Ἡ κενοδοξία λέει ὁ Μέγας Βασίλειος εἶναι ὁ γλυκὸς κλέφτης τοῦ πνευματικοῦ πλούτου. Αὐτὸς ποὺ πολεμάει μὲ γλυκὸ τρόπο τὶς ψυχές μας. Ὁ σκόρος τῶν ἀρετῶν, ποὺ μὲ ἡδονὴ λεηλατεῖ καθετὶ δικό μας, ποὺ περιβάλλει μὲ μέλι τὸ δηλητήριο τῆς οἰκείας ἀπάτης, ποτίζοντας μ’αὐτὸ τὸ ὀλέθριο ποτήρι τὶς διάνοιες τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ κενοδοξία μολύνει τοὺς ἀνθρώπους, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέει : “Ἡ κενοδοξία εἶναι μάταιη ὄχι γιατί ἀγαπάει τὴ δόξα, ἀλλὰ γιατί δὲν ἀγαπάει τὴν ἐκ Θεοῦ δόξα”.
Ἡ κενοδοξία ὑπονομεύει τὰ θεμέλια των μεγαλύτερων ἀρετῶν καὶ ἐνεργεῖ ἔτσι ὥστε αὐτὲς νὰ γκρεμιστοῦν. Μεγάλο καὶ ὕπουλο κακὸ ἡ κενοδοξία.
Ὁ Μέγας Βασίλειος περιγράφει τὸν κενόδοξο κατ’αὐτὸ τὸν τρόπο : “Κενόδοξος εἶναι αὐτὸς ποὺ δοξάζεται μὲ τὸν ἐπίγειο πλοῦτο καὶ φροντίζει γιὰ τὴν ἐφήμερη τιμὴ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ πιστεύει στὰ σωματικά του πλεονεκτήματα, ποὺ δίνει δόξα στὸν ἑαυτό του, ὄχι ὅμως αὐτὴ ποὺ ἀνεβάζει στοὺς οὐρανούς, ἀλλὰ αὐτὴ ποὺ ἐγκλωβίζει τὸν ἄνθρωπο στὴ γῆ”.
Ὁ Ἰσίδωρος παραβάλλει τὴν κενοδοξία μὲ τὸ ἄνθος ποὺ ἀνθίζει μόνο γιὰ μιὰ ἡμέρα.
Εὐγένεια εἶναι ἀρετή εύγενικοῦ ἤθους, καλή ἀγωγή τῆς ψυχῆς στόν λόγο καί τίς πράξεις. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς εὐγένειας εἶναι τό γενναῖο φρόνημα, ἡ ἐλευθερία, ἡ φιλοτιμία, ἡ ἀφθονία, ἡ χάρη, ἡ μεγαλοφροσύνη, ἡ μεγαλοψυχία, ἡ εὐκοσμία, τό θάρρος, ἡ ἀγαθή προαίρεση, ὁ ἄριστος τρόπος, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀλήθεια.
Εὐγένεια εἶναι ἡ καθ’ὁλοκληρίαν ἀρετή. Εὐγένεια καί ἀρετή εἶναι δύο λέξεις συνώνυμες. Δηλώνουν τό ἕνα καί τό αὐτό νόημα : τήν καλή διαπαιδαγώγηση τῆς ψυχῆς. Ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς φανερώνει τήν ὁμοίωσή της πρός τή θεία εἰκόνα, τῆς ὁποίας ἡ χάρη καί τό κάλλος ἐκχύθηκαν σ’ αὐτή. Ἡ εὐγένεια εἶναι στ’ ἀλήθεια ἡ ἀνταύγεια τοῦ φωτός τῆς θείας εἰκόνας, πού ἁπλώνεται πάνω στήν ἐνάρετη ψυχή. Ἡ εὐγένεια εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς μυστικῆς χάρης τῆς ἐνάρετης ψυχῆς. Αὐτήν ἀγάπησαν καί ἀναζήτησαν ὅλοι οἱ ἀσκητές τῆς ἀρετῆς καί ὅλοι οἱ σοφοί καί οἱ φιλόσοφοι. Κανείς δέν μπορεῖ νά φέρει τό σεμνό ὄνομα τοῦ ἐνάρετου, τοῦ σοφοῦ ἤ τοῦ φιλόσοφου, δίχως αὐτήν.
Ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός λέει γιά τήν εὐγένεια :
“Εὐγένεια εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἰδιοτήτων τῆς εἰκόνας καί ἡ ἐξομοίωση μέ το ἀρχέτυπο, ἡ ὁποία πετυχαίνεται μέ τόν λόγο, τήν ἀρετή καί τόν καθαρό πόθο.”
Ὁ δέ Ἁγ.Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει :
“Μία καί μόνη εὐγένεια ὑπάρχει, τό νά πράττει κανείς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.”
Ἃς διαβάσουμε τι ἔλεγε ὁ Ἅγιος γιὰ τὸν Θεό :
“Ὁ Θεὸς γιὰ μένα εἶναι δόξα, πλοῦτος καὶ καύχημα. Εἶναι τὸ γλυκύτατο καὶ πιὸ εὐχάριστο πράγμα. Εἶναι ἡ φροντίδα καὶ ἐντρύφημά μου. Ἡ ψυχή μου εἶναι δημιούργημα τῆς πνοῆς τοῦ Θεοῦ. Τὸ σῶμα μου εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Ὁλόκληρος εἶμαι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Θεία χάριτι εἶμαι γένος τοῦ Θεοῦ. Ἀπ’τὸ Θεὸ ἔλαβα τὴν ὕπαρξή μου ἀλλὰ καὶ τὴ δυνατότητα νὰ κινοῦμαι, ν’ἀναπνέω καὶ νὰ μιλάω. Στὸ Θεὸ καθημερινὰ ἐμπιστεύομαι τὸ πνεῦμα μου. Στὸ Θεὸ προσεύχομαι. Ζῶ μὲ τὸ Θεό, δουλεύω καὶ βρίσκομαι μὲ τὸ Θεό. Εἶμαι εὐτυχισμένος μὲ τὸ μεγάλο, ἰσχυρὸ καὶ ζῶντα Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι παροχος βοηθὸς καὶ τελειωτὴς τῶν καλῶν. Εἶναι ἐπόπτης τῶν ὅσων σκέφτομαι, λέω καὶ κάνω. Δέχομαι τὸ Θεὸ ὡς φοβερὸ κριτὴ τῶν ὅσων ἔχω κάνει. Ἔχω Θεὸ ἤπιο καὶ συγχωρητικό, μακρόθυμο καὶ πολυέλεο, σωτήρα καὶ λυτρωτή. Γνωρίζω Θεὸ ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῶν πάντων, ποὺ δίνει τὰ ἀγαθά, ποὺ εἶναι προνοητῆς, ἐπόπτης, πάνσοφος, παντογνώστης, ποὺ γνωρίζει καὶ τὰ μέλλοντα καὶ τὰ παρόντα καὶ τὰ παρελθόντα. Ὑμνῶ, δοξάζω, εὐλογῶ καὶ ὑπερυψώνω τὸν ἀγαθό, ἅγιο, δίκαιο καὶ ἀληθινὸ Θεό”.
Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό γεννιέται ἀπό εἰλικρινή πίστη, γιατί ὁ ἄνθρωπος πού ὄντως πιστεύει στόν Θεό δέν ἀνέχεται ποτέ νά τήν ἐγκαταλείψει.
Περισσότερο μπορεῖ τό χορτάρι νά ὑπομείνει τό πῦρ τῆς φλόγας, παρά ὁ Διάβολος τή φλόγα τῆς ἀγάπης΄ ἀγάπη ἡ ὁποία εἶναι καλύτερο ὀχυρό ἀπό τεῖχος καί στερεότερη ἀπό διαμάντι.
Ἡ ἀγάπη δέν εἶναι ἀνθρώπινα λόγια καί νοήματα, οὔτε ἀπλά προσφωνήσεις καί χαιρετισμοί, ἀλλά φροντίδα φανερή μέ ἔργα΄ πού σημαίνει νά ἁπαλύνεις τή φτώχεια, νά βοηθᾶς τόν ἀσθενή, νά γλιτώνεις ἀπό τόν κίνδυνο ὅποιον κινδυνεύει, νά συμπαραστέκεσαι στή δύσκολη περίσταση, νά κλαῖς μετά κλεόντων καί να χαίρεσαι μετά χαιρόντων.
Αὐτός πού ἀγαπάει τόν Θεό, ἐπειδή ἔχει ξέχειλη τήν καρδιά του ἀπό τή θεία ἀγάπη, ἀγαπάει τούς ἐχθρούς του, εὐλογεῖ αὐτούς πού τόν καταριοῦνται, φέρεται ὡραῖα σέ ὅσους τόν ἐχθρεύονται καί προσεύχεται γι’ αὐτούς πού τόν μισοῦν καί τόν καταδιώκουν.
Ἡ ἀπόδειξη καί ἡ ἐνέργεια τῆς τέλειας ἀγάπης πρός τόν Θεό, εἶναι ἡ γνήσια ἀγαπητική διάθεση πρός τόν πλησίον. Σέ αὐτό τό γεγονός ἀναγνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχει ἀγάπη. ὁπως Ἐκεῖνος θυσίασε γιά μᾶς τή ζωή Του, ἔτσι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νά διαθέσουμε τή ζωή μας ὑπέρ τῶν ἀδελφῶν μας.
Ἡ ἀγάπη σκεπάζει πολλές ἀμαρτίες.
Ἡ ἀγάπη εἶναι αὐτή πού θά μᾶς ὁπλίσει μέ παρρησία τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.
“Περί θείας ἀγάπης”
Ὦ ! ἀγάπη, τῆς καρδιᾶς μου πλημμύρισμα ! Ὦ ! ἀγάπη, γλυκύτατο τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ ὁμοίωμα ! Ὦ ! ἀγάπη, τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου ἱερότατο ἔμβλημα ! Ὦ ! ἀγάπη, τοῦ πραότατου Ἰησοῦ σύμβολο !
Ἐσύ μέ τόν πόθο σου πλήγωσέ μου τήν καρδιά καί γέμισέ την χρηστότητα και ἀγαθοσύνη. Πλημμύρισέ την μέ ἀγαλλίαση. Ἀνάδειξέ την κατοικητήριο τῆς χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐσύ πύρωσέ την μέ τή θεία φλόγα σου γιά νά κατακαύσει τά ταπεινά της πάθη, νά τήν ἁγιάσει, ὥστε να στέλνει στόν οὐρανό ἀκατάπαυστη ψαλμωδία.
Ἐσύ πλήρωσε τήν καρδιά μου μέ τόν γλυκασμό τῆς θείας ἀγάπης, ἔτσι ὥστε νά ἀγαπῶ τόν μόνο γλυκύτατο Ἰησοῦ Χριστό καί Κύριό μου καί σ’ Αὐτόν νά αναπέμπω ἀκατάπαυστη ὑμνωδία μ’ὅλη τήν ψυχή μου, τήν καρδιά μου, τή δύναμή μου καί τή διάνοια μου.
Ἀμήν.
ΠΕΡΙ ΦΙΛΙΑΣ
Φιλία εἶναι ἀγάπη ὑγιοῦς ψυχῆς πρὸς ψυχὴ ἐπίσης ὑγιῆ. Ἡ φιλία ὡς ἀπόρροια ὑγιοῦς ψυχῆς εἶναι ἱερή, ἁγνή, ἀκέραιη, πιστή, σταθερή, εἰλικρινής, θαρραλέα, ἀληθινή, αἰώνια. Ἡ φιλία εἶναι ἀρετή, γιατί θεμελιώνεται στὸ ἦθος καὶ τὴν καλὴ διαγωγὴ τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ μόνο μὲ τὴν ἀρετὴ συνάπτεται καὶ αὐτῆς γίνεται ἐραστὴς καὶ αὐτὴν ἀγκαλιάζει, μένοντας μαζί της πάντοτε.
