«Εἶδον ἀσυνετούντας», λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, «καὶ ἐξετηκόμην». Γιατί; «Ὅτι τὰ λόγιά σου», δηλαδὴ τὶς ἐντολὲς καὶ τοὺς λόγους σου, «οὐκ ἐφυλάξαντο» . Καὶ πάλι ὁ ἴδιος ὁ προφήτης, διδάσκοντάς μας νὰ εἴμαστε ζηλωτὲς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀλήθεια φανερὰ χωρὶς δισταγμό, ψάλλει πρὸς τὸν Κύριο: «Καὶ ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις σου ἐναντίον βασιλέων καὶ οὐκ ἠσχυνόμην» . Καὶ πάλι λέγει: «Ἐξέτηξέ με ὁ ζῆλός σου, ὅτι ἐπελάθοντο τῶν λόγων σου οἱ ἐχθροί μου» . Γι’ αὐτὸ ἃς μὴ μὲ κατηγορήσει κανείς, διότι καὶ ἐγώ, ὑπακούοντας σὲ αὐτὸ τὸ θεῖο δίδαγμα, γράφω μὲ θάρρος καὶ ἀπὸ θεῖο ζῆλο ὁμιλῶ γιὰ νὰ στηλιτεύσω ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μου πού ἀτακτοῦν, ζοῦν καὶ σκέπτονται ἀντιθέτως πρὸς τὶς ὑποσχέσεις πού δώσαμε στὸν Θεό. Read more
Ἃς κάνουμε τάματα στὸν Θεὸ καλοπροαίρετα σὲ περίπτωση μεγάλης θλίψεως ἡ ὅταν θέλουμε νὰ μᾶς χαρισθεῖ κάτι ἐξαιρετικὰ ὠφέλιμο. Σὲ ὅλην τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐπαινεῖται ἡ τήρηση τοῦ τάματος, ἐνῶ ἡ ἀθέτησή του προκαλεῖ ἐνοχὲς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι στὴν Ἁγία Γραφὴ διαβάζουμε: «Εὔξασθε καὶ ἀποδοτὲ Κυρίω τῷ Θεῶ ἠμῶν»[1]. Ὁ δὲ μακάριος Ἰωνὰς ἐντός του κήτους προσεύχεται λέγοντας: «Ἐγὼ δὲ μετὰ φωνῆς αἰνέσεως καὶ ἐξομολογήσεως θύσω σοί, ὅσα ηὐξάμην ἀποδώσω σοὶ εἰς σωτηρίαν μου τῷ Κυρίω»[2]. Ἀλλὰ καὶ ὁ Δαυίδ, ὁ τοῦ Θεοῦ προπάτορας, λέγει: «Σοὶ θύσω θυσίαν αἰνέσεως· τὰς εὐχᾶς μου τῷ Κυρίω ἀποδώσω ἐναντίον παντός του λαοῦ αὐτοῦ»[3]. Ἀλλὰ καὶ ὁ σοφὸς Σολομῶν: «Ἀγαθόν τό μὴ εὔξασθαί σε ἥ τό εὔξασθαί σε καὶ μὴ ἀποδοῦναι»[4]. Ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ μᾶς διδάσκει ὅτι πρέπει ἔμπρακτα νὰ ἐκτελοῦμε τὰ τάματα, πού ὑποσχόμαστε στὸν Θεό. Φοβούμενος τὸν ἀδελφό του, τὸν Ἠσαύ, ὁ Ἰακὼβ ὑποσχέθηκε νὰ δώσει στὸν Θεὸ τὴν δεκάτη ἀπὸ ὅλα τα ὑπάρχοντά του, ἂν ὁ Κύριος τὸν φυλάξει ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Ἠσαὺ[5] καί, ἀφοῦ σώθηκε, ἐκτέλεσε ἔμπρακτά το τάμα τοῦ[6]. Ἀκόμη καὶ τὸν Λευΐ, τὸν υἱό του, πού ὑπῆρξε δέκατος, τὸν ἔδωσε στὸν Θεό, καὶ ἀφοῦ τὸν ἀφιέρωσε, τὸν ἐνέδυσε μὲ τὴν ἱερατικὴ ἐνδυμασία καὶ δι’ αὐτοῦ θυσίασε στὸν Θεὸ στὴν Βηθὴλ[7]. Ἀπὸ αὐτὸν προῆλθε τὸ ἱερατεῖο τῶν Ἑβραίων. Ὁ Ἰεφθάε, ὁ δικαστὴς καὶ πολέμαρχος τοῦ Ἰσραήλ, σκοπεύοντας νὰ ἐπιτεθεῖ στοὺς ἀλλοεθνείς, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ ὑποσχόμενος ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς τὸν βοηθοῦσε νὰ νικήσει τοὺς ἀλλοεθνείς, θὰ θυσίαζε αὐτὸν πού θὰ συναντοῦσε πρώτον, ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸν πόλεμο στὸ σπίτι του. Καὶ ὅταν εἶδε τὴν κόρη του, τὸ μοναχοπαίδι του, νὰ ἔρχεται νὰ συναντήσει θριαμβευτικὰ τὸν πατέρα της ὡς νικητή, τότε, παρὰ τὴν θέλησή του, μὲ μεγάλη θλίψη τὴν θυσίασε[8]. Read more
«Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δὲ ἀγαθὴ πάσι τοῖς ποιούσιν αὐτὴν»[1], λέγει ὁ θεῖος ψαλμωδός. Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποῦ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Κυρίου, διδάσκει ὁ ἴδιος ὁ ψαλμωδὸς λέγοντας σὲ ἄλλο χωρίο: «Μακάριος ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον, ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ θελήσει σφόδρα»[2], δηλαδὴ θὰ τὶς ἀγαπήσει, θὰ κατευθύνει μὲ ζῆλο τὴν ζωὴ τοῦ σύμφωνα μὲ αὐτὲς καὶ θὰ διδάσκεται ἀπὸ αὐτές, ὅπως πάλι λέγει ὁ ἴδιος: «Ὡς ἠγάπησα τὸν νόμον σου, Κύριε· ὅλην τὴν ἡμέραν μελέτη μου ἐστιν»[3]. Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέγει: «Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου»[4].
Ἔχουν ἀγαθὸ νοῦ αὐτοὶ ποῦ ἔχουν ὁδηγὸ τοὺς τὸν φόβο τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ ἐκτελοῦν ἔμπρακτα τὶς ἅγιες ἐντολές Του. Ἀντιθέτως, ὅσοι τὶς παραβαίνουν δὲν ἔχουν ἀγαθὸ νοῦ, ἀλλὰ μεγάλη ἀνοησία, καὶ ἐπιφέρουν στὸν ἑαυτὸ τοὺς αἰώνιο ὄλεθρο, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος προφήτης: «Μακρὰν ἀπὸ ἁμαρτωλῶν σωτηρία, ὅτι τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐξεζήτησαν»[5]. Ἐπίσης λέγει: «Ἐξουδένωσας πάντας τους ἀποστατούντας ἀπὸ τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι ἄδικόν το ἐνθύμημα αὐτῶν»[6]. Read more
Ἐπιπλέον εξήγηση διαφόρων παραβολών καθώς και ρητών σκοτεινών και αινιγματικών.
Ὁ Ιωάννης ήταν ένας σοφός και έξυπνος άνδρας, αξιέπαινος σε όλα. Υπερείχε πολλών συνομηλίκων του στην κατανόηση των παραβολών, εικασιών και σκοτεινών ρητών και του δικού μας δόγματος και της θύραθεν σοφίας. Όταν όμως η σπίθα της θείας φωτιάς άγγιξε την καρδιά του, περιφρόνησε αμέσως όλα αυτά πού θεωρούνται στολίσματα του εξωτερικού και του εσωτερικού ανθρώπου και ακολούθησε τον θείο κήρυκα και απόστολο, για να προσλάβει, όπως και ο Παύλος τον Χριστό. Απελευθερώθηκε αμέσως από κάθε ματαιοδοξία και από όλες τις μέριμνες του κόσμου. Αναζήτησε την ησυχία με ακατάπαυστο ζήλο, αφήνοντας μια για πάντα όλες τις βιοτικές μέριμνες πίσω του. Προχωρούσε πάντοτε προς τα εμπρός, ζητώντας να φθάσει την τιμή της ανωτάτης κλήσεως. Γι’ αυτό επέλεξε τον δρόμο της απόλυτης σιωπής, μάζεψε και έκλεισε μέσα του όλες τις γνώσεις του και επεδίωκε συνεχώς την αόρατη θεία ομορφιά του Ωραιοτάτου περισσότερο από όλους τους υιούς των ανθρώπων, ακολουθώντας το δίδαγμα του αποστόλου, πού λέγει: «Ει ούν συνηγέρθητε τώ Χριστώ, τα άνω ζητείτε, ού ο Χριστός εστιν εν δεξιά του Θεού καθήμενος, τα άνω φρονείτε, μή τα επί της γής»[1]. Read more
(Μέρος 1ο)
Νά, ψυχή μου, καὶ φέτος μὲ τὴν μεγάλη ὑπομονὴ καὶ μὲ τὴν μεγάλη χάρη τοῦ Δημιουργοῦ μας, τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ καὶ τῶν πάντων Δεσπότη, φθάσαμε στὸ ἥσυχο καὶ σωτήριο λιμάνι τῆς ἁγίας καὶ ψυχωφελοῦς Σαρακοστῆς, ὅταν ὅλοι, ἐνάρετοι καὶ ἁμαρτωλοί, μὲ μεγάλο ζῆλο ἀναλαμβάνουν ἐντατικὸ ἀγώνα. Οἱ μὲν δίκαιοι γιὰ δυὸ λόγους. Πρώτον, γιὰ νὰ κάνουν σταθερότερη καὶ ἀκλόνητη τὴν ἀρετὴ τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης, μὲ τὴν ὁποία ἔζησαν καὶ προηγουμένως, καὶ δεύτερον, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦν νὰ λάβουν μεγαλυτέρους ἐπαίνους καὶ φωτεινότερα στεφάνια, ἀφοῦ στὴν προηγούμενη ἐνάρετη ζωὴ τοὺς προσπαθοῦσαν νὰ προσθέσουν καὶ ἄλλους πνευματικοὺς ἀγῶνες. Οἱ δὲ ὅμοιοι μέ μας, ἁμαρτωλοὶ καὶ μιασμένοι ἀναλαμβάνουν αὐτὸν τὸν ἄθλο μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὴν ταλαιπωρία τοῦ σώματος καὶ τὸν πνευματικὸ ὀδυρμό, μὲ σκοπὸ νὰ ἐξιλεωθοῦν ἐνώπιόν του φοβεροῦ Κριτῆ, τὸν ὁποῖον ἐξόργισαν μὲ πράξεις ἁμαρτωλὲς κατὰ τὴν διάρκεια ὅλης της ἀκόλαστης ζωῆς τους, προσπαθώντας τὸν ὑπόλοιπο χρόνο νὰ ζήσουν θεάρεστα καὶ τίμια, τηρώντας τὶς σωτήριες ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.Ἃς ἐγερθοῦμε λοιπὸν ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς μεγάλης ὀκνηρίας μας καὶ ἃς ἐργασθοῦμε μὲ μεγάλο ζῆλο γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε στὸν χρόνο ποῦ ἀπομένει τῆς σύντομης ζωῆς μας, «τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ», «ἠμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτήρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν»[1]. Νὰ ἀγρυπνοῦμε μαζὶ μὲ τὶς φρόνιμες παρθένες, νὰ πάρουμε μαζί μας ἀρκετὸ λάδι[2], τὸ ὁποῖο σημαίνει τὴν θεόμορφη φιλανθρωπία καὶ τὸ ἔλεος πρὸς ὅλους αὐτοὺς ποῦ ζοῦν στὴν ἔνδεια καὶ τὴν πικρία. Ὁ Δημιουργός των ὅλων καὶ Κύριος εὐαρεστεῖται μὲ τὸ λάδι αὐτὸ περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο. Οἱ μωρὲς παρθένες τὸ περιφρόνησαν, καὶ γι’ αὐτὸ ἔμειναν ἔξω ἀπὸ τὸν μυστικὸ γάμο, χωρὶς νὰ ἔχουν ὄφελος ἀπὸ τὴν παρθενία τους.
(Μέρος 1ο)
Ὁ μακάριος καὶ θαυμαστὸς προφήτης, θεάρεστος καὶ πολὺ ἐνάρετος βασιλέας, ὁ ἔνδοξος Δαυίδ, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶπε: «Εὗρον Δαυὶδ τὸν τοῦ Ἰεσσαὶ ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν μου, ὃς ποιήσει πάντα τα θελήματά μου»[1]. Αὐτὸς ὁ τόσο ὑπέροχος ἄνδρας, θαυμάζοντας τὴν ἀκατάληπτη καὶ ἄρρητη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου τῶν πάντων, τοῦ λέγει μὲ μεγάλο θαυμασμό: «Τί ἔστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκη αὐτοῦ, ἡ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτη αὐτὸν»[2]; Ἐπίσης λέγει: «Ἄνθρωπος ματαιότητι ὠμοιώθη, αἳ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιὰ παραγουσιν»[3]. Ἐδῶ παρομοιάζει, πολὺ σοφὰ καὶ εὔστοχα, τὸ τέλος τῆς ἐφήμερης ζωῆς μας μὲ τὴν ματαιότητα. Ὅταν ὁ ἥλιος βασιλεύσει ἡ σκεπαστεῖ μὲ μικρὸ σύννεφο, ἀμέσως ἐξαφανίζεται ἡ σκιὰ ὁποιουδήποτε ἀντικειμένου. Ἀνάλογα καὶ ἡ ζωὴ μᾶς τελειώνει ἀμέσως, μόλις φύγει ἀπὸ τὸ σῶμα ἡ ψυχὴ ποῦ τοῦ δίδει ζωή. Ἀλλὰ παρὰ τὴν τόσο μεγάλη πενία καὶ μηδαμινότητά μας, ὁ πανάγαθος Δημιουργός μας δὲν παύει νὰ μᾶς φροντίζει καὶ νὰ μᾶς εὐεργετεῖ μὲ κάθε τρόπο. Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἀχάριστοι πῶς ἐκτιμᾶμε τὴν τόσο μεγάλη φιλανθρωπία τοῦ Δημιουργοῦ μας καὶ τὴν εὔνοιά Του πρὸς ἐμᾶς; Ἡ πῶς μποροῦμε νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ τὴν πρόνοια πρὸς ἐμᾶς καὶ γιὰ τὶς συνεχεῖς εὐεργεσίες καὶ ἐπισκέψεις Του; Read more
Μέρος 1
Ἡ ἀνδρεία τοῦ σώματος ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ καταβάλλει τὰ σώματα τῶν ἐχθρῶν, νὰ συντρίβει τὰ γερὰ τείχη τῶν πόλεων καὶ νὰ μάχεται τὸν ὁρατὸ ἐχθρό, ἐνῶ ἡ ἀνδρεία τῆς ψυχῆς τοῦ θεοσεβοῦς βασιλέως πρέπει νὰ συνίσταται στὸ νὰ νικάει τὰ σαρκικὰ πάθη μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὸν θεὶo ζῆλο. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποῦ λέγει: «Τῷ φόβω δὲ Κυρίου ἐκκλίνει πᾶς ἀπὸ κακοῦ»[1]. Καὶ τί μεγαλύτερο κακὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἀπὸ τὰ σαρκικὰ πάθη, ποῦ ἐναντιώνονται τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ τὴν παραμορφώσουν ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ Δημιουργοῦ της; Προσπάθησε λοιπόν, εὐσεβέστατε ἄρχοντα, νὰ τὴν κρατήσεις ἁγνὴ γιὰ τὸν ἀθάνατο Βασιλέα καὶ Νυμφίο της, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ καὶ αὐτὴ μαζὶ μὲ τὶς φρόνιμες παρθένες, κρατώντας τὸ ἀναμμένο λυχνάρι, νὰ εἰσέλθει στὴν οὐράνια παστάδα τοῦ Νυμφίου τῆς[2]. Read more
Λόγος ΙΑ΄
Ἃς κάνουμε τάματα στὸν Θεὸ καλοπροαίρετα σὲ περίπτωση μεγάλης θλίψεως ἤ ὅταν θέλουμε νὰ μᾶς χαρισθεῖ κάτι ἐξαιρετικὰ ὠφέλιμο. Σὲ ὅλην τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐπαινεῖται ἡ τήρηση τοῦ τάματος, ἐνῶ ἡ ἀθέτησή του προκαλεῖ ἐνοχὲς ἐνώπιόν του Θεοῦ.
Έτσι στὴν Ἁγία Γραφὴ διαβάζουμε: «Εὔξασθε καὶ ἀποδοτὲ Κυρίω τῷ Θεῶ ἠμῶν»[1]. Ὁ δὲ μακάριος Ἰωνὰς ἐντός του κήτους προσεύχεται λέγοντας: «Ἐγὼ δὲ μετὰ φωνῆς αἰνέσεως καὶ ἐξομολογήσεως θύσω σοί, ὅσα ηὐξάμην ἀποδώσω σοὶ εἰς σωτηρίαν μου τῷ Κυρίω»[2]. Read more