειὰ καὶ κατέπληξε τοὺς ἀδελφοὺς μὲ τὴν ἀξιοθαύμαστη ὑπομονή του. Οὔτε μία φορᾶ δὲ ζήτησε νὰ τοῦ γίνη ἡ παραμικρὴ ἐπιθυμία κι ἡ προσευχὴ δὲν ἔλειψε οὔτε στιγμὴ ἀπὸ τὰ χείλη του.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ Ἀδελφὸς ἐννιὰ ὁλόκληρα χρόνια βασανιζόταν ἀπὸ ἕνα κακὸ λογισμό. Κάθε μέρα ἔκλαιγε κι ἔλεγε κατακρίνοντας τὸν ἑαυτό του:
– Εἶμαι αἴτιος γι’ αὐτόν. Θὰ χάσω τὴν ψυχή μου.
Ἀγωνιζόταν σκληρά. Τοῦ κάκου ὅμως. Ἦταν ἀδύνατον ν’ ἀπαλλαγή. Στὸ τέλος κάμθηκε ἡ ἀντίστασίς του. Ἔπεσε σ’ ἀπόγνωσι.
– Ἔχασα πιὰ τὴν ψυχή μου, συλλογίστηκε. Γιατί νὰ μένω ἄσκοπα στὴν ἔρημο; Ἂς γυρίσω στὸν κόσμο.
Ἔτσι πῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὴν πολιτεία. Μὰ καθὼς περπατοῦσε μὲ βαρειὰ καρδιά, ἄκουσε πίσω τοῦ φωνή:
– Δυστυχισμένε, ἔτσι ποδοπατᾶς τ’ ἀμάραντο στεφάνι ποῦ ἐννιὰ χρόνια μὲ τὴν ὑπομονή σου ἔπλεκες; Γύρισε πίσω νὰ τὸ ἀποτελειώσης.
Βάλσαμο παρηγοριᾶς χύθηκε στὴ θλιμμένη καρδιὰ τοῦ Ἀδελφοῦ. Μὲ σταθερὸ βῆμα τώρα ξαναπῆρε τὸ δρόμο γιὰ τὴν ἔρημο. Μὰ κι ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἀφάνισε τὸ λογισμό του.
***
ΑΝ Η ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ τοῦ Θεοῦ μας ἀνέχεται, ὅταν δουλεύωμε στὴν ἁμαρτία, ἔλεγε ἕνας σοφὸς Γέροντας, πόσο μᾶλλον ἡ εὐσπλαχνία του θὰ μᾶς δυναμώση, ὅταν ἀγωνιζώμεθα γιὰ τὸ καλό.
***
Ο ΘΕΟΣ δὲν ἐπιτρέπει, ἔλεγε ὁ Μέγας Ἀντώνιος, μεγάλους πειρασμοὺς στοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους, γιατί εἶναι ἀσθενέστεροι ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους καὶ δὲν κάνουν ὑπομονή.
***
ΕΝΑΣ ἐρημίτης ἔμενε σὲ μία καλύβα, δώδεκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴν πηγὴ ποὺ ὅλη ἡ σκήτη ἔπαιρνε νερό. Ἔτσι ἦταν ἀναγκασμένος νὰ κάνη πολὺ συχνὰ ὅλη ἐκείνη τὴν πεζοπορία. Μία μέρα, ποὺ ἡ ζέστη ἦταν ἀφόρητη, ἔχασε τὴν ὑπομονή του.
– Εἶναι τάχα ἀνάγκη νὰ κοπιάζω τόσο; Εἶπε μὲ τὸ λογισμό του. Δὲν ἔρχομαι νὰ κατοικήσω πιὸ κοντὰ στὴν πηγή;
Καθὼς ἔκανε αὐτὲς τὶς σκέψεις, ἔνοιωσε κάποιον νὰ βαδίζη πίσω του. Γύρισε καὶ εἶδε ἕνα νέο ἀστραπόμορφο.
– Ποιὸς εἶσαι ἐσύ; Τὸν ρώτησε μὲ θαυμασμὸ καὶ ἀπορία.
– Ἀπεσταλμένος τοῦ Κυρίου νὰ μετρῶ τὰ βήματα ποὺ κάνεις γιὰ νὰ σοῦ δοθῆ ἀκέραιός της ὑπομονῆς ὁ μισθός, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος κι ἔγινε ἄφαντος.
Τόση δύναμι ἔδωσαν στὸν ἐρημίτη μας τὰ λόγια του Ἀγγέλου ποὺ ὄχι μόνον κοντὰ στὴν πηγὴ δὲν πῆγε νὰ κατοικήση, μὰ ἄλλη καλύβα ἐφτίαξε βαθύτερα στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ βαδίζη ἄλλα τόσα μίλια.
***
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’.
ΞΕΝΙΤΕΙΑ
– Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ποθεῖ τὴν ξενιτεία, ἐξωμολογήθηκε μία μέρα στὸν γέροντά του, τὸν Ἀββᾶ Λούκιο, ὁ Ἀββᾶς Λογγίνος.
– Ἂν δὲν συνηθίσης πρῶτα νὰ συγκρατῆς τὴ γλώσσα σου, καὶ στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου νὰ πᾶς, ξένος δὲ θὰ εἶσαι. Μάθε νὰ σωπαίνης καὶ τότε θὰ ἔχης κι ἐδῶ ξενιτεία, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ σοφὸς Γέροντας.
***
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ παρακάλεσε τὸν Ὅσιο Σισώη νὰ τοῦ ἐξηγήση τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ξενιτεία.
– Ἀληθινὴ ξενιτεία, ἀποκρίθηκε ὁ σοφὸς Γέροντας, εἶναι νὰ μάθη ὁ ἄνθρωπος νὰ σωπαίνη πάντοτε καὶ νὰ μὴν ἀπαιτήση δικό του πράγμα.
***
ΕΡΩΤΗΣΑΝ κάποιο Γέροντα, ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τῆς ξενιτείας κι ἐκεῖνος, ἀντὶ ἄλλης ἀπαντήσεως, διηγήθηκε τὸ ἀκόλουθο περιστατικό:
Ἕνας νέος ἄφησε τὴν πατρίδα του καὶ ξενιτεύτηκε γιὰ τὸ Χριστό. Πῆγε σὲ μία σκήτη βαθειὰ στὴν ἔρημο καὶ ζήτησε νὰ γίνη Μοναχός. Τὸν δέχτηκαν. Οἱ ἀδελφοί της σκήτης εἶχαν ἔθιμο νὰ τρώγουν κάθε Κυριακή, ὕστερα ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία, ὅλοι μαζὶ σὲ κοινὸ τραπέζι. Πῆγε καὶ ὁ ξένος νὰ καθίση μαζί τους τὴν πρώτη Κυριακὴ ποὺ βρέθηκε στὴν ἐκκλησία.
– Ποιὸς εἶναι αὐτός; Ρωτοῦσαν μεταξὺ τοὺς οἱ Μοναχοί. Ποιὸς τὸν προσκάλεσε νὰ φάη;
Ἐπειδὴ κανένας δὲν τὸν ἤξερε, τοῦ εἶπαν νὰ σηκωθῆ νὰ φύγη. Ὁ νέος χωρὶς ἀντίρρηση ἔφυγε ἀμέσως. Σὲ λίγο ὅμως μετενόησαν οἱ Ἀδελφοὶ γιὰ τὴ συμπεριφορά τους στὸν ξένο κι ἔστειλαν νὰ τὸν φέρουν πίσω. Ἐκεῖνος παρευθὺς ἐγύρισε. Ἐθαύμασαν τὴν ἀκακία τοῦ οἱ Μοναχοὶ κι ὅταν τελείωσε τὸ φαγητό, τὸν ρώτησαν:
– Τί νὰ σκέφτηκες τάχα, Ἀδελφέ, ὅταν σὲ διώξαμε ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ πάλι σὲ φέραμε πίσω;
– Σκέφτηκα, ἀποκρίθηκε μὲ ἁπλότητα ἐκεῖνος, πὼς δὲν εἶμαι καλλίτερος ἀπὸ τὸ σκυλὶ ποὺ φεύγει, σὰν τὸ διώχνουν, κι ὅταν πάλι τὸ φωνάζουν, ἔρχεται.
***
ΔΥΟ ΜΟΝΑΧΟΙ, διηγεῖται ἕνας Ἅγιος ἐρημίτης ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸ Θεὸ διορατικὸ χάρισμα, ἦλθαν κάποτε νὰ μείνουν σὲ δυὸ παλιὰ κελλιά, ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν καλύβα του. Ὁ ἕνας ἦταν ἀπὸ ξένη χώρα, ὁ ἄλλος ἐντόπιος. Ὁ ἐντόπιος προώδεψε γρήγορα στὰ πνευματικά. Ὁ ξένος φαινόταν μᾶλλον ἀμελής.
Ὕστερα ἀπὸ μερικὰ χρόνια ἀρρώστησε ξαφνικὰ ὁ ξένος καὶ πέθανε. Εἶδα τότε πλῆθος Ἀγγέλων νὰ ὁδηγοῦν τὴν ψυχή του στὸν Παράδεισο. Προτοῦ ὅμως μπὴ μέσα ἔγινε ἐξέτασις, ἂν θὰ τὸν ἄφηναν ἢ ὄχι. Ἄκουσα τότε φωνὴ νὰ λέγη:
– Ἦταν πραγματικὰ λίγο ἀμελῆς, ἀλλὰ γιατί ὑπόμενε τὴν ξενιτεία, ἀνοίξατέ του.
Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἀρρώστησε βαρειὰ κι ὁ ἄλλος. Σὰν τὸ ἔμαθαν οἱ συγγενεῖς κι οἱ φίλοι του, ἔρχονταν κάθε μέρα νὰ τὸν περιποιοῦνται καὶ νὰ τὸν ἀνακουφίζουν. Στὸ τέλος πέθανε κι αὐτός. Ἄγγελο ὅμως δὲν εἶδα κοντά του. Γεμάτος ἀπορία, ἔλεγα στὸν Κύριο:
– Γιατί, Θεέ μου, ἔδωσες τόση δόξα στὸν ξένο, ποὺ ἦταν ἀμελὴς καὶ σὲ τοῦτο τὸν σπουδαῖο τίποτε;
Τότε πῆρα αὐτὴ τὴν πληροφορία ἀπὸ θεῖο Ἄγγελο. Ὁ ἐνάρετος Μοναχὸς στὸ θάνατο τοῦ εἶχε γύρω τοῦ φίλους καὶ συγγενεῖς ποὺ τοῦ ἔδιναν μεγάλη παρηγοριά. Ὁ ξένος, ἂν καὶ λίγο ἀμελής, ἐπειδὴ τοῦ ἔλειψε ἡ ἀνθρώπινη, βρῆκε θεϊκὴ παρηγοριά.
***
ΟΣΟ κι ἂν κοπιάσης νὰ σπείρης στὸ δρόμο ποὺ πατιέται, χλωρὸ φύλλο δὲ φυτρώνει• ἄλλο τόσο κι ἂν μοχθήσης νὰ καλλιεργήσης καρδιὰ βαρυμένη μὲ βιοτικὲς μέριμνες, ἄδικα κοπιάζεις• ἀδύνατον εἶναι νὰ βλαστήση ἀρετές. Γι’ αὐτὸ οἱ Πατέρες διάλεξαν τὴν ξενιτεία, λέγει κάποιος Ἀββᾶς.
***
ΟΤΑΝ ἔπαψαν οἱ Ἑβραῖοι ν’ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς δουλειὲς τῶν Αἰγυπτίων, κι ἔμειναν στὶς σκηνές, ἔμαθαν πὼς νὰ λατρεύουν τὸν Θεό, λέγει σοφὸς Πατήρ. Καὶ τὰ πλοῖα, ὄχι στὸ πέλαγος, ἀλλὰ στὸ λιμάνι ἐμπορεύονται καὶ κερδίζουν. Τὸ ἴδιο κι ἡ ψυχή, ἂν δὲν πάψη ν’ ἀσχολῆται μὲ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου καὶ δὲ μείνει σὲ τόπο ἥσυχο, οὔτε τὸν Θεὸ βρίσκει, οὔτε ἀρετὲς ἀποκτᾶ.
***
ΑΛΗΘΙΝΗ ξενιτεία εἶναι νὰ γνωρίζη νὰ συγκρατῆ ὁ ἄνθρωπος τὴ γλώσσα τοῦ ὅπου κι ἂν βρίσκεται, ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Τιθόης.