Ἡ φιλία σὰν ἀρετή, ἕλκεται ἀπὸ τὸ ὅμοιο καὶ ἀναπαύεται μὲ τὶς συγγενεῖς ἀρετές. Εἶναι σύνδεσμος δύο ὅμοιων ψυχῶν. Εἶναι πάθος συνετῆς ψυχῆς καὶ συνδέει τοὺς φίλους μὲ σφοδρὴ ἀγάπη. Συνδέει δὲ μὲ πόθο τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀπὸ τὴ φύση τοὺς τὴν τάση νὰ διασπῶνται.
Ἡ φιλία ἔχει σταθερὸ καὶ ἀσυμβίβαστο ἦθος. Εἶναι ἡ φιλία ἕνα εἶδος ἠθικῆς εὐχαρίστησης, ποὺ κατευχαριστεῖ τὴν ψυχή. Ἡ φιλία ὑπομένει τὰ πάντα, συμπάσχουσα καὶ συμπαραστεκόμενη.
Ὁ Ἀριστοτέλης ἔχει πεῖ: “Φιλία εἶναι μία ψυχὴ ποὺ κατοικεῖ σὲ δύο σώματα”. Ἡ φιλία εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὴ συγγενικὴ ἀγάπη, διότι ἡ μὲν συγγενικὴ ἀγάπη εἶναι ἔργο ἀνάγκης, ἡ φιλία ὅμως βασίζεται στὴ θέληση. Ἡ φιλία ὑπαγορεύει εὐλάβεια πρὸς τὰ ἱερά των φίλων, ἁγνότητα στὴ συμπεριφορά, ἀκεραιότητα στὰ ἤθη, πίστη στὸν χαρακτήρα, σταθερότητα στὶς ἀποφάσεις, εἰλικρίνεια στοὺς λόγους, θάρρος στὸ νὰ εἰπωθοῦν τὰ ὀρθὰ καὶ ὠφέλιμα καὶ στὸ νὰ λέγεται ἡ ἀλήθεια.
Ἡ φιλία εἶναι τὸ στήριγμα γιὰ τὴν εὐτυχία δύο ἀγαθῶν ἀνθρώπων, γιατί μόνο μεταξὺ ἀγαθῶν ἀνθρώπων μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ ἀληθινὴ φιλία. Ὁ Πλάτων λέει: “Φιλία εἶναι ἡ ὁμόνοια ὑπὲρ τῶν καλῶν καὶ τῶν δικαίων. Ἡ θέληση γιὰ κοινὸ τρόπο ζωῆς, ἴδιος τρόπος σκέψης καὶ πράξης, ζωὴ μὲ ἁρμονία καὶ καλὴ διάθεση ὥστε νὰ ὑπάρχει ὁμόνοια, συνοδοιπορία τόσο στὰ εὐχάριστα, ὅσο καὶ στὰ δυσάρεστα”.
Τρία εἶναι τὰ εἴδη τῆς φιλίας: αὐτὴ ποὺ βασίζεται στὴν ἀρετή, αὐτὴ ποὺ θεμελιώνεται στὸ συμφέρον καὶ αὐτὴ ποὺ ὑπάρχει ἀπὸ συνήθεια. Ἄριστη ὅμως εἶναι ἡ χάριν τῆς ἀρετῆς φιλία, γιατί τὴ στερεώνει ἡ ἀρετὴ τῆς ἀγάπης.”
Ἡ εἰκόνα τοῦ ἄπιστου
Ὃ ἄπιστος εἶναι ὁ πιὸ δυστυχισμένος τῶν ἀνθρώπων, γιατί στερήθηκε τὸ μοναδικὸ ἀγαθὸ πάνω στὴ γῆ, τὴν πίστη, ποῦ εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς ὁδηγὸς πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν εὐτυχία. Ὃ ἄπιστος εἶναι τόσο δυστυχής, ἀφοῦ ἔχει στερηθεῖ πιὰ τὴν ἐλπίδα, τὸ μοναδικὸ στήριγμα στὸν μακρὺ δρόμο τῆς ζωῆς. Ὃ ἄπιστος εἶναι πάρα πολὺ δυστυχὴς γιατί τοῦ λείπει ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων ποῦ περιβάλλει μὲ φροντίδα τὴ θλιμμένη καρδιά. Ὃ ἄπιστος εἶναι δυστυχέστατος καθότι στερήθηκε τὸ θεῖο κάλλος, τὴ θεία εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ, τὴν ὅποια ὁ ἴδιος ὁ θεῖος καλλιτέχνης χάραξε καὶ τὴν ὅποια ἡ πίστη ἀποκάλυψε. Ό ὀφθαλμὸς τοῦ ἄπιστου τίποτε ἄλλο δὲν βρίσκει μέσα στὴ δημιουργία, παρὰ μόνο τὴ δράση τῆς φύσης. Ἡ λαμπρὴ εἰκόνα τοῦ θείου Δημιουργοῦ, τὸ θαυμάσιο κάλλος τῆς γὶ` αὐτὸν μένουν καλυμμένα καὶ ἀνεξερεύνητα. Τὸ βλέμμα τοῦ πλανιέται ἄσκοπα μέσα στὸ ἄπειρό της δημιουργίας, πουθενὰ ὅμως δὲν βρίσκει τὴν ὀμορφιὰ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ’ πουθενὰ δὲν θαυμάζει τὴ θεία παντοδυναμία, πουθενὰ δὲν ἀνακαλύπτει τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τὴ θεία πρόνοια, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ πρὸς τὴ δημιουργία. Ὃ νοῦς του δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ πέραν τοῦ ὁρατοῦ κόσμου, οὔτε νὰ ὑπερβεῖ τὰ ὅρια τῶν αἰσθήσεων. Ἡ καρδιὰ τοῦ παραμένει ἀναίσθητη μπροστὰ στὴν ἀπεικόνιση τῆς θείας σοφίας καὶ δύναμης. Σ’ αὕτη δὲν γεννιέται κανένα συναίσθημα λατρείας. Τὰ χείλη τοῦ μένουν σφραγισμένα, τὸ στόμα τοῦ ἀκίνητο, ἡ γλώσσα τοῦ ἀσάλευτη. Δὲν βγαίνει φωνὴ μέσα ἀπὸ τὸ στέρνο του, ποῦ νὰ ὑμνεῖ, νὰ δοξολογεῖ, νὰ εὐλογεῖ καὶ νὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεό.
Ἡ χαρὰ ποῦ εἶναι ἁπλωμένη στὸ σύμπαν ἐγκατέλειψε τὴν καρδιὰ τοῦ ἄπιστου, διότι ἀπ’ αὐτὴν ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ὁ Θεός. Αὐτὸ τὸ κενό, τὸ κάλυψε ἡ λύπη, ἡ βαριεστιμάρα καὶ ἡ ἀνυπομονησία. Παραμένει κακόκεφος, ἡ δὲ ἔλλειψη φροντίδας γιὰ τὰ πνευματικὰ ἔχει καταλάβει τὸ πνεῦμα του. Πλανιέται μέσα στὴ δίχως φῶς καὶ ἀπατηλὴ νύχτα τῆς ζωῆς αὐτῆς, ὅπου καμιὰ ἀκτίνα φωτὸς δὲν φωτίζει τοὺς σκοτεινοὺς δρόμους του. Κανεὶς δὲν καθοδηγεῖ, κανεὶς δὲν κατευθύνει τὰ βήματά του. Στὸ στάδιο τῆς ζωῆς εἶναι μόνος. Διέρχεται τὸν βίο τοῦ δίχως τὴν προσδοκία μιᾶς καλύτερης ζωῆς. Περνᾶ μέσα ἀπὸ πολλὲς παγίδες καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀπελευθερώσει ἀπ’ αὐτές. Πέφτει μέσα σ’ αὐτὲς καὶ συνθλίβεται ἀπὸ τὸ βάρος τους. Στὶς θλίψεις τοῦ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀνακουφίσει.
Ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς, ἡ γαλήνη τῆς καρδιᾶς, φυγαδεύτηκαν ἀπὸ τὴν ἀπιστία, καὶ τὸ πένθος κατέκλυσε τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του. Ἡ χαρὰ ποῦ βρίσκει ὁ πιστὸς στὴν ἐργασία τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν καὶ ἡ εὐτυχία ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἠθικὸ βίο, εἶναι γιὰ τὸν ἄπιστο ἄγνωστα συναισθήματα. Ἡ ἀγαλλίαση ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὴ θρησκεία ποτὲ δὲν ἐπισκέφτηκε τὴν καρδιὰ τοῦ ἄπιστου. Ἡ πεποίθηση ποῦ πηγάζει ἀπὸ τὴν πίστη στὴ θεία πρόνοια καὶ ἡ ὅποια καταπαύει τὶς φροντίδες τῆς ζωῆς, εἶναι γι’ αὐτὸν μιὰ δύναμη ἀκατανόητη.
Ἡ εὐχαρίστηση ποῦ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐεργεσία ἀποτελοῦν γιὰ τὸν ἄπιστο παντελῶς ἄγνωστα μυστήρια. Ὃ ἄπιστος θέτοντας ὡς ἀρχὴ τὴν ὕλη, περιόρισε τὴν ἀληθινὴ εὐδαιμονία τοῦ ἄνθρωπου στὸν πολὺ στενὸ κύκλο τῶν πρόσκαιρων ἀπολαύσεων, φροντίζοντας πάντοτε γιὰ τὴν ἱκανοποίησή τους καὶ ἀσχολούμενος διαρκῶς μὲ αὐτές. Τὰ θέλγητρα τῆς ἀρετῆς εἶναι σ’ αὐτὸν τελείως ξένα. Δὲν ἔχει γευθεῖ τὴ γλυκύτητα αὐτῆς τῆς χάρης. Ὃ ἄπιστος ἀγνόησε ποιὰ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀληθινῆς εὐτυχίας καὶ ἔτρεξε, δίχως νὰ τὸ καταλάβει, στὶς πηγὲς τῆς πίκρας. Ἡ ἀπόλαυση τοῦ ἔφερε τὸν κορεσμὸ καὶ ὁ κορεσμὸς τὴν ἀηδία. Ἡ ἀηδία ἔφερε τὴν ἀνία, ἡ ἀνία τὴ θλίψη, ἡ θλίψη τὸν πόνο καὶ ὁ πόνος τὴν ἀπόγνωση. ὁλα ὅσα μέχρι τώρα τὸν ἔθελγαν, ἔχασαν τὴ χάρη τους. Διότι ὅλες οἱ ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου, ὡς πεπερασμένες, εἶναι καὶ ἀνίκανες νὰ κάνουν τὸν ἄπιστο εὐτυχισμένο.
Ἐφόσον ἡ καρδιὰ τοῦ ἄνθρωπου ἔχει πλαστεῖ γιὰ νὰ κατοικηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ ἀπόλυτο ἀγαθό, σκιρτάει καὶ χαίρεται μόνο μὲ αὐτὸ τὸ ἀγαθὸ γιατί σ` αὐτὸ βρίσκεται ὁ Θεός. Ἀπὸ τὴν καρδιὰ ὅμως τοῦ ἄπιστου ὁ Θεὸς ἔχει ἀπομακρυνθεῖ. Ἡ καρδιὰ ἔχει ἄπειρους πόθους, ἀφοῦ πλάστηκε γιὰ νὰ περιλάβει μέσα της τὸ ἄπειρο. Ὡστόσο, ἡ καρδιὰ τοῦ ἄπιστου δὲν εἶναι πιὰ γεμάτη ἀπὸ τὸ ἄπειρο καὶ πάντα στενάζει, ἀναζητᾶ καὶ ποθεῖ, ἀλλὰ οὐδέποτε ἱκανοποιεῖται. Κι αὐτὸ διότι οἱ ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου εἶναι ἀνίσχυρες νὰ καλύψουν τὸ κενό της καρδιᾶς του.
Οἱ ἡδονὲς καὶ οἱ διασκεδάσεις τοῦ κόσμου, ὅταν σβήνουν, ἀφήνουν στὴν καρδιὰ ἕνα κατακάθι πίκρας. Οἱ δὲ μάταιες δόξες ἔχουν συντρόφισσες τὶς θλίψεις.
Ὁ ἄπιστος ἀγνόησε ὅτι ἡ εὐτυχία τοῦ ἄνθρωπου δὲν βρίσκεται στὴν ἀπόλαυση τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν, ἀλλὰ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀπόλυτου καὶ αἰώνιου ἀγαθοῦ. Ἔδω βρίσκεται καὶ ἡ κακοδαιμονία αὐτῶν ποῦ ἀγνοοῦν τὸν Θεό. Αὐτὸς ποῦ ἀρνεῖται τὸν Θεὸ εἶναι σὰν νὰ ἀρνεῖται τὴν εὐτυχία του καὶ τὴν ἀτέλειωτη μακαριότητα. Ἀγωνίζεται δυστυχισμένος στὸν πολύμοχθο ἀγώνα τῆς ζωῆς.
Ἔτσι, ἀπελπισμένος καὶ μὲ τὴ δειλία φωλιασμένη στὴν ψυχή του, βαδίζει πρὸς τὸν ἤδη ἀνοιγμένο τάφο του. Τὸ θαυμάσιο ἔργο ποῦ ξεδιπλώνεται μπροστὰ στὰ μάτια του, αὐτὸ ποῦ διαδραματίζεται πάνω στὴν παγκόσμια σκηνὴ καὶ τὸ ὅποιο διευθύνει ἡ θεία σοφία, ἡ θεία χάρη καὶ δύναμη κι ἐνῶ αὐτὰ τὰ ἰδία εἶναι οἱ πρωταγωνιστές, μὲ συμπαραστάτες τὴν ἄρμ0νια καὶ τὴ θεία καλοσύνη, περνάει ἀπὸ μπροστά του τελείως ἀπαρατήρητο. Κυλᾶ μπρὸς στὰ πόδια τοῦ τὸ γλυκὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐτυχίας, ἀλλὰ αὐτὸς σὰν καταδικασμένος Τάνταλος, ἀδυνατεῖ νὰ δροσίσει τὴν ξεραμένη ἀπὸ τὴν ἀπιστία γλώσσα του, σβήνοντας τὴ δίψα ποῦ τὸν καίει, διότι τὸ νερὸ ποῦ τρέχει ἀπὸ τὴ δροσογόνο πηγὴ τῆς πίστης, γλιστρᾶ καὶ φεύγει μπροστὰ ἀπὸ τὰ χείλη του.
Δυστυχισμένε δοῦλε σκληροῦ τυράννου! Πῶς σου ἔκλεψαν τὴν εὐτυχία; Πῶς σου ἅρπαξαν τὸν θησαυρό; Ἔχασες τὴν πίστη σου, ἀρνήθηκες τὸν Θεό σου, ἀρνήθηκες τὴν ἀποκάλυψή Του καὶ πέταξες τὴν πλουσιοπάροχη δωρεὰ τῆς θείας χάρης. Πόσο ἄθλια εἶναι ἢ ζωὴ τοῦ ἄνθρωπου αὐτοῦ! Αὐτὴ εἶναι μιὰ σειρὰ ἀπὸ βάσανα, γιατί τὸ τερπνὸ ἔχασε στὰ μάτια τοῦ τὸν τερπνὸ χαρακτήρα του. Ἢ φύση γύρω του τοῦ φαίνεται στείρα καὶ ἄγονη δὲν γεννᾶ μέσα του καμιὰ εὐχαρίστηση καὶ κανένα χαρμόσυνο συναίσθημα. Κανένα ἀπὸ τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ δὲν τοῦ χαμογελά. Ἕνα πένθιμο πέπλο ἔχει σκεπάσει τὴ χάρη τῆς φύσης, ἢ ὅποια πλέον δὲν τὸν ἕλκει μὲ κανένα τῆς θέλγητρο. Ἢ ζωὴ τοῦ ἔχει γίνει βάρος δυσβάστακτο καὶ ἢ διάρκειά της στὸν χρόνο ποῦ κυλάει, μοιάζει μὲ ἀφόρητη ταλαιπωρία.
Νὰ λοιπὸν ποῦ ἢ ἀπελπισία ἐμφανίζεται ἤδη μπροστά του σὰν δήμιος κι ἕνα σκληρὸ βασανιστήριο τυραννάει τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο. Τὸ θάρρος τοῦ τὸν ἔχει κιόλας ἐγκαταλείψει, ἢ ἀντίσταση τοῦ ἐξασθένησε καὶ οἱ ἠθικές του δυνάμεις ἔχουν πλέον διαφθαρεῖ ἀπὸ τὴν ἀπιστία. Φέρεται σὰν ἄνθρωπος ποῦ κινεῖται ἀπὸ κάτι ἄλλο, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀπιστία, ἔχει δὲ παραδοθεῖ στὰ φοβερὰ δεσμὰ τῆς ἀπόγνωσης, ἢ ὁποία εἶναι πάντα δίχως ἔλεος καὶ συμπάθεια. Ἀποκόπτει ἔτσι μὲ βία καὶ σκληρότητα τὸ νῆμα τῆς ἄθλιας ζωῆς του καὶ ἐκσφενδονίζεται στὸν βυθὸ τῆς ἀπώλειας, στὰ μαῦρα Τάρταρα, ὅπου τότε μόνο θὰ βγεῖ, ὅταν τὸν καλέσει ἢ φωνὴ τοῦ θείου Δημιουργοῦ του, τὸν ὅποιο ἀπαρνήθηκε, γιὰ νὰ δώσει λόγο γιὰ τὴν ἀπιστία του. Τότε θὰ κατακριθεῖ καὶ θὰ σταλεῖ στὸ πῦρ τὸ αἰώνιο.
ΠΕΡΙ ΖΗΛΟΥ ΚΑΙ ΖΗΛΩΤΗ
Περὶ ζήλου ἀγαθοῦ
Ζῆλος εἶναι ἡ θέρμη τῆς ψυχῆς, ποὺ ἐκδηλώνεται σὰν ὁρμὴ ἡ σὰν πάθος καὶ ἐπιθυμία. Ζῆλο λίγο-πολὺ διακρίνουμε καὶ στοὺς καλοὺς καὶ στοὺς κακοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ζῆλος εἶναι ἀγαθὸς ὅταν ἡ ὅρμή του κινεῖται καὶ ἐργάζεται πρὸς τὸ καλό. ὁταν ὅμως ἐκδηλώνεται πρὸς τὰ χυδαῖα καὶ τὰ τιποτένια, εἶναι πονηρός. Ὁ ἀγαθὸς ζῆλος ζητᾶ τὴν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ. Ζητᾶ τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς, μιμεῖται τὸ καλὸ καὶ ποθεῖ ἡ ψυχὴ τοῦ τὸ ἀγαθό. Ὁ ἀγαθὸς ζῆλος γεννιέται μέσα στὴν ἀγαθὴ ψυχὴ σὰν καλὴ ἐπιθυμία, χωρὶς ἴχνος ζήλιας· εἶναι ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ ἀγαθὸ καὶ ἐκφράζει τὴ διάθεση γιὰ πρόοδο. Ὁ ἀγαθὸς ζῆλος ἐπιθυμεῖ πάντοτε τὰ ἀνώτερα.
Περὶ τοῦ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτῆ
Ὁ χαρακτήρας τοῦ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτῆ εἶναι αὐτὸς ποὺ λατρεύει, γεμάτος ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὴν πίστη του, τὸν Θεό. Πράγματι εἶναι ὁλοκληρωτικὰ ἀφοσιωμένος στὸν Θεὸ καὶ φυλάει μὲ αὐστηρότητα τὸν νόμο Του. Ἀκολουθεῖ εὐλαβικὰ τὶς πατρικὲς παραδόσεις καὶ ἐργάζεται μὲ πολλὴ θέρμη γιὰ τὴ δόξα τοῦ ὀνόματός Του. Εἶναι ἐραστὴς τῶν ἔργων ποὺ ἀξίζουν τὸν ἔπαινο καὶ γεμάτος πόθο βιάζεται νὰ μιμηθεῖ τὰ καλά. Βαδίζει μὲ πολλὴ προθυμία τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ ἐπιδιώκει μὲ ζῆλο τὶς ἄριστές των ἀσχολιῶν. Ὁ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτὴς εἶναι φίλος κάθε καλοῦ, ἀγαπάει καὶ ποθεῖ ὅλες τὶς ἀρετές. Διακαίεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ διαδώσει τὸν θεῖο λόγο, μὲ σκοπὸ τὴ στερέωση τῆς πίστης, τὴν εὐόδωση τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, τὴ μεγαλύτερη ἐπίδοση τοῦ θείου κηρύγματος, τὴν ἀποκατάσταση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ. Ὁ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτὴς πάντοτε ἐργάζεται, πάντοτε κινεῖται, πάντοτε βρίσκεται σὲ δράση. Ὁ ζῆλος τοῦ τόσο περισσότερο φλέγεται καὶ ἀναζωπυρώνεται, ὅσο περισσότερο πασχίζει γιὰ τὸ ἀγαθό, ὅσο περισσότερο ἀγαπάει τὸν Θεό. Ὁ ζηλωτὴς αὐτός, ἐνῶ κοπιάζει, δὲν ἀποθαρρύνεται· ἐνῶ ἐργάζεται, δὲν ἀποκάμνει· ἐνῶ πονάει, δὲν αἰσθάνεται τὴν κούραση· ἐνῶ δαπανᾶται, δὲν ἐξαντλεῖται καὶ δὲν γκρινιάζει, ἀλλὰ πάντα ἀκμαῖος καὶ ζωηρός, εὔθυμος καὶ θαρραλέος, ἐξορμᾶ πρὸς νέα ἐργασία. Φλεγόμενος ἀπὸ τὸν ἔνθεο ζῆλο του, ζητᾶ νὰ ἐπεκτείνει τὶς ἐνέργειές του σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ὁ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτής, ὁρμώμενος ἀπὸ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ὅ,τι κάνει, τὸ κάνει μὲ ἀγάπη καὶ αὐταπάρνηση. Δὲν κάνει τίποτα ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιφέρει θλίψη στὸν πλησίον του. Ὁ ζῆλος τοῦ ἐνέχει φωτισμὸ καὶ ἐπίγνωση. Τίποτα δὲν τὸν ἐξωθεῖ σὲ παρεκτροπή.
Χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτῆ εἶναι ἡ θερμὴ ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, ἡ πραότητα, ἡ ἀνεξιθρησκία, ἡ ἀνεξικακία, ἡ διάθεση γιὰ εὐεργεσία καὶ ἡ εὐγένεια τῶν τρόπων. Ὁ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτὴς εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ.
Χαρακτήρας τοῦ μὴ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτῆ
Αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτής, ἔχει μὲν ζῆλο, ἀλλὰ δὲν ἔχει ἐπίγνωση. Ξεγελιέται μέσα στὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐνέργειές του, δῆθεν ἐργαζόμενος γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ παραβαίνει τὸν νόμο ποὺ θέλει νὰ ἀγαπάει τὸν συνάνθρωπο. Ὁ μὴ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτής, πάνω στὴ θέρμη τοῦ ζήλου τοῦ πράττει τὰ ἀντίθετα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ θεῖος νόμος καὶ τὸ θεῖο θέλημα. Διαπράττει ἀκόμη καὶ τὸ κακό, ἂν νομίζει ὅτι ἀπ’ αὐτὸ θὰ ἔλθει ὅ,τι ἐκεῖνος θεωρεῖ καλὸ καὶ ἀγαθό. Ὁ ζῆλος του μὴ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτῆ εἶναι φωτιὰ ποὺ καταστρέφει, «πῦρ καταναλίσκον». Μπροστὰ πηγαίνει ἡ καταστροφὴ καὶ πίσω του ἔρχεται ἡ ἐρήμωση. Ὁ μὴ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτὴς εὔχεται στὸν Θεὸ νὰ ρίξει φωτιὰ καὶ νὰ κατακάψει ὅλους ὅσους δὲν δέχονται τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς πεποιθήσεις του. Τέτοιου εἴδους ἀνθρώπους τοὺς χαρακτηρίζει μίσος πρὸς τοὺς ἐτερόθρησκους ἡ ἑτερόδοξους, ἡ ζήλια καὶ ὁ ἐπίμονος θυμός, ἡ ἐμπαθὴς ἀντίσταση πρὸς τὸ ἀληθινὸ νόημα τοῦ θείου νόμου, ἡ παράνομη ἐπιμονή, προκειμένου νὰ ὑπερασπισθεῖ τὰ δικά του φρονήματα, ὁ παράφορος ζῆλος νὰ ντροπιάσει τοὺς πάντες, ἡ φιλοδοξία, ἡ φιλονικία, ἡ ἔριδα, τὸ φιλοτάραχο. Ὁ μὴ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτὴς εἶναι ἄνθρωπος ὀλέθριος.
Περὶ κακοῦ ζήλου καὶ τοῦ χαρακτήρα αὐτοῦ ποὺ ἔχει κακὸ ζῆλο
Ὁ κακὸς ζῆλος εἶναι βρασμὸς μοχθηρῆς ψυχῆς καὶ ἐκδηλώνεται σὰν ζηλοτυπία, σὰν φθόνος, σὰν μίσος πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κάτι λαμπρό. Ὁ κακὸς ζῆλος παρακινεῖται ἀπὸ τὰ χυδαῖα καὶ τὰ πονηρὰ καὶ ματιάζει τὰ καλά. Αὐτὸς ποὺ ἔχει κακὸ ζῆλο, ὁ ζηλήμονας, ζητᾶ νὰ ἀμαυρώσει καθετὶ ποὺ εἶναι φωτεινὸ στὴν ὄψη καὶ φθονεῖ τὸν κάτοχό του. Μισεῖ αὐτοὺς ποὺ εὐτυχοῦν καὶ ποθεῖ τὴ δυστυχία τους. Χαίρεται μὲ τὴν καταστροφή τους καὶ εὐχαριστιέται στὶς συμφορές τους. Κανέναν δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθεῖ νὰ ἐπαινοῦν ἡ νὰ μακαρίζουν. Διαβάλλει καὶ συκοφαντεῖ αὐτοὺς ποὺ διακρίθηκαν σὲ δόξα καὶ τιμή. Βρίσκει ἐλαττώματα στὰ καλὰ καὶ διασείρει τὰ ἄξια. Καμιὰ χάρη δὲν ἀναγνωρίζουν τὰ μάτια του. Ἡ γλώσσα τοῦ κινεῖται γιὰ νὰ κοροϊδέψει. Τὸ στόμα τοῦ ἐκβράζει βλαστήμια. Ἡ καρδιὰ τοῦ ἐχθρεύεται αὐτοὺς ποὺ προοδεύουν καὶ ὅσους τὸν ξεπερνοῦν τοὺς ἀποστρέφεται. Μισεῖ τὴν πρόοδο καὶ μηχανεύεται τρόπους γιὰ νὰ τὴν ἀνακόψει. Αὐτὸς ποὺ ζηλεύει εἶναι ἐγωιστὴς καὶ ἀνόητος, γιατί μόνο τὸν ἑαυτὸ τοῦ θεωρεῖ ἄξιο τιμῆς καὶ δόξας ποὺ ἄλλοι κατέκτησαν καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ πάντοτε ἀδικημένο. Αὐτὸς ποὺ ζηλεύει εἶναι κακὸς καὶ μελετάει τὸ κακό. Στὴν καρδιὰ τοῦ συσσωρεύονται τὰ κακά· δυσφορεῖ καὶ θλίβεται ὅταν ζεῖ ἄδοξα καὶ λιώνει ἀπὸ τὴ ζήλια του. Ὁ ζηλιάρης εἶναι ἄθλιος καὶ ἐλεεινὸς ἄνθρωπος.
Πηγή: alopsis.gr
Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐλπίζει στὸν Θεὸ !
Πόσο ὡραία, πόσο εὐχάριστη, πόσο χαριτωμένη εἶναι ἡ εἰκόνα ἐκείνου ποὺ ἐλπίζει στὸν Θεὸ ποὺ σώζει, στὸν Θεὸ τῶν οἰκτιρμῶν, τὸν Θεὸ τοῦ ἐλέους, τὸν ἀγαθὸ καὶ φιλάνθρωπο Θεό.
Ἀληθινὰ μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐλπίζει στὸν Θεό! Ὁ Θεὸς εἶναι πάντα βοηθός του καὶ δὲν φοβᾶται ὅ,τι κακὸ κι ἂν τοῦ προξενήσει ἄνθρωπος. Ἐλπίζει στὸν Κύριο καὶ πράττει τὰ ἀγαθά! Κάθε τοῦ ἐλπίδα τὴν ἔχει ἐναποθέσει σ’ Αὐτόν, καὶ σ’ Αὐτὸν ἐξομολογεῖται μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Εἶναι τὸ καύχημά του, εἶναι ὁ Θεός του καὶ Τὸν ἐπικαλεῖται μέρα καὶ νύχτα. Τὸ στόμα τοῦ ὡραῖο, ἀναπέμπει αἴνους στὸν Θεό, τὰ χείλη του, πιὸ γλυκὰ ἀπὸ μέλι καὶ κερὶ σὰν ἀνοίγουν γιὰ νὰ ψάλλουν στὸν Θεό· ἡ δὲ γλώσσα τοῦ γεμάτη χάρη, κινεῖται πρὸς δοξολογία Θεοῦ.
Ἡ καρδιὰ τοῦ εἶναι ἕτοιμη νὰ Τὸν ἐπικαλεσθεῖ, ἡ διάνοια τοῦ ἕτοιμη νὰ ἀνυψωθεῖ πρὸς Αὐτόν, ἡ ψυχὴ τοῦ εἶναι προσηλωμένη στὸν Θεὸ καὶ «ἡ δεξιά του Κυρίου ἀντελάβετο αὐτοῦ». «Ἐν τῷ Κυρίω ἐπαινεθήσεται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ». Ζητᾶ καὶ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Θεὸ αὐτὸ ποὺ ζητᾶ ἡ καρδιά του. Ζητᾶ καὶ βρίσκει ὅσα ποθεῖ. Κρούει καὶ τοῦ ἀνοίγονται οἱ θύρες τοῦ ἐλέους.
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο ἐπαναπαύεται σὲ ἥσυχα νερά. Ὁ δὲ Κύριος του δίνει πλούσια τα ἐλέη του. Ἡ δεξιά του Κυρίου κατευθύνει τὴν πορεία του καὶ δάκτυλος Κυρίου τὸν καθοδηγεῖ στοὺς δρόμους του.
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο δὲν ἀστοχεῖ. Ἡ ἐλπίδα του δὲν πεθαίνει ποτέ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ προσδοκία του, ἡ ἀκρότατη ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς του. Πρὸς Αὐτὸν στενάζει ἡ καρδιὰ τοῦ ὅλη τὴν ἡμέρα: «Κύριε μὴν ἀργήσεις, σήκω, κᾶνε γρήγορα, ἔλα καὶ ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν ψυχή μου κάθε ἀνάγκη, ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχή μου! Θὰ σὲ δοξολογήσω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ Κύριε. Σὲ Σένα θὰ ἀπευθύνεται κάθε λόγος ποὺ θὰ βγαίνει ἀπ’ τὸ στόμα μου».
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο, εὐλογεῖ τὸν Ὕψιστο, τὸν λυτρωτή του καὶ ἁγιάζει «τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ». Ελπίζει καὶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ κραυγάζει πρὸς τὸν Θεό: «Κύριε πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπω σου;».
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο, θὰ ἐπικαλεσθεῖ τὸν Ὕψιστο γιὰ νὰ εἰσέλθει στὸ ἁγιαστήριό Του, γιὰ νὰ δεῖ καὶ νὰ χαρεῖ τὰ θαυμάσια Του· καὶ ὁ Κύριος θὰ ἀκούσει τὴ φωνὴ τῆς δέησής του.
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο, ἀπολαμβάνει ἄκρα εἰρήνη· γαλήνη ἐπικρατεῖ στὴν καρδιά του καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ βασιλεύει πλήρης ἀταραξία. Ὅταν ἔχει βοηθὸ τοῦ τὸν Θεό, ἀπὸ τί νὰ φοβηθεῖ; Ἀπὸ τί νὰ δειλιάσει; Ἂν ξεσηκωθεῖ ἐναντίον τοῦ πόλεμος, δὲν πτοεῖται, γιατί ἐλπίζει στὸν Κύριο. Ἂν τὸν καταδιώξουν πονηροὶ δὲν φοβᾶται, γιατί ξέρει ὅτι ὅλα εἶναι ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τοῦ Κυρίου. Δὲν ἐλπίζει στὸ τόξο του οὔτε στὴ φαρέτρα του· οὔτε ἐξαρτᾶ τὴ σωτηρία του ἀπὸ τὴ ρομφαία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Θεό του, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν γλιτώσει ἀπὸ τὰ χέρια αὐτῶν ποὺ τὸν πολεμοῦν, ἀπὸ τὴν παγίδα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀπὸ τὴν καταιγίδα. Εἶναι πεπεισμένος γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου καὶ «ἐπὶ τὸν βραχίονα τὸν ὑψηλὸν αὐτοῦ καὶ ὁ Κύριος σώσει αὐτόν».
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο, βαδίζει ἤρεμος στὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς του καὶ διανύει τὸν δρόμο αὐτὸ δίχως τὸ ἄγχος τῶν μερίμνων. Ἐργάζεται ἀκατάπαυστά το ἀγαθό, τὸ εὐάρεστο καὶ τέλειο, τὰ δὲ ἔργα τοῦ τὰ εὐλογεῖ ὁ Θεός. Σπέρνει εὐλογημένα καὶ λαμβάνει πλούσιούς τους καρποὺς τῶν κόπων του. Ἔχει θάρρος στὸν Κύριο καὶ δὲν παρεκτρέπεται ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ τὸν κυκλώνουν. Στὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς δὲν παραιτεῖται, ἀλλὰ ἐλπίζει, διότι ἐκεῖ ποὺ τὰ πράγματα φαίνονται ἀδύνατα, ὁ Θεὸς φανερώνει τὴ διέξοδο. Μέσω τῆς πίστης προσδοκᾶ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς δικαιοσύνης.
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο δὲν ἐλπίζει σὲ χρήματα, οὔτε στὸ μέγεθος τῆς δύναμής του, ἀλλὰ ἐπαναπαύεται στὴ βοήθεια ποὺ θὰ τοῦ παράσχει ὁ Θεός.
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο, εἶναι γεμάτος πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ζεῖ ἔχοντας θάρρος στὴν ἀγαθή του συνείδηση, ἐμφανίζεται μὲ τὴν παρρησία γιοῦ ἀπέναντι στὸν οὐράνιο Πατέρα του καὶ Τὸν ἐπικαλεῖται γιὰ νὰ ἔλθει ἡ βασιλεία Του στὴ γῆ καὶ τὸ θέλημά Του νὰ πραγματώνεται στὴ γῆ ὅπως καὶ στὸν οὐρανό.
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο, εἶναι ἀφοσιωμένος ὁλοκληρωτικὰ σ’ Ἐκεῖνον καὶ ὑψώνει τὴν καρδιά του στὸν ἀγαθὸ καὶ ἀθάνατο Θεό.Ζητᾶ ἀπ’ Αὐτὸν τὸ ὕψιστο ἀγαθὸ καὶ τὴν ἀθανασία στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καὶ ὁ Θεὸς τὸν εἰσακούει.
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο!
(Ἁγίου Νεκταρίου, Τὸ γνώθι σαυτόν, ἔκδ. Ἄθως, σ.101-104)
Πηγή:http://imverias.blogspot.com
(«Τὸ γνώθι σαυτὸν ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ», ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ)