Διὰ τοὺς κατηγοροῦντας τὸν Θεὸ διατὶ δὲν ἐξαφανίζει τὸν διάβολον, καὶ ὅτι δὲν μᾶς βλάπτει καθόλου ἡ πονηρὶα τοῦ ἂν προσέχουμε.

Ἔχουμε εἰπεῖ εἰς πρηγουμένην ὁμιλίαν ὅτι ὁ διάβολος δὲν ἐπικρατεῖ διὰ τῆς βίας, οὔτε μὲ τὴν τυραννίαν, τὸν καταναγκασμόν, ἢ τὴν ὠμὴν ἐπιβολή, διότι ἂν συνέβαινε τοῦτο θὰ μᾶς εἶχε καταστρέψει ὅλους. Καὶ εἰς ἀπόδειξιν τούτου ἐφέραμεν ὡς παράδειγμα τοὺς χοίρους, ἐναντίον τῶν ὁποίων δὲν ἐτόλμησαν νὰ ἐπιτεθοῦν οἱ δαίμονες πρὶν λάβουν τὴν ἄδειαν ἀπὸ τὸν Κύριον (Μάτθ.8,31). Ἐπίσης ἐφέραμεν ὡς παράδειγμα τὰ βουκόλια καὶ τὰ ποίμνια τοῦ Ἰώβ, διότι οὔτε αὐτὰ ἐτόλμησε ὁ διάβολος νὰ τὰ καταστρέψει παρὰ μόνον ὅταν ἔλαβεν ἄνωθεν τὴν ἐξουσίαν (Ἰῶ 1,12). Τὸ πρῶτον λοιπὸν ποὺ ἐμάθομεν εἶναι ὅτι δὲν μᾶς ἐπιβάλλεται διὰ τῆς βίας οὔτε ἀπὸ καμμίαν ἀνάγκην, μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἐπροσθέσαμεν ὅτι ἂν καὶ νικᾶ μὲ ἀπάτην, οὔτε ἔτσι κατορθώνει νὰ τοὺς νικήσει ὅλους. Καὶ πάλιν ἐφέραμεν ὡς παράδειγμα τὸν ἀγωνιστικὸν Ἰώβ, ἐναντίον τοῦ ὁποίου ἐχρησιμοποίησε ἀμέτρητα τεχνάσματα καὶ οὔτε ἔτσι κατόρθωσε νὰ τὸν νικήσει , ἀλλὰ ἀπεσύρθη ἡττημένος.

Δὲν εἶναι ὁ διάβολος πού μας ζημιώνει ἀλλά, ἡ ἰδική μας ἀδιαφορία, εἰς κάθε περίπτωση ἀνατρέπει καὶ ὑποσκελίζει ὅσους δὲν προσέχουν. Ἂς ἀφήσωμεν τὸν διάβολον λοιπόν, ποὺ εἶναι πολὺ πονηρός, ὄχι ἐκ φύσεως, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ψυχική του διάθεση καὶ τὴν γνώμην, ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ἐκ φύσεως πονηρός, ἠμπορεῖς νὰ τὸ πληροφορηθεῖς ἀπὸ τᾶς ἴδιας τᾶς ὀνομασίας του,. Ὀνομάζεται διάβολος ἀπὸ τὸ διαβάλλειν. Διότι διέβαλε τὸν ἄνθρωπον πρὸς τὸν Θεὸν λέγων, ‘’δὲν σὲ λατρεύει δωρεὰν ὁ Ἰωβ, ἀλλὰ στεῖλε τὴν χείρα σου καὶ ψαῦσε αὐτὰ ποὺ ἔχει , εἰ δὲ μὴ θὰ σὲ βλασφημήση κατὰ πρόσωπον’’ (Ἰωβ1,9,11). Διέβαλε πάλιν τὸν Θεὸ πρὸς τὸν ἄνθρωπον λέγων, ‘’ πῦρ ἔπεσεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ κατέκαυσε τὰ πρόβατα’’(Ἰωβ,1,16)., προσπαθοῦσε νὰ πείσει αὐτὸν ὅτι ὁ πόλεμος αὐτὸς ἐξαπελύθη ἀπὸ ἐπάνω ἀπὸ τὸν οὐρανούς, καὶ ἔφερε εἰς σύγκουσιν τὸν δοῦλο πρὸς τὸν Κύριον, καὶ τὸν Κύριον πρὸς τὸν δοῦλον, μᾶλλον δὲ δὲν τοὺς ἔκαμε νὰ συγκρουστοῦν, ἀλλὰ ἐπεχείρησε νὰ τοὺς φέρει εἰς σύγκρουσιν ὅμως δὲν ἠμπόρεσεν, ὥστε, ὅταν ἰδῆς ἄλλον δοῦλον νὰ συγκρούεται μὲ τὸν Δεσπότην, τὸν Ἀδὰμ δηλαδὴ πρὸς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος Ἀδὰμ ἐπίστευσεν εἰς τὴν διαβολήν του, νὰ μάθης ὅτι δὲν ἤντλησε τὴν δύναμίν του ἀπὸ τὴν ἰδικὴ τοῦ δύναμιν , ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ραθυμίαν καὶ ἀδιαφορίαν ἐκείνου. Διὰ τοῦτο λοιπὸν ἔχει ὀνομασθῆ διάβολος, τὸν νὰ διαβάλλη ὅμως καὶ τὸ νὰ μὴ διαβάλλη δὲν εἶναι στοιχεῖον τῆς φύσεως, ἀλλὰ πράξις ποὺ γίνεται καὶ ‘’ ἀπογίνεται’’, ποὺ συμβαίνει καὶ ποὺ παύει νὰ συμβαίνει, καὶ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχουν θέσιν φύσεως οὐσίας.
Θέλετε τώρα νὰ ἔλθωμεν καὶ εἰς μίαν ἄλλην ὀνομασίαν καὶ θὰ ἰδῆτε ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ ὀνομασία δὲν ἀναφέρεται εἰς τὴν οὐσίαν οὔτε εἰς τὴν φύσιν τοῦ διαβόλου; Ὀνομάζεται πονηρός, ἡ δὲ πονηρὶα δὲν εἶναι στοιχεῖο τῆς φύσεως, ἀλλὰ τῆς ψυχικῆς διάθεσης, διότι ἄλλοτε γίνεται καὶ ἄλλοτε παύει νὰ ὑπάρχει. Οὔτε βέβαια νὰ μοῦ ἰσχυρισθεῖς ὅτι αὐτὴ παραμένει εἰς ἐκεῖνον διὰ παντός, διότι δὲν ἦτο ἐξ ἀρχῆς εἰς ἐκεῖνον, ἀλλὰ προσετέθη ἀργότερον, δι’ αὐτὸ ὀνομάζεται καὶ ἀποστάτης, καὶ ὅμως ἐνῶ πολλοὶ ἄνθρωπο εἶναι πονηροί, αὐτὸς μόνον ὀνομάζεται κατ’ ἐξοχὴν πονηρός. Διατὶ τέλος πάντων ὀνομάζεται ἔτσι; Διότι ἐνῶ δὲν ἀδικήθηκε καθόλου ἀπὸ ἐμᾶς, ἐνῶ δὲν εἶχε οὔτε μικρᾶν οὔτε μεγάλη κατηγόριαν ὅταν εἶδε νὰ τιμᾶται ὁ ἄνθρωπος , ἀμέσως τὸν ἐφθόνησε διὰ τὰ ἀγαθά. Καὶ τί χειρότερον ἀπὸ αὐτὴν τὴν πονηρὶαν ἠμποροῦσε νὰ ὑπάρξει κατὰ τὴν ὁποίαν γεννᾶται ἔχθρα καὶ πολέμος χωρὶς καμμίαν αἰτίαν;
Ἂς ἀφήσωμεν λοιπὸν κατὰ μέρος τὸν διάβολον καὶ ἂς φέρωμε πρὸς συζήτησιν τὴν κτίσιν, διὰ νὰ μάθης ὅτι αἴτιος τῶν κακῶν εἰς ἠμᾶς δὲν εἶναι ὁ διάβολος, ἂν ἐμεῖς θέλωμεν νὰ προσέχωμεν. Διὰ νὰ μάθης ὅτι ὁ ἔχων ἀσθενῆ θέλησιν καὶ ὁ ἀμελὴς καὶ ὁ ἀδιάφορος , καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχει ὁ διάβολος, καταπίπτει καὶ κρημνίζεται εἰς μαγάλα βάραθρα κακίας; Ὁ διάβολος εἶναι πονηρός, τὸ γνωρίζω καὶ ὁμολογεῖται ἀπὸ ὅλους, ἀλὰ πρόσεχε μὲ μεγάλη προσήλωσιν αὐτὰ ποὺ πρόκειται νὰ εἰπῶ τώρα. Δὲν εἶναι συνηθισμένα, ἀλλὰ εἶναι θέματα διὰ τὰ ὁποία ἀπὸ πολλοὺς πολλᾶς φορᾶς καὶ σὲ πολλὰ μέρη γίνοντας συζητήσεις διὰ τὰ ὁποία διεξάγεται μεγάλη μάχη καὶ πόλεμος ὄχι μόνον μεταξὺ τῶν πιστῶν πρὸς τοὺς ἀπίστους, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν ἰδῖων τῶν πιστῶν, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ὀδυνηρόν.
