Τὸν ταπεινὸ «ὑψώνει» καὶ δοξάζει ὁ Θεὸς
Ὅπως ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πλησιάζει τὸν ταπεινόφρονα, ἔτσι στὸν ὑπερήφανο ἔρχονται ὀδυνηρὲς περιστάσεις. Οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Κυρίου εἶναι στοὺς ταπεινόφρονες, γιὰ νὰ τοὺς κάνει νὰ εὐφραίνονται στοὺς ὑπερήφανους ὅμως ἐναντιώνεται, γιὰ νὰ τοὺς ταπεινώσει. Ὁ ταπεινὸς δέχεται συνεχῶς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ σκληρόκαρδος καὶ ὀλιγόπιστος βρίσκει στὸ δρόμο τοῦ συναπαντήματα φοβερά. Ταπείνωσε τὸν ἑαυτό σου γιὰ ὅλες τὶς δωρεὲς πού δέχθηκες ἀπὸ τὸ Θεό, μπροστά σε ὅλους τους ἀνθρώπους, καὶ θὰ δοξαστεῖς πιὸ πολὺ παρὰ οἱ ἄρχοντες αὐτοῦ του κόσμου. Νὰ προλαβαίνεις καὶ νὰ χαιρετᾶς ὅλους τους ἀνθρώπους, καὶ νὰ ὑποκλίνεσαι μπροστά τους, καὶ ἔτσι θὰ τιμηθεῖς πιὸ πολὺ παρὰ αὐτοὶ πού προσφέρουν ὡς δῶρο χρυσάφι καθαρό.
Ἐξευτέλισε τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό σου, καὶ θὰ δεῖς μέσα σου τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅπου βλαστάνει ἡ ταπείνωση, ἐκεῖ ἀφθονεῖ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν ἀγωνισθεῖς νὰ ἐξευτελιστεῖς φανερὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ ἐξαλείψεις τὴν ὑπερηφάνειά σου καὶ τὸν ἐγωισμό σου, ὁ Θεὸς θὰ σὲ κάνει νὰ δοξαστεῖς. Ἐὰν ὅμως ταπεινώνεσαι μέσα στὴν καρδιά σου, χωρὶς νὰ σὲ βλέπουν Οἱ ἄλλοι, τότε ὁ Θεὸς φανερώνει τὴ δόξα του στὴν καρδιά σου. Ὅταν ἔχεις μεγάλα ἀξιώματα ἡ χαρίσματα, νὰ γίνεις εὐκαταφρόνητος, γιὰ νὰ μὴν ὑψηλοφρονήσεις καὶ χάσεις τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ὅταν πάλι βλέπεις ὅτι εἶσαι πολὺ μικρὸς καὶ ἀδύναμος πνευματικά, μὴ κάνεις τὸν σπουδαῖο. Νὰ δέχεσαι μὲ προθυμία τὴν καταφρόνια τῶν ἀνθρώπων, καὶ θὰ γεμίσεις ἀπὸ τὴν τιμὴ τοῦ Θεοῦ. Δὲ βλέπεις μέσα σου τὰ πολλαπλὰ τραύματα τῆς ἁμαρτίας σου καὶ ζητᾶς νὰ σὲ τιμήσουν; Ἀπόφυγε τὶς τιμὲς τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ σὲ τιμήσει ὁ Θεός, καὶ μὴν ἀγαπήσεις τὶς τιμές, γιὰ νὰ μὴν ἀτιμασθεῖς. Ὅποιος κυνηγάει τὴν τιμή, αὕτη φεύγει ἀπὸ μπροστά του, καὶ ὅποιος τὴν ἀποφεύγει, ἡ τιμὴ θὰ τὸν κυνηγήσει | καὶ θὰ γίνει κήρυκας τῆς ταπείνωσής του σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους. Ἐὰν καταφρονεῖς τὸν ἑαυτό σου ὅτι τίποτε δὲν εἶσαι χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μὴν τιμηθεῖς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, θὰ σὲ φανερώσει γιὰ τὴν ταπείνωσή σου. Ἐὰν ἀπὸ ἀληθινὴ ταπείνωση κατηγορήσεις τὸν ἑαυτό σου, θὰ ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς σὲ ὅλα τα κτίσματά του νὰ σὲ ἐπαινέσουν. Καὶ θὰ ἀνοίξει μπροστά σου ἡ πόρτα τῆς δόξας τοῦ Πλαστουργοῦ σου, καὶ θὰ σὲ ἐπαινέσουν, διότι ἔγινες στὴν πραγματικότητα κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ.
Ποιὸς ἔχει δεῖ ἄνθρωπο πού νὰ λάμπει μὲ τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ νὰ φαίνεται εὐκαταφρόνητος στοὺς ἀνθρώπους; Πού ἡ ζωή του νὰ εἶναι φωτεινὴ καὶ νὰ εἶναι σοφὸς στὴ γνώση, ἀλλὰ νὰ ἔχει ταπεινὸ φρόνημα; Μακάριος εἶναι ὅποιος κατὰ Θεὸν ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις καὶ μπροστά σε ὅλους τους ἀνθρώπους, γιατί αὐτὸς θὰ δοξαστεῖ γιατί ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, πού ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν μικραίνει, ἀπὸ τὸ Θεὸ δοξάζεται. Καὶ ἂν κανεὶς ὑπομένει καὶ πείνα καὶ δίψα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως Οἱ Ἀπόστολοι καὶ Οἱ Μάρτυρες, θὰ τὸν μεθύσει ὁ Θεὸς μὲ τὰ ἐπουράνια ἀγαθά του. Καὶ ὅποιος δὲν ἔχει νὰ ντυθεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸν ντύνει ὁ Θεὸς μὲ τὴ στολὴ τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς δόξας. Καὶ ὅποιος ζεῖ στὴ φτώχεια γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς τὸν παρηγορεῖ μὲ τὸν ἀληθινό του πλοῦτο. Ταπείνωσε τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Κύριος καὶ Οἱ Ἅγιοι, καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβεις θὰ δοξαστεῖς πολὺ σὲ ὅλη σου τὴ ζωή. Νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου ἁμαρτωλό, γιὰ νὰ εἶναι δίκαιη ὅλη ἡ ζωή σου. Μὴ φανερώνεις τὴ σοφία σου, γιὰ νὰ μὴν ὑψηλοφρονήσεις, καὶ μὴ κάνεις τὸ σοφό, ἐνῶ εἶσαι ἄμαθης. Καὶ ἐὰν τὸν ἀφελῆ καὶ τὸν ἀμαθῆ ἡ ταπείνωση τοῦ τὸν ὑψώνει, πόσης ἄραγε τιμῆς θὰ γίνει πρόξενος (ἡ ταπείνωση) γιὰ τοὺς μεγάλους καὶ σπουδαίους ἀνθρώπους;
Νὰ φεύγεις μακριὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία, καὶ θὰ δοξαστεῖς. Νὰ φοβᾶσαι τὴν ὑπερηφάνεια, καὶ θὰ θεωρεῖσαι σπουδαῖος. Ἡ κενοδοξία δὲ δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ Θεό, οὔτε ἡ ὑψηλοφροσύνη στὶς γυναῖκες. Ἂν μὲ τὴ θέλησή σου ἀπαρνήθηκες, μοναχέ, ὅλα τα κοσμικὰ πράγματα, γιὰ τιποτένιο πράγμα σὲ καμιὰ περίπτωση νὰ μὴ φιλονικήσεις. Ἂν σιχάθηκες τὴν κενοδοξία, φεῦγε μακριὰ ἂπ’ αὐτοὺς πού τὴν κυνηγοῦν. Νὰ ἀποφεύγεις αὐτοὺς πού ἀγαπούν τὶς περιουσίες καὶ νὰ μὴ ζητᾶς ἀλλὰ ἀποκτήματα.
Νὰ συναναστρέφεσαι μὲ αὐτοὺς πού ἔχουν ταπείνωση, καὶ θὰ μάθεις καὶ σὺ τοὺς τρόπους τους. Γιατί ἂν τὸ νὰ βλέπεις τοὺς ταπεινοὺς εἶναι ὠφέλιμο, πόσο μᾶλλον ἡ διδασκαλία τους.
Νὰ τιμᾶς τὸν πλησίον σου
Πίεσε τὸν ἑαυτό σου, ὅταν συναντήσεις ἕνα ἄλλον ἄνθρωπο, νὰ τὸν τιμήσεις πάνω ἀπὸ τὴν ἀξία του. Φίλησε τοῦ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, καὶ κράτησε τὰ χέρια του μὲ πολλὴ τιμὴ καὶ βάλε τα στὰ μάτια σου, καὶ παίνεψε τὸν καὶ γι’ αὐτὰ πού δὲν ἔχει. Καὶ ὅταν ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ σένα, πὲς γι’ αὐτὸν ὅτι καλὸ καὶ σπουδαῖο γιατί μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἡ μὲ παρόμοιους τρόπους, τὸν προσελκύεις στὸ καλό, καὶ τὸν ἀναγκάζεις νὰ ντρέπεται γιὰ τὰ καλὰ λόγια πού τοῦ ἀπηύθυνες. Καὶ σπέρνεις μέσα του σπέρματα ἀρετῆς. Κι ὅσο γιὰ σένα, ἀπὸ μιὰ τέτοια συνήθεια πού ἀποκτᾶς μὲ τὸν καιρό, τυπώνεται μέσα σου ἀγαθὸς χαρακτήρας, καὶ ἀποκτᾶς πολλὴ ταπείνωση, καὶ χωρὶς κόπο κατορθώνεις μεγάλες ἀρετές. Κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ κι ἂν ἔχει αὐτὸς κάποια ἐλαττώματα, καθὼς ἐσὺ τὸν τιμᾶς, μὲ εὐχαρίστηση δέχεται ἐκ μέρους σου τὴ θεραπεία ἀπὸ συστολὴ γιὰ τὴν τιμὴ πού τοῦ ἀπέδωσες.
Ἡ ταπείνωση εἶναι στολὴ τῆς θεότητας
Θέλω ν’ ἀνοίξω τὸ στόμα μου, ἀδελφοί, καὶ νὰ μιλήσω γιὰ τὴν ὑψηλὴ ὑπόθεση τῆς ταπεινοφροσύνης. Ὅμως φοβᾶμαι πολύ, ὅπως φοβᾶται ἐκεῖνος πού πρόκειται νὰ μιλήσει γιὰ τὸ Θεὸ μὲ τοὺς δικούς του συλλογισμούς. Γιατί ἡ ταπείνωση εἶναι στολὴ τῆς Θεότητας. Ὁ Υἱὸς δηλ. καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος, τὴν ταπεινοφροσύνη ντύθηκε, καὶ συναναστράφηκε μαζί μας μὲ αὐτὴν μέσα στὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Καὶ ὁποῖος ντυθεῖ τὴν ταπεινοφροσύνη, πραγματικὰ γίνεται ὅμοιος μὲ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, πού κατέβηκε ἀπὸ τὸ δικό του ὕψος καὶ σκέπασε μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη τὴ μεγαλοσύνη καὶ τὴ δόξα του, γιὰ νὰ μὴν καταφλεχθῆ ἡ κτίση, βλέποντας τὴ θεότητά του. Διότι ἡ κτίση δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἀντικρίσει, ἂν δὲν ἔπαιρνε ἕνα μέρος ἀπὸ αὐτήν, δηλ. τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ὥστε νὰ ἐπικοινωνήσει μαζί της. Οὔτε μποροῦσαν Οἱ κτιστὲς ὑπάρξεις νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια τοῦ πρόσωπο μὲ πρόσωπο. Διότι οὔτε Οἱ Ἰσραηλίτες μπόρεσαν νὰ ἀκούσουν τὴ φωνή του, ὅταν λάλησε πρὸς αὐτοὺς μέσα ἀπὸ τὴ νεφέλη. Γι’ αὐτὸ εἶπαν στὸ Μωϋσῆ (Ἐξ. 20, 19): “Ἃς λαλήσει ὁ Θεὸς μαζί σου, καὶ σὺ πὲς μᾶς τοὺς λόγους του, καὶ ἃς μὴ λαλήσει ὁ Θεὸς μαζί μας, γιὰ νὰ μὴν πεθάνουμε.
Τώρα ὅμως, πού ὁ Θεὸς ἔχυσε τὴ χάρη του στὸν κόσμο μὲ τὴν παρουσία του, δὲν κατέβηκε σὲ μᾶς μὲ σεισμὸ καὶ φωτιά, οὔτε μὲ φοβερὴ καὶ δυνατὴ φωνή, ἀλλὰ ἦρθε ὅπως ἡ βροχὴ στὸ κουρεμένο μαλλὶ τοῦ προβάτου καὶ ὅπως ἡ σταγόνα πού στάζει στὸ χῶμα ἁπαλά, καὶ συναναστράφηκε μαζί μας μὲ ἀνθρώπινη μορφή. Σκέπασε δηλ., ὅπως σκεπάζουμε ἕνα θησαυρό, μὲ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα τὴ δόξα του, καὶ ἐπικοινωνοῦσε μαζί μας μὲ κεῖνο τὸ σῶμα πού κατασκεύασε τὸ θεῖο τοῦ νεῦμα ἀπὸ τὸν κόλπο τῆς παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας, ὥστε βλέποντας τὸν ὡς ἄνθρωπο νὰ συναναστρέφεται μαζί μας, νὰ μὴ ταραχθοῦμε ἀπὸ τὴ θεωρία του. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, ὁποῖος φορέσει ἐκείνη τὴ στολὴ τῆς ταπεινοφροσύνης, μὲ τὴν ὁποία τὸν εἶδε ἡ κτίση μέσα στὸ ἀνθρώπινο σῶμα πού φόρεσε ὁ κτίστης, τὸν ἴδιο το Χριστὸ ντύνεται. Καὶ ἀντὶ νὰ ντύνεται τὴν κοσμικὴ τιμὴ καὶ τὴν ἐξωτερικὴ δόξα, στολίζεται μὲ τὸ ἐσωτερικὸ ἔνδυμα τῆς ταπεινοφροσύνης. Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ λογικὰ κτίσματα, βλέποντας ἕναν ὁποιοδήποτε ἄνθρωπο νὰ φοράει αὐτὸ τὸ ὁμοίωμα τῆς ταπεινοφροσύνης, ἀκόμη καὶ μὲ τὴ σιωπὴ τοὺς τὸν προσκυνοῦν, τιμώντας τὸν Κύριό τους, πού τὸν εἶδαν νὰ τὴ φοράει καὶ νὰ συναναστρέφεται μαζί τους μέσω αὐτῆς. Ποιὸ κτίσμα, ἀλήθεια, δὲν εὐλαβεῖται τὴ θεωρία τοῦ ταπεινόφρονα; Ὅμως μέχρι πού ἀποκαλύφθηκε σὲ ὅλους ἡ δόξα τῆς ταπεινοφροσύνης, ἦταν εὐκαταφρόνητη ἡ θεωρία της, μόλο πού ἦταν γεμάτη ἁγιότητα. Τώρα ὅμως ἀνέτειλε σὰν τὸν ἥλιο ἡ δόξα της στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων. Καὶ κάθε συνετὸς ἄνθρωπος τὴν τιμᾶ, ὁπού καὶ ἂν φανεῖ. Γι’ αὐτὸ οὔτε Οἱ ἐξ ἀγνοίας ἐχθροί της ἀλήθειας δὲν τὴ θεωροῦν εὐκαταφρόνητη, ἂν καὶ αὐτὸς πού τὴν ἀπέκτησε φαίνεται φτωχότερος ἂπ’ ὅλα τα κτίσματα. Ὡστόσο, ὅποιος ἔμαθε τὴν ταπείνωση, τιμᾶται ἀπὸ τὰ λογικὰ κτίσματα σὰν νὰ φοράει στεφάνι καὶ βασιλικὴ πορφύρα.
Στὸ ταπεινόφρονα ὑποτάσσεται ἡ λογικὴ καὶ ἡ ἄλογη κτίση. Ὁ ἀληθινὸς ταπεινόφρων
Ὅποιος ὑποτάξει τὸν ἑαυτό του στὸ Θεό, εἶναι κοντὰ στὸ νὰ ὑποταγοῦν σ’ αὐτὸν τὰ πάντα. Τὸν καιρὸ δηλ. πού κυριαρχεῖ ἡ ταπείνωση στὴ διαγωγή σου, ὑποτάσσεται σὲ σένα τὸν ταπεινὸ ὁ ψυχικός σου κόσμος, καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν ὑποτάσσονται σὲ σένα τὰ πάντα. Διότι γεννιέται μέσα στὴν καρδιά σου ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅσο εἶσαι ἔξω ἀπὸ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, θὰ καταδιώκεσαι συνεχῶς ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ πάθη σου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ διάφορα δυσάρεστα περιστατικά. Ἀλήθεια, Κύριε, ἂν δὲν ταπεινωθοῦμε, δὲν παύεις σὺ νὰ μᾶς ταπεινώνεις. Ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση γεννιέται ἀπὸ τὴ γνώση. Καὶ ἡ ἀληθινὴ γνώση γεννιέται ἀπὸ τοὺς πειρασμούς.
Τὸν ταπεινόφρονα κανένας μυαλωμένος ἄνθρωπος ποτὲ δὲν τὸν μισεῖ, δὲν τὸν πληγώνει μὲ λόγια, δὲν τὸν καταφρονεῖ. Ὅλοι Οἱ καλοὶ ἄνθρωποι τὸν ἀγαπούν, διότι τὸν ἀγαπᾶ ὁ Κύριος του. Ὅλους τους ἀγαπάει καὶ ὅλοι τὸν ἀγαπούν. Ὅλοι τὸν θέλουν, καὶ σὲ κάθε τόπο, ὅπου πλησιάζει, τὸν βλέπουν ὡς ἄγγελο φωτὸς καὶ τοῦ ἀποδίδουν ξεχωριστὴ τιμή. Καὶ ὅταν μιλήσει, ὁ σοφὸς καὶ ὁ δάσκαλος σιωπούν μπροστά του, διότι δίνουν τὸ λόγο στὸν ταπεινόφρονα. Τὰ μάτια ὅλων προσέχουν στὰ λόγια τοῦ στόματός του. Κάθε ἄνθρωπος περιμένει τί θὰ πεῖ, σὰν νὰ εἶναι λόγια Θεοῦ. Τὰ σύντομα καὶ κοφτὰ λόγια τοῦ εἶναι σὰν τοὺς λόγους τῶν σοφῶν, πού προσέχουν ἕνα ἕνα τα νοήματά τους. Τὰ λόγια τοῦ εἶναι γλυκὰ γιὰ τοὺς σοφοὺς πού τὰ ἀκοῦνε, πιὸ γλυκὰ ἀπὸ τὴν κηρήθρα στὸ φάρυγγα. Καὶ ὅλοι τὸν λογαριάζουν ὅτι ἔχει τὸ Θεὸ μέσα του, κι ἃς εἶναι ἀμαθὴς στὴν ἔκφρασή του, καὶ στὴ θεωρία εὐκαταφρόνητος καὶ εὐτελής.
Πλησιάζει ὁ ταπεινόφρων στὰ σαρκοβόρα θηρία καί, ὅταν πέσει τὸ βλέμμα τοὺς ἐπάνω του, γίνεται ἥμερη ἡ ἀγριότητά τους, καὶ τὸν πλησιάζουν σὰν κύριό τους, καὶ κινοῦν περιποιητικά τα κεφάλια τους καὶ γλείφουν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ διότι ὀσφραίνονται σ’ αὐτὸν ἐκείνη τὴν εὔωδια, πού ἐξέπεμπε ὁ Ἀδὰμ πρὶν ἀπὸ τὴν παράβαση, ὅταν μαζεύτηκαν κοντά του καὶ τὰ ‘δωσε ὀνόματα στὸν παράδεισο. Τὸ σῶμα πού ἔλαβε ἀπὸ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους ὁ Ἰησοῦς τὸ ξανάκτισε καὶ τὸ χάρισε σὲ μᾶς μὲ τὴν ἀνθρώπινη παρουσία του. Αὐτὸ εἶναι πού σκόρπισε τὴν εὔωδιά του στὸ ἀνθρώπινο γένος.
Καὶ πάλι, πλησιάζει ὁ ταπεινόφρων στὰ θανατηφόρα ἑρπετά, καὶ μόλις αἰσθανθοῦν ἐπάνω στὸ σῶμα τοὺς τὸ χέρι του, ἡ ὀξύτητα καὶ ἡ σκληρότητα τῆς θανατηφόρας πικρότητάς τους σταματάει, καὶ στὰ χέρια τοῦ τὰ τρίβει σὰν νὰ ‘ναι ἀκρίδες. Ἔρχεται κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν προσέχουν ὅπως τὸν Κύριο. Καὶ γιατί ἀναφέρω μόνο τους ἀνθρώπους; Ἄλλα καὶ οἱ δαίμονες μὲ ὅλη τὴν ὁρμητικότητα καὶ τὴν πικρία τους καὶ τὸ καυχησιάρικο φρόνημά τους, μόλις πλησιάσουν στὸν ταπεινόφρονα, γίνονται ἀδρανεῖς σὰν τὸ χῶμα, καὶ μαραίνεται ὅλη ἡ κακία τους, καὶ καταστρέφονται οἱ μηχανορραφίες τους, καὶ μένουν ἀνενέργητες Οἱ πανουργίες τους.
Ὅποιος ἄνθρωπος εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τοῦ ἐπιεικὴς καὶ ἥσυχος, ἡ συνετός, ἡ πράος, δὲ φτάνει μόνο ἂπ’ αὐτὸ στὸ βαθμὸ τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἀληθινὸς ταπεινόφρων εἶναι αὐτὸς πού ἔχει ἕνα κρυφὸ ταλέντο, πού νὰ τὸν κάνει νὰ ὑπερηφανεύεται, ἀλλὰ δὲν ὑπερηφανεύεται, παρὰ συλλογίζεται ὅτι εἶναι χωματένιο. Ἄλλα οὔτε κι αὐτὸν πού, ἀπὸ τὴν ἐνθύμηση τῶν ἁμαρτημάτων, συντρίβεται ἡ καρδιά του, καὶ ταπεινοφρονὴ καὶ δὲν ἀφήνει στὸ νοῦ του νὰ περηφανευτεῖ, οὔτε κι αὐτὸν τὸν λέμε ταπεινόφρονα, ἂν καὶ αὐτὸ πού κάνει εἶναι ἀξιέπαινο. Διότι ἀκόμη ἔχει τὸ λογισμὸ τῆς ὑπερηφάνειας, καὶ δὲν ἀπέκτησε τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση, ἀλλὰ τὴν προσεγγίζει ἁπλῶς μὲ τοὺς παραπάνω τρόπους. Ἂν καὶ αὐτὸ πού κάνει εἶναι ἀξιέπαινο, ὅπως εἶπα, ὅμως ἀκόμη θέλει τὴν ταπείνωση, γιατί δὲν τὴν ἔχει ἀποκτήσει. Ἀληθινὸς καὶ τέλειος ταπεινόφρων εἶναι αὐτὸς πού δὲ χρειάζεται νὰ ἐφευρίσκει μὲ τὸ νοῦ τοῦ διάφορους λόγους, ὅπως οἱ ἁμαρτίες του καὶ ἡ χοικότητά του, γιὰ νὰ ταπεινοφρονῆ, ἀλλὰ ἀπέκτησε τὴν ταπεινοφροσύνη σὲ ὑψηλὸ βαθμὸ καὶ σὰν κάτι τὸ φυσιολογικό, χωρὶς ἰδιαίτερη ἐργασία. Σὰν νὰ δέχτηκε δηλ. μέσα του ἕνα μεγάλο χάρισμα, ἀνώτερο ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση, καί, ἐντούτοις, αὐτὸς θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἁμαρτωλὸ καὶ εὐτελῆ καὶ εὐκαταφρόνητο.
Ἀγάπησε τὰ ταπεινὰ ἐνδύματα
Ἀγάπησε τὰ πενιχρὰ ἐνδύματα, γιὰ νὰ σβήσεις τοὺς λογισμοὺς τῆς ὑψηλοφροσύνης πού ἀναδύονται μέσα σου. Γιατί αὐτὸς πού ἀγαπᾶ τὴν πολυτέλεια καὶ τὰ λαμπερὰ ροῦχα δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει ταπεινοὺς λογισμούς. Διότι ἡ καρδιὰ μέσα στὸν ἄνθρωπο συμμορφώνεται μὲ τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα.
Πῶς νὰ προλάβεις τὴν οἴηση
Φυλάξου ἀπὸ τὴν οἴηση τὴν ὥρα τῶν καλῶν ἀλλοιώσεων. Ἅμα ἀρχίσεις νὰ αἰσθάνεσαι οἴηση καὶ ἔπαρση, νὰ προσευχηθεῖς μὲ τὴν καρδιά σου καὶ νὰ παρουσιάσεις στὸν Κύριο τὴν ἀδυναμία σου καὶ τὴν ἀμάθειά σου, γιὰ νὰ μὴ σοῦ συμβεῖ νὰ πέσεις σὲ αἰσχρὰ ἁμαρτήματα. Διότι τὴν ὑπερηφάνεια ἀκολουθεῖ ἡ πορνεία, καὶ τὴν οἴηση ἡ πλάνη.
Χωρὶς τὴν ταπείνωση τὰ ἐνάρετα ἔργα γίνονται μάταια
Ἂν κάνεις ἕνα καλὸ ἔργο ἀρετῆς καὶ δὲν αἰσθανθεῖς τὴ γεύση ὅτι σὲ βοηθάει πνευματικά, μὴ θαυμάσεις. Γιατί, μέχρι νὰ ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, δὲν ἀπολαμβάνει τὸ μισθὸ τῆς ἐργασίας του. Ἡ ἀμοιβή, πάλι, δὲ δίνεται γιὰ τὸν κόπο τῆς ἐργασίας, ἀλλὰ γιὰ τὴν ταπείνωση πού συνοδεύει τὴν ἐργασία. Ὅποιος περιφρονεῖ τὴν ταπείνωση χάνει τὴν ἀμοιβὴ τῆς ἐργασίας του. Ὅποιος προλάβει καὶ πάρει ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴν ἀμοιβὴ τῆς ταπεινῆς του καρδιᾶς, ἡ καὶ τῶν ταπεινῶν του ἔργων, αὐτὸς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν ἐργαζόμενο τὴν ἁπλὴ ἀρετή. Τὴν ἀρετὴ ἀκολουθεῖ ἡ λύπη καὶ ὁ κόπος, καὶ ἀπὸ τὴ λύπη γεννιέται ἡ ταπείνωση, καὶ στὸν ταπεινὸ δίνεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Λοιπόν, ἡ ἀνταπόδοση τῆς θείας Χάρης δὲ δίνεται γιὰ τὴν ἁπλὴ ἀρετή, οὔτε γιὰ τὸν κόπο πού τὴ συνοδεύει, ἀλλὰ γιὰ τὴν ταπείνωση πού γεννιέται ἂπ’ αὐτά. Καὶ ἂν λείψει ἡ ταπείνωση, τὰ πρῶτα, δηλ. τὰ ἐνάρετα ἔργα καὶ ὁ κόπος τους, γίνονται μάταια.
Ὁ Κύριος σοφίζει τὸν ταπεινὸ
Ὅποιος ἐξευτελίζει τὸν ἐμπαθῆ ἑαυτό του καὶ τὸν ταπεινώνει, αὐτὸς θὰ γίνει σοφὸς ἀπὸ τὸν Κύριο. Καὶ ὅποιος ἔχει τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι σοφός, αὐτὸς θὰ χάσει τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ.
Καὶ μόνο ἡ ταπείνωση μπορεῖ νὰ παρασταθεῖ ἐνώπιον τὸν Θεὸν καὶ νὰ πρεσβεύσει γιὰ μᾶς
Ἡ κατάσταση τῆς ταπείνωσης, καὶ χωρὶς νὰ συνοδεύεται ἀπὸ ἔργα ἀγαθά, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ ἄρρωστου, ἡ τοῦ ἐγκλείστου μονάχου, πολλὰ ἁμαρτήματα συγχωρεῖ τὰ ἔργα ὅμως, χωρὶς τὴν ταπείνωση, ὄχι μόνο εἶναι ἀνωφελῆ, ἀλλὰ καὶ πολλὰ κακά μας προκαλοῦν. Λοιπόν, μὲ τὴν ταπείνωση, ὅπως ἀνέφερα, νὰ περιμένεις τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν σου. Καὶ ὅπως τὸ ἁλάτι συντηρεῖ καὶ νοστιμίζει κάθε τροφή, ἔτσι εἶναι καὶ ἡ ταπείνωση γιὰ κάθε ἀρετὴ καὶ μπορεῖ νὰ συντρίψει τὴ δύναμη πολλῶν ἁμαρτημάτων. Γι’ αὐτὴ λοιπὸν τὴν ταπείνωση εἶναι ἀνάγκη νὰ λυπᾶσαι, ἀδιαλείπτως, ἀνάλογα βέβαια μὲ τὶς δυνάμεις σου, μέχρι νὰ τὴν ἀποκτήσεις. Καὶ ὅταν τὴν ἀποκτήσουμε στὸ κελὶ τῆς ἡσυχίας μας, ὅπου ζοῦμε ἐντελῶς ἀπομακρυσμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο, μᾶς κάνει παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ κάνουμε ἀγαθὰ ἔργα, ὅπως οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο, μᾶς φέρνει στὸ Θεό. Χωρὶς αὐτὴν ὅλα τα ἔργα μᾶς εἶναι μάταια, καὶ ὅλες οἱ ἀρετές, καὶ ὅλες οἱ ἐργασίες μας.
Λοιπόν, ὁ Θεὸς θέλει τὴν ἀλλοίωση τῶν λογισμῶν μᾶς διότι μὲ τοὺς καλοὺς λογισμοὺς προοδεύουμε, καὶ μὲ τοὺς κακοὺς λογισμοὺς ἐξαχρειωνόμαστε. Μόνη ἡ ταπείνωση, χωρὶς ἄλλη βοήθεια, εἶναι ἱκανὴ νὰ παρασταθεῖ ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ νὰ πρεσβεύσει γιὰ μᾶς.
Τὰ μεγάλα μέτρα τῆς ταπεινοφροσύνης
Αὐτὸν πού ἔφτασε σὲ πολὺ μεγάλα ὕψη ταπεινοφροσύνης, δὲν τὸν πιάνει ταραχὴ ὅταν τὸν ἀδικοῦν, οὔτε θέλει νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ κεῖνο τὸ πράγμα, γιὰ τὸ ὅποιο ἀδικήθηκε. Δέχεται, λοιπόν, τὶς συκοφαντίες σὰν νὰ εἶναι ἀλήθεια, καὶ δὲ φροντίζει νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους ὅτι τὸν συκοφάντησαν, ἀλλὰ ζητάει νὰ τὸν συγχωρήσουν. Μερικοὶ μάλιστα, μὲ τὴ θέλησή τους, κατάφεραν νὰ τοὺς ὀνομάζουν Οἱ ἄλλοι ἀκόλαστους, ἐνῶ δὲν ἦταν ἄλλοι πάλι δέχτηκαν μὲ ὑπομονὴ νὰ τοὺς ὀνομάζουν μοιχούς, χωρὶς νὰ εἶναι καί, δακρύζοντας, φόρτωναν στὸν ἑαυτὸ τοὺς τὴν πικρὴ ἀνταμοιβὴ μιᾶς ἁμαρτίας πού δὲ διέπραξαν, καὶ κλαίγοντας ζητοῦσαν, ἂπ’ αὐτοὺς πού τοὺς εἶχαν συκοφαντήσει, συγχώρηση γιὰ τὴν ἁμαρτία πού δὲν ἔκαμαν, ἐνῶ ἦταν στεφανωμένοι στὴν ψυχὴ μὲ τὸ στεφάνι τῆς καθαρότητας καὶ τῆς ἁγνότητας. Ἄλλοι πάλι, γιὰ νὰ μὴ δοξαστοῦν γιὰ τὴν κρυμμένη μέσα τους ἐνάρετη κατάστασή τους, ἔκαναν τὸν παλαβό, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἦταν σταθερὰ γαλήνιοι καὶ καρυκευμένοι μὲ τὸ θεϊκὸ ἁλάτι, ὥστε γιὰ τὴν ἄκρα τελειότητα τοὺς ἀξιώθηκαν νὰ ἔχουν τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους κήρυκες τῶν ἀνδραγαθημάτων τους.
Σὺ λοιπὸν νομίζεις πῶς ἔχεις ταπείνωση ἄλλοι ὅμως κατηγοροῦσαν τὸν ἑαυτό τους, ἐνῶ ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ ὑποφέρεις οὔτε ὅταν οἱ ἄλλοι σὲ κατηγοροῦν. Ὡστόσο σκέφτεσαι ὅτι εἶσαι ταπεινόφρων. Ἐὰν πράγματι εἶσαι ταπεινόφρων, δοκίμασε τὸν ἑαυτό σου ἂν δὲ σὲ πιάνει ταραχὴ ὅταν σὲ συκοφαντοῦν καὶ σὲ ἀδικοῦν.
Ποιὰ εἶναι τὰ δείγματα τῆς ἐξαιρετικῆς ταπείνωσης τῶν ἡσυχαστῶν; Ὅπως ἡ οἴηση (ἡ ὑψηλοφροσύνη) μὲ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἁμαρτωλῆς φαντασίας διασκορπίζει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν κάνει νὰ περιπλανᾶται σ’ ὅλη τὴν κτίση, ἔτσι καὶ ἡ ταπείνωση συμμαζεύει τὴν ψυχὴ στὴν ἡσυχία. Καὶ ὅπως ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι γνωστὴ οὔτε ὁρατὴ στοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμούς, ἔτσι καὶ ὁ ταπεινόφρων παραμένει ἄγνωστος κατὰ τὴν πρόθεση τοῦ μεταξύ των ἀνθρώπων. Καὶ ὅπως ἡ ψυχὴ μέσα στὸ σῶμα εἶναι κρυμμένη καὶ δὲν μποροῦν νὰ τὴ δοῦν οἱ ἄνθρωποι στὶς μεταξύ τους συναναστροφές, ἔτσι καὶ ὁ ταπεινόφρων πού ἔφτασε σὲ πολὺ μεγάλα μέτρα: ὄχι μόνο δὲ θέλει νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ τὸν ξεχωρίζουν οἱ ἄνθρωποι ἐπειδὴ εἶναι ἀπόμακρος καὶ στερημένος τῶν πάντων, ἀλλὰ τοῦτο κυρίως θέλει ἂν εἶναι δηλ. δυνατό, νὰ διεισδύσει μέσα στὰ μυστικὰ βάθη τῆς ὕπαρξής του καὶ νὰ πάει νὰ κατοικήσει σὲ ἥσυχο τόπο, καὶ νὰ ἀφήσει ὅλες τὶς παραστάσεις καὶ τὶς σκέψεις πού συνδέονται μὲ τὶς αἰσθήσεις τῆς κοσμικῆς ζωῆς, καὶ νὰ γίνει σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει καὶ νὰ μὴ γεννήθηκε γιὰ τὸν κόσμο, καὶ νὰ εἶναι παντελῶς ἄγνωστος ἀκόμη καὶ στὸν ἑαυτό του. Καὶ ὅσο αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος παραμένει στὸν κόσμο σὰν τὸν κρυμμένο θησαυρό, τόσο καὶ ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξη τοῦ πλησιάζει στὸν Κύριο καὶ Θεό του.
Ὁ ταπεινόφρων δὲν ἀναπαύεται ποτὲ στὸ νὰ βλέπει μαζεμένους ἀνθρώπους σ’ ἕναν τόπο οὔτε ἀναπαύεται στὴν ταραχὴ τοῦ πλήθους, καὶ στὶς κινήσεις καὶ στὶς φωνὲς καὶ στὰ ξανοίγματα καὶ στὶς φροντίδες καὶ στὴν ἡδονή, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται ἡ ἀσωτία οὔτε ἀναπαύεται στὰ κοσμικὰ λόγια καὶ στὶς συναναστροφὲς καὶ στὸ διασκορπισμὸ τῶν αἰσθήσεων ἀλλὰ μᾶλλον προτιμᾶ νὰ ζεῖ μόνος του στὴν ἡσυχία, καὶ νὰ μὴ τὸν λογαριάζουν Οἱ ἄλλοι. Καὶ πιὸ πολὺ ποθεῖ τὴ σμικρότητα, τὴν ἀκτημοσύνη, τὴν πενία. Καὶ προτιμᾶ πάντοτε νὰ εἶναι εὔκαιρος καὶ ἀμέριμνος, χωρὶς νὰ συγχύζεται ὁ νοῦς του ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μὴν περιπλανιοῦνται Οἱ λογισμοὶ τοῦ ἐδῶ κι ἐκεῖ. Διότι ἔχει πεισθεῖ ὅτι, ἐὰν ἀρχίσει ν’ ἀσχολεῖται μὲ πολλὰ πράγματα, δὲν μπορεῖ νὰ ξεφύγει τὴ σύγχυση τῶν λογισμῶν διότι τὰ πολλὰ πράγματα συνεπάγονται πολλὲς φροντίδες καὶ ποικίλους καὶ σύνθετους λογισμούς, πού τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὴν ἁπλότητα. Ἐὰν λοιπὸν μεριμνᾶ καὶ τυρβάζει περὶ πολλά, θὰ παύσει νὰ εἶναι ὑπεράνω των κοσμικῶν φροντίδων, θὰ γίνουν πολλὲς Οἱ ἀνάγκες του, θὰ χάσει τὴν εἰρήνη καὶ τὴ μοναδικὴ ἀπασχόληση τοῦ νοῦ του μὲ τοὺς ἄριστους λογισμούς. Καὶ ἐὰν Οἱ ὑλικὲς καὶ σωματικές του ἀνάγκες τὸν ἐμποδίζουν ἀπὸ τοὺς καλοὺς καὶ σωτήριους λογισμούς, τότε ἀρχίζει νὰ βλάπτεται ὁ ἴδιος καὶ νὰ βλάπτει τοὺς ἄλλους. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἀνοίγει ἡ πόρτα γιὰ νὰ μπαίνουν μέσα του τὰ πάθη, καὶ φεύγει ἡ γαλήνη πού φέρνει ἡ διάκριση, καὶ χάνεται ἡ ταπείνωση, καὶ κλείνει ἡ πόρτα τῆς εἰρήνης. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐπικίνδυνα, φυλάγει συνεχῶς τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὶς πολλὲς φροντίδες καὶ ἐνασχολήσεις καί, ἔτσι, σὲ κάθε περίσταση βρίσκει τὸν ἑαυτό του στὴ γαλήνη τοῦ Θεοῦ, καὶ στὴν ἀνάπαυση, καὶ στὴν εἰρήνη, καὶ στὴν ἐπιείκεια, καὶ στὴν εὐλάβεια.
Στὸν ταπεινόφρονα δὲ βλέπεις ποτὲ βιασύνη καὶ σύγχυση ἡ ἐνέργειες ἐπείγουσας ἀνάγκης, οὔτε θερμοὺς καὶ κούφιους λογισμούς. Ἀπεναντίας, σὲ κάθε περίσταση εἶναι ἀναπαυμένος. Ἐὰν κολλήσει ὁ οὐρανὸς μὲ τὴ γῆ, ὁ ταπεινόφρων δὲ θορυβεῖται. Κάθε ἥσυχος καὶ πράος ἄνθρωπος δὲν εἶναι ταπεινόφρων, ὅμως κάθε ταπεινόφρων εἶναι πράος καὶ ἥσυχος. Ἅμα δὲν εἶσαι ταπεινόφρων, δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι συνεσταλμένος στοὺς τρόπους σου, ὅμως συνεσταλμένους μὴ ταπεινόφρονες πολλοὺς θὰ συναντήσεις. Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Κύριος, ὁ πράος καὶ ταπεινός, ὅταν εἶπε: «Μάθετε ἂπ’ ἐμοῦ ὅτι πράος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τὴ καρδία, καὶ εὔρησετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (Ματθ. 11, 21). Ὁ ταπεινόφρων σὲ κάθε περίσταση εἶναι ἀναπαυμένος, γιατί τίποτε δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν πού νὰ κινήσει τὸ νοῦ του στὸ κακὸ ἡ νὰ τὸν ταράξει. Καὶ ὅπως δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τρομάξει ἕνα βουνό, ἔτσι δὲν τρομάζει ἀπὸ τίποτε ὁ νοῦς του. Καὶ ἂν δὲν εἶναι παράλογο, θὰ λέγαμε ὅτι ὁ ταπεινόφρων δὲν ἀνήκει σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο διότι οὔτε στὰ λυπηρὰ περιστατικὰ ταράζεται καὶ ἀλλοιώνεται ἡ ὕπαρξή του, οὔτε στὰ εὐχάριστα ἐκπλήσσεται ἀπὸ θαυμασμὸ καὶ χαλαρώνει. Ὅλη ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ χαρά του ἡ ἀληθινὴ βρίσκεται στὴν ἀπόλαυση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ του. Τὴν ταπεινοφροσύνη τὴ συνοδεύει ἡ ἐπιείκεια καὶ ἡ αὐτοσυγκέντρωση. Τὴν ταπεινοφροσύνη ἀκολουθεῖ: ἐγκράτεια στὶς αἰσθήσεις, φωνὴ μετρημένη, λίγα λόγια, καταφρόνηση τοῦ κοσμικοῦ ἐαυτοῦ μας, εὐτελὴς ἐνδυμασία, βάδισμα ταπεινό το νὰ μὴν ἀλληθωρίζουμε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ περισπᾶται ἡ προσοχή μας, νὰ ξεχωρίζουμε στὴν ἐλεημοσύνη, νὰ ἔχουμε πολλὰ δάκρυα. Ἀκόμη, τὴν ταπεινοφροσύνη συνοδεύει: ψυχὴ μεμονωμένη ἀπὸ τοὺς περισπασμούς, καρδιὰ συντετριμμένη, ἔλλειψη θύμου, αἰσθήσεις συμμαζεμένες, λίγα καὶ εὐτελῆ πράγματα γιὰ τὴ σωματική μας ἀνάπαυση, καρτερία στὸν πόνο, ὑπομονή, ἀφοβία, ἀνδρεία τῆς καρδιᾶς, πού ἀποστρέφεται τὶς ἀπολαύσεις αὐτῆς τῆς πρόσκαιρης ζωῆς, ὑπομονὴ στοὺς πειρασμούς, σοβαροὶ λογισμοί, σβήσιμο τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ἐγκράτεια παθῶν, συστολή, εὐλάβεια. Καὶ πάνω ἂπ’ ὅλα αὐτά, πρέπει νὰ βρίσκεται ὁ ἀσκητὴς σὲ παντοτινὴ ἡσυχία καὶ νὰ μὴ γνωρίζει τὰ κοσμικὰ πράγματα καὶ τὰ πάθη.
Ὁ ταπεινόφρων ποτὲ δὲν αἰσθάνεται ἀναγκασμένος νὰ ταραχθεῖ ἡ νὰ συγχυσθεῖ. Καὶ ὅταν εἶναι μόνος του, ντρέπεται καὶ εὐλαβεῖται τὸν ἑαυτό του ὡς εἰκόνα Θεοῦ. Καὶ μοῦ προκαλεῖ θαυμασμὸ ὅτι ἕνας πραγματικὰ ταπεινόφρων ἀσκητὴς δὲ θὰ τολμήσει νὰ προσευχηθεῖ μὲ δικά του λόγια, ὅταν ἀρχίσει τὴν εὐχή, οὔτε θὰ θεωρήσει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄξιο γιὰ προσευχή, οὔτε θὰ τολμήσει νὰ ζητήσει τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὔτε ἔχει ἀνθρώπινη συναίσθηση τῆς προσευχῆς, παρὰ μονάχα σιωπᾶ ὁ νοῦς του, καὶ περιμένει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί, καθὼς κλίνει τὸ πρόσωπό του πρὸς τὴ γῆ καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ εἶναι ὑψωμένη στὴν ἁγιότατη καὶ ὑψηλὴ πύλη τοῦ οὐρανοῦ, περιμένει νὰ ἀκούσει ποιὸ εἶναι γι’ αὐτὸν τὸ θέλημα τοῦ ἐνδόξου καὶ προσκυνητοὺ Θεοῦ τοῦ Θεοῦ πού ὁ θρόνος τοῦ εἶναι στὰ σύννεφα, πού θαμπώνει τὰ μάτια τῶν Σεραφείμ, καὶ πού ἡ δύναμη καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ ἀγαθότητα τοῦ κάνει νὰ σιωπούν ὅλα τα ἀγγελικὰ τάγματα. Μόνο αὐτὸ τολμᾶ ὁ ταπεινόφρων νὰ πεῖ καὶ νὰ ζητήσει στὴν προσευχή του: Ἃς γίνει, Κύριε, ἡ ζωή μου κατὰ τὸ πανάγιο θέλημά σου. Καὶ ἐμεῖς τὴν ἴδια εὐχὴ νὰ λέμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Ἀμήν.
Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποκτήσει ταπείνωση
Ρωτήσανε οἱ μοναχοὶ τὸν ἄββα Ἰσαὰκ πῶς μπορεῖ κάποιος νὰ ἀποκτήσει ταπείνωση καὶ εἶπε:
Νὰ μὴν ξεχνάει ὅτι ἔκαμε ἁμαρτίες στὴ ζωή του καὶ νὰ ἐλπίζει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι κοντά. Τὰ φορέματά του νὰ εἶναι εὐτελῆ, καὶ σὲ κάθε περίσταση νὰ προτιμᾶ τὸν ἔσχατο τόπο, καὶ πάντοτε νὰ κάνει πρόθυμα τὶς παρακατιανὲς ἐργασίες. Νὰ ἔχει ὑπακοή, νὰ σιωπᾶ, καὶ νὰ μὴν τοῦ ἀρέσει νὰ τρέχει σὲ συντροφιὲς κοσμικοῦ πνεύματος, ἀλλὰ νὰ θέλει νὰ παραμένει ἄγνωστος καὶ ἀσήμαντος. Νὰ μὴν ἔχει στὸ κελὶ τοῦ πράγματα πού νὰ τὰ θεωρεῖ ὅλα δικά του καὶ νὰ ἀποφεύγει τὴ συναναστροφὴ μὲ πολλοὺς ἀνθρώπους, καὶ νὰ μὴν ἀγαπᾶ τὰ ὑλικὰ κέρδη. Καί, ἐκτὸς ἂπ’ αὐτά, νὰ μὴ μέμφεται στὸ νοῦ του καὶ νὰ μὴν κατηγορεῖ κανέναν ἄνθρωπο, καὶ νὰ μὴ ζηλοφθονεῖ, νὰ μὴν εἶναι ἐριστικός, ἀλλὰ νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὸν ἑαυτό του, πῶς θὰ ταπεινωθεῖ καὶ θὰ ἀγαπᾶ τὸν κόσμο. Μὲ δυὸ λόγια, νὰ ζεῖ μέσα στὸν κόσμο πού ἔπλασε ὁ Θεὸς σὰν ξένος καὶ φτωχὸς καὶ ἀπομονωμένος ἀπὸ τὸ κακό. Αὐτὰ γεννοῦν τὴν ταπείνωση καὶ καθαρίζουν τὴν καρδιά.
Ἡ ταπείνωση φροντίζει νὰ μὴ σκανδαλίζει
Πῆγα κάποτε σὲ ἕναν παλαιὸ καὶ ἐνάρετο γέροντα, ὁ ὅποιος μὲ ἀγαπούσε πολύ. Δὲν ἤξερε νὰ μιλάει ὄμορφα, ὅμως εἶχε φωτεινὴ γνώση καὶ βαθιὰ καρδιά, καὶ ἔλεγε ὅσα τοῦ ὑπαγόρευε τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Δὲν ἔβγαινε συχνὰ ἀπὸ τὸ κελί του, παρὰ μόνο ἔβγαινε γιὰ τὶς ἅγιες κοινὲς ἀκολουθίες. Πρόσεχε πολὺ τὸν ἑαυτό του καὶ ζοῦσε στὴν ἡσυχία. Τοῦ εἶπα λοιπόν.
-Πάτερ, μοῦ ἦρθε ἕνας λογισμός: νὰ πάω τὴν Κυριακὴ στὸ ὑπόστεγό της ἐκκλησίας κι ἐκεῖ νὰ καθίσω τὸ πρωὶ καὶ νὰ φάω, γιὰ νὰ μὲ δοῦν αὐτοὶ πού θὰ μπαίνουν στὸ ναὸ καὶ θὰ βγαίνουν, καὶ νὰ μὲ καταφρονήσουν.
Σ’ αὐτά μου ἀπάντησε ὁ γέροντας ἔτσι: -Εἶναι γραμμένο ὅτι ὁποῖος σκανδαλίζει τὸν κοσμικὸ ἀδελφό του, δὲ θὰ δεῖ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἐσένα λοιπόν, κανένας δὲ σὲ ξέρει σ’ αὐτὸ τὸ μέρος, οὔτε γνωρίζουν τὸ εἶδος τῆς ζωῆς σου καί, γι’ αὐτό, θὰ πούν ὅτι Οἱ Μοναχοὶ εἶναι λαίμαργοι καὶ τρῶνε ἀπὸ τὸ πρωί. Μάλιστα ἐδῶ ζοῦνε καὶ ἀρχάριοι ἀδελφοί, πού ἔχουν ἀσθενῆ λογισμὸ καὶ θὰ σκανδαλισθοῦν. Πολλοὶ ἂπ’ αὐτούς σου ἔχουν ἐμπιστοσύνη καὶ ὠφελοῦνται ἀπὸ τὴν παρουσία σου καί, ἅμα σὲ δοῦν νὰ κάνεις τέτοιο πράγμα, θὰ βλάφτουν. Οἱ ἀρχαῖοι πατέρες τὰ ‘καμναν αὐτὰ γιὰ νὰ ταπεινωθοῦν γιὰ τὶς πολλὲς θαυματουργίες τους καὶ γιὰ τὴν τιμὴ πού ἀπολάμβαναν καὶ γιὰ τὸ μεγάλο ὄνομα πού εἶχαν ἀποκτήσει. Καὶ τὰ ‘καμναν αὐτά, γιὰ νὰ ἀτιμασθοῦν, καὶ γιὰ νὰ ἀποκρύψουν τὴ δόξα τῆς ἁγίας ζωῆς τους καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὶς αἰτίες τῆς ὑπερηφάνειας. Ἐσένα ὅμως, πού δὲν ἔφτασες σὲ τέτοια μέτρα, τί σὲ ἀναγκάζει νὰ κάνεις αὐτὸ πού λές; Δὲ γνωρίζεις ὅτι κάθε βαθμίδα πνευματικῆς ζωῆς ἔχει τὴ δική της τάξη καὶ τὸ δικό της χρονικὸ στάδιο; Ἐσὺ βέβαια οὔτε τέτοια ξεχωριστὴ πολιτεία ἔχεις, οὔτε τέτοιο μεγάλο ὄνομα. Γιατί εἶσαι ἕνας ἁπλὸς μοναχὸς σὰν τοὺς ἄλλους καί, ἅμα κάνεις αὐτὸ πού σκέφτηκες, οὔτε τὸν ἑαυτό σου θὰ ὠφελήσεις, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους θὰ βλάψεις. Καὶ πάλι, αὐτοῦ του εἴδους Οἱ ὑπερβολὲς δὲν εἶναι γιὰ ὅλους ὠφέλιμες, ἀλλὰ μόνο στοὺς τέλειους καὶ στοὺς μεγάλους, Οἱ ὅποιοι ἔτσι νεκρώνουν τὶς αἰσθήσεις τους. Γιὰ τοὺς μεσαίους καὶ τοὺς ἀρχάριους μιὰ τέτοια πολιτεία εἶναι ἐπιζήμια, διότι ἀκόμη χρειάζονται νὰ προσέχουν συνεχῶς τὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ ἐπιβάλλονται στὶς αἰσθήσεις τους. Οἱ γεροντάδες πέρασαν αὐτὸ τὸ στάδιο καί, ὅταν θέλουν, μποροῦν ἀπὸ ὅλα νὰ ὠφεληθοῦν. Ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς ἐμπόρους πού, ὅταν εἶναι ἄπειροι καὶ ἀρχίζουν μεγάλες ἐπιχειρήσεις, προκαλοῦν μεγάλες ζημίες στοὺς ἑαυτοὺς τοὺς ὅμως στὶς μικρὲς ἐπιχειρήσεις γρήγορα πηγαίνουν μπροστά. Καὶ πάλι, ὅπως εἶπα, κάθε εἶδος ἐργασίας ἔχει τὴ δική της τάξη, καὶ κάθε βαθμίδα πολιτείας ἔχει τὸ δικό της χρονικὸ στάδιο. Ὅποιος λοιπὸν ἀρχίζει ὑπέρμετρη ἄσκηση πρὶν νὰ ἔλθει ὁ καιρός του, ἐκτός του ὅτι δὲν κερδίζει τίποτε, διπλασιάζει τὴ βλάβη γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἐὰν ἐπιθυμεῖς τὴν ἄσκηση πού ἔχει ὁ λογισμός σου, νὰ ὑπομείνεις πρῶτα μὲ χαρὰ τὴν ἀκούσια ἀτιμία πού ἐπιτρέπει ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ νὰ σὲ βρεῖ, καὶ νὰ μὴν ταραχθεῖς, μήτε νὰ μισήσεις αὐτὸν πού σὲ ἀτιμάζει. Αὐτὰ μὲ συμβούλεψε αὐτὸς ὁ σοφὸς γέροντας.
Ὁ Θεὸς ταπεινώνει τὸν ὑπερήφανο
Μὴν πιστέψεις στὸν ἑαυτό σου ὅτι εἶσαι δυνατὸς στὴν ἀρετή, μέχρι νὰ δοκιμασθεῖς στοὺς πειρασμοὺς καὶ βεβαιωθεῖς ὅτι ἡ καρδιά σου εἶναι ἀμετάθετη. Νὰ ἀποκτήσεις μέσα σου ὀρθὴ καὶ σταθερὴ πίστη, γιὰ νὰ μπορέσεις, μὲ τὴ δύναμή της, νὰ καταπατήσεις τοὺς ἐχθρούς σου καὶ νὰ ‘χεις τὸ νοῦ σου συμμαζεμένο, καὶ νὰ μὴν πάρεις θάρρος ἀπὸ τὴ δύναμή σου, ὁποία καὶ νὰ ‘ναι, γιὰ νὰ μὴν παραχωρήσει ὁ Θεὸς καὶ δοκιμάσεις πόσο ἀδύνατος εἶσαι ἀπὸ τὴ φύση σου, καὶ πέσεις στὴν ἁμαρτία, καὶ τότε θὰ μάθεις γιὰ τὰ καλὰ τὴν ἀδυναμία σου. Μήτε νὰ πιστέψεις στὶς γνώσεις σου, γιὰ νὰ μὴν μπεῖ στὴ μέση ὁ διάβολος, καὶ σοῦ στήσει παγίδα μὲ τὴν πανουργία του. Ποτὲ νὰ μὴν καυχηθεῖς γιὰ τὰ ἔργα πού κατόρθωσες, γιὰ νὰ μὴν καταντροπιαστείς. Γιατί γιὰ ὅποιο πράγμα καυχιέται ὁ ἄνθρωπος, σ’ αὐτὸ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ ἀλλάξει ἡ κατάσταση, γιὰ νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ μάθει, ἔτσι, τί θὰ πεῖ ταπείνωση. Γι’ αὐτὸ πρέπει, ὅσα συμβαίνουν, νὰ τὰ ἀποδίδεις στὴ θεία πρόνοια, καὶ νὰ μὴν πιστεύεις ὅτι σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ὑπάρχει τίποτε πού νὰ μὴ μεταβάλλεται.
Ὁ ὑπερήφανος δὲν ἔχει πνευματικὴ δράση
Ὁ ὑπερήφανος δὲν καταλαβαίνει ὅτι βαδίζει στὸ σκοτάδι καὶ ὅτι ἀγνοεῖ τὴν ἀληθινὴ σοφία. Γιατί, πῶς μπορεῖ νὰ τὸ γνωρίζει, ἐνόσω βρίσκεται στὸ σκοτάδι καὶ δὲ βλέπει; Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπερηφανεύεται μὲ τὸ σκοτισμένο λογισμό του, ὅτι εἶναι ἀνώτερος ὅλων, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα εἶναι εὐτελέστερος καὶ ἀσθενέστερός των ταπεινῶν, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μάθει καὶ νὰ βαδίσει τὸν ἅγιο δρόμο τοῦ Κυρίου. Καὶ ὁ Κύριος κρύβει ἀπὸ τὸν ὑπερήφανό το ἅγιο θέλημά του, γιατί δὲ θέλησε νὰ βαδίσει στὸ δρόμο τῶν ταπεινῶν.
Ἡ ὑψηλοφροσύνη μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεὸ
Νὰ πορεύεσαι στὴ ζωή σου μὲ ἁπλότητα, καὶ μὴν κάνεις τὸ σοφὸ μπροστὰ στὸ Θεό. Ἡ πίστη πηγαίνει ὁπού ὑπάρχει ἁπλότητα, ἐνῶ ἡ ὑψηλοφροσύνη ἀκολουθεῖ τὸν ἄνθρωπο, πού κάνει λεπτοὺς καὶ ἔξυπνους συλλογισμούς, καὶ παρουσιάζει τὰ πράγμα τὰ διαφορετικὰ ἀπὸ ὅτι εἶναι στὴν πραγματικότητα. Αὐτὸ ὅμως τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεό.
Τὰ μεγάλα, ἀλλὰ χωρὶς ταπείνωση, ἀσκητικὰ κατορθώματα συντρίβουν τὸν ἀγωνιστὴ καὶ τὸν κάνουν καταγέλαστο στοὺς δαίμονες
Τὸ ὄνομά του ἦταν Μαλπᾶς. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας καὶ φαινόταν ὅτι ζοῦσε σὲ μεγάλα πνευματικὰ μέτρα, ὑπομένοντας σκληραγωγίες καὶ θλίψεις. Αὐτὸς λοιπὸν ἐφεῦρε τὴν
αἵρεση τῶν Εὐχιτῶν. Λέγεται μάλιστα ὅτι ἦταν μαθητὴς τοῦ μακαρίου Ἰουλιανοῦ, πού ὀνομαζόταν Σαβᾶς, καὶ γιὰ μικρὸ διάστημα πῆγε μαζί του στὸ Σινὰ καὶ στὴν Αἴγυπτο καὶ συνάντησε τοὺς μεγάλους πατέρες ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Εἶδε καὶ τὸ Μέγα Ἀντώνιο καὶ ἄκουσε ἀπ’ αὐτὸν λόγια μυστικῆς θεολογίας γιὰ τὴν καθαρότητα καὶ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν, καὶ τὸν ἄκουσε νὰ ἀπαντᾶ σὲ ἐρωτήσεις λεπτὲς γιὰ τὰ πάθη. Ἑρμήνευσε λοιπόν, μὲ τὶς ἀπαντήσεις του, ὁ Ἅγιος ὅτι ὁ νοῦς, μετὰ τὴν κάθαρσή του, δέχεται θαυμαστὸ φωτισμὸ γιὰ τὰ μυστήρια τοῦ Πνεύματος, καὶ ὅτι ἡ ψυχὴ μπορεῖ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἀξιωθεῖ νὰ δεχθεῖ τὴν ἀπάθεια, ὅταν βγάλει ἀπὸ πάνω της τὰ παλιὰ πάθη μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπανακτήσει τὴν ὑγεία τῆς φύσης της, πού εἶχε κατὰ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Καὶ σὰν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Μαλπᾶς, στὴν ἀκμὴ τῆς νιότης του, ἔγινε θερμὸς σὰν τὴ φωτιὰ καὶ ἦρθε στὴν πόλη του, ὁπότε ἄναψε μέσα του τὸ πάθος τῆς φιλοδοξίας, καὶ βρῆκε ἕναν ἔρημο καὶ ἥσυχο τόπο, ὅπου ἀναχώρησε καὶ ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του σὲ ἀγῶνες καὶ σὲ σκληρὲς δοκιμασίες καὶ σὲ ἀδιάλειπτες προσευχές. Καὶ ἄναψε γιὰ τὰ καλὰ μέσα του τὸ πάθος τῆς δοξομανίας, ἐλπίζοντας νὰ φθάσει σὲ ὑψηλὰ μέτρα, γιὰ τὰ ὅποια εἶχε ἀκούσει ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀντώνιο. Ὅμως δὲν ἔμαθε, δυστυχῶς, τὴν τέχνη πῶς νὰ πολεμᾶ τοὺς νοητοὺς ἐχθρούς της ἁγιοσύνης, καὶ δὲν κατάλαβε τί ἐνέδρες καὶ δόλους καὶ πανουργίες μετέρχεται ὁ ἀντίπαλος, γιὰ νὰ ἐξαπατήσει τοὺς ἰσχυροὺς καὶ νὰ τοὺς φέρει στὴν ἀπώλεια. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο στηρίχθηκε ὁ ταλαίπωρος μόνο στοὺς ἀγῶνες, καὶ στὶς στενοχώριες, καὶ στὴν ἀκτημοσύνη, καὶ στὴν ἄσκηση, καὶ στὴν ἐγκράτεια, χωρὶς ὅμως νὰ ἀποκτήσει τὴν ἐξουδένωση τοῦ ἐγωισμοῦ του, καὶ τὴν ταπείνωση, καὶ τὴ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς (πού εἶναι ὅπλα ἀήττητα στὸν πόλεμο πού ξεσηκώνει ὁ πονηρός), καὶ χωρὶς νὰ θυμηθεῖ τὸ λόγο τῆς Γραφῆς πού λέει: «Ὅταν κάμετε ὅλα τα ἔργα, καὶ φυλάξετε ὅλες τὶς ἐντολές, καὶ ὑπομείνετε τὶς θλίψεις, νὰ θεωρεῖτε τοὺς ἑαυτούς σας ὡς ἄχρηστους δούλους» (Λκ. 17, 10). Ἔτσι λοιπόν, θερμαινόταν μὲ τὴν ὑψηλοφροσύνη του, πού τὴν ἔτρεφε ἡ ἐργασία τῶν ἀσκητικῶν του ἀγώνων, καὶ φλεγόταν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀποκτήσει τὰ μεγάλα χαρίσματα πού ἄκουσε. Καὶ ὑστέρα ἀπὸ πολὺ καιρό, σὰν τὸν εἶδε ὁ διάβολος κούφιο ἀπὸ ταπείνωση, καὶ ὅτι τὸ μόνο πού ἐπιθυμοῦσε ἦταν νὰ γνωρίσει τὰ θαυμάσια μυστήρια τοῦ Θεοῦ πού ἄκουσε, τοῦ παρουσιάσθηκε μέσα σὲ ἐξαίρετο φῶς λέγοντάς του: Ἐγὼ εἶμαι ὁ παράκλητος, καὶ μὲ ἔστειλε ὁ πατέρας σὲ σένα, γιὰ νὰ σὲ ἀξιώσω ἐπιτέλους νὰ γνωρίσεις τὰ θαυμάσια του Θεοῦ, πού ἐπιθυμεῖς ὡς ἀνταμοιβὴ τῶν ἀγώνων σου, καὶ νὰ σοῦ χαρίσω τὴν ἀπάθεια, καὶ νὰ σὲ ἀπαλλάξω στὸ ἑξῆς ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ἄσκησης. Ὡς ἀντίβαρο, θὰ λέγαμε, γιὰ ὅλα αὐτὰ πού τοῦ ὑποσχέθηκε, ζήτησε ἀπὸ κείνων τὸν δύστυχο νὰ τὸν προσκυνήσει! Κι ἐκεῖνος ὁ ἀνόητος, μὴ κατανοώντας τὸν πόλεμο πού ἄρχισε ὁ διάβολος, ἀμέσως καὶ μετὰ χαρᾶς τὸν δέχθηκε καὶ τὸν προσκύνησε, καὶ ἀμέσως πέρασε στὴ δαιμονικὴ ἐξουσία. Καὶ ἀντὶ τῆς θεωρίας τῶν θαυμάσιών του Θεοῦ, τὸν γέμισε μὲ δαιμονικὲς φαντασίες, καὶ τὸν ἔκαμε ν’ ἀφήσει τὴν ἐργασία τῶν ἀρετῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸν ἐξύψωσε, καὶ τὸν χλεύασε γιὰ τὴν κούφια ἐλπίδα τῆς ἀπάθειας, λέγοντάς του: Τώρα πιὰ δὲ χρειάζεσαι τὰ ἀσκητικὰ ἔργα, καὶ τὶς ταπεινώσεις τοῦ σώματος, καὶ τὸν ἀγώνα ἐνάντια στὰ πάθη καὶ τὶς κατώτερες ἐπιθυμίες. Στὸ τέλος τὸν ἔκαμε ἀρχηγὸ τῆς αἵρεσης τῶν Εὐχιτῶν.
—-* Οἱ Εὐχίτες, ἡ Μασσαλιανοὶ στὴ συριακὴ γλώσσα, ἐμφανίσθηκαν τὸ β’ μισό του Δ’ αἰώνα στὴ Μεσοποταμία. Ἡ πλάνη τοὺς ἔφτασε μέχρι τὴ Θράκη καὶ τὴν Αἴγυπτο. Εἶχαν μακριὰ μαλλιὰ καὶ ζοῦσαν μαζὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Ἀποστρέφονταν τὴν ἐργασία καὶ ζοῦσαν ζητιανεύοντας. Ἡ διδασκαλία τοὺς λέει ὅτι κάθε ἄνθρωπος κληρονομεῖ, μὲ τὴ γέννησή του, καὶ ἕνα δαίμονα, τὸν ὅποιο δὲν μπορεῖ νὰ ἐκδιώξει τὸ βάπτισμα. Ἡ ἐκδίωξή του, καὶ ἡ ἐκρίζωση τῆς ἁμαρτίας, ἐπιτυγχάνονται μὲ ἐπίμονη προσευχή. Γι’ αὐτό, περιφρονοῦσαν τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ δέχονταν ὅτι μὲ τὴ συνεχῆ προσευχὴ ἔρχεται τὸ ἅγιο Πνεῦμα, πού ἡ παρουσία τοῦ ἦταν γι’ αὐτοὺς αἰσθητὴ καὶ ὁρατή. Πίστευαν ὅτι ἔφταναν στὴν ἀπάθεια, ὅτι ἀποκτοῦσαν προφητικὴ δύναμη καὶ ὅτι ἔβλεπαν μὲ τὰ σωματικά τους μάτια τὸν Πατέρα καὶ τὶς ἀόρατες δυνάμεις. Ὑποστήριζαν ἀκόμη ὅτι ἔβλεπαν τὴν κατάσταση τῶν ψυχῶν τῶν πεθαμένων, καὶ τοὺς στοχασμοὺς καὶ τὶς διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων. Καταδικάσθηκαν ἀπὸ τὴν Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Βλ. Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, τ. 8, 814π.
Ὅταν τελείωσε τὴ δουλειὰ του ὁ διάβολος, καὶ φανερώθηκε ἡ βέβηλη καὶ κάλπικη διδασκαλία τοῦ Μαλπᾶ, αὐτὸς καὶ οἱ ὀπαδοὶ τοῦ διώχτηκαν ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπό της πόλης.
Ἦταν κι ἕνας ἄλλος, ὀνομαζόμενος Ἄσινας, πού ζοῦσε στὴν ἴδια πόλη πού ἀνέφερα παραπάνω, στὴν Ἔδεσσα, καὶ συνέθεσε πολλὰ τραγουδάκια μὲ τρεῖς λέξεις στὸν κάθε στίχο. Αὐτὸς φαινόταν νὰ ζεῖ σὲ μεγάλα πνευματικὰ μέτρα καί, χωρὶς διάκριση, ἐπιδόθηκε σὲ σκληρότερους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, μέχρι νὰ δοξαστεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο ὡς ἅγιος. Αὐτὸν τὸν πλάνησε ὁ διάβολος, καὶ τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ κελί του, καὶ τὸν ἔβαλε νὰ σταθεῖ ὄρθιος ἐπάνω σ’ ἕνα βουνό, πού τὸ λέγανε Στόριο, καὶ ἔκαμε μιὰ φανταστικὴ σύνθεση (ὄχι πραγματικὴ δηλ.) μὲ ἅρματα καὶ ἱππεῖς, τοῦ τὰ ‘δειξε καὶ τοῦ εἶπε: ὁ Θεὸς μὲ ἔστειλε νὰ σὲ πάρω, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν προφήτη Ἠλία. Καὶ καθώς, αὐτὸς ὁ Ἄσινας, ἀπατήθηκε ἀπὸ τὸν διάβολο ἐξαιτίας τῆς ἀνοησίας του, ἀνέβηκε νὰ καθίσει πάνω στὸ ἅρμα, ὁπότε διαλύθηκε ὅλο ἐκεῖνο τὸ σκηνικό της φαντασίας, καὶ κατέπεσε ἀπὸ μεγάλο ὕψος κάτω στὰ ριζὰ τοῦ βουνοῦ, καὶ πέθανε γελοιοποιημένος.
Αὐτὰ τὰ παραδείγματα τὰ ἀνέφερα ὄχι χωρὶς λόγο, ἀλλὰ γιὰ νὰ μάθουμε πῶς μᾶς ἐμπαίζουν οἱ δαίμονες, πού διψοῦν γιὰ τὴν ἀπώλεια τῶν ἀγωνιστῶν, καὶ νὰ μὴν ἐπιθυμήσουμε, προτοῦ νὰ μάθουμε καλὰ τὴν ταπείνωση, τὶς ὑψηλὲς πνευματικὲς ἀναβάσεις, γιὰ νὰ μὴ γίνουμε καταγέλαστοι ἀπὸ τὸν πονηρὸ ἐχθρό μας. Διότι βλέπω, ἀκόμη καὶ σήμερα, ὅτι νέοι ἄνθρωποι, γεμάτοι μὲ τὰ πάθη τους, φλυαροῦν καὶ ἀποφαίνονται χωρὶς κανένα δισταγμὸ γιὰ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ! (392-4).
Καὶ οἱ ἅγιοι ὑπόκεινται σὲ πτώσεις. Νὰ μὴν ὑπερηφανευθεῖς γιὰ τὰ χαρίσματα πού ἔχεις ἀπὸ τὸ Θεό. Νὰ ταπεινωθεῖς μόλις αἰσθανθεῖς τὸ ἄγγιγμα τῆς ὑψηλοφροσύνης
Ὁ ἅγιος Μακάριος ἔγραψε μιὰ ἐπιστολὴ μὲ πολλὴ περίσκεψη καὶ σοβαρότητα, γιὰ νὰ τὴν ἔχουν στὴ μνήμη τοὺς οἱ ἀδελφοὶ καὶ νὰ διδαχθοῦν, ὥστε νὰ μὴν πέσουν στὴν ἀπόγνωση, ὅταν μεταπίπτουν ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς θείας χάρης στὸν πνευματικὸ κίνδυνο καὶ στὴ σύγχυση. Διότι, ὅσοι βρίσκονται στὴν κατάσταση τῆς καθαρότητας, ὑπόκεινται σὲ πτώσεις, καὶ μάλιστα ἐνῶ δὲ ζοῦν σὲ ἀμέλεια καὶ δὲ βρίσκονται σὲ πνευματικὴ παραλυσία. Ὅπως δηλ. συμβαίνει καὶ μὲ τὸν καιρό, ὅπου το ψύχος διαδέχεται τὴ ζέστη. Ἐνῶ λοιπὸν πορεύονται σύμφωνα μὲ τὸν μοναχικό τους κανόνα, συμβαίνουν σ’ αὐτοὺς πτώσεις, πού εἶναι βέβαια ἀντίθετες πρὸς τὴ βούλησή τους. Ἄλλα καὶ ὁ ἅγιος Μάρκος, ἔχοντας, ὅπως καὶ ὁ ἅγιος Μακάριος, ἀκριβῆ πείρα τοῦ πράγματος, μᾶς δίνει τὴ δική του μαρτυρία γι’ αὐτὸ τὸ θέμα, σὲ ἐπιστολὲς πού ἔγραψε. Ἔχοντας, τώρα πιά, δύο μάρτυρες, θὰ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βρεθεῖ στὴν ἀνάγκη, νὰ δεχθεῖ τὴν παρηγοριὰ τοῦ χωρὶς κανένα δισταγμό. τί λέγει λοιπὸν ὁ ἅγιος Μάρκος; «Ἀλλοιώσεις, λέει, γίνονται στὸν καθένα, ὅπως συμβαίνει μὲ τὶς τέσσερις ἐποχές». Πρόσεξε ἐκείνη τὴ λέξη, «στὸν καθένα», πού σημαίνει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι μία καί, ἑπομένως, ὅλοι ὑποκείμεθα σὲ μεταβολές. Μὴ νομίσεις δηλ. ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε στὸ νοῦ τοῦ μόνο τους ἀρχάριους καὶ τοὺς ἐλάχιστους, καὶ ὅτι οἱ τέλειοι καὶ προχωρημένοι δὲν ὑπόκεινται τάχα σὲ πνευματικὲς μεταβολές, καὶ ὅτι βρίσκονται πάντα, χωρὶς νὰ παρεκκλίνουν, σὲ μιὰ ἀνώτερη κατάσταση, χωρὶς ἐμπαθεῖς λογισμούς. Αὐτὰ τὰ λένε, δυστυχῶς, οἱ Εὐχίτες. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἀνέφερε στὸ κείμενό του «στὸν καθένα».
Λέει ὁ ἅγιος Μακάριος: Τώρα ἔχουμε ψύχος, καὶ μετά, ἀκολουθεῖ καύσωνας, καὶ ἴσως χαλάζι, φουρτούνα, καὶ καλοσύνη. Ἔτσι γίνεται, λέει, καὶ μὲ τὴν ἄσκησή μας. Πόλεμος ἀπὸ τὸν πονηρό, καὶ βοήθεια ἀπὸ τὴ θεία χάρη. Καμιὰ φορᾶ γίνεται στὴν ψυχὴ τρικυμία, καὶ τὴν προσβάλλουν κύματα δυνατά. Καὶ πάλι, ὑστέρα, ἔχουμε τὴν καλὴ ἀλλοίωση, καθὼς ἐπισκέπτεται τὴν καρδιὰ ἡ θεία χάρη, καὶ τὴν γεμίζει μὲ θεϊκὴ χαρὰ καὶ εἰρήνη, καὶ μὲ λογισμοὺς σώφρονες καὶ εἰρηνικούς.
Ἀναφέροντας ὁ ἄγ. Μακάριος, ἐδῶ, τοὺς «σώφρονες λογισμούς», ὑπονοεῖ ὅτι οἱ προηγούμενοι ἦταν κτηνώδεις καὶ ἀκάθαρτοι. Συνεχίζει λοιπὸν καὶ συμβουλεύει: Ἐὰν μετὰ ἂπ’ αὐτοὺς τοὺς λογισμούς, τοὺς σώφρονες καὶ τοὺς ἐπιεικεῖς, ἀκολουθοῦν πονηροὶ λογισμοί, νὰ μὴ λυπηθοῦμε καὶ φτάσουμε στὴν ἀπόγνωση κι ὅταν βρισκόμαστε στὴν ἀνάπαυση πού δίνει ἡ θεία χάρη, νὰ μὴν καυχηθοῦμε, παρά, ἐνῶ χαιρόμαστε, νὰ περιμένουμε τὴ θλίψη. Ὅμως μᾶς συμβουλεύει νὰ μὴν ἀφήνουμε καὶ κάνει κατοχὴ στὴν καρδιά μας ἡ λύπη, ὅταν ἀκολουθήσουν πτώσεις
Καὶ ἐνῶ οἱ πτώσεις στρέφονται ἐναντίον μας, ὅμως ἐμεῖς νὰ τὶς δεχόμαστε μὲ χαρά, λέει, ὡς κάτι τὸ φυσικὸ καὶ ἀνθρώπινο. Καὶ νὰ μὴν ἀπελπιστοῦμε σὰν ἐκεῖνον πού περιμένει τέλεια καὶ ἀναλλοίωτη ἀνάπαυση, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ ὅτι καὶ πάλι θὰ ἀγωνισθεῖ, καὶ θὰ λυπηθεῖ στὴ ζωή του, καὶ ὅτι θὰ τοῦ συμβοῦν ἀνεπιθύμητα καὶ ἐνάντια στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ πράγματα. Καὶ αὐτὸ πού εἴπαμε, τὸ οἰκονόμησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ μὴ μείνουμε τελείως ἄνεργοι -ἐννοῶ σὲ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες- καὶ ἀποχαυνωθοῦμε καὶ πέσουμε στὴν ἀπόγνωση, καὶ μείνουμε ἀκίνητοι στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Καὶ συμπληρώνει ὁ ἅγιος: Νὰ ξέρεις ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι καταπιάνονταν μὲ τοὺς συνεχεῖς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες. Ὅσο εἴμαστε σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο, ἡ μεγάλη παρηγοριά μας ἀπὸ τὰ λυπηρὰ ἔρχεται μέσα μας μὲ τρόπο μυστικό. Κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα ὁ Θεὸς ζητάει νὰ δοκιμάσει τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγάπη μας μὲ τὴν πάλη καὶ τὸν ἀγώνα μᾶς κατὰ τῶν πειρασμῶν. Νὰ μὴ μᾶς καταβάλλει ἡ λύπη, θὰ πεῖ νὰ μὴν παραμελοῦμε τὸν ἀγώνα μας. Ἔτσι προκόβουμε, ὁ κάθε μοναχός, στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Ὅποιος θέλει νὰ ξεφύγει ἀπὸ τοῦτο τὸν ἀγώνα καὶ νὰ παρεκκλίνει, αὐτὸς εἶναι σὰν τοὺς λύκους. Καὶ μὲ αὕτη τὴ σύντομη καὶ θαυμαστὴ παρομοίωση θέλει νὰ πεῖ ὅτι, ὅπως ὁ λύκος δὲ θέλει νὰ βαδίζει στὸν κανονικὸ δρόμο, ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς πού δὲ θέλει νὰ ἀγωνίζεται, θέλει νὰ βαδίζει στὸ δικό του μονοπάτι, πού δὲν περπατήθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρες. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται οἱ θλίψεις νὰ διαδέχονται τὴ χαρά. Ὅμως μετὰ τὶς θλίψεις, μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ ἔρχονται μέσα μας καλοὶ λογισμοὶ καὶ ἐκπλήξεις θαυμαστές, πού ὑπερβαίνουν τὴν ἀνθρώπινη φύση μας, ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Μάρκος. Ὅταν Οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι μᾶς πλησιάσουν, γεμίζουμε μὲ πνευματικὴ κατάσταση, ὁπότε ὅλα τα λυπηρὰ καὶ τὰ ἐνάντια ἀναχωροῦν, καὶ γίνεται εἰρήνη καὶ ἄρρητη γαλήνη, γιὰ ὅσο καιρὸ ζεῖ κανεὶς σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση. Ὅταν λοιπὸν σὲ ἐπισκιάσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔρθουν κοντά σου καὶ σὲ περιτειχίσουν Οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι, καὶ ἀπομακρυνθοῦν ὅλοι Οἱ πειρασμοί, τότε νὰ μὴ σὲ πιάσει ἡ ἔπαρση καὶ βάλεις ἰδέα ὅτι ἔφτασες στὸ λιμάνι, ὁπού δὲν πιάνει πιὰ τρικυμία, καὶ ὅτι ὁ ἀέρας πού σὲ περιβάλλει εἶναι ἀμετάβλητος, καὶ ὅτι μιὰ γιὰ πάντα γλίτωσες ἀπὸ τὴν ταραχώδη θάλασσα καὶ τοὺς ἄνεμούς της, καὶ ὅτι δὲ θὰ σὲ βρεῖ ξανὰ ὁ ἐχθρὸς καὶ τὸ κακό. Διότι πολλοί, ὅπως εἶπε καὶ ὁ μακάριος ἄββας Νεῖλος, ἔκαναν τέτοιες σκέψεις, καὶ ἔπεσαν σὲ κινδύνους. Η, πάλι, μὴν ξεχαστεῖς καὶ βάλεις στὸ νοῦ σου, ὅτι τάχα ἔγινες ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τοὺς πολλούς, καὶ ὅτι σὲ σένα ἁρμόζει νὰ εἶσαι μόνιμα σὲ τέτοια χαρισματικὴ κατάσταση, καὶ ὄχι σὲ ἄλλους, ἐπειδὴ τάχα ἡ πολιτεία τοὺς εἶναι κατώτερη, καὶ ἡ γνώση τοὺς εἶναι ἐλλιπής. Μὴν ὑποβαθμίζεις λοιπὸν τοὺς ἄλλους καὶ λὲς ὅτι «ἐγὼ ἔπρεπε καὶ ἔφθασα στὴν τελειότητα τῆς ἁγιότητας, καὶ σὲ ἀνώτερο πνευματικὸ ἐπίπεδο, καὶ στὴ χαρὰ τὴν ἀμετάβλητη», διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι ὑπερήφανοι στοχασμοί. Ἀντὶ γι’ αὐτά, νὰ καθίσεις καὶ νὰ συλλογισθεῖς τοὺς ἀκάθαρτους λογισμούς σου, καὶ τὶς ἀπρεπεῖς φαντασίες πού μπήχτηκαν στὸ μυαλό σου τὸν καιρὸ τῆς πνευματικῆς σου τρικυμίας καὶ τῆς ταραχῆς καὶ τῆς ἀταξίας τῶν λογισμῶν σου, πού πρὶν ἀπὸ λίγο, ἐνῶ ἤσουν σκοτισμένος, ἐπαναστάτησαν ἐναντίον σου νὰ συλλογισθεῖς δηλ. πῶς τόσο γρήγορα ἔκλινες τότε πρὸς τὰ πάθη, καὶ ἔζησες μαζί τους μὲ τὸ σκοτεινὸ νοῦ σου, καὶ δὲν ντράπηκες, οὔτε σ’ ἐπίασε δέος γιὰ τὴ θεϊκὴ δράση πού εἶχες, καὶ γιὰ τὰ χαρίσματα πού εἶχες δεχθεῖ πρωτύτερα. Καὶ νὰ ξέρεις ὅτι ὅλα αὐτὰ -τὴν ταραχή, τὴν ἀταξία τῶν λογισμῶν κ.τ.λ.- ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὰ ἔφερε σὲ μᾶς γιὰ νὰ ταπεινωθοῦμε, γιατί ὁ Θεὸς μᾶς νοιάζεται καὶ οἰκονομεῖ στὸν καθένα μᾶς ξεχωριστὰ τί πρέπει νὰ πάθει, γιὰ νὰ βάλει μυαλό. Ἐὰν λοιπὸν ὑπερηφανευθεῖς γιὰ τὰ χαρίσματα πού ἔλαβες, καὶ δὲν εἶναι δικά σου, σὲ ἀφήνει καὶ πέφτεις τότε σ’ ἐκεῖνα τὰ ἁμαρτήματα, γιὰ τὰ ὅποια εἶχες μόνο λογισμοὺς καὶ πειρασμούς.
Μάθε λοιπόν, ὅτι τὸ νὰ στέκεσαι ὄρθιος καὶ νὰ μὴν πέφτεις στὰ πάθη, δὲν ὀφείλεται στὴ δική σου ἀρετή, ἀλλὰ στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού σὲ βαστάζει στὰ χέρια του, γιὰ νὰ μὴ φοβηθεῖς. Αὐτὰ νὰ σκέφτεσαι τὸν καιρὸ τῆς πνευματικῆς χαρᾶς σου, καὶ ὅταν ἀρχίζεις νὰ ὑψηλοφρονεῖς, εἶπε ὁ ἅγιος αὐτὸς πατέρας μας, κλάψε καὶ δάκρυσε καὶ νὰ θυμᾶσαι συνεχῶς τὰ πρότερα παραπτώματά σου, στὰ ὅποια ἔπεσες μὲ τὴν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Κᾶνε ἔτσι, γιὰ νὰ ἀποκτήσεις ταπείνωση καὶ νὰ γλιτώσεις ἀπὸ τὴν πτώση. Ὅμως καὶ πάνω στὶς πτώσεις σου, μὴν ἀπελπισθεῖς, ἀλλὰ μὲ ταπεινοὺς λογισμοὺς ἐξιλέωσε τὸ Θεὸ καὶ ἄφησε τὸν νὰ συγχωρήσει τὰ ἁμαρτήματά σου.
Ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς ὑπερηφάνειας ἔρχεται ὁ πειρασμὸς τῆς πορνείας
Ὅταν τὸ σῶμα σου ἡμερέψει μὲ τὴν ἐγκράτεια, μὲ τὴν ἀγρυπνία καὶ μὲ τὴν προσοχὴ τῆς καρδιᾶς, πού εὐνοεῖται ἀπὸ τὴν ἡσυχία τῶν αἰσθήσεων, καὶ ἐντούτοις ἀρχίζεις καὶ αἰσθάνεσαι στὸ σῶμα σου τὴν ὀξύτητα τοῦ πάθους τῆς πορνείας, τὸ ὅποιο δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴ φυσικὴ λειτουργία τοῦ ὀργανισμοῦ, νὰ ξέρεις ὅτι δέχθηκες λογισμοὺς ὑπερηφάνειας καὶ γι’ αὐτό σε πειράζει ὁ δαίμονας. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ταπείνωσε πολὺ τὴν τροφή σου καὶ τὸ στομάχι σου, καὶ ψάξε νὰ βρεῖς τί λογισμοὺς δέχθηκες, καὶ μάθε ὅτι ἀλλοιώθηκε ἡ φύση σου καὶ ὅτι τὰ ἔργα τῆς εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴ φυσική τους τάξη, καὶ τότε, ἂν ἡ μετάνοιά σου εἶναι ἀληθινή, θὰ σὲ ἐλεήσει ὁ Θεὸς καὶ θὰ σὲ φωτίσει νὰ μάθεις τὴν ταπείνωση, γιὰ νὰ μὴν αὐξηθεῖ ἡ ὑπερηφάνειά σου. Ἃς μὴ σταματήσουμε λοιπὸν νὰ ἀγωνιζόμαστε πρόθυμα, μέχρις ὅτου δοῦμε μέσα μας τὴ μετάνοια, καὶ βροῦμε τὴν ταπείνωση, καὶ ἀναπαυθεῖ ἡ καρδιὰ μᾶς ἐν τῷ Θεῶ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΆΓΙΟΥ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗ
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!