9 Ἰανουαρίου 

Ἔζησε τὸν 3ο  αιώνα, στὰ χρόνια του Δεκίου καὶ τοῦ Βαλεριανοῦ. Στὴν Ἀρμενία. Ἦταν στρατιωτικός. Στὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας. Κι ὅταν οἱ αὐτοκράτορες, αὐτοὶ ποὺ ἀναφέραμε, ἔβγαλαν διάταγμα ἐναντίον τῶν χριστιανῶν κι ἔλεγε: «Ὅσοι εἶναι χριστιανοὶ ν’ ἀλλάξουν ἀμέσως, ἀλλιῶς θὰ τοὺς θανατώσουμε», κι ὁ Πολυευκτος, ποὺ ὑπηρετοῦσε στὸν ρωμαϊκὸ στρατό, ἔκανε τὴ θητεία του, ὅταν τ’ ἄκουσε αὐτό, τρέχει αὐτόκλητος στὸν ἄρχοντα τῶν Ρωμαίων καὶ τοῦ λέγει: «Ἐγὼ εἶμαι χριστιανός. Κι ὅ,τι κι ἂν λέτε σεῖς κι ὅ,τι κι ἂν κάνετε, ἐγὼ δὲν πρόκειται ν’ ἀλλάξω μὲ τίποτε. Δὲν πρόκειται ν’ ἀλλάξω». Πῆγε κι ἀπὸ κοντὰ κι ὁ πεθερός του. Καὶ προσπαθοῦσε μὲ ἐπιχειρήματα νὰ τὸν πείσει νὰ μὴ μαρτυρήσει. «Κάθισε ἀδελφέ. Ἅς το. Ἃς εἶσαι χριστιανὸς μυστικά. Δὲν σοὺ ’πε κανεὶς ν’ ἀλλάξεις. Καὶ φανερὰ πὲς ὅ,τι θέλει ὁ αὐτοκράτορας. Μὴ χάσεις τὴ θέση σου, μὴ χάσεις τὴ ζωή σου. Μὴ σὲ χάσομε κι ἐμεῖς.» Κι ἀπὸ κοντὰ καὶ ἡ γυναίκα του, μὲ κλάματα καὶ θρήνους.

Συγκινήθηκε ὁ Πολυευκτος. Συγκλονίστηκε πολύ. Ἀλλὰ δὲν ἄλλαξε. Δὲν ἄλλαξε. Ἦταν μαζί του κι ἕνας μάρτυρας, ὁ Νέαρχος. Φίλος του, ποὺ τὸν στήριζε. Καὶ τοῦ λέει: «Νέαρχε, ἐγὼ τὸν Χριστὸ δὲν Τὸν ἀλλάζω μὲ τίποτε. Ὅ,τι κι ἂν λένε ὅλοι. Κι οἱ αὐτοκράτορες καὶ οἱ συγγενεῖς μου καὶ οἱ θρῆνοι καὶ τὰ κλάματα τῆς γυναίκας μου, καὶ τὰ παρακάλια καὶ τὰ λογικὰ ἐπιχειρήματα τοῦ πεθεροῦ μου, ἐγὼ δὲν ἀλλάζω μὲ τίποτε. Ὁ Χριστός μου εἶναι ὅ,τι πολύτιμο ἔχω. Καὶ Τὸν εὐχαριστῶ, ποὺ μὲ ἐνισχύει. Καὶ θέλω, Χριστέ μου, νὰ δώσω καὶ τὸ αἷμα μου γιὰ Σένα. Αὐτὸ εἲν’ τὸ λιγότερο, σ’ αὐτὸ ποὺ ἔκανες Ἐσὺ κι ἔδωσες τὸ αἷμα Σου γιὰ ὅλους μας. Καὶ μᾶς προσφέρεις τὰ καλά Σου. Καὶ τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ ἐπουράνια.»

Κι ἀφοῦ εἶδαν ἐκεῖ ὅτι δὲν ἀλλάζει, ἐν τέλει, οἱ ἄρχοντες οἱ Ρωμαῖοι τὸν ὑπέβαλαν στὰ πιὸ φρικτὰ καὶ μεγάλα βασανιστήρια. Ἔχει ὡραία δοξαστικὰ ἐκεῖ ἡ ἑορτή, ποὺ ἀκριβῶς ἀναφέρονται στὴν ἀνδρειωσύνη, στὸ μεγαλεῖο, στὴν ὑπομονὴ καὶ στὴν ὁμολογία καὶ στὴν ἀντοχὴ τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Πολυεύκτου τοῦ ἐν Ἀρμενία. Εἶναι ὁ πρῶτος μάρτυς ποὺ μαρτύρησε στὴν Ἀρμενία. Ὁ ἅγιος Πολυευκτος. Πολὺς καὶ εὐχές. Κι ὅταν προσευχόμεθα, γινόμεθα κι ἐμεῖς πολυευκτοι. Εἴμαστε πολυευκτοι. Καὶ στὸ τέλος, ἀφοῦ ἐκεῖνος δὲν ἄλλαζε μὲ τίποτα καὶ ὑπέστη ὅλα τα βασανιστήρια καὶ ἔλαμπε εὐχόμενος, Πολυευκτος ὄνομα καὶ πράγμα, διέταξε ἐκεῖ ὁ τύραννός τους δημίους νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν.

Κι ἐκεῖνος λέει: «Χριστέ μου, Σὲ ὑπερευχαριστῶ, ποὺ μ’ ἀξιώνεις νὰ χύσω τὸ αἷμα μου γιὰ Σένα.» Καὶ ἤθλησε καὶ ἔλαμψε ἐκεῖ στὴν Ἀρμενία, στὴ Μελιτηνή. Καὶ ὕστερα οἱ χριστιανοὶ πῆραν τὸ πολυάθλο σῶμα, τὸ ἔθαψαν καὶ πάνω στὸν τάφο ἔφτιαξαν ναό, ποὺ περιέλαβε καὶ τὸν τάφο του. Καὶ κάθε χρόνο, στὶς 9 Ἰανουαρίου, ἔκαμαν σύναξη καὶ τιμοῦσαν τὸν μεγαλομάρτυρα Πολυευκτο. Κι ἔκαμε θαύματα καὶ ἐμφανίζετο σὲ πολλοὺς καὶ τοὺς βοηθοῦσε κι σκέπαζε καὶ τὴν περιοχή.

Ἀλήθεια, ὅλη ἡ οἰκουμένη, καὶ περισσότερό τα μέρη της τότε ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἔχει τὴ μεγίστη εὐλογία νὰ φιλοξενεῖ στὰ σπλάχνα της καὶ νὰ ἔχει τάφους καὶ λείψανα μαρτύρων καὶ ἁγίων καὶ ἀσκητῶν. Τοὺς ἔχουμε μαζί μας. Οἱ ψυχὲς τοὺς πῆγαν στὸν Κύριο. Τὰ ἱερά τους λείψανα, τὰ ὑπόλοιπα, δηλαδή, τῆς ὀντότητός τους, ἔμεναν ἐδῶ. Καὶ τὰ ἔχουμε γιὰ εὐλογία. Κι ὁ ἁγιασμὸς πέρασε σὲ ὅλη τους τὴν ὕπαρξη. Καὶ τὰ ἱερὰ ὀστέα τους, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀναδίδουν τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ δύναμη καὶ τὴ θαυματουργική του δράση.

(Ἀρχιμ. Ἀνανίας Κουστένης, Χειμερινὸ συναξάρι, τ. Ά΄,σ. 142-144)


Σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς θαυμαστῆς πολιτείας τοῦ ἁγίου Πολυεύκτου μπορεῖ νὰ σταθῆ κανεὶς καὶ νὰ τὰ ἑρμηνεύση, ἐδῶ ὅμως θὰ ὑπογραμμίσουμε δύο μόνον σημεῖα, τὰ ὁποῖα ἀξίζει νὰ προσέξουμε ἰδιαίτερα.

Πρώτον, τὸ ὅτι ἔμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία του καὶ ἀκλόνητος μπροστὰ στὸ δίλημμα νὰ πειθαρχήση στοὺς ἀνωτέρους του, καὶ κυρίως τὸ ὅτι δὲν λύγισε μπροστὰ στὸν πόνο καὶ τὰ δάκρυα τῆς συζύγου του. Καὶ αὐτὸ συνέβαινε, γιατί βίωνε τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ συναίσθημα, ἀλλὰ καρπὸς θεοκοινωνίας. Ἡ ἀγάπη στὴν αὐθεντική της ἔκφραση δὲν στοχεύει στὴν ἱκανοποίηση ἀρρωστημένων συναισθηματικῶν καταστάσεων, ἀλλὰ εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὸν σταυρὸ καὶ τὴν θυσία. Ὅποιος ἀγαπᾶ ἀληθινὰ σταυρώνεται καθημερινὰ καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ ὑποστῆ κάθε εἴδους θυσία γιὰ τὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο. Δὲν ἀγαπᾶ ἀληθινὰ αὐτὸς ποὺ σκέπτεται μόνο τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν ἄλλο καὶ τὸ αἰώνιο μέλλον του. Ὅταν ἡ σύζυγος τοῦ μάρτυρος τοῦ προτείνη νὰ ἀρνηθῆ τὸν Χριστὸ προκειμένου νὰ κερδίση μερικὰ χρόνια ζωῆς καὶ αὐτὴ νὰ μὴ γίνη χήρα, στὴν πραγματικότητα σκέφτεται μόνο τὸν ἑαυτό της καὶ σὲ ἐκεῖνον προτείνει οὐσιαστικὰ τὸν θάνατο, γιατί πραγματικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ἡ βιολογικὴ ὕπαρξη, ἀλλὰ ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς. Ὁ βιολογικὸς θάνατος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ εἶναι κέρδος, γιατί τοὺς φέρνει πιὸ κοντὰ στὸν Χριστό.

Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη δὲν ζητεῖ «τὰ ἐαυτῆς». Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ μιὰ ὁμιλία του ποὺ ἀπευθύνεται σὲ πενθοῦντες, λέγει χαρακτηριστικά: «Ἂν ἀκούσης προσεκτικά τα λόγια μιᾶς χήρας ποὺ κλαίει πάνω ἀπὸ τὸν τάφο τὴν στιγμὴ ποὺ ἐντιαφιάζεται ὁ σύζυγός της, θὰ διαπιστώσης ἀπὸ τὰ λεγόμενά της ὅτι δὲν ἀπευθύνεται στὸν ἄνδρα της, ἀλλὰ κάνει ἕναν μονόλογο καὶ στὴν πραγματικότητα σκέφεται μόνον τὸν ἑαυτό της. Διότι λέγει: “ποῦ μὲ ἀφήνεις, τί θὰ ἀπογίνω ἡ ἔρημη, τί θὰ κάνω τώρα μόνη”. Δὲν λέγει ποῦ πηγαίνεις; θὰ σωθῆς; θὰ πᾶς στὸν Παράδεισο;». Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀληθινὴ ἀγάπη διότι συνδέεται μὲ τὴν φιλαυτία. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὰ πάθη, εἶναι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς «ἔκγονος ἀπαθείας». Ὁ ἅγιος Πολυευκτος ὅταν ἀπευθύνεται στὴν σύζυγό του καὶ τὴν παρακαλῆ νὰ μὴ θέλη νὰ ἔχη ὡς σύζυγο ἕναν ἐξωμότη καὶ προδότη τοῦ Χριστοῦ, ἐκείνη τὴν ὥρα ἀφήνει νὰ φανῆ τὸ μεγαλεῖο της ἀληθινῆς ἀγάπης, γιατί δὲν σκέφτεται τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἐκείνη, γιὰ τὴν ὁποία θὰ εἶναι μεγάλη τιμὴ καὶ εὐλογία το νὰ εἶναι καὶ νὰ ὀνομάζεται σύζυγος μάρτυρος.

Δεύτερον, τὸ ὅτι ἀντιμετώπιζε τὶς διάφορες δυσκολίες, τοὺς πειρασμούς, ἀλλὰ καὶ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια μὲ ἀφάνταστη καρτερία καὶ ὑπομονή. Αὐτὸ βέβαια θεωρεῖται πολὺ φυσικὸ γιὰ τὸν Πολυευκτο, ὅπως ἄλλωστε γιὰ ὅλους τους Ἁγίους, ἀφοῦ βίωνε τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, ἡ ὁποία «πάντα ὑπομένει» (Ἃ’ Κορ. ἰγ’, 8). Οἱ ἅγιοι ζοῦν τὴν φυσικὴ ζωή, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἡ παραμονὴ ἔξω στὸ ὕπαιθρο, ἀλλὰ ἡ μεταμόρφωση τῶν παθῶν ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν βίωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Βιώνουν τὴν αὐθεντικὴ ζωὴ ποὺ ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ὑπερβαίνη τὰ κτιστὰ καὶ αἰσθητά, καὶ εἶναι πεπληρωμένοι ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τοὺς στενοχωρεῖ ἡ ἀκτημοσύνη καὶ ἡ φτώχεια, γιατί εἶναι ἐλεύθερη ἐπιλογή τους καὶ τὴν θεωροῦν ἀσφαλῆ περιουσία. Δὲν δυσανασχετοῦν στὸν καύσωνα καὶ δὲν γκρινιάζουν στὸ ψύχος. Τὰ δέχονται ὅλα μὲ ἀγαθὸ λογισμὸ δοξολογώντας τὸν Θεὸ καὶ διατηροῦν ἔτσι τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς τους, ἀλλὰ καὶ χαίρονται πραγματικὰ τὴν ζωή τους.

Σὲ ἐμᾶς ἴσως νὰ φαίνονται παράξενα ὅλα αὐτά, γιατί συνηθίσαμε νὰ θεωροῦμε ὡς φυσικό το παρὰ φύσιν. Μάθαμε νὰ δουλεύουμε στὰ πάθη μας καὶ δυστυχῶς ὑφιστάμεθα τὴν τυραννία τῶν κτισμάτων. Ἀπὸ κύριοί της κτίσεως γίναμε δοῦλοι της καὶ λατρεύουμε «τὴν κτίσιν παρὰ τὸ Κτίσαντα». Κάναμε τὴν ζωὴ μᾶς κόλαση. Ὅλα μας φταῖνε. Ὁ γείτονας, ὁ συνάδελφος, ὁ σύζυγος ἢ ἡ σύζυγος, τὰ παιδιά, τὸ κρύο τὸν χειμώνα, ἡ ζέστη τὸ καλοκαίρι. Διαμαρτυρόμαστε καὶ γκρινιάζουμε γιὰ τὰ πάντα. Γίναμε μίζεροι, κακομοίρηδες, γκρινιάρηδες καὶ δὲν μποροῦμε νὰ χαροῦμε ἀληθινὰ τὴν ζωή μας.

Ἡ βίωση τῆς αὐθεντικῆς ζωῆς, τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς βιοτῆς θὰ μᾶς βοηθήση στὸ νὰ ἐπανεύρουμε τὸν ἑαυτό μας, τὴν χαμένη μᾶς πνευματικὴ ἀρχοντιὰ καὶ στὸ νὰ χαιρόμαστε ἀληθινὰ τὴν ζωή μας.

πηγαί

http://www.parembasis.gr
www.pemptousia.gr