Εξήνθησεν η Έρημος
Π. Β. Πάσχου , εκδ. Αποστολικής Διακονίας, 2004, σελ. 137-143.
1. Εκεί ακούσαμε και πολλούς μοναχούς να μας διηγούνται το βίο του αββά Μακαρίου, που είχε αναπαυθεί εν Κυρίω πριν λίγο καιρό, και ήταν μαθητής του αγίου Αντωνίου. Κ’ εκείνος, όπως ακριβώς ο γέροντάς του Αντώνιος, είχε κάμη πολλά θαύματα, θεραπείες και άλλα θεοφιλή έργα, τα οποία δεν θα μπορούσε κανείς να τ’ απαριθμήσει-τόσο πολλά ήταν. Ωστόσο, λιγ’ από αυτά τα κατορθώματα του αββά του Μακαρίου, που συγκράτησε η μνήμη μας, θα προσπαθήσουμε ν’ αφηγηθούμε, έστω και με συντομία.
2. Ο αββάς Μακάριος είδε μια φορά κοντά στον μεγάλο του γέροντα, τον άγιο Αντώνιο, που εργαζόταν εκλεκτά κλωνάρια φοινικιάς και του ζήτησε απ’ αυτά μια δεσμίδα. Ο αββάς Αντώνιος τότε του είπε:
– Είναι γραμμένο στην Αγία Γραφή, πως δεν πρέπει να επιθυμήσεις όσα έχει ο πλησίον σου (Εξ. κ’ 17, Δευτ. ε΄21).
Και μόνο μ’ αυτό το λόγο που είπε ο Γέροντας, αμέσως όλα τα τρυφερά εκείνα κλωνάρια καψαλίστηκαν σαν να τα ‘καψε φωτιά. Ο αββάς Αντώνιος, βλέποντας τούτο το πράγμα, είπε στον Μακάριο:
– Ιδού, που επάνω σου έχει αναπαυτεί το πνεύμα μου, κ’ έτσι θα’ σαι λοιπόν κληρονόμος των χαρισμάτων μου.
3. Αργότερα, πάλι, έτυχε ο διάβολος να βρει στην έρημο τον αββά Μακάριο, πολύ εξαντλημένο από σωματική κούραση, και του λέει: Ιδού, που έλαβες την χάρη του αγίου Αντωνίου. Γιατί, λοιπόν, δεν κάνεις χρήση αυτού του προνομίου και δεν ζητάς από το Θεό τρόφιμα και λίγη δύναμη για ν’ αντέξεις στην οδοιπορία σου;
Και ο Γέροντας αμέσως του απαντά:
Η δύναμή μου είναι ο Κύριος και σ’ αυτόν είναι αφιερωμένος κάθε ύμνος μου ( Ψαλμ . ριζ’ 14). Κ’ εσύ πάψε να βάζεις σε πειρασμό το δούλο του Θεού!
4. Ευθύς ο διάβολος του φέρνει άλλη φαντασία: μια καμήλα, που χρησιμοποιείται για μεταφορές, περιπλανώμενη μέσα στην έρημο και φορτωμένη με κάθε είδους τρόφιμα, είδε τον αββά Μακάριο και ήρθε και γονάτισε μπροστά του. Όμως ο Γέροντας υποψιάστηκε πως όλα αυτά ήταν φάντασμα – όπως και ήταν – και άρχισε να προσεύχεται. Κι αμέσως την καμήλα την κατάπιε η γη!
5. Μια φορά πάλι ο Γέροντας, ύστερ’ από μεγάλη νηστεία, προσευχήθηκε στο Θεό και του ζήτησε να του δείξει τον παραδεισένιο εκείνο κήπο, τον οποίο φύτεψαν ο Ιαννής και ο Ιαμβρής , επιθυμώντας να φτιάξουν ένα ομοίωμα του αληθινού παραδείσου.
6. Καθώς, λοιπόν, περιπλανιόταν επί τρεις εβδομάδες μέσα στην έρημο, δίχως να βάλει τίποτε στο στόμα του, άρχισε να γέρνει από λιποθυμία. Τότε άγγελος Κυρίου τον παίρνει και τον αποθέτει μπρος σ’ εκείνο που ζητούσε. Εκεί, όμως, ήταν πολλοί δαίμονες και φύλαγαν από παντού, όλες τις πύλες του κήπου, μην αφήνοντάς τον να μπει μέσα. Και, ακόμη, ο κήπος ήταν πάρα πολύ μεγάλος και τεραστίων διαστάσεων.
7. Κι όταν, ύστερ’ από προσευχή, πήρε το θάρρος και τόλμησε να μπει μέσα ο Γέροντας, βρήκε μέσα δύο άλλους άγιους μοναχούς, που κι αυτοί με τον ίδιο τρόπο είχαν εισέλθει, και είχαν ήδη αρκετό καιρό εκεί μέσα. Προσευχήθηκαν τότε, κατά την μοναχική συνήθεια και ασπάστηκαν ο ένας τον άλλον, γεμάτοι χαρά και αγαλλίαση που ανταμώθηκαν. Του έπλυναν, λοιπόν, τα πόδια και του παρέθεσαν να φάει από τους καρπούς του παραδείσου. Ο αββάς Μακάριος έφαγε, κι ευχαρίστησε τον Θεό, θαυμάζοντας εκείνους τους ωραίους καρπούς, οι οποίοι ήταν και μεγάλοι και πολλών ειδών. Έλεγαν, μάλιστα, ο ένας στον άλλο:
– Πόσο ωραίο θα ‘ταν, αν γινότανε να ‘ναι όλοι οι μοναχοί εδώ!
8. Έλεγε, πως υπήρχαν μέσα στον παράδεισο εκείνο τρεις πηγές, που αναβλύζανε από την άβυσσο και ποτίζανε όλο τον κήπο, στον οποίο υπήρχαν τεράστια δένδρα φορτωμένα με καρπούς από κάθε είδος που ευδοκιμεί κάτω από τη στέγη τ’ ουρανού.
9. Ο αββάς Μακάριος έμεινε κοντά τους εφτά ημέρες και ύστερα τους είπε πως θα πάει στην έρημο που είχε τους μοναχούς του να τους πάρει, και να τους φέρει όλους εδώ, μαζί του. Όμως, οι άγιοι εκείνοι άνθρωποι του είπαν πως τούτο δεν θα μπορούσε να το κάμει, γιατί η έρημος είναι πολύ μεγάλη και απέραντη. Σ’ αυτήν, μάλιστα, την απέραντη έρημο κατοικούν πολλοί δαίμονες, οι οποίοι σκοτώνουν, όπως έγινε και με πολλούς άλλους μοναχούς που θέλησαν να έρθουν σ’ αυτά τα μέρη.
10. Όμως, ο Μακάριος, που δεν άντεχε να μένει άλλο εκεί, τους είπε:
– Πρέπει, οπωσδήποτε, να πάω να τους φέρω εδώ, ν’ απολαύσουν αυτόν τον παράδεισο.
Και ξεκίνησε αμέσως για την κατοικημένη από τους μοναχούς του έρημο, παίρνοντας μαζί του και λίγους καρπούς για να τους δείξει σ’ εκείνους. Έκοψε, ακόμη, και πολλά φοινικόκλαρα , απ’ τα οποία έβαζε σαν σημάδια στην έρημο, για να μην χάσει τον δρόμο του όταν ξανάρθει.
11. Κάπου στην έρημο νύσταξε κ’ έπεσε να κοιμηθεί για λίγο. Μα, όταν ξύπνησε, είδε όλα τα φοινικόκλαρα , που είχε βάλει για σημάδια, να είναι μαζεμένα στο προσκέφαλό του απ’ τους δαίμονες. Σηκώθηκε, λοιπόν, και είπε προς τους δαίμονες:
– Αν είναι θέλημα του Θεού, κανένας από σας δεν θα μπορέσει να μας εμποδίσει να μπούμε στον παράδεισο!
12. Όταν έφθασε κοντά στους μοναχούς του, τους έδειχνε τους καρπούς, και τους συμβούλευε να πάνε κι αυτοί σ’ εκείνο το παράδεισο. Όμως, πολλοί πατέρες που μαζεύτηκαν εκεί, του είπαν:
– ’γιε Γέροντα, μήπως εκείνος ο παράδεισος έγινε για τον όλεθρο των ψυχών μας; Διότι, αν τώρα τον απολαύσουμε, θα έχουμε ήδη, από εδώ κάτω στη γη απολαύσει τη μερίδα των αγαθών που αναμένουμε. Και ποιο μισθό θα έχουμε αργότερα, όταν πάμε κοντά στο Θεό, ή για ποιά αρετή μας θα μας τιμήσει;
Κι έτσι τον έπεισαν να μην πάνε καθόλου προς τα εκεί.
13. Aλλη φορά, όταν είχε επιθυμήσει να φάει σταφύλια, του έστειλαν μερικά που μόλις τα είχαν κόψει. Ωστόσο για να δείξει εγκράτεια, τα έστειλε σε κάποιον αδελφό, που ήταν άρρωστος κ’ είχε επιθυμία να φάει σταφύλια. Εκείνος τα δέχτηκε με πολύ μεγάλη χαρά, μα θέλοντας να κρύψει την εγκράτειά του, τα’ στειλε σε άλλο αδελφό, γιατί δεν είχε τάχα όρεξη να φάει σταφύλια. Κι ο άλλος που τα δέχτηκε, αν κ’ επιθυμούσε πολύ να τα γευθεί, έκαμε κ’ εκείνος το ίδιο.
14. Όταν, λοιπόν, πέρασαν μ’ αυτόν τον τρόπο τα σταφύλια απ’ όλους τους αδελφούς και κανένας δεν θέλησε να τα γευθεί. Ο τελευταίος μοναχός τα πήρε και τα πήγε στον αββά Μακάριο, νομίζοντας πως του κάνει ένα μεγάλο δώρο. Ο Μακάριος τ’ αναγνώρισε και, αφού εξέτασε τα πράγματα, γεμάτος ενθουσιασμό ευχαρίστησε τον Κύριο για την τόση εγκράτεια των μοναχών του, και, τελικά, ούτε εκείνος τα γεύθηκε.
15. Aλλοτε, πάλι, όπως μας είπαν, έμενε σ’ ένα σπήλαιο της ερήμου για να προσεύχεται. Εκεί κοντά υπήρχε κ’ έν ‘ άλλο σπήλαιο, που σ’ αυτό έμενε μια ύαινα. Μία μέρα, εκεί που προσευχόταν στον ο Γέροντας, ήρθε η ύαινα και τριβόταν στα πόδια του. Σε μία στιγμή έπιασε την άκρη του ράσου του και τον τραβούσε ήρεμα προς το δικό της σπήλαιο. Εκείνος την ακολούθησε, λέγοντας μέσα του:
– Τι να θέλει, άραγε, τούτο το θηρίο με τέτοια καμώματα;
16. Όταν πια τον έφερε ίσαμε με το δικό της σπήλαιο, μπήκε μέσα και βγάζει τα μωρά της, που είχαν γεννηθεί τυφλά. Ο Γέροντας προσευχήθηκε, και σε λίγο τα μικρά της άνοιξαν τα μάτια τους και έβλεπαν. Η ύαινα, τότε, για τον ευχαριστήσει του έφερε για δώρο ένα πολύ μεγάλο δέρμα ενός τεραστίου κριαριού και το απόθεσε μπρος στα πόδια του. Ο Γέροντας της χαμογέλασε για την ευγνωμοσύνη και τα αισθήματα που έδειξε, και παίρνοντας το δέρμα το ‘κανε στρωσίδι του. Λέγεται ότι αυτό το δέρμα σώζεται μέχρι σήμερα στο κελλί κάποιου μοναχού
17. Διηγούνται, ακόμη, για τον αββά Μακάριο, πως του πήγαν μια φιλομόναχη και παρθενεύουσα κόρη, την οποία ένας κακούργος την είχε μεταβάλει, με διάφορες μαγείες σε φοράδα. Την πήραν, λοιπόν, οι γονείς της και την πήγαν στον άγιο Γέροντα και τον παρακάλεσαν πολύ θερμά, αν ήθελε να προσευχηθεί για να την μεταβάλει και πάλι σε γυναίκα. Ο Γέροντας την έκλεισε σ’ ένα χώρο μόνη της, μαζί με τους γονείς της, ενώ εκείνος για εφτά ημέρες προσευχόταν διαρκώς σ’ ένα διπλανό κελλί . Την έβδομη μέρα, μαζί με τους γονείς της, ο Γέροντας ήρθε και την άλειψε όλη με άγιο λάδι. Μετά, γονάτισε και προσευχήθηκε πάλι, μαζί με τους γονείς της. Όταν σηκώθηκαν από την προσευχή, ο Γέροντας και οι γονείς, την είδαν να έχει γίνει πάλι η θυγατέρα τους που ήξεραν!
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!