Περὶ πολιτείας θαυμαστοῦ ἀδελφοῦ. Διηγήσεις περὶ Ἁγίων ἀνδρῶν καὶ λόγων πανοσίων αὐτῶν, καὶ περὶ τῆς θαυμαστῆς αὐτῶν διαγωγῆς.
Κάποια ἡμέρα ἐπῆγα στὸ κελὶ ἑνὸς ἁγίου ἀδελφοῦ κι’ ἐξάπλωσα σὲ μιὰ γωνία, λόγω τῆς ἀσθενείας μου, γιὰ νὰ μὲ φροντίσει χάριν τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ δὲν εἶχα ἐκεῖ κανένα γνώριμο. Ἔβλεπα λοιπὸν τὸν ἀδελφὸ τοῦτον νὰ σηκώνεται τὴν νύκτα παράκαιρα καὶ νὰ συνηθίζει νὰ εὑρίσκεται στὴν ἀκολουθία πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς. Ἀφοῦ ἀρκετὴ ὥρα ἐστιχολογοῦσε τοὺς ψαλμούς, ξαφνικὰ ἄφηνε τὸν κανόνα, ἔπεφτε μὲ τὸ πρόσωπο κάτω καὶ κτυποῦσε τὸ κεφάλι τοῦ δυνατὰ στὸ ἔδαφος ἑκατὸ φορὲς μὲ θέρμη ποῦ ἀναπτυσσόταν στὴν καρδιά του ἀπὸ τὴν θεία χάρι ἔπειτα σηκωνόταν κι’ φιλοῦσε τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου, πάλι προσκυνοῦσε κι’ φιλοῦσε τὸν ἴδιο σταυρὸ καὶ πάλι ἔπεφτε μὲ τὸ πρόσωπο κάτω καὶ συνέχιζε νὰ πράττει ἔτσι ἐπανειλημμένως, ὥστε νὰ μὴ μπορῶ νὰ ἀριθμήσω τὸ πλῆθος τῶν γονυκλισιῶν του.
Ποῖος μποροῦσε ἄλλωστε νὰ μέτρηση τὶς μετάνοιες τοῦ ἀδελφοῦ ἐκείνου, ποῦ ἔκαμνε κάθε νύκτα; Εἴκοσι φορὲς φιλοῦσε τὸν σταυρὸ γεμάτος φόβο καὶ θέρμη, γεμάτος ἀγάπη ἀνάμικτη μὲ εὐλάβεια, καὶ πάλι ἄρχιζε τὴν στιχολογία ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ λόγω τῆς πολλῆς καύσεως τῶν λογισμῶν, ποῦ τὸν ἐξερέθιζαν μὲ τὴν θερμότητά τους, ὅταν δὲν μποροῦσε νὰ βαστάση τὴν ἔξαψη ἐκείνης τῆς φλόγας, κραύγαζε, νικημένος ἀπὸ τὴν χάρι, διότι δὲν μποροῦσε νὰ συγκρατηθεῖ. Θαύμαζα λοιπὸν πολὺ τὴν χάρι ἐκείνου τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τὸν ἀγώνα του καὶ τὴν ἀγρύπνια ποῦ εἶχε γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ.
Τὸ πρωί, μετὰ τὴν ἀκολουθία τῆς πρώτης ὥρας, ὅταν καθόταν γιὰ τὴν ἀνάγνωση, γινόταν ὅμοιος μὲ ἄνθρωπο αἰχμαλωτισμένο, ποῦ σὲ κάθε κεφάλαιο ποῦ διάβαζε, ἔπεφτε πολλὲς φορὲς μὲ τὸ πρόσωπο κάτω, ἐνῶ σὲ πολλοὺς στίχους ἀνύψωνε τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ κι’ δοξολογοῦσε τὸν Θεό.
Ἦταν ἡλικίας σαράντα περίπου ἐτῶν, ἔτρωγε λιγοστά, καὶ μάλιστα πολὺ ξηρὴ τροφή. Ἐπειδὴ βίαζε πολλὲς φορὲς τὸ σῶμα τοῦ ἐπάνω ἀπὸ μέτρο καὶ δύναμη, φαινόταν σὰν σκιά, ὥστε τὸν λυπόμουν γιὰ τὴν ἀσθένεια τοῦ προσώπου του, ποῦ ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀσιτία εἶχε ἐκλείψει καὶ δὲν ἦταν οὔτε δύο δάκτυλα σὲ ποσότητα. Πολλὲς φορὲς τοῦ ἔλεγα, Λυπήσου τὸν ἑαυτό σου, ἀδελφέ, καὶ αὐτὴν τὴν καλὴ ἀγωγὴ ποῦ ἀπέκτησες, καὶ μὴ σύγχυσης καὶ διακόψεις τὴν συμπεριφορά σου, ποῦ εἶναι ὅμοια μὲ μιὰ πνευματικὴ ἁλυσίδα ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ αὔξησης λίγο τὸν κόπο σου, μὴ ἀπομείνεις καὶ σταματήσεις ἐντελῶς ἀπὸ τὸν δρόμο σου. Φάγε μὲ μέτρο, γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ τρώγεις παντοτινά, καὶ μὴ ἁπλώσεις τὸ πόδι σου ἐπάνω ἀπὸ τὴν δύναμη, γιὰ νὰ μὴ μείνεις ἀργὸς διαπαντός.
Ἦταν ἐλεήμων καὶ πολὺ σεμνός, χαρούμενος στὴν ἐλεημοσύνη του, καθαρὸς στὸ σῶμα, πειστικὸς στὴν παρηγοριά, σοφὸς κατὰ Θεό, καὶ λόγω τῆς καθαρότητας καὶ ἱλαρότητας τοῦ ἀγαπιόταν ἀπὸ ὅλους. Ἐργαζόταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς, ὅταν τὸν χρειάζονταν, πολλὲς φορὲς τρεῖς καὶ τέσσερις ἥμερες, καὶ ἐρχόταν στὸ κελί του ἀπὸ βράδυ σὲ βράδυ. Διότι ἦταν ἔμπειρος σὲ κάθε διακονία.
Ὅταν εἶχε κάτι, ἀκόμη καὶ ἂν τὸ χρειαζόταν, ἀπὸ τὴν πολλὴ αἰδημοσύνη πρὸς μικροὺς καὶ μεγάλους, δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ ὅτι δὲν τὸ ἔχει. Συνεργαζόταν μὲ τοὺς ἀδελφοὺς τὶς περισσότερες φορὲς ἀπὸ ντροπὴ καὶ πίεζε γι’ αὐτὸ τὸν ἑαυτό του, διότι δὲν τοῦ ἦταν εὐχάριστο νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ κελί του.
Τέτοια ἦταν ἢ πολιτεία καὶ ἢ διαγωγὴ τοῦ πράγματι θαυμαστοῦ ἐκείνου ἀδελφοῦ. Δοξασμένος ἃς εἶναι Ὁ Θεός μας στοὺς αἰῶνες. Γένοιτο.
Λόγος Ος΄: Περί τοῦ παλαιοῦ γέροντος.
Ἄλλοτε πάλι πῆγα σ’ ἕναν παλαιὸ καλὸ καὶ ἐνάρετο γέροντα, ποῦ πολὺ μὲ ἀγαποῦσε. Ἦταν ἀπαίδευτος στὸν λόγο, ἀλλὰ φωτισμένος στὴν γνώση καὶ βαθὺς στὴν καρδιά, καὶ πρόσφερε ὅσα τοῦ χορηγοῦσε ἢ χάρις. Δὲν ἔβγαινε συχνὰ ἀπὸ τὸ κελί του, ἄλλα πήγαινε στὶς ἅγιες συνάξεις. Πρόσεχε πάντοτε τὸν ἑαυτό του κι’ ζοῦσε ἡσυχαστικά.
Κάποια φορᾶ τοῦ εἶπα Πάτερ, μοῦ ἦλθε λογισμός, νὰ μεταβῶ τὴν Κυριακὴ στὴν στοὰ τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἐκεῖ νὰ καθίσω καὶ νὰ φάγω τὸ πρωί, γιὰ νὰ μὲ ἰδοῦν ὅλοι οἱ εἰσερχόμενοι καὶ ἐξερχόμενοι καὶ νὰ μὲ καταφρονήσουν γι’ αὐτό. Σ’ αὐτά μου ἀποκρίθηκε ὃ γέρων ὡς ἕξης Ἔχει γραφὴ ὅτι «ὅποιος σκανδαλίζει τοὺς κοσμικούς, δὲν θὰ δὴ τὸ φῶς». Κανένας δὲν σὲ γνωρίζει ἐσένα σ’ αὐτὸν τὸν τόπο καὶ δὲν ξέρει τὸν βίο σου θὰ ποῦν λοιπὸν ὅτι οἳ μοναχοὶ τρώγουν ἀπὸ τὸ πρωί. Ἐξ ἄλλου ὑπάρχουν ἐδῶ ἀρχάριοι ἀδελφοὶ ποῦ εἶναι ἀσθενεῖς στοὺς λογισμοὺς τῶν πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς, ποῦ σου ἔχουν ἐμπιστοσύνη καὶ ὠφελοῦνται ἀπὸ σένα, ὅταν σὲ δοῦν νὰ τρώγεις, θὰ βλαβοῦν.
Οἱ ἀρχαῖοι πατέρες προέβαιναν σὲ τέτοιες πράξεις λόγω τῶν πολλῶν θαυματουργιῶν ποῦ ἐπιτελοῦσαν καὶ τῆς ἐκτιμήσεως ποῦ ἀπήλαυσαν καὶ τῆς μεγάλης φήμης των. Τὰ ἔπρατταν δὲ αὐτά, γιὰ νὰ ἀτιμασθοῦν, νὰ ἀποκρύψουν τὴν δόξα τῆς διαγωγῆς των καὶ ν’ ἀπομακρύνουν ἀπὸ ἐπάνω τους τὶς κατηγορίες περὶ τῆς ὑπερηφάνειας. Ἐσένα ὅμως τί σὲ ἀναγκάζει νὰ κάμεις τέτοιο πράγμα; Δὲν γνωρίζεις ὅτι σὲ κάθε μορφὴ βίου ὑπάρχει τάξις καὶ καιρός; Ἐσὺ δὲν ἔχεις φθάσει σὲ τόσο διακεκριμένη διαγωγὴ οὔτε ἔχεις ἀποκτήσει τέτοια φήμη διότι ζεῖς σὰν ἕνας μεταξύ των ἄλλων ἀδελφῶν. Ἔτσι μὲ τὴν πράξη σου αὕτη οὔτε τὸν ἑαυτό σου θὰ ὠφελήσεις, ἄλλα καὶ ἄλλον θὰ βλάψεις.
Ἐξ ἄλλου αὕτη ἢ ἐνέργεια δὲν εἶναι σὲ ὅλους ὠφέλιμη, ἄλλα μόνο στοὺς τελείους καὶ τοὺς μεγάλους, διότι ἐμπερικλείει παράλυση τῶν αἰσθήσεων. Στοὺς μέσους καὶ τοὺς ἀρχαρίους εἶναι ἐπιζήμια, διότι αὐτοὶ χρειάζονται μεγάλη προφύλαξη καὶ ὑποταγὴ τῶν αἰσθήσεων. Οἳ γέροντες ὅμως ἔχουν ξεπεράσει τὸν καιρὸ τῆς προφυλάξεως καὶ κερδίζουν σὲ ὅλα ὅσα θέλουν. Οἳ ἔμποροι ποῦ εἶναι ἄπειροι στὶς μεγάλες ἐπιχειρήσεις προξενοῦν στοὺς ἑαυτοὺς τῶν μεγάλες ζημιές, ἐνῶ στὶς μικρὲς προοδεύουν γρήγορα.
Ἐξ ἄλλου, ὅπως εἶπα, σὲ κάθε ἔργο χρειάζεται τάξις καὶ σὲ κάθε διαγωγὴ ὑπάρχει καθορισμένος καιρός. Ὅποιος ἀρχίζει παράκαιρα ἔργα ὑπέρμετρα γιὰ τὶς δυνάμεις του, ὄχι μόνο δὲν κερδίζει τίποτε, ἄλλα καὶ προκαλεῖ διπλάσια βλάβη στὸν ἑαυτό του. Ἂν ἐπιθυμεῖς τοῦτο, ὑπόμεινε μὲ χαρὰ τὴν ἀκούσια καταφρόνηση, πούτσου ἐπέρχεται κατὰ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ μὴ θορυβηθεῖς οὔτε νὰ μισήσεις ἐκεῖνον ποῦ σὲ προσβάλλει.
Ἤμουν κάποτε σὲ συνάντηση μὲ τὸν γενναῖο ἐκεῖνο γέροντα, ποῦ γεύθηκε τὸν καρπὸ ἀπὸ τὸ φυτὸ τῆς ζωῆς μὲ τὸν ψυχικὸ ἵδρωτα ἀπὸ τὸ πρωὶ τῆς νεότητας τοῦ ἕως τὸ βράδυ τῶν γηρατειῶν του. Ἀφοῦ μ’ δίδαξε πολλοὺς λόγους περὶ ἀρετῆς, μοῦ εἶπε αὐτὸ ‘Κάθε προσευχή, στὴν ὁποία δὲν μοχθεῖ τὸ σῶμα καὶ δὲν θλίβεται ἢ καρδιά, θεωρεῖται ἔκτρωμα διότι εἶναι προσευχὴ χωρὶς ψυχή’.
Ἄλλοτε πάλι μου εἶπε Νὰ μὴ ἔχεις καθόλου δοσοληψίες μὲ ἄνθρωπο φιλόνικο ποῦ θέλει νὰ ἐπιβολὴ τὶς ἀπόψεις του, πονηρὸν στὴν διάνοια καὶ ἀναιδῆ στὶς αἰσθήσεις του, γιὰ νὰ μὴ ἀπομακρύνεις ἀπὸ ἐπάνω σου τὴν καθαρότητα, ποῦ ἀπέκτησες μὲ πολὺν κόπο, καὶ γέμισης ἔτσι τὴν καρδιά σου μὲ σκοτάδι καὶ ταραχή’.
Λόγος ΟΖ΄ : Περί ετέρου γέροντος.
Κάποτε πῆγα στὸ κελὶ κάποιου γέροντα. Ὃ ἅγιος αὐτὸς ἄνθρωπος σπάνια ἄνοιγε σὲ κάποιον. Μόλις εἶδε ἀπὸ τὸ παράθυρο, ὅτι εἶμαι ἐγώ, μοῦ εἶπε• θέλεις νὰ μπεῖς; Κι’ ἐγὼ ἀπάντησα Ναί, τίμιε πάτερ’. Ἀφοῦ μπῆκα, εὐχήθηκα, κάθισα καὶ εἴχαμε μακρὰ συνομιλία.
Στὸ τέλος τὸν ἐρώτησα
Τί πρέπει νὰ κάμω, πάτερ, ποῦ ἔρχονται μερικοὶ σὲ μένα, καὶ οὔτε κερδίζω οὔτε ὠφελοῦμαι ἀπὸ τὴν συνάντηση μαζί τους; Ντρέπομαι νὰ τοὺς πῶ νὰ μὴ ἔλθουν. Πολλὲς φορὲς μάλιστα μ’ ἐμποδίζουν κι’ ἀπὸ τὶς συνηθισμένες ἀκολουθίες. Γι’ αὐτὸ θλίβομαι.
Πρὸς αὐτά μου ἀπάντησε ὃ μακάριος ἐκεῖνος γέροντας.
Ὅταν ἔρχονται σ’ ἐσένα τέτοιοι ἄνθρωποι ποῦ ἀγαποῦν τὴν ἀργία, ἀφοῦ
καθίσουν ὀλίγο, προφασίσου ὅτι θέλεις νὰ σηκωθεῖς γιὰ προσευχὴ καὶ εἶπε στὸν ἐπισκέπτη σου, ὅποιος κι’ ἂν εἶναι, μὲ ὑπόκλιση.
Ἀδελφέ, ἃς προσευχηθοῦμε, διότι ἦλθε ἢ ὥρα γιὰ τὸν κανόνα μου καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸν παραβιάσω μου ἔρχεται βάρος, ὅταν θελήσω νὰ τὸν τελέσω σὲ ἄλλη ὥρα καὶ μοῦ γίνεται αἰτία ταραχῆς δὲν μπορῶ λοιπὸν νὰ τὸν ἀφήσω χωρὶς κάποια ἀνάγκη. Καὶ ἀσφαλῶς τώρα δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ καταργήσω τὴν προσευχή μου.
Καὶ νὰ μὴ τὸν ἀφήσεις νὰ μὴ προσευχηθεῖ μαζί σου. Ἄν σου εἰπεῖ, προσευχήσου ἐσὺ καὶ ἐγὼ φεύγω, κάμε τοῦ μετάνοια καὶ εἶπε, Ἔχε τὴν καλοσύνη νὰ κάμεις μαζί μου τουλάχιστον αὐτὴν τὴν μία εὐχή, γιὰ νὰ ὠφεληθῶ ἀπὸ τὴν προσευχή σου’. Καὶ ὅταν σηκωθεῖτε, παράτεινε τὴν προσευχή σου περισσότερο ἀπὸ ὅσο συνηθίζεις. Ἂν ἐνεργήσεις ἔτσι σ’ αὐτοὺς ποῦ σὲ ἐπισκέπτονται, ὅταν καταλάβουν ὅτι δὲν συμφωνεῖς μὲ τὴν τακτική τους οὔτε ἀγαπᾶς τὴν ἀργία, ὅπου ἀκούσουν ὅτι παρευρίσκεσαι, δὲν πρόκειται νὰ πλησιάσουν.
Πρόσεχε λοιπὸν μὴ τυχόν, ἀπὸ εὐλάβεια πρὸς πρόσωπο ἀνθρώπου, κατάλυσης τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἂν ὅμως εὑρέθη κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες ἢ κάποιος ξένος ἀδελφὸς κουρασμένος, τότε σὰν μεγάλη προσευχὴ θεωρεῖται το νὰ σταθεῖς μαζὶ μὲ αὐτόν. Καὶ ἂν ὃ ξένος εἶναι ἀπὸ ἐκείνους ποῦ ἀγαποῦν τὶς ματαιολογίες, ἀνάπαυσε τὸν κατὰ δύναμη καὶ ἀπόλυσε τὸν εἰρηνικά.
Εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες• θαυμάζω ποῦ ἄκουσα ὅτι μερικοὶ κάμουν τὸ ἐργόχειρο στὰ κελιά τους καὶ μποροῦν ἀνελλιπῶς νὰ τελέσουν τὸν κανόνα τους, χωρὶς νὰ ταράσσονται. Εἶπε ἐπίσης ἕνα θαυμάσιο λόγο• ἀληθινά σας λέγω ὅτι, ἂν μεταβῶ γιὰ νερό, διαταράσσω τὴν συνήθειά μου καὶ τὴν ταξί της, καὶ ἐμποδίζεται ἔτσι ἢ πλήρης λειτουργία τοῦ διακριτικοῦ μου.
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΩΝ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ -ΞΒ-ΠΣΤ-
ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1991