«Λέγω δή Ἠλίαν, τόν προφήτην ἐκεῖνον, τόν ἐπίγειον ἄγγελον καί ἐπουράνιον ἄνθρωπον, τόν χαμαί βαδίζοντα καί τά οὐράνια ἡνιοχοῦντα…, τόν τῶν ὑδάτων ταμίαν…» ( ἱερός Χρυσόστομος)
Οἱ χαρακτηρισμοί αὐτοί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀπό τό λόγο του «εἰς τόν Πέτρον τόν ἀπόστολον καί Ἠλίαν τόν προφήτην» (Migne, P.G. 50, § B΄, στ. 728), σκιαγραφοῦν ἐπιγραμματικά τή μεγάλη μορφή καί τό ἔργο τοῦ ἁγίου, ἐνδόξου καί «ἐν προφήταις μεγίστου» Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, τή μνήμη τοῦ ὁποίου τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τήν 20ή Ἰουλίου. Καί φυσικά ἐξηγοῦν γιατί ἡ θέση τοῦ προφήτη Ἠλία μέσα στή χορεία τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ξεχωριστή, ἐνῶ καί στήν Καινή ἀναφέρεται ἀρκετές φορές ἀπό τόν Κύριο ἤ ἄλλα ἱερά πρόσωπα, ὅπως γιά παράδειγμα ἀπό τόν ἄγγελο Κυρίου πού στό Ζαχαρία, τόν πατέρα τοῦ Βαπτιστοῦ, εἶπε ὅτι ὁ Πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ θά προπορευτεῖ στό ἔργο τοῦ Κυρίου μέ τό πνεῦμα καί τή δύναμη τοῦ προφήτη Ἠλία (Λουκ. 1,17). Ἦταν μάλιστα τόσο μεγάλη ἡ περιωπή τοῦ Ἠλία καί ὁ σεβασμός τοῦ λαοῦ πρός αὐτόν, ὥστε ὅταν ὁ Κύριος ρώτησε τούς μαθητές του· ποιός λένε οἱ ἄνθρωποι πώς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου, τοῦ ἀπάντησαν: Ἄλλοι λένε πώς εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἰερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες (Ματθ. 16,14).
Οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
Πρίν ἀναφερθοῦμε στό βίο καί τήν πολιτεία τοῦ ἐνδόξου ἁγίου προφήτου Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, θεωροῦμε χρήσιμη μία σύντομη ἐπεξήγηση τοῦ ὅρου προφήτης. Τόσο στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὅσο καί στούς Ἑβραίους, προφήτης λεγόταν «ὁ λαλῶν ἀντί θεοῦ τινος καί ἑρμηνεύων τήν θέλησιν αὐτοῦ εἰς τούς ἀνθρώπους». Γενικότερα σήμαινε τόν κήρυκα καί ἑρμηνευτή ἤ ἀντιπρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Εἰδικά στούς Ἑβραίους σήμαινε ἐκεῖνον πού ἐκινεῖτο ἀπό τόν Θεό γιά νά μιλάει καί νά ἐξηγεῖ τίς ἐντολές του ἤ νά ἀποκαλύπτει τό θέλημά του καί τά μέλλοντα νά συμβοῦν.
Ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται καί στήν Καινή Διαθήκη. Προφήτης εἶναι αὐτός πού κατέχει τό χάρισμα τῆς προφητείας, ὁ θεόπνευστος κήρυκας καί διδάσκαλος, τό ὄργανο τῶν ἰδιαίτερων ἀποκαλύψεων τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Α΄ Κορ. 12,10. 14, 2425. Πράξ. 2,30. 3,18. 21).
Τό φαινόμενο τῆς προφητείας πρωτοεμφανίσθηκε στούς Ἑβραίους μέ τούς λεγόμενους «ἐκστατικούς» προφῆτες. Αὐτοί γύριζαν στίς πόλεις καί τά χωριά, περιέρχονταν σέ κατάσταση ἔκστασης μέ τή βοήθεια μουσικῆς καί χοροῦ, δέχονταν θεῖα μηνύματα καί τά γνωστοποιοῦσαν στό λαό. Γιά παράδειγμα στό βιβλίο Α΄ Βασιλειῶν ἀναφέρεται πώς ὅταν ὁ Σαμουήλ ἔχρισε τόν Σαούλ βασιλιά, τοῦ εἶπε μεταξύ ἄλλων: …Θά ἔρθεις στό λόφο τοῦ Θεοῦ… Μόλις μπεῖς στήν πόλη, θά συναντήσεις μία ὁμάδα προφητῶν, πού θά κατεβαίνουν ἀπό τόν ἱερό τόπο, παίζοντας ἄρπα, τύμπανο, φλογέρα καί κιθάρα, καί θά προφητεύουν. Τότε θά ἔρθει τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου πάνω σου καί θά προφητεύεις κι ἐσύ μαζί τους καί θά γίνεις ἄλλος ἄνθρωπος. Κι ὅταν αὐτά τά σημεῖα σοῦ συμβοῦν, τότε μπορεῖς νά δράσεις, γιατί ὁ Θεός θά εἶναι μαζί σου (10, 57).
Σύν τῷ χρόνῳ οἱ «ἐκστατικοί» ὀργανώθηκαν σέ ὁμάδες μέ ἐπίκεντρο κάποιον ἱερό τόπο, ἐνῶ τήν περίοδο τῶν βασιλέων ἐμφανίστηκαν φωτισμένοι ἀπό τόν Θεό ἄντρες, ὅπως ὁ Νάθαν, ὁ Ἠλίας, ὁ Μιχαίας κ.ἄ., πού διακρίθηκαν κυρίως γιά τόν ἀνυποχώρητο ἀγώνα τους πρός διαφύλαξη τῆς καθαρότητας τῆς ἰσραηλιτικῆς θρησκείας καί τήν καταπολέμηση ξένων, εἰδωλολατρικῶν, ἐπιρροῶν.
Ἔτσι φτάνουμε στόν 8ο π.Χ. αἰώνα, ὁπότε ἐμφανίστηκαν νέοι προφῆτες τῶν ὁποίων ἡ ζωή, ἡ δράση καί τό προφητικό κήρυγμα διασώθηκε καταγραμμένο στά λεγόμενα «προφητικά» βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτοί καλοῦνται ἀπό τόν Θεό καί ἀποστέλλονται στό λαό καί τούς ἄρχοντες ν’ ἀποκαλύψουν τό θεῖο θέλημα. Ἐλέγχουν τούς πάντες γιά τήν περιφρόνηση καί ἀθέτηση τῆς «διαθήκης» τοῦ Θεοῦ, πού γίνεται μέ τήν παράβαση τοῦ νόμου ἤ τή διαστρέβλωσή του, τήν ἀδικία τῶν φτωχῶν, τήν πρόσληψη καί υἱοθέτηση εἰδωλολατρικῶν στοιχείων λατρείας καί γενικά τήν ἠθική καί πνευματική κατάπτωση. Κηρύττουν τή μετάνοια, προειδοποιώντας γιά δυσάρεστες καί ὀδυνηρές συνέπειες σέ περίπτωση ἐμμονῆς στήν ἠθική κατάπτωση. Φυσικά δέν παραλείπουν νά διακηρύττουν ὅτι ὁ Θεός θά στείλει τό Μεσσία πού θά ἐγκαταστήσει στή γῆ μία νέα, πνευματική, βασιλεία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά ζοῦν μεταξύ τους ἀδελφωμένοι.
Στήν Παλαιά Διαθήκη (μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ο΄) περιέχονται 19 προφητικά βιβλία, πού εἶναι: Ἠσαΐας, Ἰερεμίας, Θρῆνοι τοῦ Ἰερεμίου, Ἐπιστολή τοῦ Ἰερεμίου, Βαρούχ, Ἰεζεκιήλ, Δανιήλ, Ὠσηέ, Ἀμώς, Μιχαίας, Ἰωήλ, Ὀβδιού, Ἰωνάς, Ναούμ, Ἀββακούμ, Σοφονίας, Ἀγγαῖος, Ζαχαρίας καί Μαλαχίας. Ὅλα τους εἶναι γραμμένα τήν περίοδο ἀπό τόν 8ο μέχρι τό 2ο π.Χ. αἰώνα.
Καταγωγή τοῦ προφήτη Ἠλία
Αν καί ὁ προφήτης Ἠλίας συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν σπουδαιότερων προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐπειδή ἔζησε κατά τόν 9ο αἰώνα δέν ἄφησε γραπτά κείμενα. Ὅμως τά σχετικά μέ τήν καταγωγή καί τή δράση του μᾶς εἶναι γνωστά, ἔχουν δέ ὡς ἑξῆς:
Πατέρας του ἦταν ὁ Σωβάκ ἀπό τήν κωμόπολη Θέσβη (σημερινή El Istib) τῆς Γαλαάδ στήν Ὑπεριορδανία. Ὅταν γεννήθηκε, ὁ πατέρας του εἶδε σέ ὀπτασία ἄντρες λευκοφορεμένους νά δίνουν στό βρέφος τό ὄνομα Ἠλιού (πού σημαίνει θεός ἤ θεῖος καί παράγεται ἀπό τό Ἠλί, τό ὁποῖο στά ἑβραϊκά ἔχει τή σημασία τοῦ Θεοῦ), νά τό σπαργανώνουν μέ φωτιά καί νά τοῦ δίνουν νά φάει ἐπίσης φωτιά. Ἡ ὀπτασία, ὅπως τοῦ ἐξήγησαν οἱ ἱερεῖς, σήμαινε ὅτι «ἡ κατοίκησις τοῦ τέκνου θά εἶναι φῶς, ὁ λόγος του ἀπόφασις, ἡ ζωή του κατά Κύριον καί ὁ ζῆλος του θά φανῇ εὐάρεστος εἰς τόν Θεόν καί θέλει κρίνῃ τόν Ἰσραήλ διά πυρός καί μαχαίρας». Ἀπό τήν ἰδιαίτερη πατρίδα του ἔλαβε –κατά τή μετάφραση τῶν Ο΄– καί τήν προσωνυμία Θεσβίτης.
Οἱ ἁγιογραφικές πληροφορίες γιά τόν προφήτη Ἠλία ἀναφέρουν ὅτι φοροῦσε ροῦχο ἀπό προβιά καί στή μέση του εἶχε δερμάτινη ζώνη (Δ΄ Βασ. 1,8). Ζοῦσε αὐστηρή καί ἀσκητική ζωή, καί ἦταν ἀνυποχώρητος σέ θέματα γνήσιας λατρείας τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ δέν συμβιβαζόταν μέ τή τάση τῆς υἱοθέτησης ἀπό τούς Ἑβραίους εἰδωλολατρικῶν στοιχείων, πού ἦταν πολύ ἔντονη, ὅπως θά ἀναφερθεῖ στίς ἑπόμενες σελίδες.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σκιαγραφώντας τήν προσωπικότητα τοῦ προφήτη Ἠλία, ἐπισημαίνει ὅτι στόν ἅγιο συνυπῆρχαν ἀντίθετες ἰδιότητες: Ἦταν φτωχός ἀλλά ταυτόχρονα καί πλούσιος ἀπαίδευτος καί σοφός· ἐνῶ ἦταν ἀκτήμων, μποροῦσε νά φέρει βροχή ἤ ἀνομβρία, ἀφοῦ ὁ Θεός εἰσήκουε τήν προσευχή του.
Βίος καί δράση του
Η προφητική ἀποστολή τοῦ Ἠλία ἀναπτύχθηκε στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀχαάβ (873854 π.Χ.) καί τοῦ διαδόχου του Ὀχοζία. Πρόκειται γιά μία περίοδο πολύ ταραχώδη γιά τό μονοθεϊσμό στό Ἰσραήλ, ὅταν εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Ἑβραῖοι δοκιμάζονταν κατά καιρούς στήν πίστη τους ἀπό τούς εἰδωλολατρικούς γειτονικούς λαούς, ἐξαιτίας τῶν ἐπιδράσεων στή θρησκεία τους.
Ὁ Ἀχαάβ ἔλαβε ὡς γυναίκα του τήν Ἰεζάβελ, κόρη τοῦ Εὐβάαλ, βασιλιᾶ τῆς Τύρου (Φοινίκης). Ἐκείνη, ἐπηρεάζοντας τό σύζυγό της, καθιέρωσε ἐπίσημα τή λατρεία τοῦ θεοῦ ΒάαλMelgart, προσπαθοῦσε μάλιστα νά τήν ἐπιβάλει καί ὡς κρατική. Γιά νά πετύχει στό στόχο της δέν δίστασε νά διατάξει τό φόνο προφητῶν καί τή δίωξη ὅσων πίστευαν στόν ἕνα καί μόνο ἀληθινό Θεό. Ἐπέβαλε τήν καταστροφή τῶν βωμῶν, ἐνῶ διέθετε τά ἀπαιτούμενα γιά νά διαδοθεῖ ἡ λατρεία τῶν εἰδωλολατρικῶν φοινικικῶν θεοτήτων. Στό βιβλίο Βασιλειῶν Γ΄ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περιγράφεται μέ ζωηρά χρώματα τό μέγεθος τῆς ἀσέβειας τοῦ Ἀχαάβ καί τῆς Ἰεζάβελ: Ὁ Ἀχαάβ ἔπραξε ὅ,τι δυσαρεστεῖ τόν Κύριο, ξεπερνώντας ὅλους τούς προκατόχους του… Πῆρε γιά γυναίκα του τήν Ἰεζάβελ.. καί πῆγε καί λάτρεψε τόν Βάαλ καί τόν προσκύνησε. Ἔχτισε θυσιαστήριο στόν Βάαλ, στό ναό τοῦ Βάαλ, πού εἶχε ἀνεγείρει στή Σαμάρεια. Ὁ Ἀχαάβ κατασκεύασε ἐπίσης ξύλινη λατρευτική στήλη καί ἔκανε περισσότερες ἁμαρτίες ἀπ’ ὅλους τούς προκατόχους του βασιλιάδες τοῦ Ἰσραήλ, ἐξοργίζοντας ἔτσι τόν Κύριο, τόν Θεό του (Γ΄ Βασ. 16, 3133).
Εἶχε φτάσει πλέον ἡ στιγμή νά δράσει ὁ προφήτης Ἠλίας. Ἐμφανίζεται στό βασιλιά Ἀχαάβ καί τοῦ λέει: Ὁρκίζομαι στόν Κύριο πού ὑπηρετῶ, τόν ἀληθινό Θεό τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι τά ἑπόμενα χρόνια δέν θά πέσει στή γῆ δροσιά οὔτε βροχή, παρά μόνο μέ προσταγή δική μου (Γ΄ Βασ. 17,1). Ἡ κατηγορηματική αὐτή προαγγελία τοῦ προφήτη, τόν ὁποῖο σεβόταν ὁ λαός καί ἑπομένως ὑπολόγιζε ὁ βασιλιάς, ἦταν ἑπόμενο νά ἐξαγριώσει τή βασιλική αὐλή καί ἰδιαίτερα τήν Ἰεζάβελ. Γιά νά μή κινδυνέψει λοιπόν ὁ Ἠλίας, ὁ Θεός ἔλαβε πρόνοια γι’ αὐτόν.
Ἡ τριετής ἀνομβρία.
Ὁ Κύριος εἶπε στόν Ἠλία: Φύγε ἀπό ἐδῶ καί πήγαινε πρός τά ἀνατολικά, νά κρυφτεῖς κοντά στό χείμαρρο Χοράθ (Χερίθ), ἀνατολικά τοῦ Ἰορδάνη. Θά πίνεις νερό ἀπό τό χείμαρρο κι ἐγώ θά δώσω προσταγή στούς κόρακες νά φροντίζουν γιά τήν τροφή σου ἐκεῖ (Γ΄ Βασ. 17, 24). Ὁ προφήτης συμμορφώθηκε. Ἡ τριετής ξηρασία (τήν ὁποία μνημονεύει καί ὁ ἱστορικός Ἰώσηπος στήν «Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία» VII, 13,2) ἄρχισε. Ὁ προφήτης κρυβόταν στό μέρος πού τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ ἀπό τόν Θεό. Ἐκεῖ, οἱ κόρακες τοῦ ἔφερναν ψωμί καί κρέας πρωί καί βράδυ, κι ἔπινε νερό ἀπό τό χείμαρρο. Μετά ὅμως ἀπό μερικές μέρες ξεράθηκε ὁ χείμαρρος, γιατί ὑπῆρχε ἀνομβρία στή χώρα (Γ΄ Βασ. 17, 67).
Φιλοξενούμενος στή Σαρεπτά.
Τότε παίρνει καί πάλι νέα ἐντολή ἀπό τόν Κύριο πού τοῦ εἶπε: Σήκω, πήγαινε στή Σαρεπτά, στήν περιοχή τῆς Σιδώνας καί μεῖνε ἐκεῖ. Ἐγώ διέταξα μία χήρα νά φροντίζει γιά τήν τροφή σου. Ξεκίνησε ὁ Ἠλίας καί ὅταν ἔφτασε στήν πύλη τῆς πόλης εἶδε μία γυναίκα πού μάζευε ξύλα. Τῆς φώναξε καί τῆς εἶπε: Φέρε μου, σέ παρακαλῶ, λίγο νερό σ’ ἕνα κύπελο γιά νά πιῶ… καί φέρε μου ἐπίσης ἕνα κομμάτι ψωμί. Ἡ ἀπάντηση τῆς γυναίκας, πού ἦταν χήρα, εἶναι συγκλονιστική: Μά τόν ἀληθινό Θεό, τόν Θεό σου, δέν ἔχω καθόλου ψωμί, παρά μόνο μία χούφτα ἀλεύρι στό πιθάρι καί λίγο λάδι στό δοχεῖο. Ἦρθα ἐδῶ γιά νά μαζέψω λίγα ξύλα, νά πάω νά ἑτοιμάσω γιά μένα καί τό γιό μου ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει, νά τό φᾶμε καί μετά νά πεθάνουμε.
Ὁ προφήτης Ἠλίας ἐπέμεινε. Τῆς εἶπε λοιπόν νά μήν ἀνησυχεῖ. Νά πάει σπίτι της καί νά κάνει αὐτό πού εἶχε στό μυαλό της. Τῆς ζήτησε ὅμως νά φτιάξει πρῶτα μία μικρή λαγάνα γιά κεῖνον ἀπό τό λίγο ἀλεύρι της καί νά τοῦ τή φέρει, ἔπειτα νά φτιάξει γιά τήν ἴδια καί τό γιό της. Γιατί ὁ Κύριος, ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ, λέει: τό πιθάρι μέ τό ἀλεύρι δέν θ’ ἀδειάσει καί τό λάδι στό δοχεῖο δέν θά λιγοστέψει, ὥς τή μέρα πού ὁ Κύριος θά στείλει βροχή. Ἡ γυναίκα ἔκανε ὅπως τῆς εἶπε ὁ προφήτης, μέ ἀποτέλεσμα οὔτε τό ἀλεύρι οὔτε τό λάδι νά τελειώνουν γιά πολλές ἡμέρες (Γ΄ Βασ. 17, 816).
Σχολιάζοντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν ἀνομβρία καί τή φιλοξενία τῆς χήρας τῆς Σαρεπτά λέει τά ἑπόμενα (στόν Λόγο του «εἰς τόν Πέτρον τόν ἀπόστολον καί Ἠλίαν τόν προφήτην», Migne, P.G. 50, § B΄Δ΄, 728735):
«Ὁ προφήτης Ἠλίας ἦταν τόσο αὐστηρός μέ τούς ἁμαρτάνοντες, ὥστε προσευχήθηκε κάποτε νά μή πέσει βροχή… Κι αὐτό τό ἔκανε κινούμενος ἀπό πολύ μεγάλο ζῆλο. Διότι ἔβλεπε νά γίνονται πολλά ἄτοπα… καί ἡ παρεκτροπή ἦταν γενική… Μόνο ὁ Ἠλίας εἶχε ἀναμμένο τό λυχνάρι τῆς ἀρετῆς… Τά πάντα ἐρημώνονταν καί ἐξαφανίζονταν…, ὅλοι πέθαιναν ἐξαιτίας τῆς ἀβροχίας…, ἀλλά γιά τίποτα δέν τόν ἔνοιαζε τόν Ἠλία, που ἦταν μεθυσμένος ἀπό τόν ἱερό ζῆλο… Τί κάνεις, Ἠλία; Ἔστω, οἱ νέοι ἁμάρτησαν· γιατί τιμωροῦνται τά παιδιά; Ἔστω, ἁμάρτησαν οἱ ἄνθρωποι· γιατί μαζί τους πεθαίνουν καί τά ζῶα; Τόσο μεγάλη ἀσπλαχνία ἔχεις; Καθόλου δέν σέ μέλει γιά τούς ἀνθρώπους; Γυναίκα καί παιδί δέν ἔχεις· ἀδιαφορεῖς γι’ αὐτούς πού χάνονται.
»Τί τοῦ λέει λοιπόν ὁ Θεός; Πήγαινε στό χείμαρρο Χοράθ καί θά διατάξω κόρακα νά σοῦ φέρνει τροφή… Πῶς τρεφόταν ἀπό κόρακα; Ἀφοῦ ὁ κόρακας κατά τό (μωσαϊκό) νόμο εἶναι ἀκάθαρτος… Κι ὅμως ὁ Ἠλίας τρεφόταν ἀπό κόρακα, πιστεύοντας ὅτι τίποτα δέν εἶναι ἀκάθαρτο ἀφοῦ δημιουργήθηκε ἀπό τόν Κύριο… Ἔπειτα, ἐπειδή ὁ χείμαρρος ξεράθηκε…, πήγαινε, τοῦ εἶπε, στή Σαρεπτά καί θά διατάξω γυναίκα χήρα νά σέ διατρέφει ἐκεῖ. Αὐτό τό ἔκανε ὁ Θεός κατ’ οἰκονομίαν. Ἐπειδή δηλαδή ὁ Ἠλίας δέν ἤξερε τά ὅσα εἶχαν συμβεῖ… καί τή γενική συμφορά…, τόν στέλνει ὁ Θεός…, ὥστε ἀφοῦ δεῖ καί ὁ Ἠλίας τί εἶχε συμβεῖ, νά ζητήσει ἐπίμονα ἀπό τόν Κύριο νά δώσει βροχή.
»… Ὁ Ἠλίας δέν εἶπε στόν Θεό· σέ ποιόν μέ στέλνεις;… μήπως δέν ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι πλουσιότεροι πού μποροῦν νά παρηγορήσουν τήν πείνα μου;
»Δέν ξέρω πῶς νά ἐπαινέσω τή χήρα· πῶς περιφρόνησε τό γιό της καί ἄνοιξε τό σπίτι της νά φιλοξενήσει… Ἔσπειρε φιλοξενία ἡ χήρα καί ἀμέσως θέρισε τό καρπερό στάχυ τῆς φιλοξενίας. Διότι, τί τῆς εἶπε ὁ Ἠλίας; Ζεῖ ὁ Κύριος, τό πιθάρι μέ τ’ ἀλεύρι δέν θά ἀδειάσει καί τό δοχεῖο μέ τό λάδι δέν θά μειωθεῖ».
Ἡ ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας.
Ὕστερα ἀπό τά γεγογονότα αὐτά ἀρρώστησε βαριά καί πέθανε ὁ γιός τῆς χήρας πού φιλοξενοῦσε τόν προφήτη. Τότε ἡ γυναίκα, καθώς μᾶς πληροφορεῖ τό βιβλίο «Βασιλειῶν Γ΄» (κεφ. 17, 1824), εἶπε στόν προφήτη Ἠλία: Τί σοῦ χρωστοῦσα, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; Ἦρθες στό σπίτι μου γιά νά μοῦ ὑπενθυμίσεις τήν ἁμαρτία μου καί νά κάνεις νά πεθάνει ὁ γιός μου; Ἐκεῖνος ὅμως τό πῆρε ἀπό τήν ἀγκαλιά της, τό ἀνέβασε στό ἀνώγι ὅπου ἔμενε ὁ ἴδιος καί προσευχήθηκε στόν Κύριο, λέγοντας: Κύριε, Θεέ μου, γιατί ἔκανες κακό στή χήρα πού μέ φιλοξενεῖ, ἀφήνοντας νά πεθάνει ὁ γιός της; Καί συνέχισε, παρακαλώντας νά ἐπιστρέψει ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ μέσα του. Ὁ Κύριος ἄκουσε τήν προσευχή του καί ἀνέστησε τό παιδί. Τό πῆρε ὁ προφήτης Ἠλίας καί τό κατέβασε ἀπό τό ἀνώγι. Τό παρέδωσε στή μητέρα του λέγοντας: Νά ὁ γιός σου, εἶναι ζωντανός. Κι ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε: Τώρα κατάλαβα ὅτι ἐσύ εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί ὅ,τι προφητεύει τό στόμα σου εἶναι πραγματικά λόγος Κυρίου.
Ἡ παρρησία τοῦ Ἠλία ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ.
Ἦταν ἤδη ὁ τρίτος χρόνος τῆς φοβερῆς ξηρασίας, ὅταν ὁ Θεός μίλησε στόν προφήτη καί τοῦ εἶπε: Πήγαινε νά παρουσιαστεῖς στόν Ἀχαάβ, κι ἐγώ θά στείλω βροχή στή γῆ (Γ΄ Βασ. 18,1). Στό μεταξύ ἡ πείνα εἶχε ἐπιδεινωθεῖ στή Σαμάρεια. Ὅταν ἔγινε ἡ συνάντηση τοῦ Ἠλία μέ τό βασιλιά Ἀχαάβ ἐκεῖνος εἶπε στόν προφήτη: Ἐσύ εἶσαι πού ἀναστατώνεις τόν Ἰσραήλ; γιά νά πάρει τή γεμάτη παρρησία ἀπάντηση: Δέν ἀναστατώνω ἐγώ τόν Ἰσραήλ, ἀλλά ἐσύ καί ἡ οἰκογένειά σου, ἐπειδή ἀρνηθήκατε νά ὑπακούσετε στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί λατρέψατε τίς θεότητες τοῦ Βάαλ (Γ΄ Βασ. 18, 1718). Τόν προκάλεσε μάλιστα νά δώσει ἐντολή νά συγκεντρωθοῦν ὅλοι οἱ Ἰσραηλίτες στό ὄρος Κάρμηλος, μαζί μέ τούς 450 «προφῆτες» τοῦ Βάαλ καί τούς 400 «προφῆτες» τῆς Ἀστάρτης, πού ἦταν προστατευόμενοι τῆς βασίλισσας Ἰεζάβελ.
Ὅταν ἔγινε αὐτή ἡ συγκέντρωση λαοῦ καί «προφητῶν», ὁ Ἠλίας ἀπευθύνθηκε στούς Ἰσραηλίτες καί μέ πύρινο λόγο τούς ἔλεγξε γιά τήν πίστη τους: Ὥς πότε θά ἀμφιταλαντεύεστε; Ἄν ὁ Κύριος εἶναι Θεός, ἀκολουθῆστε τον· κι ἄν εἶναι ὁ Βάαλ, ἀκολουθῆστε ἐκεῖνον… (Γ΄ Βασ. 18,21).
Φωτιά ἀπό τόν οὐρανό στό βωμό τοῦ Ἠλία.
Κι ἐνῶ ὁ λαός ἔμενε σιωπηλός, ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ συνέχισε: Ἐγώ ἀπέμεινα μόνος προφήτης τοῦ Κυρίου, ἐνῶ οἱ προφῆτες τοῦ Βάαλ εἶναι 450. Ἄς μᾶς φέρουν δύο μοσχάρια κι ἄς διαλέξουν τό ἕνα γιά τόν ἑαυτό τους· ἄς τό κομματιάσουν κι ἄς τό βάλουν πάνω στά ξύλα· φωτιά ὅμως νά μή βάλουν. Ἐγώ θά πάρω τό ἄλλο μοσχάρι καί θά τό βάλω πάνω στά ξύλα καί δέν θά βάλω φωτιά. Ἄς ἐπικαλεστοῦν αὐτοί τό ὄνομα τοῦ θεοῦ τους καί θά ἐπικαλεστῶ κι ἐγώ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὅποιος θεός ἀπαντήσει μέ φωτιά, αὐτός θά εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Καί ὁ λαός ἀπάντησε: Σωστά μίλησες (Γ΄ Βασ. 18, 2224)*.
Ἡ συνέχεια εἶναι λίγο πολύ σέ ὅλους τούς χριστιανούς γνωστή: Οἱ 450 «προφῆτες» τοῦ Βάαλ προσεύχονταν στό θεό τους ἀπό τό πρωί ὥς τό μεσημέρι: «Βάαλ, ἄκουσέ μας», φώναζαν καί χοροπηδοῦσαν γύρω ἀπό τό θυσιαστήριο πού εἶχαν ἑτοιμάσει. Ἀλλά καμία φωνή καί καμία ἀπάντηση δέν ἔπαιρναν ἀπό τό θεό τους. Πρός τό μεσημέρι ὁ Ἠλίας ἄρχισε νά τούς περιπαίζει, λέγοντάς τους: Φωνάξτε πιό δυνατά, θεός εἶν’ αὐτός καί μπορεῖ νά ’ναι βυθισμένος σέ σκέψεις· μπορεῖ νά εἶναι κάπου ἀπασχολημένος ἤ νά ταξιδεύει. Ἴσως κοιμᾶται καί πρέπει νά ξυπνήσει (Γ΄ Βασ. 18,27). Εἰς μάτην ὅμως! Καμία φωνή, κανένα σημάδι ὅτι ὁ θεός τους εἶχε ἀκούσει τίς ἱκεσίες τους.
Νωρίς τό ἀπόγευμα ὁ προφήτης κάλεσε κοντά του τό λαό, πού πλησίασε στό θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου τό ὁποῖο εἶχε καταστραφεῖ ἀπό τήν Ἰεζάβελ καί ξαναστήσει ὁ Ἠλίας μέ 12 πέτρες, ὅσοι καί οἱ γιοί τοῦ Ἰακώβ καί οἱ 12 φυλές τοῦ Ἰσραήλ. Ἔβαλε πάνω στό θυσιαστήριο ξύλα, κομμάτιασε τό μοσχάρι καί τό τοποθέτησε πάνω τους. Ἔπειτα ζήτησε τέσσερις κάδους νερό κι ἔδωσε ἐντολή νά τό χύσουν πάνω στό ὁλοκαύτωμα καί τά ξύλα. Τό ἴδιο εἶπε καί ἔκαναν δεύτερη καί τρίτη φορά. Στή συνέχεια πλησίασε τό θυσιαστήριο καί προσευχήθηκε σέ ἐπήκοο ὅλων: Κύριε, Θεέ τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, ἄς μάθουν ὅλοι σήμερα ὅτι ἐσύ εἶσαι Θεός στόν Ἰσραήλ κι ἐγώ δοῦλος σου, καί ὅτι ἐγώ ἔκανα ὅλα αὐτά τά πράγματα σύμφωνα μέ τό λόγο σου. Ἀπάντησέ μου, Κύριε, ὥστε νά μάθει ὁ λαός σου αὐτός ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ Κύριος, ὁ Θεός, κι ὅτι ἐσύ θά ξαναφέρεις τήν καρδιά τους κοντά σου (Γ΄ Βασ. 18, 3637).
Τότε λοιπόν ἔπεσε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί ἔκαψε ἐντελῶς τά κομμάτια τοῦ μοσχαριοῦ, τά ξύλα, ἀκόμα καί τίς πέτρες καί τό χῶμα. Ἔκπληκτοι ὅλοι ἔσκυψαν τό κεφάλι καί εἶπαν:
Ὁ Κύριος! Αὐτός εἶναι ὁ Θεός! Καί ὁ Ἠλίας: Πιάστε τούς «προφῆτες» τοῦ Βάαλ, νά μή σᾶς ξεφύγει κανείς. Τούς συνέλαβαν, τούς κατέβασαν στό χείμαρρο Κισών κι ἐκεῖ τούς ἐξολόθρευσε (Γ΄ Βασ. 18, 3840).
Τό τέλος τῆς τριετοῦς ξηρασίας.
Μετά τό γεγονός αὐτό τά σύννεφα σκοτείνιασαν τόν οὐρανό καί ξέσπασε θύελλα καί δυνατή βροχή (Γ΄ Βασ. 18, 45). Ὁ βασιλιάς ἐπιστρέφοντας στό παλάτι διηγήθηκε στή γυναίκα του Ἰεζάβελ ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ προφήτης Ἠλίας καί πώς ἐξολόθρευσε τούς «προφῆτες» τοῦ Βάαλ*. Ἡ Ἰεζάβελ ὀργισμένη ἔστειλε μέ ἀγγελιοφόρο μήνυμα στόν Ἠλία: Νά μέ τιμωρήσουν οἱ θεοί, ἄν αὔριο τέτοια ὥρα δέν σοῦ κάνω ὅ,τι ἔκανες ἐσύ στούς προφῆτες (Γ΄ Βασ. 19,2).
Ὁ Ἠλίας κρύβεται στό ὄρος Χωρήβ.
Ὅταν ὁ προφήτης πῆρε τό μήνυμα φοβήθηκε καί σηκώθηκε κι ἔφυγε γιά νά σώσει τή ζωή του. Στό Γ΄ Βασιλειῶν (19, 310) περιγράφεται μέ ἐνάργεια τό περιστατικό: Φεύγοντας πῆγε στή ΒέερΣεβά, πού ἀνῆκε στό βασίλειο τοῦ Ἰούδα. Ἄφησε ἐκεῖ τόν ὑπηρέτη του κι ὁ ἴδιος προχώρησε μιᾶς ἡμέρας δρόμο μέσα στήν ἔρημο. Ἦρθε καί κάθισε στή σκιά ἑνός σπαρτόδενδρου. Παρακαλοῦσε νά πεθάνει: Ἀρκετά ὥς ἐδῶ, Κύριε, ἔλεγε. Πάρε τή ζωή μου, γιατί ἐγώ δέν εἶμαι καλύτερος ἀπό τούς προγόνους μου. Ὕστερα ξάπλωσε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Ἄγγελος Κυρίου ὅμως τόν ἄγγιξε καί τοῦ εἶπε: Σήκω καί φάγε. Γυρίζοντας ὁ Ἠλίας τό κεφάλι του εἶδε μία λαγάνα ψητή σέ καυτές πέτρες καί μία κανάτα νερό. Ἀφοῦ ἔφαγε καί ἤπιε, ξάπλωσε καί πάλι. Ἀλλά ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: Σήκω καί φάγε, γιατί ἔχεις ἀκόμα πολύ δρόμο μπροστά σου.
Ὁ προφήτης συμμορφώθηκε. Καί μέ τή δύναμη ἐκείνης τῆς τροφῆς βάδισε 40 μερόνυχτα ὥς τό Χωρήβ, τό βουνό τοῦ Θεοῦ. Μπῆκε σέ μία σπηλιά, ὅπου πέρασε τή νύχτα. Τότε ὁ Κύριος τόν ρώτησε: Τί ζητᾶς ἐδῶ, Ἠλία; Καί ὁ προφήτης ἀπάντησε: «Ἐγώ ἀγωνίστηκα μέ μεγάλο ζῆλο γιά σένα, Κύριε, Θεέ τοῦ σύμπαντος. Ἀλλά οἱ Ἰσραηλίτες ἀθέτησαν τή διαθήκη σου, γκρέμισαν τά θυσιαστήριά σου καί κατέσφαξαν τούς προφῆτες σου· μόνον ἐγώ ἀπέμεινα καί ζητοῦν κι ἐμένα νά θανατώσουν».
Ὁ Κύριος στή συνέχεια ἐμφανίστηκε στόν Ἠλία ὄχι ὡς μεγάλος καί δυνατός ἄνεμος πού ἔσχιζε τά βουνά καί σύντριβε τούς βράχους στό πέρασμά του· οὔτε σάν σεισμός ἤ φωτιά, ἀλλά ὡς ἕνας ἦχος ἀπό ἐλαφρό ἀεράκι (Γ΄ Βασ. 19, 1112). Καί ἔδωσε ἐντολή στόν προφήτη του νά πάει στή Δαμασκό γιά νά χρίσει τό νέο βασιλιά τῶν Συρίων, ὕστερα τό νέο βασιλιά τοῦ Ἰσραήλ καί στή συνέχεια νά χρίσει διάδοχό του προφήτη τόν Ἐλισαῖο. Πράγμα πού ἔκανε ὁ Ἠλίας.
Ἡ ἁρπαγή τοῦ προφήτη Ἠλία στόν οὐρανό
Αφοῦ ὁ προφήτης Ἠλίας ἔζησε καί ἔδρασε κατά τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἔφτασε ὁ καιρός νά τόν πάρει ὁ Θεός στούς οὐρανούς μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο (Δ΄Βασ. 2,1). Τό θαυμαστό γεγονός περιγράφεται πολύ παραστατικά στό 2ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου «Βασιλειῶν Δ΄» ὡς ἑξῆς:
Μία φορά πού ὁ Ἠλίας καί ὁ (μαθητής του) Ἐλισαῖος ἐπέστρεφαν μαζί ἀπό τά Γάλγαλα, εἶπε κάποια στιγμή ὁ πρῶτος στό δεύτερο: Μεῖνε ἐδῶ, γιατί ὁ Κύριος μέ στέλνει στή Βαιθήλ. Ὁ Ἐλισαῖος ἀπάντησε: Ὁρκίζομαι στόν ἀληθινό Θεό καί σ’ ἐσένα, ὅτι δέν θά σ’ ἀφήσω. Ἔτσι πῆγαν μαζί στή Βαιθήλ, πού εἶναι ἱερός τόπος βόρεια τῆς Ἰερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρισκόταν μία ὁμάδα προφητῶν πού εἶπαν στόν Ἐλισαῖο: Τό ξέρεις ὅτι σήμερα ὁ Θεός θά πάρει ἀπό κοντά σου τόν κύριό σου; Αὐτός ἀπάντησε πώς τό ξέρει, ἀλλά τούς παρεκάλεσε νά μή μιλᾶνε γι’ αὐτό.
Ὕστερα ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐλισαῖος πῆγαν στήν Ἰεριχώ. Τήν ἴδια ἐρώτηση ἔκαναν στόν Ἐλισαῖο καί οἱ ἐκεῖ προφῆτες, πῆραν ὅμως τήν αὐτή ἀπάντηση. Κατόπιν οἱ δυό τους, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, βάδισαν πρός τόν Ἰορδάνη ποταμό, ἐνῶ τούς ἀκολουθοῦσαν 50 προφῆτες πού στάθηκαν σέ κάποια ἀπόσταση ἀπ’ αὐτούς. Τότε ὁ Ἠλίας πῆρε τό μανδύα του [τή μηλωτή], τόν δίπλωσε καί χτύπησε μ’ αὐτόν τά νερά. Ἐκεῖνα ἄνοιξαν στά δύο καί πέρασαν ἀνάμεσα οἱ δυό ἄντρες πατώντας σέ ξηρά (Δ΄ Βασ. 2,8). Ὁ Ἠλίας εἶπε στό μαθητή του: Ζήτησέ μου τί θέλεις νά κάνω γιά σένα, πρίν μέ πάρει ὁ Κύριος ἀπό κοντά σου. Κι ὁ Ἐλισαῖος ζήτησε νά τοῦ δώσει διπλάσιο τό προφητικό του πνεῦμα. Ὁ Ἠλίας τοῦ εἶπε: Δύσκολο πράγμα ζήτησες. Ὡστόσο ἄν μέ δεῖς τή στιγμή πού θά φεύγω ἀπό κοντά σου, τότε θά γίνει αὐτό πού ζήτησες· ἄν ὅμως δέν μέ δεῖς, δέν θά γίνει (Δ΄Βασ. 2,10).
Ξαφνικά, καθώς προχωροῦσαν συζητώντας, φάνηκε ἕνα ἅρμα ἀπό φωτιά, κι ἄλογα πύρινα τούς χώρισαν τόν ἕναν ἀπό τόν ἄλλον. Κι ἀνέβαινε ὁ Ἠλίας μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο στόν οὐρανό (στίχ. 11), ἐνῶ ἄφησε νά πέσει ἀπό πάνω του ὁ μανδύας (μηλωτή) πού τόν μάζεψε ὁ Ἐλισαῖος. Οἱ προφῆτες πού παρακολουθοῦσαν τά γινόμενα ἀπό μακριά, εἶπαν: Τό πνεῦμα τοῦ Ἠλία ἔμεινε στόν Ἐλισαῖο (στίχ. 15).
Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔδειξε ἔνθερμο ζῆλο γιά τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό (Α΄Μακκ. 2,58).
Ἡ Ἁγία Γραφή γιά τό πρόσωπο καί τό ἔργο του
Ὁ προφήτης Ἠλίας, ἐξαιτίας τῆς βαθιᾶς του πίστης, τῆς ἀφοσίωσης στόν Θεό καί τοῦ ἔνθερμου ζήλου, ἀναφέρεται πολύ συχνά στά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ δέ ἐπίδραση πού ἄσκησε ἡ ζωή καί τό ἔργο του διά μέσου τῶν αἰώνων εἶναι πολύ σημαντική. Ἀπό τά ἱερά καί ἅγια πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἴσως τό πλέον ἀγαπητό καί ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπό τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο.
Παρόλο πού, ὅπως σημειώσαμε, δέν ἄφησε γραπτά κείμενα, μνημονεύεται πάντοτε μέ ἐγκωμιαστικά λόγια, προβάλλεται ὡς παράδειγμα πρός μίμηση, λαμβάνει μέρος σέ σημαντικά γεγονότα. Ἤδη στό πρῶτο βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἐνώχ …ἔζησε θεάρεστα καί ἐξαφανίστηκε, γιατί τόν παρέλαβε ὁ Θεός (Γεν. 5,24), ὅπως ἀκριβῶς καί τόν Ἠλία (Δ΄Βασ. 2,11). Ἐνώχ καί Ἠλίας εἶναι τά δύο πρόσωπα τῆς Π. Διαθήκης πού δέν γνώρισαν φυσικό θάνατο, ἀφοῦ παρελήφθησαν ζῶντα στόν οὐρανό, πράγμα πού ὑπαινίσσεται καί ὁ ψαλμωδός Δαβίδ ὅταν γράφει: ὁ Θεός λυτρώσεται τήν ψυχήν μου ἐκ χειρός ᾅδου, ὅταν λαμβάνῃ με (Ψαλμ. 48,16: ὁ Θεός θά σώσει τή ζωή μου· ἀπό τά νύχια τοῦ ἅδη θά μέ πάρει).
Ὁ προφήτης Μαλαχίας γράφει ὅτι ὁ Κύριος ὁ παντοκράτωρ λέγει: Ἰδού ἐγώ ἀποστελῶ ὑμῖν Ἠλίαν τόν Θεσβίτην, πρίν ἤ ἐλθεῖν τήν ἡμέραν τήν μεγάλην καί ἐπιφανῆ (Μαλ. 4,4), ἐνῶ καί σέ ἄλλο σημεῖο τονίζει: Ἰδού ἐγώ ἐξαποστέλλω τόν ἄγγελόν μου, καί ἐπιβλέψεται ὁδόν πρό προσώπου μου (3,1). Οἱ προφητεῖες αὐτές ἐκπληρώθηκαν στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, πού προφητεύθηκε καί ἐνσάρκωσε τόν «ἰσχυρό χαρακτήρα» τοῦ Ἠλία, ὁ ὁποῖος ἁπλά ἦταν ἡ προτύπωσή του.
Ἕνας πραγματικός ὕμνος γιά τό μεγάλο προφήτη περιέχεται στή Σοφία Σειράχ, ἡ ὁποία συνθέτει τά σχετικά βιβλικά δεδομένα. Ἔχει δέ σέ μετάφραση ὡς ἑξῆς: Μετά [τόν Ἰεροβοάμ] ἐμφανίστηκε ὁ Ἠλίας ὁ προφήτης· ἦταν σάν τή φωτιά κι ὁ λόγος του ἔκαιγε σάν τή λαμπάδα. Αὐτός ἔφερε πάνω στούς Ἰσραηλίτες πείνα καί μέ τό ζῆλο του τούς ἀποδεκάτισε. Μέ τοῦ Κυρίου τήν προσταγή τόν οὐρανό τόν ἔκλεισε καί τρεῖς φορές ἔκανε νά κατεβεῖ φωτιά στή γῆ. Πόσο δοξάστηκες Ἠλία μέ τά ἔργα σου τά θαυμαστά! Καί ποιός μπορεῖ νά καυχηθεῖ πώς εἶναι ὅμοιος μέ σένα; Ἀνέστησες νεκρό ἀπό τό θάνατο κι ἀπό τόν ἅδη μέ τήν προσταγή τοῦ Ὑψίστου. Ἔριξες βασιλιάδες στήν καταστροφή καί φημισμένους ἔστειλες ἀνθρώπους ἀπό τήν κλίνη τῆς ἀρρώστιας τους στό θάνατο. Τόν ἔλεγχο τοῦ Κυρίου ἄκουγες στό Σινᾶ, τίς καταδικαστικές του ἀποφάσεις στό Χωρήβ. Ἔχρισες βασιλιάδες γιά νά ἐφαρμόσουν τήν τιμωρία σου καί προφῆτες γιά νά σέ διαδεχτοῦν. Ἀναλήφθηκες μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο φωτιᾶς, πάνω σέ ἅρμα πού τό σέρναν πύρινα ἄλογα. Ἐσύ, ὅπως ἔχει γραφτεῖ, πρόκειται νά ἔρθεις γιά νά μᾶς ἐλέγξεις σέ καθορισμένο χρόνο, γιά νά καταπραΰνεις τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ προτοῦ ξεσπάσει, νά συμφιλιώσεις τόν πατέρα μέ τό παιδί, καί νά ἐγκαταστήσεις στό χῶρο τους τίς φυλές τοῦ Ἰακώβ. Εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού σέ εἶδαν κι αὐτοί πού πέθαναν μέ τήν ἐλπίδα νά σέ δοῦν· γιατί κι ἐμεῖς βέβαιο εἶναι πώς θά ζήσουμε. Αὐτός ἦταν ὁ Ἠλίας, πού τόν τύλιξε ὁ ἀνεμοστρόβιλος. Τότε ὁ Ἐλισαῖος γέμισε μέ τό πνεῦμα του (Σοφ. Σειράχ 48, 112).
Ὄχι λιγότερο σημαντική εἶναι ἡ παρουσία τοῦ προφήτη Ἠλία στά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἔτσι κατά σειράν ἀναφέρεται στά ἑπόμενα σημεῖα:
Μιλώντας ὁ Ἰησοῦς Χριστός γιά τόν Ἰωάννη τό Βαπτιστή εἶπε: Ἄν θέλετε νά τό παραδεχτεῖτε, αὐτός εἶναι ὁ Ἠλίας, πού ἔμελλε νά ἔρθει (Ματθ. 11,14). Ὅταν ὁ Ἡρώδης ὁ τετράρχης ἄκουσε ὅλα ὅσα γίνονταν ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἀποροῦσε, γιατί ἄλλοι ἔλεγαν … ὅτι ἐμφανίστηκε ὁ Ἠλίας… (Λουκ. 9, 78. Μάρκ. 6,15).
Κατά τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου στό ὄρος Θαβώρ ἐμφανίστηκαν πλάι στόν Ἰησοῦ ὁ Μωυσής καί ὁ Ἠλίας καί συνομιλοῦσαν μαζί του. Καθώς κατέβαιναν ἀπό τό βουνό οἱ μαθητές τόν ρώτησαν: Γιατί οἱ γραμματεῖς λένε πώς πρέπει νά ἔρθει πρῶτα ὁ Ἠλίας; Κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: Πρῶτα θά ἔρθει ὁ Ἠλίας καί θά τά ἀποκαταστήσει ὅλα. Σᾶς βεβαιώνω ὅμως πώς ὁ Ἠλίας ἦρθε κιόλας, μά δέν τόν ἀναγνώρισαν, καί τοῦ ἔκαναν ὅ,τι ἤθελαν… Τότε κατάλαβαν οἱ μαθητές πώς τούς μίλησε γιά τόν Ἰωάννη τό Βαπτιστή (Ματθ. 17, 1013 καί Μάρκ. 9, 1113).
Ὅταν ὁ Κύριος ἐπάνω στό Σταυρό κραύγασε μέ δυνατή φωνή: Ἠλί ἠλί λαμά σαβαχθανί, δηλαδή, Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μέ ἐγκατέλειψες, μερικοί ἀπό τούς παρευρισκόμενους ἐκεῖ σάν τόν ἄκουσαν, ἔλεγαν: Αὐτός φωνάζει τόν Ἠλία… Καί κάποιοι ἔλεγαν: Ἄσε νά δοῦμε ἄν θά ’ρθεῖ ὁ Ἠλίας νά τόν σώσει (Ματθ. 27, 4649). Ὁ εὐαγγελιστής Λουκάς ἀναφέρει πώς ὁ ἄγγελος προανήγγειλε στό Ζαχαρία, τόν πατέρα Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὅτι ὁ γιός του θά προπορευτεῖ στό ἔργο τοῦ Κυρίου μέ τό πνεῦμα καί τή δύναμη τοῦ προφήτη Ἠλία (Λουκ. 1,17). Μνημονεύει ἐπίσης τά σχετικά μέ τή φιλοξενία τοῦ προφήτη ἀπό τή χήρα στή Σαρεπτά, γράφοντας ὅτι ὁ Κύριος εἶπε: Σᾶς βεβαιώνω πώς κανένας προφήτης δέν εἶναι δεκτός στήν πατρίδα του. Πράγματι, τήν ἐποχή τοῦ προφήτη Ἠλία ὑπῆρχαν πολλές χῆρες στόν Ἰσραήλ. Τότε ὁ οὐρανός δέν εἶχε βρέξει γιά τρία χρόνια καί ἕξι μῆνες καί μεγάλη πείνα εἶχε πέσει σ’ ὅλη τή γῆ. Ὁ Θεός ὅμως δέν ἔστειλε τόν Ἠλία σέ καμία ἀπ’ αὐτές, παρά μόνο σέ μία χήρα στή Σαρεπτά τῆς Σιδωνίας (Λουκ. 4, 2426).
Ὅταν οἱ Σαμαρεῖτες δέν δέχθηκαν τόν Ἰησοῦ γιατί κατευθυνόταν πρός τήν Ἰερουσαλήμ, οἱ μαθητές του Ἰάκωβος καί Ἰωάννης τοῦ εἶπαν: Κύριε, θέλεις νά ζητήσουμε νά κατεβεῖ φωτιά από τόν οὐρανό καί νά τούς καταστρέψει, ὅπως ἔκανε καί ὁ Ἠλίας; Γιά νά πάρουν τήν ἀπάντηση: Ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου δέν ἦρθε γιά νά καταστρέψει ἀνθρώπους ἀλλά γιά νά τούς σώσει (Λουκ. 9, 5356).
Τέλος τόν προφήτη Ἠλία ἀναφέρουν ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (1,21. 25), ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 11,2) καί ὁ Ἰάκωβος (5,17). Ἀλλά συχνές ἀναφορές γιά τό ζηλωτή προφήτη συναντοῦμε καί σέ πολλούς ἁγίους Πατέρες καί ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, πράγμα πού ἀποτελεῖ τρανή ἀπόδειξη τῆς ἰδιαίτερης θέσης τήν ὁποία κατέχει ὁ ἔνδοξος αὐτός προφήτης στή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ὑπηρέτησε τό θέλημα τοῦ Κυρίου μέ τόσο ζῆλο καί ἀφοσίωση. Καί προβάλλεται μέχρι καί σήμερα ὡς πρότυπο προσευχῆς, νηστείας, ἀγωνιστικότητας καί σταθερότητας στήν πίστη τοῦ ἑνός καί ἀληθινοῦ Θεοῦ.
•••
Αὐτός εἶναι ὁ βίος καί ἡ πολίτεία τοῦ ἁγίου ἐνδόξου προφήτου Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, τοῦ «ζηλωτοῦ καί τῶν παθῶν αὐτοκράτορος», τοῦ ὑψιπέτου καί «τῶν προφητῶν τό ἐγκαλλώπισμα», τοῦ «ἐν σώματι ἀγγέλου καί τοῦ ἀσάρκου ἀνθρώπου», «τοῦ φθαρτοῦ ἀνθρώπου» πού «ἀφθαρσίαν ἐνδέδυται», τοῦ οὐρανοδρόμου, «τοῦ ἐπόπτου ἀρρήτων μυστηρίων».
Καί τίς μεσιτεῖες του ἄς ἐπικαλοῦνται στίς προσευχές τους οἱ πιστοί, κράζοντες μαζί μέ τόν ὑμνωδό του:
Προφῆτα καί προόπτα τῶν μεγαλουργιῶν τοῦ Θεοῦ, Ἠλία μεγαλώνυμε, ὁ τῷ φθέγματί σου στήσας τά ὑδατόρρητα νέφη, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν, πρός τόν μόνον Φιλάνθρωπον.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Ἡ μετάφραση τῶν ἁγιογραφικῶν χωρίων πού παρατίθενται στή Σειρά «Ἅγιοι καί ἑορτές» εἶναι ἀπό τήν ἔκδοση «Ἡ Ἁγία Γραφή» τῆς Ἑλληνικῆς Βιβλ. Ἑταιρίας (1997).
* Ἦταν συνήθεια τῆς ἐποχῆς· οἱ προφῆτες ἑνός ψεύτικου θεοῦ θεωροῦνταν ψευδεῖς μάρτυρές του καί ὡς τέτοιοι θανατώνονταν.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος πρόδρομος τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Ἠλίας ὁ ἔνδοξος, ἄνωθεν καταπέμψας Ἐλισαίῳ τήν χάριν, νόσους ἀποδιώκει, καί λεπρούς καθαρίζει· διό καί τοῖς τιμῶσιν αὐτῶν βρύει ἰάματα.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!