(8 Ὀκτωβρίου)

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ ἀπὸ ἔνδοξο γένος (στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Νουμεριανοῦ 282 – 284). Ὅταν ἔμαθε ὁ ἄρχοντας τῆς Ἀντιόχειας ὅτι ἡ Πελαγία ἦταν χριστιανή, ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ τὴ συλλάβουν. Αὐτοὶ περικύκλωσαν τὸ σπίτι της καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ τὴν ἁρπάξουν. Ὅταν τὸ ἔμαθε ἡ Ἁγία, ζήτησε ἀπό τους στρατιῶτες νὰ περιμένουν λίγο. Ὅποτε, σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ μάτια τῆς στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε θερμὰ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ μὴ ἐπιτρέψει νὰ τὴν ἁρπάξουν οἱ στρατιῶτες, ἀλλὰ νὰ φύγει ἀπ’ τὴν ζωὴ αὐτή, ἁγνὴ καὶ παρθένος. Ἔπειτα ἄνοιξε τὸ παράθυρο καὶ ἔριξε τὸν ἑαυτό της στὸ κενό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τραυματιστεῖ θανάσιμα καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγνὴ ψυχή της στὸν Θεό, προκειμένου βέβαια νὰ τὴν προφυλάξει ἀπὸ τὸν μολυσμό των ἀγροίκων στρατιωτῶν


Λόγος Ἐγκωμιαστικὸς εἰς τὴν Ἁγία Πελαγία τὴν Παρθένο.

Ἃς εἶναι εὐλογητὸς ὁ Θεός· διότι καὶ γυναῖκες πλέον περιπαίζουν τὸ θάνατο, καὶ κόρες τὸν περιγελοῦν, καὶ παρθένες, καὶ μάλιστα πολὺ νέες καὶ ποὺ δὲν γνώρισαν γάμο, σκιρτοῦν ἐπάνω στὰ ἴδια τὰ κεντριὰ τοῦ ἅδη χωρὶς νὰ παθαίνουν τίποτε τὸ φοβερό. Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἀγαθά μας δόθηκαν ἐξαιτίας τοῦ Χριστοῦ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο· διότι μετὰ τοὺς μακάριους ἐκείνους ἀνυπόφορους πόνους καὶ τὴν φρικωδέστατη γέννηση ἀτόνησαν τὰ νεῦρα τοῦ θανάτου, παρέλυσε ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου, καὶ ὄχι μόνο στοὺς ἄνδρες πλέον, ἀλλὰ καὶ στὶς γυναῖκες ἔγινε εὐκαταφρόνητος, καὶ ὄχι μόνο στὶς γυναῖκες, ἀλλὰ καὶ στὶς κόρες.

Ὅπως ἀκριβῶς δηλαδὴ κάποιος ἄριστος ποιμένας συλλαμβάνοντας τὸ λιοντάρι ποὺ προκαλεῖ φόβο στὰ πρόβατα καὶ ἐξολοθρεύει ὅλο το κοπάδι, ἀφοῦ βγάλει τὰ δόντια του, κόψει τὰ νύχια του καὶ κουρέψει τὰ μαλλιά του, τὸ κάνει εὐκαταφρόνητο καὶ καταγέλαστο, παραδίνοντάς το ἔτσι στὰ ἀγόρια καὶ τὰ κορίτσια τῶν βοσκῶν νὰ τὸ περιπαίζουν, ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ Χριστός, τὸν θάνατο, ποὺ ἦταν φοβερὸς στὴ φύση μας καὶ προκαλοῦσε φόβο σ’ ὁλόκληρό το γένος μας, ἀφοῦ τὸν συνέλαβε καὶ διέλυσε ὅλο το φόβο ποὺ προκαλοῦσε, τὸν παρέδωσε, ὥστε νὰ τὸν περιπαίζουν καὶ παρθένες.

Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ μακαρία Πελαγία ἔτρεξε πρὸς αὐτὸν μὲ τόση μεγάλη εὐχαρίστηση, ὥστε νὰ μὴ περιμένει οὔτε τὰ χέρια τῶν δημίων, οὔτε νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ δικαστήριο, ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπερβολικὴ προθυμία της νὰ προλάβει τὴν σκληρότητα ἐκείνων. Διότι εἶχε προετοιμαστεῖ καὶ γιὰ τὰ βασανιστήρια καὶ κολαστήρια καὶ γιὰ κάθε εἶδος τιμωριῶν, ἀλλὰ φοβόταν μήπως χάσει τὸ στεφάνι τῆς παρθενίας. Καὶ γιὰ νὰ μάθεις ὅτι φοβόταν τὴν ἀσέλγεια τῶν ἀσεβῶν, προλαβαίνει καὶ ἁρπάζει ἀπὸ πρὶν τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὴν αἰσχρή ατιμωση· ἐκεῖνο ποὺ κανένας ἀπὸ τοὺς ἄνδρες δὲν ἐπιχείρησε ποτὲ νὰ κάνει, ἀλλὰ ὁδηγήθηκαν ὅλοι στὸ δικαστήριο καὶ ἐκεῖ ἐπέδειξαν τὴν ἀνδρεία τους, οἱ γυναῖκες, ἐξαιτίας τῆς εὔκολης ἐπιδράσεως ποὺ δέχεται ἡ φύση τους, ἐπινόησαν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοὺς αὐτὸν τὸν τρόπο θανάτου.

Διότι, ἐὰν ἦταν δυνατὸ καὶ τὴν παρθενία νὰ διαφυλάξει καὶ νὰ ἐπιτύχει τὰ στεφάνια τοῦ μαρτυρίου, δὲν θὰ ἀπέφευγε τὴν εἰσαγωγή της στὸ δικαστήριο· καὶ ἐπειδὴ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο νὰ τὸ χάσει, θεωροῦσε σὰν τὴν πιὸ χειρότερη μορφὴ παραλογισμοῦ, ἐνῶ μποροῦσε νὰ ἐπιτύχει τὴ νίκη καὶ τῶν δύο, νὰ φύγει ἀπὸ τὴ ζωὴ λαμβάνοντας τὸ ἕνα μόνο στεφάνι. Γι’ αὐτὸ δὲν θέλησε νὰ μεταβεῖ στὸ δικαστήριο, οὔτε νὰ γίνει θέαμα στὰ ἀκόλαστα μάτια, οὔτε νὰ ἐπιτρέψει στὰ ἀσελγῆ βλέμματα νὰ νοιώσουν ἀπόλαυση βλέποντας τὸ πρόσωπό της καὶ ν’ ἀτιμάσουν τὸ ἅγιο ἐκεῖνο σῶμα, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τὸν γυναικωνίτη ἦλθε σὲ ἄλλο σπίτι, τὸν οὐρανό.

Πράγματι εἶναι μεγάλο πράγμα το νὰ δεῖ κανεὶς δημίους νὰ στέκονται γύρω-γύρω καὶ νὰ τρυποῦν τὶς πλευρές, δὲν εἶναι ὅμως καθόλου κατώτερο καὶ αὐτὸ ἀπὸ ἐκεῖνο. Διότι σ’ ἐκείνους, ἐπειδὴ οἱ αἰσθήσεις ἔχουν ἤδη παραλύσει ἐξαιτίας τῶν ποικίλων βασανιστηρίων, δὲν φαίνεται πλέον ὁ θάνατος φοβερός, ἀλλὰ θεωρεῖται σὰν κάποια ἀπαλλαγῆ καὶ ἀνακούφιση ἀπὸ τὰ μελλοντικὰ κακά. Αὐτὴ ὅμως ποὺ δὲν ἔπαθε ἀκόμη τίποτε τέτοιο, ἀλλ’ εἶχε ἀκέραιο ἀκόμη τὸ σῶμα της καὶ δὲν αἰσθανόταν κανένα πόνο μέχρι στιγμῆς, χρειάζεται κάποιο μεγάλο καὶ γενναῖο φρόνημα, ἐὰν πρόκειται μὲ βίαιο θάνατο νὰ στερήσει ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τῆς τὴν παροῦσα ζωή.

Ὥστε, ὅταν θαυμάζεις ἐκείνους γιὰ τὴν καρτερία τους, θαύμασε καὶ αὐτὴν γιὰ τὴν ἀνδρεία της· ὅταν νοιώσεις ἔκπληξη γιὰ τὴν ὑπομονὴ ἐκείνων, νοιῶσε ἔκπληξη καὶ γιὰ τὸ γενναῖο φρόνημά της, διότι εἶχε τὴν τόλμη νὰ ὑποστεῖ τέτοιο θάνατο. Καὶ μὴ προσπεράσεις ἔτσι ἁπλῶς τὸ συμβάν, ἀλλὰ σκέψου ποιὰ φυσικὸ ἦταν νὰ εἶναι ἡ διάθεση μιᾶς ἁπαλῆς κόρης, ποὺ δὲν γνώριζε τίποτε ἐπὶ πλέον ἀπὸ τὸ θάλαμό της, βλέποντας γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ καταφθάνουν στρατιῶτες, νὰ στέκονται μπροστὰ στὴ πόρτα της καὶ νὰ τὴν καλοῦν στὸ δικαστήριο, νὰ τὴν σύρουν στὴν ἀγορὰ γιὰ τέτοια καὶ τόσο μεγάλα πράγματα. Δὲν ὑπῆρχε μέσα οὔτε ὁ πατέρας της, οὔτε ἡ μητέρα της, οὔτε ἡ τροφός της, οὔτε ἡ ὑπηρέτρια, οὔτε γείτονας, οὔτε φίλη, ἀλλ’ εἶχε ἀπομείνει μόνη ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους τοὺς δημίους.

Τὸ ὅτι λοιπὸν μπόρεσε νὰ βγεῖ καὶ ν’ ἀποκριθεῖ σ’ ἐκείνους τοὺς δημίους στρατιῶτες, ν’ ἀνοίξει τὸ στόμα της καὶ νὰ μιλήσει, τὸ νὰ τοὺς δεῖ, τὸ νὰ σταθεῖ καὶ ν’ ἀναπνεύσει, πῶς δὲν εἶναι ἄξιο ἐκπλήξεως καὶ θαυμασμοῦ; Δὲν ἦταν αὐτὰ γνωρίσματα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Βέβαιά το μεγαλύτερο μέρος τὸ πρόσφερε ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὅμως οὔτε αὐτὴ στάθηκε τότε ἀργῆ, ἀλλὰ πρόσφερε ὅλα ὅσα ἑξαρτιόνταν ἀπὸ τὴν ἴδια, ὅπως τὴν προθυμία, τὸ φρόνημα, τὴ γενναιότητα, τὴ θέληση, τὴν προαίρεση, τὴν προσέλευση μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ βιασύνη. Τὸ νὰ γίνουν ὅμως ὅλα αὐτά, αὐτὸ κατορθώθηκε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν οὐράνια εὔνοια. Ὥστε ἀξίζει καὶ νὰ τὴ θαυμάζει κανεὶς καὶ νὰ τὴν μακαρίζει· νὰ τὴν μακαρίζει ἐξαιτίας τῆς συμμαχίας τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ τὴν θαυμάζει γιὰ τὴ δική της προθυμία. Διότι ποιὸς θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ μὴν ἐκπλαγεῖ δίκαια, ἀκούοντας, ὅτι μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ ἔλαβε μιὰ τόσο μεγάλη ἀπόφαση, τὴν ἐνέκρινε μὲ προθυμία καὶ τὴν πραγματοποίησε;

Διότι βέβαια γνωρίζετε ὅλοι, ὅτι ἐκεῖνα ποὺ πολλὲς φορὲς μελετήσαμε ἐπὶ μακρὸν χρόνο, ὅταν ἦρθε ὁ καιρὸς ποὺ ζητοῦσε τὴν πραγματοποίησή τους, ἐπειδὴ ὁ νοῦς μᾶς κυριεύθηκε ἀπὸ λίγο φόβο, ὅλες ἐκεῖνες τὶς σκέψεις τὶς ἀπορρίψαμε καὶ φοβηθήκαμε γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀπὸ τὴν ἀγωνία. Αὐτὴ ὅμως μπόρεσε μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ καὶ νὰ δεχθεῖ καὶ ν’ ἀποφασίσει καὶ νὰ πραγματοποιήσει μιὰ τόσο φρικτὴ καὶ φοβερὴ ἀπόφαση, καὶ οὔτε τὸ φοβερό των παρόντων ἐκεῖ στρατιωτῶν, οὔτε τὸ δύσκολό του καιροῦ, οὔτε ἡ ἐρημία τῆς ἐπιβουλευόμενης, οὔτε τὸ ὅτι εἶχε ἐγκαταλειφτεῖ μόνη μέσα στὸ σπίτι, οὔτε τίποτε ἄλλο θορύβησε τὴ μακαριὰ ἐκείνη, ἀλλὰ σὰν νὰ ὑπῆρχαν ἐκεῖ παρόντες κάποιοι φίλοι καὶ γνωστοί, ἔτσι ὅλα τα ἔκαμε χωρὶς φόβο, καὶ πολὺ σωστά. Διότι δὲν ἦταν μέσα μόνη, ἀλλ’ εἶχε σύμβουλο τὸν Ἰησοῦ· ἐκεῖνος τὴ βοηθοῦσε, ἐκεῖνος ἄγγιζε τὴν καρδιά της, ἐκεῖνος ἔδινε θάρρος στὴ ψυχή της, ἐκεῖνος μόνος ἀπομάκρυνε τὸ φόβο. Καὶ αὐτὰ δὲν τὰ ἔκανε τυχαῖα, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ μάρτυς εἶχε προετοιμάσει προηγουμένως τὸν ἑαυτὸ τῆς ἄξιό της βοήθειας ἐκείνου.

Ἀφοῦ βγῆκε λοιπὸν ἔξω ζήτησε χάρη ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, νὰ τῆς ἐπιτραπεῖ νὰ μπεῖ πάλι μέσα καὶ ν’ ἀλλάξει ἐνδύματα’ καὶ ἀφοῦ μπῆκε ἄλλαξε καὶ φόρεσε ἀντὶ τῆς φθορᾶς τὴν ἀφθαρσία, ἀντὶ τοῦ θανάτου τὴν ἀθανασία, ἀντὶ τῆς πρόσκαιρης ζωῆς τὴν αἰώνια ζωή. Ἐγὼ ὅμως μαζὶ μὲ τὰ ὅσα λέχθηκαν θαυμάζω καὶ αὐτό, πῶς ἐξαπάτησε ἡ γυναίκα τοὺς ἄνδρες, πῶς ἐκεῖνοι δὲν ὑποπτεύτηκαν τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα ποῦ ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν, πῶς δὲν ἀντιλήφτηκαν τὸ δόλο; Διότι δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κανείς, ὅτι κανένας δὲν ἔκανε τίποτε παρόμοιο· πολλὲς ἴσως καὶ νὰ ἔπεσαν στοὺς γκρεμούς, νὰ ρίχθηκαν στὸ πέλαγος, καὶ ξίφος νὰ ὤθησαν στὸ στῆθος τους, καὶ θηλιὰ νὰ πέρασαν στὸ λαιμό τους, καὶ ἀπὸ πολλὰ τέτοια δράματα ἦταν γεμάτος ὁ καιρὸς ἐκεῖνος ἀλλ’ ὁ Θεὸς τύφλωσε τὴν καρδιά τους, ὥστε νὰ μὴν ἀντιληφθοῦν τὸ δόλο.

Γι’ αὐτὸ καὶ ξέφυγε μέσα ἀπὸ τὰ δίχτυα. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἐλάφι ποὺ ἔπεσε στὰ ἴδια τὰ χέρια τῶν κυνηγῶν καὶ ἔπειτα, ἀφοῦ διέφυγε, σταματᾶ πλέον τὸ τρέξιμό του στὴν κορυφὴ ὅρους ποὺ εἶναι δύσβατο γιὰ τὰ πόδια τῶν κυνηγῶν καὶ ἀδύνατο στὸ ρίξιμο τῶν βέλων, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ βλέπει χωρὶς φόβο ἐκείνους ποὺ προηγουμένως θέλησαν νὰ τοῦ κάνουν κακό, ἔτσι λοιπὸν καὶ αὐτή, ἂν καὶ ἔπεσε μέσα στὰ ἴδια τὰ χέρια τῶν κυνηγῶν καὶ ἦταν κλεισμένη, σὰν μέσα σὲ δίχτυα, μέσα στοὺς τοίχους τοῦ σπιτιοῦ της, ἔτρεξε ὄχι στὴν κορυφὴ ὅρους, ἀλλὰ στὴν ἴδια τὴν κορυφὴ τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου δὲν ἦταν πλέον δυνατὸ νὰ ἀνεβοῦν ἐκεῖνοι καὶ βλέποντάς τους στὴ συνέχεια ν’ ἀναχωροῦν ἀπὸ ἐκεῖ μὲ ἄδεια χέρια, χαιρόταν, βλέποντας τοὺς ἄπιστους νὰ περιβάλλονται ἀπὸ πολλὴ ντροπή.

Σκέψου λοιπὸν πόσο μεγάλο πράγμα ἦταν νὰ κάθεται ὁ δικαστὴς στὴν ἕδρα του, νὰ εἶναι παρόντες οἱ δήμιοι, νὰ εἶναι ἕτοιμά τα βασανιστήρια, ὅλο το πλῆθος νὰ εἶναι συγκεντρωμένο, οἱ στρατιῶτες νὰ περιμένουν, καὶ ὅλοι νὰ εἶναι μεθυσμένοι ἀπὸ τὴν ἡδονὴ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἔχουν τὸ θήραμα, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ πῆγαν νὰ τὸ συλλάβουν νὰ ἐπιστρέφουν μὲ σκυμμένα τὰ κεφάλια καὶ νὰ διηγοῦνται τὸ δράμα ποὺ συνέβηκε. Πόση ντροπὴ καὶ πόση ὀδύνη καὶ χλευασμὸς φυσικὸ ἦταν νὰ διαχυθεῖ ἐπάνω σ’ ὅλους τους ἄπιστους;

Πῶς φυσικὸ ἦταν ν’ ἀναχωροῦν σκύβοντας κάτω ἀπὸ ντροπὴ τὸ κεφάλι, μαθαίνοντας ἀπὸ τὰ ἔργα, ὅτι ὁ πόλεμός τους ἦταν ὄχι πρὸς ἀνθρώπους, ἀλλὰ πρὸς τὸ Θεό; Καὶ ὁ Ἰωσὴφ βέβαια, ὅταν ἐπιβουλευόταν ἀπὸ τὴν κυρία του, ἐξῆλθε τότε γυμνός, ἀφήνοντας τὸ ἔνδυμα ποὺ εἶχε κρατηθεῖ ἀπὸ τὰ μιαρὰ χέρια τῆς βάρβαρης γυναίκας, ἐνῶ αὐτὴ δὲν ἄφησε οὔτε νὰ πιάσουν τὸ σῶμα τῆς τὰ ἀκόλαστα χέρια, ἀλλὰ ἀφοῦ ἀνέβηκε μὲ γυμνὴ τὴ ψυχὴ καὶ ἄφησε τὴν ἁγία σάρκα της στοὺς ἐχθρούς της, τοὺς ἔβαλε σὲ πολλὴ ἀμηχανία· διότι δὲν ἤξεραν τί νὰ κάνουν τὸ λείψανό της.

Τέτοια εἶναι τὰ κατορθώματα τοῦ Θεοῦ· τοὺς δούλους του ἀπὸ δύσκολες καταστάσεις τοὺς ὁδηγεῖ σὲ πολλὴ εὐκολία, ἐνῶ ἐκείνους ποὺ ἀντιτίθενται πρὸς αὐτὸν καὶ τὸν πολεμοῦν ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ φαίνονται ὅτι εἶναι εὔκολα, τοὺς ὁδηγεῖ στὴν πιὸ μεγάλη ἀμηχανία. Διότι τί ὑπῆρχε χειρότερο ἀπὸ τὴν ἀμηχανία ἐκείνη, στὴν ὁποία εἶχε πέσει τότε ἡ κόρη; Καὶ τί πιὸ εὔκολο ἀπὸ τὴν εὐκολία στὴν ὁποία βρίσκονταν τότε οἱ στρατιῶτες; Τὴν κρατοῦσαν μόνη, κλεισμένη μέσα στὸ σπίτι σὰν μέσα σὲ φυλακή, καὶ ὅμως ἔφυγαν ἀπὸ ἐκεῖ ἀποτυγχάνοντας νὰ συλλάβουν τὸ θήραμα.

Ἐπίσης, ἐνῶ ἡ κόρη ἦταν ἔρημη ἀπὸ συμμάχους καὶ βοηθοὺς καὶ δὲν ἔβλεπε ἀπὸ πουθενὰ καμιὰ διέξοδο ἀπὸ τὰ δεινά, καὶ τὰ στόματα τῶν θηρίων ἐκείνων ποὺ βρίσκονταν κοντά της, διέφυγε τὶς ἐπιβουλές, σὰν νὰ τὴν ἅρπαξαν, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κάποιος, μέσα ἀπὸ τὸν φάρυγγά τους, καὶ νίκησε τοὺς στρατιῶτες, τοὺς δικαστὲς καὶ τοὺς ἄρχοντες. Καὶ ὅταν βέβαια ζοῦσε εἶχαν τὴν ἐλπίδα ὅλοι αὐτοὶ ὅτι θὰ τὴν νικοῦσαν, ὅταν ὅμως πέθανε, τότε ἔπεσαν σὲ μεγαλύτερη ἀμηχανία, γιὰ νὰ μάθουν ὅτι ὁ θάνατος τῶν μαρτύρων εἶναι νίκη τῶν μαρτύρων. Καὶ συνέβαινε τὸ ἴδιο, ὅπως ἔγινε μὲ ἕνα πλοῖο, ποὺ ἦταν γεμάτο ἀπὸ πολύτιμα μαργαριτάρια, τὸ ὁποῖο ἐξαιτίας τῆς εἰσβολῆς κάποιου κύματος στὴν εἴσοδο ἀκριβῶς τοῦ λιμανιοῦ,  κινδύνευσε νὰ βυθιστεῖ καὶ νὰ βρεθεῖ κάτω ἀπὸ τὰ κύματα, ἀλλὰ διαφεύγοντας τὸν κίνδυνο καὶ ὠθούμενο ἀπὸ τὸ ρεῦμα τῶν ὑδάτων κατόρθωσε νὰ φθάσει στὸ λιμάνι μὲ μεγαλύτερη ταχύτητα.

Ἔτσι λοιπὸν συνέβη καὶ μὲ τὴ μακαρία Πελαγία. Διότι ἡ ἕφοδος τῶν στρατιωτῶν καὶ ὁ φόβος τῶν ἀναμενόμενων βασανιστηρίων καὶ ἡ ἀπειλὴ τοῦ δικαστῆ πέφτοντας ἐπάνω της σφοδρότερα ἀπὸ ὁποιοδήποτε κύμα, τὴν ἐξανάγκασαν νὰ πετάξει πρὸς τὸν οὐρανὸ μὲ μεγαλύτερη ταχύτητα· καὶ τὸ κύμα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ καταποντίσει τὸ πλοῖο, τὴν ἔστειλε στὸ γαλήνιο λιμάνι, καὶ ἔτσι μεταφερόταν τὸ σῶμα λαμπρότερο ἀπὸ κάθε ἀστραπή, θαμβώνοντας τὰ μάτια τοῦ διαβόλου. Διότι δὲν μᾶς εἶναι τόσο φοβερὸς ὁ κεραυνὸς ποὺ πέφτει ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὅσο φόβιζε τὸ σῶμα τῆς μάρτυρος, φοβερότερα ἀπὸ κάθε κεραυνό, τὶς φάλαγγες τῶν δαιμόνων.

Καὶ αὐτὰ δὲν γίνονταν χωρὶς τὴν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ βέβαια γίνεται φανερὸ κυρίως ἀπὸ τὸ μέγεθος τῆς προθυμίας καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν κατάλαβαν οἱ στρατιῶτες τὸν δόλο, καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι τῆς ἔκαναν τὴ χάρη, καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ πράξη ἔφθασε σὲ τέλος, αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ διαπιστώσει κανεὶς καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν τρόπο τοῦ θανάτου. Πολλοὶ δηλαδὴ ποὺ ἔπεσαν ἀπὸ ψηλὴ στέγη δὲν ἔπαθαν τίποτε τὸ κακό· ἄλλοι πάλι ποὺ ὑπέστησαν ἀναπηρία σὲ κάποια μέλη τοῦ σώματός τους, ἔζησαν πολλὰ χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν πτώση· στὴν περίπτωση ὅμως τῆς μακάριας ἐκείνης ὁ Θεὸς δὲν ἐπέτρεψε νὰ συμβεῖ τίποτε ἀπὸ αὐτά, ἀλλ’ ἀμέσως πρόσταζε τὸ σῶμα ν’ ἀφήσει ἐλεύθερη τὴ ψυχή, καὶ τὴν δεχόταν σὰν νὰ εἶχε ἀγωνιστεῖ ὅσο ἔπρεπε καὶ νὰ τὰ ἐκπλήρωσε ὅλα.

Διότι ὁ θάνατός της δὲν ὀφειλόταν στὴν πτώση τοῦ σώματός της, ἀλλὰ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς προσταγῆς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἦταν λοιπὸν ξαπλωμένο τὸ σῶμα ὄχι πάνω σε κρεβάτι, ἀλλὰ πάνω στὸ ἔδαφος· δὲν ἦταν ὅμως ξαπλωμένο πάνω στὸ ἔδαφος ἀτιμασμένο, ἀλλὰ τὸ ἔδαφος ἦταν τίμιο, ἐπειδὴ δέχθηκε σῶμα ντυμένο μὲ τόση δόξα. Καὶ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ κυρίως τὸ σῶμα ἐκεῖνο ἦταν τιμιότερο μὲ τὸ νὰ βρίσκεται στὸ ἔδαφος, διότι οἱ ἀτιμώσεις ποὺ ὑπομένουμε γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ μᾶς παρέχουν περισσότερη τιμή.

Βρισκόταν λοιπὸν ξαπλωμένο πάνω στὸ ἔδαφος ἑνὸς στενοῦ δρόμου τὸ παρθενικὸ ἐκεῖνο σῶμα τὸ καθαρότερο ἀπὸ κάθε χρυσό, καὶ οἱ ἄγγελοι τὸ νεκροστόλιζαν, ὅλοι οἱ ἀρχάγγελοι τὸ τιμοῦσαν, καὶ ὁ Χριστὸς ἦταν παρών. Διότι, ἐὰν οἱ οἰκοδεσπότες τοὺς καλύτερους ἀπὸ τοὺς δούλους τοὺς ὅταν πεθάνουν τοὺς συνοδεύουν κατὰ τὴν ἐκφορά τους καὶ δὲν ντρέπονται, πολὺ περισσότερο ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ ντραπεῖ νὰ τιμήσει μὲ τὴν παρουσία τοῦ ἐκείνην ποὺ παρέδωσε τὴ ψυχή της γιὰ χάρη του καὶ δέχθηκε νὰ ὑποστεῖ ἕναν τόσο μεγάλο κίνδυνο. Βρισκόταν λοιπὸν στὸ ἔδαφος ἔχοντας μεγάλο ἐντάφιό το μαρτύριο, καλλωπισμένη μὲ τὸ κόσμημα τῆς ὁμολογίας, ντυμένη μὲ στολὴ τιμιότερη ἀπὸ κάθε βασιλικὸ ἔνδυμα καὶ ἀπὸ κάθε τίμια πορφύρα, καὶ ἔχοντας αὐτὴν διπλή· τὴ στολὴ τῆς παρθενίας καὶ τὴ στολὴ τοῦ μαρτυρίου· μὲ αὐτὰ τὰ ἐντάφια θὰ παρουσιαστεῖ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ.

Μία τέτοια στολὴ ἃς φροντίζομε καὶ ἐμεῖς νὰ φοροῦμε καὶ ὅσο ζοῦμε καὶ ὅταν πεθάνομε, γνωρίζοντας ὅτι, ἐὰν κάποιος καλλωπίσει τὸ σῶμα μὲ χρυσὰ ἐνδύματα, δὲν τὸ ὠφέλησε καθόλου, ἀλλὰ καὶ ἔχει πολλοὺς κατηγόρους, διότι δὲν ἐγκατέλειψε τὴν κενοδοξία οὔτε καὶ κατὰ τὸ θάνατο· ἐὰν ὅμως ντυθεῖ τὴν ἀρετή, θὰ ἔχει πολλοὺς ἐπαίνους καὶ μετὰ τὸ θάνατο. Διότι ὁ τάφος ἐκεῖνος, στὸν ὁποῖο βρίσκεται τὸ σῶμα ποὺ ἔζησε μὲ ἀρετὴ καὶ εὐσέβεια, θὰ εἶναι λαμπρότερος σ’ ὅλους κι ἀπ’ αὐτὲς ἀκόμη τὶς βασιλικὲς αὐλές. Καὶ αὐτοῦ μάρτυρες εἴμαστε ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι, παραβλέποντας τοὺς τάφους τῶν πλουσίων σὰν σπήλαια, ἂν καὶ ἔχουν χρυσὰ ἐνδύματα, τρέχομε μὲ μεγάλη προθυμία πρὸς τὴν ἁγία αὐτή, ἐπειδὴ ἔφυγε ἡ μάρτυς ἀπὸ τὴν ἐδῶ ζωὴ ἔχοντας ντυμένο τὸν ἑαυτό της μὲ τὴν παρθενία ἀντὶ μὲ χρυσὰ ἐνδύματα.

Ἃς τὴν μιμηθοῦμε, λοιπόν, μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας. Περιφρόνησε ἐκείνη τὴ ζωή· ἃς περιφρονήσουμε ἐμεῖς τὴν τρυφηλὴ ζωή, ἃς περιγελάσουμε τὴν πολυτέλεια, ἃς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴ μέθη, ἃς ἀποφύγουμε τὴν πολυφαγία. Γι’ αὐτὸ σας ἱκετεύω καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ ἔχετε πάντοτε στὴ μνήμη καὶ τὴ διάνοιά σας τὴν ἁγία αὐτή, καὶ νὰ μὴ καταντροπιάζετε τὴν πανήγυρη, οὔτε νὰ στερήσουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὴν παρρησία ποὺ μᾶς παρέχεται ἀπὸ τὴν ἑορτὴ αὐτή. Διότι δὲν νοιώθουμε τυχαία ὑπερηφάνεια συνομιλώντας μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες γιὰ τὸ πλῆθος τῆς ἑορτῆς, καταντροπιάζοντάς τους καὶ λέγοντας, ὅτι μία κόρη πεθαμένη συγκεντρώνει ὁλόκληρη πόλη καὶ τόσο πλῆθος, κάθε χρόνο καὶ μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια, καὶ κανένας χρόνος δὲν διέκοψε τὴ συνέχεια τῆς τιμῆς αὐτῆς. Διότι τὸ πλῆθος αὐτὸ ποὺ συγκεντρώθηκε τώρα ἂν προσέρχεται μὲ εὐταξία θ’ ἀποτελεῖ γιὰ μᾶς κόσμημα μέγιστο, ἂν ὅμως μὲ ραθυμία καὶ ἀδιαφορία, θ’ ἀποτελεῖ ντροπὴ καὶ κατηγορία.

Γιὰ νὰ νοιώθουμε λοιπὸν ὑπερηφάνεια γιὰ τὸ πλῆθος τῆς ἀγάπης σας, ἃς ἀναχωροῦμε ἀπὸ ἐδῶ γιὰ τὸ σπίτι μας μὲ τὴν ἴδια εὐταξία, μὲ ὅση ἁρμόζει ν’ ἀναχωροῦν ἐκεῖνοι ποὺ συγκεντρώθηκαν γιὰ μιὰ τέτοια μάρτυρα. Διότι, ἂν κάποιος δὲν ἀναχωρήσει ἔτσι γιὰ τὸ σπίτι του, ὄχι μόνο δὲν ὠφελήθηκε, ἀλλὰ καὶ ἀπέσπασε μέγιστο κίνδυνο κατὰ τοῦ ἐαυτοῦ του. Γνωρίζω ὅτι σεῖς εἶστε καθαροὶ ἀπὸ τὰ νοσήματα αὐτά, αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ τὴν ἀπολογία σας, ἀλλὰ πρέπει καὶ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ παρεκτρέπονται νὰ τοὺς ἐπαναφέρετε σὲ ἀπόλυτη εὐταξία καὶ στὴν πρέπουσα τάξη. Τίμησες τὴν μάρτυρα μὲ τὴν παρουσία σου;

Τίμησε τὴν καὶ μὲ τὴ διόρθωση τῶν δικῶν σου μελῶν. Ἂν δεῖς γέλιο καὶ βάδισμα ἄτακτο καὶ ἐμφάνιση ἄπρεπη, πλησίασέ τους καὶ κοίταξε μὲ βλέμμα αὐστηρὸ καὶ φοβερὸ ἐκείνους ποὺ τὰ κάνουν. Ἀλλὰ σὲ περιφρονοῦν καὶ σὲ κοροϊδεύουν περισσότερο; Πάρε μαζί σου δύο-τρεῖς ἢ καὶ περισσότερους ἀδελφούς, ὥστε μὲ τὸ πλῆθος νὰ γίνετε σεβαστότεροι. Ἐὰν ὅμως δὲν μπορέσεις οὔτε ἔτσι νὰ τοὺς συνετίσεις, τότε φανέρωσέ τους στοὺς ἱερεῖς· μᾶλλον ὅμως εἶναι ἀδύνατο νὰ φθάσουν αὐτοί σε τόση ἀδιαντροπιά, ὥστε, ἐπιτιμώμενοι καὶ παρακαλούμενοι, νὰ μὴν ὑποχωρήσουν καὶ νὰ ντραποῦν καὶ ν’ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴν ἄτακτη καὶ παιδικὴ συμπεριφορά. Καὶ εἴτε κερδίσεις δέκα, εἴτε τρεῖς, εἴτε δύο, εἴτε καὶ ἕναν μόνο, θὰ εἰσέλθεις ἔχοντας λάβει πολὺ κέρδος.

Εἶναι μεγάλο το μῆκος τοῦ δρόμου· ἃς τὸ χρησιμοποιήσομε λοιπὸν γιὰ τὴν περισυλλογὴ αὐτῶν ποὺ ἀναφέραμε· ἃς γεμίσουμε τὴ λεωφόρο μὲ θυμιάματα. Διότι δὲν θὰ γίνει ὁ δρόμος τόσο εὐπρεπής, ἐὰν κανεὶς καθ’ ὅλο το μῆκος τοῦ τοποθετήσει θυμιατήρια καὶ μὲ τὴν εὐωδιὰ τοὺς ἀλλάξει τὴν μυρωδιὰ τοῦ ἀέρα, ὅσο εὐπρεπὴς θὰ γίνει τώρα, ἐὰν ὅλοι, ὅσοι τὸν βαδίζουμε σήμερα, διηγούμενοι ἀναμεταξὺ μας τὰ κατορθώματα τῆς μάρτυρος, πηγαίνουμε στὸ σπίτι μας, μετατρέποντας ὁ καθένας θυμιατήρι τὴ γλώσσα του. Δὲν βλέπετε, ὅταν εἰσέρχεται ὁ βασιλιὰς στὴν πόλη, μὲ πόση εὐταξία βαδίζουν οἱ στρατιῶτες καὶ στὰ δύο μέρη τοῦ δρόμου ὁπλισμένοι καὶ στοιχισμένοι, δίνοντας ἀναμεταξύ τους χαμηλόφωνά το παράγγελμα καὶ προχωρώντας μὲ πολὺ φόβο, ὥστε νὰ φαίνονται ἀξιοθέατοι σ’ ἐκείνους ποῦ τοὺς βλέπουν; Ἐκείνους λοιπὸν ἃς μιμηθοῦμε· διότι καὶ ἐμεῖς βαδίζομε μπροστὰ ἀπὸ βασιλιά, ἀπὸ βασιλιὰ ὄχι αἰσθητό, οὔτε ἐπίγειο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Δεσπότη τῶν ἀγγέλων.

Ἔτσι λοιπὸν ἃς μποῦμε καὶ ἐμεῖς μὲ εὐταξία καὶ προτρέποντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, νὰ βαδίζουμε μὲ ρυθμὸ καὶ τάξη, ὥστε ὄχι μόνο μὲ τὸ πλῆθος, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν κοσμιότητά μας νὰ ἐκπλήξουμε τοὺς θεατές. Βέβαια, κι ἂν ἀκόμα δὲν παραβρισκόταν κανένας ἄλλος, ἀλλὰ βαδίζαμε μόνοι στὸ δρόμο, οὔτε ἔτσι ἔπρεπε νὰ κάνουμε ἀσχημοσύνες, ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμὸς ποὺ εἶναι παντοῦ παρὼν καὶ τὰ βλέπει ὅλα. Τώρα ὅμως σκεφτεῖτε ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ αἱρετικοὶ ἀνάμεσά μας, καὶ ἂν μᾶς δοῦν νὰ χορεύομε ἔτσι, νὰ γελοῦμε, νὰ φωνάζουμε καὶ νὰ μεθοῦμε, θὰ φύγουν ἀφοῦ μᾶς ἀποδώσουν τὶς χειρότερες κατηγορίες. Καὶ ἂν κάποιος ποῦ σκανδαλίζει ἕναν ὑπομένει κατ’ ἀνάγκη τιμωρία, ἐμεῖς ποῦ σκανδαλίζομε τόσους, ποιὰ τιμωρία θὰ ὑποστοῦμε; Ἀλλ’ εἴθε νὰ μὴ συμβεῖ μετὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς καὶ τὴν παραίνεση αὕτη νὰ βρεθεῖ κάποιος ὑπεύθυνος γι’ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε. Διότι, ἐὰν αὐτὰ διαπραττόμενα καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα ἦταν ἀσυγχώρητα, μετὰ τὴ συμβουλὴ αὐτὴ καὶ τὴν ἐπίπληξη κάνουν πολὺ περισσότερο ἀναγκαία τὴν τιμωρία καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ τὰ κάνουν καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ τὰ βλέπουν νὰ γίνονται καὶ τὰ παραβλέπουν.

Γιὰ ν’ ἀπαλλάξετε λοιπὸν καὶ ἐκείνους ἀπὸ τὴν τιμωρία καὶ στὸν ἑαυτό σας νὰ γίνετε πρόξενοι μεγαλύτερης ἀμοιβῆς, νὰ ἀναλάβετε τὴν κηδεμονία τῶν ἀδελφῶν σας, ὁδηγῆστε τους στὴ συγκέντρωση καὶ τὴ διήγηση τῶν ὅσων λέχθηκαν, ὥστε, ἀφοῦ τὰ μελετήσουν κατὰ τὴ διαδρομὴ ὅλου του δρόμου καὶ μεταφέρουν ὑπολείμματα αὐτῆς τῆς τράπεζας καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν στὸ σπίτι καὶ ἀπουσίασαν ἀπὸ ἐδῶ, νὰ κάμετε λαμπρὴ καὶ ἐκεῖ τὴν πνευματικὴ ἀπόλαυση. Διότι ἔτσι καὶ θὰ αἰσθανθοῦμε περισσότερο τὴν ἑορτὴ αὐτή, καὶ τὴν ἁγία μάρτυρα θ’ ἀποσπάσουμε σὲ περισσότερη εὔνοια, τιμώντας τὴν μὲ τὴν ἀληθινὴ τιμή. Διότι ἀπὸ τὸ νὰ ἔλθετε ἐδῶ καὶ νὰ θορυβήσετε, πολὺ πιὸ μεγαλύτερη εὐχαρίστηση θὰ προσφέρετε σ’ αὐτὴν μὲ τὸ νὰ φύγετε ἀπὸ ἐδῶ ἀφοῦ γεμίσετε καὶ ἀποκομίσετε κάποια πνευματικὴ ὠφέλεια.

Μακάρι λοιπὸν μὲ τὶς εὐχὲς τῆς ἁγίας αὐτῆς καὶ ἐκείνων ποὺ ἐπέτυχαν τὰ ἴδια κατορθώματα μ’ αὐτήν, καὶ αὐτὰ καὶ τὰ ἄλλα ποὺ λέχθηκαν νὰ τὰ θυμάστε μὲ ἀκρίβεια καὶ νὰ τὰ φανερώσετε ὅλα μὲ τὰ ἔργα, καὶ νὰ ζεῖτε εὐαρεστώντας σὲ ὅλα το Θεό, στὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

(Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ἐ τ.37, σ. 83-99)

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *