Στὴν Παφλαγονία ζοῦσε κάποιος ἄνδρας, ποὺ ὀνομαζόταν Θεοδοτὸς καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Γάγγρα, μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα του, τὴ Ρουφίνα. Καὶ οἱ δύο διῆγαν τὸν βίο τους μὲ εὐσέβεια καὶ εὐλάβεια. Ἀνάμεσα στοὺς προεστῶτες (ἄρχοντες) τῆς περιοχῆς συγκαταλεγόταν καὶ κάποιος ἄνδρας, ἀπὸ τοὺς πιὸ ἐπιφανεῖς, ποὺ ὀνομαζόταν Ἀλέξανδρος καὶ ἦταν ἐντεταλμένος ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα νὰ ὑποχρεώνει τοὺς χριστιανοὺς νὰ θυσιάζουν στὰ εἴδωλα. Ὅσοι δὲν ὑπάκουαν ἔπρεπε νὰ ὑπόκεινται σὲ σκληρὲς τιμωρίες καὶ βάσανα. Ἀνάμεσά σε αὐτοὺς συγκαταλέγονταν καὶ ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου, ὁ Θεοδοτός, καθὼς καὶ ἡ σύζυγός του, ἡ Ρουφίνα.
Αὐτοὺς ἀφοῦ συνέλαβε, τοὺς ἀνέκρινε ἐνδελεχῶς γιατί δὲν ὑπάκουαν σὲ αὐτὸν καὶ στὶς διαταγές του, ἀλλὰ ἀντίθετα μὲ παρρησία τὸν ἀμφισβητοῦσαν καὶ κορόιδευαν τὴν λατρεία τῶν εἰδώλων. Τοὺς παρακινοῦσε μάλιστα μὲ κολακεῖες λέγοντάς τους: «Νὰ προσφέρετε θυσία στὸ εἴδωλο τοῦ Σεραπίωνα, διαφορετικὰ θὰ καταστρέψω τὰ σώματά σας μὲ ἀνήκουστα βασανιστήρια». Ὁ μάρτυρας Θεοδοτός του ἀπάντησε λέγοντάς του: «Δὲν μπορεῖς νὰ μὲ βασανίσεις γιατί ἔχω πατρικοὺς ὁρισμοὺς νὰ μὴν ἔχει κανεὶς ἄνθρωπος ἐξουσία πάνω σε μένα».
Ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Θεοδότου καὶ κατάλαβε ὅτι δὲν ἔχει ἐξουσία σὲ αὐτούς, τοῦ λέει μὲ πραότητα: «Θεοδοτέ, σὲ παρακαλῶ, μὴν ἀντιστέκεσαι στὶς βασιλικὲς διαταγές, γιατί θὰ σὲ στείλω στὸ βασιλιὰ Φαῦστο καὶ αὐτὸς θὰ σὲ τιμωρήσει σκληρά.» Ὁ Θεοδοτός του ἁπαντά: «Μὴν καθυστερήσεις πονηρότατε, ἀλλὰ γρήγορα νὰ ἐκπληρώσεις τὴν ἀπειλή σου, γιατί ἐγὼ δὲ θυσιάζω στοὺς δαίμονες» οὔτε ἐκτελῶ τὴ διαταγὴ τοῦ βασιλιά, οὔτε πείθομαι στὶς κολακεῖες σας.» Ἀκούγοντας τὰ αὐτὰ ὁ Ἀλέξανδρος, θύμωσε πολὺ καὶ ἔστειλε ἀπεσταλμένους στὸ Φαῦστο ποὺ βρισκόταν στὴν Καισαρεία. Ἡ Ρουφίνα, ἡ γυναίκα τοῦ Θεοδοτοῦ ἦταν ἔγκυος καὶ ἀκολουθοῦσε τὸν ἄνδρα της.
Ὅταν πῆγαν στὴν Καισαρεία καὶ ἀφοῦ ὁ Φαῦστος πῆρε τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἀλέξανδρου καὶ πληροφορήθηκε τὰ σχετικὰ μὲ τὸ Θεοδοτό, διέταξε νὰ κλείσουν καὶ τοὺς δύο στὴν φυλακή. Οἱ ὑπηρέτες ἐκτέλεσαν τὴ διαταγὴ τοῦ ἡγεμόνα καὶ φυλάκισαν τὸν μακάριο Θεοδοτὸ μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα τοῦ Ρουφίνα. Βρισκόμενοι στη φυλακὴ ἀναστέναξαν καὶ προσευχήθηκαν; «Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ὁ πατέρας τοῦ ἀγαπητοῦ σου Υἱοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σὲ εὐλογῶ καὶ σὲ δοξάζω, γιατί διὰ τὸ ὄνομά σου τὸ Ἅγιο μὲ καταξίωσες νὰ φυλακιστῶ. Καὶ τώρα Κύριε ἱκετεύω τὴ χάρη σου. Ἐσὺ ποὺ ἔχεις τὴν ἐξουσία τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, παράλαβε τὴν ψυχή μου σὲ αὐτὴ τὴ φυλακή, μήπως τὴ χάσω ἀπὸ τὸ φόβο τῶν βασάνων τοῦ αἱμοβόρου ἡγεμόνα.» Καθὼς προσευχόταν κοιμήθηκε ἐν εἰρήνη, Ἡ γυναίκα τοῦ βλέποντας τί ἔγινε καὶ μὴν μπορώντας νὰ ἀντέξει τὴ συμφορά, ἀπὸ τὴν πολλή της λύπη γέννησε τὸ γιό της. Βλέποντας τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ ἄνδρα της, ἔκλαιγε στὴ φυλακὴ καὶ ἔμεινε νηστικὴ γιὰ πολλὲς μέρες. Ταλαιπωρημένη καθὼς ἦταν λέει: «Κύριε, ὁ Θεὸς ποὺ δημιούργησες τὸν ἄνδρα (ἄνθρωπο) καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ τὴ γυναίκα, ὅρισε τώρα νὰ τελειώσω τὴ ζωή μου μαζὶ μὲ τὸν ἄνδρα μου. Σοῦ παραδίδω τὸ παιδί μου στὰ χέρια σου καὶ φρόντισε τὸ ὅπως θέλεις.» Ἀφοῦ πῆρε τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της καὶ ἀγκάλιασε τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ ἄνδρα της, κοιμήθηκε ἐν εἰρήνη. Ἄγγελος Κυρίου διαφύλαξε τὸ βρέφος στὴ ζωή.