Διὰ τὸν διάβολον λοιπὸν ὅτι συμφωνοῦν , καθὼς εἶπα, ὅτι εἶναι πονηρός, τί θὰ εἰποῦμε ὅμως διὰ τὴν δημιουργίαν , τὴν ὡραία καὶ θαυμαστήν; Μήπως καὶ ἡ δημιουργία εἶναι πονηρά; Καὶ ποιὸς εἶναι τόσο μιαρός; Ποιὸς εἶναι τόσο ἀνόητος καὶ παρανοϊκὸς ὥστε νὰ κατηγορήση τὴν κτίσιν; Τί θὰ εἰποῦμε λοιπὸν δι’ αὐτήν; Διότι δὲν εἶναι πονηρά, ἀλλὰ εἶναι ὡραῖα καὶ ἀποτελεῖ ἀπόδειξιν τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δυνάμεως τῆς φιλανθρωπίας του. Ἄκουσε λοιπὸν πὼς θαυμάζει αὐτὴν ὁ προφήτης λέγων: ‘‘ Πόσον ἐμεγαλύθησαν τὰ ἔργα σου , Κύριε, ὅλα τὰ ἔκαμες μὲ σοφίαν’’ (Ψάλμ.103,24), δὲν ἀναφέρεται εἰς τὸ καθένα χωριστά, ἀλλὰ ὑποχωρεῖ ἐμπρὸς εἰς τὸ ἀκατάληπτόν της σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ὅτι τὴν ἔπλασε τόσον ὡραία καὶ μεγάλην ἐπωφελῶς, ἄκουσε κάποιον ποὺ τὸ λέγει, ‘‘ ἀπὸ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῶν κτισμάτων φαίνεται ἀναλόγως καὶ ὁ δημιουργὸς τῶν’’ (Σόφ. Σόλ.13,5), ἄκουσε τὸν Παῦλον ποὺ λέγει, ‘‘ διότι τὰ ἀόρατα στοιχεῖα τῆς θεότητος ἀπὸ τὴν δημιουργίαν τοῦ κόσμου φαίνονται καθαρὰ μὲ τὴν σκέψιν μέσα εἰς τὰ δημιουργήματα’’ (Ρὼμ .1,20). Διότι κάθε ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς δι’ ὅσων εἶπεν, ἄφησε νὰ ἐννοθῆ ὅτι ἡ κτίσις ἡ ἴδια μας ὁδηγεῖ εἰς τὴν θεογνωσίαν, ὅτι αὐτὴ συνετελεῖ νὰ γνωρίσωμεν καλῶς τὸν Δεσπότην
Τί λοιπὸν ἂν ἴδωμεν ὅτι αὐτὴ ἡ ὡραία καὶ θαυμαστὴ κτίσις ὑπῆρξε διὰ πολλοὺς αἰτία ἀσεβείας , θὰ τὴν κατηγορήσωμεν; Καθόλου , ἀλλὰ θὰ κατηγορήσωμεν ἐκείνους ποὺ δὲν ἐχρησιμοποίησαν ὅπως πρέπει τὸ φάρμακον. Ποῦ εὑρίσκεται λοιπὸν ἡ αἰτία τῆς ἀσεβείας; ‘‘ Ἐσκοτίσθη ‘’, λέγει, ‘‘ ἡ σκέψις τῶν φιλοσόφων καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τὴν κτίσιν ἀντὶ τοῦ δημιουργού’’ (Ρώμ. 1, 21, 25). Πουθενὰ δὲν ὑπάρχει ἐδῶ ὁ διάβολος, πουθενὰ ὁ δαίμων , ἀλλὰ ἐνώπιον ὅλων ἁπλώνεται ἡ κτίσις μόνη καὶ γίνεται διδάσκαλος θεογνωσίας. Πῶς λοιπὸν ἔγινεν αἰτία ἀσεβείας; Ὄχι ἀπὸ τὴν φύσιν τῆς , ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀμέλεια αὐτῶν ποὺ δὲν προσέχουν.
Τί λοιπὸν , εἰπέ μου, θὰ ἀφανήσωμεν τὴν κτίσιν; Καὶ διατὶ ὁμιλῶ διὰ τὴν κτίσιν; Ἂς ἔλθωμεν εἰς τὰ μέλη τοῦ ἰδίου τοῦ σώματός μας. διότι , ἂν δὲν προσέχωμεν , θὰ εὔρωμεν ὅτι καὶ αὐτὰ γίνονται αἰτία τῆς ἀπωλείας μας ὄχι ἀπὸ τὴν φύσιν τῶν ,ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἰδική μας ἀμέλειαν.
Σκέψου , σὲ παρακαλῶ, ὅτι σου ἐδόθη ὁ ὀφθαλμὸς διὰ νὰ δοξάζεις τὸν Δεσπότην βλέπων τὴν κτίσιν. ἀλλὰ ἂν δὲν κάμης καλὴν χρῆσιν τοῦ ὀφθαλμοῦ, σοὺ γίνεται πρόξενος μοιχίας (Μάτθ. 5, 28), ἡ γλώσσα σου ἐδόθη διὰ νὰ δοξάζεις καὶ νὰ ὑμνεῖς τὸν δημιουργὸν , ἀλλὰ ἐὰν δὲν προσέχεις , αὐτή σου γίνεται αἰτία βλασφημίας (Ἴων. 3, 5- 12), τὰ χέρια σου ἐδόθηκαν διὰ νὰ τρέχεις εἰς καλὰ ἔργα ἀλλ’ ἂν ἀμελεὴς , δι’αὐτῶν θὰ ὁδηγηθεῖς εἰς κακᾶς πράξεις. Βλέπεις ὅτι τὸν ἀσθενῆ τὸν βλάπτουν τὰ πάντα; Βλέπεις ὅτι τὸν ἀσθενῆ καὶ τὰ σωτήρια φάρμακα τὸν φέρουν εἰς τὸν θάνατον, ὄχι ἀπὸ τὴν φύση τῶν , ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀδυναμία ἐκείνου; Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν οὐρνανὸν διὰ νὰ θαυμάζεις τὸ ἔργον καὶ νὰ προσκυνήσεις τὸν Δεσπότην, ἀλλὰ ἄλλοι , ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν τὸν δημιουργὸν , προσεκύνησαν τὸν ἴδιον τὸν οὐρανόν, αὐτὰ ὅλα προῆλθαν ἀπὸ τὴν ἀμέλεια καὶ τηνανοησία τῶν.
Ἀλλὰ διατὶ ὁμιλῶ διὰ τὴν κτίσιν; καὶ μήπως ἠμπορεῖ νὰ γίνη κάτι ἄλλο παρισσότερον σωτήριον ἀπὸ τὸν σταυρόν; Ὅμως αὐτὸς ὁ σταυρὸς ὑπῆρξε σκάνδαλον διὰ τοὺς ἀδυνάτους. ‘’Διότι τὸ κήρυγμα περὶ τοῦ σταυροῦ διὰ τὰ τέκνα τῆς ἀπωλείας εἶναι μωρία, ἐνῶ διὰ τοὺς σωζομένους εἶναι δύναμις Θεού’’(Ἅ΄Κόρ. 1,18). Καὶ πάλι, ‘‘ κηρύσσομεν τὸν Χριστὸν τὸν ἐσταυρωμένον , ὁ ὁποῖος εἶναι σκάνδαλον διὰ τοὺς Ἰουδαίους, διὰ τοὺς εἰδολολάτρας δὲ μωρία’’ (Ἅ΄Κόρ. ,23). Τί ἠμπορεῖ νὰ γίνη περισσότερον φωτισμένη διδασκαλία ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Παύλου , καὶ τῶν ἀποστόλων; Ἀλλὰ οἱ ἀπόστολοι αὐτοὶ διὰ πολλοὺς ὑπῆρξαν ὀσμὴ θανάτου, διότι λέγει, ‘‘δι’ ἄλλους ὀσμὴ θανάτου πρὸς θάνατον, δι’ ἄλλους ὀσμὴ ζωὴν πρὸς ζωήν’’ (Β΄Κόρ.2,16).Βλέπεις λοιπὸν ὅτι ὁ μὲν ἀδύνατος εἰς τὴν πίστιν βλάπτεται καὶ ἀπὸ τὸν Παῦλον , ἐνῶ ὁ ἰσχυρὸς δὲν ἀδικεῖται οὔτε ἀπὸ τὸν διάβολον;
Θέλεις νὰ φέρωμεν τὸν λόγον καὶ εἰς τὸν Χριστόν; Τί ἠμορεῖ νὰ συγκριθῆ μὲ τὴν σωτηρίαν ἐκείνην; Τί ἄλλο ὑπῆρξεν ὠφελιμότερον ἀπὸ τὴν παρουσίαν ἐκείνην; Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ παρουσία ἡ σωτήριος, ἡ χρήσιμη, ἔγινεν ἀφορμὴ κολάσεως διὰ πολλούς. ‘‘ Διότι ‘’ , λέγει, ‘‘ ἐγὼ ἦλθα εἰς τὸν κόσμον τοῦτον πρὸς κρίσιν , ὥστε αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔβλεπαν νὰ ἰδοῦν καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔβλεπαν νὰ γίνουν τυφλοί’’ (Ἰω. 9,39). Τί λέγεις; Τὸ φῶς ἔγινεν αἰτία τυφλώσεως; Δὲν ἔγινε τὸ φῶς αἰτία τυφλώσεως, ἀλλὰ ἡ ἀδυναμία τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς δὲν ἠμπόρεσε νὰ δεχθῆ τὸ φῶς.
Εἶδες ὅτι ὁ ἀδύνατος βλάπτεται ἀπὸ παντοῦ, ὁ δὲ ἰσχυρὸς ὠφελεῖται ἀπὸ παντοῦ; Διότι παντοῦ αἰτία εἶναι ἡ ψυχικὴ διάθεση , παντοῦ κυρίαρχος εἶναι ἡ γνώμη. Ἐπειδὴ ὁ διάβολος, ἂν θέλεις νὰ μάθεις, εἶναι καὶ χρήσιμος εἰς ἠμᾶς, ἂν τὸν χρησιμοποιήσωμεν ὅπως πρέπει , καὶ μᾶς ὠφελεῖ τὰ μέγιστα καὶ ἐπιτυγχάνωμεν ἀπὸ αὐτὸν κέρδη ὄχι μικρά. Καὶ αὐτὸ τὸ ἀπεδείξαμεν πολλάκις κι ἀπὸ τὴν περίπτωσιν τοῦ Ἰώβ…
Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶπα τώρα, ὄχι γιὰ νὰ ἀπαλλάξω τὸν δάβολον ἀπὸ τὴν κατηγορίαν, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς ἐλευθερώσω ἀπὸ τὴν ραθυμίαν. Καθ’ ὅσον ἐκεῖνος ἐπιθυμεῖ πολὺ νὰ ἐπιρρίπτωμεν εἰς αὐτὸν τᾶς εὐθύνας τῶν ἰδικῶν μας ἁμαρτημάτων , ὥστε τρεφόμενοι μὲ αὐτὴν τὴν ἐλπίδα καὶ διαπτάττοντας πᾶν εἶδος κακίας, νὰ αὐξήσωμεν οἱ ἴδοι τὴν εἰς βάρος μας τιμωρίαν, διότι οὐδόλως συγχωρούμεθα μὲ τὴν μετάθεσιν τῆς εὐθύνης εἰς ἐκεῖνον διὰ τᾶς ἰδικᾶς μας ἁμαρτίας, ὅπως δὲν συνεχωρήθη καὶ ἡ Εὕα. Ἐμεῖς ὅμως νὰ μὴ κάμωμεν αὐτό, ἀλλὰ νὰ ἐμβαθύνωμεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας καὶ εἰς τὰ τραύματά μας, διότι ἔτσι θὰ ἠμπορέωμεν νὰ ἐπιθέσωμεν καὶ τὰ φάρμακα διὰ τὴν θεραπείαν , διότι ἐκεῖνος ποὺ ἀγνοεῖ τὴν νόσον του δὲν θὰ φροντίση καθόλου διὰ τὴν θεραπείαν της.
Ἔχομεν πολλᾶς ἁμαρτίας, τὸ γνωρίζω καὶ ἐγώ, ὅλοι εἴμεθα ὑπὸ κολασμόν, ἀλλὰ δὲν ἔχομεν ἀποκλεισθῆ ἀπὸ τὴν συγγνώμην , οὔτε εὐρισκόμεθα ἔξω ἀπὸ τὴν μετάνοιαν, διότι ἱστάμεθα ἀκόμη εἰς τὸ σκάμμμα ἕτοιμοι διὰ τοὺς ἀγώνας τῆς μετανοίας. εἶσαι γέρων καὶ ἔφθασες εἰς τὴν ἐσχάτην ἔξοδον ἀπὸ τὴν ζωήν; Μὴ νομίσης ὅτι ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ἔχεις χάσει τὴν εὐκαιρίαν τῆς μετανοίας, οὔτε νὰ ἀπελπισθῆς διὰ τὴν σωτηρία σου, ἀλλὰ θυμήσου τὸν ληστὴν ποὺ συνεχωρήθη ἐπάνω εἰς τὸν σταυρόν. Πράγματι , ποιὸν χρονικὸν διάστημα εἶναι συντομώτερον ἀπὸ τὴν στιγμὴν ἐκείνην κατὰ τὴν ὁποίαν ἐστεφανοῦτο; Ὅμως δι’ αὐτὸν ἦτο ἀρκετὴ διὰ νὰ σωθῆ. Εἶσαι νέος; Μὴ ἐπαναπαύεσαι μὲ θάρρος εἰς τὴν νεότητα, οὔτε νὰ νομίσεις ὅτι ἔχεις ἀρκετὴν προθεσμίαν τῆς ζωῆς, ‘‘ διότι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρόυ ἔρχεται ὡς κλέπτης μέσα εἰς τὴν νύκτα’’ (Ἅ΄Θέσ. 5,2). Διὰ τοῦτο καὶ δὲν μᾶς ἐγνωστοποίησε τὴν ἡμέραν τοῦ θανάτου μας , διὰ νὰ ἐπιδείξωμεν ζῆλον καὶ φροντίδα. Δὲν βλέπεις κάθε ἡμέραν νέους νὰ ἀποθνήσκουν; Διὰ τοῦτο μας προτρέπει κάποιος, « Μὴ βραδύνης νὰ ἐπιστρέψεις πρὸς τὸν Κύριον , οὔτε νὰ ἀναβάλλης ἀπὸ ἡμέρας πρὸς ἡμέραν , μήπως καθὼς βραδύνεις καταφθαρης» (Σόφ. Σειρὰχ 5,7). Ὁ γέρων λοιπὸν ἂς ἔχει ἐκείνην τὴν παραίνεσιν ὑπ’ ὄψιν , ὁ νέος αὐτὴν ἐδῶ τὴν νουθεσίαν. Ἀλλὰ εἶσαι ἀσφαλής, ἔχεις πλούτη καὶ καυχᾶσαι διὰ τὰ χρήματά σου καὶ δὲν σοῦ συμβαίνει κανένα κακόν; Ἄκουσε τί λέγει ὁ Παῦλος, ‘‘ Ὅταν λέγουν εἰρήνην καὶ ἀσφάλειαν , τότε ἐπέρχεται εἰς αὐτοὺς ὁ ὂλεθρος’’ (Ἅ΄Θέσ. 5,3). Διότι ὅλα τὰ πράγματα ὑφίστανται μεταβολᾶς, δὲν ἐξουσιάζομεν τὸν θάνατον, ἂς γίνωμεν κύριοί της ἀρετῆς , διότι ὁ Κύριός μας ὁ Χριστὸς εἶναι φιλάνθρωπος. Θέλετε νὰ σᾶς ἀναφέρω καὶ ὁδοὺς τῆς μετανοίας; εἶναι πολλοὶ καὶ ποικίλαι καὶ διάφοροι μεταξὺ τῶν ,ὄλαι ὅμως ὁδηγοῦν πρὸς τὸν οὐρανόν. Πρώτη ὁδὸς μετανοίας εἶναι ἡ καταδίκη τῶν ἁμαρτημάτων μας, ‘‘ Λέγε ἐσὺ πρῶτος τᾶς ἁμαρτίας σου διὰ νὰ δικαιωθής’’( Ἤσ. 43,26).δι’ αὐτὸν εἶπε καὶ ὁ Προφήτης, ‘‘εἶπα, θὰ καταδικάσω τὸν ἑαυτόν μου διὰ τῆς ἀνομίαν μου πρὸς τὸν Κύριον , καὶ σὺ ἐσυγχώρησες τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου’’ (Ψάλμ.31,5). Ἀναγνώρισε λοιπὸν καὶ σὺ τὰ ἁμαρτήματά σου, αὐτὸν εἶναι ἀρκετὸ εἰς τὸν Κύριον ὡς ἀπολογία, διότι αὐτὸς ποὺ κατεδίκασε τὰ ἁμαρτήματα τοῦ εἶναι δυσκολότερον νὰ περιπέση πάλιν εἰς τὰ ἴδια ἁμαρτήματα. Ὕψωσε τὴν συνείδησιν ποὺ ἔχει μέσα σου εἰς κατήγορον , διὰ νὰ μὴ ἔχεις ἐκεῖ ἄλλον κατήγορον ἐπὶ τοῦ βήματος τοῦ Κυρίου. Αὐτὴ εἶναι μία ὁδὸς μετανοίας ἀρίστη. Ὑπάρχει καὶ ἄλλη ποὺ δὲν εἶναι κατωτέρα αὐτῆς, τὸ νὰ μὴ μνησικακεῖς ἐναντίων τῶν ἐχθρῶν, τὸ νὰ συγκρατῆς τὴν ὀργή σου, νὰ συγχωρεῖς τὰ ἁμαρτήματα τῶν συνανθρώπων σου, διότι ἔτσι θὰ συγχωρηθοῦν καὶ τὰ ἰδικά μας ἁμαρτήματα ποὺ διεπράξαμεν πρὸς τὸν Κύριον. Ἰδοὺ λοιπὸν καὶ δεύτερος τρόπος καθαρισμοῦ τῶν ἁμαρτημάτων μας.Διότι λέγει ‘‘ἂν συγχωρήσετε τοὺς ὀφειλέτες σας, καὶ ὁ οὐράνιος Πατήρ σας θὰ σᾶς συγχωρηση’’. (Μάτθ. 6,14).
Θέλεις νὰ μάθης καὶ μία τρίτην ὁδὸν μετανοίας; Νὰ κάμης προσευχὴν θερμὴν καὶ εἰλικρινῆ ποὺ νὰ πηγάζη ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου. Δὲν εἶδες ἐκείνην τὴν χείραν πῶς ἐξευμένισε τὸν ἀναίσχυντον ἐκεῖνον δικαστήν; (Λούκ. 18. 1-8). Ἐνῶ σὲ ἔχεις Κύριον ἥμερον καὶ προσηνῆ καὶ φιλάνθρωπον, ἐκείνη ἐζήτει ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν , σὺ ὅμως δὲν ζητεῖς ἐναντίον ἐχθρῶν , ἀλλὰ ὑπὲρ τῆς ἰδικῆς σου σωτηρίας.
Ἂν θέλης νὰ μάθης καὶ τέταρτη ὁδὸν μετανοίας, θὰ σοῦ εἰπῶ τὴν ἐλεημοσύνην, διότι αὐτὴ ἔχει πολλὴν καὶ ἀνέκφραστον δύναμιν. Καὶ πράγματι ὅταν ὁ Ναβουχοδονόσορ ἔφθασεν εἰς λογὴς κακίαν καὶ διέπραξεν κάθε ἀσέβειαν, ὁ Δανιὴλ τοῦ εἶπε, ‘‘Βασιλεῦ, νὰ εἰσακούσης τὴν συμβουλήν μου, λυτρώσου ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά σου μὲ τᾶς ἐλεημοσύνας, καὶ ἀπὸ τᾶς ἀνομίας σου λυτρώσου μὲ τὴν εὐσπλαχνίαν σου διὰ τοὺς πτωχούς’’ (Δᾶν.4,24 ). Ποὶον πράγμα ἠμπορεῖ νὰ γίνη ἴσον μὲ τὴν φιλανθρωπίαν; Ὕστερα ἀπὸ ἀναρίθμητα ἁμαρτήματα, ὕστερα ἀπὸ τόσας παρανομίας ὑπόσχεται νὰ ἀπαλλάξη ὅλων αὐτῶν τὸν δράστη, ἐὰν δειχθῆ φιλάνθρωπος εἰς τοὺς συνδούλους του. Καὶ πέμτη ἡ μετριοφροσύνη καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη ποὺ ἐκμηδενίζουν τὴν φύσιν τῶν ἁμαρτημάτων ὄχι ὀλιγότερον ἀπὸ ὅλους τους ἄλλους τρόπους ποὺ ἀνεφέραμεν, καὶ μάρτυς ὁ τελώνης , ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε νὰ ἀναφέρη λαμπρὰ ἔργα, ἀλλὰ ἀντὶ ὅλων αὐτῶν προσέφερε τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ ἀπηλλάγη ἀπὸ τὸ βαρὺ φορτίον τῶν ἁμαρτημάτων (Λοὺκ 18, 13 ).
Ἰδοὺ λοιπὸν ἐδειξαμεν πέντε ὁδοὺς μετανοίας.
πρώτη τὴν κατανόηση τῶν ἁμαρτημάτων μας,
δευτέραν τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ πλησίον,
τρίτην ἐκείνην ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν προσευχήν,
τετάρτην ἐκείνην ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνην καὶ
πέμπτην τὴν προερχόμενην ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνην.
Μὴ βραδύνης , λοιπὸν , ἀλλὰ νὰ βαδίζης κάθε ἡμέραν ὄλας αὐτᾶς τᾶς ὁδούς, καθ’ ὅσον εἶναι εὔκολοι ὁδοὶ καὶ δὲν ἠμπορεῖς νὰ προβάλεις ὡς πρόσχημα τὴν πενίαν, ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ζῆς πτωχότερα ἀπὸ ὅλους καὶ τὴν ὀργὴν θὰ ἠμπορέσης καὶ νὰ ἀφήσης κατὰ μέρος καὶ νὰ ταπεινοφρονεῖς θὰ ἠμπορέσεις καὶ νὰ προσευχηθῆς ἐπαρκῶς καὶ νὰ καταδικάσης τὰ ἁμαρτήματά σου, καὶ εἰς τίποτε δὲν γίνεται ἡ πενίαν ἐμπόδιον. Καὶ τί λέγω ἐδῶ , ἀφοῦ οὔτε δι’ ἐκείνην τὴν μέθοδον τῆς μετανοίας ποὺ ἀπαιτεῖ τὴν καταβολὴν τῶν χρημάτων (δηλαδὴ τὴν ἐλεημοσύνη) οὔτε ἐκεῖ ἀποτελεῖ ἐμπόδιον εἰς ἠμᾶς ἡ πενία. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐφανέρωσε εἰς ἠμᾶς ἡ χείρα ποὺ κατέβαλε τὸ δυὸ λεπτὰ (Μάρκ. 12,41-44).
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐδιδάχθημεν τὴν θεραπείαν τῶν τραυμάτων μας, ἂς θέτωμεν ἐπάνω εἰς αὐτὰ τὰ φάρμακα, ὥστε, ἀφοῦ ἀνακτήσωμεν τὴν πραγματικὴν ὑγείαν νὰ ἀπολαύσωμεν καὶ τὴν ἱερὰν τράπεζαν μὲ παρρησίαν καὶ μὲ μεγάλην δόξαν νὰ συναντήσωμεν τὸν βασιλέα τῆς δόξης Χριστὸν καὶ νὰ ἐπιτύχωμεν τὰ αἰώνια ἀγαθὰ μὲ τὴν χάριν καὶ τοὺς οἰκτηρμοὺς καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ , διὰ τοῦ ὁποίου καὶ μετὰ τοῦ ὁποίου δόξα καὶ δύναμις καὶ τιμὴ τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων . Ἀμήν.

ΠΗΓΗ

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *