«…Ἔχεις ὅμως καὶ τρίτη ὁδὸ μετάνοιας. Κι ἀνέφερα πολλὲς ὁδοὺς μετάνοιας, γιὰ νὰ σοῦ κάνω μὲ τὴν ποικιλία τῶν ὁδῶν εὔκολη τὴ σωτηρία. Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ τρίτη ὁδός; Ἡ ταπεινοφροσύνη. Ἔχε ταπεινὸ φρόνημα καὶ ἐξάλειψες τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν. Ἔχεις καὶ γι’ αὐτὴν ἀπόδειξη ἀπὸ τὴ θεία Γραφή, ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῆς παραβολῆς τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου (Λουκᾶ 18, 10). Ἀνέβηκαν, λέγει, ὁ Φαρισαῖος καὶ Τελώνης στὸ ναὸ νὰ προσευχηθοῦν καὶ ἄρχισε ὁ Φαρισαῖος ν’ ἀπαριθμεῖ τὶς ἀρετές του. Ἐγὼ δὲν εἶμαι, λέγει, ἁμαρτωλὸς ὅπως ὅλος ὁ κόσμος, οὔτε ὅπως αὐτὸς ὁ Τελώνης. Ἄθλια καὶ ταλαίπωρη ψυχή, ὅλη τὴν οἰκουμένη τὴν καταδίκασες, γιατί λύπησες καὶ τὸν πλησίον σου; Δὲν σοὺ ἄρκεσε ἡ οἰκουμένη, κι ἔφτασες νὰ καταδικάσεις καὶ τὸν Τελώνη; Ὅλους λοιπὸν τοὺς κατηγόρησες καὶ δὲν λυπήθηκες οὔτε τὸν ἕνα αὐτὸν ἄνθρωπο. «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὅπως ὅλος ὁ κόσμος, οὔτε ὅπως αὐτὸς ὁ Τελώνης: Νηστεύω δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα, δίνω τὸ δέκατο ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου στοὺς φτωχούς.» Εἶπε λόγια ἀλαζονικά. Ἄθλιε ἄνθρωπε, καλὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη τὴν καταδίκασες, γιατί κατηγόρησες καὶ τὸν πλησίον σου Τελώνη; Δὲν χόρτασες μὲ τὴν κατηγορία τῆς οἰκουμένης, ἀλλὰ κατέκρινες κι ἐκεῖνον ποῦ ἦταν μαζί σου;

Τί ἔκαμε λοιπὸν ὁ Τελώνης; Ὅταν τ’ ἄκουσε αὐτὰ δὲν εἶπε: «Σὺ ποιὸς εἶσαι ποῦ λὲς αὐτὰ ἐναντίον μου; Ἀπὸ ποῦ γνωρίζεις τὸ βίο μου; Δὲν ἔμεινες μαζί μου. Δὲν ζήσαμε μαζί. Γιατί ὑπερηφανεύεσαι τόσο πολύ; Ποιὸς εἶναι μάρτυρας τῶν δικῶν σου ἀγαθοεργιῶν; Γιατί παινεύεις τὸν ἑαυτό σου; Γιατί κάνεις χάρη στὸν ἑαυτό σου;» Ὅμως τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν εἶπε ὁ Τελώνης, ἄλλ’ ἀφοῦ ἔσκυψε, προσκύνησε καὶ εἶπε: «Θεέ μου, συγχώρεσε μὲ τὸν ἁμαρτωλό», καὶ μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη ποὺ ἔδειξε ὁ Τελώνης δικαιώθηκε. Ἀντίθετα ὁ Φαρισαῖος κατέβηκε ἀπὸ τὸ ναὸ στερημένος τὴ δικαίωση, ἐνῶ ὁ Τελώνης κατέβηκε πετυχαίνοντας τὴ δικαίωση. Κι ἔτσι τὰ λόγια νίκησαν τὰ ἔργα. Γιατί ὁ ἕνας ἔχασε τὴ δικαίωση ἀπὸ τὰ ἔργα, ἐνῶ ὁ ἄλλος μὲ τὸν ταπεινὸ λόγο καὶ λογισμὸ πέτυχε τὴ δικαίωση. Ἂν καὶ βέβαια οὔτε ταπεινοφροσύνη ἦταν ἐκεῖνο. Γιατί ταπεινοφροσύνη εἶναι ὅταν κανείς, ἐνῶ εἶναι μεγάλος, ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του. Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Τελώνης δὲν ἦταν λόγος ταπεινοφροσύνης, ἀλλὰ ἦταν ἡ ἀλήθεια. Γιατί ἦταν ἀληθινά τα λόγια. Ἦταν πραγματικὰ ἁμαρτωλός.
Πραγματικὰ πές μου, τί ὑπάρχει χειρότερο ἀπὸ τὸν Τελώνη; Εἶναι πραγματευτὴς ξένης σοδειᾶς, καὶ μοιράζεται ξένους κόπους. Καὶ τὸν κόπο βέβαια δὲν τὸν προσέχει, ἐνῶ τὸ κέρδος τὸ μοιράζεται. Ὥστε ἡ ἁμαρτία τοῦ Τελώνη εἶναι ἡ χειρότερη. Γιατί τίποτε ἄλλο δὲν εἶναι ὁ Τελώνης, παρὰ σκέτος ἐκβιασμός. Ἐκβιασμὸς χωρὶς φόβο, ἁμαρτία νόμιμη, εὔσχημη πλεονεξία. Πραγματικὰ τί ὑπάρχει χειρότερο ἀπὸ τὸν Τελώνη ποὺ κάθεται στὸ δρόμο καὶ τρυγάει τοὺς ξένους κόπους; Ὅταν εἶναι ἡ ὥρα τῶν κόπων, καμιὰ φροντίδα ἐκ μέρους του, ὅταν ὅμως φτάνει ἡ στιγμὴ τοῦ κέρδους, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ δὲν κόπιασε παίρνει τὴ μερίδα. Ὥστε, ἐὰν ὁ Τελώνης, ἐνῶ ἦταν ἁμαρτωλός, πέτυχε τόση μεγάλη δωρεὰ μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη του, πόσο πιὸ μεγάλη δὲν θὰ ἐπιτύχει ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἐνάρετος καὶ ζεῖ ταπεινά; Ὥστε, ἂν ἐξομολογηθεῖς τὶς ἁμαρτίες σου καὶ ταπεινωθεῖς, γίνεσαι δίκαιος. Θέλεις νὰ μάθεις καὶ ποιὸς εἶναι ταπεινόφρονας; Πρόσεχε τὸν Παῦλο τὸν δάσκαλο τῆς οἰκουμένης, τὸν πνευματικὸ ρήτορα, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, τὸ λιμάνι τὸ ἀκύμαντο, τὸν πύργο τὸν ἀσάλευτο, ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὸ μικροκαμωμένο σῶμα τοῦ περικύκλωνε τὴν οἰκουμένη καὶ σὰν κάποιος φτερωτὸς περιέτρεξε αὐτήν. Πρόσεχε ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ταπεινὸ λογισμό, τὸν ἀμαθῆ καὶ φιλόσοφο, τὸν φτωχὸ καὶ πλούσιο. Ἐκεῖνον ὀνομάζω πραγματικὸ ταπεινόφρονα, ἐκεῖνον ποὺ ὑπέμεινε ἀμετρήτους κόπους, ποὺ ἔστησε ἀμέτρητα τρόπαια κατὰ τοῦ διαβόλου, ποὺ κήρυττε καὶ ἔλεγε «ἡ χάρη Του πρὸς ἐμένα δὲν ἦταν χωρὶς ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ περισσότερο ἄπ’ ὅλους κοπίασα» (Ἃ’ Κορ. 15, 10). Ἐκεῖνος ποὺ ὑπέμεινε φυλακὲς καὶ πληγὲς καὶ μαστιγώματα, ἐκεῖνος ποὺ σαγήνευσε μ’ ἐπιστολὲς τὴν οἰκουμένη, ἐκεῖνος ποὺ κλήθηκε μὲ οὐράνια φωνή. Ἐκεῖνος ταπεινοφρονεῖ, λέγοντας:«Γιατί ἐγὼ εἶμαι ὁ πιὸ ἀσήμαντος ἄπ’ ὅλους τους ἀποστόλους, καὶ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ ὀνομασθῶ ἀπόστολος» (Ἃ’ Κορ. 15, 9).
Εἶδες μέγεθος ταπεινοφροσύνης, εἶδες τὸν Παῦλο ποῦ ταπεινοφρονεῖ, ποῦ ὀνομάζει ἐλάχιστο τὸν ἑαυτό του; Γιατί λέγει, «ἐγὼ εἶμαι ὁ πιὸ ἀσήμαντος ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, καὶ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ ὀνομασθῶ ἀπόστολος». Γιατί αὐτὸ πραγματικὰ εἶναι ταπεινοφροσύνη, τὸ νὰ ταπεινώνεται σ’ ὅλους καὶ νὰ ὀνομάζει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἐλάχιστο…»

πηγή