/
Στὴν Καισαρεία ζοῦσε κάποια γυναίκα ποὺ ὀνομαζόταν Ματρώνα καὶ ποὺ ἦταν εὐγενὴς καὶ εὐλαβὴς καὶ καταγόταν ἀπὸ ξακουστὸ καὶ πλούσιο γένος. Ὁ βασιλιὰς σεβόταν τὴν εὐγενικὴ καταγωγὴ τῆς γυναίκας γιατί ἦταν γνωστὴ σὲ ὅλους. Ἄγγελος Κυρίου μὲ τὴ μορφὴ νέου ἄνδρα πῆγε στὴ Ματρώνα καὶ τῆς λέει: «Ματρώνα πήγαινε στὸν ἡγεμόνα, ζήτησε ἀπὸ αὐτὸν τὰ σώματα ποὺ βρίσκονται στὴ φυλακὴ καὶ θάψε τα μὲ τιμή, Πάρε τὸ παιδὶ καὶ φρόντισέ το σὰν νὰ ἦταν γιὸς σου.» Φοβισμένη ἡ Ματρώνα κάλεσε ἕναν ἀπὸ τοὺς δούλους της καὶ τοῦ λέει: «Πήγαινε στὸν ἄδικο ἡγεμόνα Φαῦστο καὶ πές του: Βασιλιά, ἡ κυρία μου Ματρώνα χαιρετᾶ τὴν ἐξουσία σου καὶ σὲ παρακαλεῖ νὰ τῆς δώσεις τοὺς χριστιανοὺς ποὺ πέθαναν στὴ φυλακὴ γιὰ τὸ Χρίστο, γιὰ νὰ τοὺς ἐνταφιάσει.» Ὅταν ὁ ἡγεμόνας τὰ ἄκουσε αὐτὰ διέταξε τοὺς δούλους του νὰ πραγματοποιήσουν τὴν ἐπιθυμία τῆς Ματρώνας. Ἡ Ματρώνα, τότε, ἔστειλε στὴ φυλακὴ ὅλους τους ἄνδρες καὶ τὶς γυναῖκες ποὺ βρίσκονταν στὸ σπίτι της, οἱ. ὁποῖοι ἀφοῦ πῆραν τὰ σώματα τῶν μαρτύρων, τὰ ἐνταφίασαν, ὅπως τοὺς ταίριαζε, στὸν περίβολο τοῦ σπιτιοῦ της. Ἀκολούθως, πῆρε τὸ παιδὶ καὶ ἀφοῦ κάλεσε κάποια γυναίκα, ποὺ λεγόταν Ἀμμία, τῆς ἔδωσε τὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ μεγαλώσει λέγοντάς της νὰ τὴν ἐπισκέπτεται συχνὰ μαζὶ μὲ τὸ παιδί.
Ὅταν τὸ παιδὶ ἔγινε ἑνὸς χρόνου ἡ Ἀμμία τὸ ἔδωσε πίσω στὴν κυρία της, τὴ Ματρώνα, ἡ Ματρώνα παίρνοντάς το στὴν ἀγκαλιά της, τὸ φιλοῦσε συχνὰ καὶ ἐπειδὴ τὸ παιδὶ τὴ φώναξε μαμά, τὸ ὁποῖο στὰ ρωμαϊκὰ (λατινικὰ) σημαίνει μητέρα καὶ στὰ ἑλληνικὰ ψωμί, τὸν ὀνόμασε Μάμαντα. Ὅταν ἡ Ματρώνα ἄκουσε τὸ παιδὶ νὰ τὴν καλεῖ μητέρα, χάρηκε καὶ γιὰ αὐτὸ προσκάλεσε πρὸς τιμὴ τοῦ παιδιοῦ τῆς τοὺς ἄρχοντες τῆς πόλης καὶ ὅλους τους γνωστούς της γιὰ φαγητό. Στὴν τροφὸ τοῦ Ἀμμία ἔδωσε πολλὰ δῶρα,
Ἕνας ἀπὸ τοὺς καλεσμένους της ποῦ ὀνομαζόταν Ἀττικός, βλέποντας τὸ παιδί, λέει στὴ Ματρώνα: «Κυρία, τὸ παιδὶ εἶναι τεσσάρων χρονῶν;» Αὐτὴ τοῦ ἀπάντησε; «Χθὲς μὲ φώναξε στὰ ρωμαϊκὰ (λατινικὰ) μαμά». Τότε, ὅλοι μαζὶ τὸν ὀνόμασαν Μάμα καὶ ἔφυγαν. Τὸ ὄνομα αὐτὸ τοῦ Ἁγίου διατηρήθηκε μέχρι σήμερα. Ἡ Ματρώνα παίρνοντας τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της, χαιρόταν πολὺ γιατί δὲν εἶχε ἄλλο παιδὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Μάμα, τὸν ὁποῖον τῆς ἔστειλε ὁ Θεός. Ὅταν τὸ παιδὶ ἔγινε πέντε χρονῶν, ἡ Ματρώνα τὸ ἔστειλε νὰ μάθει τὰ ἱερὰ γράμματα. Μετὰ ἀπὸ ἕξι μῆνες ξεπέρασε τόσο πολὺ ὅλους του τοὺς συμμαθητὲς τόσο στὴ μάθηση καὶ τὴν ἐξυπνάδα ὅσο καὶ στὶς καλὲς πράξεις, γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ δάσκαλός του τὸν θαύμαζε πολύ.
Τὶς μέρες ἐκεῖνες ἔφθασε διαταγὴ ἀπὸ τὸν Καίσαρα σὲ ὅλους τους ἡγεμόνες κάθε πόλης καὶ χώρας νὰ ὑποχρεώνουν μὲ σκληρὲς τιμωρίες καὶ βασανιστήρια τοὺς χριστιανοὺς νὰ θυσιάζουν στὰ εἴδωλα. Μιὰ μέρα, λοιπόν, στὴν Καισαρεία πῆγε κάποιος ποὺ ὀνομαζόταν Δημοκριτος, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τους πολίτες τῆς περιοχῆς, τοὺς μετέφερε τὶς διαταγὲς τοῦ βασιλιά. Κάλεσε μάλιστα καὶ ὅλους τους νεότερους καὶ τοὺς ἀνακοίνωσε τὴ διαταγὴ τοῦ τυράννου. Ὁ δοῦλος τοῦ Χριστοῦ Μάμας βρισκόταν καὶ ἐκεῖνος ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὸ δάσκαλο καὶ τοὺς συμμαθητές του. Μαζί του ἦταν καὶ ἕνας δοῦλος τῆς κυρίας του γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετεῖ. Ὅταν ἄκουσε ὁ Ἅγιος τὶς πονηρὲς διαταγὲς μὲ τὶς ὁποῖες ἐνεργοῦσαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ διαβόλου, ἄρχισε νὰ συμβουλεύει τοὺς συμμαθητὲς τοῦ λέγοντάς τους; «Πέστε μου φίλοι μου τί εἴδους Οὐσία προσφέρετε καὶ σὲ ποιοῦ τὴν προσκύνηση γίνεστε ὑπήκοοι;» Αὐτοὶ τοῦ ἀπάντησαν; «Ὑπακοῦμε στὴ διαταγὴ τοῦ Καίσαρα». Λέγει σὲ αὐτοὺς ὁ Μάμας: «Μὴ ἀδελφοί μου, θυμηθεῖτε τὶς γραφὲς τὶς ὁποῖες διδασκόμαστε καὶ σκεφτεῖτε καλὰ καὶ ἀναγνωρίστε τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν ποιητὴ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Αὐτὸν νὰ λατρέψετε καὶ νὰ προσκυνήσετε, γιατί ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔδειξε τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Σὲ αὐτὸν νὰ προσφέρουμε θυσία καὶ μὴν ἀπατάσθε καὶ νὰ θυσιάζετε στὰ ἄψυχα εἴδωλα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἔργα ἀνθρώπων. Μὴ συμμετέχετε, λοιπόν, ἀδελφοὶ στὶς βδελυρὲς θυσίες»,
Οἱ νεαροὶ τὸν ἄκουαν καὶ ἀποροῦσαν μὲ τὶς σκέψεις καὶ τὴ διδασκαλία του. Πῆγαν, λοιπόν, καὶ τὰ ἀνακοίνωσαν στὸν ἡγεμόνα Δημοκριτο καὶ στὴ Ματρώνα. Ὁ ἡγεμόνας καὶ ὅσοι ἦταν μαζί του δὲν εἶπαν τίποτα στὴ Ματρώνα ἐπειδὴ τὴν φοβοῦνταν (σέβονταν) ἐξαιτίας τοῦ πλούτου καὶ τῶν πολλῶν ἀξιωμάτων ποὺ εἶχε. Ὁ Μάμας, ὅμως, πηγαίνοντας στὴν κυρία τοῦ τῆς διηγήθηκε τὰ πάντα γιὰ τὴ διδασκαλία του. Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ἡ Ματρώνα χαιρόταν καθημερινὰ γιὰ τὸ παιδί της, τὸ Μάμα. Ὅταν αὐτὸς ἔγινε 15 χρονῶν ἡ μακαρία Ματρώνα κοιμήθηκε ἐν εἰρήνη. Ἡ ψυχὴ τῆς μετέβηκε στὶς αἰώνιες μονές, ἐνῶ ὅλος ὁ πλοῦτος τῆς ἔμεινε στὸν Ἅγιο.
Οἱ παλιοὶ συμμαθητὲς τοῦ ἐνθυμούμενοι τὶς νουθεσίες καὶ τὶς διδασκαλίες του καὶ ὅτι προσκυνεῖ τὴν Ἅγια Τριάδα πῆγαν στὸν ἡγεμόνα λέγοντάς του: «Κάποιος νέος ὀνομαζόμενος Μάμας, ὁ ὁποῖος μαθήτευσε κοντὰ στὸ δάσκαλό μας, ὄχι μόνο δὲν ὑπακούει στὴ βασιλικὴ διαταγή, ἀλλὰ διδάσκει καὶ ἐμᾶς νὰ πιστεύουμε στὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ καὶ νὰ μὴν προσφέρουμε θυσίες στὰ ἄψυχα εἴδωλα». Ἀκούγοντας τὰ ὅλα αὐτὰ ὁ ἀσεβὴς Δημοκριτος, διέταξε νὰ φέρουν τὸν Ἅγιο μπροστά του. Ὅταν παρουσιάστηκε σὲ αὐτὸν ὁ Ἅγιος του λέει ὁ ἡγεμόνας: «Γιατί Μάμα δὲν ὑπακοῦς στὴ βασιλικὴ διαταγή, ἀλλὰ διδάσκεις καὶ ἄλλους νὰ πιστεύουν στὸν Ἐσταυρωμένο Χριστό;» Ἀπαντώντας τοῦ ὁ Μάμας τοῦ λέει: «Πιστεύω στὸ ζῶντα Θεὸ καὶ μόνο αὐτὸν λάτρευα» καὶ δὲ θυσιάζω στὰ κωφὰ καὶ ἄλαλα εἴδωλά σου». Ὁ Δημοκριτος τοῦ λέει: «Πῶς τολμᾶς ἐσύ, ἂν καὶ εἶσαι νεαρός, νὰ μὴν ὑπακοῦς σὲ μᾶς καὶ νὰ διδάσκεις καὶ ἄλλους νὰ μὴ ὑπακοῦν στὰ βασιλικὰ προστάγματα;» Ὁ ἡγεμόνας ἀπευθυνόμενος στοὺς στρατιῶτες του, τοὺς λέει: «Πάρτε τὸν καὶ ὁδηγῆστε τὸν στὸ βωμὸ τοῦ Σεραπίωνα γιὰ νὰ προσφέρει θυσία καὶ ἀφοῦ τὸν δοῦν καὶ ἄλλοι νέοι νὰ θυσιάζουν καὶ ἐκεῖνοι,» Ὅταν, ὅμως, τὸν ἄκουσε ὁ Ἅγιος Μάμος τοῦ εἶπε: «Μὴν ματαιοπονεῖς, ἄδικε ἡγεμόνα. Ἐγὼ δὲν μπαίνω σὲ τόπο ὅπου λατρεύονται οἱ δαίμονες, οὔτε φοβοῦμαι τὶς ἀπειλές σου, διότι ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἔχω ἀνατραφεῖ ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς».
Ἀκούγοντας ὁ Δημοκριτος τὸν Ἅγιο νὰ τοῦ μιλᾶ μὲ τόση παρρησία, τοῦ εἶπε; «Μάμα, ὑπάκουσε στὰ προστάγματά μου, διότι λυποῦμαι τὰ νιάτα, τὴν ἐξυπνάδα, τὴ σεμνότητα τῆς ζωῆς σου, ἀλλὰ καὶ τὴν εὐστροφία σου. Ἐὰν ὑπακούσεις, θὰ ἀπολαύσεις πολλὰ καλὰ ἀπὸ μένα καὶ ἀπὸ τὸν Καίσαρα. Διαφορετικὰ θὰ σὲ τιμωρήσω καὶ θὰ σὲ βασανίσω μέχρι θανάτου», Ὁ Ἅγιος του λέει: «Μάθε, Δημοκριτε, ὅτι δὲ δελεάζομαι ἀπὸ τὰ λόγια σου. Ἔχω σώφρονα λογισμὸ καὶ δὲν πείθομαι στὶς διαταγές σου. Ἔχω γιὰ βοηθὸ τὸ Χριστὸ καὶ Θεό μου καὶ αὐτὸς μπορεῖ νὰ σοῦ ἀφαιρέσει τὴν «θεότητα» Αὐτὰ ἀκούγοντας τὰ ὁ ἡγεμόνας, θύμωσε πολὺ καὶ λέπι στὸν Ἅγιο: «Ἐπειδὴ δὲ φοβᾶσαι τὸν βασιλιὰ καὶ οὔτε ὑπακοῦς στὴ διαταγή του, σὲ στέλλω σὲ αὐτὸν ποὺ μπορεῖ νὰ σοῦ ἀφαιρέσει τὴ ζωὴ μὲ πολλὰ βασανιστήρια.»
Τὸν παρέδωσε, λοιπόν, σιδηροδέσμιο σὲ δέκα στρατιῶτες γιὰ νὰ τὸν μεταφέρουν στὸ βασιλιά, μαζὶ μὲ μιὰ ἐπιστολὴ ποὺ ἔγραφε τὰ ἑξῆς: «Παντοδύναμε βασιλιὰ καὶ αὐτοκράτορα. Καθημερινὰ τιμοῦμε τὴ βασιλεία σου καὶ ὑπακοῦμε στὸ θέλημά σου, ὅπως σου ταιριάζει, καὶ σεβόμαστε τοὺς θεοὺς πού σου δίνουν τὴ δύναμη. Ἔχω γνωρίσει ἐδῶ κάποιο νέο μὲ τὸ ὄνομα Μάμος ἀπὸ γένος λαμπρὸ καὶ ἐπιφανές, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δὲ θυσιάζει στοὺς θεούς, ἀλλὰ καθημερινὰ προτρέπει καὶ ἄλλους νὰ μὴ θυσιάζουν σὲ αὐτούς. Ἀκόμη δὲν ὑβρίζει μόνο αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τὴ βασιλεία σου. Ἐπειδὴ κατάγεται ἀπὸ ξακουστὸ γένος δὲν τόλμησα νὰ τὸν βασανίσω ἐδῶ, γιὰ νὰ μὴν προκληθεῖ φασαρία ἐξαιτίας τῆς εὐγενικῆς του καταγωγῆς καὶ τοῦ πλούτου του».
Πῆραν, λοιπόν, οἱ στρατιῶτες τὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἡγεμόνα καὶ τὸν Ἅγιο σιδηροδέσμιο, καὶ πῆγαν στὴν περιοχὴ ποὺ ὀνομαζόταν «Ἐναὲς» καὶ ἔδωσαν τὴν ἐπιστολὴ στὸ βασιλιά. Ὅταν αὐτὸς διάβασε τὴν ἐπιστολή, διέταξε νὰ παρουσιαστεῖ μπροστά του ὁ ἅγιος στὸν ὁποῖο μίλησε μὲ ἤπιο τρόπο; «Πληροφορήθηκα ἀπὸ τὴν ἐπιστολή, νεαρέ, ὅτι ὀνομάζεσαι Μάμος καὶ ὅτι ἐπειδὴ εἶσαι μικρὸς στὴν ἡλικία καὶ ἀνώριμος καὶ δὲ γνωρίζεις τὴ δύναμη τὸ>ν μεγάλων θεῶν, ὕβρισες αὐτοὺς καὶ τὴ δύναμη τῆς βασιλείας μου. Ἐξαιτίας τῆς συμπεριφορᾶς σου αὐτῆς θὰ ἔπρεπε νὰ θανατωθεῖς χωρὶς νὰ σὲ ἐξετάσω, ἀλλὰ ἔλα μαζί μου, θυσίασε στὸ Σεραπίωνα καὶ στοὺς ὑπόλοιπους θεοὺς καὶ θὰ σὲ ἔχω κοντά μου στὸ παλάτι δίνοντάς σου πολλὴ δόξα». Ἀπαντώντας ὁ ἅγιος του εἶπε; «Ἄκουσε, βασιλιά. Τὰ πρόσκαιρα κακά τα ὁποῖα πρόκειται νὰ πάθω θὰ μοῦ χαρίσουν τὴν αἰώνια ζωή. Ἀντίθετα, ἡ πρόσκαιρη τιμὴ καὶ δόξα τὴν ὁποία μου ὑπόσχεσαι θὰ μοῦ προκαλέσει μεγάλη ζημιά. Δὲ λατρεύω τὰ εἴδωλα, παρὰ μόνο τὸν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστό.» Ἀφοῦ τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ βασιλιὰς θύμωσε καὶ πρόσταξε τοὺς ὑπηρέτες του νὰ τὸν δέσουν χωρὶς νὰ τὸν λυπηθοῦν. Καθὼς τὸν βασάνιζαν, ὁ κήρυκας φώναζε: «θυσίασε, Μάμα> στοὺς θεοὺς γιὰ νὰ λυτρωθεῖς ἀπὸ τὰ βάσανα». Κοιτάζοντας ψηλὰ ὁ Ἅγιος λέει στὸν ἡγεμόνα: «Δές, κουράστηκαν οἱ στρατιῶτες σου νὰ μὲ κτυποῦν, ἀλλὰ ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ μὲ δυναμώνει γιὰ νὰ ἀντέχω». Τοῦ λέει, τότε, ὁ βασιλιάς: «Δεῖξε μου κάποιο σημάδι ὅτι δέχεσαι νὰ θυσιάσεις στοὺς θεοὺς καὶ θὰ λυτρωθεῖς ἀπὸ τὰ βάσανα». Τοῦ ἁπαντὰ ὁ Ἅγιος: «Δὲ φοβοῦμαι τὰ βασανιστήρια
σοῦ. Μεῖνε μακριά μου γιατί ἐργάζεσαι γιὰ τὸ ἄδικο. Ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου καὶ δὲ μὲ φοβίζουν οἱ ἀπειλές σου». Αὐτὰ ἀκούγοντας ὁ τύραννος διέταξε νὰ δέσουν ψηλὰ τὸν Ἅγιο καὶ νὰ χακὶ στὴ φωτιὰ ἀναμμένων δάδων (λαμπάδων). Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς προστάτευε τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὶς φλόγες, ἐνῶ ἡ φωτιὰ κατευθυνόταν στὰ πρόσωπα τῶν δαδούχων.
Τότε ὁ βασιλιὰς πρόσταξε νὰ δέσουν στὸ λαιμὸ τοῦ Ἁγίου μόλυβδο καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ θάλασσα. Καθὼς οἱ στρατιῶτες κατευθύνονταν πρὸς τὴ θάλασσα, ἄγγελος Κυρίου πῆρε τὸν Ἅγιο. Οἱ στρατιῶτες φοβισμένοι ἔφυγαν, ἐνῶ ὁ ἄγγελος ὁδήγησε τὸν ἅγιο σὲ ἕνα ὅρος στὴν Καισαρεία ὅπου καὶ τὸν ἄφησε μόνο του. Αὐτὸς βρισκόμενος ἐκεῖ προσευχόταν, ἐνῶ οἱ στρατιῶτες πῆγαν στὸ βασιλιὰ γιὰ νὰ τοῦ ἀνακοινώσουν τί ἔγινε. Καθὼς ὁ Ἅγιος προσευχόταν στὸ ὅρος ἄκουσε φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Πάρε τὴ ράβδο αὐτὴ καὶ ὅ,τι ζητήσεις, μέσω αὐτῆς θὰ σοῦ τὸ δώσω». Καρφώνοντας τὴ ράβδο στὴ γῆ ἔλαβε εὐαγγέλιο καὶ τοῦ εἶπε ὁ Θεός; «Οἰκοδόμησε θυσιαστήριο καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ στέλλω ὅσους θέλουν νὰ ἀκοῦν τὰ θεία μυστήρια». Ὁ Ἅγιος ἔκανε ὅσα τοῦ εἶπε ὁ Κύριος. Ἔφτιαξε βῆμα ὅπου στεκόταν καὶ διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐκεῖ μαζεύονταν ὅλα τα ζῶα τοῦ ὅρους καὶ γονατίζοντας μπροστὰ στὸν Ἅγιο, τὸν ἄκουαν, Ὁ Ἅγιος τρεφόταν μὲ γάλα ἀπὸ τὰ ἐλάφια.
Μιὰ μέρα ὁ Ἅγιος κατέβηκε στὴν πόλη μὲ σκοπὸ νὰ ἐπισκεφτεῖ τοὺς φτωχούς. Οἱ ἄπιστοι, ὅμως, βλέποντας τὸν, τὸν φθόνησαν καὶ τὸν κατάγγειλαν στὸν ἡγεμόνα τῆς Καισαρείας, Ἀλέξανδρο: «Παντοδύναμε Ἀλέξανδρε, στὸ ὅρος τῆς πόλης ζεῖ κάποιος ὡραῖος νέος, χριστιανὸς στὴν πίστη, ὁ ὁποῖος μὲ μαγεῖες θεραπεύει ὅλους ὅσοι προστρέχουν σὲ αὐτόν, τυφλούς, χωλούς, κωφοὺς καὶ ὅσοι πάσχουν ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀσθένεια. Σὲ αὐτὸν ὑποτάσσονται ὅλα τα ζῶα καὶ κηρύττει τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ ὡς τὸν ἀληθινὸ Θεό».
Τότε ὁ ἡγεμόνας ἔστειλε δώδεκα στρατιῶτες γιὰ νὰ ὁδηγήσουν μπροστά του τὸν Ἅγιο. Οἱ στρατιῶτες ἔφιπποι βρῆκαν τὸν Ἅγιο καὶ τὸν διέταξαν νὰ τοὺς ἀκολουθήσει. Ὁ ἅγιος τότε καλεῖ ἕνα λιοντάρι τὸ ὁποῖο καὶ ἱππεύει. Μὲ τὴ ράβδο στὸ χέρι παρουσιάζεται στὸν ἡγεμόνα καὶ προστάζει τὸ λιοντάρι νὰ φύγει. Ὁ ἡγεμόνας βλέποντας τὸν τοῦ λέει: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ μάγος Μάμας;» Ὁ Μάμος τοῦ ἁπαντά: «Δὲν εἶμαι μάγος, ἀλλὰ δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ βασιλιὰ τῶν πάντων». Τοῦ λέει τότε ὁ βασιλιάς: «Δὲ μάγεψες τὰ ζῶα ὥστε νὰ ὑπακοῦνε στὴ θέλησή σου;» Τοῦ λέει ὁ
Ἅγιος: «Τὰ ὑπέταξα μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ.» Τοῦ λέει ὁ ἡγεμόνας: «Θυσίασε στοὺς θεούς, διαφορετικὰ θὰ σὺ βασανίσω.» Τοῦ λέει ὁ Ἅγιος: «Κᾶνε ὅ,τι θέλεις χωρὶς καθυστέρηση.» Τοῦ λέει ὁ ἡγεμόνας: «Λυποῦμαι τὴν ὀμορφιά σου, γιὰ αὐτὸ ἀρνήσου τὸ Χριστὸ καὶ σῶσε τὸν ἑαυτό σου.» Τοῦ λέει ὁ Ἅγιος; «Λὲν ἀπαρνιέμαι τὸ Θεό μου, ἀλλὰ σὲ λυπᾶμαι γιὰ τὴν πλάνη στὴν ὁποία βρίσκεσαι.»
Ἀφοῦ τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἡγεμόνας θύμωσε πολὺ καὶ διέταξε νὰ κρεμάσουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τοῦ ξεσκίσουν τὶς σάρκες. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, τὰ ὑπέμενε ὅλα αὐτὰ ἀγόγγυστα. Τοῦ λέει τότε ὁ ἡγεμόνας: «Δὲν σὲ καταβάλλουν τὰ βάσανα;» Ὁ Ἅγιος του ἁπαντά; «Εὐχαριστῶ τὸ Θεό μου ποῦ μου δίνει ὑπομονὴ ὥστε νὰ μὴν αἰσθάνομαι, τὰ βασανιστήρια» Λέει τότε ὁ ἡγεμόνας στοὺς δούλους του; «Σπαράξτε τὰ ἐντόσθια του.» Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀκούστηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἔλεγε: «Μάμα, μὴ φοβᾶσαι γιατί εἶμαι μαζί σου. Νὰ ἔχεις δύναμη καὶ θάρρος.» Κάποιοι ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἀκούγοντας τὰ αὐτὰ χάρηκαν. Ὁ ἡγεμόνας τότε διέταξε νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ νὰ τὸν ἀφήσουν κάτω μέχρι νὰ σκεφτεῖ μὲ ποῖο τρόπο θὰ τὸν βασανίσει. Ξαφνικὰ καταφθάνει τὸ λιοντάρι, τὸ ὁποῖο εἶχε μεταφέρει τὸν ἅγιο ἀπὸ τὸ ὅρος, καὶ γεμάτο ὀργὴ βρυχούταν θέλοντας νὰ θανατώσει τὸ πλῆθος, Ὁ Ἅγιος, ὅμως, τὸ ἐπίπληξε λέγοντάς του: «Πήγαινε ἐν εἰρήνη ἀπὸ ὅπου ἦρθες.» Τὸ λιοντάρι πλησίασε τὸν ἅγιο, τοῦ ἀσπάστηκε τὰ χέρια καὶ ἐπέστρεψε στὸ ὅρος.
Ὁ τύραννος διέταξε νὰ ἀνάψουν κάμινο καὶ νὰ ρίξουν σὲ αὐτὴν τὸν ἅγιο. Ὅταν πραγματοποιήθηκε ἡ διαταγή του, ἄγγελος Κυρίου δρόσισε τὴν κάμινο καὶ διαφύλαξε τὸν ἅγιο ἀβλαβῆ, ἐνῶ ἡ φωτιὰ κατέκαυσε τοὺς ὑπηρέτες. Βλέποντας τὰ αὐτὰ ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ φυλακίσουν τὸν ἅγιο καὶ νὰ τὸν ἀφήσουν στὴ φυλακὴ χωρὶς τροφή. Ἄγγελος, ὅμως, Κυρίου τὸν ἔτρεφε. Μετὰ ἀπὸ πέντε μέρες ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ παρουσιαστεῖ ὁ ἅγιος μπροστά του καὶ τοῦ λέει: «Μάμα, ἀρνήσου τὸ Θεό σου καὶ θὰ σὲ τιμήσω.» Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος του ἀπάντησε: «Πιστεύω στὸ Θεό μου καὶ εἶμαι χριστιανός, ὅ,τι θέλεις νὰ κάνεις κᾶνε τὸ γρήγορα, χωρὶς καθυστέρηση,» Ὁ τύραννος διέταξε νὰ ἀνάψουν φωτιὰ μεγαλύτερή της πρώτης καὶ νὰ ρίξουν σὲ αὐτὴν τὸν ἅγιο γιὰ νὰ καεῖ. Ὁ ἅγιος ὑψώνοντας τὰ χέρια του, λέει: «Κύριε Θεέ μου, ἄκουσε μὲ τὸν ταπεινό σου δοῦλο καὶ δῶσε μου δύναμη ὥστε νὰ ἀντέξω μέχρι τὸ τέλος, γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι ὅτι ἐσὺ εἶσαι ὁ Θεὸς ὅλων καὶ ἔχεις τὴν ἐξουσία τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.» Κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μπῆκε στὴν κάμινο καί, ὢ τοῦ θαύματος, τὸν περιέβαλε δρόσος διατηρώντας τὸν ἀβλαβῆ»
Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ βροῦν τὰ καμένα ὀστᾶ τοῦ ἁγίου καὶ νὰ τὰ κρύψουν γιὰ νὰ μὴ λάβουν οἱ χριστιανοὶ τέτοιον θησαυρό. Καθώς, ὅμως, οἱ στρατιῶτες ἔψαχναν, τὸν βρῆκαν ζωντανὸ καὶ γεμάτοι θαυμασμὸ παραδέχτηκαν τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Πηγαίνοντας στὸν ἡγεμόνα τοῦ ἀνακοίνωσαν τί ἔγινε καὶ αὐτὸς πρόσταξε νὰ παρουσιαστεῖ ὁ ἅγιος μπροστά του καὶ τοῦ λέει: «Τόσο ἰσχυρὲς ἦταν οἱ μαγεῖες σου ὥστε μποροῦν νὰ κάνουν ἀκόμη καὶ τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς ἀκίνδυνη;» Τοῦ λέει ὁ ἅγιος: «Ἡ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τοῦ Χριστοῦ τὰ κάνει ὅλα αὐτά.» Ὁ ἡγεμόνας τότε διέταξε νὰ παραδοθεῖ ὁ ἅγιος στὰ θηρία γιὰ νὰ τὸν κατασπαράξουν. Ἂν καὶ οἱ στρατιῶτες ἐλευθέρωσαν τὰ θηρία, ἐντούτοις κανένα δὲν κακοποίησε τὸν ἅγιο. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ὁ Κύριος ἔστειλε στὸ θέατρο τὸ προαναφερθὲν λιοντάρι βρυχούμενο γιὰ νὰ βοηθήσει τὸν Ἅγιο ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ κατασπαράξει πολλοὺς ἀπίστους. Γεμάτος τρόμο ὁ ἡγεμόνας ἔφυγε ἀπὸ τὸ θέατρο τρέχοντας, ἐνῶ ὁ ἅγιος διέταξε τὸ λιοντάρι νὰ ἐπιστρέψει στὸ ὅρος. Καὶ αὐτὸ ὑπάκουσε.
Ὁ Ἅγιος μεταφέρθηκε καὶ πάλι μπροστὰ στὸν τύραννο, ὁ ὁποῖος μὲ παρακάλια προσπαθοῦσε νὰ τὸν μεταπείσει, χωρὶς ὅμως ἐπιτυχία. Στὸ τέλος τοῦ λέει: «Ἔχω ἕνα πολὺ ἄγριο λιοντάρι καὶ αὐτὸ θὰ σὲ σκοτώσει.» Ἐλευθέρωσαν τὸ λιοντάρι ἐναντίον τοῦ ἁγίου, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ αὐτὸ κυλιόταν μπροστὰ στὰ πόδια του καὶ ἀσπαζόταν τὰ χέρια του. Τότε οἱ ἄπιστοι πῆραν πέτρες γιὰ νὰ τὸν λιθοβολήσουν, ἀλλὰ σκοτείνιασαν τὰ μάτια τους μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κτυπᾶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.
Τότε ὁ ἡγεμόνας πρόσταξε νὰ παρουσιαστεῖ μπροστά του ἕνας στρατιώτης δυνατὸς καὶ περήφανος, ὁ ὁποῖος ἔπληξε τὴν κοιλιὰ τοῦ ἁγίου μὲ τρίαινα καὶ γυρίζοντας τὴν τὴν ἔβγαλε μαζὶ μὲ τὰ ἐντόσθια τοῦ ἁγίου. Ὁ Ἅγιος τα πῆρε στὰ χέρια του καὶ περπατώντας ἔφτασε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἀφοῦ κάθισε σὲ μιὰ πέτρα ποὺ βρῆκε ἐκεῖ ὑμνοῦσε τὸ Θεὸ ποὺ τὸν εἶχε ἀξιώσει τέτοιου μαρτυρίου. Τότε ἀκούστηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ λέει: «Χαῖρε Μάμα ἀθλητὴ γιατί σὲ σένα βρίσκεται τὸ πνεῦμα μου. Οἱ ἄγγελοι θαύμασαν τοὺς ἀγῶνες σου. Ζήτησέ μου ὅποια χάρη θὲς καὶ θὰ στὴν ἐκπληρώσει, γιατί σὲ ἀγάπησα ὅπως τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ.» Λέγει ὁ ἅγιος: «Συγχώρεσε, Κύριε, τὴν ἁμαρτία αὐτὴ τῶν βασανιστῶν μου καὶ βοήθα αὐτοὺς ποὺ γιορτάζουν τὴ μνήμη τοῦ δούλου σου νὰ ἔχουν κάθε ἀγαθὸ στὰ ζῶα καὶ στὰ δέντρα τους καὶ στοὺς ἴδιους δῶσε ὑγεία καὶ εὐλογία Μὴν ἐπιτρέψεις ἐπιδημία θανάτου νὰ καταβάλει ὅσους τιμοῦν τὸν μαρτυρά σου, οὔτε καμιὰ ἄλλη δυστυχία.Δέξου τὴν ψυχή μου στὰ ἅγια σου χέρια, καὶ ἐπέτρεψε στὸ σῶμα μου νὰ κάνη θαύματα στοὺς πιστοὺς ποὺ σὲ προσκυνοῦν γιὰ νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομά σου.» Ὁ ἅγιος ἄκουσε τότε φωνὴ νὰ λέει: «Ἃς γεννηθεῖ τὸ θέλημά σου, δοῦλε μου, καὶ ἔλα στὶς σκηνὲς τῶν ἁγίων, ὅπου σε περιμένει ὁ θεῖος χορὸς τῶν συναθλητῶν σου.» Καὶ ὁ Ἅγιος παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸ Δημιουργό.
Οἱ χριστιανοὶ ἀφοῦ πῆραν τὸ σῶμα του, τὸ κήδευσαν μὲ τιμὲς σὲ πέτρινο μνημεῖο. Ὁ Ἅγιος μαρτύρησε τὸν καιρὸ ποὺ βασιλιὰς ἦταν ὁ Αὐρηλιανὸς Καίσαρας καὶ ἡγεμόνας ὁ Ἀλέξανδρος Καισαρείας – Καππαδοκίας, στὶς 2 Σεπτεμβρίου τὸ 275 μ.Χ.
Μετὰ ἀπὸ κάποια χρόνια βασιλιὰς ἦταν κάποιος ἀσεβής, ὁ ὁποῖος παρακινημένος ἀπὸ τὸ φθόνο ποὺ ἔνιωθε γιὰ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Ἅγιος, ἔριξε τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου στὴ θάλασσα. Αὐτὸ μαζὶ μὲ τὸ μνημεῖο μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴ θάλασσα ἔχοντας βάρος φύλλου, ἔφτασε σὲ ἕνα λιμάνι στὴν Κύπρο κοντὰ στὴ Μόρφου. Ὅταν τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου ἔφτασε ἐκεῖ, ὁ Ἅγιος φανερώθηκε στὸν ὕπνο κάποιου γεωργοῦ, τὸν ὁποῖο πρόσταξε νὰ ζεύξει τὸ ζεῦγος τῶν βοδιῶν του καὶ νὰ πάει πρὸς τὴν παραλία καὶ νὰ μεταφέρει τὸ σῶμα μὲ τὴ λάρνακα.
Ἀφοῦ ὁ γεωργὸς πραγματοποίησε τὴν ἐντολὴ αὐτή, μὲ τὴ βοήθεια πολλῶν ἀπὸ τοὺς ντόπιους ἵδρυσαν ναὸ στὴν τιμὴ τοῦ ἁγίου καὶ κατέθεσαν τὸ τίμιό του σῶμα σὲ αὐτό, τὸ ὁποῖο εὐωδιάζει καὶ θεραπεύει κάθε ἀσθένεια γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Διὰ μέσω τῶν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου ἃς μᾶς ἐλεεῖ ὁ Θεός, Ἀμήν.
Ἡ τιμία κάρα τοῦ ἁγίου Μάμαντος