***
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ὑποτακτικός, βλέποντας τὸν Γέροντά του νὰ ἀπομακρύνεται συχνὰ στὴν πιὸ βαθειὰ ἔρημο, τὸν ρωτοῦσε μὲ ἀπορία:
– Γιατί, Ἀββᾶ, ἀποφεύγεις τοὺς ἀνθρώπους; Δὲ θὰ ἔχης τάχα πιὸ ἀξία, ὅταν μένοντας κοντὰ στὸν κόσμο καὶ ἀντικρύζοντας τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία, τ’ ἀποστρέφεσαι;
– Ἄκουσε, παιδί μου, τοῦ ἐξήγησε ὁ ἀγαθὸς Γέροντας: Ὥσπου νὰ φθάση ὁ ἄνθρωπος στὰ μέτρα τοῦ Μωϋσῆ, νὰ γίνη Θεόπτης, δὲν ἔχει ὄφελος ἀπὸ τὴ συναναστροφή του μὲ τὸν κόσμο. Ἐγὼ ὁ δυστυχὴς ἀπόγονός του Ἀδὰμ παθαίνω συχνὰ ὅ,τι ἔπαθε ὁ πατέρας μου. Μόλις ἀντικρύσω τῆς παρακοῆς μου τὸν καρπό, ἀμέσως τὸν ἐπιθυμῶ, τὸν δοκιμάζω καὶ πεθαίνω. Στὴν ἔρημο δὲ βρίσκονται εὔκολα τὰ ὑλικὰ ποὺ τροφοδοτοῦν τὰ πάθη, γι’ αὐτὸ εἶναι πιὸ πιθανὸ νὰ νεκρωθοῦν.
***
Ο ΑΒΒΑΣ Εὐλόγιος ἔδινε μόνο τρεῖς ἡμέρες ἄδεια στοὺς μαθητᾶς του νὰ μείνουν στὴν πόλι, ὅταν ὑπῆρχε ἀνάγκη νὰ κατέβουν.
– Ὕστερα ἀπὸ τὴν Τρίτη ἡμέρα, τοὺς προειδοποιοῦσε, δὲ φέρνω καμμιὰ εὐθύνη ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, γιὰ ὅτι σας συμβῆ ἐκεῖ.
Τοὺς ἔλεγε καὶ τὸ παρακάτω περιστατικὸ ἀπὸ τὴ ζωή του:
– Ἀφ’ ὅτου ἔγινα Μοναχός, ἔκανα τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια σὲ τοῦτο τὸ κελλί. Δὲν ἔβγαινα παρὰ κάθε Κυριακὴ γιὰ νὰ πάω στὴν ἐκκλησία νὰ κοινωνήσω καὶ νὰ γυρίσω πίσω βιαστικός. Ποτὲ δὲ χρονοτριβοῦσα στὸ δρόμο οὔτε κουβέντα ἔπιασα μὲ ἄλλον Ἀδελφό.
Σὰν γέρασα πιά, μ’ ἀνάγκασαν οἱ Πατέρες νὰ πάω στὴν Ἀλεξάνδρεια μὲ τὸν Ἀββᾶ Δανιήλ, στὸν Πατριάρχη, γιὰ ὑπόθεσι τῆς σκήτης μας. Στὴν πόλι συνάντησα, πρὸς μεγάλη μου ἔκπληξι, πολλοὺς Μοναχοὺς νὰ διαβαίνουν ἀμέριμνα στοὺς δρόμους. Ὁ Θεὸς ὅμως, γιὰ νὰ μὲ προφυλάξη, ἄνοιξε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου καὶ εἶδα σὲ τί κατάστασι βρίσκονταν. Πολλοὶ περνοῦσαν μὲ συντροφιὰ γυναικῶν ποὺ τοὺς ψιθύριζαν στ’ αὐτὶ ἄσεμνα λόγια. Ἄλλοι συνωδεύονταν ἀπὸ μικρὰ παιδιὰ κι ἄφηναν νὰ τοὺς ρυπαίνουν μὲ κάθε εἴδους ἀκαθαρσία. Σ’ ἄλλων τὸ κεφάλι κατέβαιναν κοράκια καὶ τὸ χτυποῦσαν μὲ τὸ ράμφος τους. Κατάλαβα τότε πὼς ἐκεῖνοι οἱ δυστυχισμένοι εἶχαν βυθιστεῖ στ’ ἀκάθαρτα πάθη ποὺ τοὺς παρέσυραν τὰ πονηρὰ πνεύματα.
– Νὰ τὸ κέρδος τοῦ Μοναχοῦ, ποὺ μένει ἀφρόντιστα στὸν κόσμο, εἶπα στὸν ἑαυτό μου. Τρομοκρατημένος, βιάστηκα νὰ γυρίσω στὸ κελλί μου. Ἀπὸ τότε, πᾶνε ἀρκετὰ χρόνια τώρα, δὲ βγῆκα ἔξω ἀπ’ αὐτό.
***
ΌΠΟΙΟΣ ἔχει σφάλλει στὴ ζωή του, ἂς χωρίση τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, μέχρις ὅτου συμφιλιωθῆ μὲ τὸν Θεό, ἔλεγε κάποιος Γέροντας. Ἡ συχνὴ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἐμποδίζει συνήθως τὴν ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεόν.
***
ΑΛΛΟΣ ΠΑΤΗΡ συμβουλεύει:
– Ἀπόφευγε τοὺς ἐργάτας τῆς ἀνομίας, ἔστω κι ἂν εἶναι συγγενοὶς ἢ φίλοι σου, εἴτε ἔχουν ἱερατικὸ ἢ βασιλικὸ ἀξίωμα. Ἀποφεύγοντας αὐτούς, κερδίζεις τοῦ Θεοῦ τὴν εὔνοια κι ἀποκτᾶς παρρησία ἀπέναντί του.
***
ΚΑΙ Ὁ σοφώτατος Ἀββᾶς Ἀγάθων:
– Ὅταν ἀντιληφθῶ πὼς ἕνα πρόσωπο, καὶ τὸ πιὸ ἀγαπητό μου ἀκόμη, γίνεται ἀφορμὴ ν’ ἀποκτήσω κάποιο ἐλάττωμα, κόβω ἀμέσως κάθε δεσμὸ μαζί του.
***
ΑΝ ΘΕΛΗΣ νὰ προκόψης στὸ καλό, λέγει ἄλλος Πατήρ, μὴ συγκατοικῆς μὲ φθονερὸ ἄνθρωπο.
***
ΕΝΑΣ ἀρχάριος Μοναχὸς συμβουλεύθηκε κάποιον διακριτικὸ Γέροντα:
– Ἂν ἡ συμπεριφορὰ τοῦ Ἀδελφοῦ μου μὲ σκανδαλίζει, Ἀββᾶ, πρέπει ἐγὼ νὰ τοῦ ζητήσω συγνώμη;
– Ζήτησε τοῦ συγνώμη, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας, ἀλλὰ πάψε νὰ τὸν συναναστρέφεσαι. Δὲν ἀκοῦς τὸν Μέγα Ἀρσένιο τί συμβουλεύει; Μὲ ὅλους ἔχε ἀγάπη, ἀλλ’ ἀπ’ ὅλους ἄπεχε.
***
ΑΝ ΔΕΝ εἰπῆ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν καρδιά του, ὁ Θεὸς κι ἐγὼ ὑπάρχουμε στὸν κόσμο, δὲν βρίσκει ἀνάπαυση, ἔλεγε ὁ Ἀββᾶς Ἁλώνιος.
***
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ’.
ΚΑΛΗ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΗ
Ο ΑΒΒΑΣ Παφνούτιος ἀσκήτευε σ’ ἕνα ἀπόμερο σπήλαιο δώδεκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴ σκήτη τῶν Πατέρων. Εἶχε ὅμως τὴ συνήθεια νὰ ἐπισκέπτεται τὴ σκήτη δυὸ φορὲς τὸ μήνα γιὰ νὰ ὠφελῆται ἀπὸ τὴ διδασκαλία ἐκείνων. Ἐτύπωσε μάλιστα βαθειὰ στὴ μνήμη του καὶ ἔλεγε στοὺς μαθητᾶς τοῦ τὸν λόγον ποὺ τοῦ ἔλεγαν συχνότερα οἱ Γέροντες:
– Ὅπου κι ἂν βρεθῆς, τέκνον, μὴ συγκρίνης τὸν ἑαυτό σου μὲ ἄλλο πρόσωπο, γιὰ νὰ ἔχης ἀνάπαυσι στὴν ψυχή. Διαφορετικὰ σὲ ξεγελᾶ ὁ διάβολος νὰ νομίζης πὼς εἶσαι καλύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!