Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ συνηθίζει νὰ ἀποκαλεῖ τὴν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, «ἐνέργεια». Λέει, γιὰ παράδειγμα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή του: «Μήπως δὲν ἔχει ἐξουσία ὁ ἀγγειοπλάστης, χρησιμοποιώντας τὸ ἴδιο ὑλικό, νὰ κατασκευάζει ἄλλα σκεύη γιὰ τιμητικὴ χρήση καὶ ἄλλα γιὰ ἀτιμωτική;».

Ὁ ἴδιος δηλαδὴ τεχνίτης πλάθει καὶ τὰ πρῶτα καὶ τὰ δεύτερα. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Δημιουργός των πάντων, ἀλλ’ ὅμως δὲν εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ κατασκευάζει ἀγγεῖα γιὰ διαφορετικὲς χρήσεις, ἀλλὰ ἡ προσωπικὴ προαίρεση τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Αὐτὸ τὸ λέει ξεκάθαρα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Δεύτερη Ἐπιστολή του πρὸς τὸν Τιμόθεο: «Σ’ ἕνα ἀρχοντόσπιτο», λέει, «δὲν ὑπάρχουν μονάχα χρυσὰ καὶ ἀσημένια σκεύη, ἀλλὰ καὶ ξύλινα καὶ ὀστράκινα καὶ προορίζονται ἄλλα γιὰ τιμητικὴ χρήση καὶ ἄλλα γιὰ ἀτιμωτική. Ἂν λοιπὸν κάποιος καθαρίσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες εἶναι σκεῦος ποὺ θὰ τιμηθεῖ, θὰ ἁγιασθεῖ καὶ θὰ εἶναι πολὺ χρήσιμο στὸν Θεὸ ποὺ τὸ ἐξουσιάζει καὶ ἐπιπλέον θὰ εἶναι ἑτοιμασμένο γιὰ κάθε ἔργο ἀγαθό».

Εἶναι βέβαια ὁλοφάνερο ὅτι αὐτὴ ἡ κάθαρση γίνεται, ἂν ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τὸ θελήσει. «Ἂν κάποιος καθαρισθεῖ», λέει ὁ Ἀπόστολος. Ἂν ὅμως δὲν τὸ κάνει, ἂν δὲν καθαρίσει δηλαδὴ τὸν ἑαυτό του, θὰ εἶναι ἀγγεῖο γιὰ ἀτιμωτικὴ χρήση, ἄχρηστο στὸν Δεσπότη Χριστό, δοχεῖο ποὺ θὰ ’πρεπε καλύτερα νὰ γίνει κομμάτια.

Τὸ ρητὸ λοιπὸν τοῦ ’Ἀποστόλου Παύλου ποὺ λέει «ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ πέσουν ὅλοι μαζὶ στὴν ἀπείθεια», καθὼς καὶ τὸ ἄλλο ποὺ λέει «τοὺς ἔδωσε ὁ Θεὸς πνεῦμα κατανύξεως, μάτια ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν καὶ αὐτιὰ ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀκοῦνε», πρέπει νὰ τὰ ἐννοήσουμε ὅτι ἔγιναν, ὄχι γιατί τὰ θέλησε καὶ τὰ δημιούργησε ἔτσι ὁ Θεός, ἀλλὰ γιατί τὰ παραχώρησε ὁ Θεός.

Γιατί τὸ καλὸ εἶναι δημιούργημα τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ κατὰ συνέπεια, δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ μὲ τὴ βία.

Συνηθίζει λοιπὸν ἡ Ἁγία Γραφὴ νὰ ὀνομάζει τὴν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἐνέργεια καὶ δημιουργία. Ὅταν ὅμως λέει ὅτι «ὁ Θεὸς δημιουργεῖ κακὰ» καὶ «δὲν ὑπάρχει κακία σὲ μιὰ πόλη ποὺ νὰ μὴν τὴ δημιούργησε ὁ Θεός·», δὲν ἐννοεῖ ἀσφαλῶς ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι αἴτιος τοῦ κακοῦ.

Ἡ λέξη κακία ἔχει δύο ἔννοιες καὶ δύο σημασίες. Ἄλλοτε σημαίνει τὸ κακὸ κατὰ τὴ φύση του. Αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἄλλοτε πάλι φανερώνει αὐτὸ ποὺ τὸ ἀντιλαμβάνεται ἡ αἴσθησή μας ὡς κακὸ καὶ κοπιαστικό, δηλαδὴ οἱ θλίψεις καὶ οἱ συμφορές. Οἱ θλίψεις ὅμως φαινομενικὰ εἶναι κακὸ πράγμα, γιατί μᾶς προξενοῦν πόνο. Στὴν πραγματικότητα ὅμως οἱ θλίψεις -γιὰ ἐκείνους ποὺ καταλαβαίνουν τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων- εἶναι καλὲς καὶ εὐεργετικές, γιατί γίνονται αἰτία νὰ ἐπιστρέψουμε στὸν Θεὸ καὶ νὰ σωθοῦμε.

Αὐτοῦ του εἴδους οἱ θλίψεις, ἡ Ἁγία Γραφὴ θεωρεῖ ὅτι συμβαίνουν «κατὰ παραχώρησιν» τοῦ Θεοῦ.

Πρέπει ὅμως νὰ γνωρίζουμε καλὰ ὅτι καὶ γι’ αὐτὲς τὶς θλίψεις, ἐμεῖς πάλι εἴμαστε ὑπεύθυνοι. Γιατί τὰ ἀκούσια κακὰ εἶναι καρποὶ ἐκείνων ποὺ ἐμεῖς ἐλεύθερα ἐπιλέγουμε νὰ κάνουμε.

Πρέπει ἀκόμα νὰ ξέρουμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ συνηθίζει νὰ ὀνομάζει μερικὰ πράγματα, ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα κάποιων ἄλλων ἐνεργειῶν μας, ὡς αἰτία. Γιὰ παράδειγμα, τὸ ἁγιογραφικὸ χωρίο ποὺ λέει: «Ἐνώπιόν Σου ἔχω ἁμαρτήσει καὶ ἀπέναντί σε Σένα ἔχω κάνει τὴν παρανομία. Τὸ ὁμολογῶ αὐτὸ δημόσια, ὥστε νὰ μὴ θεωρήσουν Ἐσένα ἄδικο γιὰ ὅποια τιμωρία μου δώσεις. Ἔτσι δὲν θὰ κατακρίνουν Ἐσένα, ἀλλὰ θὰ ἀναγνωρίσουν ὅλοι ὅτι δίκαιά μου ἐπιβάλεις ὅ,τι ὅρισες γιὰ τιμωρία μου».

Δὲν ἁμάρτησε δηλαδὴ ὁ Προφήτης γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ δικαιοκρίτης ὁ Θεός, οὔτε εἶχε ἀνάγκη ὁ Θεὸς τὴν ἁμαρτία μας, γιὰ νὰ φανερώσει τὴ δικαιοσύνη Του. Ἀναδεικνύεται νικητὴς καὶ ὑπερέχει στὴ δόξα καὶ στὴ δύναμη ἔναντι ὅλων των ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ ἔναντι ἐκείνων ποὺ δὲν ἐμπλέκονται στὶς ἁμαρτίες. Γιατί εἶναι ὁ Ἴδιος Δημιουργός, ἀκατάληπτος, ἄκτιστος καὶ ἔχει τὴ δόξα ὡς φυσικὸ ἰδίωμα καὶ ὄχι ὡς κάτι ποὺ ἔλαβε ἐκ τῶν ὑστέρων. Ὁ Θεὸς ἀναδεικνύεται ἐπιπλέον ὡς νικητὴς ἔναντί της κακίας μας, ὅταν δὲν μᾶς τιμωρεῖ τὴ στιγμὴ ποὺ ἁμαρτάνουμε, ἀλλὰ ἀντίθετά μας συγχωρεῖ μόλις μετανοήσουμε. Δὲν ἁμαρτάνουμε, συνεπῶς, γιατί ἔτσι ἔχει ὁρίσει γιὰ μᾶς ὁ Θεός, ἀλλὰ γιατί ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐπακόλουθό της πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Ἂν ποῦμε δηλαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸ κακό, εἶναι σὰν νὰ λέει κάποιος, ποὺ δέχεται τὴν ἐπίσκεψη ἑνὸς φίλου του, ὅτι αὐτὸς ἦρθε γιὰ νὰ μὴν μπορέσω νὰ δουλέψω σήμερα. Ὁ φίλος βέβαια δὲν ἔκανε τὴν ἐπίσκεψη, γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὸν νοικοκύρη ἀπὸ τὴ δουλειά, ἀλλὰ αὐτὸ ἦρθε ὡς συνέπεια τῆς ἐπίσκεψής του. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἔπρεπε νὰ ἑτοιμασθεῖ κατάλληλα ἡ ὑποδοχή, δὲν ἦταν δυνατὸν παράλληλα καὶ νὰ ἐργάζεται. Αὐτὲς λοιπὸν οἱ ἐκφράσεις βασίζονται στὸ ἀποτέλεσμα καὶ ἀναφέρονται στὸ πὼς ἐξελίσσονται, ὡς ἐπακόλουθο προγενέστερης πράξης, τὰ διάφορα γεγονότα.

Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν θέλει νὰ εἶναι Ἐκεῖνος μόνο Ἅγιος, -ὥστε νὰ μᾶς περάσει ἡ ἰδέα ὅτι δημιούργησε τὸ κακό, γιὰ νὰ ἀποκλείσει ἐμᾶς ἀπὸ τὴν ἁγιότητα- ἀλλὰ θέλει ὅλοι, κατὰ τὸ μέτρο τους, νὰ ἁγιασθοῦν καὶ νὰ γίνουν ὅμοιοι μὲ Αὐτὸν «κατὰ Χάριν».
Πηγή: lllazaros.blogspot.ca