Ὁ ᾿Αβράμιος εἶχεν ἕνα ἀδελφὸν κατὰ σάρκα, ὁ ὁποῖος ἀπέθανεν. Ἄφησε δὲ ὀρφανὴν μίαν κόρην, ὄχι μεγαλυτέραν τῶν ἑπτὰ ἐτῶν. Ἐπειδὴ δὲ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχεν ἀποθάνει καὶ ἡ μητέρα της, παρέλαβον αὐτὴν οἱ γνωστοὶ καὶ τὴν ἔφεραν εἰς τὸν ἐκ πατρὸς θεῖον της, τὸν πράγματι θεῖον ᾿Αβράμιον.

2. Ὁ Ἅγιος ᾿Αβράμιος, εὐσπλαγχνισθεἳς τὸ κοράσιον, διότι ἤτο πολὺ μικρὸν καὶ ὀρφανόν, τὸ ὑποδέχεται μὲ ἀνοικτάς, ἀπὸ πατρικὴν στοργήν, χεῖρας. Τῆς διαθέτει ἕνα μικρὸν οἰκίσκον ἔξω ἀπὸ τὸ κελλί του· ἐπεκοινώνει δέ μὲ αὐτὴν κύπτων ἀπὸ ἕνα παράθυρον, τὴν ἐμόρφωνε δὲ μὲ τὰς ἱερὰς Γραφάς, ὑποδεικνείων εἰς αὐτὴν τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας καὶ ἀφυπνίζων μέσα της τὸν πόθον διὰ πνευματικοὺς ἀγῶνας.

3. Ἡ ὅλη συμπεριφορᾶ τοῦ μακαρίου ᾽Αβραμίου πρὸς τὴν ὀρφανὴν κόρην ὑπενθύμιζε τὸν ἀετόν, ὁ ὁποῖος φέρει ἐπάνω εἰς τὰ πτερά του τὸ μικρὸν ἀετόπουλον, καὶ μαζί του, βαστάζων αὐτό, σχίζει τὸν ἀέρα. Μὲ τὸ παράδειγμά του καὶ τὴν στοργήν του τὴν ἐδίδασκε νὰ πετᾷ πρὸς τὸ ὕψος τῆς ἀρετῆς.

4. Ἡ δὲ ὀρφανὴ ἀνεψιά, καίτοι ἦτο ἀρκετὰ νέα, ἐν τούτοις ἔπεδίδετο εἰς τοὺς ἀγῶνας τῆς ἀρετῆς μὲ ζῆλον καὶ προθυμίαν, μεγαλυτέραν ἀπὸ τὴν ἡλικίαν της, Ἡ πρόοδος αὐτὴ ἐπροκαλοῦσε τὴν ἀγαλλίασιν τῆς καρδίας τοῦ ᾿Αβραμίου, ἀλλὰ καὶ τὴν χαρὰν ὅπων ἔβλεπον, ὅτι εὐδοκιμοῦσεν εἰς τὴν ἀρετήν, ἀπὸ αὐτὴν τὴν μικρὰν ἡλικίαν.

5. Ἐνῷ λοιπὸν τοιαύτην πρόοδον ἐπεδείκνυε καὶ ὑφ᾽ ὅλων ἐθαυμάζετο, συνέβη εἰς αὐτὴν μία τραγικὴ πτῶσις, ὅταν ἦτο εἴκοσι ἐτῶν. Ἰδοὺ τὶ συνέβη: Ἕνας ἄνδρωπος. φέρων ἐξωτερικῶς τὸ σχῆμα τοῦ Μοναχοῦ, ἔχων ὅμως ψυχικὴν διάθεσιν φθοροποιὸν καὶ αἰσχράν, ἐσύχναζεν ὡς φίλος εἰς τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου ᾿Αβραμίου. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος εἶδε τὴν νέαν μὲ ὀφθαλμοὺς ἀκολάστους καὶ τῆς ἐμπνέει, χωρὶς καὶ ἐγὼ νὰ γνωρίζω πῶς, σαρκικὸν ἔρωτα.

6. Τότε ἐκείνη, φλεγομἕνη ἀπὸ τὸν ἀκόλαστον αὐτὸν ἔρωτα, βγαίνει ἀπὸ τὸ παράθυρον, καὶ διαπράττει τὴν ἁμαρτίαν μὲ τὸν αἱσχρόφρονα Μοναχόν. ᾿Αμέσως, μετὰ τὴν ἁμαρτίαν, ἤρχισε νὰ τὴν τύπτῃ σφοδρῶς ἡ συνείδησις.

7. Ἐξ ἀφορμῆς αὐτῶν τῶν σφοδρῶν τύψεων συνεκλονίσθη ἀπὸ τὴν λύπην, δι᾽ ὅσα ἐτόλμησε νὰ πράξῃ, καὶ περιέπεσεν εἰς ἀπόγνωσιν· ἐν ἀπογνώσει δὲ εὑρισκομένη ἐθρήνει καὶ ἐκραῦγαζεν· «Ἀλλοίμονον εἰς ἐμὲ τὴν δυστυχισμένην· ἀλλοίμονόν μου ἡ ταλαίπωρος, διότι ἐμόλυνα τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ. Συμφορὰ εἰς ἐμὲ τὴν πλέον ἀθλίαν ἀπὸ ὅλας τὰς γυναῖκας, διότι ἐλησμόνησα τὰς πρὸς τὸν Θεὸν ὑποσχέσεις μου καὶ διὰ τὴν πικρὰν ἡδονὴν μιᾶς στιγμῆς ἔχασα ὁλόκληρον τὴν προηγουμένην μου ἄσκησιν».

8. «Μὲ ποίους ὀφθαλμοὺς νὰ κοιτάξω τώρα εἰς τὸν οὐρανόν, ἀφοῦ τοὺς ἐτύφλωσα μὲ ἀκόλαστα βλέμματα; Πῶς νὰ κινήσω τὰ χείλη μου διὰ προσευχήν, ἀφοῦ τὰ ἐρρύπανα μὲ πρόστυχα λόγια καὶ φιλήματα; Μὲ ποῖον θάρρος νὰ ἔλθω κοντὰ εἰς ἐκεῖνο τὸ παραθυράκι, καὶ νὰ συνομιλήσω μὲ τὸν θεῖον ᾽Αβράμιον, ἐφ᾽ ὅσον ἠθέτησα τὰς ἐντολάς του; “9! ἡ ἁμαρτωλή, ἡ φαύλη, ἡ αἰσχρά, ποὺ ἐμόλυνα καὶ τὸ σῶμα μου καὶ τὴν ψυχήν!»

9. «᾿Αλλοίμονον! Τί νὰ κάμω τώρα; Ποῖον δρόμον νὰ ἀκολουθήσω; Διατί ἀκόμη ζῶ; Εἴθε νὰ εἴχον ἀποθάνει πρὶν νὰ μὲ κυριεύσῃ ἡ αἰσχρὰ ἐπιθυμία· τότε θὰ εἶχον δῶρον θανάτου τὴν ἁγνείαν τοῦ σώματος. Τώρα ὄμως ποῖαι πηγαὶ δακρύων θὰ δυνηθοῦν νὰ μὲ ἀποπλύνουν ἀπὸ μίαν τόσον αἰσχρὰν ρυπαρότητα;»

10. Ἐνῷ μὲ τέτοια πικρὰ λόγια ἐθρήνει τὴν συμφοράν της, τὴν ἁρπάζει ὁ πονηρός, ἐκμεταλλευόμενος τὴν ἄμετρον λύπην της καὶ τὴν κατακρημνίζει εἰς ἀπόγνωσιν καὶ ἀπηλπισμένη, ὅτι δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ σωθῇ, δραπετεύει πρὸς μίαν πόλιν ᾿Αϊσόν, ποὺ ἀπεῖχεν ἀπὸ τὴν ἔρημον δύο ἡμερῶν πορείαν. ᾽Εκεῖ ἐγκατεστάθη εἰς ἕνα ξενοδοχεῖον, ἀπέβαλε τὰ μοναχικὰ ἐνδύματα, ἐνεδύθη κοσμικὸν φόρεμα καὶ ἤρχισε νὰ προσφέρῃ τὸν ἑαυτόν της ὡς πρόσωπον ἀγοραίου ἔρωτος εἰς ὅσους ἐπεθύμουν τὴν σαρκικὴν ἡδονήν.

11. ᾿Εν τῷ μεταξύ, ἐνῷ αὐτὰ συνέβαινον εἰς τὴν νέαν, ὁ Ἅγιος ἐπεδίδετο εἰς τὴν ἀσκητικὴν ἡσυχίαν καὶ ἦτο ἀπομονωμένος, διὰ νὰ ἐπιτύχῃ τὴν ποθουμένην περισυλλογήν, εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ κελλίου του καὶ δι᾽ αὐτὸ δὲν ἀντελήφθη τίποτε. Εἰς μίαν στιγμὴν συντόμου ἀναπαύσεως βλέπει τὸ ἑξῆς τρομακτικὸν ὄνειρον. Τοῦ ἐφάνη, ὅτι ἕνας μεγάλος καὶ φοβερὸς δράκων (ὄφις) τὸν ἀγριοκοίταζεν· ἔξαφνα ἀνέβη ἕρπων ἀπὸ τὴν φωλεάν του καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου ᾿Αβραμίου, ὅπου κατέπιεν ἕνα περιστέρι, ποὺ ἔμενεν ἐκεῖ. ‘Ὑστερα ἐκρήβη πάλιν εἰς τὴν φωλεάν του.

Αποτέλεσμα εικόνας για οσιοσ αβραμιος12. Ἀπὸ τὸ ὄνειρον αὐτὸ ὁ Ἅγιος ἐξύπνησεν ἀμέσως καὶ ἡ ψυχή του κατελήφθη ἀπὸ λύπην καὶ ταραχήν. Μὴ δυνάμενος δὲ νὰ ἐξηγήσῃ τὸ ὄνειρον, παρεκάλει τὸν Θεὸν νὰ τοῦ φανερώσῃ μὲ σαφήνειαν τὸ νόημα τῆς νυκτερινῆς αὐτῆς τρομακτικῆς ὀπτασίας.

13. Καὶ ἰδοὺ ἄλλο ὄνειρον τὴν ἑπομένην νύκτα. Τοῦ ἐφάνη, ὅτι εἶδε πάλιν τὸν φοβερὸν ἐκεῖνον δράκοντα νὰ ἀνεβαίνῃ ἀπὸ ἐκεῖ, ποὺ προηγουμένως εἴχε κρυφθῆ· ἐσύρθη εἰς τοὺς πόδας του, ἐστριφογύρισε καὶ ἠθέλησε νὰ χώσῃ τὸ κεφάλι του εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου. Ἀμέσως τότε ὁ φοβερὸς αὐτὸς δράκων ἔσκασε, ἀπὸ δὲ τὰ σπλάγχνα του ἐπέταξε τὸ περιστέρι, ποὺ τὴν προηγουμένην εἶχε καταπιεῖ, τελείως καθαρὸν καὶ κατάλευκον.

14. Ὅταν εἶδεν αὐτά, ἐσχημάτισε πλέον τὴν γνώμην ὁ Ἅγιος ’Αβράμιος, ὅτι τὰ ὄνειρά του φανερώνουν ψυχικὸν ὀλίσθημα τῆς ἀνεψιᾶς του. ᾿Αμέσως λοιπὸν γεμᾶτος ταραχὴν καὶ λύπην σκύβει ἀπὸ τὸ παραθυράκι, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐπεκοινώνει μὲ τὸ δωμάτιον τῆς ἀνεψιᾶς, καὶ ἤρχισε νὰ φωνάζῃ· «Μαρία μου, Μαρία μου, τί πρᾶγμα σοῦ ἐπροξένησεν εἰς τὴν ψυχὴν τόσην κατάπτωσιν, ὥστε ἐπὶ δύο τώρα ἡμέρας δὲν ἔψαλες καθόλου, οὔτε ἦλθες κοντὰ ἐδῶ εἰς τὸ παραθυράκι, νὰ ζητήσῃς νὰ ἀκούσῃς πνευματικὴν διδασκαλίαν, ἡ ὁποία ἦτο διὰ σὲ γλυκυτέρα καὶ ἀπὸ τὸ μέλι;»

15. Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια λόγια ἀπήφθυνε πρὸς τὴν ἀνεψιάν του ὁ Ὅσιος, χωρὶς νὰ ἀκούσῃ ἀπ᾽ αὐτὴν οὐδεμίαν ἀπάντησιν (πῶς άλλωστε ἠμποροῦσε νὰ ἀκούσῃ, ἐφ᾽ ὅσον ἐκείνη ἡσχολεῖτο εἰς τὸ πανδοχεῖον μὲ τοὺς ἔρωτας καὶ τὴν διαφθοράν;) Τότε ἀντελήφθη πλέον σαφῶς, ὅτι τὸ ὄνειρον, ποὺ εἶδεν, ὑπαινίσσετο τὸ τεράστιον ψυχικὸν ὀλίσθημα εἰς τὸ ὁποῖον ὑπέπεσεν ἡ Μαρία.

16. ᾿Επόνεσεν ἡ καρδία του, ἀπὸ τὴν διαπίστωσιν αὐτήν, καὶ ἀπὸ τὰ σπλάγχνα του ἔβγαλεν ἕνα ἀναστεναγμόν, ὡσὰν καπνὸν τῆς ἐσωτερικῆς φλόγας ποὺ τὸν κατέκαιε. Μὲ θερμότητα δὲ προσευχῆς καὶ δάκρυα παρεκάλει τὸν Θεόν, διὰ νὰ συνέλθῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν ἡ Μαρία καὶ νὰ ἐπανέλθῃ πάλιν εἰς τὴν προηγουμένην πνευματικὴν κατάστασιν τῆς ψυχικῆς καθαρότητος καὶ ἠθικῆς ἀνωτερότητος. Δύο ὁλόκληρα ἔτη παρεκάλει θερμῶς τὸν Θεὸν διὰ τὴν ἀποστάτιδα· ἄλλωστε καὶ ἡ διπλῆ ἐμφάνισις τοῦ ὀνείρου ἑφανέρωνε πὼς δύο ἔτη θὰ παρέμενεν εἰς τὴν πτῶσιν καὶ τὴν ἀθλιότητα ἡ Μαρία.

17. Πρὸς τὸ τέλος λοιπὸν τοῦ δευτέρου ἔτους ἐπέστρεψε πλησίον του ἕνας ἐκ τῶν φίλων, ποὺ τὸν εἶχε στείλει εἰς ἀναζήτησιν τῆς Μαρίας. Αὐτὸς τὸν ἐπληροφόρησε, μετὰ πάσης λεπτομερείας, ποῦ μὲνει ἡ ἀνεψιά του, πῶς ζῇ, πλησίον τίνος εὑρίσκεται καὶ ὅλα ἐν γένει τὰ στοιχεῖα ποὺ τὸν ἐνδιέφερον. ᾽Αμέσως τότε ὁ ᾽Αβράμιος, χωρὶς οὐδεμίαν ἀναβολήν, ἀπεχαιρέτησε μεγαλοψύχως καὶ τὰ γηρατεία καὶ τὴν ἄσκησιν τῆς ἐρήμου, καὶ τὴν ἡσυχίαν καὶ τὸ Μοναχικὸν σχῆμα καὶ καθήκοντα καὶ ἐξεστράτευσε διὰ νὰ ἀπελευθερώσῃ ἀπὸ τὸν διάβολον τὴν ὑπ’ ἐκείνου αἰχμαλωτισθείσαν ψυχήν.

18. Πρὸς ἐπιτυχίαν τοῦ ἔργου αὐτοῦ περιβάλλεται στρατιωτικὴν στολήν, βάζει εἰς τὴν τσέπην του ἕνα νόμισμα (διότι αὐτὴ ἧτο ὅλη του ἡ περιουσία), καὶ ἀφοῦ ἐνοικίασεν ἕνα ἄλογο, ἀνέβη γρήγορα ἐπ᾽ αὐτοῦ καὶ ἐπῆρε τὸν δρόμον διὰ τὸ πανδοχεῖον. Ἔτρεχε διὰ νὰ ἕλευθερώσῃ τὴν ἀνεψιάν του ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ δαίμονος, ὅπως, κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔτρεχεν ὁ ’Αβραάμ, διὰ νὰ ἔλευθερώσῃ τὸν Λὼτ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν τῶν πέντε βασιλέων (Γεν. ιδ’ 8-16).

19. Ἐπὶ τέλους ὁ ᾿Αβράμιος ἔφθασεν εἰς τὸ ξενοδοχεῖον, ὅπου διέμενεν ἡ Μαρία, καὶ παρέμεινεν ἐκεῖ ἐπί τινα χρόνον. Ματαίως ὄμως ἐπεζήτει νὰ ἴδῃ τὴν ἀνεψιάν του (διότι ἐκείνη τόσον εἶχε διαφθαρῆ ὥστε ἀπέφευγε νὰ κοιτάξῃ μάτια ποὺ ἔλαμπαν ἀπὸ σωφροσύνην, ἐνῷ ἔβλεπεν ἀχόρταγα ἀκόλαστα μάτια γεμᾶτα διαφθοράν). Δὲν άπηλπίσθη ὅμως· σκέπτεται ἕνα πρᾶγμα, ποὺ καὶ μόνον του ἀκόμη εἶναι δυνατὸν νὰ φανερώσῃ τὸν ἀσυγκράτητον πόθον του, τὸν πολύν του ζῆλον, διὰ νὰ τὴν σώσῃ καὶ ὅτι διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ τίποτε δὲν ἄφησεν άχρησιμοποίητον.

20. Ὑποκρίνεται δηλαδὴ τὸ σχῆμα καὶ τοὺς τρόπους τοῦ ἐραστοῦ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ διὰ τῆς ἀρετῆς του προσήγγιζε τοὺς άθλους ᾽Αγγέλους· δημιουργεῖ τὴν ἐντύπωσιν, ὅτι ζητεῖ, τάχα, σαρκικὸν ἔρωτα. Προσέρχεται λοιπὸν εἰς τὸν ἰδιοκτήτην τοῦ πανδοχείου καὶ τοῦ λέγει μὲ ἤρεμον καὶ ταπεινὴν φωνήν:

-Πληροφοροῦμαι, ὅτι ἔχεις μίαν πανέμορφην κόρην, τὴν ὁποίαν ἐκδίδεις μὲ χρήματα εἰς ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ τὴν ἀπολαύσουν σαρκικῶς. Καὶ ἐγὼ λοιπόν, ἀπὸ ἔρωτα πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτὴν τῆς ἁμαρτίας, ἔχω ἕλθει ἐδῶ.

21. Ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ πανδοχείου, μόλις εἶδε τὰ λευκὰ γεράματα τοῦ συνομιλητοῦ του, τὸν ἐσιχάθη μὲ τὴν ψυχήν του καὶ τὸν κατηγοροῦσεν ἀπὸ μέσα του διὰ πολλὴν ἀκολασίαν καὶ ἀδιαντροπιάν. Ἔλεγεν ἀπὸ μέσα του· «κοίταξε τὸν κακόγηρον, εἰς αὐτὴν τὴν ἡλικίαν καὶ δὲν θέλει νὰ σωφρονισθῇ. Πῶς δὲν ἐντρέπεται!» Παρ᾿ ὅλα ταῦτα ὅμως, διὰ νὰ μὴ χάσῃ τὸ κέρδος ἀπὸ τὴν ἔκδοσιν εἰς ἁμαρτίαν τῆς κόρης, ἥρχιζε νὰ ὑπερτονίζῃ τὴν ὀμορφιὰ τῆς κόρης, νομίζων, ὅτι διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ ῆρέθιζε περισσότερον τὸν γηραλέον ἐραστὴν καὶ τὸν ἔκαμνε νὰ φλογίζεται σφοδρότερον διὰ τὸν ἔρωτά της.

22. Τότε ὁ Ἅγιος ᾿Αβράμιος ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν τσέπην του τὸ νόμισμα καὶ τὸ δίδει εἰς τὸν ίδιοκτήτην τοῦ πανδοχείου, παραγγέλλων εἰς αὐτὸν νὰ τοῦ ἑτοιμάσῃ, διὰ τὸ βράδυ, δεῖπνον, κατὰ τὸ ὁποῖον νὰ τοῦ παρουσιάσῃ καὶ τὴν κόρην. Πράγματι ὁ ξενοδόχος ἡτοίμασεν ὅσον ἠδύνατο καλλίτερα τὸ δεῖπνον καί, κατ΄ αὐτό, φέρει πλησίον τοῦ Γέροντος τὴν κόρην, πολυτελῶς ἐνδεδυμένην καὶ βαδίζουσαν μὲ αὐθάδεις κινήσεις, ὄπως συνηθίζουν αἱ τοιαῦται γυναῖκες. Ὅταν ὁ Ἅγιος Ἀβράμιος βλέπῃ τὴν Μαρίαν πορνικῶς ἐμφανισθεῖσαν, αἰσθάνεται τὴν καρδίαν του νὰ πληγώνεται καὶ διὰ τῆς σιωπῆς προσπαθεῖ νὰ συγκρατήσῃ τὰ δάκρυά του, διὰ νὰ μὴ φανερὡσουν τὸ ψυχικόν του δρᾶμα καὶ κάμουν τὴν κόρην νὰ φύγῃ.

23. Τὰ δάκρυα ὅμως δὲν ἠμποροῦν νὰ σταματήσουν, νικημένα ἀπὸ τὴν ἔντασιν τοῦ ψυχικοῦ πάθους· τὰ μάτια του βουρκώνουν, χωρὶς νὰ στάζουν δάκρυα· ἐκεῖνος γυρίζει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ τὸ πρόσωπόν του καὶ μὲ τρόπον σκουπίζει τὰ δάκρυα, ἂν καὶ μερικαὶ σταγόνες κρυφοκατέβηκαν εἰς τὰ μάγουλά του. Διὰ νὰ ἀποφύγῃ δὲ κάθε ὑπόνοιαν ἐκ μέρους της, ἤρχισε νὰ τῆς ὁμιλῇ ἐρωτικά, τῆς γλυκογελοῦσε, τῆς ἕκαμνε πονηρὰ νοήματα, καί, ἐν γένει, ἔκαμνεν ὅλα, ὅσα ἠμποροῦν νὰ διεγείρουν τὴν ἐρωτικὴν διάθεσιν.

24. Ἐκείνη πάλιν ἀνταπέδωσεν εἰς τὸν Ἀβράμιον τὸ ἐρωτικὸν φίλημα. Εἰς αὐτὸ ὅμως τὸ σημεῖον, ὡς νὰ ἀντελήφθη μυστηριωδῶς καὶ ἀκαθορίστως τὴν εὐωδίαν, ποὺ ἀνέδιδον τὰ ἁγνὰ μέλη τοῦ ᾿Ασκητοῦ, ἀνεμνήσθη ἐξ αὐτοῦ τὴν προηγουμένην ζωήν της καὶ τὸ οὐράνιον ἀγαθὸν τῆς ἁγνείας. Σκεπτομένη δὲ ἀπὸ ποῖον ὕψος πνευματικὸν ἐξέπεσεν, ἐβούρκωσαν τὰ μάτια της ἀπὸ θερμὰ δάκρυα καὶ κρυφοαναστέναζε μονολογοῦσα σιωπηλῶς, ἀπὸ τὴν ψυχήν της· «ἀλλοίμονον εἰς ἐμὲ τὴν ἀθλίαν! ἀλλοίμονόν μου, μὲ πόσα σχοινιά ἁμαρτίας ἔχω δεθῆ! ‘Αλλοίμονόν μου τί νὰ κάμω τώρα; Νὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ἅνοιγεν ἡ γῆ νὰ μὲ καταπιῇ!»

25. Ὁ ἱερὸς ᾽Αβράμιος, φοβηθεὶς μήπως παρασυρθῇ ἀπὸ τὰς ἐκδηλὠσεις αὐτὰς καὶ φανερωθῇ, καὶ οὕτω ἡ ἀνεψιά του φύγῃ, κυνηγουμένη ἀπὸ τὴν ἐντροπὴν καὶ τὴν ἀπόγνωσιν, ἠθέλησε νὰ διασκεδάσῃ κάθε ὑποψίαν ἀπὸ αὐτὴν καὶ τὸ περιβάλλον της· δι’ αὐτὸ προσποιεῖται τὸν ἀγανακτημένον ἀπὸ τὰς ἐκδηλώσεις αὐτάς, καὶ λέγει, δῆθεν, μὲ τρόπον θρασὐτερον:

-Κοπέλλα μου, ἄφησε τά κλάματα καὶ τὴν μελαγχολίαν, διότι δὲν συνηντήθημεν σήμερον, διὰ νὰ ἐνθυμηθὤμεν τὶ ἔχομεν κάμει.

26. Τότε, μὲ μίαν καταπληκτικὴν εὐστροφίαν, ἀπευθύνεται ὀ Ἅγιος πρὸς τὸν ξενοδόχον καὶ τοῦ λέγει:

-Ἔλα λοιπόν, φίλε, φέρε μας κρασί, διὰ νὰ γλεντήσωμεν άπόψε οἱ δύο μας· διότι, ὅπως καταλαβαίνεις, ἦλθα ἀπὸ πολὺ μακριά, δι’ αὐτὴν ἐδῶ τὴν νέαν.

27. Ἀφοῦ λοιπὸν ἡτοιμάσθη πολυτελὲς συμπόσιον, ἐκεῖνος, ποὺ ἐπὶ πενῆντα ὁλόκληρα ἔτη δὲν ἐσήκωσε τὰ μάτια του νὰ ἰδῇ πρόσωπον γυναικὸς καὶ οὔτε ποτέ, χάριν τῆς ἀσκήσεως, ἐχόρτασε τὸ νερὸ καὶ τὸ ξηρὸ ψωμί, τώρα κάμνει συντροφιὰν μὲ μίαν πόρνην καὶ τρώγει μαζί της κρέας καὶ πίνει κρασί.

28. Εἰς αὐτὴν τὴν συγκατάβασιν διδάσκαλον εἶχεν ὁ Ὅσιος τὸν μακάριον Παῦλον, ὅστις, ὡς εἶναι γνωστὸν ἐκ τῆς Καινῆς Διαθήκης, καίτοι εἶχεν ἀγνισθῆ (*) καὶ εἶχε ξυρίσει τὴν κόμην του, καὶ εἶχε δεχθῆ νὰ περιτμηθῇ ὁ Τιμόθεος, ἐν τούτοις δὲν ἐσεβάσθη τὴν Ἰουδαϊκὴν αὐστηρότητα, ἀλλὰ τὴν ἐθυσίασε, διὰ νὰ ἑλκύσῃ ψυχὰς ἀπίστων εἰς τὴν πραγματικὴν θεοσέβειαν· εἰς αὐτὸν λοιπὸν τώρα ἀπέβλεπε καὶ ὁ ᾿Αβράμιος καὶ καδίσταται μιμητὴς τοῦ ζήλου καὶ τῆς πρὸς τοὺς ἄλλους εὐσπλαγχνικῆς ἀγάπης.

29. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφαγαν καλά, ἐπιάσθησαν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ εἷσέρχονται εἰς ἕνα ἐσωτερικὸν δωμάτιον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὑπῆρχεν ἕνα καλοστρωμένο κρεββάτι. Ὅταν ἐκάθησεν ἐπάνω εἰς αὐτὸ ὁ ᾿Αβράμιος, τοῦ λέγει ἡ κόρη:

*Αγνισμός: θρησκευτικὴ τελετὴ τῶν Ἰουδαίων πρὸς καθαρισμὸν ἀπὸ τῶν ἁμαρτημάτων καὶ ἁγιασμὸν (διὰ ραντισμοῦ ἤ νίψεως). Τὸ ἐνταῦθα ἀναφερόμενον περιστατικὸν τοῦ θείον Παύλου βλέπε ἐν ταῖς Πράξεσι (κα’ 26).

-᾿Αφησέ με νὰ σοῦ βγάλω τὰ παπούτσια.

-Κλεῖσε πρῶτα καλὰ τὴν θύραν· ἀμπάρωσέ την -διέταξεν ὁ θεῖος ΄Αβράμιος.

30. Ὅταν ἔκλεισε καλὰ ἡ θύρα, ἡ Μαρία ρίπτεται εἰς τὴν ἀγκάλην τοῦ Ἁγίου· ὅταν ὁ ᾽Αγιος ᾿Αβράμιος εἶδεν, ὅτι ἡ Μαρία ἦτο πλέον παραδεδομένη εἰς τὰς ὁρμὰς τῆς ἐπιθυμίας, ἀπορρίπτει τὸ προσωπεῖον τοῦ ἐραστοῦ καὶ φανερώνεται αὐτὸς ποὺ ἦτο εἰς τὴν πραγματικότητα. Βγάζει λοιπὸν ἀπὸ τὴν κεφαλὴν τῆς Μαρίας τὰ στολίδια, ἀνεστέναξε βαριὰ καὶ μὲ πόνον τῆς λέγει:

31. -«Σπλάγχνον μου, Μαρία, δὲν μὲ γνωρίζεις ποῖος εἶμαι; δὲν ἀναγνωρίζεις τὸν συγγενῆ σου; Τί σοῦ συνέβη λοιπόν, ψυχή μου; ποῖος ἦτο ἐκεῖνος, ποὺ σὲ παρέσυρεν εἰς τὴν καταστροφὴν; Ποῦ εὑρίσκεται τώρα τὸ ’Αγγελικὸν ἐκεῖνο σχῆμα τῆς παρθενίας; Ποῦ εἶναι ὁ ἐσταυρωμένος βίος ; Ποῦ εἶναι τὰ δάκρυα τῆς κατανύξεως; Πῶς ἐκρημνίσθης ἀπὸ τὸ τοσοῦτον ὕψος τῆς ἀρετῆς εἰς τὸ πλέον ἔσχατον βάραθρον τῆς ἀπάτης»

32. «Διατί δὲν μοῦ κατέστησε; ἐγκαίρως γνωστὸν τὸν πόλεμον, μὲ τὸν ὁποῖον ὁ ἐχθρὸς σὲ ἐπείραζε; Διατί δὲν ἔσερνες, ἀμέσως, ἔμπροσθέν μου τὸ ἀξιοθρήνητον ἐκεῖνο πτῶμα, ὥστε ἀμέσως νὰ ἐθριάμβευεν ἡ νίκη τῆς μετανοίας; ᾿Εγὼ δὲ καὶ ὁ ἀγαπητὸς Ἐφραὶμ (ὁ Ὅσιος) θὰ ἐπαρακαλούσαμεν, μετὰ θερμότητος καὶ δακρύων, τὸν Θεὸν διὰ τὴν σωτηρίαν σου».

33. «Διατί τόσον πολὺ ἔφυγες ἀπὸ κοντά μας; Διατί ἄφησες τὸν ἑαυτόν σου νὰ κυριευθῇ τόσον πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπελπισίαν, ποὺ εἶναι τὸ ἀποτελεσματικώτερον ἄγκιστρον τοῦ διαβόλου; Δὲν λυπᾶσαι καθόλου τὸν ἑαυτόν σου, ἀλλὰ τόσον ἀδιάντροπα ἀποτολμᾷς τὰς αἰσχροτέρας πράξεις; Πρέπει ἀμέσως νὰ σηκωθῇς ἀπὸ αὐτὸ τὸ βάραθρον τῆς άθλιότητος καὶ νὰ ἐπιδείξῃς μεγάλην μετάνοιαν δι᾿ὅσα ἀπετόλμησες».

34. «Δὲν γνωρίζεις πόσον ὁ Θεὸς μᾶς εὐσπλαγχνίζεται καὶ φροντίζει δι᾿ ἡμᾶς περισσότερον καὶ ἀπὸ τὸν πατέρα μας; Καίτοι ἡμεῖς τὸν καταφρονοῦμεν, ἐν τούτοις Ἐκεῖνος θέλει νὰ μᾶς μαζεύσῃ κοντά Του, ὅπως ἡ κλῶσσα τὰ κλωσσόπουλα κάτω ἀπὸ τὰς πτέρυγάς της!»

35. «Δι᾿ αὐτὸ λοιπὸν σὲ παρακαλῶ, πάρε καὶ πάλιν τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν τελειότητα. Ναί, παιδί μου, σὲ ἐξορκίζω εἰς τὰ γεράματά μου. Ναί, παιδί μου, λυπήσου τοὺς ἀβαστάκτους πόνους καὶ τὰς ὀδύνας τῆς ψυγῆς μου, ποὺ ἐδοκίμασα διὰ σέ, καὶ ποὺ ἐξακολουθῶ νὰ δοκιμάζω. Γύρισε καὶ πάλιν εἰς τὸν προηγούμενον δρόμον τῆς ἀρετῆς. Ναί, παιδί μου, χάρισέ μου ὀλίγην ἀναψυχήν, καὶ μὴ ἐξαποστείλῃς τὰ γηρατεῖα μου λυπημένα εἰς τὸν Ἄδην».

36. Αὐτά, μὲ πόνον ψυχῆς, ἔλεγεν ὁ ᾿Αβράμιος πρὸς τὴν Μαρίαν, ἀλλ᾽ ἐφαίνετο νὰ ἀπευθύνεται πρὸς κωφὸν καὶ ἀναίσθητον. Ἡ Μαρία ἔσκυψε κάτω τὴν κεφαλὴν καὶ ἡ φωνή της, ἀπὸ τὴν πολλὴν ἐντροπήν, ἐκόπηκε. Σαστισμένη καὶ ἄλαλη, πραγματικὰ ὡσὰν χαμένη, ἔρριξε τὰ βλέμματά της εἰς τὴν γῆν, ἐνῷ τὸ πρόσωπόν της ἤλλαξεν, ἀπὸ τὴν ψυχικήν της ταραχήν, χίλια χρώματα.

37. Τότε καὶ πάλιν ὁ ᾿Αβράμιος, διὰ νὰ τὴν κάμῃ νὰ συνέλθῃ ἀπὸ τὴν ψυχικήν της ταραχὴν καὶ σύγχυσιν, τῆς λέγει μὲ γλυκύτητα:

-«Διατί, παιδί μου, δὲν ἀπαντᾷς; Δὲν ἀντελήφθης, ὅτι διὰ τὴν σωτηρίαν σου ὑπεκρίθην ὅλα αὐτά, ποὺ βλέπεις; τὴν στρατιωτικὴν στολήν, τὸν ἔρωτα, τὴν κρεωφαγίαν; ΄Ολα αὐτὰ τὰ κάμνει ἐκεῖνος, ποὺ ὅπως ξεύρεις, δὲν γνωρίζει τίποτε περισσότερον ἀπὸ τὴν ἡσυχίαν τοῦ κελλιοῦ του!»

38. «Δὲν ὑπάρχει κανένα άνθρώπινον ἁμάρτημα, ποὺ νὰ ἁποκλείῃ τὴν θεῖκὴν συγγνώμην! Καμμιὰ πληγὴ τῆς ψυχῆς δὲν εἶναι ἀθεράπευτος, ὅλα τὰ γιατρεύει ἡ θεραπευτικὴ φλόγα τῆς μετανοίας. Παιδί μου, εἰς τὸν λαιμόν μου τὸ ἁμάρτημά σου. ᾿Εγὼ νὰ δώσω λόγον εἰς τὸν Χριστόν, δι᾽ ὅ,τι ἔπραξες’ ἀρκεῖ νὰ ἔλθῃς μαζί μου, νὰ ξαναγυρίσωμεν καὶ πάλιν εἰς τὸ ἐρημικόν μας κατοικητήριον».

39. Ὄλα αὐτὰ ἀνεμόχλευσαν τὸν ψυχικὸν κόσμον τῆς κόρης, τὴν ἔκαμαν νὰ συντριβῇ καὶ πίπτει εἰς τοὺς πόδας τοῦ διδασκάλου καὶ θείου της, ὅπως ἡ πόρνη τοῦ Εὐαγγελίου (Λουκ. ζ’ 37-50), καταβρέχουσα τοὺς πόδας του μὲ δάκρυα καὶ κλαίουσα πικρῶς.

40. ᾿Αφοῦ λοιπὸν τὰ πράγματα κατέληξαν εἰς αὐτὴν τὴν δαυμαστὴν μεταστροφὴν τῆς Μαρίας καὶ τὸν θρίαμβον τῆς μετανοίας, ὁ Ὅσιος ᾿Αβράμιος ἐξηκολούθει καὶ πάλιν νὰ τὴν προτρέπῃ νὰ ἐπιστρέψουν, ὅσον τὸ δυνατὸν συντομώτερον, εἰς τὸ ὄρος.

Ἐκείνη τότε ἠρώτησε τὶ νὰ κάμῃ τὰ φορέματά της καὶ τὸν χρυσὸν καὶ τὰ μεταξωτὰ στρώματα ποὺ εἶχε. Διότι πράγματι εἶχε πολλὰ καὶ πολύτιμα πράγματα.

-«Ἄφησἑ τα ὅλα, παιδί μου, καὶ ἀκολούθησε με-τὴν διατάσσει ὁ θεῖος ᾿Αβράμιος- ἄς ἐφαρμόσωμεν τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου» [«εἰ θέλῃς τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς καὶ ἕξεις δησαυρὸν ἐν οὐρανῷ καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. ιθ’ 21)]. Ἄς βιασθῶμεν νὰ ἀκολουθήσωμεν μόνον Αὐτόν, διὰ νὰ εὕρωμεν τὸν ἄληθινὸν πλοῦτον τῆς μελούσης ζωῆς.

41. ᾽Αφοῦ λοιπὸν ὁ θεῖος ᾿Αβράμιος τὴν παρέλαβε, τὴν ἔβγαλε κρυφὰ ἀπὸ τὸν οἶκον τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ἀνεβίβασεν εἰς τὸ ἄλογον, τὸ ὁποῖον ὡδήγει, πεζός, ὁ ᾿Αβράμιος, σύρων αὐτὸ ἀπὸ τὸ χαλινάρι.

42. Ὅταν ἕφθασαν εἰς τὸ ὄρος, ὁ Ὅσιος ἐκράτησε διὰ τὸν ἑαυτόν του τὸν ἐξωτερικὸν οἰκίσκον, καὶ προσέφερε διὰ κατοικίαν εἰς τὴν Μαρίαν τὸν ἐσωτερικόν. Εἰς αὐτὸ τὸ ἐσωτερικὸν καλυβάκι ἐφυλακίσθη, μὲ τὴν δέλησίν της, ἡ Μαρία, χωρὶς οὐδόλως νὰ ἐξέρχεται, καὶ ἠσχολεῖτο πλέον εἰς τὸ νὰ ἐξαλείψῃ, μὲ νηστείας, προσευχὰς καὶ δάκρυα, τοὺς ἐκ τῆς ἁμαρτίας σπίλους τῆς ψυχῆς της.

43. Αὐτὴ ἡ ἐπαγρύπνησις καὶ ὁ σκληρὸς ἀγὼν τῆς Μαρίας ἐπεβάλλοντο, διότι μόλις πρὸ ὀλίγου συνῆλθεν ἀπὸ τὴν μέθην τῶν σωματικῶν παθῶν· αἱ δὲ ἀναμνήσεις των ἀνεστρέφοντο διαρκῶς μέσα εἰς τὸν ψυχικόν της κόσμον καὶ ἐβασάνιζαν τὴν ψυχήν της καὶ τὴν συνείθησίν της, μολονότι ὁ Θεὸς συνεχώρησεν αὐτὴν δι᾽ ὅσα εἴχεν ἁμαρτήσει καὶ τοῦτο τῆς τὸ ἀπέδειξε διὰ θαυμαστοῦ τρόπου, καταστολίσας μάλιστα αὐτὴν καὶ μὲ χαρίσματα Θαυματουργίας. Ὁ Ἅγιος ’Αβράμιος παρακολουθῶν ὅλα αὐτὰ, ἐχαίρετο βαθύτατα καὶ ηὐχαρίστει θερμῶς τὸν Θεόν.

44. Ὁ Ἅγιος Ἀβράμιος ἔφθασεν εἰς βαθύτατον γῆρας. Γέρων δὲ πλέον καὶ πλήρης ἡμερῶν φεύγει ἀπὸ τὸν μάταιον αὐτὸν κόσμον καὶ μεταβαίνει πρὸς τὰς οὐρανίους σκηνάς· πέντε δὲ ἔτη μετὰ τὸν θάνατόν του ἀποθνῄσκει καὶ ἡ ἀνεψιά. Εἰς τὸ πρόσωπον τῆς νεκρᾶς ἁνθοῦσε μία γλυκύτης καὶ ἔλαμπε μία ὀλόφωτη ἀκτίς· αὐτὸ ἧτο ἕνα ἁλάνθαστον σημεῖον ψυχῆς ποὺ κατελαμπρύνθη ἀπὸ τὴν μετάνοιαν καὶ τὴν ἀρετήν.

Εὐεργετινός τόμος δ’ ὑπόθεσή μ’.