«Ἐξελθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῶ ἀνὴρ τὶς ἐκ τῆς πόλεως ὃς εἶχεν δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν»
«Ὁ ὧν ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ ρήματα τοῦ Θεοῦ ἀκούει», λέγει ὁ Κύριος. Δηλαδὴ ὑπακούει στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ μετατρέπει τοὺς λόγους σὲ ἔργα, ζεῖ καὶ πολιτεύεται κατὰ Χριστόν, ἐκτελεῖ τὸ θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατρός, καὶ γίνεται «κληρονόμος μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμος δὲ Χριστοῦ». Ὅποιος ὅμως παρακούει τὸν Θεό, διαπράττει τὴν ἁμαρτίαν, καὶ ἐπιδίδεται σ’ αὐτὴν ἀμετανοήτως. Εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας καὶ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐκ τοῦ πονηροῦ», ἀφοῦ μὲ τὴν κακὴν προαίρεση μεταπλάσσει τὴν φύση τὴν ὁποίαν ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ τὴν ἐξομοιώνει μὲ τὸν πατέρα τῆς ἀπωλείας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἔλεγε στοὺς Ἰουδαίους, «ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ διαβόλου ἐστέ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας αὐτοῦ θέλετε ποιεῖν».
Αὐτοῦ του εἴδους οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀθλιότεροι καὶ ἀπὸ τοὺς φανερὰ δαιμονιζομένους, ἔστω καὶ ἂν διαφεύγουν τὴν προσοχὴ τῶν πολλῶν.
Πράγματι, ἐνῶ οἱ δαιμονιζόμενοι κατακόπτουν τὰ σώματά τους καὶ μερικὲς φορὲς βλάπτουν σωματικῶς ὅποιους συναντοῦν, ἐκεῖνοι ποὺ διὰ τῶν πονηρῶν ἐπιθυμιῶν ἔχουν ἐξομοιωθεῖ μὲ τὸν ἀρχέκακον ἐχθρό, διαφθείρουν τὶς ψυχὲς τὶς ἰδικές τους καὶ ὅσων τοὺς συναναστρέφονται ἀπρόσεκτα. Καὶ ἐνῶ οἱ πρῶτοι στὸν καιρὸ τοῦ θανάτου ἀποβάλλουν μαζὶ μὲ τὸ σῶμα καὶ τὴν ἐπήρεια τῶν δαιμόνων, οἱ δεύτεροι, ἐπειδὴ ἁμαρτάνουν ἀμετανοήτως, ἔχουν ἀθάνατον καὶ ἀναπόβλητον τὴν βλάβην. Ἐπίσης, τὸν ἐνοχλούμενον φανερῶς ἀπὸ τὸν δαίμονα ὅλοι τὸν λυπούμεθα ὅταν τὸν ἀντικρύσωμε, ἐνῶ τὸν φονέα καὶ τὸν φιλάργυρον, τὸν ὑπερήφανον καὶ τὸν ἀναίσχυντον, καὶ τὸν ἀνυπότακτον καὶ ὅλους τους ὁμοίους των, ὄχι μόνον δὲν τοὺς λυπούμεθα, ἀλλὰ καὶ τοὺς μισοῦμε. Διότι ὁ ἕνας περιπίπτει στὸ πάθος ἀκουσίως, ἐνῶ ὁ φιλαμαρτήμων, προσελκύει ἐλευθέρως τὸ κακόν, μερικὲς φορὲς μάλιστα ἀποκρύπτοντας τὴν βλαπτικότητα καὶ τὴν κακοήθεια τῆς νόσου του.
Ἐπειδὴ ὅμως οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν ἐναντίον μᾶς μανίαν τοῦ διαβόλου, ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις ἐκείνου κατὰ τῆς ψυχῆς καὶ ἀπὸ τὴν συνεργία του στὴν ἁμαρτία, παρεχώρησεν ὁ Θεὸς νὰ ὑπάρχουν καὶ κατὰ τὸ σῶμα δαιμονοφόρητοι, ὥστε νὰ μάθουμε ἀπὸ αὐτοὺς ὅλοι, πόσον φοβερὰ εἶναι ἡ κατάστασις τῆς ψυχῆς ποὺ ἔκαμε τοῦτον ἔνοικόν της διὰ τῶν πονηρῶν ἔργων. Ὅταν δὲ ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ἀπροσμέτρητον πέλαγος φιλανθρωπίας, ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατῆλθε στὴν γῆ, γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὶς ψυχές μας ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου, ἀπεδίωκε τὰ δαιμόνια καὶ ἀπὸ τοὺς φανερὰ κατὰ τὸ σῶμα δαιμονιζομένους. Τὸ ἔκαμε αὐτὸ γιὰ νὰ παρουσιάσει καὶ νὰ ἐπιβεβαιώσει μὲ τὴν φανερῶς ἐνεργουμένην ἐλευθερία καὶ ἴαση, τὴν γινομένην κρυπτῶς ἐλευθερία καὶ ἴαση τῆς ψυχῆς.
Πράγματι, καὶ ὅταν ἐχάρισε τὴν θεραπεία στὴν ψυχὴ τοῦ παραλυτικοῦ, ὄχι μόνον δὲν ἐπευφημήθη ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔβλεπαν μόνον τὰ φαινόμενα, ἀλλὰ καὶ ἐβλασφημήθη. Γι’ αὐτὸ ἐθεράπευσε καὶ τὴν σωματικήν του παράλυση, γιὰ νὰ μάθουν, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε πρὸς τοὺς παρόντες, ὅτι «ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας».
Κυρίως γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἀπομακρύνει τοὺς δαίμονες ἀπὸ τοὺς δαιμονιζομένους, γιὰ νὰ μάθωμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ τοὺς ἀποδιώκει καὶ ἀπὸ τὶς ψυχές μας, καὶ μᾶς χαρίζει τὴν αἰωνίαν ἐλευθερίαν.
«Ἐξελθόντι γὰρ εἰς τὴν γῆν», σύμφωνα μὲ τὴν ἀναγινωσκομένην σήμερα περικοπὴν τοῦ Εὐαγγελίου, «ὑπήντησεν αὐτῶ ἀνὴρ τὶς ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκία οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασιν». Ἐξῆλθε, λέγει, ὄχι ἦλθε στὴν ξηρά, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἦλθε μὲ πλοῖον, ἀφοῦ ἤδη καὶ τὴν θύελλα τοῦ ἀνέμου κατέπαυσε, καὶ τὴν θάλασσαν ἐγαλήνευσε μὲ τὴν ἐπιτίμησή του. Διότι ὅταν ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν ἐπεβιβάσθη στὸ πλοῖο μὲ τοὺς μαθητᾶς του, εἶπε πρὸς αὐτούς, ὅπως λέγει παραπάνω ὁ Εὐαγγελιστής: «διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν». Ἀπὸ ἐδῶ φαίνεται ὅτι προεῖδε τὸ γεγονός, καὶ ἀπὸ εὐσπλαγχνίαν ἦλθεν αὐτόκλητος βοηθὸς στὸν βασανιζόμενον τόσον δεινῶς καὶ πολυετῶς ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Ὁ Λουκᾶς λοιπὸν λέγει ὅτι ἦταν ἕνας καὶ εἶχε πολλὰ δαιμόνια, ὁ Μάρκος ὅμως ὁμιλεῖ καὶ αὐτὸς περὶ ἑνός, «ἀλλ’ ἐν πνεύματι ἀκαθάρτω». Ὁ δὲ Ματθαῖος ἰσχυρίζεται ὅτι ἤσαν δύο μαζὶ καὶ ἐβασανίζοντο ἀπὸ πολλὰ δαιμόνια.
Τὴν αἰτίαν δέ, γιὰ τὴν ὁποίαν ἄλλοι Εὐαγγελισταὶ ὁμιλοῦν γιὰ ἕναν, ἄλλοι δὲ γιὰ περισσοτέρους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ δαιμόνια, τὴν ἐφανέρωσε καὶ ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Μάρκος. Διότι τὸ ἕνα, τὸ ὁποῖον ὁ Μάρκος ὠνόμασεν ἀκάθαρτον πνεῦμα, ἐξεταζόμενο στὴν συνέχεια ἀπὸ τὸν Κύριον λέγει «λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοὶ ἐσμέν». Πράγματι λεγεὼν εἶναι ὁρμαθὸς καὶ πολυάριθμον σύστημα ἀγγέλων ἢ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι στέκονται, μετακινοῦνται μαζὶ καὶ ἀποβλέπουν καὶ κινοῦνται πρὸς ἕνα ἔργον καὶ σκοπόν. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ δαιμονιζόμενοι ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ ἐνεργοῦντο καὶ ἐκινοῦντο ἀπὸ ἕνα τοιοῦτο σύστημα, εὐρίσκοντο ἀδιασπάστως μαζὶ στὰ μνήματα καὶ στὰ ὅρη, καὶ μαζὶ ἐβασανίζοντο. Γι’ αὐτὸ ἄλλοτε μὲν καλοῦνται ἐνικῶς, ἄλλοτε δὲ πληθυντικῶς, καὶ αὐτοὶ καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ τοὺς ταλαιπωροῦσαν.
Δὲν ἀνεγνώρισε δὲ ἁπλῶς τὸν Ἰησοῦν ὁ λεγεὼν διὰ μέσου του ἀνθρώπου ἐκείνου, ἀλλὰ καὶ «προσέπεσε καὶ φωνὴ μεγάλη ἀνεκραύγασε: τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; Δέομαί σου, μὴ μὲ βασανίσεις. Παρήγγειλε γὰρ» λέγει, «ὁ Κύριος τῷ ἀκαθάρτω πνεύματι ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου». Ἔχοντας καταπλεύσει ἐπὶ τούτου ὁ Κύριος ἀπὸ εὐσπλαχνία στὴν παραλίαν ἐκείνην ὅπου ζοῦσε ὁ δαιμονιζόμενος, διέταξε μὲν τὸν λεγεώνα τῶν δαιμόνων νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποῦ ὅμως νὰ ἀπέλθει δὲν τοῦ εἶπε. Γι’ αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ παμμίαρον σμῆνος τῶν πονηρῶν πνευμάτων κατελήφθη ἀπὸ ἀμηχανίαν, καὶ ἐφοβήθη μήπως παραδοθεῖ τώρα ἀπὸ τὸν Κύριο στὴν μέλλουσαν καταδίκη, στὴν προετοιμασμένην γι’ αὐτὰ γέεννα τοῦ πυρός, μὲ τὴν ὁποία θὰ παραδοθοῦν σὲ τελείαν ἀκινησίαν, ἀφοῦ θὰ καταργηθεῖ κάθε ἐνέργειά τους. Ἠναγκάσθη λοιπὸν νὰ προσέλθει, καὶ νὰ προσπέσει, χρησιμοποιώντας ταπεινότερα καὶ ἀληθινὰ λόγια πρὸς τὸν Κύριον, τὰ ὁποῖα τὸν ἐμαρτύρησαν ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου. Μέσα στὴν πονηρία τοὺς ἐνόμιζαν ὅτι μὲ αὐτὴν τὴν μαρτυρία, σὰν μὲ κάποιαν κολακεία, θὰ μεταπείσουν τὸν Κύριόν των ὅλων.
Καὶ ὁ Κύριος ἀνέχθη τὴν μαρτυρία τῶν δαιμόνων, πρὸς καταρτισμὸν τῶν εὑρισκομένων στὸ πλοῖο. Διότι πρὶν ἀπὸ λίγο, βλέποντας ὁ κόσμος τὰ τόσον μεγάλα θαύματά του στὴν θάλασσα, ἔλεγαν μεταξύ τους μὲ ἀπορία: «τὶς ἐστὶν οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῶ»; Τώρα ὅμως ἔμαθαν ὅτι εἶναι «ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου». Διότι πάντοτε, ἀκόμη καὶ ὁ διάβολος, εἶναι συνεργὸς στὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὅμως ἐπειδὴ τὸ θέλει οὔτε ἀποβλέποντας σ’ αὐτό. Γι’ αὐτὸ καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς θεοφόρους λέγει, ὅτι «τὸ κακὸν συνεργεῖ στὸ ἀγαθόν, ὄχι μὲ καλὴν προαίρεση».
Ὁ δὲ Κύριος θέλοντας νὰ φανερώσει στοὺς παρόντες ὅτι ὁ δαίμων ποῦ τόσον φρίττει ἐνώπιόν του δὲν εἶναι ἕνας, ἀλλὰ πλῆθος πολύ, τὸν ἠρώτησε: «τί σοὶ ἐστὶν ὄνομα; Ὁ δὲ εἶπεν, λεγεὼν ὀνομὰ μοί, ὅτι δαιμόνια πολλὰ ἐσμέν». Λέγουν ὁρισμένοι ὅτι τὸ τάγμα τοῦ λεγεῶνος ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕξι περίπου χιλιάδες.
«Καὶ παρεκάλουν αὐτόν», λέγει, «ἴνα μὴ ἐπιτάξει αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν». Βλέπεις ὅτι εἶναι ὁ φόβος, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, αὐτὸς ποὺ τοὺς ἠνάγκασε καὶ νὰ προσέλθουν, καὶ νὰ προσπέσουν, καὶ νὰ χρησιμοποιήσουν σχήματα καὶ λόγια ἀληθινὰ καὶ ταπεινότερα. Κοίταξε ὅμως καὶ τὴν Παντοκρατορικὴν ἐξουσία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πράγματι΄ ὁ δαίμων καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλει τὸν ἐμαρτύρησε Κύριον καὶ τῆς ἀβύσσου. Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποῦ ἐπιβλέπει ἀβύσσους; Βεβαίως ὁ καθήμενος στοὺς οὐρανούς, αὐτὸς ποὺ περιέχει καὶ κατευθύνει τὰ πάντα.
Βλέπε δὲ καὶ ὅτι τὸ στίφος τῶν δαιμόνων δὲν ἠμπορεῖ νὰ μένει πουθενά, ἂν δὲν ἔχει πάρει ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἄδειαν ἢ τὴν παραχώρηση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν προσετάχθη ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ φύγει, ἀλλὰ δὲν ἔλαβε ἐντολὴν ποῦ νὰ ἀπέλθει, κατελήφθη ἀπὸ μεγάλην βία, καὶ εὗρε ὡς καταφύγιον τοὺς χοίρους, οἱ ὁποῖοι ἔβοσκαν στὸ ὅρος, ὥστε νὰ διαφύγει δὶ’ αὐτῶν. Ἀλλὰ οὔτε κατ’ αὐτῶν εἶχεν ἀπὸ μόνον τοῦ τὴν ἐξουσία, πολὺ δὲ περισσότερον δὲν τὴν ἔχει ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Διότι, λέγει «ἣν ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη ἐν τῷ ὄρει. Καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν ἴνα ἐπιτρέψει αὐτοῖς εἰς ἐκείνους ἀπελθεῖν. Καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους. Καὶ ὄρμησεν ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη». Τὰ δαιμόνια λοιπόν, ζητώντας δῆθεν πρόφαση φυγῆς, καὶ ἔχοντας κακοποιὸ προαίρεση, ἐζήτησαν τὴν ἄδεια κατὰ τῶν χοίρων, ἐπειδὴ ὁ Σωτὴρ τὰ ἐδίωκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐσυνειδητοποίησαν ὅτι τὴν στιγμὴν ἐκείνη δὲν ἐδιώκοντο ἀπὸ ἕναν ἢ δύο, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἑνὸς ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους. Καὶ ὁ Κύριος τους τὸ ἐπέτρεψε, γιὰ νὰ γνωρίσουμε ἐμεῖς ἀπὸ ὅσα ἔπαθαν οἱ χοῖροι, ὅτι οὔτε τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον θὰ ἐλυποῦντο νὰ τὸν καταστρέψουν τελείως, ἂν δὲν ἀνεχαιτίζοντο καὶ πρὶν ἀοράτως ἀπὸ τὴν δύναμιν ἐκείνου.
«Ἰδόντες δέ», λέγει, «οἱ βόσκοντες, ἔφυγον. Καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγροὺς τὸ γεγονός». Λάβετε τώρα παρακαλῶ στὸν νοῦ σᾶς τὸν ἄσωτον υἱὸν τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἐσώθη μὲ τὴν ἀπομάκρυνσιν ἀπὸ τοὺς χοίρους, γιὰ νὰ καταλάβετε ποιοὶ ἤσαν αὐτοὶ ποὺ ἔβοσκαν τοὺς χοίρους, ἢ μᾶλλον ποιοὶ ὁμοιάζουν μὲ αὐτούς. Πράγματι ὁ χοιρώδης βίος ἐξ αἰτίας τῆς ἀκαθαρσίας του, συμβολίζει κάθε πονηρὸν πάθος. Καὶ χοῖροι εἶναι κυρίως αὐτοὶ ποὺ περιφέρουν τὸν ρυπωμένον ἀπὸ τὴν σάρκα χιτώνα. Προϊστάμενοί τους, ἕνα εἶδος βοσκῶν, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ὑπερέχουν ἀπὸ αὐτοὺς στὴν ἡδυπάθεια, καὶ λαμβάνουν πρόνοιαν γιὰ τὴν σάρκα καὶ τὴν δίαιτά τους, εἰς τρόπον ὥστε νὰ ἐκπληρώνουν τὴν ἐπιθυμία τους.
Σ’ ἐμᾶς ὅμως δὲν ἐπιτρέπει ὁ χρόνος οὔτε, ὅπως βλέπετε, ὁ θόρυβος τοῦ πλήθους, νὰ ἀσχοληθοῦμε λεπτομερῶς μὲ τὴν συνέχεια, ποία δηλαδὴ εἶναι ἡ γύμνωσις ποὺ προκαλεῖται στὴν ψυχὴν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴν ὁποίαν ὑπεδήλωνε ὁ δαιμονιζόμενος ἐκεῖνος, καὶ ποία ἡ διαβίωσις στὰ ὅρη (διότι, λέγει «ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκία οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν τοῖς μνήμασι») καὶ ποῖες οἱ ἁλυσίδες, οἱ χειροπέδες καὶ τὰ δεσμὰ τὰ ὁποῖα ἐκεῖνος ἔσπαζε καὶ ἔφευγε διωκόμενος.
Ἀλλὰ ἃς ἀποφύγωμε καὶ ἐμεῖς, μάλιστα οἱ μοναχοί, τὴν συναναστροφὴ καὶ συμβίωση μὲ τοὺς χοίρους. Διότι κατὰ τὸ Σολομώντειον λόγιον «φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί», καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον καθένας εἶναι ἢ γίνεται ὅμοιος μὲ τοὺς συντρόφους του. Τί τὸ ὄφελος νὰ φύγεις ὁριστικῶς ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ καταφύγεις στὰ ἀφιερωμένα στὸν Θεὸν φροντιστήρια, νὰ ἐξέρχεσαι ὅμως καθημερινῶς ἀπὸ αὐτὰ καὶ νὰ συμφύρεσαι πάλι μὲ τὸν κόσμο; Πῶς, εἰπέ μου, τριγυρνώντας στὶς ἀγορὲς θὰ ἀποφύγεις τὰ προσανάμματα τῶν παθῶν, διὰ τῶν ὁποίων ἐπέρχεται ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς, ποῦ χωρίζει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν Θεόν; Αὐτὸς εἶναι ὁ θάνατος «ὁ ἀναβαίνων εἰς ἠμᾶς διὰ τῶν θυρίδων», οἱ ὁποῖες εἶναι μέσα μας, δηλαδὴ τῶν αἰσθήσεων. Αὐτὲς ἔγιναν ἀφορμὴ νὰ ἐκπέσουν ἀπὸ τὴν ἀθανασίαν καὶ οἱ προπάτορες ἐκεῖνοι.
