Ἀγάπη

Εἶναι μακάριος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη Θεοῦ, γιατί περιφέρει μὲ τὴν παρουσία τοῦ τὸν Θεό· διότι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη (Α’ Ἰω. 4:8), καὶ αὐτὸς ποὺ μένει μέσα στὴν ἀγάπη, μένει «ἐν τῷ Θεῶ» (Α’ Ἰω. 4:16). Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη ὑπερέχει, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ὅλους. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη δὲ φοβᾶται· διότι ἡ ἀγάπη βγάζει ἔξω ἀπὸ τὴν ψυχὴ τὸ φόβο (Α’ Ἰω. 4:18).

Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη δὲν ἀποστρέφεται ποτὲ κανέναν· οὔτε μικρό, οὔτε μεγάλο, οὔτε ἔνδοξο, οὔτε ἄδοξο, οὔτε φτωχό, οὔτε πλούσιο, ἀλλὰ γίνεται ἀκάθαρτο ἀποσπόγγισμα ὅλων. Ὅλα τα σκεπάζει, ὅλα τα ὑπομένει (Α’ Κορ. 13:7). Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη δὲν ἀλαζονεύεται ἐναντίον κάποιου, δὲν ξιππάζεται (Α’ Κορ. 13:4), κανέναν δὲν κακολογεῖ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς ποὺ κακολογοῦν τοὺς ἀποφεύγει. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη δὲ σκέφτεται μὲ πανουργία, δὲ θέλει νὰ ὑποσκελίσει, οὔτε ὑποσκελίζει τὸν ἀδελφό. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη δὲ ζηλεύει (Α’ Κορ. 13:4), δὲ φθονεῖ, δὲν κατατρέχει, δὲ χαίρεται μὲ τὴν πτώση τῶν ἄλλων, δὲν ἐξευτελίζει αὐτὸν ποὺ ἔπεσε σὲ σφάλμα, ἀλλὰ τὸν συλλυπεῖται καὶ τὸν συμπαραστέκεται καὶ τὸν ἀνακουφίζει· δὲν παραβλέπει τὸν ἀδελφὸ στὴν ἀνάγκη του, ἀλλὰ τὸν συμπαραστέκεται, καὶ πεθαίνει μαζί του. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη ἐκτελεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶναι μαθητής του, διότι ὁ ἴδιος ὁ καλός μας Δεσπότης εἶπε· «Ἀπὸ αὐτὸ θὰ ξέρουν ὅλοι ὅτι εἶστε μαθητές μου, ἂν ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο» (Ἰω. 13:35). Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη ποτὲ δὲν ἀποκτᾶ κάτι γιὰ τὸν ἑαυτό του, δὲ θεωρεῖ τίποτε δικό του, ἀλλὰ ὅλα ὅσα ἔχει τὰ προσφέρει κοινὰ σὲ ὅλους. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη κανέναν δὲ θεωρεῖ ξένο, ἀλλὰ ὅλους τους ἔχει δικούς του. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη δὲν παροργίζεται, δὲν ξιππάζεται (Α’ Κορ. 13:4), δὲ φουντώνει ἀπὸ ὀργή, δὲ χαίρεται γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ γίνεται, δὲν ἐξακολουθεῖ νὰ ψεύδεται, κανέναν δὲ θεωρεῖ ἐχθρό, παρὰ μόνο τὸν Διάβολο. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀγάπη ὅλα τα ὑπομένει, εἶναι εὐεργετικός, εἶναι μακρόθυμος (Α’ Κορ. 13:4-5). Λοιπόν, εἶναι μακάριος αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀποκτήσει τὴν ἀγάπη, καὶ μὲ αὐτὴν ὡς κτῆμα ἀναχωρεῖ πρὸς τὸν Θεό· διότι ὁ Θεός, ἀναγνωρίζοντας τὸν δικό του ἄνθρωπο, θὰ τὸν δεχθεῖ στοὺς κόλπους του, θὰ ζεῖ δηλαδὴ ὁ ἐργάτης τῆς ἀγάπης μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους, καὶ θὰ βασιλεύσει μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Διότι τὴν ἀγάπη ἔχοντας ἦρθε καὶ ὁ Θεὸς Λόγος ἐπάνω στὴ γῆ· μ’ αὐτὴν καὶ ὁ παράδεισος ἔχει ἀνοιχθεῖ γιὰ μᾶς, καὶ ἡ ἀνάβαση στὸν οὐρανὸ διακηρύχθηκε γιὰ ὅλους. Ἐνῶ ἤμασταν ἐχθροὶ μὲ τὸν Θεό, μὲ τὴν ἀγάπη συμφιλιωθήκαμε μ’ αὐτόν. Ὀρθὰ λοιπὸν εἴπαμε ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός, καὶ αὐτὸς ποὺ μένει μέσα στὴν ἀγάπη, μένει «ἐν τῷ Θεῶ».

Γιὰ κείνους ποὺ δὲν ἔχουν ἀγάπη
Εἶναι ἄθλιος καὶ ταλαίπωρος ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη, διότι αὐτὸς περνᾶ τὶς μέρες τῆς ζωῆς τοῦ ὀνειροπολώντας. Καὶ ποιὸς δὲ θὰ πενθήσει τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποὺ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ στερεῖται ἀπὸ τὸ φῶς, καὶ ζεῖ στὸ σκοτάδι; Διότι, σᾶς λέω, ἀδελφοί μου, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐχθρός του. Δὲν ψεύδεται ὁ Ἀπόστολος ποὺ εἶπε, ὅτι αὐτὸς ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφό του εἶναι φονιάς, καὶ περιπατεῖ στὸ σκοτάδι (Ἃ’ Ἰω. 2:11), καὶ εὔκολα κυριεύεται ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀγάπη, ἔντονα θυμώνει, ἔντονα παροργίζεται, ἔντονα μισεῖ. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀγάπη χαίρεται μὲ τὴν ἀδικία τῶν ἄλλων, δὲ συμπάσχει μ’ αὐτὸν ποὺ ἔπεσε σὲ σφάλμα, δὲν ἁπλώνει γιὰ βοήθεια τὸ χέρι του στὸν πεσμένο, δὲ συμβουλεύει αὐτὸν ποὺ παρασύρθηκε, δὲ στηρίζει αὐτὸν ποὺ κλονίζεται. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀγάπη εἶναι ἀνάπηρος στὸ νοῦ· εἶναι φίλος του Διαβόλου· εἶναι ἐφευρέτης κάθε πονηρίας· εἶναι δημιουργὸς συγκρούσεων· εἶναι φίλος των ὑβρεολόγων· εἶναι σύντροφος αὐτῶν ποὺ κακολογοῦν τοὺς ἄλλους, σύμβουλος αὐτῶν ποὺ αὐθαδιάζουν, συντελεστῆς στὴ χειροτέρευση αὐτῶν οἱ ὁποῖοι φθονοῦν, ἐργάτης τῆς ὑπερηφάνειας, σκεῦος τῆς ἀλαζονείας. Καὶ μὲ ἕνα λόγο, αὐτὸς ποὺ δὲν ἀπέκτησε τὴν ἀγάπη εἶναι ὄργανο τοῦ Ἐχθροῦ, καὶ πλανιέται σὲ ὅλα τα μονοπάτια τῆς ζωῆς του, καὶ δὲν ξέρει ὅτι βαδίζει μέσα στὸ σκοτάδι.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου Ἔργα, τ. Α’, Ἐκδόσεις «Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1995, σΕλ. 42.