αρχείο λήψης (6)

(Ὅπου καὶ ἀναφέρεται ὅτι πρώτη ἡ Θεοτόκος εἶδε τὸν Κύριο μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασί του)

Ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωσης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Καὶ γιὰ τὸν πρῶτο Ἀδάμ, πού λόγω τῆς ἁμαρτίας καταπόθηκε ἀπὸ τὸν θάνατο καὶ διὰ τοῦ θανάτου ἐπέστρεψε στὴν γῆ, ἀπὸ ὁπού πλάσθηκε, εἶναι ἀναζώωσις καὶ ἀνάπλασις καὶ ἐπάνοδος πρὸς τὴν ἀθάνατη ζωή. Ἐκεῖνον λοιπὸν στὴν ἀρχὴ κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε νὰ πλάθεται καὶ νὰ παίρνει ζωὴ (ἀφοῦ κανένας ἄνθρωπος δὲν ὑπῆρχε ἀκόμη ἐκείνη τὴν ὥρα). Ὅταν ὅμως ἔλαβε τὴν πνοὴ τῆς ζωῆς μὲ τὸ θεῖο ἐμφύσημα, πρώτη ἀπὸ ὅλους τούς ἄλλους τὸν εἶδε μιὰ γυναίκα (διότι ἡ Εὕα στάθηκε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον).

Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο λοιπὸν καὶ τὸν δεύτερο Ἀδάμ, δηλαδὴ τὸν Κύριο, ὅταν ἀνίστατο ἀπὸ τοὺς νεκρούς, κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε (ἀφοῦ κανεὶς δικός του δὲν παρευρισκόταν ἐκεῖ καὶ οἱ στρατιῶτες πού φύλαγαν τὸ μνῆμα, ταραγμένοι ἀπὸ τὸν φόβο, εἶχαν γίνει ὡσεί νεκροί). Μετὰ τὴν ἀνάσταση ὅμως, πρώτη ἀπὸ ὅλους τούς ἄλλους τὸν εἶδε μία γυναίκα, ὅπως ἀκούσαμε νὰ μᾶς εὐαγγελίζεται σήμερα ὁ Μάρκος. Διότι λέγει: «ἀναστᾶς ὁ Ἰησοῦς πρωὶ πρώτη Σαββάτου ἐφάνη πρώτον Μαρία τὴ Μαγδαληνή».

Βέβαια ὁ Εὐαγγελιστὴς φαίνεται σὰν νὰ δήλωσε σαφῶς καὶ τὴν ὥρα πού ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, δηλαδὴ τὸ πρωί, καὶ ὅτι πρῶτα ἐμφανίσθηκε στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ καὶ ὅτι ἐμφανίσθηκε τὴν ἴδια τὴν ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Ὅμως δὲν λέει ἔτσι, ὅπως θὰ γίνει φανερὸ ἂν προσέξουμε λίγο. Διότι λίγο πιὸ πάνω καὶ σὲ συμφωνία μὲ τοὺς ἄλλους Εὐαγγελιστὲς λέγει κι αὐτὸς ὅτι αὐτὴ ἡ ἴδια Μαρία ἔχοντας μαζί της καὶ τὶς ἄλλες Μυροφόρες ἦλθε καὶ νωρίτερα στὸν τάφο καὶ τὸν εἶδε ἀδειανὸ καὶ ἔφυγε. Ἄρα ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολὺ νωρίτερα ἀπὸ τὸ πρωὶ πού τὸν εἶδε αὕτη. Ἐπισημαίνοντας μάλιστα καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ Εὐαγγελιστής, δὲν εἶπε ἁπλῶς πρωί, ὅπως ἐδῶ, ἀλλὰ λίαν πρωί. Ἑπομένως ἀνατολὴ ἡλίου ὀνομάζει ἐκεῖ τό ἀμυδρὸ φῶς πού πρωτοεμφανίζεται στὸν ὁρίζοντα, τὸ ὁποῖο ὑπονοώντας καὶ ὁ Ἰωάννης λέγει ὅτι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἦλθε πρωὶ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημείων καὶ εἶδε τὸν λίθον ἠρμένων ἐκ τοῦ μνημείου.

