Πιστεύομε στὸ Θεό, καὶ πιστεύομε τὸν Θεό· ἄλλο τὸ ἕνα καὶ ἄλλο τὸ ἄλλο. Πραγματικὰ πιστεύω τὸν Θεὸ σημαίνει ὅτι θεωρῶ βέβαιες κι’ ἀληθινὲς τὶς ἐπαγγελίες ποὺ μᾶς ἔδωσε· πιστεύω δὲ στὸν Θεὸ σημαίνει ὅτι φρονῶ περὶ αὐτοῦ ὀρθῶς.
Πρέπει δὲ νὰ τὰ ἔχωμε καὶ τὰ δύο, νὰ εἴμαστε ἀληθινοὶ καὶ στὰ δύο καὶ νὰ συμπεριφερώμαστε ἔτσι, ὥστε καὶ νὰ πιστευώμαστε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ βλέπουν σωστὰ καὶ πιστοὶ νὰ εἴμαστε ἐνώπιόν του Θεοῦ πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπευθύνεται ἡ πίστις, καὶ ὡς πιστοὶ ἀκριβῶς νὰ δικαιούμαστε ἀπὸ αὐτὸν «διότι»,λέγει, «ἐπίστευσε ὁ Ἀβραὰμ καὶ τοῦτο ὑπολογίσθηκε γιὰ τὴν δικαίωσή του».
Πῶς λοιπὸν πιστεύσας ἐδικαιώθηκε ὁ Ἀβραάμ; Ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὑπόσχεσι γιὰ τὸ σπέρμα του, ποὺ ἦταν ὁ Ἰσαάκ, ὅτι θὰ εὐλογηθοῦν ὅλες oι φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Ἔπειτα διατάσσεται ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ θυσιάση, παιδὶ ἀκόμη, τὸν Ἰσαὰκ ποὺ ἦταν ὁ μόνος διὰ τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νὰ ἐκπληρωθῆ ἡ ὑπόσχεσις. Καὶ χωρὶς ν’ ἀντείπη τίποτε ὁ πατέρας, ἔσπευσε νὰ γίνη αὐτόχειρ τοῦ παιδιοῦ του, ἐνῶ ἐθεωροῦσε αὐτὴν τὴν δὶ’ αὐτοῦ ὑπόσχεσι βέβαιη καὶ ἔγκυρη.
Βλέπετε ποιὰ εἶναι ἡ πίστις ποῦ δικαιώνει; Ἀλλὰ ἐπαγγέλθηκε καὶ σὲ μᾶς ὁ Χριστὸς κληρονομιὰ ζωῆς ἀΐδιας καὶ τρυφῆς καὶ δόξης καὶ βασιλείας, ἐνῶ ἔπειτα παρήγγειλε νὰ πτωχεύωμε, νὰ νηστεύωμε, νὰ ζοῦμε μὲ εὐτέλεια καὶ θλίψι, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ θάνατο, νὰ σταυρώνωμε τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς μαζὶ μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες. Ἐὰν λοιπὸν σπεύδωμε πρὸς αὐτὰ καὶ πιστεύομε ἐκείνη τὴν ἐπαγγελία τοῦ Χριστοῦ, πραγματικὰ ἐπιστεύσαμε τὸν Θεὸ κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀβραάμ, καὶ τοῦτο θὰ ὑπολογισθῆ γιὰ τὴν δικαίωσί μας.
Και παρατηρήσατε τὴν ἀκολουθία τῶν προτάσεων. Τὸ ὅτι δηλαδὴ ἐδέχθηκε νὰ προσφέρη γιὰ σφαγὴ τὸν Ἰσαὰκ δὲν ἔγινε μόνο ἰσχυρὰ μαρτυρία καὶ ἀπόδειξις τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλὰ ὑπῆρξε καὶ αἴτιό του ὅτι ὁ Χριστὸς ἐγεννήθηκε ἀπὸ τὸ σπέρμα του, διὰ τοῦ ὁποίου εὐλογήθηκαν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς κι ἐκπληρώθηκε ἡ ἐπαγγελία. Διότι κατὰ κάποιον τρόπο ὁ Θεὸς ἔγινε ὀφειλέτης σ’ αὐτὸν ποὺ ἔδωσε γιὰ τὸν Θεὸ τὸν μονογενῆ καὶ γνήσιο υἱό του· ὀφειλέτης ν’ ἀντιδώση γι’ αὐτὸν καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν ἐπαγγελία τὸν δικό του μονογενῆ καὶ γνήσιο υἱό. Ἔτσι καὶ σὲ μᾶς· ἡ χάρη τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη καὶ ταπείνωσις, ἡ ὑπομονὴ τῶν κάθε εἴδους κακώσεων καὶ μετάδοσις τῶν ἀγαθῶν, καθὼς καὶ ἡ κακοπάθεια τοῦ σώματος μὲ νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες καὶ γενικῶς τὸ νὰ σταυρώνωμε τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς μαζὶ μὲ τὰ παθήματα καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ὄχι μόνο εἶναι ἀπόδειξις ὅτι πιστεύομε ἀληθινὰ στὶς ἐπαγγελίες τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ καθιστᾶ κατὰ κάποιον τρόπο τὸν Θεὸν ὀφειλέτη νὰ ἀντιπροσφέρη σὲ μᾶς τὴν ἀΐδια καὶ ἄφθαρτη ζωὴ καὶ τρυφή, τὴν δόξα καὶ βασιλεία.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς μαθητᾶς του, ἔλεγε· μακάριοι εἶναι οἱ πτωχοὶ διότι δική σας εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, μακάριοι οἱ διωκόμενοι γιὰ τὴν δικαιοσύνη»· καί, ἀλλοίμονο στοὺς πλουσίους, ἀλλοίμονο στοὺς γελώντας, ἀλλοίμονο στοὺς χορτασμένους, ἀλλοίμονό σας ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σᾶς κολακεύουν. Αὐτὸς λοιπὸν ποῦ ἀποβλέπει ὄχι πρὸς τὰ μακαριζόμενα ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀλλὰ πρὸς τὰ ταλανιζόμενα, εἰπέ μου, πῶς θὰ πιστευθῆ ὅτι ἐμπιστεύεται τὸν Θεό; «Δεῖξε μου», λέγει, «τὴν πίστι σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου», καὶ «ὅποιος εἶναι σοφός, ἃς δείξη τὰ ἔργα του ἀπὸ τὴν καλὴ συμπεριφορά».
Ότι λοιπὸν πιστεύομε ἀληθινὰ τὸν Θεό, δηλαδὴ ἀναγνωρίζομε ἀληθινὲς καὶ βέβαιες τὶς ἐπαγγελίες ἢ ἀπειλές του πρὸς ἐμᾶς, καὶ περιμένομε νὰ ἐκδηλωθοῦν γρήγορα, δεικνύεται διὰ τῶν ἀγαθῶν μας ἔργων καὶ τῆς τηρήσεως τῶν θείων ἐντολῶν. Ὅτι δὲ ὀρθῶς πιστεύομε στὸν Θεό, δηλαδὴ καλῶς καὶ ἀσφαλῶς καὶ εὐσεβῶς φρονοῦμε γι’ αὐτόν, ἀπὸ ποῦ προέρχεται ἡ ἀπόδειξις; ἀπὸ τὴν συμφωνία πρὸς τοὺς θεοφόρους πατέρες μας. Ὅτι δὲ τὸ νὰ ἐμπιστευώμαστε ἀδιαψεύστως τὸν Θεὸ προκαλεῖ τὴν ἀντίθεσι ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ πάθη τῆς σαρκὸς καὶ ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους, ποὺ θέλγουν καὶ παρασύρουν κάτω πρὸς τὶς ἐμπαθεῖς ἡδονές, ἔτσι καὶ τὸ νὰ πιστεύωμε ὀρθῶς στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεὸ προκαλεῖ τὴν ἀντίθεσι ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἄγνοια καὶ ἀπὸ τὶς ὑποβολὲς τοῦ Ἀντικειμένου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς δυσσεβεῖς ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἁρπάζουν καὶ τὸν ρίπτουν μαζί τους κάτω πρὸς τὴν δική τους ἀπώλεια. Εἶναι ὅμως στὴ διάθεσί μας, γιὰ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς περιπτώσεις, μεγάλη βοήθεια, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀπὸ αὐτὸν δοσμένη σ’ ἐμᾶς γνωστικὴ δύναμι, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγαθοὺς ἀγγέλους καὶ ἀπὸ τοὺς θεοσεβεῖς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτὸ ἡ πνευματικὴ καὶ κοινὴ μητέρα καὶ τροφός μας, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, σήμερα ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἀντικηρύσσει ὁλοφανέστερα καὶ δημοσιώτερα αὐτοὺς ποὺ ἔλαμψαν κατὰ τὴν εὐσέβεια καὶ ἀρετὴ καὶ τὶς πανίερες συνόδους των καὶ τὰ θεία δόγματα ποὺ διατυπώθηκαν σ’ αὐτές, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀποκηρύσσει ἐπισημότερα τοὺς ὀπαδοὺς τῆς δυσσεβείας καὶ τὰ πονηρὰ διδάγματα καὶ φρονήματά τους· ἔτσι ὥστε ἐμεῖς αὐτοὺς μὲν ἀποστρεφόμενοι, τοὺς δὲ ὀρθοδόξους ἀκολουθώντας, νὰ πιστεύωμε σ’ ἕνα Θεό, Πατέρα, Υἱὸ καὶ ἅγιο Πνεῦμα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ διὰ τοῦ ὁποίου καὶ στὸν ὁποῖο ἔγιναν τὰ πάντα, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ ὅλα καὶ ἐπάνω σε ὅλα καὶ μέσα σὲ ὅλα καὶ ὑπεράνω του παντός, μονὰς σὲ τριάδα καὶ τριὰς σὲ μονάδα, ἀσυγχύτως ἐνουμένη καὶ ἀμερίστως διαιρούμενη· μονὰς ἡ ἴδια καὶ τριὰς παντοδύναμη.
Είναι Πατὴρ ἄχρονος καὶ ἄναρχος καὶ ἀΐδιος, μόνος αἰτία καὶ ρίζα τῆς θεότητος ποὺ ἐνυπάρχει στὸν Υἱὸ καὶ στὸ ἅγιο Πνεῦμα· ὄχι μόνος δημιουργός, ἀλλὰ μόνος Πατὴρ ἑνὸς Υἱοῦ καὶ μόνος προβολεὺς ἑνὸς ἁγίου Πνεύματος· πάντοτε ὧν καὶ πάντοτε ὧν Πατὴρ καὶ πάντοτε ὧν μόνος Πατὴρ καὶ μόνος προβολεύς.
Του ὁποίου ἕνας εἶναι Υἱός, συναΐδιος μὲ αὐτὸν καὶ χρονικῶς συνάναρχος· ὄχι ἄναρχος δέ, διότι ἔχει γεννήτορα καὶ ρίζα, πηγὴ καὶ ἀρχὴ τὸν Πατέρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο μόνον προῆλθε πρὶν ἀπὸ ὅλους τους αἰῶνες ἀσωμάτως, ἀπαθῶς, ἀρρεύστως, γεννητῶς, ἀλλὰ δὲν διαιρέθηκε· ποὺ εἶναι Θεὸς ἀπὸ Θεό, ὄχι ἄλλος κατὰ τὸ ὅτι εἶναι Θεὸς καὶ ἄλλος κατὰ τὸ ὅτι εἶναι Υἱός· πάντοτε ὧν καὶ πάντοτε ὧν Υἱὸς καὶ πάντοτε ὧν ἀσυγχύτως πρὸς τὸν Θεό· λόγος ζωντανός, φῶς ἀληθινό, ἐνυπόστατος σοφία, αἰτία καὶ ἀρχὴ ὅλων των δημιουργημάτων, ἀφοῦ ὅλα αὐτὰ ἔγιναν δὶ’ αὐτοῦ· αὐτὸς ἐκένωσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ χάριν τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, ὅπως προεῖπαν οἱ προφῆτες, παίρνοντας γιὰ μᾶς τὴν δική μας μορφή, καί, ἀφοῦ ἐκυοφορήθηκε ἀπὸ τὴν ἀειπάρθενη Μαρία μ’ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς καὶ συνεργία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐγεννήθηκε κι’ ἐνανθρώπησε ἀληθινά, ἔγινε ὅμοιος μ’ ἐμᾶς καθ’ ὅλα, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, ἐνῶ ἔμεινε ὅ,τι ἦταν, Θεὸς ἀληθινὸς σὲ μιὰ ὑπόσταση καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση, ἐνεργῶν ὅλα τα θεία ὡς Θεὸς καὶ ὅλα τα ἀνθρώπινα πάθη· ἀπαθὴς καὶ ἀθάνατος ὧν καὶ διαμένων ὡς Θεός, ἑκουσίως δὲ παθῶν γιὰ μᾶς κατὰ τὴν σάρκα ὡς ἄνθρωπος, σταυρωθεῖς καὶ ἀποθανῶν, ταφεῖς καὶ ἀναστᾶς κατὰ τὴν τρίτη ἡμέρα καὶ καταργήσας διὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεώς του αὐτὸν ποὺ ἔχει τὴν κυριαρχία τοῦ θανάτου· καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασι ἐπιφανεῖς, ἀναληφθεῖς στὸν οὐρανὸ καὶ καθίσας ἀπὸ τὰ δεξιά του Πατρὸς ἀφοῦ ἔκαμε ὁμότιμο καὶ ὁμόθρονο ὡς ὁμότιμό το φύραμά μας, μὲ τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ ἔλθη πάλι ἐνδόξως νὰ κρίνη ζώντας καὶ νεκρούς, ποὺ θὰ ἐπανέλθουν πρὸς τὴν ζωὴ ἐξ αἰτίας τῆς παρουσίας του, καὶ ν’ ἀποδώσει στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του. Ἀναγνωρίζοντας κι ἐμεῖς αἰσθητὸ καὶ περιγραπτὸ τοῦτο το ἀπὸ ἐμᾶς προσλημμά του καὶ φύραμα, εἰκονίζομε καὶ προσκυνοῦμε εὐσεβῶς καὶ αὐτὴν ποὺ τὸν ἐγέννησε παρθενικῶς καὶ τοὺς εὐαρεστήσαντας αὐτὸν τελείως. Τούτου τὰ σύμβολα τῶν παθῶν, καὶ μάλιστα τὸν σταυρό, τιμοῦμε καὶ προσκυνοῦμε ὡς θεία τρόπαια κατὰ τοῦ κοινοῦ πολεμίου. Τὴν ἀνάμνησι τούτου τελώντας κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ καθημερινῶς, ἱερουργοῦμε τὰ θειότατα μυστήρια καὶ μετέχομε σ’ αὐτά. Κατὰ τὴν παραγγελία τούτου πρὶν ἀπὸ ὅλα βαπτιζόμαστε καὶ βαπτίζομε σ’ ἕνα ὄνομα σεπτὸ καὶ προσκυνητὸ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Διότι ἀπὸ τὸν ἀΐδιο καὶ ἄναρχο Πατέρα ἐκπορεύεται τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι συνάναρχο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ ὡς ἄχρονο, ὄχι δὲ ἄναρχο, ἀφοῦ καὶ αὐτὸ ρίζα καὶ ἀρχὴ καὶ αἰτία ἔχει τὸν Πατέρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθε πρὶν ἀπὸ ὅλους τους αἰῶνες ἀρρεύστως, ἀπαθῶς, ἐκπορευτῶς, καὶ εἶναι ἐπίσης ἀδιαίρετό του Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, ὡς προερχόμενο ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀναπαυόμενο στὸν Υἱό· ποὺ ἔχει ἀσύγχυτη τὴν ἕνωσι καὶ ἀμέριστη τὴ διαίρεση· ποὺ εἶναι καὶ αὐτὸ Θεὸς ἀπὸ Θεό, ὄχι ἄλλος μὲν ὡς Θεός, ἄλλος δὲ Παράκλητος ὡς Πνεῦμα ἅγιο αὐθυπόστατο· ποὺ ἔχει τὴν ὕπαρξι ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀποστέλλεται διὰ τοῦ Υἱοῦ, γιὰ τὴν ἔναρξι αἰωνίας ζωῆς, γι’ ἀρραβώνα τῶν μελλοντικῶν καὶ πάντοτε διατηρουμένων ἀγαθῶν ποὺ εἶναι κι’ αὐτὸ αἴτιο ὅλων των δημιουργημάτων, διότι σ’ αὐτὸ ἔγιναν ὅλα, τὸ ἴδιο καὶ ἀπαράλλακτο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, χωρὶς τὴν ἀγεννησία καὶ τὴ γέννησι. Ἐστάλθηκε δὲ ἀπὸ τὸν Υἱὸ πρὸς τοὺς μαθητᾶς του, δηλαδὴ ἐφανερώθηκε· διότι πὼς ἀλλοιῶς θὰ ἐστελλόταν τὸ παντοῦ παρὸν καὶ μὴ χωριζόμενο ἀπὸ τὸν πέμποντα; Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν Υἱό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Πατέρα στέλλεται καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἔρχεται· διότι ἡ ἀποστολή, δηλαδὴ ἡ φανέρωσις, εἶναι κοινὸ ἔργο Πατρός, Υἱοῦ καὶ Πνεύματος.
Φανερώνεται δὲ ὄχι κατὰ τὴν οὐσία, διότι κανεὶς ποτὲ δὲν εἶδε οὔτε ἀπεκάλυψε τὴν φύσι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κατὰ τὴ χάρι καὶ τὴ δύναμι καὶ τὴν ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι κοινὴ Πατρός, Υἱοῦ καὶ Πνεύματος. Διότι ἴδιο στὸ καθ’ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἡ ὑπόστασίς του καὶ τὰ ὑποστατικῶς γύρω ἀπὸ αὐτὴν παρατηρούμενα- κοινὰ δὲ αὐτῶν δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀφανέρωτη καὶ ὑπερώνυμη καὶ ἀμέθεκτη οὐσία, ἀλλὰ καὶ ἡ χάρις καὶ ἡ δύναμις, ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ λαμπρότης, ἡ ἀφθαρσία καὶ ἡ βασιλεία, καὶ ὅλα ἐκεῖνα, διὰ τῶν ὁποίων κοινωνεῖ κι’ ἑνώνεται κατὰ χάρι μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους ὁ Θεός, χωρὶς νὰ ἐκπίπτη ἀπὸ τὸ ἑνιαῖο καὶ τὴν ἁπλότητα οὔτε ἐξ αἰτίας τοῦ μεριστοῦ καὶ διαφόρου των ὑποστάσεων οὔτε ἐξ αἰτίας τοῦ μεριστοῦ καὶ ποικίλου καὶ θείων δυνάμεων καὶ ἐνεργειῶν. Ἔτσι πιστεύομε σ’ ἕνα Θεό, σὲ μιὰ τρισυπόστατη καὶ παντοδύναμη θεότητα καὶ ἀνακηρύσσομε αὐτοὺς ποὺ μὲ τέτοια πίστι εὐαρέστησαν τὸν Θεό, ἐνῶ αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν μὲ ὅμοιο τρόπο, ἀλλὰ ἢ ἐγκαινίασαν ἰδιαίτερη αἵρεσι ἢ ἀκολούθησαν μέχρι τέλους τοὺς ἀρχηγούς της, τοὺς ἀπορρίπτομε. Νὰ γνωρίζετε δὲ τοῦτο, ἀδελφοί, ὅτι τὰ πονηρὰ πάθη καὶ τὰ δυσσεβὴ δόγματα ἀλληλοεισάγονται, πραγματοποιούμενα λόγω τῆς δικαίας ἐγκαταλείψεως ἀπὸ τὸν Θεό.
Ότι λοιπὸν τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν διαπράττονται διὰ τῆς δυσσεβείας, μᾶς τὸ ἐδίδαξε ὁ μέγας Παῦλος γράφοντας περὶ τῶν Ἑλλήνων «ἐπειδὴ δὲν ἐφρόντισαν νὰ ἐπιγνώσουν τὸν Θεό», «ἂλλ’ ἐνῶ ἐγνώρισαν τὸν Θεό, δὲν τὸν ἐδόξασαν οὔτε τὸν ἐσεβάσθηκαν ὡς Θεό», «τοὺς παρέδωσε ὁ Θεὸς σὲ νοῦ ἀδόκιμο, ὥστε νὰ πράττουν τὰ ἀνεπίτρεπτα, γεμάτους κάθε ἀδικία, πορνεία, πλεονεξία, καὶ τὰ παρόμοια». Ὅτι δὲ πάλι διὰ τῆς ἁμαρτίας εἰσάγεται ἡ δυσσέβεια, ἡ ἀπόδειξις παρέχεται ἀπὸ πολλοὺς ποὺ τὸ ἔπαθαν ἀθλίως. Ὁ Σολομῶν ἐκεῖνος, ἀφοῦ παρέδωσε τὸν ἑαυτό του στὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες, ὠλίσθησε σὲ εἰδωλολατρία. Ὁ Ἱεροβοάμ, ἀφοῦ ἐνικήθηκε ἀπὸ ἄκρα φιλαρχία, ἐθυσίασε στὶς χρυσὲς δαμάλεις. Ὁ προδότης Ἰούδας ἀρρωστημένος ἀπὸ φιλαργυρία, περιέπεσε στὴ θεοκτονία.
Γι’ αὐτὰ λοιπόν, ἐπειδὴ καὶ ἡ πίστις χωρὶς ἔργα εἶναι νεκρὰ καὶ ἀνενέργητη, καὶ τὰ ἔργα χωρὶς πίστι εἶναι μάταια καὶ ἄχρηστα, ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος σήμερα στὸν σεπτὸ καιρὸ τῆς νηστείας καὶ τῆς ἐνάρετης ἀσκήσεως συνεδύασε τὴν ἀνακήρυξι τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγο τῆς εὐσεβείας καὶ τὴν ἀποκήρυξι ἐκείνων ποὺ δὲν ἐδιάλεξαν τὴν ὀρθοδοξία, ἔτσι ὥστε ἐμεῖς, σπεύδοντας καὶ στὰ δυὸ συνδυασμένα, καὶ τὴν πίστι νὰ ἐπιδείξωμε μὲ τὰ ἔργα καὶ τῶν κόπων τὸ κέρδος νὰ ἀποκτήσωμε διὰ τῆς πίστεως.
Όχι δὲ μόνο εἰσάγονται δὶ’ ἀλλήλων τὰ πονηρὰ πάθη καὶ ἡ δυσσέβεια, ἀλλὰ καὶ ὁμοιάζουν μεταξύ τους. Καὶ θὰ εἰπῶ λίγα πρὸς τὴν ἀγάπη σας γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους ποὺ ἀναφάνηκαν στὴν ἐποχή μας. Ὅπως ὁ Ἀδάμ, ἀφοῦ ἔλαβε ἐξουσία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τρώγη ἀπὸ κάθε δένδρο τοῦ παραδείσου, δὲν ἀρκέσθηκε σ’ ὅλα ἐκεῖνα, ἀλλὰ πειθόμενος στὴ συμβουλὴ τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, ἔφαγε ἀπὸ τὸ μόνο δένδρο ποὺ εἶχε προσταχθῆ νὰ μὴ τὸ ἐγγίση, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ ἐμᾶς· ἐνῶ τὰ ὑπάρχοντα στὸ Θεὸ ἀγαθὰ καὶ οἱ πραγματικὰ ἀγαθοπρεπεῖς δωρεὲς προτίθενταν ἀπὸ αὐτὸν γιὰ μέθεξι στοὺς θέλοντας, συμφώνως πρὸς τὸν εἰπόντα «ὅλα ὅσα εἶναι ὁ Θεὸς θὰ εἶναι καὶ ὁ θεωμένος διὰ τῆς χάριτος, χωρὶς τὴν ταυτότητα κατὰ τὴν οὐσία», ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ διδάσκουν ὅτι ἐμεῖς μετέχομε καὶ τῆς ἰδίας της ὑπερουσίου οὐσίας καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι μποροῦν νὰ τὴν ὀνομάζουν αὐθεντικῶς, καὶ μιμούμενοι τὸν ἀρχέκακο ὄφι, παρερμηνεύουν καὶ διαστρέφουν τὰ λόγια τῶν ἁγίων, ὅπως ἐκεῖνος τὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἐμεῖς, ἀφοῦ ἐλάβαμε δύναμι ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ πατοῦμε ἐπάνω σε ὄφεις καὶ σκορπιοὺς καὶ σὲ κάθε δύναμι τοῦ ἐχθροῦ, ἀφοῦ συντρίψωμε εὔκολα κάθε μηχανὴ καὶ παγίδα του, εἴτε κατὰ τῆς εὐσεβείας εἴτε κατὰ τῆς εὐσεβοῦς διαγωγῆς καὶ φανοῦμε νικηταὶ ἐναντίον τοῦ σὲ ὅλα, θὰ ἐπιτύχωμε τοὺς οὐράνιους καὶ ἄφθαρτους στεφάνους τῆς δικαιοσύνης, μέσα στὸν Χριστό, τὸν ἀδέκαστο κριτὴ καὶ δοτήρα τῶν ἀνταμοιβῶν.
Σ’ αὐτὸν πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
πηγή: Γρηγορίου Παλαμᾶ ἔργα, τόμος 9, Πατερικαὶ ἐκδόσεις “Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς”, μτφρ. Παναγιώτης Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1985.