- Τὰ πρῶτα χρόνια
- Πρώτη ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως
- Ὁ Ἅγιος ἀνακρίνεται
- Ὁ Ἅγιος στὴν ἐξορία
- Ὁμολογία τῆς Ὀρθόδοξης πίστεως
- Τὸ τέλος τοῦ Ἁγίου
- Τὸ συγγραφικό του ἔργο
Μέγας ὄχι μόνο στὸ ὄνομα, ἀλλὰ καὶ στὴ ζωή του, ὁ Ἅγιος Μάξιμος γεννήθηκε στὴ Βασιλεύουσα ἀπὸ ἐπιφανεῖς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἔλαβε εὐρεία μόρφωση καὶ παρακολούθησε σὲ βάθος τὴ φιλοσοφία καὶ τὴ θεολογία Ἦταν γνωστὸς καὶ σεβαστὸς στὰ ἀνάκτορα γιὰ τὴ σοφία του.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος διαπίστωσε τὴν εὐστροφία του καὶ τὴ δίκαιη ζωή του, τὸν τοποθέτησε, παρὰ τὴ θέλησή του, στὴ θέση τοῦ πρώτου γραμματέα καὶ τὸν συμπεριέλαβε ἀνάμεσα στοὺς συμβούλους του. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀγαπήθηκε καὶ ἔγινε σεβαστὸς στοὺς αὐλικούς, ἀποδείχθηκε δὲ καὶ πολὺ σημαντικὸς γιὰ ὅλη τὴ Βασιλεύουσα.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἀνέκυψε ἡ αἵρεση τῶν μονοθελητῶν, ποὺ ἀναγνώριζαν μόνο ἕνα θέλημα στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτὴ ἡ αἵρεση προέκυψε ἀπὸ τὴν προηγούμενη αἵρεση τοῦ Εὐτυχοῦς, ἡ ὁποία, ἀνοήτως, ἀναγνώριζε μόνο μία φύση στὸν Χριστό.
Αὐτὸ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὴν ὀρθόδοξη ὁμολογία, ἡ ὁποία ἀναγνωρίζει στὸν Κύριό μας, τὸν σαρκωμένο Θεό, δύο φύσεις καὶ δύο θελήματα καὶ ἐνέργειες, εὐδιάκριτα γιὰ κάθε φύση, ἑνωμένα ὅμως στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, ὄχι διαιρεμένος σὲ δύο πρόσωπα, ἀλλά, ὅπως εἶναι γνωστό, σὲ δύο ἀσύγχυτες φύσεις. Ἐκεῖνοι ποὺ πρῶτοι ὑπερασπίστηκαν καὶ διέσπειραν τὴν αἵρεση τῶν μονοθελητῶν ἦταν ὁ Κύρος, πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, καὶ ὁ Σέργιος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος ἀσπάστηκε τὴν αἵρεση.
Ὁ Κύρος Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ Σέργιος Κωνσταντινούπολης συγκάλεσαν τοπικὰ συμβούλια, ἑδραίωσαν αὐτὴ τὴν αἵρεση, διέδωσαν τὶς ἀποφάσεις τους παντοῦ καὶ διέφθειραν ὅλη τὴν Ἀνατολή. Μόνο ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, πατριάρχης Ἱεροσολύμων, ἀντιτάχθηκε καὶ δὲν ἀποδέχθηκε τὶς ψεύτικες διδασκαλίες.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος, βλέποντας πὼς ἡ αἵρεση εἶχε διεισδύσει ἀκόμη καὶ στὸ παλάτι καὶ εἶχε διαφθείρει τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα, φοβήθηκε μήπως διαφθαρεῖ καὶ ὁ ἴδιος καὶ παρασυρθεῖ ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν πολλῶν. Γι’ αὐτὸ ἐγκατέλειψε τὴ θέση του, παρ’ ὅλη τὴ δόξα ποὺ τὴν περιέβαλλε, καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τῆς Χρυσούπολης, στὴν πίσω πλευρὰ τοῦ Βοσπόρου, ποὺ ἀπεῖχε ἀρκετὰ ἀπὸ τὴν Πόλη.
Βρισκόταν σὲ ἕνα μέρος ποὺ καλεῖται Σκουτάρι, τὸ ὁποῖο ἦταν φημισμένο γιὰ τὴν εὐσεβῆ ζωὴ τῶν μοναχῶν του. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἐκάρη μοναχός, διαλέγοντας νὰ εἶναι «ἀπόκληρος στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, παρὰ νὰ μένει σὲ οἶκο ἁμαρτωλῶν». Σὲ λίγα χρόνια, χάρη στὴ θεάρεστη ζωή του, ἐξελέγη ἡγούμενος.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ πατριάρχης Σέργιος ἔπεισε τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο νὰ γράψει μιὰ ὁμολογία τῆς προαναφερθείσας λανθασμένης πίστεως. Αὐτὴ ἡ ὁμολογία, τῆς αἵρεσης τῶν μονοθελητῶν, ὀνομάστηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἔκθεσις. Ὁ τελευταῖος διέταξε ὅλους μέσα στὴν αὐτοκρατορία νὰ συμμορφωθοῦν μὲ αὐτή. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ βρέθηκε σὲ μεγάλη σύγχυση. Ἡ Ἔκθεσις, τὴν ὁποία στὴν πραγματικότητα συνέταξε ὁ οἰκουμενικὸς πατριάρχης Σέργιος, ὑποστήριζε τὸ δόγμα τοῦ ἑνὸς θελήματος.
Ὁ Ἀββᾶς Μάξιμος, βλέποντας τὴν ἀναταραχὴ ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ σὲ ὅλη τὴν Ἀνατολή, πενθοῦσε, ἀναστέναζε καὶ ἔκλαιγε διαρκῶς. Οἱ αἱρετικοὶ εἶχαν πολλαπλασιαστεῖ καὶ εἶχαν ἐπικρατήσει· ἀντίθετα οἱ ὀρθόδοξοι εἶχαν λιγοστέψει καὶ εἶχαν κλονιστεῖ ἀπὸ τὴν καταιγίδα τῶν διώξεων. Ὅταν πάντως ἄκουσε πὼς αὐτὴ ἡ αἵρεση δὲν εἶχε βρεῖ ὀπαδοὺς στὴ Δύση ἀλλὰ εἶχε τελείως ἀπορριφθεῖ, γιατί ὁ πάπας Σεβῆρος τῆς Ρώμης δὲν εἶχε ἀποδεχθεῖ τὴν αὐτοκρατορικὴ Ἔκθεσι καὶ ὁ διάδοχός του στὸν θρόνο τῆς Ρώμης, πάπας Ἰωάννης ὁ 4ος, τὴν εἶχε ἀναθεματίσει στὸ συμβούλιο, τότε ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἄφησε τὴ μονὴ καὶ ἀποφάσισε νὰ βρεῖ καταφύγιο στὴν παλαιὰ Ρώμη. Στὰ Ἱεροσόλυμα δὲν ὑπῆρχε πιθανότητα νὰ ζήσει, λόγω τῆς εἰσβολῆς τῶν Σαρακηνῶν στὴν Παλαιστίνη. Ἔφυγε λοιπὸν γιὰ τὴ Ρώμη, προτιμώντας νὰ ζήσει μὲ τοὺς ὀρθοδόξους οἱ ὁποῖοι ἦταν σταθεροὶ στὴν πίστη.
Καθ’ ὁδὸν ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἀφρικανοὺς ἐπισκόπους στὶς πόλεις ποὺ ἦταν στὴν πορεία του, τοὺς στερέωσε στὴν πίστη καὶ τοὺς δίδαξε πὼς νὰ ἀποφύγουν τὴν πανουργία τῶν ἀντιπάλων τους καὶ πὼς νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὶς ὕπουλες παγίδες τους. Σὲ ὅσους ἦταν πολὺ μακριὰ ἔστειλε γράμματα, διδάσκοντάς τους τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ προειδοποιώντας τους μὲ ὅλους τους τρόπους νὰ προσέχουν τὴ νέα αἵρεση.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Σέργιος κοιμήθηκε καὶ στὴ θέση τοῦ τοποθετήθηκε ὁ Πύρρος, ὑποστηρικτὴς τῆς ἴδιας αἵρεσης. Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύρος, ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, κοιμήθηκαν. Πάντως ὁ αὐτοκράτορας, πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του, βλέποντας πὼς πολλοὶ μεγάλοι Ἅγιοι Ἱεράρχες καὶ θεοφορούμενοι πατέρες εἶχαν ἀπορρίψει καὶ ἀναθεματίσει τὴν Ἔκθεσί του περὶ πίστεως, τὴν ἀναθεώρησε. Γνωστοποίησε παντοῦ πὼς αὐτὴ ἡ ὁμολογία δὲν ἦταν δική του, ἀλλὰ εἶχε γραφτεῖ ἀπὸ τὸν πατριάρχη Σέργιο, ποὺ τὸν εἶχε πείσει νὰ τὴν ὑπογράψει.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος πέθανε, τὸν διαδέχθηκε ὁ γιὸς τοῦ Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος ὅμως τέσσερις μῆνες ἀργότερα κοιμήθηκε, ἔχοντας δηλητηριαστεῖ κρυφὰ ἀπὸ τὴ θετή του μητέρα Μαρτίνα. Σὲ συνεργασία μὲ τὸν πατριάρχη, αὐτὴ ἀνέβασε στὸν θρόνο τὸν γιὸ της Ἠρακλέωνα. Ἀλλὰ ἕξι μῆνες ἀργότερα, ὅλοι οἱ ἀξιωματοῦχοι τῆς αὐλῆς ξεσηκώθηκαν ἐναντίον του: Τὸν ἅρπαξαν καὶ τοῦ ἔκοψαν τὴ μύτη, ὅπως καὶ στὴ μητέρα του Μαρτίνα, καὶ τοὺς ἐξόρισαν καὶ τοὺς δυό.
Τότε ἀνέβηκε στὸν θρόνο ὁ Κώνστας, γιὸς τοῦ Κωνσταντίνου καὶ ἐγγονὸς τοῦ Ἡρακλείου. Ὁ Κώνστας στὴ συνέχεια γέννησε τὸν Κωνσταντῖνο, τοῦ ὁποίου τὸ ἐπίθετο ἦταν Πωγωνάτος. Ὁ πατριάρχης Πύρρος συμφωνοῦσε μὲ τὴ Μαρτίνα καὶ εἶχε, ὅπως λέγεται, συνεργαστεῖ μαζί της γιὰ νὰ δηλητηριάσει τὸν γιὸ τοῦ Ἡρακλείου Κωνσταντῖνο, καὶ πατέρα τοῦ νεοενθρονισμένου αὐτοκράτορα ἔτσι, μετὰ τὴν ἐνθρόνιση τοῦ Κώνστα, ὁ Πύρρος φοβήθηκε πολύ, ἄφησε οἰκειοθελῶς τὸν πατριαρχικό του θρόνο καὶ διέφυγε στὴν Ἀφρική. Τότε ὁ πατριαρχικὸς θρόνος τῆς Κωνσταντινούπολης καταλήφθηκε ἀπὸ τὸν Παῦλο, ἕναν μονοθελητὴ αἱρετικό. Ὁ νέος αὐτοκράτορας ἀκολουθοῦσε τὴν ἴδια αἵρεση καὶ πρωτοστατοῦσε στὴ διάδοσή της.
Ὅπως ἀναφέραμε ἤδη, ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πύρρος εἶχε καταφύγει στὴν Ἀφρική. Περιδιαβαίνοντας τὶς πόλεις, ἔστρεφε τοὺς ὀρθοδόξους στὴ νέα αἵρεση, θὰ εἶχε δὲ προκαλέσει μεγάλη ζημιὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἂν δὲν εἶχε βρεῖ ἀντιμέτωπο τὸν Ἅγιο Μάξιμο.
Ὅταν συναντήθηκαν οἱ δυό τους, συζήτησαν πολλὲς ὧρες γιὰ τὴν πίστη. Οἱ ἐπίσκοποί τῆς Ἀφρικῆς ὑποχρεώθηκαν νὰ συγκεντρωθοῦν στὴν Καρθαγένη, προκειμένου νὰ ἀκούσουν τὶς διαφωνίες τους, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ πατρικίου Γρηγορίου, κυβερνήτη τῆς περιοχῆς. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ συμβουλίου, ὁ θεοσοφὸς Μάξιμος συνέτριψε τὸν Πύρρο, ἀναιρώντας τὰ ἐπιχειρήματά του μὲ βάση τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ τὰ δόγματα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀπέδειξε πώς, ὅπως στὸν Θεὸ Χριστὸ ὑπάρχουν δύο φύσεις, ἔτσι πρέπει νὰ ὑπάρχουν σὲ Αὐτὸν καὶ δύο θελήσεις, ἀλλὰ καὶ δύο ἐνέργειες, ἂν καὶ εἶναι ἀδιαίρετες σὲ ἕνα πρόσωπο. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἥττα του ὁ Πύρρος ἑνώθηκε μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἡ Ἐκκλησία τὸν δέχθηκε μὲ ἀγάπη καὶ τιμή, μὲ τὸν τίτλο τοῦ πατριάρχη. Ὁ ἴδιος συνέγραψε ἕνα βιβλίο στὸ ὁποῖο ὁμολογοῦσε τὴν Ὀρθοδοξία.
Μετὰ ἔφυγε γιὰ τὴ Ρώμη προκειμένου νὰ δεῖ τὸν πάπα Θεόδωρο, τὸν διάδοχό του Ἰωάννη. Ὁ πάπας τὸν δέχθηκε μὲ τιμὴ ὡς Ὀρθόδοξο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Ὅταν φῆμες ἄρχισαν νὰ διαδίδονται στὴν Κωνσταντινούπολη, πὼς ὁ Πύρρος εἶχε ἑνωθεῖ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία ἡ σύνοδος τῶν αἱρετικῶν ἐνήργησε κακόβουλα. Ἐπινόησαν μιὰ συκοφαντικὴ ἱστορία πὼς τάχα οἱ Ἀφρικανοὶ ἐπίσκοποι καὶ ὁ πάπας πίεσαν τὸν Πύρρο νὰ ἑνωθεῖ μαζί τους ἐν πνεύματι, παρὰ τὴ θέλησή του. Αὐτὲς οἱ φῆμες ἔφτασαν στὸν αὐτοκράτορα ὁ ὁποῖος ἔστειλε στὴν Ἰταλία ἕναν αἱρετικὸ ἀξιωματοῦχο του, τὸν Ὀλύμπιο, προκειμένου νὰ ἐπαναπροσηλυτίσει τὸν Πύρρο στὴν ὁμολογία τῶν μονοθελητῶν.
Ὅταν ἔφτασε στὴν Ἰταλία ὁ Ὀλύμπιος ἔμεινε στὴ Ραβέννα Ἐκεῖ κάλεσε τὸν Πύρρο ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ τὸν ἔπεισε νὰ γυρίσει στὴν πρότερη αἵρεση. Ἔτσι ὁ Πύρρος φέρθηκε, ὅπως ἕνα σκυλί, ποὺ γυρνάει στὰ ξεράσματά του καὶ δικαίως ἀναθεματίστηκε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ὅπως καὶ ὅσοι σκέφτονταν ὅπως αὐτός.
Τὴν ἴδια ἐποχή, ὁ αὐτοκράτορας Κώνστας ὑποκινούμενος ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ πατριάρχη Παῦλο, ἀκολούθησε τὸ παράδειγμα τοῦ παπποῦ του Ἡράκλειου, ὑπογράφοντας τὴ δική του ὁμολογία πίστης, ἡ ὁποία ἦταν πάλι γεμάτη ἀπὸ αἱρετικὰ δόγματα. Τὴν ἀποκάλεσε Τύπο, τὴ διένειμε παντοῦ καὶ παρήγγειλε, πὼς ὅλοι ἔτσι ἔπρεπε νὰ πιστεύουν. Αὐτὸς ὁ Τύπος ἔφτασε στὴ Ρώμη, ὅταν ὁ πάπας Θεόδωρος ἦταν ἤδη ἑτοιμοθάνατος. Μετὰ τὴν κοίμησή του, τὸν διαδέχθηκε ὁ ὅσιος Μαρτίνος. Ὁ αὐτοκράτορας νόμισε, πὼς ὁ νέος πάπας θὰ δεχόταν τὸν Τύπο, ἀλλὰ ὁ πάπας τὸν ἀπέρριψε, λέγοντας: «Ἀκόμη καὶ ἂν ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἀσπαστεῖ αὐτὴ τὴ νέα διδασκαλία ἡ ὁποία εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴν Ὀρθοδοξία ἐγὼ δὲν θὰ τὴ δεχθῶ καὶ δὲν θὰ ἀποστατήσω ἀπὸ τὶς διδασκαλίες τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Ἀποστόλων, οὔτε ἀπὸ τὶς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἔστω καὶ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς μου».
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος, ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῆς Χρυσούπολης, εὑρισκόμενος ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴ Ρώμη, συμβούλεψε τὸν πάπα Μαρτίνο νὰ συγκαλέσει μιὰ τοπικὴ σύνοδο καὶ νὰ καταδικάσει τὸν αὐτοκρατορικὸ Τύπο ὡς αἱρετικὸ καὶ ἀντίθετο μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ πάπας συγκάλεσε τοὺς ἐπισκόπους του, ἑκατὸν πέντε τὸν ἀριθμό, μὲ τὸν ἀββᾶ Μάξιμο ἀνάμεσά τους. Ἦταν ἡ Σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ, ποὺ ἀναθεώρησε τὰ λάθη τοῦ Κύρου, τοῦ Σεργίου, τοῦ Πύρρου καὶ τοῦ Παύλου, καθὼς καὶ τὴν αὐτοκρατορικὴ αἱρετικὴ ὁμολογία οἱ ψευδεῖς διδασκαλίες ἀναθεματίστηκαν· ὁ πάπας ἔγραψε στοὺς πιστοὺς στερεώνοντάς τους στὴν Ὀρθοδοξία ἐξηγώντας τὰ σφάλματα τῶν αἱρετικῶν καὶ προειδοποιώντας τους μὲ κάθε τρόπο νὰ εἶναι ἐπιφυλακτικοὶ μαζί τους.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας τὸ ἄκουσε αὐτό, ὀργίστηκε καὶ ἔστειλε τὸν ἀντιβασιλέα Θεόδωρο στὴν Ἰταλία διατάζοντάς τον νὰ παύσει τὸν πάπα Μαρτίνο μὲ τὶς ἀκόλουθες χαλκευμένες κατηγορίες: πρώτον, ὅτι εἶχε συμφωνήσει μὲ τοὺς Σαρακηνοὺς καὶ τοὺς καθοδηγοῦσε προκειμένου νὰ εἰσβάλουν στὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία καὶ νὰ κάνουν πόλεμο ἐναντίον τοῦ αὐτοκράτορα καί, δεύτερον, ὅτι δὲν εἶχε διατηρήσει τὴν πίστη ποὺ ἔθεσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ εἶχε ἀνεχθεῖ βλασφημίες ἐναντίον τῆς Θεοτόκου.
Μόλις ἔφθασε στὴ Ρώμη, ὁ αὐτοκρατορικὸς ἀπεσταλμένος κατηγόρησε δημόσια τὸν πάπα γι’ αὐτὰ τὰ ἐγκλήματα. Ὁ Ἅγιος Μαρτίνος, καθὼς ἦταν ἀθῶος, ἀντέκρουσε αὐτὲς τὶς συκοφαντίες. «Δὲν ἔχω κάνει καμία συμφωνία μὲ τοὺς Σαρακηνούς», εἶπε, «ἔχω ἐλεήσει μόνο τους ὀρθοδόξους, ποὺ ζοῦν φτωχοὶ ἀνάμεσα στοὺς Σαρακηνούς. Καί, ἂν κάποιος δὲν τιμᾶ τὴν πάναγνη Θεοτόκο, δὲν τὴν ὁμολογεῖ καὶ δὲν τὴ σέβεται, ἃς εἶναι καταραμένος τώρα καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἐμεῖς ὑπερασπιζόμαστε τὴν πίστη τὴν ὁποία μᾶς ἐμπιστεύθηκαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες, σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλους».
Ὁ αὐτοκρατορικὸς ἀπεσταλμένος ἔκρινε τὸν πάπα ἔνοχο γιὰ ὅλες τὶς κατηγορίες, τὸν συκοφάντησε μάλιστα ὅτι εἶχε ἀνέλθει στὸν θρόνο παράνομα. Στὴ συνέχεια, τὸν ἔπαυσε μυστικὰ μέσα σὲ μία νύχτα μὲ τὴ βοήθεια τῶν ὅπλων καὶ τὸν ἔστειλε φρουρούμενο στὸν αὐτοκράτορα. Ὁ πάπας φυλακίστηκε στὴ Χερσώνα ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ λιμό. Κοιμήθηκε στὶς 16 Σεπτεμβρίου τοῦ 655.
2. Πρώτη ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως”
Πολὺ καιρὸ πρὶν συλληφθεῖ ὁ πάπας, εἶχε ἤδη συλληφθεῖ ὁ Ἅγιος Μάξιμος στὴ Ρώμη, μαζὶ μὲ τὸν ὑποτακτικό του Ἀναστάσιο, καὶ εἶχε σταλεῖ σιδηροδέσμιος στὴν Κωνσταντινούπολη. Αὐτὸ ἔγινε μὲ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα ὁ ὁποῖος γνώριζε μὲ ποιοῦ καθοδήγηση καὶ ὑποκίνηση εἶχε συγκληθεῖ ἡ Σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ, ποὺ εἶχε καταδικάσει τοὺς μονοθελητὲς καὶ τὸν Τύπο.
Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφτασε στὴ Βασιλεύουσα τὸν ὑποδέχτηκαν ἄνθρωποι σταλμένοι ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα ποὺ ἄρχισαν νὰ τὸν ἀποδοκιμάζουν ἔντονα καὶ νὰ βιαιοπραγοῦν σὲ βάρος του. Δὲν δίστασαν νὰ τὸν σύρουν μέσα στοὺς δρόμους ρακένδυτο καὶ ξυπόλυτο, ἐνῶ στὸ πλάι του βρισκόταν συνεχῶς ὁ πιστὸς ὑποτακτικός του. Τελικὰ τὸν ὁδήγησαν σὲ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο καὶ τὸν ἔκλεισαν ἐκεῖ μόνο του· τὸν ὑποτακτικό του τὸν φυλάκισαν χωριστὰ σὲ δημόσια φυλακή.
Λίγες ἡμέρες ἀργότερα ὁ Ἅγιος μεταφέρθηκε στὸ παλάτι γιὰ ἀνάκριση, ἡ ὁποία θὰ γινόταν ἀπὸ τὴ Σύγκλητο, στὴ συγκεκριμένη συνεδρία τῆς ὁποίας, πάντως, ὁ αὐτοκράτορας δὲν θὰ προήδρευε. Μόλις εἰσῆλθε, τὰ βλέμματα ὅλων στράφηκαν ἐναντίον τοῦ γεμάτα κακία καὶ ἔχθρα. Ἡ ἀνάκριση ἀνατέθηκε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀξιωματούχους, τὸν γαζοφύλακα ἢ ταμία, ἄνθρωπο εὔγλωττο, στρεψόδικο ὅμως καὶ συκοφάντη· στὴ διαστρέβλωση τῆς ἀλήθειας ἦταν ἰδιαίτερα ἐπιτήδειος.
Πόση κακοβουλία ἔδειξε! Πόσες κατηγορίες ξεστόμισε! Τελείως ἀδιάντροπα χλεύασε τὸν ἐβδομηντάχρονο Ἅγιο, χωρὶς νὰ κλονιστεῖ στιγμὴ ἀπὸ τὴ χάρη, ἡ ὁποία ἔλαμπε στὴν ἔκφρασή του, ἀπὸ τὴν πραότητα καὶ τὴν ἐγκράτειά του. Τὸν κατηγόρησε μὲ πανουργία καὶ θράσος· δὲν μπόρεσε ὅμως νὰ ἀντικρούσει πειστικὰ τὶς ἀντιρρήσεις τοῦ Ἁγίου, τὶς ὁποῖες μάλιστα ὁ τελευταῖος ἐξέφρασε ἤπια καὶ καλοπροαίρετα. Τὸ τί ἀκριβῶς εἰπώθηκε καὶ ἔγινε τότε, ποιὲς κατηγορίες διατυπώθηκαν σὲ βάρος τοῦ ἀθώου καὶ ποιὰ δόλια ἄτομα προσπάθησαν νὰ παρουσιάσουν τὸ ψέμα σὰν ἀλήθεια, ὅλα αὐτὰ εἶναι καταγεγραμμένα μὲ λεπτομέρειες ἀπὸ κάποιον ἄλλον Ἀναστάσιο, ὑποτακτικό του Ἁγίου Μαξίμου καὶ τέως ἀποκρισάριο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Ἐδῶ καταγράφουμε ἕνα μικρὸ μέρος τῆς μακροσκελοῦς ἀπολογίας του:
Μόλις ἐμφανίστηκε ὁ παράνομος κατήγορος, στάθηκε ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου καὶ ἄρχισε νὰ τὸν προσβάλει, ἀποκαλώντας τον προδότη τῆς πατρίδας, ἀσυνείδητο καὶ ἐχθρό τοῦ αὐτοκράτορα καὶ νὰ τοῦ καταλογίζει κάθε εἴδους ἐπαίσχυντες καὶ ἐγκληματικὲς πράξεις. Ὅταν ὁ Ἅγιος τὸν ρώτησε γιατί τοῦ προσάπτει τέτοιες κατηγορίες καὶ τοῦ ἀποδίδει τέτοιους χαρακτηρισμούς, ὁ ἀξιωματοῦχος παρουσίασε ψευδομάρτυρες καί, ὀργισμένος, τὸν κατηγόρησε, πὼς ἐξαιτίας του εἶχαν ἀποσχιστεῖ ἀπὸ τὴν αὐτοκρατορία ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Πεντάπολη καὶ ὁλόκληρη ἡ Αἴγυπτος καὶ πὼς ὁ ἴδιος εἶχε παραδώσει αὐτὲς τὶς περιοχὲς στοὺς Σαρακηνούς, στοὺς ὁποίους ἦταν φιλικὰ προσκείμενος καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους εὐχόταν εὐημερία. Ὁ Ἅγιος ἀπέδειξε πὼς αὐτὴ ἡ κατηγορία ἦταν ἀνυπόστατη καὶ γελοία
«Πῶς θὰ μποροῦσα ἐγώ, ἕνας μοναχός», εἶπε, «νὰ συναναστρέφομαι τὸν κατακτητὴ τῶν πόλεων; Καὶ πῶς θὰ μποροῦσα ἐγώ, ἕνας χριστιανός, νὰ ἔχω σχέσεις μὲ τοὺς Σαρακηνούς; Ἀπεναντίας, δὲν ἔχω εὐχηθεῖ γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι πρὸς ὄφελος τῶν χριστιανικῶν πόλεων».
Τότε ὁ ἀναίσχυντος συκοφάντης κατέφυγε σὲ ἄλλο ψέμα καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει, πὼς ὁ Ἅγιος Μάξιμος εἶχε ὑποτιμήσει τὸν αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς, λέγοντας πὼς οἱ βασιλιάδες τῆς Δύσης ἦταν περισσότερο ἄξιοι τιμῆς. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀπευθύνθηκε στοὺς ψευδομάρτυρες, τοὺς ὁποίους καὶ ἐπικαλέστηκε.
Ἀναστενάζοντας βαθιά, ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «Εὐχαριστῶ τὸν Θεό, ποὺ μὲ παρέδωσε στὰ χέρια σας καὶ μὲ ἀξιώνει νὰ συκοφαντοῦμαι καὶ νὰ ὑφίσταμαι τέτοια μαρτύρια προκειμένου μέσω αὐτῶν νὰ ἐξαγνιστῶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὰ λάθη μου. Ἀλλά, πρὶν ἀπαντήσω σύντομα στὶς ψεύτικες κατηγορίες σας, θὰ σᾶς ρωτήσω πρῶτα πότε εἴτε ἐσεῖς οἱ ἴδιοι μὲ ἀκούσατε νὰ καταδικάζω τὸν βασιλιὰ εἴτε κάποιοι ἄλλοι σᾶς εἶπαν τέτοιο πράγμα».
Οἱ ψευδομάρτυρες ἀπάντησαν τότε: «Τὸ μάθαμε ἀπὸ ἄλλους, οἱ ὁποῖοι τὸ ἄκουσαν ἀπὸ τὸ ἴδιο σου τὸ στόμα».
Ἀλλά, ὅταν ὁ Ἅγιος ζήτησε νὰ κληθοῦν ἐκεῖνοι, ποὺ τὰ ἰσχυρίστηκαν αὐτὰ νὰ καταμαρτυρήσουν προσωπικά, οἱ κατήγοροι εἶπαν, πὼς αὐτοὶ οἱ μάρτυρες δὲν ἦταν πλέον ζωντανοί.
Τότε ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «Ἄν, ὅπως λέτε, αὐτοὶ πού ἄκουσαν τὴν καταδίκη ἀπὸ τὰ χείλη μου εἶναι ἤδη νεκροί, γιατί δὲν μὲ ρωτούσατε πιὸ πρίν, ὅταν ἦταν ἀκόμη ζωντανοί; Ἔτσι καὶ ἐσεῖς δὲν θὰ εἴχατε χρονοτριβήσει καὶ ἐγὼ θὰ εἶχα δεχθεῖ τὴν τιμωρία γιὰ τὴν προφανῆ ἐνοχή μου. Ἕνα ὅμως εἶναι βέβαιο: Οἱ κατηγορίες σὲ βάρος μου εἶναι ψεύτικες, ἑπομένως ἐκεῖνοι, ποὺ μὲ ὁδήγησαν ἐδῶ, σὲ δικαστήριο, δὲν εἶχαν τὸν Θεὸ γιὰ ὁδηγό τους, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει τὰ κρύφια τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων. Ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ θεωροῦσα τὸν ἑαυτό μου ἀνάξιο νὰ δεῖ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου καὶ νὰ καλεῖται χριστιανός, ἂν εἶχα ἔστω σκεφτεῖ νὰ πράξω αὐτά, πού μοῦ καταλογίζετε!»
Τότε ἐκεῖνοι κάλεσαν ἕναν ψευδομάρτυρα, Γρηγόριο στὸ ὄνομα, ὁ ὁποῖος βεβαίωσε, ὅτι στὴ Ρώμη εἶχε ἀκούσει τὸν Ἀναστάσιο, μαθητὴ τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, νὰ ἀποκαλεῖ τὸν αὐτοκράτορα «πάπα» καὶ ὅτι εἶχε μάθει νὰ τὸν ἀποκαλεῖ ἔτσι ἀπὸ τὸν δάσκαλό του Μάξιμο.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὅμως ἀντέκρουσε σθεναρὰ τὶς δόλιες συκοφαντίες μὲ αὐτὰ τὰ λόγια: «Ὅταν ὁ Γρηγόριος ἦταν στὴ Ρώμη, εἶχε τὴν ἀντίθετη ἄποψη ἀπὸ μᾶς σχετικὰ μὲ τὸ ἕνα θέλημα, ζητώντας μας νὰ ἀποδεχθοῦμε τὸ δογματικὸ κείμενο ποὺ εἶναι γνωστὸ ὡς Τύπος. Ἐμεῖς ἀρνηθήκαμε, γιατί προτιμήσαμε αὐτὸ ποὺ εἶναι ὠφέλιμο γιὰ τὶς ψυχές μας. Σχετικὰ μὲ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶτε τώρα, οὔτε ἐγὼ χαρακτήρισα ποτὲ “πάπα” τὸν αὐτοκράτορα, οὔτε ὁ μαθητής μου — σὲ αὐτὸ ὁ Θεὸς εἶναι μάρτυρας! Ἐντούτοις, θυμᾶμαι πὼς μίλησα τότε, ὄχι στὸν μαθητή μου, ἀλλὰ στὸν Γρηγόριο τὸν ἴδιο, καὶ τοῦ εἶπα: Ἡ ἔρευνα καὶ ὁ προσδιορισμὸς τῶν δογμάτων τῆς πίστεως εἶναι ἔργο ὄχι τῶν αὐτοκρατόρων, ἀλλὰ τῶν λειτουργῶν τοῦ θυσιαστηρίου, ἐπειδὴ μόνο αὐτοὶ ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ χρίουν τὸν αὐτοκράτορα θέτοντας τὰ χέρια τοὺς πάνω του καὶ νὰ στέκονται μπροστὰ στὸν βωμό, γιὰ νὰ τελοῦν τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ ὅλα τά ἄλλα θεία μυστήρια Αὐτὸ εἶπα τότε σὲ αὐτόν, αὐτὸ λέω τώρα καὶ σὲ ἐσάς. Ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόριος θὰ παραδεχθεῖ ὅτι εἶπα τὰ λόγια αὐτὰ κι ἂν ἀρνηθεῖ, δικαίωμά του. Γι’ αὐτό, ἀφῆστε τὸν καθέναν νὰ μὲ κατηγορήσει ἢ νὰ μὲ ὑπερασπιστεῖ ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου». Μὴν ξέροντας τί νὰ κάνουν οἱ κατήγοροι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πιστέψει στὴ δύναμη τῶν ψευδομαρτύρων, ἀπομάκρυναν τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὴ σύναξη.
Κατόπιν προσῆλθε ὁ μαθητὴς του Ἀναστάσιος. Οἱ κατήγοροι προσπάθησαν νὰ τὸν κλονίσουν μὲ σκληρὰ λόγια καὶ ἀπειλές, γιὰ νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ παραδεχτεῖ τὶς συκοφαντίες σὲ βάρος τοῦ δασκάλου του. Τὸν πίεσαν νὰ ὁμολογήσει πὼς ὁ δάσκαλός του ἦταν σκληρὸς κατὰ τὸν διάλογό του μὲ τὸν Πύρρο στὴ Ρώμη, ὅταν ἐκεῖνος ἀμφισβήτησε τὴν πίστη. Ὁ Ἀναστάσιος θαρραλέα βεβαίωσε, πὼς ὄχι μόνο δὲν εἶχε βλάψει ὁ Πύρρος τὸν δάσκαλό του, ἀλλὰ τοῦ εἶχε συμπεριφερθεῖ καὶ μὲ ἰδιαίτερο σεβασμό. Γιὰ τὴν εἰλικρίνεια ποὺ ἔδειξε, ὁ Ἀναστάσιος ἀνταμείφθηκε μὲ γροθιὲς στὸν λαιμό, στὸ πρόσωπο καὶ στὸ κεφάλι, ἐνῶ στὴ συνέχεια ὁδηγήθηκε πίσω στὸ κελί του.
Μετὰ ἀπὸ αὐτό, κάλεσαν πάλι τὸν Ἅγιο Μάξιμο καὶ προσπάθησαν νὰ κλονίσουν τὴ σταθερότητά του μὲ μιὰ νέα συκοφαντία Αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ Ἅγιος Μάξιμος κατηγορήθηκε πὼς ἦταν ὀπαδὸς τῆς διδασκαλίας τοῦ Ὠριγένη καὶ συμφωνοῦσε σὲ ὅλα μαζί του. Ὁ Ἅγιος εὔκολα ἀντέκρουσε τὶς κατηγορίες τους, ἀφοῦ ἦταν τελείως ἀβάσιμες. Ἐξέφρασε τὴ γνώμη, πὼς ὁ Ὠριγένης ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς χριστιανούς, καὶ οἱ ὀπαδοί του θὰ κριθοῦν αὐστηρὰ ἀπὸ τὸν Θεό.
Κατόπιν οἱ κατήγοροι ἄρχισαν πάλι νὰ ρωτοῦν τὸν Ἅγιο Μάξιμο γιὰ τὸν Πύρρο, καθὼς καὶ γιὰ τοὺς λόγους, γιὰ τοὺς ὁποίους εἶχε χωριστεῖ ἀπὸ τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καὶ δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ εἰσέλθει σὲ κοινωνία μαζί του. Τοῦ ὑπέβαλαν καὶ πολλὲς ἄλλες ἐρωτήσεις, ἐνῶ στὸ τέλος τοῦ ζήτησαν ἐπιτακτικὰ νὰ ἀποδεχθεῖ τὸν βασιλικὸ Τύπο, καὶ μάλιστα μὲ ἰδιαίτερο σεβασμό, καθότι ἀποτελοῦσε τὴν τελειότερη ἔκθεση τῆς πίστεως, πέραν τοῦ ὅτι ἦταν καὶ ὑποχρεωτικός. Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Τότε αὐτοὶ ἐξαπέλυσαν ὕβρεις ἐναντίον του. Ἐντούτοις, βλέποντας ὅτι εἶχαν ἀναιρεθεῖ ὅλοι τους οἱ ἰσχυρισμοὶ ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἁγίου καὶ ὅτι εἶχαν πέσει οἱ ἴδιοι στὶς παγίδες ποὺ τοῦ εἶχαν στήσει, διέλυσαν τὴ σύναξη, ἐπέστρεψαν βιαστικὰ στὸν αὐτοκράτορα καὶ ὁμολόγησαν τὴν ἀκατάβλητη τόλμη τοῦ ἀββᾶ τῆς Χρυσούπολης.
«Ὁ Μάξιμος», εἶπαν, «εἶναι ἀήττητος στὰ ἐπιχειρήματα καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ τὸν πείσει νὰ συμπορευτεῖ μαζί μας, ἀκόμη κι ἂν τὸν ἀπειλήσει μὲ βασανιστήρια!».
Σύντομα, κάποιοι ἐπιτήδειοι, ποὺ συστήθηκαν ὡς ἀπεσταλμένοι τοῦ πατριάρχη, ἦρθαν νὰ μιλήσουν μαζί του μὲ στόχο νὰ τὸν πιέσουν πολὺ καὶ τὸν ἐκφοβίσουν, γιὰ νὰ τὸν μεταστρέψουν πρὸς τὴν πίστη τους. Ἄρχισαν λοιπὸν νὰ τὸν ρωτοῦν: «Ἐσὺ σὲ ποιὰ Ἐκκλησία ἀνήκεις; Σὲ αὐτὴν τοῦ Βυζαντίου, τῆς Ρώμης, τῆς Ἀντιόχειας, τῆς Ἀλεξάνδρειας ἢ τῆς Ἱερουσαλήμ; Γιατί ὅλες αὐτὲς οἱ Ἐκκλησίες, μαζὶ μὲ τὶς ἐπαρχίες ποὺ ὑπόκεινται σὲ αὐτές, εἶναι ἑνωμένες μεταξύ τους. Ἑπομένως, ἂν ἀνήκεις ἐπίσης στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἔλα σὲ κοινωνία μαζί μας ἀμέσως, γιὰ νὰ μὴν εἰσέλθεις χωρὶς νὰ τὸ καταλάβεις σὲ κάποια νέα καὶ παράξενη ὁδό!».
Τότε ὁ δίκαιος ἀπάντησε σοφά: «Ὁ Κύριός μας Χριστὸς χαρακτήρισε Καθολικὴ Ἐκκλησία ἐκείνη τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία διατηρεῖ τὴν ἀληθινὴ καὶ ὁμολογιακὴ παρακαταθήκη τῆς πίστεως. Γι’ αὐτὴ τὴν ὁμολογία ἀποκάλεσε τὸν Πέτρο εὐλογημένο καὶ πάνω σέ αὐτὴ τὴν ὁμολογία δήλωσε ὅτι θὰ θεμελίωνε τὴν Ἐκκλησία Του. Ἐντούτοις, ἐπιθυμῶ νὰ ξέρω τὸ περιεχόμενο τῆς ὁμολογίας σας, βάσει τῆς ὁποίας ὅλες οἱ Ἐκκλησίες, ὅπως λέτε, ἔχουν κοινωνία. Ἂν δὲν ἀντιτάσσεται στὴν ἀλήθεια τότε οὔτε ἐγὼ θὰ χωριστῶ ἀπὸ αὐτήν».
Οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπάντησαν τότε: «Ἂν καὶ δὲν ἔχουμε ἐντολὴ νὰ μιλήσουμε μαζί σου γι’ αὐτὸ τὸ θέμα ἐντούτοις θὰ σοῦ ποῦμε. Ὁμολογοῦμε δύο φύσεις στὸν Χριστό, ἀποδεχόμενοι τὴ διάκριση τῶν φύσεών Του, καὶ ἕνα θέλημα ὡς συνέπεια τῆς ἕνωσης καὶ τῶν δύο φύσεων σὲ ἕνα πρόσωπο».
Σὲ αὐτὰ ὁ Ἅγιος ἀντέτεινε τὰ ἑξῆς: «Ἂν μιλᾶτε γιὰ δύο θελήσεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν γίνει ἕνα μόνο θέλημα ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἕνωσης τῶν δύο φύσεων σὲ ἕνα πρόσωπο, αὐτὸ σημαίνει πώς, παρὰ τὶς δύο θελήσεις, ἐσεῖς ἀναγνωρίζετε καὶ ἄλλη, ἕνα τρίτο θέλημα συγχωνευμένο ἢ “θεανθρωπικό”».
«Ὄχι», ἀπάντησαν οἱ ἀπεσταλμένοι. «Ἐμεῖς ἀποδεχόμαστε δύο θελήσεις, ἀλλά, λόγω τοῦ ὅτι εἶναι ἑνωμένες μεταξύ τους, μιλᾶμε γιὰ ἕνα θέλημα».
«Ἔχετε κατασκευάσει μιὰ ἀβέβαιη πίστη», ἀντέλεξε ὁ Ἅγιος, «ὀμολογώντας ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρὶς νὰ ἔχει κάποια ὀντότητα. Ἂν συγχωνεύετε τὶς δύο ἐνέργειες σὲ μία λόγω τῆς ἕνωσης τῶν φύσεων σὲ ἕνα ἄτομο, καὶ διαιρεῖτε ἔπειτα αὐτὴ τὴν ἑνότητα τῆς ἐνέργειας σὲ δύο, λόγω τῶν φύσεων ποὺ εἶναι διαφορετικές, εἶναι ἑπόμενο πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει οὔτε ἑνότητα οὔτε δυαδικότητα τῆς ἐνέργειας, καθότι ἡ δυαδικότητα ἀποκλειστικὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἕνωση καὶ ἡ ἕνωση ἀποκλείεται μὲ τὸν μερισμό. Ἄρα αὐτὲς οἱ ἐπινοήσεις ἀχρηστεύουν ἐκεῖνον στὸν ὁποῖο οἱ ἐνέργειες κατοικοῦν, δηλαδὴ τὸν “Θεάνθρωπο”.
Ἐπίσης, καταργοῦν τὴν ἕνωση συνολικά, ἂν δὲν δίνουν τὸ δικαίωμα σὲ αὐτὴν νὰ ἐκδηλωθεῖ ἔτσι, ὅπως πρέπει ὡς πρὸς τὴ φύση της καὶ ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ τὴν οὐσία οὔτε νὰ ἀλλάξει. Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, μιὰ οὐσία ποὺ δὲν φανερώθηκε στὶς ἐνέργειες θὰ ἐστερεῖτο ὀντότητας. Δὲν τὸ δέχομαι αὐτό. Οὔτε ἔχω μάθει ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες νὰ τὸ πιστεύω. Ἐσεῖς, ἐφόσον ἔχετε τὴ δύναμη, συμπεριφερθεῖτε μου ὅπως σᾶς εὐχαριστεῖ».
Οἱ ἀπεσταλμένοι, μὴ γνωρίζοντας τί νὰ ἀπαντήσουν, ἀπείλησαν τὸν Ἅγιο μὲ ἀνάθεμα καὶ θάνατο. «Εἴθε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ πληρωθεῖ σὲ μένα, πρὸς δόξαν τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του», ἀπάντησε ἐκεῖνος μειλίχια καὶ ταπεινά.
Οἱ ἀπεσταλμένοι μετέφεραν στὸν πατριάρχη ὅσα ὁ Ἅγιος εἶχε ὁμολογήσει. Ὁ αὐτοκράτορας τότε συγκάλεσε συνέδριο μὲ τὸν πατριάρχη, ὅπως εἶχε κάνει ὁ Πιλάτος μὲ τοὺς Ἑβραίους τὴν παλαιὰ ἐποχή, καὶ καταδίκασαν τὸν Ἅγιο σὲ ἐξορία σὲ μιὰ μικρὴ πόλη στὴ Θράκη, Βιζύη τὸ ὄνομα.
Τὸν μαθητὴ τοῦ Ἁγίου, Ἀναστάσιο τὸν ἐξόρισαν στὰ ἀπόμακρα σύνορά της Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, σὲ ἕνα τελείως ἐγκαταλελειμμένο μέρος, τὸ ὁποῖο καλεῖται στὴ γλώσσα τῶν βαρβάρων Περβέρα. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ μὲ τὸν ἄλλο μαθητὴ τοῦ Ἁγίου, τὸν Ἀναστάσιο, ποὺ ἦταν στὸ παρελθὸν ἀποκρισάριος τῆς Ρώμης, ὅπως εἴδαμε, ὁ ὁποῖος καὶ συνέγραψε ἀργότερα τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Μαξίμου. Ἐξορίστηκε στὴ Μεσημβρία, μιὰ πόλη στὴν Ἀνατολικὴ Θράκη, κοντὰ στὴ Μαύρη Θάλασσα.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ Ἅγιος Μαρτίνος, πάπας τῆς Ρώμης, μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καί, μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ἐξορίστηκε καὶ φυλακίστηκε στὴ Χερσώνα. Στὸ μεταξὺ ὁ πατριάρχης Παῦλος πέθανε. Ὁ προαναφερθεῖς Πύρρος ἀναδείχθηκε νέος πατριάρχης, ἀλλὰ πέθανε ὕστερα ἀπὸ τέσσερις μῆνες. Τότε ἀνῆλθε στὸν θρόνο ὁ Πέτρος, φανατικὸς ὑποστηρικτὴς τῆς αἵρεσης τῶν μονοθελητῶν.
Ὕστερα ἀπὸ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, ὑψηλὰ ἱστάμενα πρόσωπα ἐπισκέφθηκαν καὶ πάλι τὸν Ἅγιο Μάξιμο στὸ ὄνομα τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τοῦ πατριάρχη: ἦταν ὁ Θεοδόσιος, ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Βιθυνίας, καὶ δύο ὕπατοι, ὁ Παῦλος καὶ ὁ Θεοδόσιος. Ἔφθασαν συνοδευόμενοι ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο τῆς πόλης Βιζύης. Διέταξαν τὸν Ἅγιο νὰ καθίσει καὶ ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦν διάφορους τρόπους γιὰ νὰ τὸν μεταπείσουν: πότε κολακεύοντας τὸν, πότε ἀπειλώντας τὸν καὶ πότε ἐξετάζοντας τὴν πίστη του, ὑποβάλλοντας τὸν σὲ ἐρωτήσεις. Ὁ ἐπίσκοπος Θεοδόσιος τὸν ρώτησε: «Πῶς εἶστε, κύριέ μου, ἀββᾶ Μάξιμε;»
«Ἀκριβῶς ὅπως ὁ Κύριος γνώριζε ἀπὸ χρόνια πρίν», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος. «Ἐκεῖνος καθόρισε τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς μου καὶ μὲ διασφαλίζει μὲ τὴν πρόνοιά Του».
«Πῶς μπορεῖ νὰ συμβαίνει αὐτό;» ἀντέλεξε ὁ Θεοδόσιος. «Γνωρίζει ὁ Θεὸς πραγματικὰ ἀπὸ πρὶν καὶ προορίζει τὶς πράξεις τοῦ καθενός μας;»
«Ἂν Αὐτὸς γνωρίζει ἀπὸ πρίν, ἀσφαλῶς Αὐτὸς ἐπίσης προορίζει», εἶπε ὁ Ἅγιος Μάξιμος.
«Τί σημαίνει Αὐτὸς γνωρίζει ἀπὸ πρὶν καὶ Αὐτὸς προορίζει;» ρώτησε ὁ Θεοδόσιος.
«Γνωρίζει ἐκ τῶν προτέρων τὶς σκέψεις μας, τὰ λόγια καὶ τὶς πράξεις μας, καθὼς καὶ ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὶς δυνατότητές μας, ἀλλὰ προκαθορίζει αὐτὸ ποὺ μᾶς συμβαίνει καὶ ὄχι τὶς δυνατότητές μας», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος.
«Τί βρίσκεται στὴ δύναμή μας καὶ τί ὄχι;» ρώτησε ὁ ἐπίσκοπος Θεοδόσιος.
«Τὰ γνωρίζετε ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα, κύριέ μου, καὶ συζητᾶτε μόνο γιὰ νὰ δοκιμάσετε ἐμένα τὸν δοῦλο σας», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος Μάξιμος.
«Ἀλήθεια δὲν ξέρω καὶ ἐπιθυμῶ νὰ καταλάβω ποιὰ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ αὐτοῦ ποὺ εἶναι στὶς δυνατότητές μας καὶ αὐτοῦ ποὺ δὲν εἶναι, καθὼς καὶ πὼς τὸ ἕνα ἀναφέρεται στὴ θεϊκὴ πρόγνωση καὶ τὸ ἄλλο στὸν προκαθορισμό», δήλωσε ὁ ἐπίσκοπος.
«Ὅλες οἱ καλὲς καὶ κακὲς πράξεις μας ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ θέλησή μας», εἶπε ὁ Ἅγιος Μάξιμος, «ἀλλὰ οἱ τιμωρίες καὶ οἱ καταστροφές, ποὺ μᾶς συμβαίνουν, ὅπως καὶ τὰ ἀντίθετά τους, εἶναι πέρα ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας. Στὴν πραγματικότητα, δὲν μποροῦμε νὰ ἐπηρεάσουμε καθόλου μιὰ μακροχρόνια ἀσθένεια, ποὺ ἴσως μᾶς ὁδηγήσει ἀκόμη καὶ στὸν θάνατο, ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνες τὶς συνθῆκες οἱ ὁποῖες ἐπιδεινώνουν τὴν ἀσθένεια ἢ διασφαλίζουν τὴν ὑγεία μας. Ἔτσι, χάρη στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, δυνάμεθα νὰ κερδίσουμε τὴν Οὐράνια Βασιλεία, ἐνῶ ἡ ἀθέτησή τους εἶναι αἰτία γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴ γέεννα τοῦ πυρός».
«Γιατί βασανίζεις τὸν ἑαυτό σου σὲ τούτη τὴν ἐξορία, ἐπιμένοντας σὲ αὐτό, τὸ ὁποῖο σοῦ προκαλεῖ τέτοια θλίψη;» ρώτησε ὁ ἐπίσκοπος.
«Προσεύχομαι στὸν Θεό», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος, «νὰ μοῦ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες, ποὺ ἔχω διαπράξει παραβαίνοντας τὶς ἐντολές Του».
«Οἱ θλίψεις δὲν μᾶς ἔρχονται συχνά, γιὰ νὰ δοκιμαστοῦμε;» ἀντέταξε ὁ ἐπίσκοπος.
«Οἱ ἅγιοι δοκιμάστηκαν», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος, «προκειμένου οἱ μυστικὲς ἀρετές τους νὰ γίνουν παράδειγμα σὲ ὅλους, ὅπως συνέβη μὲ τὸν Ἰὼβ καὶ τὸν Ἰωσήφ. Καί, πράγματι, ὁ Ἰὼβ μπῆκε σὲ πειρασμὸ προκειμένου νὰ ἀποκαλύψει μιὰ ἀρετή, ποὺ δὲν ἦταν γνωστὴ σὲ κανέναν. Ὁ Ἰωσὴφ δοκιμάστηκε ἐξαιτίας τῆς ἁγνότητάς του καὶ τῆς ἐγκρατείας του — ἀρετὲς οἱ ὁποῖες ἁγιάζουν τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ὑπέμειναν ἑκουσίως σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο τὶς θλίψεις, ποὺ ἐπιτράπηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ συντρίψουν τὸν ὑπερήφανο ἀποστάτη διάβολο μὲ τὴν ὑπομονή τους, ποὺ ἦταν καρπὸς τῶν δοκιμασιῶν τους».
«Πράγματι μιλᾶς καλά», ἀπάντησε ὁ ἐπίσκοπος Θεοδόσιος. «Πάντα ἤθελα νὰ συζητῶ μαζί σου γιὰ τέτοια θέματα. Ἀλλά, μιὰ κι ἔχουμε ἔρθει ὡς ἐδῶ μὲ τοὺς συνταξιδιῶτες μου, τοὺς σεβαστοὺς ἄρχοντες, διανύοντας τεράστια ἀπόσταση γιὰ ἕνα ἄλλο θέμα σὲ παρακαλοῦμε νὰ δεχθεῖς αὐτό, πού σοῦ προσφέρουμε καὶ νὰ δώσεις χαρὰ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο».
«Τί ἀκριβῶς ἐπιθυμεῖτε, κύριέ μου;» ρώτησε ὁ Ἅγιος. «Καὶ ποιὸς εἶμαι ἐγὼ καὶ ἀπὸ ποῦ προκύπτει πῶς ἡ συμφωνία μου μὲ τὴν προσφορὰ σας μπορεῖ νὰ δώσει χαρὰ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο;»
Ὁ ἐπίσκοπος εἶπε: «Μιὰ καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δὲν μπορεῖ νὰ διαψευσθεῖ, ἐγὼ καὶ οἱ σύντροφοί μου, οἱ σεβαστοὶ ἄρχοντες, θὰ σοῦ ποῦμε αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀκούσαμε ἀπευθείας ἀπὸ τὸν πατριάρχη μας καὶ τὸν εὐσεβῆ αὐτοκράτορα».
«Πεῖτε μου, κύριοί μου», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος Μάξιμος, «τί ἐπιθυμεῖτε καὶ τί ἔχετε ἀκούσει».
Τότε ὁ Θεοδόσιος ἄρχισε: «Ὁ αὐτοκράτορας καὶ ὁ πατριάρχης ἐπιθυμοῦν πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ πληροφορηθοῦν γιατί ἀποκόπηκες ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης».
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀπάντησε τότε: «Γνωρίζετε τὶς καινοτομίες οἱ ὁποῖες εἰσήχθησαν πρὶν ἀπὸ εἴκοσι ἕνα χρόνια στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅταν ὁ Κύρος, ὁ προηγούμενος πατριάρχης τῆς πόλης, κοινοποίησε δημόσια τά Ἐννέα Κεφάλαια, τὰ ὁποῖα ἀποδέχθηκε καὶ ἐπιβεβαίωσε ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἐκεῖ ἔγιναν ἐπιπλέον ἀλλαγὲς καὶ προσθῆκες – ἡ Ἔκθεσις καὶ ὁ Τύπος- ποὺ διαστρέβλωσαν τοὺς ὁρισμοὺς τῶν συνόδων. Αὐτὲς οἱ καινοτομίες ἔγιναν ἀπὸ τοὺς ἐπικεφαλῆς ἀντιπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Βυζαντίου Σέργιο, Πύρρο καὶ Παῦλο, γνωστοὺς σὲ ὅλες τὶς Ἐκκλησίες. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἐγώ, ὁ δοῦλος σας, δὲν ἔρχομαι σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης.
Ἃς ἀφαιρέσουμε αὐτὲς τὶς παραβάσεις, ἃς καθαιρέσουμε αὐτοὺς ποὺ τὶς εἰσήγαγαν, καὶ τότε ἡ ὁδὸς τῆς σωτηρίας θὰ ἀνοίξει μπροστὰ σας κι ἐσεῖς θὰ βαδίσετε ὁμαλά, σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου, καθαρισμένοι ἀπὸ ὅλες τὶς αἱρέσεις! Ὅταν ξαναδῶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅπως ἦταν στὸ παρελθόν, τότε θὰ ἔρθω σὲ κοινωνία μαζί της χωρὶς παραίνεση ἐκ μέρους ὁποιουδήποτε. Ὅσο ὅμως ὑπάρχουν αἱρετικοὶ πειρασμοὶ σὲ αὐτὴν καὶ οἱ ἐπίσκοποί της παραμένουν αἱρετικοί, κανένας λόγος ἢ πράξη δὲν θὰ μὲ πείσουν νὰ ἔρθω σὲ κοινωνία μαζί της».
«Ἀλλὰ τί κακὸ ὑπάρχει στὴν ὁμολογία μας», ρώτησε ὁ ἐπίσκοπος Θεοδόσιος, «πού ἐξαιτίας του δὲν θέλεις νὰ ἔχεις κοινωνία μαζί μας;»
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀπάντησε: «Ὁμολογεῖτε ὅτι τόσο ἡ θεϊκὴ ὅσο καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Σωτήρα μας εἶναι τῆς μίας καὶ αὐτῆς ἐνέργειας. Ἂν ὅμως ἐμπιστευτοῦμε τοὺς Ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι δήλωσαν, πὼς ὅ,τι ἔχει μία ἐνέργεια ἔχει ἐπίσης καὶ μία φύση, τότε συμπεραίνουμε πὼς ἐσεῖς ὁμολογεῖτε τὴν Ἁγία Τριάδα ὄχι ὡς τριάδα, ἀλλὰ σὰν τετράδα, σὰν νὰ ἦταν Αὐτοῦ ἡ σάρκα μίας οὐσίας μὲ τὸν Λόγο καὶ ὄχι ἴδια μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ὁποία καὶ ἐμεῖς ἔχουμε καὶ ἡ Ἀμόλυντος Παρθένος, ἡ Θεοτόκος, εἶχε. Ὑπονοεῖτε πὼς εἶχε πάψει νὰ εἶναι ἀπολύτως συγγενὴς μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ πὼς μιὰ νέα οὐσία εἶχε διαμορφωθεῖ, ἀπὸ μία οὐσία μὲ τὸν Λόγο, στὸν ἴδιο βαθμὸ ποὺ ὁ Λόγος εἶναι τῆς ἴδιας οὐσίας μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Κατὰ συνέπεια δὲν ἔχουμε τριάδα, ἀλλὰ τετράδα.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅταν ἀρνεῖστε τὶς διαδικασίες καὶ βεβαιώνετε πὼς ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση του ἦταν κάτι τὸ ἑνιαῖο, τότε μειώνετε τὴν ξεχωριστὴ καὶ ἐλεύθερη ἐνέργειά του στὸ νὰ κάνει τὸ καλό. Γιατί, ἂν κάθε φύση δὲν ἔχει τὴν κατάλληλη ἐνέργεια τότε, ἀκόμη κι ἂν ἐπιθυμοῦσε μία ἀπὸ αὐτὲς νὰ κάνει τὸ ἀγαθό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πράξει, καθότι θὰ εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἱκανότητα νὰ κάνει τὸ καλό. Γιατί, πράγματι, χωρὶς τὴν ἱκανότητα νὰ ἐνεργεῖ καὶ χωρὶς τὴν κατάλληλη ἐνέργεια κατὰ τὴ φύση του, τίποτε δὲν ἐργάζεται οὔτε κάνει τὸ παραμικρό.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, μιὰ καὶ ἀναγνωρίζετε τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, ὁμολογεῖτε ἕνα θέλημα σὲ δύο φύσεις, ἀλλὰ ἔτσι ἀποδέχεστε πὼς καὶ ἡ σάρκα Του, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά της, ἦταν ὁ δημιουργός τῶν πάντων καὶ ὅλης τῆς κτίσης, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐνῶ ἡ σάρκα, ἀπὸ τὴ φύση της, εἶναι δημιούργημα ἡ ἴδια. Ἢ μᾶλλον, ἡ σάρκα εἶναι χωρὶς ἀρχὴ κατὰ τὸ θέλημά της, καθὼς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι χωρὶς ἀρχή, μιὰ καὶ ἡ θεότητα δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ἀρχή· ἐπιπλέον, κατὰ τὴ φύση της, ἡ σάρκα δημιουργήθηκε στὴν ὥρα της. Ἀλλὰ τὸ νὰ τὸ ὁμολογήσω αὐτό, δὲν εἶναι μόνο παράλογο, ἀλλὰ καὶ ἀσεβές, καθὼς ἐσεῖς δὲν μιλᾶτε μόνο γιὰ τὸ ἕνα θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀποκαλεῖτε θεῖο· καὶ ἕνα θεῖο θέλημα, ὅπως ἡ θεότητα καθ’ ἐαυτήν, δὲν μπορεῖ νὰ ὑποτεθεῖ πὼς ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος.
Ἐπίσης, ἀπομακρύνετε ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὸν Κύριο ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις καὶ τὶς ἰδιότητες, μὲ τὶς ὁποῖες ἡ θεότητά του καὶ ἡ ἀνθρωπότητά του γίνονται γνωστές, ὅταν στὴν Ἔκθεσι καὶ στὸν Τύπο ἀπαιτεῖτε νὰ μὴ γίνεται λόγος οὔτε γιὰ μία θέληση οὔτε γιὰ δύο θελήσεις ἢ ἐνέργειες Αὐτοῦ. Αὐτὸ τὸ θέλημα δὲν εἶναι ἕνα, ἐπειδὴ ἀποδέχεστε, πὼς εἶναι διπλὸ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὑποτάσσετε τὸ ἀνθρώπινο θέλημα στὸ θεῖο· οὔτε καὶ εἶναι δύο, ἐπειδὴ ἑνώνονται αὐτά σε ἕνα».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα, ποὺ εἶπε ὁ Ἅγιος Μάξιμος, τὰ ὁποῖα ὁ μαθητὴς του Ἀναστάσιος ἀναφέρει λεπτομερῶς, ὁ Θεοδόσιος καὶ ὁ πατριάρχης ἄρχισαν νὰ παραδέχονται τὸ λάθος τους. Πάντως, ὁ ἐπίσκοπός του εἶπε κάποια στιγμή: «Ἀποδέξου τὸν Τύπο ποὺ γράφτηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, ὄχι ὡς ἕνα θετικὸ δόγμα τῆς πίστης, ἀλλὰ ὡς ἕνα μέσον ἐπίλυσης ἀμφισβητήσιμων θεμάτων. Πράγματι, ὅ,τι ἔγραψε αὐτὸς δὲν εἶναι κανόνας, ἀλλὰ μιὰ ἑρμηνεία τῆς πίστης».
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος τότε ἀπάντησε: «Ἂν ὁ Τύπος δὲν εἶναι ἕνας ἀδιάσειστος νόμος, ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἑνότητα καὶ τὴ λειτουργία τοῦ Κυρίου μας, τότε γιατί μὲ ἔχετε ἐξορίσει σὲ ἐχθρικὸ καὶ εἰδωλολατρικὸ τόπο, ὅπου δὲν γνωρίζουν τὸν Θεό; Γιατί εἶμαι καταδικασμένος νὰ παραμείνω ἐδῶ, στὴ Βιζύη τῆς Θράκης; Γιατί οἱ συνασκητές μου ἐξορίστηκαν ὁ ἕνας στὴν Περβέρα καὶ ὁ ἄλλος στὴ Μεσημβρία;»
Ὅταν μάλιστα ἀναφέρθηκε στὴν τοπικὴ σύνοδο, ποὺ συγκάλεσε στὴ Ρώμη ὁ ὅσιος πάπας Μαρτίνος καὶ καταδίκασε τοὺς μονοθελητές, ὁ ἐπίσκοπος Θεοδόσιος ἀπάντησε: «Αὐτὴ ἡ σύνοδος δὲν ἔχει καμία σημασία, καθότι δὲν συγκλήθηκε μὲ διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα».
Ὁ Ἅγιος ἀντέλεξε τότε: «Ἂν ἐπικυρώνονται μόνο ἐκεῖνες οἱ σύνοδοι οἱ ὁποῖες ἔχουν συγκληθεῖ μὲ βασιλικὸ διάταγμα, τότε δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει ὀρθόδοξη πίστη. Θυμηθεῖτε τὶς συνόδους, ποὺ συγκλήθηκαν μὲ βασιλικὸ διάταγμα καὶ ἀποφάνθηκαν ἐναντίον τοῦ ὁμοουσίου, δεχόμενες τὴ βλάσφημη διδασκαλία, πὼς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι τῆς ἴδιας οὐσίας μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. Τέτοιες σύνοδοι ἦταν ἡ πρώτη στὴν Τύρο, ἡ δεύτερη στὴν Ἀντιόχεια, ἡ τρίτη στὴ Σελεύκεια, ἡ τέταρτη στὴν Κωνσταντινούπολη ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῆς Εὐδοξίας τῆς Ἀρειανῆς, ἡ πέμπτη στὴ Νίκαια, ἡ ἕκτη στὴ Σύρμη καὶ ἡ ἕβδομη στὴν Ἔφεσο, προεδρεύοντος τοῦ Διόσκορου. Ὅλες αὐτὲς οἱ σύνοδοι συγκλήθηκαν μὲ βασιλικὰ διατάγματα, ἀλλὰ ἀπορρίφθηκαν καὶ ἀναθεματίστηκαν, καθὼς υἱοθέτησαν ἄθεους ὁρισμοὺς τῆς πίστεως.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, γιατί δὲν ἀπορρίπτετε τὴ σύνοδο, ἡ ὁποία καταδίκασε τὸν Παῦλο ἀπὸ τὰ Σαμοσάτα καὶ δὲν τὴν ἀναθεματίζετε; Διότι εἶναι σίγουρο, πὼς αὐτὴ ἡ σύνοδος καθοδηγήθηκε ἀπὸ τὸν Διονύσιο, πάπα Ρώμης, τὸν Διονύσιο Ἀλεξανδρείας καὶ τὸν Γρηγόριο τὸν θαυματουργό, ὁ ὁποῖος προήδρευε αὐτῆς. Ἡ ἐν λόγω σύνοδος, ποὺ ἔλαβε χώρα χωρὶς βασιλικὸ διάταγμα, εἶναι, πάντως, ἀκαταμάχητη καὶ ἀδιάψευστη. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει ὡς ἀληθινὲς καὶ ἅγιες μόνο τὶς συνόδους, στὶς ὁποῖες θεσπίστηκαν ἀληθινὰ καὶ ἀλάθητα δόγματα καί, πράγματι, ὅπως γνωρίζει καὶ διδάσκει ἡ Ἁγιότητά σας, οἱ κανόνες ἐντέλλουν νὰ συγκαλοῦνται οἱ τοπικὲς σύνοδοι δύο φορὲς τὸν χρόνο, τόσο γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἄμωμης πίστεώς μας, ὅσο καὶ γιὰ τὴ διόρθωση αὐτῶν ποὺ χρειάζεται νὰ διορθωθοῦν. Οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, πάντως, δὲν μιλοῦν γιὰ βασιλικὰ διατάγματα».
Κάποια στιγμὴ στὴ διάρκεια τῆς παρατεταμένης συζήτησης, μὲ δυνατὰ ἐπιχειρήματα καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές, τὰ χείλη τοῦ Ἁγίου Μαξίμου γέμισαν ἀπὸ θεϊκὴ σοφία. Ἡ γλώσσα του, κινούμενη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ξεπέρασε τοὺς ἀντιπάλους του. Οἱ τελευταῖοι παρέμειναν σιωπηλοὶ ἀρκετὴ ὥρα μὲ τὰ κεφάλια σκυμμένα καὶ τὰ μάτια στραμμένα στὸ ἔδαφος. Στὸ τέλος ἔνιωσαν τύψεις καὶ ἄρχισαν νὰ κλαῖνε. Σηκώθηκαν καὶ ἔβαλαν μετάνοια ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος ἔβαλε μὲ τὴ σειρὰ τοῦ μετάνοια ἐνώπιόν τους.
Μετά, ἀφοῦ προσευχήθηκαν ὅλοι μαζί, χαρούμενοι δέχθηκαν ὡς σωστὴ τὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Μαξίμου καὶ ὑποσχέθηκαν πὼς θὰ ἐναρμονίζονταν μὲ αὐτὴν καὶ θὰ ἔπειθαν τὸν αὐτοκράτορα νὰ κάνει τὸ ἴδιο. Ὡς ἐπισφράγιση τῶν ὑποσχέσεών τους φίλησαν τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ τὶς ἅγιες εἰκόνες τοῦ Σωτῆρος καὶ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μετὰ ἀφοῦ μίλησαν πολλὴ ὥρα γιὰ ὠφέλιμα τῆς ψυχῆς πράγματα ἀγκαλιάστηκαν ἐν Κυρίω εὐχόμενοι ὁ ἕνας στὸν ἄλλο εἰρήνη, καὶ ὁ ἐπίσκοπος Θεοδόσιος, μαζὶ μὲ τοὺς πατρικίους, ἐπέστρεψαν στὸ Βυζάντιο.
Ὅταν ἀνέπτυξαν στὸν αὐτοκράτορα ὅλα ὅσα εἶχαν πεῖ καὶ κάνει, ὁ αὐτοκράτορας ἐνοχλήθηκε πάρα πολύ. Τότε ὁ Θεοδόσιος καὶ οἱ πατρίκιοι, φοβούμενοι τὴν ὀργή του, ἐπέστρεψαν στὴν αἵρεση. Ὁ πατρίκιος Παῦλος στάλθηκε πάλι στὴ Βιζύη γιὰ νὰ φέρει τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ τιμές. Ὅταν ὁ Ἅγιος μεταφέρθηκε στὴ Βασιλεύουσα διατάχτηκε νὰ ζήσει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου, στὰ προάστια τῆς πόλης.
Λίγο καιρὸ ἀργότερα, δύο πατρίκιοι, ὁ Ἐπιφάνιος καὶ ὁ Τρώιλος, ἐπισκέφθηκαν τὸν Ἅγιο. Κατέφθασαν πομπωδῶς, συνοδευόμενοι ἀπὸ πολλοὺς ἐπώνυμους ἄνδρες, στρατιῶτες καὶ ὑπηρέτες. Μαζί τους ἦρθε καὶ ὁ προαναφερθεῖς ἐπίσκοπος Θεοδόσιος.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος τὸν περίμενε, ἐλπίζοντας, ὅτι θὰ εἶχε τηρήσει τὴν ὑπόσχεσή του καὶ πὼς ὄχι μόνο θὰ πίστευε πλέον ὁ ἴδιος ὀρθά, ἀλλὰ θὰ εἶχε μεταστρέψει καὶ τὸν αὐτοκράτορα καὶ ὅλους τους ἐκπροσώπους τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀλλὰ ὁ Θεοδόσιος ἀποδείχθηκε ἀναξιόπιστος· προτίμησε νὰ εὐχαριστήσει τὸν γήινο βασιλιὰ καὶ τὸν μάταιο κόσμο, παρὰ νὰ ἀκολουθήσει τὸν Οὐράνιο Βασιλέα μὲ τὴν Ἁγία Του Ἐκκλησία.
Ὁ ἀριστοκράτης Τρώιλος, ἄρχισε νὰ μιλᾶ μόλις κάθισαν ὅλοι.
«Ὁ αὐτοκράτορας, ὁ κύριος ὅλου τοῦ κόσμου, μᾶς ἔστειλε νὰ ἐκπληρώσουμε αὐτό, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀρεστὸ στὴ βασιλική, ἐλέω Θεοῦ, ἐξουσία του· ἀλλὰ πρῶτα πές μας: θὰ ἐκπληρώσεις τὴν ἐπιθυμία τοῦ αὐτοκράτορα ἢ ὄχι;»
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀπάντησε: «Πρῶτα θὰ ἀκούσω τί μὲ διατάζει ὁ αὐτοκράτορας καὶ ἔπειτα θὰ σᾶς ἀπαντήσω. Πῶς νὰ ἀπαντήσω στὴν ἐπιθυμία του, χωρὶς πρὶν νὰ τὴ γνωρίζω;».
«Δὲν θὰ σοῦ ποῦμε, γιατί ἔχουμε ἔρθει μέχρι ἐδῶ γιὰ νὰ μᾶς πεῖς πὼς ὑποτάσσεσαι στὸν αὐτοκράτορα», τοῦ ἐπιτέθηκε ὁ Τρώιλος.
Βλέποντας πὼς οἱ ἀγγελιαφόροι εἶχαν αὐστηρὲς ἐντολὲς καὶ ἐριστικὴ διάθεση, ὁ Ἅγιος εἶπε: «Ἀφοῦ δὲν θέλετε νὰ πεῖτε σὲ μένα, τὸν δοῦλο σας, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ εὐχαριστεῖ τὸν κύριό μας αὐτοκράτορα, σᾶς δηλώνω ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων του ἀγγέλων: Ἂν ὁ αὐτοκράτορας μὲ διατάζει νὰ κάνω κάτι προσωρινό, ποὺ δὲν ἀντιτίθεται στὸν Θεὸ καὶ δὲν βλάπτει τὴν αἰώνια σωτηρία τῆς ψυχῆς μου, τότε μὲ χαρὰ θὰ τὸ ἐκπληρώσω».
Μόλις μίλησε ἔτσι ὁ Ἅγιος, ὁ Τρώιλος σηκώθηκε νὰ φύγει, λέγοντας πὼς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ ἐκπλήρωνε τὴ βασιλικὴ ἐπιθυμία.
Ἀμέσως ἔγινε θόρυβος ἀνάμεσα στὸ πλῆθος ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ. «Δήλωσέ του πὼς ἀκολουθεῖς τὴν ἐπιθυμία τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἄκουσε τὴν ἀπάντησή του, γιατί δὲν εἶναι καλὸ νὰ φύγουμε χωρὶς νὰ πεῖς τίποτε», τὸν προέτρεψε ὁ ἐπίσκοπος Θεοδόσιος.
Τότε πῆρε τὸν λόγο ὁ ἀριστοκράτης Ἐπιφάνιος καὶ ἄρχισε νὰ λέει στὸν Ἅγιο: «Αὐτὸ παράγγειλε ὁ αὐτοκράτορας σὲ μᾶς νὰ σοῦ μεταφέρουμε: Εἴθε ὁ Κύριος νὰ μαλακώσει τὴν καρδιά σου, ὥστε νὰ δεχθεῖς τὸν Τύπο, ποὺ ἐκδώσαμε καὶ νὰ ἔρθεις σὲ κοινωνία μαζί μας. Οἱ ἄνθρωποι σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση προκαλοῦν ἐξεγέρσεις καὶ ταραχές, γίνονται ἀποστάτες ἀπὸ τὴν πίστη καὶ δὲν κοινωνοῦν μαζί μας, γιατί ἐπηρεάζονται ἀπὸ σένα. Θὰ σὲ περιβάλουμε μὲ ἀγάπη, θὰ σὲ ὁδηγήσουμε στὴν ἐκκλησία μὲ μεγάλες τιμὲς καὶ δόξα καὶ θὰ σὲ τοποθετήσουμε ἀνάμεσά μας, ἐκεῖ ὅπου κάθονται συνήθως βασιλεῖς. Μαζί σου θὰ κοινωνήσουμε τὰ ἄχραντα καὶ ζωοποιὰ μυστήρια τοῦ αἵματος καὶ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Θὰ σὲ ἀνακηρύξουμε πατέρα μας καὶ θὰ γίνει χαρὰ ὄχι μόνο στὴ θεοφιλῆ πόλη μας, ἀλλὰ καὶ σὲ ὁλόκληρη τὴ χριστιανοσύνη. Γιατί εἴμαστε ἀκλόνητα πεπεισμένοι πώς, ὅταν ἔρθεις σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινούπολης, τότε ὅλοι ὅσοι ἔχουν σταματήσει τὴν κοινωνία μὲ μᾶς ἐξαιτίας σου θὰ ἑνωθοῦν πάλι μαζί μας».
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος τότε γύρισε στὸν ἐπίσκοπο Θεοδόσιο καὶ τοῦ εἶπε δακρυσμένος: «Ὅλοι μας, κύριε, ἀναμένουμε τὴ μεγάλη Ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Δὲν θυμάστε τί ὑποσχεθήκατε πρόσφατα ἐνώπιόν του Ἁγίου Εὐαγγελίου, τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ καὶ τῶν ἁγίων εἰκόνων τοῦ Σωτήρα μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς παναχράντου Μητέρας Του, τῆς πάναγνης Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας;»
Μὲ χαμηλωμένο τὸ βλέμμα ὁ ἐπίσκοπος εἶπε: «Τί μπορῶ νὰ κάνω, ὅταν ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας σκέπτεται διαφορετικά;»
Ὁ ἀββᾶς Μάξιμος τὸν ρώτησε: «Γιατί τότε καὶ ἐσὺ καὶ ἐκεῖνοι ἀκουμπήσατε τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἀφοῦ δὲν ἤσαστε ἀποφασισμένοι νὰ ἐκπληρώσετε τὴν ὑπόσχεσή σας; Εἰλικρινά, ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ Οὐρανοῦ δὲν μποροῦν νὰ μὲ πείσουν νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ προτείνετε. Τί ἀπάντηση θὰ δώσω, δὲν λέω στὸν Θεό, ἀλλὰ στὴ συνείδησή μου, ἂν ἀρνηθῶ τὴν ἀληθινὴ πίστη, ἡ ὁποία σώζει, χάριν τῆς κενῆς δόξας καὶ τῆς δημόσιας γνώμης, ἡ ὁποία δὲν ἀξίζει τίποτε;»
Ὅταν ὁ Ἅγιος μίλησε, ὅλοι σηκώθηκαν γεμάτοι θυμὸ καὶ μανία, ρίχτηκαν πάνω του καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ὑβρίζουν καὶ νὰ τὸν γρονθοκοποῦν. Τὸν πλήγωσαν σύροντάς τον πέρα δώθε στὸ πάτωμα, τὸν κλώτσησαν καὶ τὸν ποδοπάτησαν. Ἀναμφισβήτητα, θὰ τὸν εἶχαν σκοτώσει ἂν δὲν εἶχε σταματήσει τὴ μανία τους καὶ δὲν τοὺς εἶχε ἠρεμήσει ὁ ἐπίσκοπος Θεοδόσιος. Ἀφοῦ σταμάτησαν νὰ τὸν χτυποῦν, ἄρχισαν νὰ φτύνουν καὶ νὰ περιβρέχουν τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ πάνω ἕως κάτω. Μιὰ ἀπερίγραπτη δυσωδία ἀναδύθηκε ἀπὸ τὰ βρώμικα πτύελά τους, τὰ ὁποῖα λέρωσαν ὅλα του τὰ ροῦχα.
Τότε ὁ ἐπίσκοπός τους ἐπιτίμησε λέγοντας: «Δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ κάνετε αὐτό. Ὀφείλατε νὰ ἀκούσετε τὴν ἀπάντησή του καὶ νὰ τὴν ἀναφέρετε στὸν αὐτοκράτορα διότι τὰ θέματα ποὺ ἅπτονται κανόνων τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀντιμετωπίζονται μὲ ἀνάρμοστη συμπεριφορά».
Μὲ δυσκολία δὲ τοὺς ἔπεισε νὰ σταματήσουν τὸν θόρυβο καὶ νὰ καθίσουν. Ἐκεῖνοι, συνεχίζοντας νὰ χλευάζουν τὸν Ἅγιο μὲ ἀκατονόμαστες φράσεις, δέχτηκαν τελικὰ νὰ ἐπιστρέψουν στὶς θέσεις τους.
Τότε ὁ ἀριστοκράτης Ἐπιφάνιος στράφηκε ἐξαγριωμένος πρὸς τὸν Ἅγιο: «Πές μας, ἐσὺ κακόβουλε, παλιάνθρωπε, δαιμονισμένε! Γιατί βγάζεις τέτοιους λόγους; Μᾶς θεωρεῖς ὅλους ἐμᾶς, τὴν πόλη καὶ τὸν αὐτοκράτορά μας, αἱρετικούς; Μάθε πὼς εἴμαστε θερμότεροι χριστιανοὶ ἀπὸ σένα καὶ πιὸ ὀρθόδοξοι. Στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀναγνωρίζουμε καὶ θεία καὶ ἀνθρώπινη θέληση καὶ νοερὴ ψυχὴ κάθε νοερὴ ὑπόσταση ἔχει πάντα ἀπὸ τὴ φύση της τὸ θέλημα καὶ τὴν ἐνέργεια. Γενικά, ἡ κίνηση εἶναι τὸ χαρακτηριστικό τῆς ζωῆς καὶ ἡ θέληση εἶναι τὸ χαρακτηριστικό του νοῦ. Ἀναγνωρίζουμε ὅτι ὁ Κύριος ἐπίσης ἔχει τὴ δύναμη τοῦ θέλειν, ὄχι μόνο σύμφωνα μὲ τὴ θεότητά του, ἀλλὰ καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση του. Δηλώνουμε ἀπερίφραστα πὼς δὲν ἀρνούμαστε τὶς δύο θελήσεις καὶ ἐνέργειές του».
Ὁ ἀββᾶς Μάξιμος ἀπάντησε τότε: «Ἂν πιστεύετε πὼς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ διδάσκει καὶ ταιριάζει στὰ ἔλλογα ὄντα τότε γιατί μὲ ἀναγκάζετε νὰ δεχθῶ τὸν Τύπο, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖται τελείως αὐτὰ ποῦ λέτε τώρα;»
Ὁ Ἐπιφάνιος ἀντεπιτέθηκε: «Ὁ Τύπος γράφτηκε, προκειμένου νὰ ἀποσαφηνιστοῦν ὁρισμένες ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες δὲν ἦταν τελείως κατανοητές, λόγω τῆς ἰδιαιτερότητας τῶν ἐκφράσεών τους, ἔτσι ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν τὶς παρερμηνεύσουν».
«Ἀλλὰ ὁ Τύπος ἀντιτίθεται στὴν πίστη, ἡ ὁποία καθαγιάζει κάθε πρόσωπο, ποὺ τὴν ὁμολογεῖ», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος Μάξιμος.
«Ὁ Τύπος δὲν ἀρνεῖται τὶς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ διδάσκει πὼς θὰ πρέπει νὰ μείνουμε σὲ ἡσυχία γιὰ τὴν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας», ἀντέλεξε ὁ ἀριστοκράτης Τρώιλος.
«Τὸ νὰ σιωπήσουμε γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο, σημαίνει πὼς ἀρνούμαστε τὸν Χριστό, ἀφοῦ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα λέει μέσα ἀπὸ τὸν Προφήτη: “Χωρὶς νὰ ἔχουν μιλιὰ καὶ δίχως λόγια ἡ φωνή τους δὲν ἀκούγεται”. Ἑπομένως, ὁ λόγος, ποὺ δὲν ἀποκαλύπτεται δὲν εἶναι καν λόγος», ἀπάντησε ὁ ἀββᾶς Μάξιμος.
«Ἔχε στὴν καρδιά σου ὅ,τι πίστη θέλεις, κανένας δὲν σοῦ τὸ ἀπαγορεύει», εἶπε τότε ὁ Τρώιλος.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος διαφώνησε: «Ἡ πλήρης σωτηρία ἐξαρτᾶται ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν πίστη τῆς καρδιᾶς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ὁμολογία της, καθὼς εἶπε ὁ Κύριος: “Ἐκεῖνον ὅμως ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήσει ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸν Πατέρα μου τὸν Οὐράνιο”. Ἐπίσης, ὁ θεῖος Ἀπόστολος διδάσκει: “Διότι μὲ τὴν καρδιὰ ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ὅ,τι ὁδηγεῖ εἰς δικαίωσιν, μὲ τὸ στόμα δὲ ὁμολογεῖ εἰς σωτηρίαν”. Ἐφόσον λοιπὸν ὁ Θεὸς καὶ οἱ θεῖοι Προφῆτες καὶ Ἀπόστολοι ὁρίζουν, πὼς τὸ μυστήριο τῆς πίστης ὁμολογεῖται μὲ λόγια καὶ πὼς αὐτὸ τὸ μυστήριο φέρνει τὴ σωτηρία σὲ ὅλο τὸν κόσμο, τότε οἱ ἄνθρωποι δὲν πρέπει νὰ ὑποχρεώνονται νὰ σιωπήσουν, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ὁμολογία, γιὰ νὰ μὴν ἐμποδιστεῖ ἡ σωτηρία τους».
«Ὑπέγραψες τὸν λίβελο τῆς συνόδου, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα στὴ Ρώμη;» ρώτησε κακόβουλα ὁ Ἐπιφάνιος.
«Τὸν ὑπέγραψα», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος.
«Πῶς τόλμησες νὰ κάνεις κάτι τέτοιο», συνέχισε ὁ Ἐπιφάνιος, «καὶ νὰ ἀναθεματίσεις ἐκείνους, ποὺ ὁμολογοῦν καὶ πιστεύουν ὅπως τὰ λογικὰ ὄντα καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία; Ἀληθινά, θὰ σὲ ὁδηγήσουμε πίσω στὴν πόλη μὲ δική μας πρωτοβουλία. Θὰ σὲ στήσουμε στὴν ἀγορὰ καὶ θὰ βάλουμε θεατρίνους καὶ πόρνες νὰ σὲ χτυπήσουν καὶ νὰ σοῦ ξεσχίσουν τὸ πρόσωπο».
«Ἂν ἐμεῖς», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος, «εἴχαμε ἀναθεματίσει τόσο ἐκείνους, ποὺ ἀναγνωρίζουν τὶς δύο φύσεις τοῦ Κυρίου ἑνωμένες σὲ μία ὅσο καὶ αὐτούς, ποὺ δέχονται τὶς δύο φύσεις καὶ τὶς δύο ἐνέργειες, ποὺ ἀναφέρονται σὲ κάθε φύση τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴ θεϊκή του φύση εἶναι ἀληθινὸς Θεὸς καὶ κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ἃς γινόταν ὅπως εἶπες. Ἀλλά, κύριέ μου, διάβασε, τὸ βιβλίο τὸ ὁποῖο περιέχει τὰ πρακτικὰ αὐτῆς τῆς συνόδου. Ἐγώ, μαζὶ μὲ τοὺς συναδέλφους μου καὶ ὅλους ὅσοι ὑπέγραψαν τὰ πρακτικά της συνόδου, ἀναθεματίσαμε ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, ὅπως ὁ Ἄρειος καὶ ὁ Ἀπολλινάριος, ἀναγνωρίζουν ἕνα θέλημα καὶ μία ἐνέργεια στὸν Κύριό μας. Οἱ τελευταῖοι ἐπίσης δὲν παραδέχονται τὶς δύο φύσεις τοῦ Κυρίου μας».
Τότε οἱ φίλοι του Ἐπιφανίου καὶ ὅσοι εὐγενεῖς εἶχαν ἔρθει μαζί τους, ἄρχισαν νὰ λένε μεταξύ τους: «Ἂν συνεχίσουμε νὰ τὸν ἀκοῦμε, δὲν θὰ προλάβουμε οὔτε νὰ φᾶμε οὔτε νὰ πιοῦμε. Ἃς πᾶμε λοιπὸν νὰ δειπνήσουμε καὶ ἔπειτα λέμε στὸν αὐτοκράτορα καὶ στὸν πατριάρχη ὅ,τι ἀκούσαμε. Ἀποδείχθηκε, πὼς αὐτὸς ὁ δυστυχὴς ἄνθρωπος ἔχει παραδοθεῖ στὸν Σατανᾶ».
Ἔτσι ἔφυγαν ὅλοι. Ἦταν παραμονὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ σὲ λίγο θὰ ξεκινοῦσε ἡ ὁλονυκτία. Μετὰ τὸ δεῖπνο οἱ ἀπεσταλμένοι θὰ ἐπέστρεφαν στὴν πόλη ἐξαγριωμένοι.
Νωρὶς τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας, ὁ ἀριστοκράτης Θεοδόσιος ἦρθε στὸν Ἅγιο Μάξιμο ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τοῦ εἶπε: «Μιὰ καὶ δὲν θέλεις τιμές, τότε πήγαινε ἐξορία πού σου ἀξίζει». Τοῦ δήμευσε μάλιστα ὅλα τα βιβλία.
Οἱ στρατιῶτες ἀμέσως συνέλαβαν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ὁδήγησαν πρῶτα στὴ Σηλυβρία ὅπου παρέμεινε δύο ἡμέρες. Τὴν περίοδο αὐτή, ἕνας ἀπεσταλμένος τοῦ στρατοῦ ἀπὸ τὴ Σηλυβρία διέδωσε ψεύτικες φῆμες στὸ στρατόπεδο, ὑποκινώντας τὸν κόσμο ἐναντίον τοῦ γέροντα μὲ αὐτὰ τὰ λόγια: «Μᾶς ἦρθε ἕνας μοναχός, ποὺ βλασφημεῖ τὴν Πανάχραντο Θεοτόκο».
Ὁ ἀρχηγὸς τοῦ στρατοῦ ἔστειλε τοὺς πιὸ σημαντικοὺς κληρικοὺς τῆς Σηλυμβρίας, τοὺς πρεσβυτέρους, τοὺς διακόνους καὶ τοὺς μοναχοὺς στὸν εὐλογημένο Μάξιμο νὰ διαπιστώσουν, ἂν αὐτὴ ἡ κατηγορία εὐσταθοῦσε.
Ὅταν ἔφτασαν, ὁ Ἅγιος σηκώθηκε καὶ προσκύνησε ἐδαφιαίως, ἀποδίδοντας σεβασμὸ στὴν ἱεροσύνη καὶ στὸ σχῆμα τους. Καὶ αὐτοὶ μὲ τὴ σειρὰ τοὺς ἀνταπέδωσαν τὸν χαιρετισμὸ καὶ κάθισαν ὅλοι. Τότε ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ πιὸ σεβάσμιος γέροντας, πολὺ μειλίχια καὶ μὲ σεβασμὸ ρώτησε τὸν Ἅγιο Μάξιμο: «Πάτερ, ἐπειδὴ ὁρισμένα πρόσωπα ἔχουν περιέλθει σὲ λάθος σχετικὰ μὲ τὴν ἁγιοσύνη σας καὶ βεβαίωσαν πὼς δὲν ἀναγνωρίζετε τὴν Κυρία μας, τὴν Ἀμόλυντο Παρθένο, τὴ Θεοτόκο καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, δῶστε ὅρκο στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ ὁμοουσίου Τριάδος, πέστε μας τὴν ἀλήθεια καὶ ἀπομακρύνετε τὴν ἀβεβαιότητα ἀπὸ τὶς καρδιές μας, γιὰ νὰ μὴ σκεφτόμαστε ἐσφαλμένα γιὰ ἐσάς».
Βάζοντας ἐδαφιαία μετάνοια ἐνώπιόν τους, ὁ Ἅγιος σηκώθηκε, ὕψωσε τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ δήλωσε ἐπισήμως μὲ δάκρυα: «Ὅποιος δὲν ὁμολογεῖ ὅτι ἡ Κυρία μας, ἡ πανύμνητη, παναγία καὶ ἀμόλυντος Παρθένος, εἶναι ἡ ἀληθινὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, τὴ θάλασσα καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα σὲ αὐτήν, ἃς ἔχει ἀνάθεμα στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος! Ἃς τιμᾶμε αὐτὴν μαζὶ μὲ ὅλες τὶς οὐράνιες δυνάμεις, τὸν χορὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Προφητῶν, τὴν ἀτελεύτητη χορεία τῶν Μαρτύρων καὶ κάθε εὐσεβῆ ψυχή, τώρα καὶ πάντα καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων»!
Ἀκούγοντας αὐτὰ τὰ λόγια, ὅλοι δάκρυσαν καὶ εὐχήθηκαν: «Εἴθε ὁ Κύριος νὰ σᾶς ἐνδυναμώσει, πάτερ, καὶ νὰ σᾶς ἀξιώσει χωρὶς ἐμπόδιο νὰ ὁλοκληρώσετε τὸν ἀγώνα σας»!
Μετὰ ἀπὸ αὐτό, πλῆθος στρατιωτῶν συγκεντρώθηκαν ἐκεῖ γιὰ νὰ ἀκούσουν τοὺς εὐσεβεῖς πατέρες νὰ συζητοῦν. Τότε ἕνας ἔμπιστος τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ στρατοῦ ἀντιλήφθηκε αὐτὴ τὴ μεγάλη συγκέντρωση τῶν στρατιωτῶν, ποὺ μὲ ζῆλο ἄκουγαν τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου καὶ ἐπέκριναν τοὺς κυβερνῶντες γιὰ τὴν ἀπόφασή τους νὰ τὸν ἐξορίσουν. Παρήγγειλε τότε στὸν Ἅγιο νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ ἐκεῖ ἀμέσως καὶ τὸν ὁδήγησε δύο στάδια πιὸ μακριά, ἕως ὅτου ἑτοιμαστοῦν ἐκεῖνοι, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν αἰχμαλωσία του στὴν Περβέρα της Θράκης.
Γεμάτοι ἀπὸ θεία ἀγάπη, οἱ κληρικοὶ συνόδευσαν τὸν Ἅγιο μὲ τὰ πόδια τὴν ἀπόσταση τῶν δύο σταδίων. Ὅταν οἱ στρατιῶτες ἔφτασαν, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν ἐξορία, οἱ κληρικοὶ σήκωσαν τὸν Ἅγιο στὰ χέρια τους καὶ τὸν κάθισαν στὸ ἄλογό του. Κατόπιν τὸν ἀγκάλιασαν μὲ δάκρυα, τὸν ἀποχαιρέτησαν καὶ ἐπέστρεψαν στὴν πόλη τους. Καὶ τότε ὁ Ἅγιος ὁδηγήθηκε στὴν Περβέρα καὶ φυλακίστηκε.
5. Ὁμολογία τῆς Ὀρθόδοξης πίστης
Ἀφοῦ πέρασαν πέντε χρόνια, ὁ αὐτοκράτορας κάλεσε πάλι τὸν Ἅγιο Μάξιμο καὶ τοὺς δύο μαθητές του ἀπὸ
τὴν ἐξορία στὴν Κωνσταντινούπολη. Μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου τὸ πλοῖο ἔφτασε στὴν Πόλη. Οἱ δύο ἀρχηγοὶ τῆς φρουρᾶς, μὲ δέκα στρατιῶτες, ἀπομάκρυναν τοὺς ἐξόριστους ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ τοὺς φυλάκισαν τὸν καθέναν χωριστὰ μισόγυμνους καὶ ξυπόλυτους.
Λίγες ἡμέρες ἀργότερα ὁδηγήθηκαν στὸ παλάτι τοῦ αὐτοκράτορα οἱ δύο μαθητὲς ἔμειναν ἔξω φρουρούμενοι, ἐνῶ ὁ Ἅγιος ὁδηγήθηκε μέσα ὅπου εἶχαν συναχθεῖ ἀξιωματοῦχοι καὶ πολλὰ ἐπίσημα πρόσωπα. Μόλις ἐμφανίστηκε, ὁ βασιλικὸς ταμίας τὸν ρώτησε ὀργισμένα: «Εἶσαι χριστιανός;»
«Μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ τῶν πάντων, εἶμαι χριστιανός», ἀπάντησε ὁ γέροντας.
«Λὲς ψέματα», εἶπε ὁ ταμίας γεμάτος θυμό. «Ἃς τὸ ἀμφισβητεῖτε ἐσεῖς», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος. «Ὁ Θεὸς βεβαιώνει ὅτι παραμένω ἀκλόνητα χριστιανός».
«Μά, ἂν εἶσαι χριστιανός», ἀντεπιτέθηκε ὁ ταμίας, «τότε γιατί μισεῖς τὸν αὐτοκράτορα;»
«Ἀπὸ ποῦ φαίνεται αὐτό;» ρώτησε ὁ Ἅγιος. «Ἡ ἔχθρα εἶναι ἕνα κρυμμένο συναίσθημα τῆς ψυχῆς, ἀκριβῶς ὅπως εἶναι καὶ ἡ ἀγάπη».
«Ἀπὸ τὰ ἔργα σου», ἀπάντησε ὁ ταμίας. «Ἔχει γίνει γνωστὸ σὲ ὅλους πὼς εἶσαι ἐχθρός της αὐτοκρατορίας του. Ἔχεις παραδώσει ὅλη τὴν Ἀφρική, τὴν Αἴγυπτο, τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν Πεντάπολη, τὴν Τρίπολη στοὺς Σαρακηνούς!»
«Ποῦ ὑπάρχει ἀξιόπιστη ἀπόδειξη αὐτοῦ ποῦ ἰσχυρίζεστε;» ρώτησε ὁ Ἅγιος.
Κατόπιν, παρουσίασαν κάποιον ὀνόματι Ἰωάννη, πρώην σακελάριο τοῦ Πέτρου, τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ τελευταῖος ἦταν κυβερνήτης τῆς Νουμιδίας στὴν Ἀφρική. Αὐτὸς ὁ Ἰωάννης εἶπε: «Πρὶν ἀπὸ εἴκοσι δύο χρόνια, ὁ παπποὺς τοῦ κυρίου μας, ὁ αὐτοκράτορας, διέταξε τὸν εὐλογημένο Πέτρο νὰ ὁδηγήσει τὸν στρατὸ στὴν Αἴγυπτο ἐναντίον τῶν Σαρακηνῶν. Ὁ Πέτρος σὲ ἐμπιστεύθηκε ὡς ὑπηρέτη τοῦ Θεοῦ καὶ σοῦ ἔγραψε, ζητώντας σου μιὰ σωστὴ συμβουλή. Ἐσὺ ὅμως τοῦ ἀπάντησες, πὼς ὁ Θεὸς δὲν ἤθελε νὰ βοηθήσει τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο καὶ τοὺς διαδόχους του».
Τότε ὁ Ἅγιος του εἶπε: «Ἂν λὲς ἀλήθεια καὶ ἔχεις τὶς ἐπιστολές, τότε παρουσίασε τὲς νὰ διαβαστοῦν, καὶ τότε θὰ ἀποδεχθῶ τὴν καταδίκη μου σύμφωνα μὲ τὸν νόμο».
«Δὲν ἔχω τὰ γράμματά σου καὶ δὲν γνωρίζω οὔτε πότε ἀλληλογραφήσατε, ἀλλὰ στὸ στρατόπεδο τότε ὅλοι μιλοῦσαν γι’ αὐτό», ἀπάντησε ὁ Ἰωάννης.
«Γιατί τότε ἀπὸ ὁλόκληρο τὸν στρατὸ μόνο ἐσὺ μὲ κατηγορεῖς;» ἀντέτεινε ὁ Ἅγιος. «Ἔχουμε ποτὲ ξανασυναντηθεῖ;»
Καί, ἀπευθυνόμενος στὴ σύναξη, εἶπε: «Ρωτῆστε τοὺς ἑαυτούς σας: Εἶναι δίκαιο νὰ καλεῖτε τέτοια πρόσωπα γιὰ μάρτυρες; Ἔχει εἰπωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν δίκαιο δικαστὴ ὅλων: Μὲ ὅποια δικαιοσύνη κρίνετε θὰ κριθεῖτε καὶ μὲ ὅ,τι μέτρο μετρᾶτε θὰ μετρηθεῖτε».
Τότε ἔφεραν μέσα τὸν Σέργιο Μαγούντα. «Πρὶν ἀπὸ δέκα χρόνια», ἄρχισε, «ὁ εὐλογημένος ἡγούμενος Θωμὰς ἀπὸ τὴ Ρώμη μοῦ εἶπε τὰ ἀκόλουθα: Ὁ πάπας Θεόδωρος μὲ ἔστειλε στὸν Γρηγόριο, τὸν ἔπαρχο τῆς Ἀφρικῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀποσχιστεῖ ἀπὸ τὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἐκείνη τὴν περίοδο, γιὰ νὰ τοῦ πῶ νὰ μὴν φοβηθεῖ τὸν βυζαντινὸ στρατό. Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἀββᾶς Μάξιμος εἶχε δεῖ ἕνα ὄνειρο: Χοροὶ ἀγγέλων στέκονταν στοὺς οὐρανούς, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση. Ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν στὴν Ἀνατολὴ ἀναφωνοῦσαν: Κωνσταντῖνε Αὔγουστε, εἶσαι κατακτητής! Καὶ ἐκεῖνοι στὴ Δύση ἀναφωνοῦσαν: Γρηγόριε Αὔγουστε, εἶσαι κατακτητής! Καὶ ἡ φωνὴ τοῦ δυτικοῦ χοροῦ ἦταν καθαρότερη καὶ δυνατότερη ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ἀνατολικοῦ».
Ὅταν ὁ Μαγούντας τελείωσε, ὁ ταμίας εἶπε στὸν Ἅγιο: «Καὶ τώρα ὁ Θεὸς σὲ ἔφερε σ’ αὐτὴ τὴν πόλη, γιὰ νὰ πεθάνεις στὴν πυρά».
Ὁ Ἅγιος τότε ἀπάντησε: «Εὐχαριστῶ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος καθαιρεῖ τὶς ἑκούσιες ἁμαρτίες μου μὲ ἀκούσια βάσανα. Ἀλλὰ θλίβεται ὁ κόσμος λόγω τῶν σκανδάλων γιατί εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἔρθουν τὰ σκάνδαλα ἀλλὰ ἀλίμονο σὲ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὰ σκάνδαλα θὰ προκύψουν! Δὲν πρέπει νὰ λέτε ἐνώπιον τῶν χριστιανῶν: Ἃς ἀφήσουμε ἀτιμώρητους ἐκείνους ποὺ λένε καὶ κάνουν μόνο ὅ,τι εὐχαριστεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτοὶ ζοῦν τώρα, ἀλλὰ αὔριο θὰ πάψουν νὰ ὑπάρχουν. Ὅλα αὐτὰ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν ὁμολογηθεῖ, ὅταν ὁ Γρηγόριος ἦταν ἀκόμη ζωντανός. Τότε ὁ πατριάρχης Πέτρος, ὁ ἀββᾶς Θωμὰς καὶ ὁ εὐλογημένος πάπας Θεόδωρος θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν κληθεῖ ἐδῶ, καὶ ἐνώπιον ὅλων θὰ εἶχα ρωτήσει τὸν ἀριστοκράτη Πέτρο: Πές μου, κύριέ μου, μοῦ ἔγραψες ποτὲ ὅσα ὁ σακελάριος καταμαρτυρεῖ, ἢ μήπως σοῦ ἔγραψα ἐγὼ κάτι ἀνάλογο; Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ ρωτοῦσα τὸν εὐλογημένο πάπα, ἂν τοῦ εἶχα ποτὲ ἐξιστορήσει κανένα ὄνειρο. Ἀλλά, ἀκόμη κι ἂν ὁ πάπας μὲ κατηγοροῦσε σχετικὰ μὲ τὸ ὄνειρο, ἡ ἐνοχὴ θὰ ἦταν ἀποκλειστικὰ δική του. Ἕνα ὄνειρο δὲν εἶναι θέμα δικῆς μου βούλησης. Ὁ νόμος τιμωρεῖ μόνο ἐκεῖνες τὶς πράξεις ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀτόμου».
Στὴ συνέχεια, κι ἄλλες συκοφαντίες καὶ ψεύτικες κατηγορίες διατυπώθηκαν σὲ βάρος τοῦ ἀθώου καὶ ἁγίου ἀνθρώπου, ἐπειδή, ἐνῶ ἦταν στὴ Ρώμη, μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς του εἶχαν ἐπικρίνει τὸν αὐτοκράτορα. Πάντως ὁ Ἅγιος ἀπέδειξε τὴν ἀθωότητά του καὶ ἀντέκρουσε ὅλες τὶς συκοφαντίες μὲ σοφὰ καὶ θεόπνευστα λόγια.
Τότε ἔφεραν μέσα τὸν μαθητὴ του Ἀναστάσιο καὶ ἐπιδίωξαν νὰ τὸν προκαλέσουν νὰ κατηγορήσει τὸν δάσκαλό του. Μόλις ὅμως φάνηκε πὼς δὲν θὰ ἔλεγε ψέματα ἐναντίον τοῦ δίκαιου ἀνθρώπου, ἄρχισαν νὰ τὸν γρονθοκοποῦν καὶ μετὰ τὸν ὁδήγησαν, μαζὶ μὲ τὸν δάσκαλό του, μακριά, τὸν καθέναν ξεχωριστά, στὴ φυλακή του.
Τὸ ἑπόμενο βράδυ, ὁ ἀριστοκράτης Τρώιλος καὶ ὁ Σέργιος, ὁ φροντιστὴς τῆς βασιλικῆς τράπεζας, ἦρθαν νὰ δοῦν τὸν Ἅγιο. Κάθισαν, ἔβαλαν καὶ τὸν Ἅγιο νὰ καθίσει, καὶ τὸν ρώτησαν: «Πές μας, ἀββᾶ, τί διένεξη εἶχες στὴν Ἀφρικὴ καὶ στὴ Ρώμη μὲ τὸν Πύρρο; Μὲ τί ἀποδείξεις τὸν ἔπεισες νὰ ἀρνηθεῖ τὰ πιστεύω του καὶ νὰ δεχθεῖ τὰ δικά σου;»
Ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «Ἂν εἶχα τὰ βιβλία ὅπου κατέγραψα ὅλες τὶς συζητήσεις, ποὺ κάναμε καὶ τὰ ἐπιχειρήματα τὰ ὁποῖα ἀνταλλάξαμε ἐκεῖ μὲ τὸν Πύρρο, θὰ σοῦ ἔλεγα τὰ πάντα μὲ κάθε λεπτομέρεια ὅμως, μιὰ καὶ μοῦ ἔχουν πάρει τὰ βιβλία, θὰ σᾶς πῶ ὅ,τι θυμᾶμαι. Δὲν ἔχω κανένα δικό μου δόγμα. Ὁμολογῶ μόνο ἐκεῖνα ποὺ εἶναι κοινὰ σὲ ὁλόκληρη τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία. Δὲν ἔχω εἰσαγάγει στὴν ὁμολογία μου οὔτε μία νέα λέξη ποὺ θὰ τὴν ἀλλοίωνε».
«Τότε δὲν θὰ ἔρθεις σὲ κοινωνία μὲ τὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης;» τὸν ρώτησαν οἱ ἀπεσταλμένοι.
«Ὄχι», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος.
«Γιατί ὄχι;» τὸν ἀντιρώτησαν.
«Ἐπειδὴ οἱ προκαθήμενοι αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀπέρριψαν τὰ ψηφίσματα τεσσάρων ἁγίων συνόδων καὶ ἀποδέχθηκαν ὡς κανόνα τῆς πίστης τὰ Ἐννέα Κεφάλαια, ποὺ δημοσιεύτηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἔκτοτε ἀποδέχτηκαν καὶ τὴν Ἔκθεσι ποὺ συνέθεσε ὁ πατριάρχης τῆς Κωνσταντινούπολης Σέργιος καὶ τὸν Τύπο, ποὺ ἐκδόθηκε πρόσφατα. Ἐξάλλου, στὸν Τύπο ἔχουν ἀπορρίψει ὅλα ὅσα ὁμολογεῖ ἡ Ἔκθεσις καὶ ἔχουν θέσει τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τότε μάλιστα ἀλληλοκατηγοροῦνται συχνὰ γιὰ λανθασμένη σκέψη. Ἐπιπλέον, ἔχοντας ξεκοπεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καθαιρέθηκαν στὴν τοπικὴ σύνοδο, ποὺ ἔλαβε χώρα πρόσφατα στὴ Ρώμη. Τί εἴδους μυστήρια μποροῦν αὐτοὶ πλέον νὰ τελέσουν; Ἢ τί εἴδους πνεῦμα θὰ κατέβει, πάνω, σὲ ὅσους ἔχουν χειροτονήσει;»
«Δηλαδὴ μόνο ἐσεῖς θὰ σωθεῖτε καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ χαθοῦν;» εἰρωνεύθηκαν αὐτοί.
Τότε ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «Ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στὴ Βαβυλώνα λάτρευαν τὰ χρυσὰ εἴδωλα, οἱ τρεῖς Ἅγιοι Παῖδες δὲν ἔπεσαν στὴν πλάνη. Δὲν ἀσχολήθηκαν μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ πρόσεξαν νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦν οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ εὐσέβεια Ἀκριβῶς κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅταν ὁ Δανιὴλ ρίχτηκε στὸν λάκκο τῶν λεόντων, δὲν καταδίκασε ἐκείνους ποὺ τηροῦσαν τὸν νόμο τοῦ Δαρείου καὶ ἀρνοῦνταν νὰ προσευχηθοῦν στὸν Θεό. Ἔλαβε ὑπόψη τὸ καθῆκον του καὶ προτίμησε νὰ πεθάνει, παρὰ νὰ ἁμαρτήσει ἀπέναντι στὴ συνείδησή του, παραβαίνοντας τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἀπαγορεύει νὰ καταδικάσω κάποιον καὶ νὰ πῶ πὼς ἐγὼ θὰ σωθῶ! Ἔτσι, θὰ προτιμήσω νὰ πεθάνω, παρὰ νὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ νὰ βασανιστῶ ἀπὸ τὴ συνείδησή μου».
«Μὰ τί θὰ κάνεις ἐσύ», ρώτησαν οἱ ἀπεσταλμένοι, «ὅταν ἡ Ρώμη ἑνωθεῖ μὲ τοὺς Βυζαντινούς; Χθὲς δύο ἐκπρόσωποι ἔφθασαν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ αὔριο, τὴν Κυριακή, θὰ κοινωνήσουν τὰ Ἅγια Μυστήρια μὲ τὸν πατριάρχη».
Ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «Ἀκόμη κι ἂν ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἔρθει σὲ κοινωνία μὲ τὸν πατριάρχη, ἐγὼ δὲν θὰ κοινωνήσω. Γνωρίζω ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου τὸ ἑξῆς: Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δηλώνει ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ ἄγγελοι θὰ εἶχαν ἀνάθεμα ἂν ἄρχιζαν νὰ κηρύττουν ἄλλο Εὐαγγέλιο καὶ νὰ εἰσάγουν διαφορετικὴ διδασκαλία».
«Εἶναι πραγματικὰ τόσο ἀπαραίτητο νὰ ὁμολογεῖς δύο θελήσεις καὶ ἕνας εἶδος διπλῆς ἐνέργειας στὸν Χριστό;» ρώτησαν οἱ ἀπεσταλμένοι.
«Ἀπολύτως ἀπαραίτητο», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος, «ἐφόσον ἐπιθυμοῦμε νὰ εἴμαστε εὐσεβεῖς, ἀφοῦ κανένα ὃν δὲν στερεῖται τῆς νοερῆς ἐνέργειας. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ξεκάθαρα λένε, πὼς κανένα ὃν δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρὶς τὶς ἐνέργειες ποὺ εἶναι συγγενεῖς μὲ αὐτό. Ἂν ἡ φύση δὲν ἀποκαλύπτεται στὶς ἐνέργειες, μὲ ποιὸ τρόπο μπορεῖ κάποιος νὰ ὁμολογήσει, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἀληθινὸς ἄνθρωπος κατὰ τὴ φύση;»
Σὲ αὐτὸ ἐκεῖνοι ἀπάντησαν: «Καταλαβαίνουμε, ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Ἐντούτοις, μὴ θλίβεις τὸν αὐτοκράτορα. Αὐτὸς συνέταξε τὸν Τύπο γιὰ τὴν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει ὅ,τι προκαλεῖ διαφωνία λόγω τῶν διαφορετικῶν ἀπόψεων».
Τότε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔπεσε καταγῆς καὶ μὲ δάκρυα ἀπάντησε: «Ὁ καλὸς καὶ θεοφιλὴς αὐτοκράτορας δὲν πρέπει ἐξαιτίας τῆς ἀναξιότητάς μου νὰ θλίβεται, ἐπειδὴ σιωπῶ στὶς διαταγές του, γιατί δὲν ἐπιθυμῶ νὰ ἐξοργίσω τὸν Θεό. Ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ θείου Ἀπόστολου: “Ὁ Θεὸς τοποθέτησε τὸν καθέναν σὲ ὁρισμένη θέση: Πρῶτα ἔρχονται οἱ Ἀπόστολοι, ἔπειτα οἱ Προφῆτες, ἔπειτα οἱ διδάσκαλοι” εἶναι ξεκάθαρο πὼς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ποὺ μιλάει μέσω αὐτῶν. Οἱ θεῖες Γραφές, τὰ ἔργα τῶν θείων Πατέρων καὶ οἱ ἀποφάσεις τῶν συνόδων μᾶς διδάσκουν, πὼς ὁ σαρκωθεῖς Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας καὶ Θεός, ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ ἐνεργεῖ σύμφωνα μὲ τὴ θεία καὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἐκτός τῆς ἁμαρτίας, δὲν στερεῖται καμία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀναγνωρίζεται ὡς Θεὸς ἢ ὡς ἄνθρωπος. Ἂν ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος καὶ στὶς δύο φύσεις, τότε εἶναι προφανὲς πὼς ὅποιος δὲν ὁμολογεῖ, πὼς Αὐτὸς ἔχει ὅλες τὶς φυσικὲς ἐνέργειες καὶ τῶν δύο φύσεων, διαστρεβλώνει ἐντελῶς τὸ μυστήριο τῆς ἐνσάρκωσης τοῦ Χριστοῦ».
Ὅταν ὁ Ἅγιος ὁλοκλήρωσε τὴν παραπάνω θέση του, οἱ ἀπεσταλμένοι ἐγκωμίασαν τὸ φρόνημά του. Δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν τρόπο νὰ τὸν ἀντικρούσουν. Τότε ὁ Σέργιος εἶπε: «Μόνο ἐσὺ δημιουργεῖς πρόβλημα καὶ ἐξαιτίας σου πολλοὶ ἀρνοῦνται νὰ ἔρθουν σὲ κοινωνία μὲ τὴν ἐδῶ Ἐκκλησία».
«Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ βεβαιώσει, ὅτι ἔχω διατάξει κάποιον νὰ μὴν ἔχει κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Βυζαντίου;» διαμαρτυρήθηκε ὁ Ἅγιος Μάξιμος.
Σὲ αὐτὸ ὁ Σέργιος ἀπάντησε: «Τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν εἶσαι σὲ κοινωνία μὲ αὐτὴ τὴν Ἐκκλησία ἐμποδίζει πολλοὺς νὰ ἔχουν κοινωνία μαζί μας».
«Δὲν ὑπάρχει τίποτε σοβαρότερο ἀπὸ τὸ κατηγορητήριο τῆς συνείδησης καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ προσφιλὲς ἀπὸ τὴν ἠρεμία καὶ τὴν ἀναπαυμένη συνείδηση», εἶπε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Τότε ὁ Τρώιλος, ἀναφερόμενος στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Τύπος τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου εἶχε ἀναθεματιστεῖ σὲ ὅλη τὴ Δύση, εἶπε στὸν Ἅγιο: «Εἶναι καλὸ ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορά μας νὰ εἶναι τόσο ὑποτιμημένη;»
Ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ συγχωρέσει, ὅσους τὸν παρακίνησαν νὰ ἐκδώσει αὐτὸ τὸ διάταγμα!»
Ὁ Τρώιλος ρώτησε τότε: «Ποιὸς τὸν παρακίνησε καὶ ποιὸς τὸ ἐπέτρεψε;»
Καὶ ὁ Ἅγιος ἀπάντησε: «Οἱ ἐπικεφαλεῖς τῶν Ἐκκλησιῶν τὸν συμβούλεψαν καὶ οἱ εὐγενεῖς το ἐπέτρεψαν ὅμως ἡ ντροπὴ στιγματίζει τὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀθῶος καὶ ξένος πρὸς αὐτὴ τὴν αἵρεση. Συμβουλέψτε τὸν νὰ πράξει ὅπως παλαιότερα ὁ μακαριστὸς παπποὺς τοῦ Ἡράκλειος. Ὅταν ἔμαθε ὅτι πολλοὶ Πατέρες στὴ Δύση δὲν δέχτηκαν τὴν Ἔκθεσί του περὶ πίστης καὶ καταδίκασαν τὴν αἵρεση ποὺ περιλάμβανε, ἔστειλε ἐπιστολὲς παντοῦ, ποὺ βεβαίωναν ὅτι ἡ Ἔκθεσις δὲν ἦταν δική του, ἀλλὰ ἀνῆκε στὸν προηγούμενο πατριάρχη, τὸν Σέργιο. Ἔτσι ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴν κατηγορία Ἀφῆστε τὸν αὐτοκράτορα ποὺ εἶναι τώρα ἕτοιμος νὰ κυβερνήσει, νὰ κάνει τὸ ἴδιο καὶ ἔπειτα θὰ πάψει νὰ κατηγορεῖται».
Οἱ ἀπεσταλμένοι σιώπησαν γιὰ πολλὴ ὥρα κουνώντας σκεφτικά τα κεφάλια τους: «Εἶναι δύσκολο, σχεδὸν ἀπίθανο, νὰ γίνουν ὅλα ὅσα συμβουλεύεις, ἀββᾶ».
Μία ἑβδομάδα ἀργότερα, τὸ ἑπόμενο Σάββατο, ὁ Ἅγιος μὲ τοὺς δύο μαθητὲς τοῦ κλήθηκαν πάλι στὸ βασιλικὸ παλάτι γιὰ ἀνάκριση. Οἱ στρατιῶτες ὁδήγησαν μέσα τὸν Ἀναστάσιο, ποὺ γνώριζε περισσότερα, ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ προηγούμενος ἀποκρισάριος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, παρέμεινε ἔξω ἀπὸ τὸ παλάτι.
Ὁ πρῶτος Ἀναστάσιος ὁδηγήθηκε στὴν αἴθουσα ὅπου συνεδρίαζε ἡ Σύγκλητος, δύο πατριάρχες (Πέτρος Κῶν/πόλεως καὶ Μακάριος Ἀντιοχείας) μάλιστα συμπεριλαμβάνονταν στὰ μέλη της, ἀκολουθούμενος ἀπὸ συκοφάντες, ποὺ εἶχαν συγκεντρώσει ψεύτικες κατηγορίες ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Μαξίμου.
Οἱ παρόντες ἐπέμειναν, ὅπως βεβαίωσε ὁ Ἀναστάσιος, στὶς συκοφαντίες ἐναντίον τοῦ δασκάλου του, ἀλλὰ αὐτὸς ἀντέκρουσε θαρραλέα τα ψέματα καὶ διαφώνησε μὲ τοὺς πατριάρχες καὶ τὴ Σύγκλητο. Ὅταν τὸν ρώτησαν, ἂν εἶχε ἀναθεματίσει τὸν Τύπο, ἀπάντησε, ὅτι ὄχι μόνο τὸν εἶχε ἀναθεματίσει, ἀλλὰ εἶχε συντάξει καὶ βιβλίο ἐνάντια σὲ αὐτόν.
Τέλος οἱ ἀξιωματοῦχοι τὸν ρώτησαν: «Δὲν ἀναγνωρίζεις, ὅτι ἔχεις ἐνεργήσει ἄσχημα;»
«Ὁ Θεὸς ἀπαγορεύει νὰ θεωρήσω κακὸ ὅ,τι ἔχω κάνει καλῶς, σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας», ἀπάντησε ὁ Ἀναστάσιος.
Κατόπιν ἔφεραν ἐνώπιον τῆς Συγκλήτου τὸν Ἅγιο Μάξιμο καὶ ὁδήγησαν ἔξω τὸν Ἀναστάσιο. Ὁ ἀριστοκράτης Τρώιλος ἀπευθύνθηκε σὲ αὐτὸν ὡς ἑξῆς: «Ἄκουσέ με, ἀββᾶ. Πὲς τὴν ἀλήθεια, καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ σπλαχνιστεῖ. Ἂν ἀρχίσουμε νὰ ρωτᾶμε, σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις ποὺ καθορίζει ὁ νόμος καὶ ἀποδειχθεῖ ἀληθινὴ ἔστω καὶ μία ἀπὸ τὶς κατηγορίες, ποὺ ἐκκρεμοῦν ἐναντίον σου, τότε θὰ ἐκτελεστεῖς».
Ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Σᾶς ἐπαναλαμβάνω: Ὅσο εἶναι δυνατὸν γιὰ τὸν Σατανᾶ νὰ γίνει Θεός, ἄλλο τόσο εἶναι πιθανὸ νὰ ἀποδειχθεῖ ἀληθινή, ἔστω καὶ μία κατηγορία. Ἀλλά, μιὰ καὶ ὁ Σατανᾶς, ἕνας ἀποστάτης, δὲν εἶναι καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει Θεός, ἔτσι καὶ αὐτὲς οἱ κατηγορίες δὲν μπορεῖ νὰ γίνουν ἀληθινές, ἐπειδὴ εἶναι ἀπολύτως ψεύτικες. Ἑπομένως, νὰ κάνετε ὅ,τι ἔχετε σχεδιάσει. Λατρεύω καὶ εὐλαβοῦμαι τὸν Θεό, δὲν φοβᾶμαι μήπως μαρτυρήσω».
«Εἶναι ἀλήθεια πῶς ἀναθεμάτισες τὸν Τύπο;» ἄρχισε ὁ Τρώιλος.
Ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Τὸ ἔχω πεῖ ἀρκετὲς φορές, πὼς τὸν ἔχω ἀναθεματίσει».
«Ἂν ἔχεις ἀναθεματίσει τὸν Τύπο», συνέχισε ὁ Τρώιλος, «ἄρα ἔχεις ἀναθεματίσει τὸν αὐτοκράτορα!»
«Δὲν ἔχω ἀναθεματίσει τὸν αὐτοκράτορα», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος, «ἀλλὰ μόνο τὴν περγαμηνή, ποὺ ἀπορρίπτει τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας».
«Ποῦ ἔγινε αὐτό;» ρώτησε ὁ Τρώιλος.
«Στὴν τοπικὴ σύνοδο στὴ Ρώμη», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος Μάξιμος, «στὴν ἐκκλησία τοῦ Σωτῆρος καὶ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου».
Κατόπιν ὁ ἀξιωματοῦχος ποῦ προήδρευε τῆς σύναξης ρώτησε: «Θὰ ἔρθεις σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία μας ἢ ὄχι;»
«Ὄχι, δὲν θὰ ἔρθω σὲ κοινωνία», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος. «Γιατί;» ρώτησε ὁ πρόεδρος.
«Ἐπειδὴ αὐτὴ ἔχει ἀπορρίψει τὶς ἀποφάσεις τῶν ὀρθόδοξων συνόδων».
«Ἂν ἡ Ἐκκλησία μας ἐγκαταλείψει τὶς συνόδους», ἀπόρησε ὁ πρόεδρος, «πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ παραμείνει σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες ἐκκλησίες;»
«Ποιὸ τὸ ὄφελος νὰ τὰ ὑπενθυμίζουμε αὐτά, ἂν τὰ δόγματα αὐτῶν τῶν συνόδων ἀπορρίπτονται;» ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου.
«Μπορεῖς νὰ μᾶς ἀποδείξεις», ρώτησε ὁ πρόεδρος, «μὲ ποιὸ τρόπο ἡ παροῦσα Ἐκκλησία ἔχει ἀπορρίψει τὰ δόγματα τῶν προηγούμενων συνόδων;»
«Ἂν δὲν θυμώσετε καὶ μὲ διατάξετε νὰ τὸ κάνω, θὰ σᾶς τὸ ἀποδείξω εὔκολα», ἀπάντησε ὁ γέροντας.
Ὅταν ὅλοι σιώπησαν, ὁ ταμίας τοῦ ἀπηύθυνε τὸν λόγο: «Γιατί ἀγαπᾶς τόσο τοὺς Ρωμαίους καὶ μισεῖς τοὺς Ἕλληνες;»
«Ἔχουμε μία ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεό: νὰ μὴ μισοῦμε κανέναν. Ἀγαπῶ τοὺς Ρωμαίους, ἐφόσον ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μὲ μένα, ἀγαπῶ καὶ τοὺς Ἕλληνες, καθὼς μιλᾶμε τὴν ἴδια γλώσσα», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος.
«Πόσων χρονῶν εἶσαι;» ρώτησε ὁ ταμίας.
«Ἑβδομήντα πέντε», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος.
«Πόσα χρόνια», συνέχισε ὁ ταμίας, «εἶναι μαζί σου ὁ μαθητής σου;»
«Τριάντα ἑπτά», ἀπάντησε ὁ Ἅγιος.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἕνας ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς ἀναφώνησε: «Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ σὲ τιμωρήσει γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔκανες στὸν εὐλογημένο Πύρρο!»
Ὁ Ἅγιος δὲν ἀπάντησε.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μακροσκελοῦς ἀνακρίσεως, κανένας πατριάρχης δὲν μίλησε. Κάποια στιγμὴ μόνο κάποιος Δημοσθένης δήλωσε: «Αὐτὴ δὲν ἦταν ἀληθινὴ σύνοδος, ἐπειδὴ συγκλήθηκε ἀπὸ τὸν Μαρτίνο, ἕναν πάπα ἐκτὸς Ἐκκλησίας».
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀπάντησε: «Ὁ πάπας Μαρτίνος δὲν ἦταν ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ὑπὸ διωγμόν».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἔβγαλαν τὸν Ἅγιο ἔξω καὶ ἔκαναν συμβούλιο. Οἱ ἀπάνθρωποι κριτὲς θεώρησαν, πὼς θὰ ἦταν πολὺ φιλεύσπλαχνοι, ἂν ἐπέτρεπαν στὸν Ἅγιο νὰ ζήσει σὲ περιορισμό, ὅπως πρῶτα καλύτερα νὰ τὸν ὑπέβαλλαν σὲ βασανιστήρια. Τὸν παρέδωσαν λοιπὸν στὰ χέρια τοῦ κυβερνήτη.
Ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ ὁδηγήσουν τὸν Ἅγιο Μάξιμο καὶ τοὺς μαθητές του στὸ Πραιτώριο, ὅπου γίνονταν βασανιστήρια καὶ μαστιγώνονταν ἄνθρωποι. Ἐκεῖ ὁ ἄσπλαχνος βασανιστὴς ἔγδυσε τὸν Ἅγιο γέροντα, τὸν πέταξε στὸ ἔδαφος καὶ διέταξε νὰ τὸν μαστιγώσουν μὲ βούνευρα. Δὲν σεβάστηκε οὔτε τὰ γηρατειά του οὔτε τὴ σεβάσμια ἐμφάνισή του, οὔτε ἔνιωσε τύψεις στὴ θέα τοῦ ἀποστεωμένου ἀπὸ τὰ ἀσκητικὰ ἀγωνίσματα σώματος.
Τὸ ἐξαγριωμένο πλῆθος ἄρχισε νὰ χτυπᾶ τὸν Ἅγιο τόσο ἀπάνθρωπα, ποὺ ἡ γῆ ἔγινε κόκκινη ἀπὸ τὸ αἷμα του, ἐνῶ τὸ σῶμα του ξεσχίστηκε τόσο ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἄμορφη μάζα Κατόπιν, τὸ πλῆθος ἔπεσε μὲ μανία πάνω στοὺς μαθητὲς τοῦ Ἁγίου καὶ τοὺς χτύπησε μὲ τὴν ἴδια σκληρότητα Καθὼς τοὺς χτυποῦσε, ἀκούστηκε μιὰ φωνή: «Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ὑπακοῦν τὶς βασιλικὲς ἐντολές, δικαίως ὑφίστανται τέτοια βασανιστήρια». Τελικά τούς πέταξαν ἡμιθανεῖς στὴ φυλακή.
Τὸ ἑπόμενο πρωὶ ὁ Ἅγιος καὶ σεβάσμιος γέροντας παρουσιάστηκε ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου, μαζὶ μὲ τὸν πρῶτο του μαθητῆ Ἀναστάσιο. Ὁ Ἅγιος ἦταν ἀκόμη ζωντανός. Ὅλο του τὸ σῶμα ὅμως, ἀπὸ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια, ἦταν γεμάτο βαθιὲς πληγές. Ἦταν ἀδύνατον νὰ τὸν κοιτάξει κανείς, χωρὶς νὰ νιώσει συμπόνια.
Ἐντούτοις, οἱ σκληρόκαρδοι βασανιστὲς δὲν ἔνιωσαν κανέναν οἶκτο, ἀλλὰ μανιασμένοι τοῦ ἔβγαλαν ἔξω τὴ θεοσοφὴ γλώσσα, ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχαν πηγάσει ποταμοὶ σοφῶν διδασκαλιῶν, ποὺ εἶχαν πνίξει τὰ ἐπιχειρήματα τῶν αἱρετικῶν καὶ χωρὶς ἔλεος τὴν ἔκοψαν ἀπὸ τὴ ρίζα της. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἤθελαν νὰ σφραγίσουν τὰ θεόφθογγα χείλη τοῦ Ἁγίου. Ἔκαναν τὸ ἴδιο μὲ τὸν μαθητὴ του Ἀναστάσιο καὶ ἔπειτα τοὺς κλείδωσαν πάλι στὴ φυλακή.
Ἀλλὰ ὁ Κύριος καὶ Θεός, ὁ ὁποῖος μωραίνει μεγάλους καὶ ἀπὸ στόματα νηπίων καὶ θηλαζόντων ἐπαινεῖται τὸ ἅγιό Του ὄνομα, ἔδωσε σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀληθινοὺς καὶ πιστοὺς δούλους Του καὶ μάρτυρες τὴ δυνατότητα νὰ μιλήσουν ἀκόμη καὶ χωρὶς τὴ γλώσσα, πιὸ καθαρὰ μάλιστα ἀπ’ ὅ,τι στὸ παρελθόν. Πόσο ντροπιάστηκαν οἱ δύστυχοι αἱρετικοί, ὅταν τὸ ἔμαθαν! Ἐξοργίστηκαν περισσότερο, ἔκοψαν τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ ἔριξαν στὸ ἔδαφος. Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ στὸν μαθητὴ του Ἀναστάσιο.
Ἀπάλλαξαν δὲ τὸν ἄλλο μαθητή του, ποὺ ὀνομαζόταν Ἀναστάσιος κι αὐτός, ἐπειδὴ στὸ παρελθὸν εἶχε χρηματίσει ἀποκρισάριος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης καὶ γραμματέας στοὺς αὐτοκράτορες.
Ὕστερα ὁδήγησαν καὶ τοὺς δύο ἔξω ἀπὸ τὸ Πραιτώριο καὶ τοὺς ἔσυραν σὲ ὁλόκληρη τὴν πόλη. Τοὺς κακομεταχειρίστηκαν καὶ δὲν δίστασαν νὰ δείξουν κοροϊδευτικὰ τὶς ἀκρωτηριασμένες γλῶσσες καὶ τὰ χέρια τους σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους, φωνάζοντας καὶ χλευάζοντάς τους μὲ ἀσεβῆ λόγια.
Μετὰ τοὺς ἔστειλαν καὶ τοὺς τρεῖς πάλι στὴν ἐξορία τὸν καθέναν χωριστά, χωρὶς ἄνθρωπο νὰ τοὺς φροντίζει, χωρὶς τρόφιμα ροῦχα καὶ παπούτσια Καθ’ ὁδὸν ὑπέστησαν τόσα βάσανα, ὥστε στὸ τέλος ὁ Ἅγιος Μάξιμος νὰ μὴν μπορεῖ οὔτε νὰ καθίσει εἴτε σὲ ἄλογο εἴτε σὲ ἄλλο μεταφορικὸ μέσο. Οἱ στρατιῶτες ἔφεραν ἕνα μεγάλο καλάθι, ἔβαλαν τὸν βασανισμένο γέροντα μέσα καὶ κατάφεραν ἔτσι μὲ μεγάλη δυσκολία νὰ τὸν μεταφέρουν στὴν ἐξορία του.
Τὸν συνόδευσαν στὴν ἀπόμακρη χώρα τῶν Σκυθῶν, στὴν Ἀλανία, καὶ τὸν φυλάκισαν στὴν πόλη Σχίμαρις. Ὁ ἅγιος μαθητής του, τοῦ ὁποίου ἡ γλώσσα καὶ τὸ χέρι εἶχαν κοπεῖ, ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ πολυβασανισμένο σῶμα του, ἐνῶ ἀκόμα ἦταν καθ’ ὁδὸν καὶ ἡ ψυχὴ του πέταξε πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν αἰωνιότητα.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἔζησε ἄλλα τρία χρόνια στὴν τελευταία ἐξορία τοῦ ὑφιστάμενος τὰ αὐστηρότερα βασανιστήρια. Περιορισμένος σὲ μιὰ φυλακή, δὲν εἶχε καμία βοήθεια στὰ γηρατειά του, οὔτε συμπονετικὴ φροντίδα Ὅταν ὁ Κύριος θέλησε νὰ βάλει τέλος στοὺς πόνους καὶ στὶς θλίψεις του, τὸν ὁδήγησε ἐκτὸς φυλακῆς στὴν αἰώνια ἐλευθερία καὶ στὴ χαρὰ τῆς αἰώνιας Βασιλείας. Πρῶτα τὸν παρηγόρησε μὲ μιὰ θεία ἐπίσκεψη καὶ μετὰ τοῦ ἀνήγγειλε τὴν ὥρα τῆς κοίμησής του. Ὁ εὐλογημένος μάρτυρας γέμισε μὲ μεγάλη χαρά, ἂν καὶ ἦταν προετοιμασμένος γιὰ τὸ τέλος του. Ἐντούτοις, ἄρχισε νὰ προετοιμάζεται μὲ ἀκόμη περισσότερο ζῆλο. Ὅταν ἡ εὐλογημένη ὥρα τοῦ θανάτου του ἦρθε, παρέδωσε τὴν ψυχή του μὲ χαρὰ στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας, τὸν ὁποῖον εἶχε ἀγαπήσει ἀπὸ τὴ νεότητά του καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε ὑποφέρει τόσο πολύ.
Ἔτσι ὁ ὁμολογητὴς καὶ μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ ὁλοκλήρωσε τὴν παιδαγωγία του σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ εἰσήχθη στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου του. Ἐνταφιάστηκε στὴν ἴδια πόλη. Τότε τρία θαυμαστὰ φῶτα φάνηκαν στὸν τάφο του, λάμποντας μὲ μιὰ φλόγα ἄφατη καὶ ἀπόκοσμη. Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε μὲ τὸ παράδειγμα τῆς ἀρετῆς του, τὴν πολυβασανισμένη του ζωὴ καὶ τὸν μεγάλο του ζῆλο γιὰ τὸν Θεό, δὲν ἔπαψε νὰ λάμπει καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του. Ἐκεῖνα τὰ τρία φῶτα στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου ἦταν ἕνα σαφὲς σημάδι, ὅτι ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ εἶχε λάβει τὸν κλῆρο του στὰ οὐράνια σκηνώματα καὶ ἀπολαμβάνει τὴ θεία χάρη τοῦ τρισυπόστατου φωτός.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, ὁ ἄλλος μαθητής του, ὁ ἀποκρισάριος Ἀναστάσιος, περιέγραψε λεπτομερῶς τὸν βίο, τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς δοκιμασίες τοῦ πατέρα καὶ διδασκάλου του.
Ἀπὸ αὐτὴ τὴν περιγραφή, ποὺ εἶναι ἱκανοποιητική, ἔχει ληφθεῖ τούτη ἡ βιογραφία, ποὺ σκοπὸ ἔχει νὰ μᾶς ὠφελήσει, πρὸς δόξαν τῆς Ἁγίας Τριάδας, ποὺ δοξάζεται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους της, στοὺς ὁποίους ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ ὀφείλουμε τιμή, δόξα καὶ λατρεία, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ὁ Μάξιμος τὸ συγγραφικό του ἔργο τὸ ξεκίνησε ἀργά, ἀλλὰ παρόλα αὐτὰ ἀναδείχθηκε γόνιμος καὶ πολυγραφότατος. Τὸ ἔργο τοῦ γενικῶς εἶναι δυσνόητο καὶ δυσανάγνωστό (το παρατηρεῖ καὶ ὁ Μέγας Φώτιος), γεμάτο ἀλληγορίες καὶ ρητορικὰ σχήματα, ἐμπεριέχοντας συχνὰ συμπυκνωμένη γνώση, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ μιὰ ἐσωτερικὴ πρόσβαση στὸ σύστημα καὶ τὸν κόσμο του. Παράλληλα εἶναι μεθοδικὸς ὡς πρὸς τὴ διαίρεσή του, στοιχεῖο τὸ ὁποῖο καλύπτει μέρος τῆς δυσκολίας τῆς κατανοήσεως, ὑποδιαιρώντας τὸ ἔργο του σὲ μικρὰ θέματα (κεφάλαια) καὶ μὲ τὴ μορφὴ προτροπῶν, μακρυγορώντας πολὺ σπάνια καὶ ἐξ ἀνάγκης. Μέσα ἀπὸ τὴ ἐργογραφία τοῦ ἐπίσης γίνεται φανερὸ πὼς προτιμᾶ νὰ ἐμβαθύνει παρὰ νὰ πλατειάζει, εἰσερχόμενος στὸν πυρήνα τοῦ θέματος, μὲ τὴ πολὺ γνωστὴ σὲ αὐτὸν διαλεκτικὴ μέθοδο.
Ὁ ἴδιος μέσω τοῦ ἔργου τοῦ χαρακτηρίζεται ὡς πολυμαθὴς καὶ πολυμερὴς συγγραφέας, μὲ βαθιὰ θεολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ κατάρτιση[, ποὺ καλύπτει ὅλους τους θεολογικοὺς κλάδους συλλέγοντας προσεκτικῶς τὶς ἀπόψεις τῆς παράδοσης, διασαφηνίζοντας καὶ διευκρινίζοντας πολλὰ ἐνδιαφέροντα καὶ φλέγοντα ζητήματα. Ἡ θεολογία τοῦ μάλιστα, ἐπηρέασε ὅσο κανενὸς ἄλλου τὴ μεταγενέστερη σκέψη καὶ βυζαντινὴ φιλολογία[. Ἡ παράδοση στὴν περίπτωση τοῦ ζωντανεύει δημιουργικὰ καὶ βιωματικά, ἐπηρεασμένη ἰδιαίτερα ἀπὸ τοῦ Καππαδόκες καὶ δὴ το Γρηγόριο Νύσσης, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀσκητισμὸ τοῦ Εὐαγρίου Ποντικοῦ καὶ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτη (corpus). Στὴν οὐσία ὁ ἴδιος ὅμως κινεῖται στὸ δρόμο τῶν Ἀλεξανδρινῶν πατέρων, γὶ αὐτὸ καὶ θεωρεῖται συνεχιστής τους.
Τὸ ἔργο τοῦ Μάξιμου διαχωρίζεται σὲ ἕξι (6) κατηγορίες. α) ἑρμηνευτικά των γραφῶν, β) ἑρμηνευτικά των πατέρων, γ) δογματικὰ-ἀντιρρητικά, δ) ἐπιστολές, ε) λειτουργιολογικᾶ-πνευματικά, στ) μυστικὰ-ἀσκητικά. Κυριότερα ἔργα τοῦ εἶναι οἱ ἀπορίες, Ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις πρὸς Θαλάσσιον, Πεύσεις καὶ ἀποκρίσεις, ἡ ἐπιστολὴ πρὸς Θεόπεμπτον σχολαστικόν, τέσσερις ἑκατοντάδες κεφάλαια περὶ ἀγάπης, ἀσκητικὸς λόγος, μυσταγωγία, τὸ ὁποῖο ἐκτιμᾶται σήμερα γιὰ τὴ φιλολογικὴ καὶ θεολογική του ἐπιρροὴ στοὺς μετέπειτα συγγραφεῖς καὶ τὰ δογματικὰ καὶ ἀντιρρητικά του ἔργα, τὰ ὁποῖα μᾶς δίνουν πλήρη εἰκόνα τῆς δογματικῆς του σκέψης καὶ θεολογίας. Τέλος σε ὅτι ἀφορᾶ τὸ ἔργο του, ὑπάρχουν ἀκόμα ἀνέκδοτα ἔργα του[, ἀλλὰ καὶ πολλὰ συμπιλήματα ἢ ψευδεπίγραφα.