Καὶ κατὰ τὸν Ἰωάννη, αὐτὴ τότε δὲν ἦλθε μόνο πρὸς τὸ μνῆμα, ἄλλα καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸ μνῆμα, χωρὶς νὰ ἔχη δεῖ ἀκόμη τὸν Κύριο. Διότι τρέχει καὶ ἔρχεται πρὸς τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ ἀναγγέλλει ὄχι ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἀλλὰ ὅτι τὸν πῆραν ἀπὸ τὸν τάφο. Ἄρα δὲν γνώριζε ἀκόμη τὴν ἀνάστασι. Συνεπῶς ἡ Μαρία δὲν ἦταν ἅπλα ἡ πρώτη στὴν ὁποία ἐμφανίσθηκε ὁ Κύριος, ἀλλὰ ἡ πρώτη μετὰ τὴν πλήρη ἔλευση τῆς ἡμέρας.

Ὑπάρχει λοιπὸν κάτι πού ἀναφέρεται συγκεκαλυμμένα ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστές, τὸ ὅποιο καὶ θὰ ἀποκαλύψω στὴν ἀγάπη σας. Διότι τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, πρώτη ἀπὸ ὅλους τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν καὶ πρέπον καὶ δίκαιο, ἡ Θεοτόκος τὸ δέχθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ αὐτὴ πρὶν ἀπὸ ὅλους τὸν εἶδε ἀναστημένο καὶ ἀπόλαυσε τὴ θεία του ὁμιλία. Καὶ ὄχι μόνο τὸν εἶδε μὲ τὰ μάτια της καὶ τὸν ἄκουσε μὲ τὰ αὐτιά της, ἀλλὰ καὶ ἄγγισε, πρώτη αὐτὴ καὶ μόνη, τὰ ἄχραντα πόδια του, ἔστω κι ἂν δὲν τὰ λένε φανερὰ ὅλα αὐτὰ οἱ Εὐαγγελιστές, μὴ θέλοντας νὰ παρουσιάσουν τὴν μητέρα σὰν μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως καὶ δώσουν ἔτσι ἀφορμὴ ὑποψίας στοὺς ἀπίστους. Ἐμεῖς ὅμως τώρα μὲ τὴν χάρι τοῦ Ἀναστάντος ὁμιλοῦμε σὲ πιστοὺς καὶ ἡ ὑπόθεσης τῆς ἑορτῆς μᾶς ἀναγκάζει νὰ διευκρινίσουμε τὰ σχετικὰ μὲ τὶς Μυροφόρες. Γιὰ αὐτό, ἀφοῦ μᾶς παρέχει τὴν ἄδεια τοῦ λόγου ἐκεῖνος πού εἶπε οὐδὲν κρυπτὸν ὁ οὐ φανερὸ γεννήσετε, θὰ κάνουμε ὥστε καὶ αὐτὸ τὸ κρυπτὸν νὰ φανερωθῆ.

Μυροφόρες εἶναι λοιπὸν οἱ γυναῖκες πού ἀκολουθοῦσαν μαζὶ μὲ τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ παρέμειναν μαζί της κατὰ τὸν καιρὸ τοῦ σωτηρίου πάθους καὶ φρόντισαν νὰ ἀλείψουν μὲ μύρα τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Τὸν καιρὸ δηλαδὴ πού ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος ζήτησαν καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ δεσποτικὸ σῶμα, τὸ ξεκρέμασαν ἀπὸ τὸν σταυρό, τὸ περιέκλεισαν σὲ σάβανα μαζὶ μὲ πολὺ παχύρρευστα ἀρώματα, τὸ τοποθέτησαν μέσα σὲ λαξευτὸ μνημεῖο κι ἔβαλαν μία μεγάλη πέτρα πάνω στὴ θύρα τοῦ μνημείου, παρευρίσκονταν ἐκεῖ κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μάρκο καὶ παρακολουθοῦσαν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία καθήμενοι ἀπέναντί τοῦ τάφου. Μὲ τὴν φράση καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ὑποδηλώνεται ἀναμφίβολα ἡ Θεομήτωρ. Διότι αὐτὴ ἐκαλεῖτο καὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωσή μήτηρ, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ἦταν γιοὶ τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος. Δὲν παρευρίσκονταν δὲ μόνο αὐτὲς ἐκεῖ παρατηρώντας, ὅταν ἐνταφιάζονταν ὁ Κύριος, ἄλλα καὶ ἄλλες γυναῖκες, ὅπως ἐξιστόρησε ὁ Λουκᾶς γράφοντας: κατακολουθήσασαι δὲ γυναῖκες, αἵτινες ἤσαν συνεληλυθυῖαι οὕτω ἐκ τῆς Γαλιλαῖος, ἐθεάσαντο τὸ μνημείων καὶ ὡς ἐτέθη τὸ σῶμα αὐτοῦ ἤσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰάκωβον καὶ αἱ λοιποὶ σὺν αὐταῖς.
Ἀφοῦ δὲ ἐπέστρεψαν, λέει, ἀγόρασαν ἀρώματα καὶ μύρα. Διότι ἀκόμη δὲν εἶχαν καταλάβει ἀκριβῶς ὅτι Αὐτὸς εἶναι στ’ ἀλήθεια ἡ ὀσμὴ τῆς ζωῆς γιὰ ὅσους τὸν πλησιάζουν μὲ πίστη (ὅπως ἀκριβῶς εἶναι καὶ ὀσμὴ θανάτου γιὰ ὅσους μένουν ἕως τέλους ἀπειθεῖς), καὶ ὀσμὴ ἱματίων αὐτοῦ, δηλαδὴ τοῦ ἰδίου τοῦ σώματός Του, εἶναι ὅπερ πάντα τά ἀρώματα καὶ μύρον ἐκκενωθὲν ὄνομα αὐτῶ, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ γέμισε ἀπὸ θεία εὔωδια τὴν οἰκουμένη. Ἄλλα ἑτοιμάζουν μύρα καὶ ἀρώματα, ἂφ’ ἑνὸς μὲν γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν κείμενο νεκρό, ἂφ’ ἑτέρου δὲ ἐπινοώντας μὲ τὸ ἄλειμμα αὐτὸ καὶ κάποια παρηγοριὰ γι’ αὐτοὺς πού θὰ ἤθελαν νὰ παραμείνουν κοντὰ στὸ σῶμα, καθὼς αὐτὸ θὰ ἀνέδιδε τὴν δυσωδία τῆς σήψεως.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἑτοίμασαν τὰ μύρα καὶ τὰ ἀρώματα, τὸ μὲν Σάββατο ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολὴ. Διότι ἀκόμη δὲν εἶχαν καταλάβει τὰ ἀληθινὰ Σάββατα οὔτε εἶχαν γνωρίσει ἐκεῖνο τὸ ὑπερευλογημένο Σάββατο πού μεταβιβάζει τὴν ἀνθρώπινη φύση μας ἀπὸ τὰ σπήλαια τοῦ Ἅδη στὸ ὁλόφωτο καὶ θεῖο καὶ οὐράνιο ὕψος. Τὴ δὲ μιὰ των Σαββάτων, ὄρθρου βαθέως, ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα, φέρουσαι ἄ ἑτοίμασαν ἀρώματα. Ὁ δὲ Ματθαῖος λέγει: ὄψε Σαββάτων, τὴ ἐπιφωσκούση εἰς μίαν Σαββάτων καὶ ὅτι δύο ἦταν αὐτὲς πού προσήλθαν· ἐνῶ ὁ Ἰωάννης: πρωὶ σκοτίας ἔτι οὔσης καὶ ὅτι μία, ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία, ἦταν αὐτὴ πού προσῆλθε· ὁ δὲ Μάρκος: λίαν πρωὶ τῆς μιᾶς Σαββάτων καὶ ὅτι τρεῖς ἦταν αὐτὲς ποὺ προσῆλθαν.

«Μίαν Σαββάτων» λοιπὸν ὀνομάζουν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστὲς τὴν Κυριακή. «Ὀψὲ Σαββάτων» δὲ καὶ «ὄρθρον βαθὺν» καὶ «λίαν πρωὶ» καὶ «πρωὶ σκοτίας ἔτι οὔσης» ὀνομάζουν περίπου τὸν χρόνο τοῦ ὄρθρου, ὅταν τὸ φῶς εἶναι ἀναμικτο μὲ τὸ σκοτάδι. Εἶναι δὲ ὄρθρος ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ ἀρχίσει νὰ φωτίζει τὸ ἀνατολικὸ μέρος τοῦ ὁρίζοντος προαναγγέλλοντας ἔτσι τὸν ἐρχομὸ τῆς ἡμέρας. Αὐτὸ τὸ σημεῖο παρατηρώντας κανεὶς ἀπὸ μακριά, μπορεῖ νὰ τὸ δὴ νὰ ἀρχίζει νὰ ροδίζει μὲ φῶς γύρω στὴν ἐνάτη ὥρα τῆς νυκτός, ἔτσι ὥστε μέχρι τὴν πλήρη ἥμερα νὰ ὑπολείπονται ἄλλες τρεῖς ὧρες.

Βέβαια κατὰ κάποιο τρόπο, οἱ εὐαγγελιστὲς φαίνονται νὰ διαφωνοῦν μεταξύ τους, τόσο γιὰ τὴν ὥρα, ὅσο καὶ γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν γυναικών. Κι αὐτό, γιατί ὅπως εἶπα, καὶ πολλὲς ἦταν οἱ Μυροφόρες, καὶ ἦλθαν στὸν τάφο ὄχι μιὰ φορά, ἄλλα καὶ δεύτερη καὶ τρίτη, καὶ καθ’ ὁμάδας μέν, ἂλλ’ ὄχι πάντοτε οἱ ἴδιες, καὶ ὅλες μὲν κατὰ τὸν ὄρθρο, ὄχι ὅμως τὴν ἴδια ἀκριβῶς στιγμὴ· ἡ Μαγδαληνὴ δὲ ξεχώρισε καὶ ἦλθε καὶ πάλι μόνη της καὶ ἔμεινε περισσότερο. Λοιπὸν κάθε εὐαγγελιστὴς ἀναφέρει μία προσέλευση κάποιας ὁμάδος καὶ παραλείπει τὶς ἄλλες. Ὅπως δὲ ἐγὼ ἀναμετρῶ καὶ συμπεραίνω ἀπὸ ὅλους τούς εὐαγγελιστὲς καὶ ὅπως τὸ εἶπα καὶ προηγουμένως, πρώτη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες ἦλθε στὸν τάφο τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ της ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί της καὶ τὴν Μαγδαληνὴ Μαρία. Καὶ αὐτὸ κυρίως τὸ συμπεραίνω ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο. Διότι αὐτὸς λέγει: ἦλθε ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ ἄλλη Μαρία (ἡ ὁποία ἀσφαλῶς ἦταν ἡ Θεομήτωρ) θεωρεῖσαι τὸν τάφον. Καὶ ἴδον σεισμὸς ἐγένετο μέγας ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθῶν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ ἣν δὲ ἡ ἰδέα αὐτὸν ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὥσει χιῶν ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἳ τηρόνντες καὶ ἐγένοντο ὥσει νεκροὶ .

Ὅλες λοιπὸν οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦλθαν μετὰ τὸν σεισμὸ καὶ τὴν φυγὴ τῶν φυλάκων καὶ βρῆκαν τὸν τάφο ἀνοιγμένο καὶ τὸν λίθο παραμερισμένο. Ἐνῶ ἡ Παρθενομήτωρ ἦταν ἐκεῖ τὴν στιγμὴ πού γινόταν ὁ σεισμὸς καὶ παραμεριζόταν ὁ λίθος καὶ ἀνοιγόταν ὁ τάφος καὶ παρευρίσκονταν οἱ φύλακες (ἂν καὶ συγκλονισμένοι βέβαια ἀπὸ τὸν φόβο· γι’ αὐτὸ καὶ μετὰ τὸν σεισμό, μόλις συνῆλθαν, κοίταξαν ἀμέσως πῶς νὰ φύγουν καὶ ἔτσι ἡ Θεομήτωρ ἀπολάμβανε πιὸ ἄφοβα τὴ θέα). Ἔμενα δὲ μοῦ φαίνεται ἀκόμη ὅτι γι’ αὐτὴν πρώτη ἀνοίχθηκε ἐκεῖνος ὁ ζωηφόρος τάφος (διότι γι’ αὐτὴν πρώτη καὶ δι’ αὐτῆς ὅλα μᾶς ἀνοίχθηκαν, ὅσα εἶναι ἐπάνω στὸν οὐρανὸ καὶ ὅσα εἶναι ἐδῶ κάτω στὴ γῆ) καὶ ὅτι γι’ αὐτὴν ἔλαμψε ἔτσι ὁ ἄγγελος· ὥστε αὐτὴ δηλαδή, ἂν καὶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά, μὲ πλούσιό το φῶς τοῦ ἀγγέλου, ὄχι μόνο τὸν τάφο νὰ δὴ κενό, ἄλλα καὶ τὰ ἐντάφια τακτοποιημένα, ἔτσι πού νὰ μαρτυροῦν μὲ κάθε τρόπο τὴν ἔγερση τοῦ ἐνταφιασθέντος.

Προφανῶς δὲ ὁ ἄγγελος ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ. Διότι μόλις τὴν εἶδε νὰ σπεύδει ἔτσι πρὸς τὸν τάφο, αὐτὸς πού παλιότερά της εἶχε πεῖ, μὴ φόβου, Μαριάμ· εὐρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῶ, σπεύδει καὶ τώρα καὶ κατεβαίνει νὰ πεῖ καὶ πάλι τὸ ἴδιο στὴν Ἀειπάρθενο καὶ νὰ τῆς εὐαγγελιστεῖ τὴν ἐκ νεκρῶν ἄναστασι ἐκείνου πού γεννήθηκε ἄσπορος ἀπὸ αὐτὴν νὰ σήκωση τὸν λίθο, νὰ ἐπίδειξη κενὸ τὸν τάφο καὶ τὰ ἐντάφια καὶ ἔτσι νὰ τὴν διαβεβαίωση γιὰ τὴν χαρμόσυνη εἴδηση. Διότι λέγει: ἀποκρίσεις ὁ ἄγγελος εἶπε ταῖς γυναιξὶ· μὴ φοβῆσθε ὑμεῖς• Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν ἐσταυρωμένον; ἤγερθη· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἐκεῖτο ὁ Κύριος. Δηλαδὴ μὲ ἀλλὰ λόγια: Ἂν καὶ βλέπετε τοὺς φύλακες συγκλονισμένους ἀπὸ τὸν φόβο, ἐσεῖς ὅμως μὴ φοβῆσθε. Διότι γνωρίζω ὅτι ζητεῖτε τὸν Ἰησοῦν, πού σταυρώθηκε. Ἀναστήθηκε, δὲν βρίσκεται ἐδῶ. Διότι αὐτός, ὄχι μόνο δὲν κρατιέται ἀπὸ τοῦ ἅδη καὶ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ τάφου τὶς κλειδαριὲς καὶ τοὺς μοχλοὺς καὶ τὶς σφραγίδες, ἀλλὰ εἶναι καὶ Κύριος ἡμῶν τῶν ἀθανάτων καὶ οὐρανίων ἀγγέλων καὶ μόνος αὐτὸς εἶναι Κύριος του σύμπαντος. Διότι, λέγει, ἴδετε τὸν τόπον ὁπού ἐκεῖτο ὁ Κύριος· καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν.

Ἐξελθοῦσαι δέ, λέγει, μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης. Ἐμένα μοῦ φαίνεται καὶ πάλι ὅτι τὸν μὲν φόβο τὸν εἶχαν ἀκόμη ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ οἱ ἄλλες γυναῖκες πού εἶχαν ἕως τότε συγκεντρωθεῖ. Διότι αὐτὲς δὲν κατάλαβαν τὴν σημασία τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νὰ προλάβουν καλὰ-καλά τό φῶς, ὥστε νὰ δοῦν καὶ νὰ ἀντιληφθοῦν μὲ ἀκρίβεια τὸ γεγονός. Ἐνῶ τὴν μεγάλη χαρὰ τὴν δέχθηκε ἡ Θεομήτωρ, διότι κατενόησε τὰ λόγια τοῦ ἀγγέλου καὶ δόθηκε ὁλόκληρη σ’ ἐκεῖνο τὸ φῶς (ὡς ἄκρως κεκαθαρμένη πού ἦταν καὶ θεϊκῶς κεχαριτωμένη) καὶ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ γνώρισε μὲ βεβαιότητα τὴν ἀλήθεια καὶ πίστεψε στὸν ἀρχάγγελο, ἀφοῦ αὐτὸς καὶ ἀπὸ πολὺ παλιότερα τῆς εἶχε φανεῖ ἀξιόπιστος μὲ τὰ ἔργα. Πῶς ἄλλωστε ἀπὸ τέτοια γεγονότα στὰ ὅποια παρευρέθηκε, νὰ μὴ καταλάβει ἡ θεόσοφος Παρθένος τὸ τί εἶχε συντελεστεῖ; ὅταν εἶδε σεισμό, καὶ μάλιστα μεγάλο; ὅταν εἶδε ἄγγελο νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ μάλιστα ἀστραποβόλο; ὅταν εἶδε τὴ νέκρωση τῶν φυλάκων καὶ τοῦ λίθου τὴν μετακινήσει καὶ τὴν κένωση τοῦ τάφου καὶ τὸ μεγάλο θαῦμα τῶν ἐντάφιων, ποὺ παρέμεναν ἀξετύλιχτα καὶ συγκρατημένα ἀπὸ τὴν σμύρνα καὶ τὴν ἀλόη καὶ φαίνονταν σὰν ἀδειανὰ ἀπὸ τὸ σῶμα; κι ὅταν ἀκόμη εἶδε τὴν χαρμόσυνη ἐμφάνιση καὶ ἀγγελία τοῦ ἀγγέλου πρὸς αὐτήν;
Ἀλλὰ ἀφοῦ βγῆκαν ἔξω μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν χαρμόσυνη εἴδηση, ἡ μὲν Μαγδαληνὴ Μαρία, σὰν νὰ μὴν εἶχε καν ἀκούσει τὸν ἄγγελο (ἀφοῦ ἄλλωστε κι ἐκεῖνος δὲν μίλησε γι’ αὐτήν), διαπιστώνει μόνο τὴν κένωση τοῦ τάφου, χωρὶς καθόλου νὰ ἐνδιαφερθεῖ γιὰ τὰ ἐντάφια, καὶ τρέχει πρὸς τὸν Σίμωνα Πέτρο καὶ τὸν ἄλλο μαθητή, ὅπως λέγει ὁ Ἰωάννης.

Ἡ δὲ Θεομήτωρ Παρθένος, ἀφοῦ ἑνώθηκε μὲ ἄλλο ὅμιλο γυναικῶν, ἐπέστρεφε πάλι ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου εἶχε ἔλθει. Καὶ ἰδού, ὅπως λέγει ὁ Ματθαῖος, ὁ Ἰησοῦς ὑπήντησεν αὐταῖς λέγων, χαίρετε. Βλέπετε λοιπὸν ὅτι πρὶν κι ἀπὸ τὴν Μαγδαληνὴ Μαρία ἡ Θεομήτωρ εἶδε αὐτὸν ποὺ γιὰ τὴν σωτηρία μας ἔπαθε σωματικὰ καὶ ἐνταφιάστηκε καὶ ἀναστήθηκε; Αἱ δὲ προσελθοῦσαι, λέγει, κράτησαν αὐτοῦ τούς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὑτῶ. Ὅπως δέ, ὅταν ἡ Θεοτόκος ἄκουσε μαζὶ μὲ τὴν Μαγδαληνὴ Μαρία τὴν χαρμόσυνη εἴδηση τῆς ἀναστάσεως ἀπὸ τὸν ἄγγελο, μόνη αὐτὴ κατάλαβε τὴν σημασία ἐκείνων τῶν λόγων, Ἔτσι καὶ τώρα, ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συνάντησε τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, πρώτη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες εἶδε καὶ ἀναγνώρισε τὸν ἀναστάντα καὶ προσπίπτοντας ἄγγισε τὰ πόδια του καὶ ἔγινε ἀπόστολός του πρὸς τοὺς Ἀποστόλους.

Ὅτι δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία δὲν ἦταν μαζὶ μὲ τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν τὴν συνάντησε καὶ τῆς ἐμφανίσθηκε καὶ τῆς μίλησε ὁ Κύριος, καθὼς ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸν τάφο, τὸ διδασκόμαστε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. Διότι λέει: τρέχει αὐτὴ πρὸς Σίμωνα Πέτρο καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴ ὁν ἐφίλη ὁ Ἰησοῦς καὶ λέγει αὐτοίς· ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου καὶ οὐκ οἴδαμεν πού ἔθηκαν αὐτόν. Ἂν πράγματι τὸν εἶχε δεῖ καὶ τὸν εἶχε ἀγγίσει μὲ τὰ χέρια της καὶ τὸν εἶχε ἀκούσει νὰ μιλᾶ, πῶς θὰ ἔλεγε τέτοια πράγματα; ὅτι δηλαδὴ τὸν σήκωσαν καὶ τὸν μετέθεσαν, τὸ πού ὅμως δὲν τὸ γνωρίζουμε; Ἄλλα καὶ μετὰ τὸ τρέξιμο τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰωάννη πρὸς τὸν τάφο καὶ τὴν ἐκεῖ θέα τῶν ὀθονίων καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τοὺς λέγει: Μαρία δὲ εἰστήκει πρὸς τῷ μνημείω κλαίουσα ἔξω. Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δὲν τὸν εἶχε δεῖ ἀκόμη, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἐξ ἀκοῆς δὲν εἶχε πληροφορηθεῖ τίποτε; Καὶ ὅταν τὴν ρώτησαν οἱ ἐμφανισθέντες ἄγγελοι: γύναι, τί κλαίεις, ἐκείνη ἀποκρίνεται καὶ πάλι σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ νεκρό. Καὶ ὅταν πάλι στράφηκε καὶ εἶδε τὸν Ἰησοῦ, οὔτε καὶ τότε δὲν κατάλαβε, ἄλλα ἐρωτώμενη ἀπὸ αὐτὸν γιατί κλαίει ἁπαντὰ παρομοίως. Ἕως ὅτου ἐκεῖνος καλώντας τὴν μὲ τὸ ὄνομα τῆς, τῆς ἔδειξε ὅτι εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος. Τότε λοιπὸν προσπίπτοντας καὶ αὐτὴ καὶ ζητώντας νὰ προσφέρει τὸν ἀσπασμὸ στὰ πόδια του, ἄκουσε ἀπὸ αὐτὸν τὶς λέξεις: μὴ μοῦ ἅπτου. Ἀπὸ τὸ ὅποιο μαθαίνουμε ὅτι, ὅταν προηγουμένως φάνηκε στὴν Μητέρα καὶ τὶς γυναῖκες πού ἦταν μαζί της, σὲ ἐκείνη μόνη ἐπέτρεψε νὰ ἀγγίσει τὰ πόδια τοῦ (παρ’ ὅλο πού ὁ Ματθαῖος τὸ ἀναφέρει αὐτὸ γενικὰ καὶ γιὰ τὶς ἄλλες γυναῖκες, μὴ θέλοντας γιὰ τὸν λόγο πού εἴπαμε στὴν ἀρχὴ νὰ προβάλει φανερὰ τὴν Μητέρα σ’ ἕνα τέτοιο θέμα).

Καὶ ἀφοῦ πρώτη ἦλθε στὸν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καὶ πρώτη δέχθηκε τὸ μήνυμα τῆς ἀναστάσεως, ἔπειτα ἦλθαν καὶ ἄλλες, πού ἦταν πολλὲς μαζί, καὶ εἶδαν κι ἐκεῖνες τὸν λίθο μετατοπισμένο καὶ ἄκουσαν τοὺς ἀγγέλους καί, καθὼς ἐπέστρεφαν μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἄκουσμα καὶ τὴν θέα, διαμοιράστηκαν. Ἄλλες, ὅπως λέγει ὁ Μάρκος, ἔφυγαν ὀπὸ τοῦ μνημείου καὶ εἰχεν αὔτας φόβος καὶ ἔκστασης καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἰπῶν, ἐφοβοῦντο γάρ. Ἄλλες ἀκολούθησαν τὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου, οἱ ὁποῖες καὶ ἀξιώθηκαν τῆς θέας καὶ συνομιλίας τοῦ Δεσπότου. Ἢ δὲ Μαγδαληνὴ πῆγε στὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, μαζὶ μὲ τοὺς ὁποίους ἔρχεται καὶ πάλι αὐτὴ μόνη πρὸς τὸν τάφο. Κι ὅταν ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν, αὐτὴ παραμένοντας ἐκεῖ ἀξιώνεται τῆς θέας τοῦ Δεσπότου καὶ ἀποστέλλεται καὶ αὐτὴ πρὸς τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἔρχεται πάλι πρὸς αὐτούς, γιὰ νὰ ἀναγγείλει σὲ ὅλους, ὅπως λέγει ὁ Ἰωάννης, ὅτι ἔωρακε τὸν Κύριον καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτή. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἐμφάνισης λέγει καὶ ὁ Μάρκος ὅτι ἔγινε τὸ πρωί, δηλαδὴ κατὰ τὴν πλήρη ἔναρξη τῆς ἡμέρας καὶ ἀφοῦ εἶχε περάσει ὁλόκληρος ὁ ὄρθρος, χωρὶς ὅμως νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι τότε ἔγινε καὶ ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἡ πρώτη ἐμφάνισής του.

Λοιπὸν ἔχουμε τώρα τὰ περὶ τῶν Μυροφόρων ἐξηγημένα μὲ σαφήνεια, καθὼς καὶ τὴν περὶ αὐτῶν συμφωνία τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν πού ζητούσαμε στὴν ἀρχή. Οἱ δὲ μαθητές, ὅταν κατ’ αὐτὴ τὴν ἴδια μέρα τῆς ἀναστάσεως ἄκουσαν ἀπὸ τὶς Μυροφόρες καὶ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα ὅτι ὁ Κύριος ζῆ καὶ τὸν εἶδαν, ἀπίστησαν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνειδίζονται ἀπὸ αὐτόν, ὅταν ὑστέρα τους ἐμφανίσθηκε, καθὼς ἦταν συγκεντρωμένοι. ‘ἀφοῦ δὲ μέσω πολλῶν προσώπων καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους φανέρωσε τὸν ἑαυτό του ὅτι ζῆ, ὄχι μόνο πίστεψαν ὅλοι, ἀλλὰ καὶ κήρυξαν παντοῦ: Εἰς πάσαν τὴν Γῆν ἔξηλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. Διότι, ἕως ὅτου κηρυχθεῖ ὁ λόγος σὲ ὅλη τὴ γῆ, τὰ θαύματα ἦταν ἀναγκαιότατα.

Καὶ χρειάζονται μὲν σημεῖα καὶ ὑπερφυσικὰ θαύματα, γιὰ νὰ φανεῖ καὶ νὰ βεβαιωθεῖ ἡ ἀλήθεια τοῦ κηρύγματος. Χρειάζονται δὲ «σημεῖα», ὄχι ὅμως καὶ ὑπερφυσικὰ θαύματα, γιὰ νὰ φάνουν ἐκεῖνοι πού δέχθηκαν τὸν λόγο• κατὰ πόσον δηλαδὴ πίστεψαν μὲ βεβαιότητα. Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτὰ τὰ «σημεῖα»; Τὰ σημεῖα τῶν ἔργων. Διότι λέγει: δεῖξον μοὶ τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου, καὶ τὶς πιστός, δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα αὐτὸν . Διότι ποιὸς νὰ πιστεύση γιὰ κάποιον, ὅτι ἔχει πράγματι θείους καὶ μεγάλους καὶ ὑψηλοὺς καὶ θὰ λέγαμε οὐράνιους λογισμοὺς (πού ἀκριβῶς τέτοια εἶναι ἡ εὐσέβεια), ὅταν αὐτὸς ἐπιδίδεται σὲ ἔργα ἀνήθικα καὶ εἶναι προσηλωμένος στὴ γῆ καὶ στὰ γήινα;

Δὲν ὠφελεῖ λοιπὸν τίποτε, ἀδελφοί, τὸ νὰ λέγει κανεὶς ὅτι ἔχει πίστη θεϊκὴ καὶ νὰ μὴν ἔχη ἔργα πού νὰ ταιριάζουν στὴν πίστη του. τί ὠφέλησαν οἳ λαμπάδες στὶς μωρὲς παρθένες, τὴν στιγμὴ πού δὲν εἶχαν ἔλαιο, ἔργα δηλαδὴ ἀγάπης καὶ συμπαθείας; τί ὠφέλησε σ’ ἐκεῖνον τὸν πλούσιο, πού τηγανιζόταν στὴν ἄσβεστη φλόγα ἐξ αἰτίας τῆς ἀσυμπαθείας του πρὸς τὸν Λάζαρο, τὸ ὅτι κάλεσε τὸν Ἀβραὰμ «πατέρα»; τί ὠφέλησε σ’ ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο, πού δὲν εἶχε ἀποκτήσει διὰ τῶν καλῶν ἔργων ἔνδυμα κατάλληλο γιὰ τὸν θεῖο γάμο καὶ τὸν νυμφώνα ἐκεῖνο τῆς ἀφθαρσίας, ἡ δῆθεν εὐπείθεια πρὸς τὴν πρόσκληση; Προσκλήθηκε μὲν καὶ προσῆλθε (διότι ἀναμφιβόλως πίστεψε) καὶ παρεκάθησε μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους ἐκείνους συνδαιτυμόνες. Ὅταν ὅμως ξεσκεπάστηκε καὶ καταισχύνθηκε, γιατί ἦταν ντυμένος τὴν ἀθλιότητα τῶν ἠθῶν καὶ τῶν πράξεών του, δένεται χωρὶς ἔλεος χειροπόδαρα καὶ ρίχνεται στὴ γέεννα τοῦ πυρός, ὁπού εἶναι ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.

Αὐτὴν εἴθε νὰ μὴ τὴν δοκιμάσει κανένας ἀπὸ μᾶς πού καλούμεθα Χριστιανοί, ἀλλὰ ἐπιδεικνύοντας βίο ἀνάλογο πρὸς τὴν πίστη μας, νὰ εἰσέλθουμε στὸν νυμφώνα τῆς ἄφθαρτης εὐφροσύνης καὶ νὰ ζήσουμε αἰωνίως μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους ἐκεῖ ὁπού εἶναι ἡ κατοικία ὅλων των εὐφραινομένων. Ἀμήν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ ΆΓΙΟΥ ΌΡΟΥΣ. ΤΕΥΧΟΣ 6