Ἃς φύγωμε λοιπὸν ὅλοι μας μακριά, ἄλλοι ἀπὸ τὴν συμβίωση μὲ τὰ κακά, ἔστω καὶ ἂν μᾶς φαίνεται ὅτι ὑπερτεροῦμε πολλῶν στὴν καταγωγὴ καὶ στὴν δόξα καὶ στὴν σωματικὴν ρώμη καὶ στὸν ὑλικὸν πλοῦτο, καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν ὁμοίωση πρὸς τοὺς χοίρους, λαμβάνοντας στὸν νοῦ μᾶς τὴν λίμνην ἐκείνη τοῦ ἀσβέστου πυρός, μέσα στὴν ὁποίαν, φεῦ!, θὰ πέσουν ὅσοι ἀμετανοήτως ὑπηρετοῦν τὶς προσβολὲς τῶν δαιμόνων. Καὶ βλέποντας τὸ βάραθρον στὸ ὁποῖον κρημνίζονται ὅταν ἀποθαίνουν, ὅσοι μέχρι τὸ τέλος τοὺς ὁμοιάζουν ὡς πρὸς τὸν τρόπον τῆς ζωῆς μὲ τοὺς χοίρους, ἃς ἀπομακρυνθοῦμε ἀνεπιστρόφως ἀπὸ τὸν ὄντως δυσώδη βίον τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἃς προσέλθωμε ἔτσι καλῶς καὶ δικαίως στὴν πηγὴν τῶν μύρων, τὴν ὁποία μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεός, καὶ ἐκχύνεται διὰ τῆς λάρνακος ἀπὸ τὴν σωρὸν τοῦ ἐντοπίου μας Χριστομάρτυρος (Δημητρίου).
Καὶ ἀφοῦ μὲ τὴν χρήση τούτων ἁγιασθοῦμε καὶ ἐνισχυθοῦμε, νὰ κηρύττωμε καὶ στοὺς ἀγροὺς καὶ στὶς πόλεις, ὅπου καὶ ἂν εἴμεθα, τὴν θειοτάτην δύναμη καὶ ἐνέργειαν τοῦ θείου αὐτοῦ μύρου. Δὲν ἐννοῶ μὲ τὴν γλώσσα καὶ τὰ λόγια (διότι ποῖος δὲν ἤκουσε μὲ τὴν ἰδικὴν τοῦ ἀκοὴ τὴν συρροὴ τῶν θαυμάτων ποῦ γίνονται ἐδῶ;), ἀλλὰ μὲ τὴν μεταβολὴν τῆς ζωῆς μας πρὸς τὸ καλλίτερον, ὥστε βλέποντάς μας ὅλοι νὰ εἰποῦν, «αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς του Ὑψίστου», μὲ τὴν ὁποία δεξιὰν ἔχει ζωγραφηθεῖ ὁ μέγας Δημήτριος, καὶ διὰ τῆς ὁποίας μετασχηματίζει αὐτοὺς ποὺ τὸν πλησιάζουν πρὸς τὸ θειότερον, ὥστε νὰ ἔχει καὶ στὸν οὐρανὸν συμπολίτες αὐτοὺς ποὺ εὐτύχησαν νὰ εἶναι στὴν γῆ συγκάτοικοί του. Αὐτὸ εἴθε νὰ συμβεῖ μὲ τὶς πρεσβεῖες ἐκείνου, καὶ νὰ ἐπιτύχωμε ὅλοι τὶς ὑπεσχημένες οὐράνιες μονές, καὶ τὴν ἐκεῖ συνοίκηση μὲ τοὺς ἁγίους, χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὢ πρέπει δόξα εἰς τοὺς αἰώνας».
Ἀμήν.
(13ος – 14ος αἰὼν – ΕΠΕ Ἄγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τόμ. 11, σέλ. 196. Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, σελὶς 347 καὶ ἑξῆς. Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς)