Θέλω νά σᾶς θυμίσω, ἀδελφοί μου, λίγα γιά τό ψέμα. Γιατί δέν βλέπω νά πολυφροντίζετε νά κρατᾶτε τή γλώσσα σας καί γι᾿ αὐτό εὔκολα παρασυρόμαστε σέ λάθη. Βλέπετε, ἀδελφοί μου, ὅτι γιά κάθε πράγμα, ὅπως πάντα σᾶς λέω, παίζει ρόλο ἡ συνήθεια καί στό καλό καί στό κακό. Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή καί ἄγρυπνη φροντίδα, γιά νά μήν μᾶς ξεγελάει τό ψέμα. Γιατί κανένας ἀπ᾿ αὐτούς πού λένε ψέματα δέν ἑνώθηκε μέ τό Θεό. Τό ψέμα δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τό Θεό. Γιατί εἶναι γραμμένο: «Τό ψέμα πηγάζει ἀπό τόν πονηρό». Καί σ᾿ ἄλλο σημεῖο ἔχει γραφτεῖ ὅτι: «Ὁ διάβολος εἶναι ψεύτης καί πατέρας τοῦ ψεύδους» (Ἰωάν. Η΄: 44). βλέπετε λέει τό διάβολο πατέρα τοῦ ψεύδους. Ἡ δέ ἀλήθεια εἶναι ὁ Θεός. Γιατί Αὐτός λέει: «Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰωάν. Δ΄: 16). καταλαβαίνετε λοιπόν ἀπό Ποιόν χωριζόμαστε καί μέ ποιόν δενόμαστε μέ τό ψέμα. Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι δενόμαστε μέ τό διάβολο.
Ἄν πραγματικά θέλουμε νά σωθοῦμε, ἔχουμε ὑποχρέωση μέ ὅλη τή δύναμη καί μέ κάθε φροντίδα ν᾿ ἀγαπᾶμε τήν ἀλήθεια καί νά φυλαγόμαστε ἀπό κάθε εἴδους ψέμα, γιά νά μήν μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀλήθεια καί τή ζωή.
Ὕπάρχουν δέ τρεῖς διαφορετικοί τρόποι γιά νά πεῖ κανείς ψέματα. Ὅ ἕνας εἶναι τό νά πεῖ κανείς ψέματα μέ τό νοῦ του, ὁ ἄλλος τό νά πεῖ ψέματα μέ λόγια καί ὁ τρίτος τό νά πεῖ ψέματα μέ ὁλοκληρη τή ζωή του. Ἐκεῖνος πού μέ τό νοῦ του λέει: «Γιά μένα λένε». Καί ἄν σταματήσουν νά μιλᾶνε, πάλι ὑποψιάζεται ὅτι σταμάτησαν γι᾿ αὐτόν. Ἄν τοῦ πεῖ κανείς μιά κουβέντα, ὑποψιάζεται ὅτι τήν εἶπε ἐπίτηδες γιά νά τόν στενοχωρήσει. Καί μ᾿ ἕνα λόγο, σέ κάθε πράγμα ἔτσι ὑποψιάζεται τόν ἀδελφό του, λέγοντας:
«Γιά μένα τό ᾿ κανε αὐτό, γιά μένα τό ᾿ πε ἐκεῖνο. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ἔκανε τοῦτο τό πράγμα».
Αὐτός εἶναι πού μέ τό νοῦ του λέει ψέματα. Γιατί δέν λέει τίποτα ἀληθινό, ἀλλά ὅλα εἶναι βασισμένα στίς ὑποψίες. Ἀπ᾿ αὐτό τό λόγο λοιπόν γενιοῦνται περιέργειες, καταλαλιές, κρυφακούσματα, διαμάχες, κατακρίσεις. Τυχαίνει καμιά φορά νά ὑποψιαστεῖ κάποιος κάτι καί τά πράγματα ν᾿ ἀποδείξουν ὅτι ἦταν ἀληθινό. Καί γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς ἰσχυρίζεται ὅτι, ἐπειδή θέλει νά διορθώσει τόν ἑαυτόν του, πάντοτε κινεῖται μέ καχυποψία καί περιέργεια, κάνοντας τήν ἀκόλουθη σκέψη:
«Ἄν μιλάει κανείς ἐναντίον μου κι ἐγώ τόν ἀκούσω, θά καταλάβω ποιό εἶναι τό σφάλμα πού μέ κατηγορεῖ καί θά διορθωθῶ».
Πρῶτα – πρῶτα λοιπόν, αὐτή ἡ προκατάληψη πού δέχεται στήν ψυχή του εἶναι ἔργο τοῦ πονηροῦ. Γιατί ἄρχισε μέ τό ψέμα, δηλαδή, χωρίς νά ξέρει ὑποψιάστηκε αὐτό πού δέν ἤξερε. Πῶς μπορεῖ λοιπόν κακό δέντρο νά κάνει καλούς καρπούς; Ἄν ὅμως θέλει νά διορθωθεῖ ἐντελῶς, ὅταν τοῦ πεῖ ὁ ἀδελφός: «Μήν τό κάνεις αὐτό» ἤ «γιατί τό ἔκανες ἐκεῖνο;» νά μήν ταραχθεῖ, ἀλλά νά βάλει μετάνοια καί νά τόν εὐχαριστήσει καί τότε θά διορθωθεῖ. Καί ἄν δεῖ ὁ Θεός ὅτι εἶναι τέτοια ἡ πρόθεσή του, δέν θά τόν ἀφήσει ποτέ νά πλανηθεῖ, ἀλλά ὁπωσδήποτε θά τοῦ στείλει τόν κατάλληλο ἄνθρωπο γιά νά τόν διορθώσει. Τό νά πεῖ ὅμως ὅτι:
Ἐπειδή θέλω νά διωρθωθῶ, πιστεύω στίς ὑποψίες μου καί κατά συνέπεια, συνηθίζω νά κρυφακούω καί νά περιεργάζομαι», αὐτό εἶναι μιά σκέψη πού τοῦ τή βάζει καί τή δημιουργεῖ ὁ διάβολος, θέλοντας νά τόν καταστρέψει.
Ὅταν κάποτε βρισκόμουνα στό κοινόβιο, εἶχα τόν πειρασμό νά προσπαθῶ νά συμπεράνω τήν ἐσωτερική κατάσταση κάποιου ἀπό τίς κινήσεις του. Μοῦ συνέβη λοιπόν ἕνα σχετικό γεγονός. Μιά φορά, καθώς στεκόμουν, προσπερνάει μιά γυναίκα πού βάσταζε ἕνα σταμνί νερό, καί δέν κατάλαβα πῶς παρασύρθηκα καί πρόσεχα τά μάτια της. Ἀμέσως τότε μοῦ γεννήθηκε ὁ λογισμός ὅτι ἦταν πόρνη. Μόλις λοιπόν μοῦ εἶπε αὐτό ὁ λογισμός, πολύ στενοχωρήθηκα καί τό ἀνέφερα στό Γέροντα, τόν Ἀββά Ἰωάννη, μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο:
«Γέροντα, ἄν χωρίς νά θέλω δῶ μιά κίνηση κάποιου καί συμπεράνω μέ τό λογισμό τήν κατάσταση πού βρίσκεται, τί πρέπει νά κάνω;»
Καί μοῦ ἀπάντησε ὁ Γέροντας κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο:
«Τί λοιπόν, δέν συμβαίνει πολλές φορές νά ἔχει κανείς κάποιο φυσικό ἐλάττωμα καί μέ πολύ ἀγώνα νά τό ξεπεράσει; Δέν μπορεῖς ἀπ᾿ αὐτό νά καταλάβεις τήν κατάστασή του. Ποτέ λοιπόν νά μήν πιστεύεις στίς ὑποψίες σου, γιατί στραβός ὁδηγός καί τά ἴσια τά κάνει στραβά. Οἱ ὑποψίες εἶναι ψεύτικες καί βλάπτουν».
Ἀπό τότε καί ἄν ἀκόμα μοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός γιά τόν ἥλιο ὅτι εἶναι ἥλιος, ἤ γιά τό σκοτάδι ὅτι εἶναι σκοτάδι, δέν τό πίστευα. Ἐπειδή δέν ὑπάρχει τίποτα βαρύτερο ἀπό τίς ὑποψίες. Εἶναι τόσο πολύ βλαβερές, γιατί μένουν πολύ καιρό μέσα μας καί ἀρχίζουν νά μᾶς πείθουν νά νομίζουμε ὅτι βλέπουμε καθαρά, πράγματα πού οὔτε ὑπάρχουν οὔτε ἔχουν γίνει.
Σύμφωνα με τον Αββά Δωρόθεο (μεγάλος Πατέρας και ασκητής που έζησε και πολιτεύτηκε στην Παλαιστίνη κατά τον ΣΤ’ αιώνα), υπάρχουν τρείς τρόποι για να πει κανείς ψέματα. Ο πρώτος είναι με το νού, ο δεύτερος με τα λόγια και ο τρίτος, το να πει κανείς ψέματα με την ίδια του τη ζωή. Στη παρούσα δημοσίευση ο αναγνώστης θα συναντήσει την τρίτη περίπτωση και πως αυτή εκδηλώνεται. Χρειάζεται καθολική όραση και πνευματική διαύγεια για να καταλάβει κανείς το νόσημα αυτό. Ένα νόσημα που ο πνευματικός Πατήρ αναλύει και παραδίδει ως γνήσιος Διδάσκαλος στα πνευματικά του τέκνα.
«Εκείνος που ψεύδεται με την ίδια τη ζωή του, είναι αυτός που, ενώ είναι άσωτος,προσποιείται ότι έχει εγκράτεια, ή είναι πλεονέκτης και μιλάει για ελεημοσύνη καιεπαινεί τη συμπάθεια ή είναι υπερήφανος και θαυμάζει την ταπεινοφροσύνη.
Και τη θαυμάζει βέβαια όχι γιατί θέλει να επαινέσει την αρετή. Γιατί, αν το έλεγε μ’αυτό το σκοπό, πρώτα-πρώτα θα ομολογούσε με ταπείνωση την ασθένεια του λέγοντας: «Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο, γιατί δεν έχω κάνει τίποτα καλό στη ζωή μου». Και αφού πρώτα θα ομολογούσε την αδυναμία του, τότε θα έπρεπε να θαύμαζε και να επαινούσε την αρετή. Αλλά εγκωμιάζει την αρετή, χωρίς να έχει κύριο σκοπό ν’αποφύγει να σκανδαλίσει τους άλλους. Γιατί σ’αυτή την περίπτωση, θα έλεγε: «Εγώ βέβαια, είμαι άθλιος και εμπαθής, γιατί να σκανδαλίσω κι άλλον; Γιατί να βλάψω κι άλλη ψυχή, και να φορτωθώ και άλλο βάρος»; Μ’αυτό το λογισμό-και αν ακόμα αμάρτανε-θα είχε πλησιάσει κάπως το καλό. Γιατί είναι χαρακτηριστικό ταπεινώσεως να εξευτελίζουμε τον εαυτό μας και χαρακτηριστικό συμπαθείας να φροντίζουμε τον πλησίον. Αλλά αυτός δεν θαυμάζει για τους λόγους που ανέφερα την αρετή, αλλά καταπιάνεται και μιλάει γι’αυτήν και τη θαυμάζει ή για να σκεπάσει την ασχήμια του-αφήνοντας να εννοηθεί ότι δήθεν και αυτός έχει κάποια σχέση μ’αυτήν-ή πολλές φορές για να κάνεικακό και να παραπλανήσει τον εαυτό του. Γιατί καμιά κακία, καμιά αίρεση, ούτε και αυτός ο ίδιος ο διάβολος δεν μπορεί να ξεγελάσει τον άνθρωπο παρά μόνο αν του παρουσιαστεί σαν αρετή, όπως λέει ο Απόστολος: «αὐτὸς γὰρ ὁ σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός» (Β’ Κορ.11-14). Δεν είναι λοιπόν παράξενο αν και οι υπηρέτες του μεταμορφώνονται σε υπηρέτες κάθε αρετής.
Έτσι ακριβώς και ο ψεύτης, είτε γιατί ντρέπεται και φοβάται να μην ταπεινωθεί, είτε, όπως είπα, γιατί θέλει να παρασύρει και να ξεγελάσει κάποιον, μιλάει για τις αρετές, και τις παινεύει και τις θαυμάζει, σαν να’ναι δικές του και να τις έχει ζήσει. Αυτός είναι εκείνος που ψεύδεται με ολόκληρη τη ζωή του. Αυτός δεν είναι άνθρωπος απλός, αλλά διπλοπρόσωπος. Άλλος είναι μέσα του και διαφορετικός φαίνεται. Διπλή είναι και εντελώς αξιοπεριφρόνητη ολόκληρη η ζωή του.
Να λοιπόν, είπαμε και για το ψέμα ότι προέρχεται από το διάβολο. Μιλήσαμε και για την αλήθεια, ότι η αλήθεια είναι ο Θεός. Ας αποφύγουμε λοιπόν, αδελφοί μου, το ψέμα για να γλυτώσουμε από τη μερίδα του πονηρού, και ας αγωνιστούμε να αποκτήσουμε την αλήθεια, για να ενωθούμε μ’Αυτόν που είπε: «Εγώ είμαι η Αλήθεια» (Ιωάν.14.6). Ο Θεός να μας κάνει αξίους της Αλήθειας Του».
……
Καί ἄλλα παρόμοια σέ διάφορες περιστάσεις μᾶς εἶπαν οἱ Πατέρες γιά νά μᾶς προφυλάξουν ἀπό τό κακό πού φέρνουν οἱ ὑποψίες. Ἄς φροντίσουμε λοιπόν, ἀδελφοί μου, μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις νά μήν δίνουμε ἐμπιστοσύνη ποτέ στίς ὑποψίες μας. Τίποτα δέν ἀπομακρύνει τόσο πολύ τόν ἄνθρωπο ἀπό τό νά παρακολουθεῖ καί νά ἐλέγχει τίς ἁμαρτίες του, καί τίποτα δέν τόν κάνει τόσο πολύ ν᾿ ἀσχολεῖται μ᾿ ὅσα δέν τόν ἀφοροῦ ὅσο αὐτές. Ἀπ᾿ αὐτό τό πάθος δέν μπορεῖ νά προκύψει τίποτα καλό, ἀπ᾿ αὐτό συμβαίνουν μυριάδες ταραχές, μυριάδες στενοχώριες, ἀπ᾿ αὐτό ποτέ δέν βρίσκει καιρό ὁ ἄνθρωπος ν᾿ ἀποκτήσει τό φόβο τοῦ Θεοῦ. Λοιπόν κι ἄν ἀκόμη ἡ δική μας ἡ κακία σπείρει ὑποψίες στήν ψυχή μας, ἀμέσως ἄς τίς μετατρέψουμε σέ καλές σκέψεις καί τότε δέν θά μᾶς βλάπτουν. Γιατί εἶναι καταστρεπτικές οἱ ὑποψίες καί δέν ἀφήνουν τήν ψυχή ποτέ νά βρεῖ τήν εἰρήνη της. Νά, αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό ψέμα πού ζοῦμε μέ τό μυαλό μας.
Ἐκεῖνος δέ πού ψεύδεται μέ λόγια εἶναι αὐτός πού, ὅταν, ἄς ὑποθέσουμε, βαριέται νά σηκωθεῖ γιά τήν ἀγρυπνία, δέν λέει:
«Συγχώρεσέ με, γιατί βαρέθηκα νά σηκωθῶ»,
ἀλλά λέει: «Εἶχα πυρετό, ἤμουνα ζαλιζμένος, δέν μποροῦσα νά σηκωθῶ, δέν εἶχα κουράγιο».
Καί λέει δέκα λόγια ψεύτικα, γιά νά μήν βάλει μιά μετάνοια καί ταπεινωθεῖ. Ἄν ὅμως κάποιος τόν κατηγορήσει γιά κάτι, προσπαθεῖ ἐπίμονα μέ τίς ἀντιρρήσεις του καί τίς ψευτοευγένειές του νά ἀνασκευάσει τήν κατηγορία μόνο καί μόνο γιατί δέν τήν σηκώνει. Παρόμοια συμβαίνει, ἄν τύχει καί λογομαχήσει μέ τόν ἀδελφό του. Δέν σταματάει τότε νά δικαιολογεῖται καί νά λέει:
«Ἐσύ ὅμως εἶπες, ἐσύ ἔκανες, ἐγώ δέν εἶπα, ἐκεῖνος εἶπε, αὐτό, ἐκεῖνο», μόνο καί μόνο γιά νά μήν ταπεινωθεῖ.
Πάλι, ἄν ἐπιθυμήσει κάποιο πράγμα, δέν ἀνέχεται νά πεῖ: «Ἐπιθυμῶ αὐτό», ἀλλά γυροφέρνει τά λόγια του λέγοντας: «Ὑποφέρω ἀπ᾿ αὐτό, καί χρειάζομαι ἐκεῖνο» ἤ «μοῦ εἶπαν νά κάνω αὐτό», καί λέει τόσα ψέματα μέχρι νά πραγματοποιήσει τήν ἐπιθυμία του.
Γιατί κάθε ἁμαρτία γίνεται ἤ ἀπό φιληδονία ἤ ἀπό φιλαργυρία ἤ ἀπό φιλοδοξία. Παρόμοια καί τό ψέμα, γι᾿ αὐτούς τούς τρεῖς λόγους λέγεται. Ἤ γιά νά μήν κατηγορηθεῖ κανείς καί ταπεινωθεῖ ἤ γιά νά μήν κάνει κάποιο θέλημα ἤ γιά νά κερδίσει κάτι. Καί δέν σταματάει αὐτός πού ψεύδεται ἀπό τό νά γυροφέρνει ἐδῶ καί ἐκεῖ καί νά μηχανεύεται πάντοτε τί νά πεῖ μέχρι νά καταφέρει τό σκοπό του. Αὐτός ποτέ δέν γίνεται πιστευτός, ἀλλά καί ἄν ἀκόμα πεῖ κάτι ἀληθινό, κανείς δέν μπορεῖ νά τό πιστέψει, ἀλλά καί γιά τήν ἀλήθεια πού λέει, ἀμφιβάλλουν οἱ ἄλλοι.
…….
Νά λοιπόν, εἴπαμε ποιός εἶναι αὐτός πού ψεύδεται «κατά διάνοιαν» καί ποιός εἶναι αὐτός πού ψεύδεται μέ λόγια. Θέλουμε ὅμως ν᾿ ἀναφέρουμε καί ποιός εἶναι αὐτός πού ψεύδεται καί μ᾿ αὐτή τήν ἴδια τή ζωή του.
Ἐκεῖνος πού ψεύδεται μέ τήν ἴδια τή ζωή του, εἶναι αὐτός πού, ἐνῶ εἶναι ἄσωτος, προσποιεῖται ὅτι ἔχει ἐγκράτεια, ἤ εἶναι πλεονέκτης καί μιλάει γιά ἐλεημοσύνη καί ἐπαινεῖ τή συμπάθεεια ἤ εἶναι ὑπερήφανος καί θαυμάζει τήν ταπεινοφροσύνη. Καί τή θαυμάζει ὄχι βέβαια γιατί θέλει νά ἐπαινέσει τήν ἀρετή. Γιατί, ἄν τό ἔλεγε μ᾿ αὐτό τό σκοπό, πρῶτα – πρῶτα θά ὁμολογοῦσε μέ ταπείνωση τήν ἀσθένειά του λέγοντας:
«Ἀλλοίμονο σέ μένα τόν ἄθλιο, γιατί δέν ἔχω κάνει τίποτα καλό στή ζωή μου».
Καί ἀφοῦ πρῶτα θά ὁμολογοῦσε τήν ἀδυναμία του, τότε θά ἔπρεπε νά θαύμαζε καί νά ἐπαινοῦσε τήν ἀρετή. Ἀλλά ἐγκωμιάζει τήν ἀρετή, χωρίς νά ἔχει κύριο σκοπό ν᾿ ἀποφύγει νά σκανδαλίσει τούς ἄλλους. Γιατί σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, θά ἔλεγε:
«Ἐγώ βέβαια, εἶμαι ἄθλιος καί ἐμπαθής, γιατί νά σκανδαλίσω καί ἄλλον; Γιατί νά βλάψω καί ἄλλη ψυχή, καί νά φορτωθῆ καί ἄλλο βάρος;»
Μ᾿ αὐτό τό λογισμό – καί ἄν ἀκόμα ἁμάρτανε – θά εἶχε πλησιάσει κάπως τό καλό. Γιατί εἶναι χαρακτηριστικό συμπάθειας νά φροντίζουμε τόν πλησίον. Ἀλλ᾿ αὐτός δέν θαυμάζει γιά τούς λόγους πού ἀνέφερα τήν ἀρετή, ἀλλά καταπιάνεται καί μιλάει γι᾿ αὐτήν καί τή θαυμάζει ἤ γιά νά σκεπάσει τήν ἀσχήμια του – ἀφήνοντας νά ἐννοηθεῖ ὅτι δῆθεν καί αὐτός ἔχει κάποια σχέση μ᾿ αὐτήν – ἤ πολλές φορές γιά νά κάνει κακό καί νά παραπλανήσει τόν ἀδελφό του. Γιατί καμιά κακία, καμιά αἵρεση, οὔτε καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ διάβολος δέν μπορεῖ νά ξεγελάσει τόν ἄνθρωπο παρά μόνο ἄν τοῦ παρουσιαστεῖ σάν ἀρετή, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος: «Ὁ ἴδιος ὁ διάβολος μεταμορφώνεται σέ φωτεινό ἄγγελο» (Β΄ Κορ. ια΄ : 14). Δέν εἶναι λοιπόν παράξενο ἄν καί οἱ ὑπηρέτες του μεταμορφώνονται σέ ὑπηρέτες κάθε ἀρετῆς.
Ἔτσι ἀκριβῶς καί ὁ ψεύτης, εἴτε γιατί ντρέπεται καί φοβᾶται νά μήν ταπεινωθεῖ, εἴτε, ὅπως εἶπα, γιατί θέλει νά παρασύρει καί νά ξεγελάσει κάποιον, μιλάει γιά τίς ἀρετές, καί τίς παινεύει καί τίς θαυμάζει, σάν νά ᾿ ναι δικές του καί νά τίς ἔχει ζήσει. Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού ψεύδεται μέ ὁλόκληρη τή ζωή του. Αὐτός δέν εἶναι ἄνθρωπος ἁπλός, ἀλλά διπλοπρόσωπος. Ἄλλος εἶναι μέσα του καί διαφορετικός φαίνεται. Διπλή εἶναι καί ἐντελῶς ἀξιοπεριφρόνητη ὁλόκληρη ἡ ζωή του.
Νά λοιπόν, εἴπαμε καί γιά τό ψέμα ὅτι προέρχεται ἀπό τό διάβολο. Μιλήσαμε καί γιά τήν ἀλήθεια, ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ Θεός. Ἄς ἀποφύγουμε λοιπόν, ἀδελφοί μου, τό ψέμα γιά νά γλυτώσουμε ἀπό τή μερίδα τοῦ πονηροῦ, καί ἄς ἀγωνιστοῦμε ν᾿ ἀποκτήσουμε τήν ἀλήθεια, γιά νά ἑνωθοῦμε μ᾿ Αὐτόν πού εἶπε:
«Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀλήθεια» (Ἰωάν. Ιδ΄:6).
Ὁ Θεός νά μᾶς κάνει ἄξιους τῆς ἀλήθειάς Του.
Ἀπό τό βιβλίο: «Ἀββᾶ Δωροθέου ἔργα ἀσκητικά» (ΕΠΙΣΤΟΛΗ Θ΄ σελ. 237)
Ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»,
Ἱερά Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα
http://www.hristospanagia.gr/?p=32720
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!