Στήν Παλαιά Διαθήκη, στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν, διδάσκεται ὅτι: «Οἱ ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν ἰσχυρή καί συνετή διακυβέρνηση πέφτουν σάν τά μαραμένα φύλλα. Ἡ δέ σωτηρία ἐξασφαλίζεται μετά ἀπό φρόνιμη καί θεόπνευστη καθοδήγηση», (Παροιμ. ΙΑ΄: 14). Καταλαβαίνετε τή δύναμη πού κρύβουν αὐτά τά λόγια, ἀδελφοί μου, βλέπετε τί μᾶς διδάσκει ἡ Ἁγ. Γραφή. Μᾶς κάνει προσεκτικούς νά μήν ἐμπιστευόμαστε τούς ἑαυτούς μας, νά μήν τούς θεωροῦμε συνετούς, νά μήν πιστεύουμε ὅτι μποροῦμε νά κυβερνοῦμε τόν ἑαυτό μας. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό βοήθεια, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό ἀνθρώπους πού, μετά ἀπό τό Θεό, θά μᾶς κυβερνοῦν. Δέν ὑπάρχει τίποτα πιό ἄθλιο καί πιό εὐκολοθήρευτο γιά τόν ἐχθρό ἀπό ἐκείνους πού δέν ἔχουν κάποιο καθοδηγητή στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Γιατί λέει, «ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν κάποιον νά τούς κατευθύνει, πέφτουν σάν τά μαραμένα φύλλα»; Τό φύλλο ὅταν πρωτοβγαίνει εἶναι πάντα χλωρό, τρυφερό, ὄμορφο. Μετά σιγά-σιγά ξεραίνεται καί πέφτει καί τελικά περιφρονεῖται σάν κάτι ἄχρηστο καί ποδοπατιέται.

Ἔτσι εἶναι καί ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει κάποιον νά τόν τιμονέψει. Στήν ἀρχή ἔχει πολύ ζῆλο καί διάθεση νά νηστεύει, ν᾿ ἀγρυπνεῖ, νά μένει στήν ἡσυχία, στήν ὑπακοή, νά κάνει πολλά ἀκόμα καλά καί ἀξιέπαινα πράγματα. Μετά ὅμως, μόλις σιγά-σιγά σβήσει ὁ πρῶτος ἐκεῖνος ζῆλος, ἐπειδή δέν ἔχει κάποιον νά τόν κατευθύνει, νά τόν ἐνισχύει καί νά τοῦ ἀνάβει περισσότερο τόν πρῶτο ἐκεῖνο ζῆλο, ξεραίνεται λίγο-λίγο, χωρίς νά τό καταλαβαίνει, καί πέφτει στά χέρια τῶν δαιμόνων καί αἰχμαλωτίζεται ἀπ᾿ αὐτούς καί τόν κάνουν πιά ὅ,τι θέλουν.
Γιά ἐκείνους ὅμως πού ἀναφέρουν λεπτομερῶς ὅλα τά σχετικά μέ τόν ἑαυτόν τους καί πού κάνουν τό καθετί μέ πολλή σκέψη καί μελέτη, λέει: « Ἡ σωτηρία κατορθώνεται μέ πολλή βουλή». Δέν λέει «πολλή βουλή», σάν νά ἔπρεπε κανείς νά συμβουλεύεται τόν καθένα, ἀλλά γιά νά τονίσει ὅτι γιά ὅλα πρέπει νά ζητάει συμβουλή –ἀπ᾿ αὐτόν, βέβαια, πού ὀφείλει νά ἔχει ἐντελῶς ἐμπιστευθεῖ τόν ἑαυτόν του. Καί ὄχι ἄλλα μέν νά κρύβει ἄλλα δέ νά λέει, ἀλλα τά πάντα ν᾿ ἀναφέρει καί γιά ὅλα νά ζητάει συμβουλή. Σ᾿ αὐτόν ἐφαρμόζεται ἀκριβῶς τό «σωτηρία ὑπάρχει ἐν πολλῇ βουλῇ».
Γιατί, ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀναφέρει ὅλα τά σχετικά μέ τόν ἑαυτόν του, καί μάλιστα, ἄν κάποιος ἔχει μιά κακή συνήθεια ἤ ἄν ἔχει ἀνατραφεῖ ἄσχημα, βρίσκει ὁ διάβολος μέσα του ἕνα κακό θέλημα ἤ ἕνα δικαίωμα καί χρησιμοποιώντας το σάν ὅπλο, τόν κατακτάει. Γιατί ὅταν ὁ διάβολος βλέπει κάποιον πού δέν θέλει ν᾿ ἁμαρτήσει, δέν εἶναι τόσο ἀνόητος, στήν προσπάθειά του νά σκαρώσει τό κακό, ὥστε νά τόν ὑποκινήσει νά κάνει κάτι πού φαίνεται μέ τήν πρώτη ματιά ὅτι εἶναι ἁμαρτία. Δέν τοῦ λέει: «Πήγαινε πόρνευσε», οὔτε τοῦ λέει: «Πήγαινε κλέψε». Ξέρει ὅτι δέν θέλουμε αὐτά νά τά κάνουμε– καί δέν ἀνέχεται βέβαια νά μᾶς ὑποκινεῖ σ᾿ ὅσα δέν θέλουμε – ἀλλά μᾶς βρίσκει, ὅπως εἶπα, νά ἔχουμε ἕνα θέλημα ἡ ἕνα δικαίωμα καί χρησιμοποιώντας το, μέ τρόπο πού φαίνεται φυσικός, μᾶς πειράζει. Γι᾿ αὐτό πάλι ἡ Παλαιά Διαθήκη λέει: «Ὁ πονηρός κάνει τό κακό ὅταν προσεταιριστεῖ κάποιο δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου καί κρυφτεῖ πίσω ἀπ᾿ αὐτό»1 (Παροιμ. Ια΄: 15). Ὁ πονηρός εἶναι ὁ διάβολος. Τότε δέ ἔχει τή δύναμη νά κάνει τό κακό, ὅταν ἑνώσει μέ τήν κακία του κάποιο δικαίωμα, δηλαδή, τό δικαίωμά μας. Τότε ἔχει περισσότερη δύναμη, τότε κάνει περισσότερο κακό, τότε περισσότερο δραστηριοποιεῖται. Γιατί, ὅταν μένουμε δεμένοι μέ τό θέλημά μας καί ρυθμίζουμε τή ζωή μας μέ βάση τά δικαιώματά μας, τότε, ἔχοντας τήν ἐντύπωση ὅτι κάνουμε κάτι καλό, προετοιμάζουμε ἄθελά μας τό κακό μας καί χανόμαστε, χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Γιατί, πῶς μποροῦμε νά γνωρίσουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἤ νά τό ζητήσουμε μ᾿ ὅλη μας τή δύναμη, ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μας καί ἐπιμένουμε στό θέλημά μας;
Νά, γιατί μισεῖ ὁ ἐχθρός κάθε ἄκουσμα πού ἀσφαλίζει ἀπό τό κακό. Ἐπειδή πάντοτε θέλει τήν καταστροφή μας. Νά, γιατί ἀγαπάει ὅσους ἔχουν γιά ὁδηγό τόν ἑαυτό τους. Ἐπειδή γίνονται συνεργάτες μέ τόν διάβολο, προετοιμάζοντας μόνοι τους τήν καταστροφή τους. Ἐγώ δέν γνώρισα ἄλλη πτώση μοναχοῦ, ἀπό ἐκείνη πού προκύπτει ἀπό τήν ἐμπιστοσύνη στό λογισμό του. Μερικοί λένε: « Ἀπ᾿ αὐτή τήν αἰτία πέφτει ὁ ἄνθρωπος ἤ ἀπό ἐκείνη». Ἐγώ ὅμως, ὅπως εἶπα, δέν γνωρίζω νά μπορεῖ νά προξενηθεῖ σέ κανέναν καμιά ἄλλη πτώση, γιά κανέναν ἄλλο λόγο, ἐκτό ἀπ᾿ αὐτόν. Εἶδες κάποιον νά πέσει στήν ἁμαρτία; Μάθε ὅτι ἐμπιστεύτηκε στό λογισμό του. Τίποτε δέν εἶναι βαρύτερο καί πιό ὀλέθριο ἀπό τήν ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό μας.
Μέ σκέπασε μέ τή Χάρη Του ὁ Θεός καί πάντοτε φοβόμουνα αὐτόν τόν κίνδυνο. Ὅταν βρισκόμουν στό κοινόβιο τά ἀνέφερα ὅλα στό Γέροντα, τόν ἀββά Ἰωάννη. Γιατί ποτέ, ὅπως εἶπα, δέν ἀποφάσιζα νά κάνω κάτι, χωρίς νά ἔχω τήν εὐλογία του. Καί μερικές φορές μοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός: « Αὐτό δέν θά σοῦ πεῖ ὁ Γέροντας; Τί θέλεις τώρα νά τόν ἐνοχλήσεις»; Καί ἔλεγα στό λογισμό: « Ἀνάθεμα σέ σένα καί στή διάκρισή σου καί στή σοφία σου καί στή φροντίδα σου καί στή γνώση σου, γιατί ὅ,τι ξέρεις τό ξέρεις ἀπό τούς δαίμονες». Καί πήγαινα καί ρώταγα τό Γέροντα καί μερικές φορές μοῦ ἀπαντοῦσε ὅπως εἶχα προηγουμένως σκεφθεῖ καί τότε μοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός: «Τί ἔγινε λοιπόν; Νά, σοῦ εἶπε αὐτό πού σοῦ εἶχα πεῖ καί ἐγώ. Δέν ἐνόχλησες λοιπόν χωρίς λόγο τό Γέροντα»; Καί ἀπαντοῦσα στό λογισμό: «Ναί, ἀλλά τώρα εἶναι εὐλογημένο, τώρα προέρχεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Γιατί τό δικό σου εἶναι πονηρό, εἶναι δαιμονικό, εἶναι γεμάτο ἐμπάθεια».
Καί ἔτσι ποτέ δέν ἐπέτρεπα στόν ἑαυτό μου ν᾿ ἀκολουθήσει τό λογισμό του, χωρίς νά ἔχω ρωτήσει γι᾿ αὐτό σχετικά. Καί πιστέψτε με, ἀδελφοί μου, ἡ ψυχή μου ἦταν πολύ ξεκούραστη, χωρίς καμιά μέριμνα, μέχρι σημείου πού νά στενοχωριέμαι γι᾿ αὐτό τό θέμα, ὅπως ἀκριβῶς καί ἄλλοτε νομίζω ὅτι σᾶς εἶπα. Γιατί ἄκουγα ὅτι πρέπει νά μποῦμε στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, περνώντας μέσα ἀπό πολλές θλίψεις καί ἔβλεπα πώς ἐγώ δέν εἶχα καμιά θλίψη καί φοβόμουνα καί βρισκόμουνα σέ ἀπορία, ἐπειδή δέν ἤξερα τήν αἰτία τῆς τόσης ἀναπαύσεως, μέχρις ὅτου μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «Μή στενοχωριέσαι. Καθένας πού μπαίνει κάτω ἀπ᾿ τήν ὑπακοή τῶν Πατέρων, τέτοια ἀνάπαυση καί ἀμέριμνη ζωή ἔχει2».
Φροντίστε καί σεῖς νά ρωτᾶτε γιά ὅλα, ἀδελφοί μου, καί νά μήν ἔχετε ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό σας. Μάθετε πόση ξεγνοιασιά, πόση χαρά, πόση ἀνάπαυση ἔχει ὅποιος τό ἐφαρμόζει.
Ἀλλ᾿ ἐπειδή σᾶς εἶπα ὅτι ποτέ δέν δοκίμασα θλίψη, ἀκοῦστε καί σχετικά μ᾿ αὐτό, τί μοῦ συνέβη κάποτε. Ἐνῶ βρισκόμουν ἀκόμα ἐκεῖ, στό κοινόβιο, μιά φορά, αἰσθάνθηκα μεγάλη καί ἀφόρητη λύπη καί ἔνιωθα τόσο κόπο καί στενοχώρια, σάν νά ἐπρόκειτο νά παραδώσω τήν ψυχή μου. Προερχόταν δέ ἐκείνη ἡ θλίψη ἀπό δαιμονική ἐνέργεια – πάντοτε βέβαια ἕνας τέτοιος πειρασμός προέρχεται ἀπό τό φθόνο τῶν δαιμόνων. Εἶναι μέν πολύ βαρύς, ἀλλά δέν διαρκεῖ πολύ, κάνει τόν ἄνθρωπο βαρύ, σκοτεινό, χωρίς νά βρίσκει παρηγοριά πουθενά καί ἀπό κανέναν, ἀλλά τό καθετί νά τοῦ προκαλεῖ στενοχώρια καί πνιγμό. Πολύ γρήγορα ὅμως ἔρχεται ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή, γιατί διαφορετικά κανένας δέν θά μποροῦσε ν᾿ ἀντέξει. Βρισκόμουν λοιπόν, ὅπως εἶπα, σέ τέτοιου εἴδους πειρασμό καί σέ τέτοια στενοχώρια. Μιά μέρα λοιπόν, καθώς στεκόμουν ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ καταθλιμμένος καί παρακαλώντας γι᾿ αὐτό τό θέμα τό Θεό, ξαφνικά προσέχω μέσα στήν ἐκκλησία καί βλέπω κάποιον, πού ἔμοιαζε μέ ἐπίσκοπο καί πού φοροῦσε μηλωτή, νά μπαίνει στό ἱερό. Σέ καμιά, βέβαια, περίπτωση δέν πλησίαζα ξένο, χωρίς νά ὑπάρχει ἀνάγκη ἤ χωρίς εὐλογία, ἀλλά σάν κάτι νά μ᾿ ἔσπρωξε τότε, μπαίνω πίσω του. Καί στάθηκε γι᾿ ἀρκετή ὥρα, ἔχοντας σηκωμένα τά χέρια του στόν οὐρανό καί ἐγώ στεκόμουν πίσω του πολύ φοβισμένος καί προσευχόμενος. Γιατί μέ φόβισε πολύ ἡ θωριά του. Ἀφοῦ δέ τελείωσε τήν προσευχή του, γυρίζει κι ἔρχεται σ᾿ ἐμένα καί καθώς μέ πλησίασε αἰσθάνθηκα νά φεύγει ἡ λύπη καί ἡ δειλία ἀπό πάνω μου. Μετά στάθηκε μπροστά μου, ἅπλωσε τό χέρι του, τό ἀκούμπησε στό στῆθος μου καί μέ κτύπησε μέ τά δάκτυλά του λέγοντας: «Μ᾿ ἐγκαρτέρηση πολλή, περίμενα τή βοήθεια καί τήν προστασία τοῦ Κυρίου, χωρίς νά πάψω νά ἐλπίζω σ᾿ Αὐτόν. Καί μέ πρόσεξε καί ἄκουσε τή δέηση καί τήν παράκλησή μου. Καί μ᾿ ἔβγαλε ἀπό τό λάκκο τῆς ταλαιπωρίας, καί ἀπό τή λάσπη τοῦ βούρκου, πού δέν μποροῦσα νά πατήσω στερεά. Καί στήριξε ὄρθια τά πόδια μου, στερεώνοντάς τα σέ ἀσάλευτη πέτρα, καί μ᾿ ὁδήγησε νά πορευτῶ σέ εὐθύ καί ἀπλανή δρόμο. Καί ἔβαλε στό στόμα μου καινούριο τραγούδι, ἕναν ὕμνο πού ταιριάζει στό Θεό μας» (Ψαλμ. 39 : 1-4)*. Καί εἶπε ὅλους τούς στίχους τοῦ ψαλμοῦ ἀπό τρεῖς φορές, κτυπώντας, ὅπως εἶπα, τό στῆθος μου καί ὕστερα βγῆκε ἔξω. Καί ἀμέσως ἦρθε στήν καρδιά μου φῶς, χαρά, παρηγοριά, γλυκύτητα καί ἔγινα ἄλλος ἄνθρωπος. Καθώς λοιπόν βγῆκα τρέχοντας πίσω του, θέλοντας νά τόν βρῶ, δέν τόν βρῆκα, ἀλλά χάθηκε ἀπό ἐμπρός μου. Ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα, μέ τή Χάρη καί τό Ἔλεος τοῦ Θεοῦ, δέν μοῦ συνέβη πιά νά ἐνοχληθῶ οὔτε ἀπό λύπη, οὔτε ἀπό δειλία, ἀλλά μέχρι τώρα μέ σκέπασε ὁ Θεός μέ τίς εὐχές ἐκείνων τῶν ἁγίων Γερόντων.
Σᾶς τά εἶπα αὐτά, ἀδελφοί μου, ἐπειδή ἤθελα νά σᾶςδείξω πόση ἀνάπαυση καί ξεγνοιασιά καί κάθε ἀσφάλεια ἔχει αὐτός πού δέν ἐμπιστεύεται στό λογισμό του, ἀλλά ἀφήνει κάθε σχετικό μέ τόν ἑαυτόν του στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί σ᾿ αὐτούς πού, μετά τό Θεό, μποροῦν νά τόν καθοδηγήσουν. Συνηθίστε λοιπόν καί σεῖς, ἀδελφοί μου, νά ρωτᾶτε. Συνηθίστε νά μήν ἐμπιστεύεστε στόν ἑαυτό σας. Εἶναι ὠφέλιμο πράγμα. Εἶναι ταπείνωση, εἶναι ξεκούραση, εἶναι χαρά. Ποιός ὁ λόγος νά κατατσακίζεται κανείς ἄδικα; Δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος γιά τή σωτηρία παρά μόνο αὐτός.
Ἴσως ὅμως σκεφθεῖ κανείς ὅτι, ἄν δέν ἔχει τό κατάλληλο πρόσωπο γιά νά ρωτήσει, τί πρέπε νά κάνει; Πραγματικά, ἄν θελήσει κανείς εἰλικρινά νά ρωτήσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέ ὅλη του τήν καρδιά, ποτέ μά ποτέ δέν θά τόν ἀφήσει ὁ Θεός, ἀλλά μέ κάθε τρόπο θά τόν ὁδηγεῖ σύμφωνα μ᾿ αὐτό. Πραγματικά, ἄν στρέψει κανείς τήν καρδιά του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα καί μικρό παιδί μπορεῖ νά φωτίσει ὁ Θεός νά τοῦ φανερώσει τό θέλημά Του. Ἄν ὅμως δέν ζητάει κανείς εἰλικρινά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα καί ἄν πάει νά συμβουλευτεῖ Προφήτη, σύμφωνα μέ τήν ἁμαρτωλή καρδιά του θά δώσει ὁ Θεός πληροφορία στήν καρδιά τοῦ Προφήτη γιά νά τοῦ ἀπαντήσει στήν ἀπορία του, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Ἄν πλανηθεῖ καί μιλήσει ὁ Προφήτης, ἐγώ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπλάνησα τόν Προφήτην ἐκεῖνον» (Ἱεζ. 14 : 9). Γι᾿ αὐτό πρέπει μ᾿ ὅλη μας τή δύναμη νά στρέψουμε τόν ἑαυτό μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά μήν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στό λογισμό μας. Ἀλλά, καί ἄν ἀκόμα πρόκειται καί γιά καλό πράγμα καί πληροφορηθοῦμε ἀπό κάποιον ἅγιο ὅτι πράγματι εἶναι καλό, ἔχουμε ὑποχρέωση νά τό θεωροῦμε μέν καλό, νά μήν πιστεύουμε ὅμως ὅτι καί τό ἐφαρμόζουμε σωστά καί ὅπως ἀκριβῶς θά ἔπρεπε νά γίνεται. Ἀλλά νά κάνουμε μέν ὅ,τι μποροῦμε, νά συμβουλευόμαστε ὅμως καί γιά τόν τρόπο πού θά ἔπρεπε νά τό ἐκτελέσουμε. Καί ὅταν τό ἐκτελέσουμε, πάλι νά ρωτᾶμε ἄν τό κάναμε σωστά. Καί ὅταν ἀκόμα τά ἐφαρμόζουμε ὅλα αὐτά, οὔτε τότε νά ξεγνοιάζουμε, ἀλλά νά περιμένουμε καί τήν κρίση τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ἀββάς Ἀγάθων, ὅταν τόν ρώτησαν: «Καί σύ φοβᾶσαι πάτερ;» ἀπάντησε: Ἐγώ ἔκανα ὅτι μποροῦσα ἀλλά δέν εἶμαι σίγουρος, ὅτι τό ἔργο μου ἄρεσε στό Θεό. Γιατί ἀλλιῶς κρίνει ὁ Θεός καί ἀλλιῶς οἱ ἄνθρωποι»3. Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξει ἀπό τόν κίνδυνο πού ἀπειλεῖ ἐκείνους πού ἔχουν ἐμπιστοσύνη στό λογισμό τους καί νά μᾶς ἀξιώσει νά κρατηθοῦμε στό δρόμο τῶν Πατέρων μας.
 Τῷ Θεῷ πρέπει κάθε δόξα τιμή καί προσκύνηση,
τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!

 Ἀπό τό βιβλίο: «Ἀββᾶ Δωροθέου ἔργα ἀσκητικά» (Ε΄ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ σελ. 177-185)
Ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»,
Ἱερά Μ. Τμίου Προδρόμου Καρέα
1«Εἶπεν ὁ Ἀββᾶς Ποιμήν ὅτι τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου τεῖχός ἐστι χαλκοῦν ἀναμέσον αὐτοῦ καί τοῦ Θεοῦ, καί πέτρα ἀντιδέρουσα. Ἐάν οὖν καταλείψῃ αὐτό ἄνθρωπος, λέγει καί αὐτός: “Ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος”. Ἐάν οὖν τό δικαίωμα συνέλθῃ τῷ θελήματι, κάμνει ὁ ἄνθρωπος». (Ἀβ. Ποιμ. P.G. 65. 333 – 336).
2Μέριμνα δέν εἶναι ἡ ἁπλή καί ἀπαθής ἐνασχόληση τοῦ μοναχοῦ στίς διακονίες του. Μέριμνα εἶναι ἡ ἐμπαθής καί ἀγχώδης βίωση τῶν καθηκόντων του, πού ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου (Ματθ. Στ΄: 25) καί εἶναι δεῖγμα ἐπιθετικῆς ἤ παθητικῆς ἐγωκεντρικότητας. Ἑπομένως εἶναι ὁλοφάνερο γιατί ἡ ἀμεριμνία εἶναι προϋπόθεση τῆς ἀναπαύσεως τοῦ μοναχοῦ.
3 Ἀββάς Ἀγάθων P.G. 65, 117B.
http://www.hristospanagia.gr/?p=31121 

 

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *